
Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης,
Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης
Ὑπάρχουν ὡς γνωστὸν διάφορα ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρνητὲς προκειμένου νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τέσσερα ἀπὸ αὐτά. Τὸ πρῶτο εἶναι πολὺ παλαιὸ καὶ ἀνάγεται ἀκόμα στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν τὸ ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Φαρισαῖοι, προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἄδειο τάφο. Ἐπειδὴ ἦταν καὶ οἱ ἴδιοι παρόντες στὴν ταφὴ μαζὶ μὲ τοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες, ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀμφισβητήσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐτάφη (Ματθ. 27, 62 – 65). Εἶπαν λοιπὸν ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας, οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες κοιμοῦνταν.
Ὅμως τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου ἰσχυρὸ γιὰ τοὺς παρακάτω λόγους: Γνωρίζουμε ὅτι ἡ φρουρὰ ποὺ ὅρισε ὁ βασιλιὰς Ἡρῴδης Ἀγρίππας νὰ φρουρεῖ τὸν Πέτρο στὴ φυλακὴ ἀριθμοῦσε ὄχι ἕνα ἢ δύο ἀλλὰ δεκαέξι ἄνδρες (Πράξ. ιβ΄ 4). Ἀνάλογος ἢ καὶ μεγαλύτερος θὰ πρέπει νὰ ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατιωτῶν ποὺ φυλοῦσαν τὸν τάφο, δεδομένης τῆς ὑπόνοιας ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε περίπτωση νὰ θελήσουν νὰ βγάλουν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν τάφο. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν οἱ στρατιῶτες ἑνὸς τόσο αὐστηροῦ κι ὀργανωμένου στρατοῦ νὰ κοιμήθηκαν ὅλοι; Κι ἀφοῦ κοιμήθηκαν πῶς εἶδαν τοὺς μαθητὲς νὰ κλέβουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ; Ἑπομένως μιλοῦν ὄχι μὲ ἀποδείξεις, ἀλλὰ μὲ ὑποθέσεις.
Ποιὰ στάση κράτησαν οἱ μαθητὲς μετὰ τὴ σταύρωση τοῦ Διδασκάλου τους; Ὄχι μόνο τὸν ἐγκατέλειψαν, ἀλλὰ καὶ κρύβονταν, γιατί φοβοῦνταν ὅτι θὰ συλληφθοῦν κι αὐτοὶ καὶ θὰ καταδικαστοῦν ἀπὸ τὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων. Πῶς λοιπὸν θὰ ἔβρισκαν τὸ θάρρος νὰ κλέψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ κινδύνευαν ἄμεσα νὰ συλληφθοῦν ἐπὶ τόπου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους φρουρούς;
Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνασταινόταν, οἱ μαθητὲς θὰ ἔνιωθαν ἀπογοητευμένοι καὶ προδομένοι ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ τοὺς ἔπεισε νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ πάντα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στηριζόμενοι σὲ μία ψεύτικη ἐλπίδα. Ὅμως βλέπουμε τοὺς μαθητὲς νὰ μεταμορφώνονται σὲ ἄφοβους κήρυκες τῆς Ἀνάστασης καὶ εἶναι τόσο βεβαιωμένοι γι’ αὐτό, ὥστε δέχονται ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνουν γι’ αὐτή τους τὴν πίστη. Ἂν εἶχαν κλέψει τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἑπομένως γνώριζαν ὅτι δὲν ἀναστήθηκε, θὰ θυσίαζαν τὴ ζωή τους γιὰ ἕνα ψέμα;
Μία δεύτερη ἀμφισβήτηση λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀναστήθηκε πραγματικά, ἀλλὰ ὅτι οἱ μυροφόρες καὶ οἱ μαθητὲς ἔπεσαν θύματα ὁμαδικῆς φαντασίωσης ἢ ψευδαίσθησης. Ὅμως οἱ μυροφόρες πῆγαν τὴν μεθεπόμενη ἡμέρα ἀπὸ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα τὸ σῶμα του. Ἑπομένως ἦταν βέβαιες ὅτι ὁ Χριστὸς κείτονταν νεκρὸς στὸν τάφο. Ἀκόμα κι ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶδε μπροστά της τὸν ἀναστημένο Χριστό, δὲν τὸ πίστευε, ἀλλὰ νόμιζε ὅτι ἔβλεπε τὸν κηπουρὸ τοῦ κήπου. Οὔτε καὶ οἱ μαθητὲς περίμεναν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Ὅταν οἱ μυροφόρες ἀνήγγειλαν στοὺς μαθητὲς ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἐκεῖνοι δὲν τὶς πίστευαν. Ἀκόμα κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε αἰφνιδίως μπροστά τους, ἐκεῖνοι νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἀναγκάστηκε νὰ φάει μαζί τους, γιὰ νὰ πειστοῦν ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα του. