Γιώργος Ρακκάς
Δρ. Πολιτικών Επιστημών
Ο όρος ισλαμοφασισμός έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο λόγο, και αυτό αποτελεί αντανάκλαση των πολλαπλασιαζόμενων ολοκληρωτικών εκδηλώσεων που επιδεικνύουν καθεστώτα και κινήματα που αναφέρονται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό: Από την Τουρκία του Ερντογάν και το Ιράν, τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, την εμπειρία διακυβέρνησης της Αιγύπτου από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, στους τζιχαντιστές και την Αλ Κάιντα, ή την ολοένα και μονολιθικότερη έκφραση που τείνει να πάρει το ισλάμ στις μητροπόλεις της Ευρώπης.
Για τον δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο, ο οποίος κυριαρχείται τα τελευταία χρόνια από κάθε δυνατή παραλλαγή της «ιδεολογίας της αφύπνισης» (woke), ο όρος ισλαμοφασισμός απορρίπτεται μετά βδελυγμίας. Καταγγέλλεται ως έκφραση ισλαμοφοβίας και τέχνασμα συγκάλυψης/ επιβίωσης του ευρωκεντρισμού και της «λευκής υπεροχής». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η ταύτιση του ισλάμ με τον άκρως δαιμονοποιημένο φασισμό συντελείται για να προετοιμάσει την υποτίμηση και εν τέλει την αποπομπή του «μουσουλμάνου Άλλου», καθώς στην ταυτότητά του αποδίδεται μια εγγενής ροπή προς τον αυταρχισμό και τη μονολιθικότητα.
Εντούτοις, από ιστορικής σκοπιάς, η συσχέτιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού με το καθεαυτό φασιστικό φαινόμενο –και πρωτίστως τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό– κάθε άλλο παρά βεβιασμένη και ασύστατη είναι. Και αυτό διότι υπάρχει μια μακρά διαδρομή συμπόρευσης των δύο ρευμάτων, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η ανάδειξη ορισμένων πτυχών αυτής της συνάντησης, και του ευρύτερου ιστορικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο συντελείται, μας βοηθάει να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα και σε σχέση με τα δύο ρεύματα.
Ως προς τον Εθνικοσοσιαλισμό και τους Ναζί, αναδεικνύονται οι ευρασιατικοί -θα λέγαμε σήμερα- προσανατολισμοί του. Σε σχέση με τον ισλαμισμό, οι εκλεκτικές του συγγένειες με την πιο τυπική περίπτωση ευρωπαϊκού ολοκληρωτισμού του 20ού αιώνα, μας διευκολύνουν ώστε να ερμηνεύσουμε πληρέστερα και τον πολιτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνουν σήμερα τα ρεύματα αυτά. Και αυτό διότι οι πρωταγωνιστές της συμπόρευσης ισλαμισμού και ναζισμού είναι όλοι τους προσωπικότητες και οργανώσεις με βαρύνοντα –και ιδρυτικό– ρόλο και λόγο στην πορεία του πολιτικού ισλάμ μέχρι τις μέρες μας: Ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεΐνι, ο ιδρυτής των Αδελφών Μουσουλμάνων Χασάν Αλ Μπάνα και η οργάνωσή του, ενώ μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ριζοσπαστικού ισλαμικού στοχασμού, ο Σαγίτ Κούτμπ, επηρεάζονται καθοριστικά από την ώσμωση ναζισμού και ισλαμισμού προπολεμικά, και στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η δημοφιλία των ναζί στη Μέση Ανατολή, μάλιστα, ξεπερνάει τα όρια του ισλαμικού κινήματος, και αφήνει το αποτύπωμά της στην εξέλιξη και των υπολοίπων πολιτικών ρευμάτων που διαπερνούν μεταπολεμικά τον αραβικό κόσμο. Ιδίως τον αραβικό εθνικισμό, ο οποίος επηρεάζεται στα πρώτα του βήματα από τον Εθνικοσοσιαλισμό και δανείζεται από αυτόν σχήματα ηγεσίας, ιδεολογίας, μια αντίληψη εθνικής αποκλειστικότητας, καθώς και μια μονολιθική προσέγγιση της πολιτικής που δεν επιδέχεται την αρχή του δημοκρατικού πλουραλισμού.
