Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Ὑπαρχει και θυμος αγιος

cf83ceb5cebb12-aceb3-nceb9cebacebfcebb

Τοῦ ἁγίου Νικολάου
Παρασκευὴ 6 Δεκεμβρίου 2024

Ὑπαρχει και θυμος αγιος

«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἀνέτειλε φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶνε ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλεῖς ἁγίους μας. Ἀπόδειξις εἶνε τὸ πλῆθος τῶν ἐκκλησι­ῶν, πα­ρεκκλησίων καὶ ἐξωκκλησίων του· ἀ­κόμη ἡ συχνότητα τοῦ ὀνόματός του στοὺς Χριστιανούς· μέσα στοὺς δέκα ἕνας ἢ δύο ἔ­χουν τὸ ὄνομα Νικόλαος. Δὲν ὑ­πάρχει σχε­δὸν σπίτι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ κάποιον συγγενῆ ἢ φίλο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου. Γι᾽ αὐτὸ μποροῦ­με νὰ ποῦ­με, ὅτι σήμερα ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἑλ­λάδα.

Ἰδιαιτέρως ἑορτάζουν οἱ θαλασσινοί. Κατά­­γομαι ἀπὸ μικρὸ νησὶ καὶ γνωρίζω πόσο οἱ νησιῶτες τιμοῦν τὸν ἅγιο Νικόλαο· βάρκες, κα­ΐκια, πλοῖα σήμερα εἶνε στολισμένα, μὲ ὑ­ψω­μένη τὴ σημαία. Εὐ­χαριστίες καὶ δοξολογί­­ες γίνον­­ται στοὺς ναούς· τὰ σπίτια πεντακά­θαρα ἑορτάζουν τὸν προστάτη τῶν ναυτικῶν.
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ὁ πανηγυρισμός, τὸ ὅτι ἤρ­θαμε κι ἀνάψαμε κεράκι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου, ὅτι ἑορτάζουν οἱ Νικόλαοι· ἡ Ἐκκλησία μας θέλει κάτι ἀνώτερο.

Πέρα ἀπὸ αὐτά, τὶς ἐπισκέψεις καὶ εὐχές, ξέρετε πότε τιμοῦμε καὶ εὐαρεστοῦμε τὸν ἅ­γιο Νικόλαο; ἐὰν μιμηθοῦμε τὴ ζωή του. Ἐὰν ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ τὸν μι­­μηθοῦμε, κάνουμε ἀντίθετα ἀπὸ ἐ­κεῖνα ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος, τότε τί ὠφελεῖ νὰ παίρνουμε τὸ ὄνομά του, νὰ λεγώ­μαστε Νικό­λαοι; Λέγεσαι Νικόλαος; ἔ, φτάνει τὸ ὄνομά σου νὰ σοῦ θυμίζῃ νὰ γίνῃς κ᾽ ἐσὺ ἅγι­ος. Ἔχεις μπροστά σου τὸ πρότυπο· ζῆσε ὅ­πως ἔ­ζησε ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τιμὴ τοῦ ἁγίου εἶνε ἡ μίμησίς του (πρβλ. ἱ. Χρυσοστ. ὁμ. Εἰς μάρτ.· P.G. 50,663).
Γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦμε ὅμως, πρέπει πρῶτα νὰ γνω­­ρίζουμε τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐ­πιτρέ­ψετε τώρα νὰ πῶ λίγα λόγια γι᾽ αὐτόν.

