Τοῦ ἁγίου Νικολάου
Παρασκευὴ 6 Δεκεμβρίου 2024
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36)
Ἰδιαιτέρως ἑορτάζουν οἱ θαλασσινοί. Κατάγομαι ἀπὸ μικρὸ νησὶ καὶ
γνωρίζω πόσο οἱ νησιῶτες τιμοῦν τὸν ἅγιο Νικόλαο· βάρκες, καΐκια, πλοῖα
σήμερα εἶνε στολισμένα, μὲ ὑψωμένη τὴ σημαία. Εὐχαριστίες καὶ
δοξολογίες γίνονται στοὺς ναούς· τὰ σπίτια πεντακάθαρα ἑορτάζουν
τὸν προστάτη τῶν ναυτικῶν.
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ὁ πανηγυρισμός, τὸ ὅτι ἤρθαμε κι ἀνάψαμε κεράκι μπροστὰ
στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου, ὅτι ἑορτάζουν οἱ Νικόλαοι· ἡ Ἐκκλησία μας θέλει
κάτι ἀνώτερο.
Πέρα ἀπὸ αὐτά, τὶς ἐπισκέψεις καὶ εὐχές,
ξέρετε πότε τιμοῦμε καὶ εὐαρεστοῦμε τὸν ἅγιο Νικόλαο; ἐὰν μιμηθοῦμε τὴ
ζωή του. Ἐὰν ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ τὸν μιμηθοῦμε, κάνουμε ἀντίθετα ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος, τότε τί ὠφελεῖ νὰ παίρνουμε τὸ ὄνομά του, νὰ
λεγώμαστε Νικόλαοι; Λέγεσαι Νικόλαος; ἔ, φτάνει τὸ ὄνομά σου νὰ σοῦ
θυμίζῃ νὰ γίνῃς κ᾽ ἐσὺ ἅγιος. Ἔχεις μπροστά σου τὸ πρότυπο· ζῆσε ὅπως
ἔζησε ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τιμὴ τοῦ ἁγίου εἶνε ἡ μίμησίς του (πρβλ. ἱ.
Χρυσοστ. ὁμ. Εἰς μάρτ.· P.G. 50,663).
Γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦμε ὅμως, πρέπει πρῶτα νὰ γνωρίζουμε τὴ ζωή του. Γι᾽
αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε τώρα νὰ πῶ λίγα λόγια γι᾽ αὐτόν.
* * *
Ὁ ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς
φτωχούς, στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος καὶ τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν,
στὰ Πάταρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε τί θὰ γίνῃ. Ἡ μάνα, ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ παιδιοῦ,
καταλαβαίνει τί θὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ μικρὸς ποὺ ἔχει μέσα στὴν κούνια.
Λέγεται λοιπὸν ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν
θήλαζε!
Σήμερα μερικὲς μοντέρνες ἀκούγοντας αὐτὸ θὰ γελάσουν· ἀλλὰ οἱ μανάδες
τῆς παλιᾶς ἐποχῆς ἀπὸ κάτι τέτοια κι ἀπὸ μιὰ παιδαγωγικὴ διαίσθησι
καταλάβαιναν τί θὰ γίνῃ τὸ παιδί τους. Ἀπὸ μικρὸ φαίνεται· πές μου τὰ
χούγια καὶ τὰ παιχνίδια του, νὰ σοῦ πῶ τὸ μέλλον του. Ἰδίως τὰ τρία
πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔχουν μεγάλη σημασία· εἶνε τὰ σπουδαιότερα,
οἱ καταβολάδες τῆς ζωῆς.
Μεγαλώνοντας ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν πῆγε σὲ σχολειά. Δὲν ἔμαθε πολλὰ
γράμματα, εἶχε ὅμως κάτι ἀνώτερο καὶ σπάνιο· εἶχε βαθειὰ πίστι στὸ Θεό,
λάτρευε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἐκτελοῦσε τὶς ἅγιες ἐντολές
του.
