
(Ὁ ρόλος τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν κόσμον)
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
6ον.-Τελευταῖον
Εὐκολώτερα σῴζονται πολλοὶ κακοὶ ἀπὸ ὀλίγους ἀγαθούς, ἀπ’ ὅ,τι ἕνας ἀγαθὸς χάνεται μαζὶ μὲ πολλοὺς ἐνόχους. Ὁ κόσμος ὁμοιάζει μ’ αὐτὸ τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο συνταξίδευε ὁ Παῦλος. Οἱ δίκαιοι μισοῦνται καὶ διώκονται ἀπ’ τὸν κόσμο, σὰν νὰ μὴν ἀξίζει νὰ ζοῦν μέσα σ’ αὐτόν. Κι’ ὅμως ὁ κόσμος στέκεται, διατηρεῖται, παραμένει ἀκόμα, χάριν αὐτῶν τῶν δικαίων. Στὸ κρίσιμο ταξίδι τοῦ Παύλου, γιὰ τὸν Θεό, ἀρχηγὸς καὶ κυβερνήτης τοῦ πλοίου ἦταν ὁ Παῦλος μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τὴν ἀρετή του.
ε. Ἡ πνευματικὴ «μώρανσις»
Ἀπ’ ὅσα εἰπώθηκαν προκύπτει, ὡς αὐτονόητο, τὸ χρέος- καθῆκον τῶν πιστῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ πομπούς, ποὺ θὰ μεταδίδουν στὸν κόσμο τὴν «νοστιμάδα» τῆς ἀρετῆς, ἐνῷ ταυτόχρονα θὰ λειτουργοῦν καὶ ὡς πνευματικὸ ἀντισηπτικό. Θὰ συμβάλουν ἔτσι θετικὰ στὸν προφύλαξη τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν ἀπὸ τὴν σαπίλα ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία περιορίζοντας, τὴν ἐπέκτασή της.
Αὐτὸ ἐπιβάλλει, ὡς πρώτιστο καθῆκον, νὰ διατηροῦν πρῶτοι οἱ πιστοὶ τὴν συνεκτικὴ δύναμη τῆς ἀρετῆς, καὶ νὰ τὴν βιώνουν μὲ «ἄκαμπτη σταθερότητα». Ἂν δὲ ἀρκεσθοῦν, μόνο, στὴν διὰ τοῦ στόματος ὁμολογία καὶ στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση-συμπεριφορὰ (εὐσεβοφάνεια), ἐνῷ ἡ προσωπικὴ-πνευματικὴ ζωή εἶναι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν προφορικὴ ὁμολογία καὶ διδασκαλία, τότε χάνεται ἡ δυνατότητα εὐεργετικῆς ἐπίδρασής τους στοὺς ἄλλους.
Τὸ πνευματικὸ ἁλάτι τῆς ἀρετῆς χάνει τὴν «ἁλιστικὴ» δύναμή του, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἄλλη δυνατότητα, μέσο ἢ τρόπος ἐπανεύρεσής της. «Ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται», (Ματθ. Ε, 13). Δηλαδή: Ἐὰν τὸ ἁλάτι χάση τὴν δύναμή του, μὲ τί θὰ ἁλατισθῆ, ὥστε νὰ ἀποκτήση ξανὰ τὴν δύναμη ποὺ ἔχασε;
Μωραίνω, σημαίνει κάνω κάποιον μωρό, ἀνόητο. Τοῦ ἀφαιρῶ, δηλαδή, τὸ σπουδαιότερο προσόν του, τὴν διανοητική του ἱκανότητα. Συνεπῶς τὸν ἀχρηστεύω. Μωρό, λοιπόν, ἁλάτι εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχασε τὴν ἰδιαίτερη, τὴν ξεχωριστὴ δύναμη καὶ δράση του, τὴν «ἁλιστική». Αὐτὴ ὅταν χαθῆ, τὸ ἁλάτι μεταβάλλεται σὲ ἄχρηστη ὕλη, καθὼς δὲν ὑπάρχει καμία, ἀπολύτως, ἄλλη οὐσία γιὰ νὰ ἀναπληρώση τὴν μοναδικὴ ἰδιότητά του.
Ἀναλογικὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν χριστιανό, ἂν αὐτὸς ἀπωλέση τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ἐνάρετης ζωῆς. Γιατί αὐτή, καὶ μόνη, ὅταν φανερώνεται «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ» δικαιολογεῖ καὶ καταξιώνει τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν χαθῆ ἡ ἀρετὴ ὁ, κατ’ ὄνομα πλέον, χριστιανὸς εἶναι ἀδύναμος-ἀνίκανος νὰ ἁλατίζη πνευματικὰ τοὺς ἄλλους. Τότε αὐτὸ-ἀχρηστεύεται. Γίνεται δὲ ἀκόμα πιὸ ἐπιζήμιος καὶ εἶναι βλαπτικὴ ἡ παρουσία του στὴν δημόσια ζωή, ἂν ὁ μωρανθεὶς κατέχει καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα ἢ ἐκτελεῖ κάποιο σχετικὸ διακόνημα.
Στὴν θλιβερὴ αὐτὴ περίπτωση, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπανακτηθεῖ ἡ χαμένη ἁλιστικὴ ἰδιότητα-δύναμη; Ὁ ἱερὸς Ζιγαβηνὸς διερωτᾶται σχετικά: «Ἐὰν σεῖς οἱ χριστιανοὶ γίνετε ἄτονοι, πλαδαροί, ἢ χάσετε τὴν ἀρετὴ ποὺ εἶναι ὠφέλιμος, μὲ ποιὸ ἄλλο ἁλάτι, μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖτε σεῖς καὶ νὰ γίνεστε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους»;
Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος προσθέτει: «Οἱ μὲν ἄλλοι ποὺ πέφτουν χίλιες φορές, μποροῦν νὰ τύχουν συγγνώμης, νὰ συγχωρηθοῦν. Ὁ διδάσκαλος ὅμως, ἐὰν πάθη αὐτό, ἂν πέση, στερεῖται κάθε ἀπολογίας. Εἰς οὐδὲν πλέον χρησιμεύει. Δὲν εἶναι ὠφέλιμος σὲ τίποτα. Δὲν ἔχει πιὰ καμιὰ δύναμη. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι «τὸ καταφρονεῖσθαι παρὰ τῶν ἀνθρώπων».
στ. «Εἰς οὐδὲν ἰσχύει…»
Ὅταν ὁ χριστιανὸς «ἐνυβρίση τὸ πνεῦμα τῆς χάριτος..» (Ἑβρ.10, 29) καὶ τὸ διώξει ἀπὸ τὴ ζωή του, τότε εἶναι ὁ πλέον ἄχρηστος καὶ ἀξιοθρήνητος τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται ἀνάρετος, ἀνούσιος, ἀηδιαστικός. Γι’ αὐτὸν ἰσχύει ὁ φοβερὸς λόγος: «Μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. (Ἀποκ.3. 16). Καμία πλέον ἄλλη διδασκαλία ἢ ἠθικὴ ἢ τέχνη ἢ ἐπιστήμη, δὲν εἶναι ἱκανή, δὲν μπορεῖ νὰ ξαναφέρη στὴν ζωή του γεύση, χάρι, δύναμη, χαρὰ καὶ ὠφέλεια γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους.
Ἡ πνευματικὴ μώρανση εἶναι τὸ μέγιστο κακὸ ποὺ δὲν διορθώνεται. Ὁμοιάζει μὲ τὸ δένδρο, ποὺ μέχρι τὸ φθινόπωρο δὲν δίνει καρπό, καὶ ποὺ ὅταν ξεραθῆ γιὰ καλὰ τὸ ξεριζώνουν. «Αὐτοὶ εἶναι βρώμικες κηλῖδες, ποὺ συμμετέχουν χωρὶς ντροπὴ στὰ κοινὰ δεῖπνα. Νοιάζονται μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Μοιάζουν μὲ σύννεφα ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους καὶ δὲν φέρνουν βροχή, μὲ δένδρα ποὺ τὸ φθινόπωρο δὲν δίνουν καρπό, καὶ ποὺ σὰν ξεραθοῦν γιὰ τὰ καλὰ τὰ ξεριζώνουν. Μοιάζουν μὲ τὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας, ποὺ ἀντὶ γιὰ ἀφρὸ ξεβράζουν τὶς ντροπές τους, μὲ ἄστρα περιπλανώμενα, ποὺ τὰ προσμένει τὸ παντοτινό, τὸ ζοφερὸ σκοτάδι». (Ἰούδα.12-13).
