Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Ἀπάντησις εἰς τὴν ἐγκύκλιον τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου – Δ΄ Μέρος

Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Δ΄ Μέρος

Τριθεΐα καὶ ἄσαρκος Χριστός!

   Ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου ὑποστηρίζει ὅτι τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος κάθονται πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Συγκεκριμένα ἀναφέρει (σ. 16 καὶ 19):

   «…τὰ δὲ Τριαδικὰ Πρόσωπα Τὰ ἐξαγγείλαμε μόλις πρὶν μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω…», τὰ ὀνοματίσαμε ἤδη καὶ πηγαίνουμε ἀνα-φορικὰ σὲ ὑπάντησή Τους. Ποῦ βρίσκονται ὅμως ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Αὐτὰ βρίσκονται ζωντανὰ παρόντα καὶ «συνόντα» στὸ ἐσχατολογικὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας, στὴν κεντρικὴ ἡμικυκλικὴ κόγχη τοῦ ναοῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὁ χῶρος αὐτὸς εἶναι χῶρος τῆς Βασιλείας μέσα στὴν Ἱστορία… καὶ πρέπει νὰ εἶναι γύρω του καθαρὸ τὸ πεδίο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ποὺ νὰ εἶναι τῆς Ἱστορίας καὶ νὰ σχετίζεται μὲ τὴν Ἱστορία. Καὶ τότε, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς Θ. Λειτουργίας, ὁ λειτουργὸς ἐπίσκοπος –καὶ πρεσβύτερος- ἀποκαλύπτει τὰ Τριαδικὰ Πρόσωπα στρεφόμενος πρὸς αὐτά… ἐνατενίζοντάς Τα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα Τὰ προσφωνεῖ, ἀπευθυνόμενος πρὸς Αὐτά, ἀπὸ τὰ Ὁποῖα λαμβάνει κάτι, «ἴδιόν τι», ξεχωριστὸ καὶ διακριτὸ ἀπὸ τὸ καθένα, γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει στὸν λαό… ὁ Χριστὸς προσφέρει ζωντανὰ τὴν χάρη, ὁ Πατὴρ χαρίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίδει τὴν κοινωνία…

   Ἡ εὐχὴ τῆς Κεφαλοκλισίας ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὴν Κυριακὴ προσ­ευχὴ ἀναφέρεται στὸ Πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸν Πατέρα, στὸν Ὁποῖο ἀπευθυνόμαστε εὐθυτενῶς καὶ διαλογικά, καθὼς ἵσταται πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα… Τὸ ἴδιο κάνουμε καὶ μὲ τὴν Ὀπισθάμβωνο εὐχή… Στὸν Θεὸ Πατέρα λοιπὸν ἀπευθυνόμαστε, ποὺ ἵσταται πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα… Ἡ εὐχὴ τῆς Ὑψώσεως καὶ Μεταλήψεως ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὴν εὐχὴ τῆς Κεφαλοκλισίας ἀναφέρεται στὸ Δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸν Ἀναστημένο Χριστό, στὸν Ὁποῖο ἐπίσης μιλᾶμε εὐθυτενῶς, καθὼς ἵσταται καὶ Αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα… πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα… Ἀόρατα…, καὶ ὄχι ἐνσώματα καὶ νεκρά…».

  Ἡ ταύτισις ἑνὸς σημείου τοῦ ναοῦ μὲ τὸ ὑποτιθέμενον ἐσχατολογικὸν σημεῖον εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένη, καθὼς ἐσχατολογικὴ εἶναι ἡ ἰδία ἡ Θ. Λειτουργία καὶ ὄχι ἕνα τοπικὸν σημεῖον τοῦ χώρου. Ἡ πεποίθησις, ὅμως, ὅτι τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος κάθονται εἰς ἕνα σημεῖον εἶναι μεγίστη κακοδοξία, καθὼς διαχωρίζει πλήρως τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν ἐγκαθιστᾶ Αὐτὰ εἰς ἀκριβὲς χωροχρονικὸν σημεῖον, ὑποβιβάζουσα τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς κτιστὰ Πρόσωπα. Ἀπορία περὶ τῆς συνοχῆς τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει πλέον τὴν λογικὴν σφαῖραν, προκαλεῖ ὁ ἰσχυρισμός του ὅτι ὁ λειτουργὸς ἀποκαλύπτει καὶ ἐνατενίζει τὰ Τρία Πρόσωπα! Εἰς τὸ ἕνα σημεῖον λέγει ὅτι εἶναι «ἀόρατα» καὶ εἰς τὸ ἕτερον ὅτι «ἐνατενίζει καὶ ἀποκαλύπτει» Αὐτά. Ἔχει κάποια θεοπτία ὁ Σεβασμιώτατος ἢ ἁπλῶς σύγχυσιν;

