
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου, Δρ. Φυσικοῦ, Θεολόγου, MEd
Καθὼς ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορία μετὰ τὴν ἵδρυσή της ἐν χρόνω τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔρχεται συνεχῶς ἀντιμέτωπη μὲ προκλήσεις καὶ τρικυμίες, ποὺ καλεῖται νὰ ξεπεράσει, ὥστε νὰ παραδώσει ἀσφαλὲς τὸ πλήρωμά της στὸν προορισμό του, δηλαδὴ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν βασιλεία Του. Αὐτὲς οἱ προκλήσεις μποροῦν νὰ διακριθοῦν σὲ δύο εἰδῶν. Ἀπὸ τὴν μιὰ τὶς ἐσωτερικές, ὅπως οἱ νεωτερισμοί, ἡ ἐκκοσμίκευση, τὰ σχίσματα καὶ οἱ αἱρέσεις. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὶς ἐξωτερικές, ὅπως οἱ διωγμοί της ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἡ λοιδορίες καὶ οἱ προσβολὲς τῶν ἄθεων ἰδεολογιῶν ἐναντίον της, οἱ ἐπιθέσεις στὰ μέλη της ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι καὶ φονικὲς ἀπὸ ἀλλοθρήσκους, ἤ καὶ ἐνίοτε ἀπὸ ἑτεροδόξους. Ἡ δίωξη γιὰ παράδειγμα τῶν Χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, οἱ τρομοκρατικὲς ἐπιθέσεις τῶν Ἰσλαμιστῶν στὴν Εὐρώπη, ἡ βεβήλωση ἤ καταστροφὴ χριστιανικῶν ἱερῶν ναῶν καὶ ἡ δίωξη τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ὀνούφριου στὴν Οὐκρανία, ὑπάγονται στὴν δεύτερη περίπτωση.
Τὴν πρώτη περίπτωση τῶν ἐσωτερικῶν προκλήσεων ἀφοροῦν ἡ ἀνάρμοστη χρήση τῶν ἱερῶν ναῶν γιὰ συναυλίες μὲ κοσμικὰ τραγούδια καὶ μουσικὰ ὄργανα, ἔστω καὶ ἄν αὐτὰ θεωροῦνται χριστιανικά, οἱ καινοτομίες ὅπως οἱ γυναίκες διακόνισσες καὶ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι ἔτσι ἦταν κάποτε στὸ παρελθόν, οἱ πλάνες ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ κατὰ καιρούς ἀπὸ ἀρχιερεῖς μεμονωμένα ἤ καὶ στὴν τοπικὴ σύνοδο, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν περίοδο τοῦ κορωνοϊοῦ (ὑποχρεωτικὴ χρήση μασκῶν, συγκεκριμένος ἀριθμὸς πιστῶν στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ σὲ συγκεκριμένες θέσεις, συγκατάβαση στὸ κλείσιμο τῶν ἱερῶν ναῶν, πρόωρη ὥρα ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας, ἔμμονη προτροπὴ γιὰ ἐμβολιασμό), ἀλλὰ καὶ πλάνες σὲ θέματα ἠθικῆς (προγαμιαίες σχέσεις, νικολαϊτισμός) καὶ βιοηθικῆς (μεταμοσχεύσεις, τεχνητὴ γονιμοποίηση).
Γενικὰ παρατηρείται ἡ τάση νὰ σχετικοποιοῦνται οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων (μεταπατερικὴ θεολογία), καί, ὑπερβαίνοντας τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι, νὰ ἐκθέτουν οἱ ἰθύνοντες ἱερωμένοι καὶ θεολόγοι τὴν Ἐκκλησία ἄμεσα πλέον στὴν ὁρατὴ ἀπειλὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὶ ἄλλο δὲν μᾶς ἀποδεικνύουν οἱ ἀδιάλειπτες διαχριστιανικὲς συμπροσευχές τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ρηχὲς ἁγαπολογίες, ἡ διάδοση θεωριῶν ὅπως τῶν δύο πνευμόνων, δηλαδὴ Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἤ τῶν πολλῶν κλάδων, δηλαδὴ ποικίλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τοῦ «ἱστορικοῦ» ὀνόματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἐκκλησίες» τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὸ Κολυμπάρι, ὅπως καὶ ἡ τότε ἐν συνόδω θετικὴ ἀποτίμηση τῶν προτεσταντικῶν θεολογικῶν κειμένων τοῦ ΠΣΕ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὶς ἡμέρες μας γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα τὴν φετινὴ χρονιά τοῦ 2025.
