ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Γαλ. δ΄ 8-21
8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· 9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; 10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς; 11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. 12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε. 13 οἴδατε δὲ ὅτι δι᾿ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον, 14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. 15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. 16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; 17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. 18 καλὸν δὲ τὸ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς. 19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! 20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. 21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
8 Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι. 9 Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ, εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ τώρα νὰ δουλεύετε; 10 Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν. 11 Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα διὰ σᾶς. 12 Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς ἀγαπῶ πολύ. 13 Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς σᾶς. 14 Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 15 Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε. 16 Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν; 17 Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν, ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὐτούς. 18 Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι, διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει ἀληθινὰ ζηλευτούς. 19 Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας. 20 Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω, πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω. 21 Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα. Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. ζ΄ 31-35
31 Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι; 32 ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις καὶ λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκλαύσατε. 33 ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων μήτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε· δαιμόνιον ἔχει. 34 ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. 35 καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
31 Κατόπιν λοιπὸν τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν νομικῶν πρὸς ποῖον νὰ παρομοιάσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς αὐτῆς; Καὶ πρὸς ποῖον εἶναι ὅμοιοι; 32 Εἶναι ὅμοιοι πρὸς παιδιὰ ἄτακτα καὶ ὀκνηρά, ποὺ κάθηνται εἰς τὴν ἀγοράν, καὶ φωνάζουν δυνατὰ μεταξύ των καὶ λέγουν· Σᾶς ἐπαίξαμεν χαρούμενα μὲ τὸν αὐλὸν καὶ δὲν ἐχόρευσατε· σᾶς ἐμοιρολογήσαμεν καὶ σᾶς εἴπαμεν τραγούδια θλιβερὰ καὶ δὲν ἐκλαύσατε. Οὔτε μὲ τὸ ἕνα λοιπὸν εὐχαριστεῖσθε, οὔτε μὲ τὸ ἄλλο ἰκανοποιεῖσθε. 33 Ἔτσι καὶ σεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι· εἶσθε δύστροποι καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ σᾶς εὔρῃ πουθενά. Διότι ἦλθεν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος οὔτε ἄρτον ἔτρωγε, οὔτε οἶνον ἔπινε. Καὶ λέγετε· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὑποχόνδριος καὶ μελαγχολικὸς καὶ ἔχει μέσα του δαιμόνιον, δι’ αὐτὸ δὲ ζῇ καὶ μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. 34 Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τρώγει καὶ πίνει, ὡς ἐγκρατὴς ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸς ἄνθρωπος, καὶ λέγετε· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. 35 Παρὰ ταῦτα ὅμως ἐθαυμάσθη ἡ θεία σοφία ὡς δικαία καὶ σοφῶς ἐργασθεῖσα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ ὅλα τὰ τέκνα της, δηλαδὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς πράγματι συνετοὺς καὶ πνεῦμα σοφίας ἔχοντας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ τῶν πραγμάτων, ὅτι καὶ διὰ τῶν δύο αὐτῶν μεθόδων ἡ θεία σοφία ἐνήργει θαυμαστῶς.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΔΑΚΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ
Στίς 4 Ὀκτωβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Αὐδάκτου καί Καλλισθένης τῆς θυγατρός αὐτοῦ. Κατάγονταν ἀπό τήν Ἔφεσο καί ἔζησαν στίς ἀρχές τοῦ τρίτου αἰώνα. Ὁ ἅγιος Αὔδακτος χάρις στόν πλοῦτο καί τήν σωφροσύνη του ἦταν ἔπαρχος. Κάποτε ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμῖνος ζήτησε τήν κόρη του Καλλισθένη γιά γυναῖκα του, γεγονός πού δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ ὁ ἅγιος λόγῳ τῆς χριστιανικῆς του πίστης. Ὁ Μαξιμῖνος διέταξε καί δήμευσαν τήν περιουσία τοῦ μάρτυρα, τόν ἐξόρισαν στήν Μελιτηνή καί τέλος τόν ἀποκεφάλισαν. Ἡ κόρη του Καλλισθένη ἔκοψε τά μαλλιά της, ντύθηκε μέ ἀνδρικά ροῦχα καί κρυβόταν στήν Νικομήδεια. Μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια πῆγε στήν Θράκη, κοντά σέ μιά γυναῖκα τῆς ὁποίας ἡ κόρη ἦταν τυφλή. Ἡ Καλλισθένη τήν γιάτρεψε καί οἱ γονεῖς της θέλησαν νά τούς παντρέψουν. Ἀναγκάσθηκε τότε νά ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια καί ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖνο τό μέρος. Ἀφοῦ θανατώθηκε ὁ Μαξιμῖνος ἔγινε βασιλιάς ὁ Λικίνιος. Ἡ Καλλισθένη τότε ἐπῆγε στήν γυναῖκα τοῦ Λικινίου, Κωνσταντία, ἡ ὁποία ἦταν χριστιανή καί ἀδελφή τοῦ Μεγαλου Κωνσταντίνου. Ἡ Κωνσταντία τήν κράτησε γιά νά ἀνθρέψει τόν γυιό της. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ Καλλισθένη ὄχι μόνο πῆρε πίσω τήν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλά μετέφερε καί τό ἅγιο λείψανό του ἀπό τήν Μελιτηνή στήν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε ναό πρός τιμήν του. Ἔζησε μέ ἀποστολικό τρόπο καί ἐκοιμήθη εἰρηνικά.