   Τὰ ὅσα ἀναφέρει περὶ τῆς ἀπαλλαγῆς κάθε τι ἱστορικοῦ δὲν εἶναι μόνον ὑποτιμητικὰ ὡς πρὸς τὴν σχέσιν τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Θεολογίας, ἀλλὰ κυρίως βλάσφημα κατὰ τοῦ «Ἐσταυρωμένου» (σ. 19 προβαίνει εἰς ταύτισιν: «ἤτοι ἑνὸς Χριστοῦ τῆς Ἱστορίας, τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς»»). Ὁ «Ἐσταυρωμένος», κατὰ τὸν Μητρ. Περιστερίου, ἀνήκει εἰς τὴν Ἱστορίαν καὶ πρέπει νὰ ἐξοβελισθῆ! Μήπως νὰ ἀφαιρεθοῦν καὶ αἱ ἱεραὶ εἰκόνες ἀπὸ τὸ Ἱερὸν Βῆμα, ὡς ἀνήκουσαι εἰς τὴν Ἱστορίαν; Μήπως νὰ ἀποβάλωμεν τὰ Ἅγια Σκεύη ἢ καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν Τίμιον Ἄρτον ὡς ἀνήκοντα εἰς τὴν Ἱστορίαν;

   Ἐπανέρχεται ἔπειτα καὶ πάλιν εἰς τὴν προσφιλῆ εἰς αὐτὸν καίτοι συγκεκαλυμμένην ἔποψιν περὶ τριθεΐας τῆς Ἁγίας Τριάδος, γράφων ὅτι οἱ πιστοὶ ἢ μᾶλλον ὁ λειτουργὸς (ὡς οἱ πιστοὶ νὰ χρειάζωνται μεσάζοντα…) λαμβάνει ἀπὸ κάθε Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἴδιόν τι». Τὰ μόνα «ἴδια» εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, τὰ ὁποῖα βεβαίως δὲν κοινοποιοῦνται… Ἂν ἡ χάρις εἶναι ἴδιον τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἀγάπη ἴδιον τοῦ Πατρός καὶ ἡ κοινωνία ἴδιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ὁ Σεβασμιώτατος ὁμιλεῖ εὐθέως περὶ ὄχι μιᾶς κοινῆς ἐνεργείας εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ περὶ τριῶν διαφορετικῶν καὶ ἑπομένως περὶ Τριῶν Θεοτήτων!

  Τὸ συμπέρασμά του αὐτὸ ὀφείλεται εἰς παρανόησιν τῆς ἐκφωνήσεως «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…». Εἰς παρομοίας παρανοήσεις στηρίζονται καὶ αἱ λοιπαὶ θεωρήσεις του π.χ. ἡ εὐχὴ τῆς Κεφαλοκλισίας, εἰς τὴν ὁποίαν παραπέμπει, ἀναφέρει ρητῶς «Αὐτός, Δέσποτα, οὐρανόθεν ἔπιδε», δηλ. καταρρίπτει ρητῶς τὸν ἰσχυρισμόν του ὅτι ὁ Πατὴρ ἵσταται ὄπισθεν τῆς Ἁγία Τραπέζης, ἀφοῦ παρακαλεῖ Αὐτὸν νὰ «ρίξει τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν οὐρανό»! Μήπως καὶ στὴν Ὀπισθάμβωνον εὐχὴ δὲν γράφεται ὅτι «πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι, καταβαῖνον ἔκ σοῦ τοῦ Πατρός». Καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ὄχι ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης… Ὑπάρχουν καὶ ἄλλαι εὐχαὶ εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, αἱ ὁποῖαι πιστοποιοῦν τὸ αὐτό. Εἶναι νὰ ἀπορῆ κανείς: ὁ Σεβασμιώτατος, ὤν Ἀρχιερεύς, ἔχει πράγματι μελετήσει τὰς εὐχάς τῆς Θ. Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν τελεῖ ἢ ἀσχολεῖται μὲ τὰ δικεροτρίκερα, ὡς διαφαίνεται εἰς τὴν σ. 16;