Ενδιαφέρουσα και αυτή η πτυχή της μεσανατολικής πολιτικής ιστορίας, καθώς, μετά τον πόλεμο, επιφανείς, βετεράνοι Ναζί καταφεύγουν στην Αίγυπτο και τη Συρία, για να υποστηρίξουν τον αγώνα των καθεστώτων του Νάσερ και του Μπάαθ εναντίον του Ισραήλ. Διατυπώνοντας, όπως θα δούμε, μια ετερόδοξη συνέχεια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, όπου τη σκυτάλη του Ράιχ για τον αγώνα εναντίον της «εβραϊκής διεθνούς» την παίρνουν τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Τα οποία, μάλιστα, σύμφωνα με την ιδεολογία αυτήν, καλούνται να συγχωνεύσουν στο εσωτερικό τους δεξιές και αριστερές επιρροές μεταβολίζοντάς τις σε έναν αγώνα εναντίον της δυτικής δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, και των Εβραίων, σε κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόδρομη διατύπωση εκείνου που, μετέπειτα, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν θα αποκαλέσει Τέταρτη Πολιτική Θεωρία.
Η συμπόρευση ναζισμού και ισλαμισμού -οι επιδράσεις που άσκησε ο πρώτος και στον αραβικό εθνικισμό– δεν αναλύονται στο παρόν ενόψει μιας ευρύτερης ιστορικής αναθεώρησης. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να καταστρώσουμε μια εναλλακτική προσέγγιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού ή του ναζισμού, που επιδιώκει να υποκαταστήσει τις ήδη καθιερωμένες. Η ανάλυση της συμπόρευσης των δύο ρευμάτων πραγματοποιείται συμπληρωματικά ως προς αυτές. Επαναφέρει στο φως μια διάστασή τους που έχει συσκοτιστεί. Ίσως όχι αθώα σε ό,τι αφορά στην υπόθεση του ισλαμισμού, καθώς η αποκάλυψη αυτής της πλευράς του αποδυναμώνει τις φωνές εκείνες που επιζητούν, στο πλαίσιο ενός ισοπεδωτικού πολυπολιτισμού, να κανονικοποιήσουν την ισλαμική ιδεολογία μέσα στην ίδια την Ευρώπη.
Πόσο μάλλον, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο ισλαμισμός και οι μουσουλμανικές χώρες έχουν πάψει, εκτός από την περίπτωση της Παλαιστίνης, να αντιπροσωπεύουν μια αντιαποικιακή δύναμη. Η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, το Ιράν ή η Ινδονησία δεν είναι πλέον κάποιες χώρες-παρίες αλλά χώρες ισχυρές, με σημαίνοντα ρόλο στα διεθνή πράγματα και στην παγκόσμια οικονομία, ενώ ο ισλαμισμός έχει χάσει το απελευθερωτικό δυναμικό που κάποτε έφερε και έχουν περάσει στο πρώτο πλάνο οι αρνητικές αυταρχικές του διαστάσεις.
Εθνικοσοσιαλισμός και Ανατολή
Συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε τον ναζισμό ως ένα αποκλειστικά ευρωκεντρικό πολιτικό σχέδιο, στην πιο μονολιθική μάλιστα εκδοχή, του φυλετισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, οι επιρροές που θα έχει, τόσο κατά τη συγκρότησή του όσο και όταν σπεύδει να υλοποιήσει το σχέδιό του για τη «χιλιόχρονη κυριαρχία του Τρίτου Ράιχ», δεν εξαντλούν τους ορίζοντές τους στην Ευρώπη. Ούτε ιδεολογικά, ούτε γεωπολιτικά.
Από τη σκοπιά της γενεαλογίας του ναζισμού, οι εξωευρωπαϊκές του επιδράσεις δεν είναι παρεμπίπτουσες: ο ναζισμός καλείται να αναζωογονήσει έναν γερμανικό επεκτατισμό ο οποίος, μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τελεί σε στρατηγική συμμαχία με την ισλαμική Ανατολή και αφήνεται να επηρεαστεί έντονα από αυτήν: «Σε αντίθεση με τους Βρετανούς, Γάλλους, Ολλανδούς και Ρώσους ομολόγους τους, οι αξιωματούχοι των γερμανικών αποικιών δεν έβλεπαν ως απειλή τον ισλαμικό αντιιμπεριαλισμό και τον πανισλαμισμό. Στο Βερολίνο, το ισλάμ θεωρούνταν κυρίως ευκαιρία, όχι μόνο στις αποικίες αλλά και στο πλαίσιο της Weltpolitik του Γουλιέλμου Β’»’, γράφει ο David Motadel, στο βιβλίο του Islam and Nazi Germany’s War.