* * *

Ὁ ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχούς, στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος καὶ τῶν διωγμῶν τῶν Χριστια­νῶν, στὰ Πάταρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε τί θὰ γίνῃ. Ἡ μάνα, ἀπὸ τὶς ἐκδηλώ­σεις τοῦ παιδιοῦ, καταλαβαίνει τί θὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ μικρὸς ποὺ ἔχει μέσα στὴν κούνια. Λέγεται λοιπὸν ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν θήλαζε!
Σήμερα μερικὲς μοντέρνες ἀκούγοντας αὐ­τὸ θὰ γελάσουν· ἀλλὰ οἱ μανάδες τῆς παλιᾶς ἐποχῆς ἀπὸ κάτι τέτοια κι ἀπὸ μιὰ παιδαγωγικὴ διαίσθησι καταλάβαιναν τί θὰ γί­νῃ τὸ παιδί τους. Ἀπὸ μικρὸ φαίνεται· πές μου τὰ χούγια καὶ τὰ παιχνίδια του, νὰ σοῦ πῶ τὸ μέλλον του. Ἰδίως τὰ τρία πρῶτα χρόνια τῆς ζω­ῆς του ἔχουν μεγάλη σημασία· εἶνε τὰ σπου­δαιότερα, οἱ καταβολάδες τῆς ζωῆς.
Μεγαλώνοντας ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν πῆγε σὲ σχολειά. Δὲν ἔμαθε πολλὰ γράμματα, εἶχε ὅμως κάτι ἀνώτερο καὶ σπάνιο· εἶχε βαθειὰ πίστι στὸ Θεό, λάτρευε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἐκτελοῦ­σε τὶς ἅγιες ἐντολές του.
Γιὰ ἕνα διάστημα πέρασε κι ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς μοναχι­κῆς ζω­ῆς. Ὅταν ἦρθε σὲ κατάλλη­λη ἡλικία, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη ὅλων τῶν πι­στῶν ἔγινε ἱερεὺς κι ἀργότερα καὶ ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας.
Κ᾽ ἐπειδὴ κήρυττε μὲ θάρρος τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, φυ­λακίστηκε μαζὶ μὲ ἄλ­λους Χριστι­α­νούς. Μόνο ὅταν ἦρθε στὸ θρόνο ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, τότε ἐλευθερώθηκε.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, λοιπόν, διακρίθηκε γιὰ τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη του· δι­ακρίθηκε ἀκόμα γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του. Λέει τὸ συναξά­ρι του, ὅτι στὰ Μύρα ὑπῆρχε μιὰ φτωχὴ οἰ­κο­γένεια ποὺ εἶχε τρία κορίτσια ἀνύπαν­τρα, καὶ κινδύνευαν νὰ πέσουν στὸ βοῦρκο τῆς ἀ­τι­μίας, νὰ γίνουν θύματα φαύλων ἀνδρῶν. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἅγιος Νικόλαος· καὶ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸν πάρῃ καν­εὶς εἴδησι, πῆγε καὶ ἐνῷ ὅλοι κοιμοῦνταν πέταξε μέσα στὸ σπίτι ἕνα κομ­πόδεμα μὲ χρυσᾶ νομίσματα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε καὶ δεύτερη καὶ τρί­τη φορά, κ᾽ ἔτσι τὰ τρία κο­ρίτσια παν­τρεύτηκαν καὶ σώθηκαν ἀ­πὸ τὴ διαφθορά. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ –ἐπειδὴ τίποτα δὲν μένει κρυφό– ἔγινε γνωστό, ὅτι ὁ ἄ­γνωστος ἐκεῖ­νος νυκτερινὸς εὐεργέτης ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του ἦταν ὁ ζῆ­λος ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Στὴν ἐποχή του παρουσιάστηκε ὁ Ἄ­ρειος, ἕνας λύκος ποὺ ἀπειλοῦσε τὸ μαντρὶ τῆς Ἐκκλησί­ας· αὐ­τὸς δίδασκε πλάνες καὶ βλασφημίες κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε πε­ρίπου ὅ,τι λένε σήμερα τὰ τρισέγγονα τοῦ Ἀ­ρείου, οἱ χιλιασταὶ ἢ ἰεχω­βῖ­τες. Τότε ὁ βασι­λεὺς Κων­σταν­­τῖνος κάλεσε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὴν Πρώτη Οἰ­κουμενι­κὴ Σύνοδο (325 μ.