Είναι και αυτό παπική αίρεση συνημμένη με το πρωτείο, το οποίο θέλει να κατοχυρώσει δογματικά. Ο Πάπας δεν είναι απλά πρώτος στην Εκκλησία αλλά και αλάθητος, μη δεχόμενος κοντά του άλλες εκκλησιαστικές αυθεντίες και εξουσίες. Η σύνοδος του Βατικανού ορίζει: «Όταν ο επίσκοπος Ρώμης αποφαίνεται από καθέδρας (ex cathedra), δηλαδή όταν ασκώντας το έργο του σαν ποιμένας και διδάσκαλος όλων των χριστιανών, ορίζει με την ύψιστη αποστολική του αυθεντία κάποια διδασκαλία περί πίστεως ή πράξεως που πρέπει να γίνη αποδεκτή από την Εκκλησία, βάσει της θείας βοήθειας που του δόθηκε σαν υπόσχεση στο πρόσωπο του μακαρίου Πέτρου, έχει το αλάθητο με το οποίο ο θείος λυτρωτής θέλησε να είναι εφοδιασμένη η Εκκλησία του στον καθορισμό κάποιας διδασκαλίας περί πίστεως ή πράξεως. Δια τούτο όλες οι οριστικές αποφάσεις των Ρωμαίων επισκόπων είναι από μόνες τους αλάθητες και όχι από τη συναίνεση της Εκκλησίας».
Τέλος πολύ προβληματική είναι η σχέση του αλαθήτου του Πάπα με το αλάθητο των οικουμενικών συνόδων, το οποίο αποδέχεται η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ή θα έχουμε δυο παράλληλα αλάθητα, ή για το αλάθητο των οικουμενικών συνόδων (που είναι πολλές στη Ρωμαϊκή Εκκλησία) απαιτείται και η συναίνεση του Πάπα, οπότε δεν εννοούμε τη φύση του αλαθήτου των συνόδων που τελικά μεταβάλλονται σε απλό διάκοσμο της Ρωμαϊκής έδρας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 156-157)