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ προδιάθεση τῶν μαθητῶν νὰ δοῦν ξανὰ μπροστά τους τὸν Ἰησοῦ; Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές Του, οἱ ὁποῖες ἔγιναν σὲ διάστημα σαράντα ἡμερῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἦταν ὅλες ἀποτέλεσμα ψευδαισθήσεων; Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς ὁ Κύριος παρουσιάστηκε σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος (Α΄ Κορ. ιε΄ 6). Μήπως καὶ οἱ πεντακόσιοι εἶχαν ταυτόχρονα τὴν ἴδια ψευδαίσθηση; Μήπως καὶ ὁ Παῦλος βαδίζοντας πρὸς τὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ διαλύσει τὴν ἐκεῖ τοπικὴ ἐκκλησία, περίμενε ὅτι στὸ δρόμο θὰ δεῖ μπροστά του τὸν Κύριο;
Μία τρίτη ὑπόθεση τῶν ἀρνητῶν τῆς Ἀνάστασης εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε στὸ σταυρό, ἀλλὰ λιποθύμησε. Ὅταν τὸν κατέβασαν, ἄρχισε νὰ συνέρχεται ὥσπου ἔγινε τελείως καλά. Ἔτσι οἱ μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν μπροστά τους, νόμιζαν ὅτι ἀναστήθηκε. Ἀλλὰ τὸ σενάριο αὐτὸ δὲν εὐσταθεῖ ἀπὸ καθαρὰ ἰατρικῆς ἄποψης. Τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔρρευσαν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἰησοῦ μετὰ τὸ τρύπημα τῆς λόγχης τοῦ Ρωμαίου στρατιώτη, ἀποδεικνύει τὴ συσσώρευση ὑγροῦ στὸ περικάρδιο καὶ στοὺς πνεύμονες, τὸ ὁποῖο δυσκολεύει τὴν ἀναπνοή, ἐμποδίζει τὴν καρδιὰ νὰ πάλλει καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἀνακοπή. Αὐτὸς ποὺ πεθαίνει μὲ τέτοιο θάνατο ἀναγκάζεται νὰ βγάλει μεγάλη κραυγή. Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν στὸν Ἰησοῦ, ἄρα πραγματικὰ πέθανε. Τὸ θάνατό του ἄλλωστε πιστοποίησαν καὶ οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια, ὅπως ἔκαναν μὲ τοὺς δύο λῃστές. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἐχθροί του ὡς αὐτόπτες μάρτυρες τῆς σταύρωσης καὶ τῆς ταφῆς, δὲν ἰσχυρίστηκαν ὅτι ὁ Κύριος δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι οἱ μαθητές Του ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἀπὸ τὸν τάφο. Ἀλλὰ ἀκόμα κι ἂν ὑποθετικὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε στὸ σταυρό, ἡ περιτύλιξή του μὲ τὸ σουδάριο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του μέσα σὲ ἕνα ἑρμητικὸ κλειστὸ τάφο, θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ θάνατο ἀπὸ ἀσφυξία.
Μία ἀκόμα ἔνσταση ποὺ προβάλλουν οἱ ἀρνητές, εἶναι τὸ ἐρώτημα, γιατί ὁ ἀναστημένος Κύριος δὲν παρουσιάστηκε στοὺς ἐχθρούς του, γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν πιστέψουν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἐπιβραβεύει τὴν πίστη τῶν καλοπροαίρετων κι ὄχι τῶν κακοπροαίρετων. Οἱ μαθητὲς ἦταν ἀρχικὰ δύσπιστοι, ἀλλὰ ὅταν εἶδαν μπροστά τους τὸν Κύριο, ἐγκατέλειψαν τὶς ἀμφιβολίες τους καὶ πίστεψαν στὴν Ἀνάσταση. Ἀντίθετα οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀκόμα κι ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ βρέθηκε ἄδειος, ὄχι μόνο δὲν ἐρεύνησαν τί εἶχε συμβεῖ, ἀλλὰ ἔσπευσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ ἔκλεψαν ἀπὸ τὸν τάφο τὸ σῶμα του. Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ πίστευαν σ’ αὐτὸν ἀκόμα κι ἂν τὸν ἔβλεπαν ὁλοζώντανο μπροστά τους, ὅπως ἀπιστοῦσαν κι ὅταν ἔβλεπαν μπροστά τους τὰ θαύματά του. Τὸ πιθανότερο ἦταν νὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν γιὰ δεύτερη φορά, γιὰ νὰ τὸν ξανασταυρώσουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς περιφρόνησε καὶ τοὺς ἔκρινε ἀνάξιους νὰ τὸν δοῦν μπροστά τους ἀναστημένο.