Χ.). Συνάχθηκαν ἐ­κεῖ ἀπ᾽ ὅ­λες τὶς γωνιὲς τῆς Ὀρθοδοξίας 318 πατέρες. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, ὁ μέγας Ἀθανάσιος, πολλοὶ ἄλ­λοι πατέρες, καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Ὁ Ἄρειος, ποὺ ἦταν ῥήτορας καὶ ἱκανὸς δι­αλεκτικός, δημιουργοῦσε θόρυβο μεγάλο. Τὸν ἄκουγε καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος· ἀλλά, ἄν­θρωπος λίγων γραμμάτων, δὲν ἐπιχείρησε νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ μὲ λόγια. Σὲ μιὰ στιγμή, ἐνῷ ὁ Ἄρειος ἄνοιγε τὸ στόμα του κ᾽ ἔλεγε φρικτὲς βλασφημίες γιὰ τὸ Χριστό, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦταν πραότατος, δὲν ὑπέφερε πλέον νὰ τὸν ἀκούῃ· σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του, πλησί­ασε καὶ ῥάπισε τὸν Ἄρειο· εἶνε ἡ μόνη φορὰ ποὺ τὸν εἶδαν νὰ φέρεται ἔτσι. Γιατὶ ὑπάρχουν στι­γμὲς ποὺ καὶ οἱ ἅγιοι θυμώνουν· αὐ­τὸς ὅμως εἶνε θυμὸς ἅ­γι­ος.
Θαυμαστὸς λοιπὸν ὁ ἅγιος γιὰ τὴ νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ὀρθόδοξη ὁμολο­γία του· γι᾽ αὐ­τὸ ἀξιώθηκε καὶ νὰ θαυματουργῇ.
Ἂν σήμερα δὲν γίνωνται θαύματα, εἶνε δι­ό­τι ἐμεῖς δὲν εἴ­μαστε ἄξιοι. Ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ δὲν ἐ­στείρευσε· ἐ­μεῖς στειρεύουμε, δὲν ἔ­χουμε τὴ ζων­τανὴ πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες μας. Ἂς γίνῃ ἵλεως ὁ Κύριος γιὰ ὅλους μας. Μοῦ ᾽λεγε κάποιος σ᾽ ἕνα χωριό· Ἡ βρύσι μας ἔτρεχε αἰῶνες, τώρα στέρεψε πιά, δὲν δίνει σταλαγματιά… Ὅπως λοι­πὸν στειρεύουν οἱ βρύσες, ἔτσι στείρευσαν τὰ θαύματα. Οἱ ἅ­γιοι ὑπάρχουν, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐμεῖς γίναμε ἀσεβεῖς, τὰ «νερά» τους πᾶνε ἀλ­λοῦ.
Τὸν ἅγιο Νικόλαο εὐλαβοῦν­ται καὶ στὴν Ἰ­ταλία, στὸ Μπάρι· ἴσως νὰ εἶδαν καὶ θαύματα. Μοῦ ᾽κανε ἐν­τύπωσι τὸ ἑξῆς στὰ χρόνια τοῦ ἰταλικοῦ πολέμου. Ὅταν πιάσαμε ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τοὺς Ἰταλιάνους, εἶδα ὅτι μέσα στὸν κόρφο καὶ στὰ πορτο­φόλια τους εἶχαν τὸν ἅγιο Νικόλαο! Νὰ δῆ­τε Ἰταλό, μαζὶ μὲ τὴ φωτογραφία τῆς μάνας καὶ τῆς οἰκογενείας του, ν᾽ ἀσπάζεται τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἁγίου Νικολάου ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ φυλάκιο.
Ὅσο γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νικολάου, εἶνε ἀναρίθμητα. Δυὸ – τρία μόνο θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Τέτοιες μέρες, παραμονὲς Χριστουγέννων, μπῆκε ὁ ἅγιος σ᾽ ἕνα καΐκι ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς νὰ πᾶνε στὰ Ἰεροσόλυμα, νὰ προσκυνήσουν στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ κάνουν Χριστούγεννα. Πέρα ὅ­μως ἀπὸ τὴν Κύπρο τοὺς βρῆκε τρικυμία μεγάλη, κινδύ­νευαν νὰ πνιγοῦν. Καπετάνιος, ναῦτες, ἐ­πι­­­βάτες ἦταν ὅλοι φοβισμένοι, εἶ­χαν ἀπελπιστῆ. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦ­ταν μέσα, τοὺς εἶπε· Μὴ φοβᾶ­στε! Καὶ ὤ τοῦ θαύματος –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πι­­στοι, δικαί­ωμά τους, ἀλλὰ καὶ δικαίωμά μας νὰ πιστεύουμε–, μόλις ὁ ἅγιος γονάτισε κ᾽ εὐ­λόγησε τὴ θάλασσα, ἀμέσως τὰ κύματα κατεναύ­σθηκαν, ἔγινε γαλήνη καὶ τὸ πλοῖο ἄραξε στὴν παραλία τῆς Παλαιστίνης μὲ ἀσφάλεια. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα ποὺ συνδέει τὸν ἅγιο Νικόλαο μὲ τὴν ἱστορία τῶν ναυτικῶν μας.
