ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Β΄ Κορ. δ΄ 6-15
6 Ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
6 Κηρύττομεν δὲ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου διέταξεν ἀπὸ τὸ σκότος νὰ λάμψη φῶς, αὐτὸς καὶ τώρα ἔλαμψεν εἰς τὰς καρδίας μας, ὄχι μόνον διὰ νὰ φωτισθῶμεν ἠμεῖς, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μεταδοθῇ διὰ μέσου ἡμῶν ὁ φωτισμός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δόξα ἐφανερώθη διὰ μέσου τοῦ προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ! 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τῆς φωτιστικῆς καὶ ἐνδόξου αὐτῆς γνώσεως μέσα εἰς τὰ σώματά μας τὰ εὔθραυστα καὶ χωματένια, διὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ὑπερβολικὸν μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως, ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς κινδύνους μας, εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους. 8 Καὶ ἔτσι συμβαίνει νὰ θλιβώμεθα εἰς κάθε τόπον καὶ εἰς κάθε περίστασιν, καὶ ὅμως αἱ ἐξωτερικαὶ αὐταὶ δυσκολίαι δὲν μᾶς δημιουργοῦν ἀδιέξοδον καὶ ἀγωνιώδη στενοχωρίαν. Φθάνομεν εἰς ἀπορίαν, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀπελπιζώμεθα ἢ νὰ ἀποστερηθῶμεν ποτὲ μέσον καὶ πόρον σωτηρίας. 9 Καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλειπόμεθα ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεόν. Φαίνεται, ὅτι κατανικώμεθα καὶ σὰν ἄλλοι παλαισταὶ ριπτόμεθα κατὰ γῆς, ἀλλὰ δὲν χανόμεθα. 10 Διαρκῶς καὶ κάθε ἡμέραν περιφέρομεν κατὰ τὰς περιοδείας μας τὸ σῶμα μας κυκλωμένον ἀπὸ τὸν ἔσχατον κίνδυνον τοῦ νὰ ἀποθάνωμεν, ὅπως ἀπέθανεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἀλλ’ αὐτὸ γίνεται διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς τὸν κόσμον μὲ τὰς ἀπελευθερώσεις τοῦ σώματός μας ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς κινδύνους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἑξακολουθεῖ νὰ ζῇ. 11 Διότι πάντοτε ἡμεῖς, ποὺ παρὰ τοὺς τόσους κινδύνους ζῶμεν, παραδιδόμεθα εἰς θάνατον πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ φανερωθῇ μὲ τὴν θνητὴν σάρκα μας καὶ ἡ δύναμις τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ παρεμβαίνει καὶ προλαμβάνει τὸν θάνατόν μας. 12 Ὥστε τοὺς μὲν κινδύνους τοῦ θανάτου τοὺς ὑποφέρομεν ἡμεῖς, τὴν δὲ πνευματικὴν ζωήν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κινδυνώδη δρᾶσιν μας, καρποῦσθε σεῖς. 13 Παρ’ ὅλους ὅμως αὐτοὺς τοὺς κινδύνους, ἐπειδὴ ἔχομεν τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μᾶς στηρίζει εἰς τὴν πίστιν, ὅπως ἄλλοτε καὶ τὸν Δαβὶδ σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένον εἰς τοὺς ψαλμούς· Ἐπίστευσα, δι αὐτὸ δὲ καὶ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, ἕνεκα δὲ τούτου καὶ θαρραλέως ὁμολογοῦμεν καὶ κηρύττομεν τὸν λόγον τῆς πίστεώς μας. 14 Καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν, θὰ ἀναστήσῃ καὶ ἡμᾶς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς παρουσιάσῃ ἐνδόξως εἰς τὸ βῆμα του μαζὶ μὲ σᾶς. 15 Ναί, μαζὶ μὲ σᾶς. Διότι ὅλα διὰ σᾶς γίνονται. Ὥστε ἡ εὐεργεσία, ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός, σώζων ἡμᾶς ἀπὸ τοὺς κινδύνους πρὸς χάριν σας, νὰ πλεονάσῃ καὶ νὰ γίνῃ εὐεργεσία καὶ χάρις ὄχι μόνον εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλους σας. Καὶ οἰ εὐεργετούμενοι ἔτσι θὰ εἶναι περισσότεροι, ὥστε καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν νὰ πλεονάσῃ καὶ νὰ περισσεύσῃ διὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά του.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. ζ’ 11-16
11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. 15 καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
11 Καὶ εἰς τὸν κατόπιν χρόνον συνέβη νὰ πηγαίνη ὁ Ἰησοῦς εἰς καποίαν πόλιν, ποὺ ἐλέγετο Ναΐν. Καὶ ἐπήγαιναν μαζί του οἱ μαθηταί του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀρκετοί, καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ. 12 Μόλις δὲ ἐπλησίασεν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἔβγαζαν ἔξω ἕνα πεθαμένον, ποὺ ἦτο μονάκριβος υἱὸς εἰς τὴν μητέρα του, καὶ αὐτὴ ἦτο χήρα μὴ ἔχουσα κανένα ἄλλον προστάτην. Καὶ λαὸς πολὺς ἀπὸ τὴν πόλιν ἦτο μαζὶ μὲ αὐτὴν παρακολουθῶν μὲ πολλὴν συμπάθειαν τὴν κηδείαν. 13 Καὶ ὅταν τὴν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐλυπήθη, καὶ βέβαιος περὶ τοῦ ὅτι μετ’ ὀλίγον ὁ υἱός της θὰ ἀνεσταίνετο, τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς. 14 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν, ἤγγισε τὸ φέρετρον. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ τὸ ἐβάσταζαν, ἐστάθησαν. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Νεανίσκε, εἰς σὲ ὁμιλῶ· σήκω. 15 Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνεσηκώθη καὶ ἐκάθησε ζωντανὸς ἐπὶ τοῦ φερέτρου καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τότε τὸν ἔδωκεν εἰς τὴν μητέρα του. 16 Ἐκυρίευσε δὲ φόβος ὅλους, διότι ᾐσθάνοντο τὴν παρουσίαν θείας δυνάμεως ἐν μέσῳ τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητος αὐτῶν. Καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν, ὅτι προφήτης μεγάλος ἀνεφάνη μεταξύ μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαόν του διὰ νὰ προστατεύσῃ αὐτόν.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ
Στίς 6 Ὀκτωβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Θωμᾶ. Ἦταν ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ψαράς στό ἐπάγγελμα. Ἐκατέλειψε τά πάντα γιά νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο. Κατά τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές του μετά τήν ἀνάσταση, κατά θεία οἰκονομία, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἔλειπε. Ὅταν οἱ ἄλλοι μαθητές τοῦ ἐξιστόρησαν τό γεγονός, δέν πείσθηκε, ἀλλά θέλησε νά δεῖ ὁ ἴδιος τόν ἀναστημένο Κύριο. Πράγματι, ἐπειδή εἶχε τήν καλή ἀπιστία, ὁ Χριστός τοῦ παρουσιάσθηκε καί καταδέχθηκε να δείξει τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί τήν λόγχη· ὁ δέ ἀπόστολος ἀναφώνησε “ὁ Κύριός μου καί Θεός μου”. Κάτι παρόμοιο συνέβη καί στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατά τήν ὁποία καί πάλι ἀπουσίαζε. Ὅταν ἔφθασε στήν Ἱερουσαλήμ, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, παρακάλεσε καί ἄνοιξαν τόν τάφο τῆς Παναγίας, γιά νά τήν προσκυνήσει, ἀλλά διαπίστωσαν ὅτι ἡ Θεοτόκος δέν βρισκόταν πλέον στόν τάφο. Διετρανώθει λοιπόν μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ μετάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στούς οὐρανούς.
Κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στούς Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καί τέλος στούς Ἰνδούς, ὅπου ἐπετέλεσε πολλά καί παράδοξα θαύματα πρός στερέωση τῶν πιστῶν. Ἔνα χαρακτηριστικό ἦταν ὅτι προσφέρθηκε νά χτίσει ἕνα παλάτι γιά τόν βασιλιά τῆς Ἰνδίας. Τά χρήματα ὅμως πού τοῦ ἔδωσε ὁ βασιλιάς τά μοίρασε ὅλα στούς φτωχούς. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα, ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ζήτησε κι ἄλλα χρήματα γιά νά τελειώσει τό παλάτι. Ὅπως καί πρίν μοίρασε τό χρυσάφι στούς ἐνδεεῖς. Κάποιοι ὅμως εἰδοποίησαν τόν βασιλιά ὅτι ὁ ξένος ὄχι μόνο δέν χτίζει παλάτι, ἀλλά σκορπάει τά χρήματά του στούς φτωχούς. Ὁ βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ καί κάλεσε στόν ἀπόστολο Θωμᾶ νά ἀπολογηθεὶ. Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε ὅτι τό παλάτι δέν βρίσκεται στήν γῆ, ἀλλά στούς ουρανούς καί πρόκειται νά τό ἀπολαὐσει στήν ἄλλη ζωή. Ὁ βασιλιάς νόμιζε ὅτι τόν περιγελᾶ καί ὀργισμένος διέταξε καί τόν φυλάκισαν. Ὁ ἀδελφός τοῦ βασιλιᾶ ὅμως ἀρρώστησε βαριά καί ἡ ψυχή του διήρχετο τόν τόπο τῶν δικαίων. Εἶδε ἕνα πανέμορφο παλάτι, τό ὁποῖο καί ζήτησε ἀπό τόν ἄγγελο πού τόν συνόδευε. Ἔλαβε ὅμως τήν ἀπάντηση, ὅτι δέν μποροῦσε νά κατοικήσει σέ αὐτό, διότι ἀνῆκε στόν ἀδελφό του. Παρακάλεσε τότε νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή του στήν γῆ, γιά νά τό ἀγοράσει ἀπό τόν ἀδελφό του. Πράγματι ἐπέστρεψε στήν ζωή καί διηγήθηκε στόν ἀδελφό του, τί εἶδε καί τοῦ ζήτησε τό παλάτι. Ἔκπληκτος ὁ βασιλιάς κατάλαβε ὅτι ὁ ἅγιος Θωμᾶς δέν τόν εἶχε καροϊδέψει, ἀλλά εἶχε κατασκευάσει στήν πραγματικότητα οὐράνιο παλάτι. Τόν ἀπελευθέρωσε, ἔπεσε στά πόδια του καί ζήτησε συγγνώμη. Ὁ ἀπόστολος βάπτισε καί τούς δύο καί πῆγε σέ ἄλλο μέρος. Εἶχε μαρτυρικό τέλος ἀπό τόν βασιλιά ἄλλής περιοχῆς διότι βάπτισε τόν γυιό του, τίς κόρες καί τήν γυναῖκα του.
Ἀπολυτίκιον
(Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.)
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Τῇ χειρὶ ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς, τοῦ βλύσαντος κόσμῳ, ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς, ἐξ αὐτῆς ἐδέξω, δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα, δι᾿ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις, Θωμᾶ Ἀπόστολε.