«Ο ψαλμός τρέπει εις φυγήν τούς δαίμονας, επιφέρει τήν βοήθειαν των αγγέλων, είναι όπλον εις τούς φόβους της νυκτός καί ανάπαυσις εις τούς κόπους της ημέρας, ασφάλεια διά τά νήπια, κόσμημα διά τούς ακμαίους εις τήν ηλικίαν ανδρας, παρηγορία διά τούς πρεσβυτέρους, στολίδι πάρα πολύ ταιριαστόν διά τάς γυναικας» (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας).
Κάποτε, όταν είχα αφιερωθεί στην μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων, βρέθηκα μπροστά στα απομνημονεύματα Ρώσων διανοουμένων των αρχών του εικοστού αιώνα. Πολλοί από τους διανοούμενους αυτούς, που ζούσαν ως πρόσφυγες στο Παρίσι, μοιράζονταν εκπληκτικές ιστορίες που σχετίζονταν με την Ορθοδοξία. Μια από αυτές τις ιστορίες, που με συγκλόνισε και μου έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου για το υπόλοιπο της ζωής μου, είναι η ακόλουθη.
Σε μια από τις ορθόδοξες εκκλησίες του Παρισιού ήρθαν άνθρωποι με μαύρα και ζήτησαν από τους ενορίτες να διαβάσουν το Ψαλτήρι για έναν αποθανόντα Γάλλο, έναντι ενός πολύ μεγάλου χρηματικού ποσού. Δύο από τους ενορίτες, ένας πρώην αξιωματικός της Λευκής Φρουράς και μία γυναίκα, ενθουσιάστηκαν και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Είχαν έναν πρόσθετο λόγο, καθώς εκείνη την εποχή πολλοί Ρώσοι πρόσφυγες είχαν ανάγκη για υλική βοήθεια, αλλά και για εργασία.
Το ίδιο απόγευμα πήγαν στη διεύθυνση που τους είχε υποδειχτεί. Εκεί βρισκόταν ένα όμορφο και πλούσιο αρχοντικό. Τους καλωσόρισε ένας υπηρέτης με λιβρέα και τους οδήγησε στα δωμάτια του αποθανόντος, το πολυτελές φέρετρο του οποίου ήταν τοποθετημένο στη μέση. Αφού στάθηκαν δίπλα στην κεφαλή του αποθανόντος, άρχισαν να διαβάζουν. Ήταν κάτι το συνηθισμένο για αυτούς. Στη Γαλλία πολλοί από τους Ρώσους πρόσφυγες, που είχαν αφομοιώσει την Ορθοδοξία μαζί με το μητρικό γάλα, είχαν επανεύρει την πίστη.
Πέρασε λίγη ώρα και ξαφνικά η γυναίκα ένιωσε έντονη ανησυχία, αγωνία και φόβο. Ο φόβος της εντεινόταν τόσο γρήγορα που αυτή δεν άντεξε. Κοίταξε τον σύντροφό της και κατάλαβε ότι το ίδιο συνέβαινε και σε εκείνον. Ήταν κάτι πολύ τρομακτικό. Μη μπορώντας να το αντέξουν, εγκατέλειψαν και οι δύο αυτό που είχαν ξεκινήσει και έφυγαν αμέσως από την πολυτελή έπαυλη.
Το πρωί όλες οι παρισινές εφημερίδες ανακοίνωσαν τον θάνατο του αρχηγού μιας από τις πιο διάσημες μασονικές στοές της Γαλλίας. Σε αυτές αναφέρονταν ο τόπος και η ημέρα της κηδείας. Και οι ψάλτες μας κατάλαβαν ότι επρόκειτο για την διεύθυνση που είχαν πάει.
Ενθυμούμενη αυτήν την ιστορία που είχα διαβάσει πριν από πολύ καιρό, άρχισα ακούσια να παρατηρώ σε τι κατάσταση βρίσκομαι η ίδια όταν διαβάζω το Ψαλτήρι για θανόντες. Τα συμπεράσματά μου ήταν ασυνήθιστα. Κάποτε, όταν διάβαζα το Ψαλτήρι για μια, άγνωστη σε μένα, ορθόδοξη γιαγιά στην εκκλησία όλη τη νύχτα, είχα παρατηρήσει με έκπληξη ότι το Ψαλτήρι έρεε σαν τραγούδι. Η νύχτα πέρασε στη στιγμή. Το πρωί, βγαίνοντας από το ναό, ένιωσα εκπληκτική ελαφρότητα και χαρά.
Εκείνη την εποχή, είχα ήδη εμπειρία στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου, και, ομολογώ, δεν ήταν πάντα επιτυχημένη, όπως ήταν αυτή με την ηλικιωμένη γυναίκα. Κάποτε, όταν διάβαζα το Ψαλτήρι για έναν πρώην κομμουνιστή, που είχε προσέλθει στην πίστη τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, αντικαταστάθηκα από έναν άλλον, κάθισα σε πολυθρόνα και αποκοιμήθηκα. Μετά από λίγο, πετάχτηκα με τρόμο από την επίθεση δαίμονα που βασάνιζε τον αποθανόντα όσο ζούσε. Ο άνθρωπος αυτός μου ήταν οικείος, όπως και οι διηγήσεις του για τους πειρασμούς του. Συχνά εκείνοι που προσεύχονται για τους αποθανόντες νιώθουν την κατάσταση κάθε αποθανόντος, σχεδόν σωματικά ή ψυχικά.