Τὸ ἄλλο θαῦμα εἶνε ὅτι, ἀπὸ συκοφαντία, τρεῖς ἀ­νώτατοι ὑπάλληλοι τῆς αὐτοκρατορί­ας βρέθηκαν κρατούμενοι στὶς φυλακές. Τὴν παραμονὴ τῆς ἐκτελέσεώς τους καί, ἐνῷ κανείς, οὔτε γονεῖς οὔτε συγγενεῖς, δὲν μποροῦ­σε νὰ τοὺς βοηθήσῃ, αὐτοὶ ἐπικαλέστηκαν τὸν ἅγιο Νικόλαο. Τότε ἐκεῖνος, προστάτης τῶν ἀδικουμένων, ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο στὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο καὶ στὸν ἔπαρχο Ἀβλάβιο, βεβαίωσε γιὰ τὴν ἀθῳότητά τους καὶ ἔσωσε τοὺς μελλοθανάτους.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πῶ κι αὐτό. Τὸ 1943 ἢ ᾽44 ἤμουν ἱεροκήρυκας στὴν Κοζάνη… Ἄχ ἂν γνώριζαν οἱ νέοι τί πέρασε ἡ προηγουμένη γενεὰ καὶ διὰ ποίου ποταμοῦ δακρύ­ων καὶ αἱμάτων διῆλθε αὐτὴ ἡ πατρίδα! Δὲν θέλω νὰ ἐξάπτω τὰ πάθη· θέλω τὴν εἰρήνη καὶ τὴ συμφιλίωσι ὅλων τῶν Ἑλλήνων κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογημένη σημαία μας, τὸν τίμιο σταυρό. Λέω μόνο τὸ ἑξῆς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τοῦ Δεκεμβρίου χίλιοι πατριῶτες Ἕλληνες (ἀξιωματικοί, διδάσκα­λοι , ὑπάλληλοι) ὡδηγήθηκαν σὰν τὰ πρόβατα στὶς φυλακές. Ἦρθε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου πολιούχου τῆς Κοζάνης, ἀλλὰ ὅλοι ἦταν σκεπτικοὶ – συλλογισμένοι, οἱ γυναῖ­κες ἔκλαιγαν. Τότε κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς βγῆκα ἐκεῖ στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ καὶ εἶπα· Σήμερα ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν ἑορτάζει· ὁ ἅγιος Νικόλαος πενθεῖ καὶ διαμαρτύρεται…
Κάθε βράδυ ἔπαιρναν μέσα ἀ­πὸ τὶς φυλακὲς νύχτα ἡ ὥρα 30, 40, 50, καὶ τοὺς ἔτρωγε τὸ σκοτάδι μέσα στὶς ῥεματιές. Ὤ τί χρόνια, τί νύχτες φοβερές, τί ἀναστεναγμοί, τί ποταμοὶ δακρύων καὶ θρῆνοι! Θεέ μου, Παναγία μου καὶ ἅγιε Νικόλαε, παρακαλοῦμεν σε, νὰ μὴν ξαναδοῦν οἱ νέες γενεὲς τὰ φρικτὰ ἐκεῖνα πράγματα, τὰ ὁποῖα σ᾽ ἐ­μᾶς ἄφησαν ἀνεξίτηλα στίγματα· καὶ ἂν ἔχουμε κάποια νευρικότητα καὶ ἔντασι, ὀφείλεται στὰ γεγονότα ἐκεῖνα· κ᾽ ἐμεῖς ἀποροῦμε, πῶς στέκονται ἀκόμα τὰ μυαλὰ καὶ τὰ νεῦρα μας, καὶ πῶς οἱ καρδιές μας ἀντέχουν ἀκόμα.
Εἶπα λοιπὸν τότε· Νὰ πᾶτε στὰ σπίτια, Κοζανῖται, καὶ νὰ παρακαλέσετε τὸ Θεό. Δὲν ἑορτάζει ὁ ἅγιος Νικόλαος, διότι μέσ᾽ στὶς φυλακὲς εἶνε ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δὲν ἔπραξαν ἄλλο ἔγκλημα παρὰ μόνο ἕνα, ὅτι ἀγάπησαν τὴν πατρίδα καὶ τὸ ἔθνος τοῦτο.
Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν ἕνα βράδυ πολὺ σκληρὸ καὶ ἀ­παίσιο γιὰ τὴν πόλι. Μὰ τὸ πρωὶ τί μάθαμε; Ἂν καὶ οἱ κρατοῦν­τες ἦταν ἄπιστοι, ἄθεοι, ὑλισταί, –δὲν ξέρω πῶς σκέφτηκαν–, τὸ πρωὶ μαθαίνουμε, ὅτι ἄνοιξαν οἱ φυλακὲς τῆς Κοζάνης καὶ 300 φυλακισμένοι βγῆκαν ἔξω ἐλεύθεροι στὴν πόλι, καὶ διηγοῦντο τὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.

