
Τὸ περιοδικὸν «Ἐφημέριος», τεῦχος 2ον, Μάρτιος – Ἀπρίλιος 2025, τὸ ὁποῖον εἶναι περιοδικὸν διὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐκδίδεται προνοίᾳ τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου ἀπὸ τὴν Ἐπικοινωνιακὴν καὶ Μορφωτικὴν Ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ Διευθυντὴν Συντάξεως τὸν κ. Ἀλέξανδρον Ἰ. Κατσιάραν, φιλοξενεῖ εἰς τὰς σελίδας 40-42 ἄρθρον τοῦ κ. Κωνσταντίνου Τσιαντῆ, Καθηγητοῦ Παν. Δυτ, Ἀττικῆς, μὲ τίτλον «Στάδια τῆς ἀνθρώπινης ἐξέλιξης καὶ τῆς τεχνολογικῆς προόδου». Τὸ κείμενον ἀρχίζει μὲ τὸν στίχον τῆς Ἁγίας Γραφῆς «… καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γὲν 2:7). Εἰς οὐδὲν ἕτερον σημεῖον τοῦ κειμένου ἐπανέρχεται ὁ ἀρθρογράφος εἰς τὸν στίχον αὐτόν, τὸν ὁποῖον τρόπον τινὰ ἔθεσεν ὡς κεντρικὴν κατευθυντήριον ἰδέαν. Ὁμοιάζει νὰ ἐκλαμβάνη τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς προϋπόθεσιν «τῆς δημιουργικῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὡς πρώτην φάσιν τῆς ἱστορικῆς πορείας ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του θεωρεῖ τὴν μετάβασιν:
«ἀπὸ τὸν πρωτόγονο ἄνθρωπο στὸν Homo sapiens. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος συνάπτεται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Homo habilis (τοῦ ἀνθρώπου κατασκευαστῆ ἐργαλείων), τοῦ Homo ergaster (ἀνθρώπου-ἐργάτη) καὶ τοῦ Homo erectus (τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περπατᾶ ὄρθιος), ἐκείνων τῶν μακρινῶν προγόνων μας ποὺ ἐμφανίστηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Ἀφρικὴ καί δημιούργησαν τὰ λίθινα ἐργαλεῖα τῆς κατώτερης παλαιολιθικῆς ἐποχῆς, ἔχοντας καταφέρει σὲ κάποιο στάδιο νὰ χειρισθοῦν τὴ φωτιὰ (2.000.000-200.000 π.Χ.). Οἱ πρόγονοι ἐκεῖνοι ζοῦσαν ἀπὸ τὸ κυνήγι καὶ τὴ συλλογὴ καρπῶν. Τὴν ἐξέλιξή τους καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐργαλείων ἢ τῶν ἐργοτεχνιῶν τους (Χελλαί, Ἀχίνιο, Γλαστόνιο, Μουστιαία) ἀκολούθησε μετὰ ἀπὸ μακρὺ διάστημα ἡ ἐμφάνιση τοῦ Homo sapiens, τοῦ ἔμφρονος-σοφοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὶς ἐργοτεχνίες τῆς ἀνώτερης παλαιολιθικῆς ἐποχῆς (Ὀρινιάκιο, Σαλουτραία, Μαγδαληναία) καὶ σημάδεψε τὴν παρουσία του μὲ τὴν τέχνη τῶν σπηλαίων καὶ τὴ σημασία ποὺ ἀπέδιδε στὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν (200.000-10.000 π.Χ.)».
Περιοριζόμεθα εἰς αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα. Εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ ἄρθρου ἀναφέρεται ὁ κ. Τσιαντὴς εἰς τὴν ἐμφάνισιν τῆς γεωργίας, τῆς γραφῆς, τῆς ἐπιστήμης καὶ τεχνολογίας εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς νέας ἐπιστήμης, εἰς ἐκείνην τῆς μηχανικῆς καὶ βιομηχανικῆς ἐπαναστάσεως καὶ τέλος εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Διαστήματος καὶ τῆς ψηφιακῆς ἐπαναστάσεως εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Οἱ ἱερεῖς λοιπόν, εἰς τοὺς ὁποίους πρὸ πάντων ἀπευθύνεται τὸ περιοδικόν, διαφωτίζονται εἰς τὸ ἄρθρον αὐτὸ σχετικὰ μὲ τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως, προικισμένης μὲ ἱκανότητας νὰ παράγη πολιτισμόν. Δὲν ἀναφέρει ρητῶς ὁ ἀρθρογράφος, εἰς ποῖον στάδιον ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ συμφώνως πρὸς τὸν ἁγιογραφικὸν στίχον, τὸν ὁποῖον θέτει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, πρέπει νὰ ἀφορᾶ τὸ εἶδος «ἄνθρωπος». Ἄρα πρέπει νὰ ἐννοῆται ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος, ὁ Homo (ἄνθρωπος εἰς τὰ λατινικὰ) habilis (ἐπιδέξιος εἰς τὰ λατινικά). Χαρακτηριστικά του συμφώνως πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Wikipedia ἦσαν τὰ «δυσανάλογα μακριὰ χέρια συγκριτικὰ μὲ τοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους». Κυρίως ὅμως «ἡ κρανιακὴ χώρα του εἶχε περίπου τὸ μισὸ μέγεθος τῆς ἀντιστοίχου ἀνθρωπίνης περιοχῆς. Πιθανότατα ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα εἴδη, τά ὁποῖα κατεσκεύασαν λίθινα ἐργαλεῖα». Ἑπομένως, ὅπως διδάσκονται οἱ ἱερεῖς εἰς τὸ ἄρθρον αὐτό, πρέπει ὁ Κύριος καὶ Δημιουργός μας νὰ ἔχη πλάσει τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ἡ στάσις του προφανῶς ἦτο κυρτή, ἀφοῦ ὁ Homo erectus (ὄρθιος στὰ λατινικὰ) εἶναι μία μετεξέλιξίς του. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ἡ ἤδη πολὺ μεγαλυτέρα χωρικότης τοῦ κρανίου του («ἀπὸ 750 cm3 εἰς πλέον πρωΐμους μορφὰς ἕως 1.250cm3 εἰς νεωτέρας μορφάς» συμφώνως πρὸς τὴν ἑλληνικὴν Wikipedia).
Αὐτὰ ἐν ὀλίγοις διδάσκονται σήμερον οἱ ἱερεῖς μέσῳ τοῦ εἰδικοῦ περιοδικοῦ τους «Ἐφημέριος»!