Εἶναι φανερὸ ὅτι στὴν προσπάθειά τους οἱ ἀρνητὲς νὰ παρουσιάσουν ὡς ψευδὲς τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, πέφτουν σὲ ἀντιφάσεις, ἀφοῦ τὰ δῆθεν ἐπιχειρήματά τους ἀναιροῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ἀλλὰ τὸ ψέμα ἔχει κοντὰ ποδάρια. Κι ἂν ἡ Ἀνάσταση ἦταν ψέμα θὰ εἶχε διαλυθεῖ, ὅπως στὴν πορεία τοῦ χρόνου διαλύθηκαν ὅλοι οἱ μῦθοι τῶν ἀρχαίων λαῶν. Ὁ Χριστὸς ὅμως ζεῖ ἀναστημένος καὶ βασιλεύει στὶς ψυχὲς δισεκατομμυρίων χριστιανῶν, χθὲς καὶ σήμερα. Ἐπικράτησε, νίκησε, γιατί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια μένει εἰς τὸν αἰῶνα. (Α΄ Ἔσδρα, δ΄ 38).
Γνωρίζοντας ἐνδόμυχα οἱ ἀρνητὲς ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά τους δὲν ἀντέχουν στὴ δοκιμασία οὔτε κἄν τῆς ἁπλῆς λογικῆς, κατέφυγαν στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ὑπάρχουν ἀσυμφωνίες μεταξὺ τῶν εὐαγγελιστῶν ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀγγέλων ποὺ παρουσιάστηκαν στὶς μυροφόρες, ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ πρόσωπα τῶν μυροφόρων κ.ἄ. Ἀλλὰ οἱ διαφορὲς αὐτὲς εἶναι φαινομενικὲς κι ὄχι πραγματικές. Καὶ νὰ γιατί: Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει κανονικὰ τοὺς δύο ἀγγέλους ποὺ ἦταν παρόντες στὸ τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος παραλείπουν νὰ ἀναφερθοῦν καὶ στοὺς δύο κι ἀναφέρονται μόνο σὲ ἕνα, γιατί μόνο ὁ ἕνας ἀπηύθυνε τὸ λόγο στὶς μαθήτριες. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζοντας τὶς διηγήσεις τῶν τριῶν πρώτων εὐαγγελιστῶν, προτιμᾶ νὰ μὴ ἐπαναλάβει τὴν ἀναφορὰ στοὺς δύο ἀγγέλους ποὺ συνάντησαν οἱ μαθήτριες τὴν πρώτη φορὰ καὶ ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μὲ τοὺς δύο ἀγγέλους κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης ἐπίσκεψής της στὸ τάφο τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν ἀντιφάσκουν μεταξύ τους, ἀλλὰ συμπληρώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν ἀναφερόμενοι στὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν μαθητριῶν ποὺ πῆγαν στὸν τάφο. Ὁ ὅμιλος τῶν μαθητριῶν ἀποτελοῦνταν συνολικὰ ἀπὸ πέντε πρόσωπα. Ὁ κάθε εὐαγγελιστὴς ὅμως δὲν ἀναφέρεται σὲ ὅλα, ἀλλὰ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτά. Αὐτὸ ὅμως δὲ συνιστᾶ ἀντίφαση ἀλλὰ συμπλήρωση. Οἱ ἀρνητὲς λένε ἐπίσης ὅτι ὁ Ἰωάννης κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μόνης στὸν τάφο (Ἰωάν. κ΄1), ἐνῷ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς μιλοῦν γιὰ ὅμιλο γυναικῶν. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρεται μόνο στὴν Μαρία, ὡς ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁμίλου. Ἔμμεσα ὅμως ὑπαινίσσεται τὴν ὕπαρξη καὶ τῶν ἄλλων γυναικῶν ἀμέσως μετά, ὅταν λέει: «Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ τὸν ἔχουν βάλει» (Ἰωάν, κ΄ 2).
Ὁ Κύριός μας δὲν ἐπέπληξε τὸν Θωμᾶ γιὰ τὴν ἀπιστία του, ἀλλὰ ἔδειξε συγκατάβαση καὶ τὸν κάλεσε νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγές του, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἀναστήθηκε. Ὄχι λοιπὸν τυφλὴ πίστη, ἀλλὰ πίστη ποὺ τεκμηριώνεται μετὰ ἀπὸ ἀπροκατάληπτη ἔρευνα καὶ ἀκριβῆ γνώση. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ χαρακτηρίσει μακάριους, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ πιστέψουν στὴν Ἀνάστασή του, ἔστω κι ἂν δὲν τὸν εἶδαν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια (Ἰωάν. κ΄ 29 ). Ἂς χαροῦμε λοιπόν, γιατί κι ἐμεῖς ἀνήκουμε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς.