Η Οσία Μεγαλομάρτυς πριγκίπισσα Ελισαβέτα Φιόντοροβνα |
«Ναι, θα δυναμώσει, θα δυναμώσει», της είπε η παιδοκόμος σε εκείνη την πρώτη και μοναδική επίσκεψη.
Και οι υπόλοιποι της είπαν κάτι άλλο. Ότι η ίδια «κάπως γέννησε λάθος», δεδομένου, ότι το παιδί βγήκε αδύνατο. Άραγε κάτι πήγε στραβά στην ιατρική περιποίηση. «Σήμερα υπάρχουν τόσα πολλά βιβλία για την παιδική μέριμνα!», αναρωτήθηκε και εξεπλάγην η παιδίατρος του τμήματος. Όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς πήγε στραβά, σιώπησε.
Βοήθεια δεν φαινόταν από πουθενά για τη Σβέτα. Οι νεαρές γιαγιάδες, που προηγουμένως ρωτούσαν συνεχώς από την πρώτη ημέρα του γάμου «πότε θα’ρθουν τα εγγόνια», άρχιζαν γρήγορα να λένε στο τηλέφωνο: «Ω, πώς σε φωνάζει, εμείς δεν φωνάζαμε έτσι, όταν μεγαλώσει, τότε θα έρθουμε». Ο σύζυγος, φυσικά, βοηθούσε. Κουρασμένος από τη δουλειά, πήγαινε στο μαγαζί, έφερνε κάποια φαγώσιμα και μερικές φορές νηστικός, αποκοιμιόταν. Τη νύχτα σηκωνόταν μισοκοιμισμένος για να την ανασαλέψει, αλλά και οι δύο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα ήταν ήδη σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσαν να ξυπνήσουν ούτε με κραυγές και αυτό ήταν πολύ τρομακτικό για τη Σβέτα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, μερικές φορές δεν μπορούσε να φτάσει ούτε μέχρι το μπάνιο, ενώ το μωρό σχεδόν δεν κοιμόταν. «Μια θηλάζουσα μητέρα πρέπει να τρέφεται σωστά!», αυτό λέει η ιατρική. Εδώ, τουλάχιστον, θα έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία απ’ όλα τ’ άλλα και να μαγειρέψει κάτι για τον σύζυγό της, έστω να βάλει ένα κομμάτι ψωμί στο στόμα του... Μα η αδυναμία μετά τον τοκετό δεν την έχει αφήσει μέχρι τώρα. Ίσως να ήταν ήδη και αδυναμία από άυπνες νύχτες.
Ο Σβέτα έπιασε το ημερολόγιο. Αυτός απέστρεψε το βλέμμα του από αυτό. Διόρθωσε. Έτος 2005. Δύο-μηδέν-μηδέν-πέντε. Θυμήθηκε πως μια φιλενάδα της τής είπε στην παιδική τους ηλικία: «Μπορείς να φανταστείς, ότι μια μέρα στα ημερολόγια δεν θα γράφουν «19», αλλά δύο και μηδέν!» Τότε φαινόταν φανταστικό. Όπως και στα βιβλία για την Αλίσα Σελεζνιόβα. Μακρινό, απώτερο μέλλον. Και το μέλλον έχει ήδη φτάσει. Το μέλλον της είναι εδώ, στριφογυρίζει στην κούνια, τώρα κλαψουρίζει και ήδη πέρασαν είκοσι λεπτά κι ακόμη δεν κοιμήθηκε.
Η Σβέτα κάθισε δίπλα στην κούνια σε μια καρέκλα και είτε στον ύπνο της, είτε στον ξύπνιο της, κάποιες εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια της: Σε μια από αυτές φαίνεται να διαβάζει σε μια συνηθισμένη εφημερίδα της πόλης, ένα άρθρο για την Οσία Μεγαλομάρτυρα Ελισαβέτα, για το έλεος, τη συμπόνια της για τους ανθρώπους και την καρτερία της, και αποφασίζει, ότι αφού ένα τόσο υπέροχο άτομο ήταν πιστή, τότε και η ίδια, η Σβέτα, θα πάει στην εκκλησία. Και να που βρέθηκε στο ναό προς τιμήν της Αγίας Ελισαβέτας, ενώ έτρεχαν τα δάκρυά της. «Αν θα αποκτήσω μια κόρη, θα την βαφτίσω στο όνομα αυτής της Αγίας»... Αλλά γεννήθηκε γιος και πριν από αυτό το γεγονός, έπρεπε επίσης να μετακινηθεί, εκεί που κοιτάζοντας στο χάρτη ήταν ακριβώς 15 χιλιόμετρα μέχρι τον αγαπημένο μου ναό.
