Όποιος διαβάζει την αγία Γραφή παρατηρεί ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρώπινη φύση, πραγματικά–οντολογικά, αλλά και ταυτίζεται με τους άλλους ανθρώπους.
«Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. 10,16).
Στα χωρία που αναφέραμε ο Χριστός ταυτίζεται με τους αποστόλους του.
Ο Κύριος όμως ταυτίζει γενικά τον εαυτό του με τους αφιερωμένους σ’ αυτόν.
Θα ευλογήσω αυτούς που σε ευλογούν και θα καταραστώ αυτούς που σε καταρώνται, θα πει ο Θεός στον Αβραάμ (Γεν. 12,3). Είναι σαν να λέγει· οι φίλοι σου φίλοι μου και οι εχθροί σου εχθροί μου.
Παρουσιάζεται δε ιδιαίτερα τρυφερός με αυτούς· «Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός» (Αποκ. 2,13). Αυτό το «μου» πόσο τρυφερότητα, δείχνει!
Επίσης ο Θεός αγαπά τόσο τους αγίους του που δέχεται να ονομάζεται από αυτούς. «Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ» έτσι παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη.
Αλλού ταυτίζεται και με όλους τους πιστούς χριστιανούς.
Στον απόστολο Παύλο όταν ήταν διώκτης των χριστιανών του είπε· «Σαούλ Σαούλ τι με διώκεις;». Όταν διώκεις τους χριστιανούς να ξέρεις διώκεις εμένα. Το μαρτύριο των πιστών ταυτίζεται με το μαρτύριο του Χριστού. Η μέρα που μαρτύρησε ο οποιοσδήποτε μάρτυρας είναι της ιδίας αξίας για την Εκκλησία με την Μ. Πέμπτη και την Μ. Παρασκευή. Οστά μαρτύρων τοποθετούμε στη αγία Τράπεζα, που είναι ο τάφος και ο θρόνος του Θεού συγχρόνως, γιατί μέσα σ' αυτά ενοικεί ο Χριστός, όπως ενοικούσε και στο σώμα του μάρτυρος όταν αυτός ζούσε.
Στην παραβολή της Κρίσεως (Ματθ. 25,31–46) ταυτίζεται με τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως πίστεως και ηθικής.
Με τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον πρόσφυγα ή μετανάστη, τον γυμνό, τον ασθενή, τον φυλακισμένο! Βεβαίως πολλοί από αυτούς που προαναφέραμε δεν είναι πάντοτε καλού χαρακτήρος και βιοτής και η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οφείλεται πολλές φορές στην άσωτη ζωή. Αλλά παρά ταύτα είναι εικόνες της αρρήτου δόξης του Θεού, όπως λέγει το νεκρώσιμο τροπάριο, ακόμη κι αν έχουν πάνω τους τα στίγματα των πταισμάτων.
Ειδικά για τους φυλακισμένους υπάρχει μεγάλο ερώτημα πως ο Χριστός ταυτίζεται με αυτούς.
Ένας μεγάλος Ιταλός νομικός αφηγήθηκε, ότι ενώ ξεφύλλιζε το ευαγγέλιο, πού έπεσε συμπτωματικά στα χέρια του, διάβασε μια φράση πού έλεγε: «Ήμουνα στη φυλακή και με επισκεφθήκατε».
Τότε, όπως διηγείται ὁ ίδιος, «ξανάρθαν στη μνήμη μου οι πολυάριθμοι φυλακισμένοι, τούς οποίους γνώρισα ως ποινικολόγος. Ξανάδα τούς δολοφόνους, τούς βιαστές, τούς πατροκτόνους, τούς απαγωγείς, τους ληστές, όλους εκείνους τούς ανθρώπους πού ζουν σε κτηνώδη κατάσταση. Και να που ὁ Θεός των Χριστιανών κατέβαινε στο επίπεδό τους. Δεν ταυτιζόταν, τουλάχιστον, με τον αξιοθαύμαστο πολιτικό κρατούμενο ἤ με το θύμα μιας άδικης κατηγορίας. Ὄχι. Ἡ φράση «στη φυλακή ήμουνα» περιλάμβανε οποιονδήποτε απατεώνα· όλους τούς κοινούς εγκληματίες».