Γιατί, ἀλήθεια, σὲ τί μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμο τὸ ἁλάτι ποὺ ἔχασε τὴν μοναδικὴ ἁλιστική του ἰδιότητα; Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ παραμένει τώρα στὸ σπίτι; Κανένας ἀπολύτως. Γι’ αὐτό, ὡς ἄχρηστο πλέον πετιέται στοὺς δρόμους καὶ τὸ καταπατοῦν οἱ ἄνθρωποι. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν χριστιανό, πολὺ δὲ περισσότερο γι’ ἐκεῖνον ποὺ πιθανὸν κατέχει καὶ διακριτικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα- διακόνημα-ἀποστολή. Μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ σαλεύτηκαν τὰ λογικά του. Εἶναι πιὰ ἄχρηστος στὴν οἰκογένειά του, συχνὰ δὲ γίνεται καὶ ἐπικίνδυνος. Γι’ αὐτὸ λαμβάνονται μέτρα προστασίας, τόσο τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ καὶ τῶν οἰκείων του.
Τὸ ἴδιο, ἀναλογικά, μπορεῖ νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν «χριστιανό», ποὺ ἔχει «μωρανθεῖ» τὸ ἁλάτι τῆς ἀρετῆς του, μὲ τὸν διδάσκαλο τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ἀξιωματοῦχο, κληρικὸ ἢ λαϊκό. Κι’ αὐτὸ γίνεται ἄν, συνεπείᾳ ἁμαρτιῶν καὶ ἀσυνέπειας λόγων καὶ ἔργων, ἀπολέσει τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη τῆς ἐνάρετης ζωῆς. Τότε ἡ παρουσία του στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εὐρύτερα τῆς κοινωνίας, γίνεται ἐπιζήμια, ἐπιβλαβής.
Πολὺ εὔστοχος εἶναι ἡ διαπίστωση πώς: ὁ κακὸς ἄνθρωπος εἶναι τὸ χειρότερο πλάσμα. Ὁ κακὸς χριστιανὸς εἶναι ὁ χειρότερος ἄνθρωπος, καὶ ὁ κακὸς λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ χειρότερος χριστιανός. Τὸ κατάντημά του θὰ εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, ἡ ἀποκοπή, ἡ ἀπόρριψή του, ὡς νὰ εἶναι κακοήθης πνευματικὸς ὄγκος. Ὅπως τὸ ἀχρηστευμένο ἁλάτι ρίχνεται στοὺς δρόμους τῆς κοινωνικῆς ἀπαξίωσης καὶ περιφρόνησης.
Ἐνῷ: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη προσφέρει ζωή, μεταμορφώνει τὴν βιολογικὴ ζωή, ἁγιάζει καὶ μεταμορφώνει τὶς κοινωνίες. Ἡ ὀρθοδοξία, ὅπου βιώνεται σωστὰ καὶ λειτουργεῖ Ἁγιοπνευματικά, εἶναι μία κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, οὐρανίων καὶ ἐπιγείων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, καὶ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία, λύνονται ἀληθινὰ ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ ἐμφανίζονται στὴ ζωή μας». (Ἱερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου).
ζ. Πνευματικὴ ἀκτινοβολία
Οἱ γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τους ἀκτινοβολοῦν, πνευματικά, στὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦν. Ἡ ἀποστολή, ἡ παρουσία τους στὸν κόσμο, ποὺ παραπαίει στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς συχνὰ θεληματικῆς ἄρνησης καὶ ἄγνοιας, εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι ὁδηγητικὴ- φωτιστική. Αὐτὴ εἶναι ἡ σαφής, ἡ κατηγορηματικὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Αὐτὴ ἡ φωτιστικὴ ἀποστολὴ ἐκφράζεται, ὑλοποιεῖται «διὰ τῶν καλῶν ἔργων». Αὐτὰ δὲ εἶναι ἡ ἄριστη, ἡ πιὸ ἀσφαλὴς καὶ ὠφέλιμη φωτοβολία, τὸ κύριο καθῆκον καὶ ἡ μεγάλη εὐθύνη κάθε χριστιανοῦ. Ἀφοῦ, τελικῶς, μὲ αὐτὰ τὰ καλὰ ἔργα, δοξάζεται τὸ «ὄνομα τοῦ πατρὸς ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει πώς ἡ ἐχθρότητα τοῦ κόσμου, οἱ κατηγορίες καὶ οἱ κακολογίες τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, δὲν μποροῦν νὰ ἐπισκοτίζουν καὶ τοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ μὴ βλέπουν τὸ φωτεινὸ παράδειγμά τους. Μόνον ὅταν οἱ χριστιανοὶ γίνουν «ἅλας μωρόν», τότε καταπατοῦνται καὶ περιφρονοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἂν τὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν ἀκτινοβολεῖ, ματαίως, οἱ ἐχθροὶ τῶν πιστῶν θὰ τοὺς πολεμοῦν καὶ διαβάλλουν, ἐνῷ παράλληλα οἱ θαυμαστὲς καὶ μιμητές τους θὰ αὐξάνονται.