Οι Γερμανοί δεν είχαν ποτέ τις αντιθέσεις με το ισλάμ που ανέπτυξαν Βρετανοί και Γάλλοι. Εισέρχονται από τους τελευταίους στην κούρσα της αποικιοκρατίας, ενώ οι αποικιακές δομές έχουν ήδη παγιωθεί σε μεγάλα τμήματα της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Για να τις ανταγωνιστούν, σπεύδουν να συμπράξουν με μια «παλαιά» μη δυτική αυτοκρατορία – την Οθωμανική– με την οποία τελούν σε στρατηγική συμμαχία μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι δύο δυνάμεις υποκύπτουν στις Συνθήκες των Βερσαλλιών και των Σεβρών.
Την ίδια στιγμή, στις δικές τους αποικίες της Κεντρικής Αφρικής –Τόγκο, Καμερούν, Γερμανική Ανατολική Αφρική (Μπουρουντί, Ρουάντα και Ταγκανίκα)– δεν προτάσσουν το ζήτημα της εκκοσμίκευσης, ούτε επιδιώκουν τον πατερναλιστικό εκμοντερνισμό που θέλουν να επιβάλουν οι ανταγωνιστές τους. Αντίθετα, ενσωματώνουν άμεσα στην αποικιακή διοίκηση όλους τους ισλαμικούς θεσμούς.
Όταν μάλιστα, το 1898, ο Γουλιέλμος Β΄ επισκέπτεται το Μαυσωλείο του Σαλαντίν στη Δαμασκό -το οποίο και ανακαινίζει με δικά του έξοδα-, δηλώνει ενώπιον του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ ΙΙ με νόημα: «Ας είναι σίγουρος ο Σουλτάνος, αλλά και τα τριακόσια εκατομμύρια των Μωαμεθανών που είναι διασκορπισμένοι σε όλη την υφήλιο και τον σέβονται ως χαλίφη τους, ότι ο Γερμανός Αυτοκράτορας θα είναι και θα παραμείνει πάντοτε φίλος τους»(3).
Η «φιλία» αυτή συνοψίζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη στρατηγική σχέση που συνάπτουν η οθωμανική με τη γερμανική Αυτοκρατορία, η οποία κορυφώνεται στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και θα επηρεάσει, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, και τη μοίρα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας(4).
Στα χρόνια αυτά δημιουργείται ένα πλαίσιο ισχυρής αλληλεπίδρασης της πολιτικής ζωής σε οθωμανική Αυτοκρατορία και Γερμανία: Η ηγεσία των Νεότουρκων βγαίνει από μια Στρατιωτική Ακαδημία την οποία ιδρύει ο Λήμαν Φον Σάντερς (Πασάς), υπό την καθοδήγηση του γενικού ανανεωτή του οθωμανικού στρατού, Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς (Γκόλτς Πασάς). Εκεί, μεταξύ άλλων, ο Εμβέρ Πασάς και ο Μουσταφά Κεμάλ έρχονται σε επαφή με τις ιδέες του Γκολτς, και διαβάζουν την τουρκική μετάφραση του Έθνους στα όπλα, ενός έργου που αποθεώνει τις αρετές της πανεθνικής πολεμικής κινητοποίησης και επιφυλάσσει στον στρατό ρόλο αναμορφωτή μιας κοινωνίας βυθισμένης σε βαθύτατη παρακμή. Προφανώς, η Επανάσταση των Νεότουρκων, και αργότερα ο έντονος μιλιταρισμός της κεμαλικής ιδεολογίας αντλούν προνομιακά από τις θέσεις του Γκόλτς.
Από την άλλη, οι Νεότουρκοι ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία στον γερμανικό τύπο, και συγκεντρώνουν το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στη Γερμανία. Οι επιτελικοί αξιωματικοί που εργάζονται υπό τον Γκόλτς και τον Φον Σάντερς – γνωστοί ως «Γερμανοί Οθωμανοί»- καθίστανται ιδιαίτερα δημοφιλείς στην ίδια τη Γερμανία. Αρκετοί από αυτούς έχουν λάβει και τίτλους από την Υψηλή Πύλη, τους οποίους διατηρούν και αφού επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ιδίως στη δεκαετία του 1920, οι «Οθωμανοί» είναι αντικείμενο θαυμασμού από μια Γερμανία που μόλις έχει υποκύψει στις δυνάμεις της Αντάντ(5).
Εν τω μεταξύ, «στα πρώτα χρόνια του πολέμου, μια γενικευμένη ισλαμομανία εξαπλώθηκε σε όλο το Ράιχ. Ο γερμανικός Τύπος έσφυζε από άρθρα για τον ιερό πόλεμο -ειδικοί του ισλάμ έδιναν δημόσιες διαλέξεις για τη συμμαχία με τον μουσουλμανικό κόσμο- ενώ εμφανίστηκαν πολυάριθμα φυλλάδια και μπροσούρες για την τζιχάντ»(6).
Προφανώς, όλο αυτό το υπόβαθρο δεν εξαφανίζεται με την ήττα των δύο Αυτοκρατοριών το 1918. Άλλωστε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η γερμανική Δεξιά επιμένει να αμφισβητεί τη συνθηκολόγηση του 1918 διακινώντας την ερμηνεία του «πισώπλατου μαχαιρώματος»: η Γερμανία δεν ηττήθηκε στα πεδία των μαχών αλλά υπονομεύθηκε εκ των έσω από μια συμμαχία Εβραίων και Σοσιαλιστών που επαναστάτησαν και επέβαλαν τη συνθηκολόγηση και την υποταγή στους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό κλίμα, η Τουρκία του Κεμάλ, που, μέσα σε δύο χρόνια, θα καταφέρει να ανατρέψει τους άκρως αρνητικούς συσχετισμούς που η Συνθήκη των Σεβρών διαμόρφωνε για την οθωμανική Αυτοκρατορία, αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον και τη φαντασία της γερμανικής άκρας δεξιάς. Στο επιτυχημένο παράδειγμα του Κεμάλ Ατατούρκ βλέπουν «ένα άστρο μέσα στο σκοτάδι», όπως θα πει ο ίδιος ο Χίτλερ(7).
Στα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο εθνικιστικός Τύπος, σε όλες του τις παραλλαγές, βρίθει από αποθεωτικές αναφορές στον κεμαλισμό. Είναι για όλους «μοντέλο» και «κίνημα πρότυπο». Με ιδιαίτερη θέρμη αγκαλιάζεται από το επίσημο όργανο του NSDAP, Volkischer Beobachter, που καλεί τα μέλη του κόμματος και τους αναγνώστες να μελετήσουν την πορεία του ως οδοδείκτη μιας αντίστοιχης εξέλιξης στη Γερμανία. Η δε Heimatland, «το ιδεολογικό όργανο των ταγμάτων εφόδου» σύμφωνα με τον Ερνστ Ρομ(8), φιλοξενεί τις αποθεωτικές ανταποκρίσεις του Χανς Τρόμπστ, που μετέχει ενεργά στο πλευρό των κεμαλιστών, και θα διαδραματίσει αργότερα κεντρικό ρόλο και κατά τη διεξαγωγή του «πραξικοπήματος της Μπυραρίας» στο Μόναχο(9).
Τρία στοιχεία του κεμαλικού εθνικισμού προσελκύουν περισσότερο τους νεοσύστατους Ναζί και τα Τάγματα Εφόδου (SA).