Και «ονειρευόμενη» όλα αυτά, ήταν σαφές το γιατί. Σήμερα, ένα τεμάχιο από τα ιερά λείψανά της, μεταφέρθηκε στον ίδιο τον ναό προς τιμήν της Αγίας Ελισαβέτας. Από νωρίς, η Σβέτα θα βρισκόταν στο ναό, όπως λένε, στην πρώτη γραμμή. Και θα συναντούσε και θα ήταν προετοιμασμένη.
«Εδώ είναι η υπακοή σου από τον Θεό», της είπε ο ιερέας στο Βάπτισμα του παιδιού. Συμφώνησε, απολύτως συμφώνησε. Αλλά μιλάμε για την Αγία Ελισαβέτα!
«Πήγαινε με το Βίτκα», μουρμούρισε χθες μισοκοιμισμένος ο σύζυγος.
«Η Σβέτα φαντάστηκε μια διαδρομή με το μωρό στην αγκαλιά της, στο κρύο, στον αέρα και δύο διαφορετικά δρομολόγια με ένα παιδί που φώναζε. Και τα λόγια της παιδιάτρου στο τελευταίο ραντεβού: «Μανούλα, είστε τόσο αδύναμη, δεν θα τον ρίξετε; Δεν θα καταβάλλετε τον εαυτό σας;». Και ξαφνικά;...
Και μόλις αυτή ανάσανε, ο Βίτκα αμέσως ξύπνησε.
***
Την επόμενη μέρα, πόνεσε το δόντι της Σβέτας. Φαίνεται να ήταν από την τερηδόνα, ήδη για αρκετές ημέρες όπως παρατήρησα, μια απλή «τρύπα στο δόντι» — αλλά σήμερα γύρω από το δόντι υπήρχε φλεγμονή στα ούλα.
«Ναι, θα αντέξω», είπε στο σύζυγό της, όταν εκείνος συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Σβέτα.
— Όχι, δεν μπορώ να σε αφήσω! — απάντησε και βγήκε από την πόρτα. Μου φαίνεται ότι θα καλέσω τη μητέρα μου και την πεθερά μου. Από την έκφρασή του μετά, δεν ήταν και πολύ χαρούμενος.
— Τι; ρώτησε η Σβέτα.
— Λοιπόν, τι; Όλα, όπως πάντα: «Πώς τα καταφέρναμε πάντα;»
«Οι ίδιοι είπαν τόσα πολλά σαν να τους βοήθησαν όλες οι μητέρες και οι θείες μαζί με τα παιδιά τους…». Σκέφτηκε η Σβέτα.
— Εντάξει, είπε αυτός. — Τηλεφώνησε, κλείσε επίσκεψη με τον παλιό σου γιατρό. Κάτι θα σκεφτούμε να κάνουμε. Εγώ θα φύγω, υπάρχει ακόμα αρκετή δουλειά κι αν καθυστερήσω θα τη χάσω!
— Καλά, χαμογέλασε πικρά η Σβέτα.
Προσευχήθηκε και τηλεφώνησε. Ευτυχώς, υπήρχε ελεύθερος χρόνος στο γιατρό για την αυριανή μέρα.
***
— Απλά ζήτησε άδεια να λείψει για μερικές ώρες, αλλά ήθελε να γυρίσει πίσω γρήγορα, ενώ ο σύζυγος κουνούσε το Βίτκα στην αγκαλιά του, ο οποίος δεν ήθελε καθόλου να ηρεμήσει σήμερα.
Η Σβέτα πήγε στη στάση. Ανέβηκε σε ένα πολυσύχναστο λεωφορείο, ενώ την ώθησαν προς το παράθυρο. «Λοιπόν, ωραία, θα με στριμώξουν λιγότερο».
Περάσαμε από ένα μικρό δάσος που χωρίζει τη μία περιοχή από την άλλη. Η Σβέτα κοίταζε τα γυμνά μαύρα δέντρα και σκεφτόταν συνεχώς το μωρό: Άραγε πώς να είναι εκεί; Επίσης, τα ούλα πονούσαν έτσι, ώστε το χείλος να τραντάζεται, σαν να περνά ρεύμα από αυτό.