«Τότε κατάλαβα», συμπεραίνει ο νομικός, «ότι καμμιά θρησκευτική φαντασία δε μπορεί να έχει επινοήσει έναν παρόμοιο Θεό. Μόνο ο Δημιουργός αυτών των ασήμαντων και απελπισμένων ανθρώπων είχε τη δύναμη να ταυτιστεί μαζί τους. Ναι. Αυτή ἡ ταύτιση τοῦ Θεανθρώπου με το φυλακισμένο –τον κάθε παράνομο και παραβάτη– αποτελεί και το μεγαλείο τοῦ Χριστιανισμού. Ένα μεγαλείο πρωτόγνωρο και πρωτάκουστο».
Σε μια του ερμηνευτική ομιλία στις Πράξεις των αποστόλων (28,1-6), ὁ ιερός Χρυσόστομος, ελέγχει μ’ έντονο τρόπο αυτούς πού περιφρονούν τούς φυλακισμένους, ὅταν τούς παρατηρεί, λέγοντας:
«Αισχυνέσθωσαν οι λέγοντες, “μη ευ ποίει τούς ἐν ταις φυλακαίς”». Ας ντρέπονται εκείνοι πού λένε «μη ευεργετείς και μη κάνεις καλό στούς φυλακισμένους»! Και συνεχίζοντας, αναφέρει γιά παράδειγμα τούς «βαρβάρους», δηλαδή, τούς ιθαγενείς της Μάλτας, οι οποίοι, όλους εκείνους τούς φυλακισμένους, πού ναυάγησαν με τον απόστολο Παύλο, τούς θεώρησαν άξιους φιλανθρωπίας και φιλοξενίας. Γι’ αυτό και ὁ μέγας κήρυκας τοῦ άμβωνα, ὁ Ἰωάννης, διακηρύττει προς όλους: «Αισχυνθώμεν τούς βαρβάρους». Ας ντραπούμε τούς «βαρβάρους», δηλαδή τούς ἄγνωστους εκείνους ιθαγενείς, πού έδειξαν τήν ανωτερότητά τους.
«Πάντες γάρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης τοῦ Θεού » (Ρωμ. 3,23).
Εφόσον όλοι είμαστε αμαρτωλοί, τότε με ποιό δικαίωμα θα κρίνουμε τούς άλλους γιά τα λάθη και τις αμαρτίες και τα εγκλήματά τους; «Συ τiς εί ὁ κρίνων αλλότριον ικέτην»; (Ρωμ. 4).
Ὁ μέγας απόστολος των εθνών, ὁ Παύλος, γνώρισε πολλές φορές τη φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ και τοῦ Ευαγγελίου. Ασφαλώς και συνδεσμίους θα συνάντησε πολλούς, με τούς οποίους και θα συνωμίλησε. Είχε πείρα της φυλακής. Ανάμεσα στα πολλά παθήματα υπέρ Χριστοῦ, συγκαταλέγει και τίς φυλακίσεις: «Ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαίς υπερβαλλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως...» (Β΄ Κορ. 11,23). Γι αυτό και συμβουλεύει τούς χριστιανούς να θυμούνται τούς φυλακισμένους και να συμπάσχουν, σαν να είναι κι αυτοί φυλακισμένοι: «Μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι» (Εβρ. 13,3). Ταυτίζεται ο Χριστός με αυτούς, ας ταυτιστούμε κι εμείς, σε όλα εκτός αμαρτίας.
Η χριστιανική αγάπη είναι εξ ορισμού «η αδύνατη δυνατότητα» του να βλέπεις, να αναγνωρίζεις, να συναντάς τον Χριστό σε κάθε άνθρωπο. Ας φροντίσουμε να την αποκτήσουμε όλοι μας.