Πρώτον, ο μονολιθικός χαρακτήρας – η πανίσχυρη προσωποπαγής ηγεσία, που επιβάλει χαλύβδινη ενότητα στο εσωτερικό του εθνικού μετώπου καταδιώκοντας κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή. Δεύτερον, η επαναστατική διάθεση και η πολεμική ενέργεια, καθώς ο Κεμάλ, με την ηρωική, πολεμική του πορεία, από την Ανατολία μέχρι τη Σμύρνη, πετυχαίνει να αναγεννήσει το ηττημένο έθνος μέσα από έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων. Τρίτον, η ιδέα της «τελικής λύσης», η βούλησή του δηλαδή να «αποκαθάρει το έθνος» από τα μειονοτικά στοιχεία/μιάσματα (τους Έλληνες, τους Αρμενίους, τους Ασσυρίους, και εν τέλει όλους τους μη μουσουλμάνους), μέσα από μια ανοιχτή και γενικευμένη εθνοκάθαρση· έναν «θρίαμβο της θέλησης» που θα εμπνεύσει τους Ναζί για τη μετέ- πειτα γενοκτονία των Εβραίων.
Η άμεση επίδραση που ασκεί ο Κεμαλισμός στον Εθνικοσοσιαλισμό είναι αρκετά υποτιμημένη. Περιγράφοντας την κεμαλική Τουρκία ως μοντέλο-πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση, ο εθνικοσοσιαλιστικός Τύπος αρχίζει και διαμορφώνει τα βασικά μοτίβα της Führerprinzip, αλλά και ευρύτερα της ναζιστικής ιδεολογίας. Οι επιδράσεις του, όμως, έχουν και πιο πρακτικές απολήξεις: το πραξικόπημα της Μπυραρίας του 1923, που αποτυγχάνει και στέλνει τον Χίτλερ στη φυλακή, στήνεται πάνω στα βήματα που ορίζει το «τουρκικό παράδειγμα». Όπως ο Κεμάλ εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και το κλίμα της παρακμής που την διαποτίζει, για να συστήσει την επαναστατική του αρχή στην Άγκυρα, έτσι και οι εθνικοσοσιαλιστές επιλέγουν το Μόναχο, για να ξεκινήσει μια διαδικασία ανατροπής της συνθηκολογημένης και εκφυλισμένης πολιτικής τάξης του Βερολίνου.
Η μεγάλη επιρροή που ασκεί ο Κεμαλισμός στον Εθνικοσοσιαλισμό αποδεικνύει το πόσο ανοικτός ήταν ο τελευταίος σε εξωευρωπαϊκές επιδράσεις. Με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, εγκαινιάζεται μια νέα φάση ιδεολογικοπολιτικής σύντηξης του εθνικοσοσιαλισμού με τα πολιτικά ρεύματα που έρχονται από την Ανατολή. Αυτή τη φορά, βέβαια, δεν είναι το «ξίφος του Κεμάλ» που θα τους εμπνεύσει αλλά το… σαρίκι του Μουφτή της Ιερουσαλήμ.
Από «φυλετικά κατώτεροι», μέλη μιας «πολύ υψηλής φυλής»
Αρχικώς τίποτε δεν προμηνύει κάτι τέτοιο: Ο Χίτλερ στο, Ο Αγών μου, εκφράζεται με ιδιαίτερη υποτίμηση για την προσπάθεια της γερμανικής Αυτοκρατορίας, στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, να υποδαυλίσει έναν ιερό πόλεμο του ισλάμ εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ:
Ως λαϊκιστής (volkish), ο οποίος εκτιμά την αξία των ανθρώπων σε φυλετική βάση, εμποδίζομαι από την επίγνωση της φυλετικής κατωτερότητας αυτών των λεγόμενων ‘καταπιεσμένων εθνών’ ώστε να συνδέσω τη μοίρα του δικού μου λαού με τη δική τους(10).
Μέσα στη δεκαετία του 1930, όμως, η θέση αυτή αλλάζει· ιδίως σε ό,τι αφορά στην υποτιθέμενη «επίγνωση της φυλετικής κατωτερότητας» που επικαλούνταν ο Χίτλερ. Η ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί τους θέτει επί τάπητος το ζήτημα των σχέσεών τους με την Τουρκία, αλλά και τις σημαίνουσες χώρες του μουσουλμανικού κόσμου – όπως η Αίγυπτος, το Ιράκ και η Περσία.
Η κύρωση των διαβόητων «νόμων της Νυρεμβέργης», οι οποίοι εισάγουν τους γνωστούς φυλετικούς διαχωρισμούς μεταξύ Αρίων και μη Αρίων, και επιπλέον θεσπίζουν αυστηρές απαγορεύσεις ως προς την πολιτογράφηση των μη Γερμανών αλλά και τους γάμους τους με τους Γερμανούς, δημιουργεί για τη ναζιστική Γερμανία μια διπλωματική περιπλοκή με τις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, που κατά τα άλλα επιθυμεί και επιδιώκει στενές σχέσεις.