Ὅμως γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς προκλήσεις τῆς πρώτης περίπτωσης ἐκ τῶν ἔσωθεν τῆς Ἐκκλησίας, πολὺ διδακτικὴ μπορεῖ νὰ μᾶς εἶναι ἡ προσωπικὴ ἱστορία τῆς Ἄννας Καρένινα, αὐτοῦ τοῦ χαρακτήρα τοῦ Λέωντα Τολστόι, βγαλμένου μέσα ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή, ὅπου κυριαρχοῦν ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ τὰ πάθη. Ἡ Ἄννα λοιπόν, γνωρίζοντας μέσα στὴν ἀριστοκρατική της ζωὴ ἕναν γοητευτικὸ ἀξιωματικό, παρασύρθηκε μαζί του ἀνεξέλεγκτα σὲ ἕνα παράνομο ἔρωτα, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν δίστασε νὰ ἐγκαταλήψει τὸν νόμιμο ἄντρα της καὶ τὸ ἀγαπημένο παιδί τους. Καὶ παρόλο ποὺ ὁ ἄντρας της τὴν συγχώρησε καὶ τὴν δεχόταν πίσω μὲ τὸ παιδὶ τῆς παράνομης ἀγάπης της, αὐτὴ παρέμεινε ἀνένδοτη στὴν ἀπόφασή της νὰ ζήσει μὲ τὸν ἐραστή της κάπου μακριά.
Μεταφέροντας λοιπὸν αὐτὴν τὴν δραματικὴ ἱστορία σὲ ἐκκλησιολογικὸ ἐπίπεδο συναντάμε τὸν κάθε ἱεράρχη θιασώτη τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὸ ρόλο τῆς Ἄννας Καρένινα νὰ θαμπώνεται ἀπὸ τὸ «μεγαλεῖο» καὶ τὶς «δόξες» τοῦ Πάπα ἤ τὰ «πολλὰ ἀργύρια» καὶ τὶς «ὑψηλὲς ἐπαφές» τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ἀμερικανῶν Προτεσταντῶν τοῦ ΠΣΕ καὶ ἀργὰ ἀργὰ «κτίζει» τὶς σχέσεις του μαζί τους μέσα ἀπὸ διαχριστιανικὲς συναντήσεις, διαλόγους, συμπροσευχές, ὑποχωρήσεις στὰ ἀπὸ κοινοῦ ὑπογεγραμμένα διαχριστιανικὰ θεολογικὰ κείμενα. Τὸ ποίμνιό του, ὅπως καὶ ἡ οἰκογένεια τῆς Ἄννα Καρένινα, πάσχει βαριά, διαμαρτύρεται, τὸν παρακαλεῖ νὰ σταματήσει τὸ παράνομο φλὲρτ μὲ τοὺς ἑτερόδοξους καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀσφάλεια, στὴν γαλήνη, στὸ πνευματικὸ ὄφελος καὶ στὴν ἐν Χριστῶ πρόοδο τῆς οἰκογένειάς του. Ἡ οἰκογένειά του τὸν περιμένει… τὸν περιμένει… ἐλπίζει, προσεύχεται! Ὅμως αὐτὸς τελικὰ σὲ τίποτα δὲν ἀλλάζει, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὶς ἐπιλογές του, δηλαδὴ στὶς ἐπαφές του μὲ τοὺς ἀγαπημένους του ἑτεροδόξους, χρησιμοποιῶντας γι’ αὐτὲς διάφορα προσχήματα καὶ δικαιολογίες.
