Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἡ πρόσκαιρη ἀπιστία τοῦ μαθητοῦ ὑπῆρξε θεία οἰκονομία, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδική του μαρτυρία καί βεβαίωσις νά γίνη καί σέ μᾶς τούς μεταγενεστέρους ἀφορμή ἀνεπιφύλακτης πίστεως, ὅτι δηλαδή τό σῶμα ἐκεῖνο, τό ὁποῖο κρεμάσθηκε πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί ὑπέστη τόν θάνατο, ἐζωοποίησε ὁ Πατέρας διά τοῦ Υἱοῦ. Ὅμως καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο. Γιά τόν λόγο ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε ἐπί πλέον καί τήν ὁμολογία τοῦ μέχρι πρό τινος ἀπιστοῦντος μαθητοῦ: «ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου». Εἶναι μιά ὁμολογία τῆς ἀνθρωπίνης, ἀλλά καί τῆς θείας φύσεως τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι ὁ πρό αἰώνων Θεός, ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος.
Σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ὅταν ὁ Θωμᾶς ἐπέστρεψε στό ὑπερῶο καί τοῦ ἀνήγγειλαν γεμᾶτοι χαρά οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅτι εἶδαν τόν ἀναστημένο Κύριο, αὐτός δήλωσε ἀπερίφραστα: «Ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τόν δάκτυλον μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ οὐ μή πιστεύσω» (Ἰω.20,25). Κοφτή καί κατηγορηματική ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ Θωμᾶ, πού θά ἱκανοποιοῦσε καί τόν πιό ἀπαιτητικό καί ἀντικειμενικό ἐρευνητή καί ἀνακριτή τῆς Ἀναστάσεως. Δέν ἱκανοποιεῖται νά δεῖ μέ τά μάτια του τόν Ἐσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει νά ἀγγίξει καί μέ τά χέρια του τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου. Ἀκόμη περισσότερο! Νά ψηλαφήσῃ μέ τά δάκτυλά του τίς πληγές, πού προκάλεσαν τά καρφιά στά ἄχραντα χέρια του καί μέ τήν παλάμη του τήν λογχευμένη του πλευρά. Μέ ὅλες του τίς αἰσθήσεις, ὅραση, ἀκοή, ἁφή, ζητεῖ νά λάβη πεῖραν τοῦ γεγονότος.
Καί ὁ Κύριος, πού ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα του ὑπέμεινε τήν ἐσχάτη ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, συγκαταβαίνει στήν ἀπαίτηση τοῦ μαθητοῦ του. Ὑποχωρεῖ καί καταδέχεται νά ψηλαφηθῆ, γιά νά προσθέση ἔτσι μία, ἀκόμη πιό ἰσχυρή, ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡ ἀπιστία λοιπόν τοῦ Θωμᾶ γέννησε τήν βεβαία πίστη, ὄχι μόνον στόν ἴδιο ἀλλά καί σέ ὅλες τίς γενεές τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μήν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας καί ἀπιστίας σέ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο, πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος, πού «τόλμησε» νά ζητήσῃ ἀποδείξεις ἔγινε ἀργότερα ἕνας ἀπό τούς θερμότερους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καί μάλιστα στήν μακρυνή Ἰνδία! Πῶς θά μποροῦσε νά κηρύξῃ στούς ἀνθρώπους, ὅσα θαυμαστά εἶδε κοντά στόν Διδάσκαλο του καί νά πείση τούς ἀπίστους νά πιστεύσουν, ἐάν ὁ ἴδιος πρῶτα δέν εἶχε πειστῆ; Διότι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά ἀκοῦς γιά ἕνα γεγονός καί ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά ἔχεις προσωπική ἐμπειρία τοῦ γεγονότος.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρός τόν Θωμᾶ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, «καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός»
δείχνει, ὅτι ὑπῆρχε ἐνδεχόμενο ὁ Θωμᾶς καί μετά τήν ψηλάφηση τοῦ
ἀναστημένου σώματος νά μήν θελήση νά πιστεύσῃ καί νά παραμείνῃ
ἀμετανόητος στήν ἀπιστία. Ἀπό ἕνα τέτοιο ὅμως ἐνδεχόμενο κινδυνεύομε
ὅλοι μας. Διότι, ἡ Ἀνάσταση ὑπάρχει καί λάμπει ἠλίου φαεινότερον σ’ ὅλη
τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί σ’ ὅλους τούς αἰῶνες. Οἱ ἀποδείξεις
εἶναι πολλές, πειστικές καί ἀτράνταχτες καί ἀποκλείουν καί τό παραμικρό
ἐνδεχόμενο ἀμφιβολίας.
Αὐτή ἡ σωτήρια ὁμολογία καί βεβαία πίστη τοῦ
Θωμᾶ ἄς εὐχηθοῦμε, ἀδελφοί μου, νά γίνει μέσα σέ ὅλους μας μέ τή Χάρη
καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίς πρεσβεῖες τῆς
Κυρίας Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ καί ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.