Ἂν ὅμως ἡ ζωή εἶναι πονηρή, ἁμαρτωλή, τότε κι’ ἂν ἀκόμα οὐδείς τοὺς κακολογεῖ, θὰ εἶναι ἀθλιότεροι ἀπ’ ὅλους. Ὅταν ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετή, ἔστω κι’ ἂν ὅλος ὁ κόσμος κακολογεῖ καὶ πολεμᾶ, τότε θὰ γινόμαστε ἀξιοζήλευτοι, καὶ θὰ λειτουργοῦμε ὡς πνευματικὸς μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει «πρὸς ἑαυτὸν» ὅσους ἐπιθυμοῦν καὶ θέλουν νὰ γευθοῦν τὴ σωτηρία τους. Γιατί αὐτοὶ δὲν θὰ προσέχουν τὴν φθονερὴ κακολογία τῶν πολεμίων, ἀλλὰ θὰ αἰσθάνονται τὴν αὔρα τῆς ἐνάρετης ζωῆς τῶν πιστῶν, νὰ δροσίζει καὶ τὴν δική τους ζωή. Ὁ καθαρὸς βίος εἶναι λαμπρότερος κι’ ἀπ’ τὸ δυνατότερο φῶς, ἔστω κι’ ἂν πολλοὶ ἐπιβουλεύονται τὴν ἀκτινοβολία του.
Ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα πνευματικῆς ἀκτινοβολίας εὐεργετικῆς καὶ ἀποφασιστικῆς ἐπίδρασης, ἀπὸ τὴν ἐνάρετη Θεοσεβῆ συμπεριφορά, ἀναφέρεται Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλεύς. Αὐτὸς ἐξαίρει καὶ ἐπαινεῖ τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὸ ἦθος τῶν τριῶν παίδων, ἂν καὶ ἦταν σφοδρὸς πολέμιός τους. Ἐπειδὴ τοὺς εἶδε σταθεροὺς στὴν πίστη τους καὶ γενναίους ἄκαμπτους στὸ φρόνημα, τοὺς βράβευσε. Ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σημαντικὸ ἔργο, ἀλλὰ διότι παρέβησαν μὲν τὴν ἐντολή του, ὑπάκουσαν ὅμως στὸν Θεό τους.
Ὁ διάβολος, ὅταν δεῖ ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτα μὲ τὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες, ἀπομακρύνεται, φεύγει, γιατί φοβᾶται μήπως, μὲ τὸν πόλεμο ποὺ κάνει αὐτὸς καὶ τὰ ὄργανά του, γίνει αἴτιος ὥστε ὁ πολεμούμενος νὰ κερδίσει περισσότερα στεφάνια, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ὑπομονή του. Κι’ ὅταν αὐτὸς ἀπομακρυνθεῖ, τότε καὶ ὁ πιὸ διεφθαρμένος ἐχθρός, ἀντιλαμβάνεται τὸ πνευματικὸ μέγεθος τοῦ πολεμουμένου. Αὐτὸ διδάσκει ἡ λαμπρὴ ἀγωνιστικὴ πορεία μυριάδων ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεως, ποὺ ἄγρια πολεμήθηκαν ἀπὸ τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του, καὶ τελικῶς ἐξῆλθαν νικητὲς καὶ τροπαιοῦχοι. Ἀφοῦ εἶναι βέβαιο πὼς στὸ τέλος «ἀρετὴν οἶδε καὶ πολέμιος θαυμάζειν».
Μερικοὶ πυρπολοῦνται πρὸς τὸν πόθο τῆς οὐράνιας πατρίδας, μᾶλλον ἀπὸ τὰ παραδείγματα, παρὰ ἀπὸ τὰ κηρύγματα.