Θυμάμαι κάτι ανάλογο. Οι φίλοι μου από το Νοβοσιμπίρσκ είχαν χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα φίλο τους που ήταν διάκονος, μαζί με όλη του την οικογένεια. Αργότερα έμαθα ότι αυτός ο διάκονος, ο πατήρ Αλέξιος, αγαπούσε να διαβάζει το Ψαλτήρι για τους νεκρούς. Μόλις μάθαινε ότι κάποιος είχε ανάγκη προσευχής, κατευθείαν πήγαινε να βοηθήσει. Οι άνθρωποι που του ζητούσαν προσευχές, όμως, ήταν διαφορετικοί. Μια φορά εκμυστηρεύτηκε στη γυναίκα του: «Καμιά φορά είναι τόσο δύσκολο να διαβάζω, που ο ιδρώτας λούζει το πρόσωπό μου».
Η πρώτη εκκλησία στη ζωή μου ήταν ο Ναός Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος κάποτε είχε εκπλήξει τους αρχιτέκτονες που τον είχαν επισκεφτεί. Πρώτη φορά συνάντησαν τέτοια αρχιτεκτονική. Τη δεκαετία του 1980-90 στο Ιρκούτσκ υπήρχαν λίγες εκκλησίες που λειτουργούσαν και πολλοί άνθρωποι άρχιζαν την επαφή τους με την Ορθοδοξία από την παραπάνω εκκλησία ως την πιο διάσημη της πόλης. Σε αυτή βαφτιστήκαμε, εκεί βαφτίσαμε τα παιδιά μας, τους συζύγους μας, εκεί παντρευτήκαμε και μόνο αργότερα βρήκαμε τελικά τον πνευματικό μας καθοδηγητή που λειτουργούσε στην άλλη πλευρά της πόλης. Και έτσι βρήκαμε ελπίδα για τον δρόμο της σωτηρίας.
Αλλά τώρα θέλω να πω κάτι άλλο. Δυστυχώς, σε έναν ναό έρχονται να εργαστούν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Ο παππούλης μας μάς δίδασκε ότι εμείς που εργαζόμαστε στην έκθεση είμαστε οι πρώτοι που συναντάμε τους ανθρώπους. Και ο τρόπος με τον οποίο τους υποδεχόμαστε μπορεί να επηρεάσει την μετέπειτα πορεία τους στη Εκκλησία και τη σχέση τους με τον Θεό. Και στην περίπτωση που απωθήσουμε κάποιον από τον Θεό με την αγένεια, την τραχύτητά μας, θα λογοδοτήσουμε την Ημέρα της Κρίσεως. Λοιπόν, αυτός ο Ναός Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού φημιζόταν για τους σκυθρωπούς και αγενείς εργαζόμενους. Υπήρξαμε και εγώ και οι φίλοι μου αποδέκτες αυτής της απαράδεκτης συμπεριφοράς, αλλά, δόξα τω Θεώ, αυτό δεν μας απώθησε και συνεχίσαμε την αναζήτηση της πίστης. Πολλοί, όμως, προσχώρησαν σε σέκτες, όπου έβρισκαν «τρυφερή και ευγενική» συμπεριφορά. Είναι πολύ λυπηρό, αφού ο άνθρωπος στις ώρες των θλίψεων και των ασθενειών συχνά προστρέχει διαισθητικά στην Εκκλησία για παρηγοριά.
Και να που μια μέρα ακούω την ακόλουθη διήγηση. Πέθανε μια από τις παλαιότερες εργαζόμενες αυτής της εκκλησίας και οι φίλες της συγκεντρώθηκαν όλες μαζί για να διαβάσουν το Ψαλτήρι για εκείνη. Αλλά τελικά δεν μπόρεσαν. Όλες έφυγαν τρέχοντας. Φυσικά, δεν είμαστε άγιοι. Κανένας μας. Και δεν έχουμε τις δυνάμεις ώστε να αντέξουμε το βάρος της παρουσίας των ακάθαρτων δυνάμεων, που μερικές φορές περικυκλώνουν τον νεκρό. Ωστόσο, σύμφωνα με τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, το Ψαλτήρι διώχνει τα ακάθαρτα πνεύματα.
Μετά από αυτήν την ιστορία, για άλλη μια φορά έβγαλα το συμπέρασμα: μπορούμε να παραμένουμε μέσα στην Εκκλησία για όλη μας τη ζωή, να συμμετέχουμε στα μυστήριά της, αλλά τελικά να μην γίνουμε ποτέ πιστοί και σωζόμενοι εν Χριστώ. Μπορούμε, μάλιστα, να είμαστε «παίγνιο των δαιμόνων».