Γιὰ ἕνα διάστημα πέρασε κι ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅταν ἦρθε
σὲ κατάλληλη ἡλικία, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη ὅλων τῶν πιστῶν ἔγινε ἱερεὺς
κι ἀργότερα καὶ ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας.
Κ᾽ ἐπειδὴ κήρυττε μὲ θάρρος τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, φυλακίστηκε μαζὶ μὲ
ἄλλους Χριστιανούς. Μόνο ὅταν ἦρθε στὸ θρόνο ὁ μέγας Κωνσταντῖνος,
τότε ἐλευθερώθηκε.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, λοιπόν, διακρίθηκε γιὰ τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴ
σωφροσύνη του· διακρίθηκε ἀκόμα γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν
ἐλεημοσύνη του. Λέει τὸ συναξάρι του, ὅτι στὰ Μύρα ὑπῆρχε μιὰ φτωχὴ
οἰκογένεια ποὺ εἶχε τρία κορίτσια ἀνύπαντρα, καὶ κινδύνευαν νὰ πέσουν
στὸ βοῦρκο τῆς ἀτιμίας, νὰ γίνουν θύματα φαύλων ἀνδρῶν. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ
ὁ ἅγιος Νικόλαος· καὶ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸν πάρῃ κανεὶς εἴδησι, πῆγε
καὶ ἐνῷ ὅλοι κοιμοῦνταν πέταξε μέσα στὸ σπίτι ἕνα κομπόδεμα μὲ χρυσᾶ
νομίσματα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά, κ᾽ ἔτσι τὰ τρία
κορίτσια παντρεύτηκαν καὶ σώθηκαν ἀπὸ τὴ διαφθορά. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ
–ἐπειδὴ τίποτα δὲν μένει κρυφό– ἔγινε γνωστό, ὅτι ὁ ἄγνωστος ἐκεῖνος
νυκτερινὸς εὐεργέτης ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του ἦταν ὁ ζῆλος ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Στὴν ἐποχή του παρουσιάστηκε ὁ Ἄρειος, ἕνας λύκος ποὺ ἀπειλοῦσε τὸ
μαντρὶ τῆς Ἐκκλησίας· αὐτὸς δίδασκε πλάνες καὶ βλασφημίες κατὰ τοῦ
Χριστοῦ. Ἔλεγε περίπου ὅ,τι λένε σήμερα τὰ τρισέγγονα τοῦ Ἀρείου, οἱ
χιλιασταὶ ἢ ἰεχωβῖτες. Τότε ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος κάλεσε στὴ
Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325 μ.Χ.).
Συνάχθηκαν ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Ὀρθοδοξίας 318 πατέρες.
Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, ὁ μέγας
Ἀθανάσιος, πολλοὶ ἄλλοι πατέρες, καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Ὁ Ἄρειος, ποὺ ἦταν ῥήτορας καὶ ἱκανὸς διαλεκτικός, δημιουργοῦσε θόρυβο
μεγάλο. Τὸν ἄκουγε καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος· ἀλλά, ἄνθρωπος λίγων
γραμμάτων, δὲν ἐπιχείρησε νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ μὲ λόγια. Σὲ μιὰ στιγμή, ἐνῷ ὁ
Ἄρειος ἄνοιγε τὸ στόμα του κ᾽ ἔλεγε φρικτὲς βλασφημίες γιὰ τὸ Χριστό, ὁ
ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦταν πραότατος, δὲν ὑπέφερε πλέον νὰ τὸν ἀκούῃ·
σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του, πλησίασε καὶ ῥάπισε τὸν Ἄρειο· εἶνε ἡ μόνη
φορὰ ποὺ τὸν εἶδαν νὰ φέρεται ἔτσι. Γιατὶ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ καὶ οἱ
ἅγιοι θυμώνουν· αὐτὸς ὅμως εἶνε θυμὸς ἅγιος.
Θαυμαστὸς λοιπὸν ὁ ἅγιος γιὰ τὴ νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία του· γι᾽ αὐτὸ ἀξιώθηκε καὶ νὰ θαυματουργῇ.
Ἂν σήμερα δὲν γίνωνται θαύματα, εἶνε διότι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι.
Ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ δὲν ἐστείρευσε· ἐμεῖς στειρεύουμε, δὲν ἔχουμε τὴ
ζωντανὴ πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες μας. Ἂς γίνῃ ἵλεως ὁ Κύριος γιὰ
ὅλους μας. Μοῦ ᾽λεγε κάποιος σ᾽ ἕνα χωριό· Ἡ βρύσι μας ἔτρεχε αἰῶνες,
τώρα στέρεψε πιά, δὲν δίνει σταλαγματιά… Ὅπως λοιπὸν στειρεύουν οἱ
βρύσες, ἔτσι στείρευσαν τὰ θαύματα. Οἱ ἅγιοι ὑπάρχουν, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐμεῖς
γίναμε ἀσεβεῖς, τὰ «νερά» τους πᾶνε ἀλλοῦ.
Τὸν ἅγιο Νικόλαο εὐλαβοῦνται καὶ στὴν Ἰταλία, στὸ Μπάρι· ἴσως νὰ εἶδαν
καὶ θαύματα. Μοῦ ᾽κανε ἐντύπωσι τὸ ἑξῆς στὰ χρόνια τοῦ ἰταλικοῦ
πολέμου. Ὅταν πιάσαμε ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τοὺς Ἰταλιάνους, εἶδα ὅτι
μέσα στὸν κόρφο καὶ στὰ πορτοφόλια τους εἶχαν τὸν ἅγιο Νικόλαο! Νὰ
δῆτε Ἰταλό, μαζὶ μὲ τὴ φωτογραφία τῆς μάνας καὶ τῆς οἰκογενείας του, ν᾽
ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ φυλάκιο.
Ὅσο γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νικολάου, εἶνε ἀναρίθμητα. Δυὸ – τρία μόνο θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Τέτοιες μέρες, παραμονὲς Χριστουγέννων, μπῆκε ὁ ἅγιος σ᾽ ἕνα καΐκι ἀπὸ
τὴν Ἀττάλεια μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς νὰ πᾶνε στὰ Ἰεροσόλυμα, νὰ
προσκυνήσουν στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ κάνουν Χριστούγεννα. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν
Κύπρο τοὺς βρῆκε τρικυμία μεγάλη, κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν. Καπετάνιος,
ναῦτες, ἐπιβάτες ἦταν ὅλοι φοβισμένοι, εἶχαν ἀπελπιστῆ. Τὴν ὥρα
ἐκείνη ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦταν μέσα, τοὺς εἶπε· Μὴ φοβᾶστε! Καὶ ὤ
τοῦ θαύματος –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ καὶ
δικαίωμά μας νὰ πιστεύουμε–, μόλις ὁ ἅγιος γονάτισε κ᾽ εὐλόγησε τὴ
θάλασσα, ἀμέσως τὰ κύματα κατεναύσθηκαν, ἔγινε γαλήνη καὶ τὸ πλοῖο
ἄραξε στὴν παραλία τῆς Παλαιστίνης μὲ ἀσφάλεια. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα
ποὺ συνδέει τὸν ἅγιο Νικόλαο μὲ τὴν ἱστορία τῶν ναυτικῶν μας.