* * *

Πρὶν τελειώσω, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ὅσα εἶπα θέλω νὰ ὑπογραμμίσω ἕνα.
Εἴπαμε, ὅτι ὑπάρχει θυμὸς ἁμαρτωλὸς καὶ θυμὸς ἅγιος. Οἱ ἁμαρτωλοὶ θυμώνουν γιὰ τὰ λεφτά τους, τοὺς αἰσχροὺς ἔρωτές των, τὰ οἰκόπεδα καὶ τὰ κτήματά τους, τὶς ἀδυναμίες τους. Οἱ ἅγιοι δὲν θυμώνουν γιὰ τέτοια πρά­γματα· θυμώνουν γιὰ τὴν προσβολὴ τῶν θείων, γιὰ τὰ ἅγια καὶ ἱερά. Ἄχ νὰ μᾶς ἔδινε ὁ Θεὸς τέτοιο θυμό! ν᾽ ἀνάψῃ μέσα μας ἡ ἱερὰ ἀγανάκτησις τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! ἂν σοῦ κάνουν μιὰ ζημιὰ στὸ σπίτι, στὸ μαγαζί, στὸ ἁμάξι, θηρίο γίνεσαι καὶ πιστόλι παίρνεις καὶ κυνηγᾷς τὸν ἄλλο· ἂν σοῦ προσβάλουν τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα, ἂν σοῦ πειράξουν τὸ σκυλὶ ἢ τὴ γάτα σου ἀκόμα, ὀργίζεσαι. Θυμώνεις γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ἀλ­λὰ ἀκοῦς νὰ βλαστημᾶνε τὸ Χριστὸ καὶ ἀδιαφορεῖς ἢ καὶ γελᾷς; Δὲν πιστεύεις λοιπόν, δὲν εἶσαι Χριστιανός.
Ἐὰν ὅλοι μας νιώθαμε σὰν τὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ ἡ ψυχή μας κόχλαζε ἀπὸ τὸ ἅγιο πῦρ γιὰ τὰ ὅσια καὶ ἱερά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ σταθοῦν οὔτε ἄθεοι οὔτε αἱρετικοὶ οὔτε ἔκφυλα ὄντα. Δυστυχῶς δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐ­τά· μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο τὸ πουγγί μας, τὸ σπίτι μας, τὸ ἐγώ μας· ὄχι ἡ πίστι τῶν πατέρων μας, γι᾽ αὐτὸ καταντήσαμε ἔθνος βλασφήμων.
Ἄχ, ἅγιε Νικόλαε, ἂν κατέβαινες πάλι στὴ γῆ, δὲν ξέρω πόσα χαστού­κια θὰ ἔδινες, κι ἂς σὲ ἔλεγε ὁ κόσμος ἀγενῆ καὶ ἄγριο.
Ὁ κόσμος παρέρχεται, ἐνῷ ἡ πίστι μας μένει, νικᾷ καὶ θριαμβεύει. Τίποτα δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Ἡ θρησκεία μας εἶνε πλατάνι ῥιζωμένο βαθειά. Ἂς πέσουν τὰ τσεκούρια τῶν ἐχθρῶν, δὲν θὰ ξερριζωθῇ. Μπορεῖ τὰ σπίτια μας νὰ τὰ γκρεμίσουν, τὰ καλύβια μας νὰ τὰ κάψουν, τὰ ὑπάρχοντά μας νὰ τὰ πάρουν· οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θὰ μείνουμε πιστοί· πιστοὶ στὸ Θεό, πιστοὶ στὴν πατρίδα, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου, τὸν ὁποῖο σήμερα παρακαλοῦμε νὰ μεσιτεύῃ στὸν Κύριο ὑπὲρ πάν­των. Εἴθε ὁ ἅγιος Νικόλαος νὰ φυλάττῃ καὶ προστατεύῃ πάντας εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν Τετάρτη 6-12-1967 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-10-2024.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=113969#more-113969