Το λεωφορείο έστριψε. Η Σβέτα κράτησε την αναπνοή της: σε απόσταση ανάμεσα στα σπίτια εμφανίστηκε η χρυσή κορυφή του σταυρού της αγαπημένης της εκκλησίας, της Αγίας Ελισαβέτας. Σήμερα υπάρχει εκεί ένα μεγάλο ιερό με τα λείψανα της Μεγαλομάρτυρος. Η Σβέτα όμως δεν ήταν εκεί. Θα ήθελε πάρα πολύ να ορμήξει έξω από το λεωφορείο στη στάση, να τρέξει στην εκκλησία με το κάλεσμα του καμπαναριού και να φτάσει στο ιερό. Αλλά θα ήταν σωστό να μην πάει στο γιατρό και να εξαπατήσει τον σύζυγό της;... δάκρυα χύθηκαν από τα μάτια της, όπως τότε, όταν «συνάντησε» την Αγία.
«Αγαπητή Αγία Ελισαβέτα», είπε η Σβέτα νοερά. «Συγχώρεσέ με που δεν προσήλθα σε σένα! Μάλλον, έκανα λάθος, αλλά πώς να πράξω το σωστό, δεν γνωρίζω. Βοήθησέ με σε παρακαλώ!».
— Κύριε, ακούστηκε πάνω από το αυτί της, καθώς η νεαρή γυναίκα πήγε εκεί δακρυσμένη. Κάποια γυναίκα έφευγε δυσαρεστημένη, αλλά καθώς προσπαθούσε να απομακρυνθεί, αυτό ήταν αδύνατον.
***
Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του.
«Είναι όλα εντελώς χάλια;», ρώτησε η Σβέτα.
Ο γιατρός σιώπησε λίγο περισσότερο και τελικά ρώτησε:
— Σε πονάει κάπου;
Η Σβέτα έμεινε έκπληκτη. Και ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη, όταν συνειδητοποίησε ότι ο πόνος είχε σχεδόν υποχωρήσει.
— Μα, εδώ υπήρχε …τρύπα.
— Δεν υπάρχει τρύπα. Δες μόνη σου!
Ο γιατρός κράτησε έναν καθρέφτη μπροστά στα χείλη της, τοποθέτησε σε ένα δόντι ένα εργαλείο για την κατόπτευσή του:
— Πού είναι;
Ο Σβέτα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα ούλα ήταν ροζ, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, αλλά και η τερηδόνα των δοντιών επίσης εξαφανίστηκε. Αν και «θαυμάζοντάς» τα για σχεδόν μια εβδομάδα όταν βούρτσιζε τα δόντια της, δίσταζε να πει στον σύζυγό της, ότι έπρεπε να επισκεφθεί το γιατρό.
— Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό, είπε ειλικρινά.
— Καλά, τότε κοίταξε. Έχεις άλλο ένα δόντι εδώ που δεν είναι καλό. Είναι τόσο επώδυνο αυτό;
— Ω! Λίγο. Δηλαδή, ναι, πονάει.
“Τα ούλα ήταν ροζ, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, αλλά και η τερηδόνα των δοντιών επίσης εξαφανίστηκε
— Να, ας το θεραπεύσουμε τώρα γρήγορα για να τρέξεις στο μωρό σου. Και αν τα ούλα πονάνε θα σου γράψω κάτι να τα ξεπλένεις;
— Κάντε το, είπε και χαμογέλασε η Σβέτα.
Συνήθως αυτή φοβόταν να θεραπεύει τα δόντια της. Αλλά τώρα οι σκέψεις της ήταν απασχολημένες σε άλλους. Δηλαδή, αυτό που της συνέβη τώρα είναι ένα θαύμα, ορθά; Πράγμα που σημαίνει πως η Αγία Ελισαβέτα την άκουσε; Βλέποντάς την δακρυσμένη, στο παράθυρο του λεωφορείου, μήπως ενοχλήθηκε κάποια θεία; Μήπως η Αγία την άκουσε και ήρθε για να την σώσει;
***
Η Σβέτα δεν πρόλαβε ούτε να χτυπήσει την πόρτα: ο σύζυγός της την άνοιξε μόνος του.
— Ήσυχα, ψιθύρισε, κοιμάται! Είχε περάσει πιθανόν μισή ώρα απ’ όταν συνέβη αυτό! Έλα, προσπάθησε να ξαπλώσεις κι εσύ και ξαφνικά ακόμα το μωρό κοιμάται, ενώ εγώ έτρεξα. Όλα πήγαν καλά;
Η Σβέτα έγνεψε θετικά.
Και μετά από πέντε λεπτά, κοιμήθηκε.