Τὸ ἄλλο θαῦμα εἶνε ὅτι, ἀπὸ συκοφαντία, τρεῖς ἀνώτατοι ὑπάλληλοι τῆς
αὐτοκρατορίας βρέθηκαν κρατούμενοι στὶς φυλακές. Τὴν παραμονὴ τῆς
ἐκτελέσεώς τους καί, ἐνῷ κανείς, οὔτε γονεῖς οὔτε συγγενεῖς, δὲν
μποροῦσε νὰ τοὺς βοηθήσῃ, αὐτοὶ ἐπικαλέστηκαν τὸν ἅγιο Νικόλαο. Τότε
ἐκεῖνος, προστάτης τῶν ἀδικουμένων, ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο στὸν βασιλέα
Κωνσταντῖνο καὶ στὸν ἔπαρχο Ἀβλάβιο, βεβαίωσε γιὰ τὴν ἀθῳότητά τους καὶ
ἔσωσε τοὺς μελλοθανάτους.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πῶ κι αὐτό. Τὸ 1943 ἢ ᾽44 ἤμουν ἱεροκήρυκας στὴν
Κοζάνη… Ἄχ ἂν γνώριζαν οἱ νέοι τί πέρασε ἡ προηγουμένη γενεὰ καὶ διὰ
ποίου ποταμοῦ δακρύων καὶ αἱμάτων διῆλθε αὐτὴ ἡ πατρίδα! Δὲν θέλω νὰ
ἐξάπτω τὰ πάθη· θέλω τὴν εἰρήνη καὶ τὴ συμφιλίωσι ὅλων τῶν Ἑλλήνων κάτω
ἀπὸ τὴν εὐλογημένη σημαία μας, τὸν τίμιο σταυρό. Λέω μόνο τὸ ἑξῆς. Τὶς
ἡμέρες ἐκεῖνες τοῦ Δεκεμβρίου χίλιοι πατριῶτες Ἕλληνες (ἀξιωματικοί,
διδάσκαλοι , ὑπάλληλοι) ὡδηγήθηκαν σὰν τὰ πρόβατα στὶς φυλακές. Ἦρθε ἡ
ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου πολιούχου τῆς Κοζάνης, ἀλλὰ ὅλοι ἦταν σκεπτικοὶ
– συλλογισμένοι, οἱ γυναῖκες ἔκλαιγαν. Τότε κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς βγῆκα
ἐκεῖ στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ καὶ εἶπα· Σήμερα ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν
ἑορτάζει· ὁ ἅγιος Νικόλαος πενθεῖ καὶ διαμαρτύρεται…
Κάθε βράδυ ἔπαιρναν μέσα ἀπὸ τὶς φυλακὲς νύχτα ἡ ὥρα 30, 40, 50, καὶ
τοὺς ἔτρωγε τὸ σκοτάδι μέσα στὶς ῥεματιές. Ὤ τί χρόνια, τί νύχτες
φοβερές, τί ἀναστεναγμοί, τί ποταμοὶ δακρύων καὶ θρῆνοι! Θεέ μου,
Παναγία μου καὶ ἅγιε Νικόλαε, παρακαλοῦμεν σε, νὰ μὴν ξαναδοῦν οἱ νέες
γενεὲς τὰ φρικτὰ ἐκεῖνα πράγματα, τὰ ὁποῖα σ᾽ ἐμᾶς ἄφησαν ἀνεξίτηλα
στίγματα· καὶ ἂν ἔχουμε κάποια νευρικότητα καὶ ἔντασι, ὀφείλεται στὰ
γεγονότα ἐκεῖνα· κ᾽ ἐμεῖς ἀποροῦμε, πῶς στέκονται ἀκόμα τὰ μυαλὰ καὶ τὰ
νεῦρα μας, καὶ πῶς οἱ καρδιές μας ἀντέχουν ἀκόμα.
Εἶπα λοιπὸν τότε· Νὰ πᾶτε στὰ σπίτια, Κοζανῖται, καὶ νὰ παρακαλέσετε τὸ
Θεό. Δὲν ἑορτάζει ὁ ἅγιος Νικόλαος, διότι μέσ᾽ στὶς φυλακὲς εἶνε
ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δὲν ἔπραξαν ἄλλο ἔγκλημα παρὰ μόνο ἕνα, ὅτι ἀγάπησαν
τὴν πατρίδα καὶ τὸ ἔθνος τοῦτο.
Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν ἕνα βράδυ πολὺ σκληρὸ καὶ ἀπαίσιο γιὰ τὴν πόλι. Μὰ
τὸ πρωὶ τί μάθαμε; Ἂν καὶ οἱ κρατοῦντες ἦταν ἄπιστοι, ἄθεοι, ὑλισταί,
–δὲν ξέρω πῶς σκέφτηκαν–, τὸ πρωὶ μαθαίνουμε, ὅτι ἄνοιξαν οἱ φυλακὲς τῆς
Κοζάνης καὶ 300 φυλακισμένοι βγῆκαν ἔξω ἐλεύθεροι στὴν πόλι, καὶ
διηγοῦντο τὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.