Η δημοσιοποίηση των νόμων προκαλεί έντονη διπλωματική κινητικότητα στις πρεσβείες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Ιράκ και του Ιράν, οι οποίες βομβαρδίζουν τους αξιωματούχους του ναζιστικού κράτους με ερωτήματα και αιτήματα, ζητώντας να ξεκαθαριστεί η μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι «φυλετικοί νόμοι» στους δικούς τους υπηκόους.
Αναφορικά με την Τουρκία, εγείρεται –μάλιστα– και διπλωματικό ζήτημα. Το 1935, η χιτλερική νεολαία αποπέμπει από τους κόλπους της τον Γιοχάνες Ρούπερτ, γιο ενός Τούρκου αξιωματικού και μιας Γερμανίδας, με το αιτιολογικό ότι κατάγεται από Τούρκο πατέρα. Ο Ρούπερτ ζητά τη στήριξη της τουρκικής Πρεσβείας στο Βερολίνο, που πραγματοποιεί διάβημα στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Το ζήτημα λήγει με μια ιδιότυπη διευθέτηση από την πλευρά των Γερμανών. Οι Τούρκοι μπορούν να θεωρηθούν Ευρωπαίοι, καθώς «ζούσαν στην Ευρώπη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ευρωπαίους, και υποστήριξαν την Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Άρα, «οι Γερμανοί διπλωμάτες οφείλουν να απαντήσουν στα αιτήματα των Τούρκων ομολόγων τους ότι, στη Γερμανία, οι Τούρκοι θεωρούνται ως ευρωπαϊκός λαός και, κατά συνέπεια, ο κάθε Τούρκος πολίτης υπόκειται στην ίδια μεταχείριση που υπόκεινται και οι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών»(11).
Στα χρόνια που ακολουθούν, διευθετούνται με αντίστοιχες ακροβασίες και τα σχετικά ζητήματα με τους Αιγυπτίους, τους Ιρακινούς και τους Ιρανούς. Οι πρώτοι, μάλιστα, απειλούν με μποϊκοτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936. Εν τέλει, όμως, οι Ναζί ξεκαθαρίζουν πως οι «φυλετικοί νόμοι» δεν στοχοποιούν τους σημίτες γενικά, αλλά τους Εβραίους, επιφυλάσσοντας θετικότερη μεταχείριση στους Άραβες: από τούδε και στο εξής, θα θεωρούνται διαφορετικοί, αλλά όχι κατώτεροι.
Τον Οκτώβριο του 1942, πλέον, ο εξόριστος πρωθυπουργός του Ιράκ (και εμβληματική φιγούρα του αραβικού εθνικισμού), Ρασιχίντ Αλ Κιλανί, απευθύνει μια επιστολή ζητώντας την επίσημη τοποθέτηση του Ράιχ για τη φυλετική θέση των Αράβων. Ο Κιλανί βρίσκεται στο Βερολίνο, καθώς το πραξικόπημα που πραγματοποίησε, με σκοπό να στρέψει το Ιράκ μακριά από τη σφαίρα της βρετανικής επιρροής και προς τις δυνάμεις του Άξονα, αποτυγχάνει. Η επιστολή του, καθώς και η απάντηση του Βάλτερ Γκρος, επικεφαλής του Γραφείου Φυλετικών Υποθέσεων του Ράιχ, μεταδίδεται στα αραβικά από το ραδιόφωνο που εκπέμπουν οι Ναζί στη Μέση Ανατολή. Στην απάντηση του Γκρος, διαβάζουμε:
Σε απάντηση της επιστολής της Εξοχότητάς σας της 17ης Οκτωβρίου 1942, έχω την τιμή να σας εκθέσω τη φυλετική θεωρία σχετικά με τη φυλή των Αράβων. Η φυλετική πολιτική υιοθετήθηκε από τη Γερμανία προκειμένου να προστατεύσει τον λαό της από τους Εβραίους, οι οποίοι βιολογικά διακρίνονται από τις υπόλοιπες φυλές της Μέσης Ανατολής. ( ). Οι Γερμανοί δεν πολεμούν τους Εβραίους επειδή είναι Σημίτες, ή επειδή προέρχονται από την Ανατολή, αλλά για τον χαρακτήρα τους, τον εγωισμό τους, και την εχθρότητά τους απέναντι στην κοινωνία. Ενώ η Γερμανία απαγορεύει την είσοδο των Εβραίων στην επικράτειά της, καλωσορίζει όλους τους Σημίτες Άραβες και τους φροντίζει. Η στάση των Γερμανών έναντι των Αράβων είναι εκείνη του σεβασμού. Δεν υπάρχει ούτε μια επίσημη πηγή που να ισχυρίζεται ότι οι Άραβες προέρχονται από κατώτερη φυλή. Αντίθετα, η φυλετική θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού θεωρεί ότι οι Άραβες ανήκουν σε μια πολύ υψηλή φυλή(12).