Τελικά, ἔρχεται καὶ τὸ παράνομο παιδὶ τῆς Ἄννας! Δηλαδὴ παρασύρονται κάποιοι πιστοί, πιὸ ἀδύναμοι στὴν πίστη, μπερδεύονται καὶ ὑποχωροῦν στὴν ἀποδοχὴ κάποιων ἑτεροδιδασκαλίων. Πείθονται νὰ δεχθοῦν τὴν γνωστὴ καραμέλα ὅτι «ὅλες οἱ ὁμολογίες κατέχουν μέρος τῆς ἀλήθειας, ἀποτελοῦν ὁδοὺς σωτηρίας». Ἄλλοι πάλι μπορεῖ νὰ μὴν παρασύρονται, ὅμως δὲν ἔχουν ἄλλη ὑπομονὴ καὶ μπορεῖ νὰ σκανδαλιστοῦν («οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται», Μτ. 18, 7) ἤ καὶ νὰ προχωρήσουν στὴν ἀκοινωνησία μὲ τὸν Ἱεράρχη. Πάντως μεγάλο μέρος τοῦ ποίμνιου περιμένει ἀκόμα μὲ ὑπομονὴ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ποιμενάρχη του, νὰ σταματήσει τὰ ἀχαλίνωτα ἀνοίγματα πέρα ἀπὸ τοὺς ἱεροῦς κανόνες καὶ τὰ ὅρια ποὺ ἔχουν θέσει οἱ ἁγίοι Πατέρες πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους. Συνήθως μάταια ὅμως! Μέχρι ποὺ ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ κακοῦ, ὅταν ἡ Ἄννα Καρένινα ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὴν οἰκογένειά της, δηλαδὴ ὅταν τελικά, ἄν καὶ τὸ ἀπευχόμαστε, καταλήγουν στὴν ὁριστικὴ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ ὅσοι μὲ πάθος συμμετέχουν στὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα.
Καὶ τότε ἡ κατάληξη εἶναι θλιβερὴ καὶ ὀλέθρια. Στὰ ἀριστοκρατικὰ σαλόνια ὅλοι βλέπουν πλέον τὴν Ἄννα σὰν μιὰ γυναίκα χωρὶς ἀξιοπρέπεια καὶ τιμή! Δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες στὶς μονὲς τοῦ οὐρανοῦ θὰ ἀποδοκιμάσουν ὅσους καταπάτησαν τοὺς θεόπνευστους ἱεροῦς κανόνες τους, ὅσους παραμέλησαν τὸ πνευματικὸ ὄφελος τοῦ πιστοῦ ποιμνίου τους ἤ καὶ τὸ ἔβλαψαν ἐκφράζοντας μὴ ὀρθόδοξες διδασκαλίες, ὅλους ὅσους πρόδωσαν τὴν πίστη ποὺ μᾶς παρέδωσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσω τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπου ὅλα αὐτὰ μόνο ὡς τραγωδία μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν, ἀφοῦ ἡ ἀπώλεια τῆς ὀρθῆς καὶ ἀκέραιας πίστης τοῦ Χριστοῦ μόνο σὲ μιὰ καταστροφικὴ κατάληξη μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει. Σὲ μιὰ ἀδιέξοδη ζωή, σὲ μιὰ ψυχικὴ ἀπομόνωση, ὅπου δὲν μπορεῖς νὰ στηριχθεῖς σὲ κανέναν, γιατὶ χάνεις κάθε ἐμπιστοσύνη σὲ ὅλους, ἀφοῦ αὐτοὶ στοὺς ὁποίους κατέφυγες ζοῦν χωρὶς ἀληθινὴ πίστη, χωρίς τιμή, ἡ ἀγάπη τους εἶναι παράνομη.
Τελικά, ἡ Ἄννα Καρένινα, ὅταν πλέον φθάνει μπροστὰ στὶς ράγες τοῦ τρένου καὶ τὸ κοιτὰ καθὼς πλησιάζει, θὰ θυμηθεῖ ἔστω καὶ τὴν ἔσχατη στιγμή, ὅτι ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα καὶ τώρα γι’ αὐτὴν ἀληθινὴ ἀγάπη; Ὅτι ἀκόμα καὶ τώρα μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει καὶ γι’ αὐτὴν σωτηρία, ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξει τὴν καρδία της καὶ νὰ τὴν δεχθεῖ; Θὰ δεχθεῖ ὅσο ἀναπνέει τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Χριστό, ποὺ τὴν περιμένει νὰ ζήσει κοντὰ Του τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη Του; Νὰ εὐχηθοῦμε ὅμως καὶ ἐμεῖς γιὰ τὴν κάθε Ἅννα , γιὰ τὸν κάθε Ἱεράρχη, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε καὶ γιὰ μᾶς: «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός· ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην», Ψ. 118, 176.