  Μεγίστη ὅμως κακοδοξία εἶναι καὶ ἡ θέσις τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εὑρίσκεται ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης «ἀόρατα καὶ ὄχι ἐνσώματα καὶ νεκρά»! Ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει παρερμηνεύσει δι’ ἀκόμη μίαν φορὰν τὴν εὐχὴν τῆς Ὑψώσεως καὶ Μεταλήψεως. Πρῶτον, ἡ εὐχὴ ἀναφέρει ρητῶς «ἐλθὲ εἰς τὸ ἁγιᾶσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος», δηλ. «ἔλα νὰ μᾶς ἁγιάσης, ἐσὺ ποὺ κάθεσαι μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα στοὺς οὐρανοὺς» καὶ ὄχι ἐσὺ ποὺ εὑρίσκεσαι ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Δεύτερον, τὸ «ἀοράτως συνὼν» δὲν σημαίνει ὅτι συνυπάρχει ἀόρατα μὲ ἐμᾶς ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἀλλὰ ὅτι εἶναι πραγματικὴ ἡ παρουσία Του ἀνάμεσά μας ἔστω καὶ ἂν δὲν τόν… «ἐνατενίζουμε»! Τρίτον, ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου διὰ τὴν ἀσώματον (γράφει: «ὄχι ἐνσώματα») παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντελῶς κακόδοξος! Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς στὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν ἐπέδειξε τὰς πληγάς ἀπὸ τὴν Σταύρωσιν! Κατὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη ἐνσωμάτως! Κατὰ τὴν Θ. Μετάληψιν κοινωνοῦμεν τὸ Ἀναστημένον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται κάπου ἄνευ τοῦ σώματός Του εἶναι ἀπόρριψις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀμφισβητεῖ εὐθέως, τόσον τὸ μυστήριον τῆς σωτηριώδους ἐνανθρωπήσεως, ὅσον καὶ τὴν μεταβολὴν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ! Προσοχή: Ἐπιπλέον τὸ «ἐνσώματα» τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ ταυτοσήμως καὶ ὡς «νεκρά»! Ἂν δηλαδὴ ὁ Χριστὸς φέρει σῶμα, τότε κουβαλάει ἕνα πτῶμα!

  Ἂς μᾶς ἀπαντήση ὁ Σεβασμιώτατος εἶναι στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὁ Χριστὸς ἢ στὸ Ἅγιον Ποτήριον; Εἶναι ἀσώματος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐνατενίζουν τοὺς λειτουργοὺς ἢ ἐνσώματος εἰς τὸ Δισκοπότηρον;

  Ὁ Σεβασμιώτατος ὄχι μόνον δὲν φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται βασικὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε κἄν τὰς ἀρχὰς τῆς φιλολογίας, καθὼς τὸ ἀντίθετο τοῦ «ἀοράτως» δὲν εἶναι τὸ «ὄχι ἐνσώματα», ἀλλὰ τὸ «ὁρατῶς»! Ἢ μήπως συνειδητὰ μὲ λογικὰ ἅλματα παρασύρει τὸν ἀναγνώστην;

  Ἡ μέθοδος τῶν παραπειστικῶν ἐπιχειρημάτων

  Εἰς τὰς σ. 17-18, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται μεταξύ τῆς 16ης καὶ 19ης, ἀπὸ τὰς ὁποίας παρεθέσαμεν τὰ ἀνωτέρω, προκειμένου νὰ ἐπιστηρίξη τὰς ἀπόψεις του εἰς τὴν ἐπιστήμην ἰσχυρίζεται ὅτι:

  «Ὅλοι οἱ σύγχρονοι λειτουργιολόγοι, οἱ εἰδήμονες καὶ οἱ ἐρευνητὲς τῆς Λειτουργικῆς συμφωνοῦν ὅτι γύρω καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτε… καθὼς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος Ρώμης στὸ ἔργο του Ἀποστολικὴ Παράδοση. Παραθέτω συνοπτικὰ τρία ἀποσπάσματα:…».