* * *
Πρὶν τελειώσω, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ὅσα εἶπα θέλω νὰ ὑπογραμμίσω ἕνα.
Εἴπαμε, ὅτι ὑπάρχει θυμὸς ἁμαρτωλὸς καὶ θυμὸς ἅγιος. Οἱ ἁμαρτωλοὶ
θυμώνουν γιὰ τὰ λεφτά τους, τοὺς αἰσχροὺς ἔρωτές των, τὰ οἰκόπεδα καὶ τὰ
κτήματά τους, τὶς ἀδυναμίες τους. Οἱ ἅγιοι δὲν θυμώνουν γιὰ τέτοια
πράγματα· θυμώνουν γιὰ τὴν προσβολὴ τῶν θείων, γιὰ τὰ ἅγια καὶ ἱερά. Ἄχ
νὰ μᾶς ἔδινε ὁ Θεὸς τέτοιο θυμό! ν᾽ ἀνάψῃ μέσα μας ἡ ἱερὰ ἀγανάκτησις
τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! ἂν σοῦ κάνουν μιὰ ζημιὰ στὸ σπίτι, στὸ μαγαζί, στὸ
ἁμάξι, θηρίο γίνεσαι καὶ πιστόλι παίρνεις καὶ κυνηγᾷς τὸν ἄλλο· ἂν σοῦ
προσβάλουν τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα, ἂν σοῦ πειράξουν τὸ σκυλὶ ἢ τὴ γάτα σου
ἀκόμα, ὀργίζεσαι. Θυμώνεις γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ἀλλὰ ἀκοῦς νὰ
βλαστημᾶνε τὸ Χριστὸ καὶ ἀδιαφορεῖς ἢ καὶ γελᾷς; Δὲν πιστεύεις λοιπόν,
δὲν εἶσαι Χριστιανός.
Ἐὰν ὅλοι μας νιώθαμε σὰν τὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ ἡ ψυχή μας κόχλαζε ἀπὸ τὸ
ἅγιο πῦρ γιὰ τὰ ὅσια καὶ ἱερά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ σταθοῦν οὔτε ἄθεοι
οὔτε αἱρετικοὶ οὔτε ἔκφυλα ὄντα. Δυστυχῶς δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά· μᾶς
ἐνδιαφέρει μόνο τὸ πουγγί μας, τὸ σπίτι μας, τὸ ἐγώ μας· ὄχι ἡ πίστι
τῶν πατέρων μας, γι᾽ αὐτὸ καταντήσαμε ἔθνος βλασφήμων.
Ἄχ, ἅγιε Νικόλαε, ἂν κατέβαινες πάλι στὴ γῆ, δὲν ξέρω πόσα χαστούκια θὰ ἔδινες, κι ἂς σὲ ἔλεγε ὁ κόσμος ἀγενῆ καὶ ἄγριο.
Ὁ κόσμος παρέρχεται, ἐνῷ ἡ πίστι μας μένει, νικᾷ καὶ θριαμβεύει. Τίποτα
δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Ἡ θρησκεία μας εἶνε πλατάνι ῥιζωμένο
βαθειά. Ἂς πέσουν τὰ τσεκούρια τῶν ἐχθρῶν, δὲν θὰ ξερριζωθῇ. Μπορεῖ τὰ
σπίτια μας νὰ τὰ γκρεμίσουν, τὰ καλύβια μας νὰ τὰ κάψουν, τὰ ὑπάρχοντά
μας νὰ τὰ πάρουν· οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θὰ μείνουμε πιστοί· πιστοὶ στὸ
Θεό, πιστοὶ στὴν πατρίδα, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου, τὸν ὁποῖο σήμερα
παρακαλοῦμε νὰ μεσιτεύῃ στὸν Κύριο ὑπὲρ πάντων. Εἴθε ὁ ἅγιος Νικόλαος
νὰ φυλάττῃ καὶ προστατεύῃ πάντας εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν Τετάρτη 6-12-1967 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-10-2024.