  Ὄντως παραθέτει τρία ἀποσπάσματα, διὰ τὰ ὁποῖα μένει ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν ἀναγνώστην ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἱππόλυτον. Ποία ὅμως εἶναι ἡ ἀλήθεια; Κανένα ἀπὸ τὰ τρία δὲν εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἱππολύτου. Τὸ πρῶτον, τὸ ἐκτενέστερον, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ μόνον σχετικόν, ἀνήκει εἰς κάποιον Γ. Ζαραβέλαν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἁπλῶς μεταπτυχιακὸν καὶ εἶναι διάκονος! Μήπως ὁ Σεβασμιώτατος, ὡς Πανεπιστημιακὸς Καθηγητὴς καὶ Ἐπίσκοπος εἶχε τὴν ἀνάγκην νὰ καταφύγη εἰς διάκονον καὶ φοιτητὴν, διὰ νὰ εὕρη στήριγμα; Δὲν ἐκθέτει τοιουτοτρόπως τοὺς συναδέλφους του Καθηγητάς τῆς Λειτουργικῆς, οἱ ὁποῖοι δὲν τοποθετοῦνται διὰ προφανεῖς λόγους;

  Πραγματικὰ θὰ εἶχε μεγάλο ἐνδιαφέρον νὰ μᾶς ἀναλύσουν οἱ Λειτουργιολόγοι, ἐὰν εἰς τὸν χῶρον ὅπου «δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτε» εἶναι ὀρθὸν νὰ τίθεται, πρᾶξιν, τὴν ὁποίαν ἐπιδοκιμάζει ὁ Σεβασμιώτατος, λάβαρον μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστόν; Ἐξίσου θὰ εἵλκυε τὴν προσοχὴν μας μία ἀναφορὰ τῶν Λειτουργιολόγων εἰς τὰ ὅσα γράφει ὁ Σεβασμιώτατος διὰ τοὺς Ἱεράρχας τῆς ἁψῖδος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος (σ. 21):

«…οἱ ἔντοιχοι ἅγιοι Ἱεράρχες τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἀντὶ νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸ κέντρο, τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἐπάνω στὴν ὁποία τελεῖται ἡ Θ. Εὐχαριστία, εἶναι στραμμένοι καὶ περίλυποι πρὸς τὸν «Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς».

 Ἤδη ἡ Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία καταρρίπτει τὰς ἑώλους εἰκασίας τοῦ Σεβασμιωτάτου (Γ. Ἀντουράκη, Ἱεράρχες Ἁψῖδος καὶ ἄλλοι Ἅγιοι, Ἀθήνα 2002, σ. 194-215):

  «Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 11ου αἰώνα ἀρχίζουν νὰ ἐξαίρονται οἱ μεγάλοι Ἱεράρχες καὶ μάλιστα νὰ συγκεντρώνονται στὸ χῶρο τοῦ ἱ. Βήματος, δηλ. στὴν κεντρικὴ ἁψῖδα καὶ στοὺς πλευρικοὺς τοίχους τῆς Προθέσεως καὶ τοῦ Διακονικοῦ… Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 12ου αἰώνα οἱ Ἱεράρχες εἰκονίζονται συλλειτουργοῦντες καὶ προσκλίνοντες (στάση 3/4) πρὸς τὸ μέσον τῆς κεντρικῆς ἁψῖδος… «Οἱ Ἱεράρχαι εἰκονίζονται σὲ στάσιν δεήσεως, κύπτοντες τὸν αὐχένα μετὰ δέους, μὲ τὴ ράχη κυρτωμένη καὶ βαστῶντες εἰλητάρια ἀνοικτά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκουν τὶς εὐχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας» (Κόντογλου, Ἔκφρασις τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας)».

 Ἀπὸ αὐτὰ ἐξάγονται τρία σπουδαῖα συμπεράσματα: α) σχεδὸν ἐξ ἀρχῆς τῆς ἁγιογραφήσεώς του οἱ Ἱεράρχαι ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἔχουν στάσιν, ἡ ὁποία δὲν κοιτᾶ πρὸς αὐτήν, β) ἡ στάσις τους δὲν ἔχει σχέσιν μὲ τὸν «Ἐσταυρωμένον» καὶ γ) δὲν εἶναι «περίλυποι», ἀλλὰ μὲ δέος τελοῦν τὴν Θ. Λειτουργίαν. Ἀντιλαμβάνεται οἱοσδήποτε ὅτι ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασμιώτατος ὄχι μόνον δὲν ἐρείδονται πουθενά, ἀλλὰ εἶναι καθαρὰ διαστρέβλωσις τῆς ἐπιστημονικῆς πραγματικότητος. Ὁ Σεβασμιώτατος ὀφλισκάνει ἄγνοιαν (ἀγνοεῖ) περὶ τῆς βιβλιογραφίας καὶ ἐφευρίσκει εὐφαντάστους ἐπεξηγήσεις, προκειμένου νὰ δικαιολογήση τὰ πεπραγμένα του, τὰ ὁποῖα πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν.

https://orthodoxostypos.gr