Όσο για τους Ιρανούς, διεκδικούν να αναγνωριστούν απευθείας ως Άριοι· εξ άλλου, ο Σάχης του Ιράν, Ρέζα Σαχ Παχλαβί, θα επιδιώξει την αλλαγή του ονόματος της χώρας του από Περσία σε Ιράν (=γη των Αρίων), το 1935, για να τονίσει ακριβώς την άρια φυλετική προέλευση του ιρανικού έθνους.
Η κινητοποίηση αυτή θα οδηγήσει σταδιακά στην εγκατάλειψη του όρου αντισημιτισμός και των παραγώγων του, και στη χρήση του όρου αντιεβραϊσμός στη θέση του. Η δε –αρκετά ετερόδοξη, είναι η αλήθεια– φυλετική ιεραρχία, στην οποία εν τοις πράγμασι καταλήγει η ναζιστική πολιτική, είναι απότοκος ενός πολιτικού και γεωπολιτικού πραγματισμού: η Γερμανία οφείλει να προστατέψει το κύρος που απολαμβάνει στην Τουρκία, στον αραβικό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, και επομένως, μπροστά σε αυτά που διακυβεύονται, η ναζιστική ιδεολογία αποδεικνύεται ευμετάβλητη.
Η μετατόπιση δεν αφορά μόνο στο τι ισχύει ή τι υποστηρίζεται στο εσωτερικό του καθεστώτος. Αφορά στη συνολική του γεωπολιτική και στρατηγική τοποθέτηση. Όσο πλησιάζουμε στην έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική των Ναζί προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο την ιδέα μιας στρατηγικής σύμπλευσης με τους Άραβες και τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.
Και αυτό συμβαίνει για πολλούς, ταυτόχρονα, λόγους: επιτυγχάνεται, προφανώς, ολοένα και στενότερη σύγκλιση λόγω του κοινού εχθρού – που δεν είναι άλλος από τους Εβραίους. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, όμως, η άνοδος των Ναζί στην εξουσία προκαλεί ένα κύμα συμπάθειας και βαθύτερων ιδεολογικών ταυτίσεων σε ολόκληρο τον αραβικό και ευρύτερα τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο ισλαμισμός του 1930 δανείζεται πολλά στοιχεία του εθνικοσοσιαλισμού, όπως κάνει εν μέρει και με τον ιδεολογικό του αντίπαλο, τον μαρξισμό. Η μαζική κινητοποίηση και η οργάνωση των πληβειακών μαζών της Ανατολής, σύμφωνα με το κομμουνιστικό πρότυπο, την οποία θα κηρύξουν οι μπολσεβίκοι στο Συνέδριο του Μπακού, το 1920, θα συνδυαστεί με τη χαρισματική, επενδεδυμένη με μεσσιανική αίγλη ηγεσία, την αποθέωση της πολεμικής αρετής, την απόρριψη του πλουραλισμού, της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού, χάριν της μονολιθικής ενότητας του έθνους.
Καθώς, όμως, οι κομμουνιστές έχουν καλές σχέσεις με τους Εβραίους και ο αντισιωνισμός, μετά την απαρχή του εβραϊκού αποικισμού στην Παλαιστίνη, θα μεταβληθεί σε δομικό στοιχείο του σύγχρονου ισλαμισμού, θα κυριαρχήσει η ροπή προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Άλλωστε, η ιδέα της ανασύστασης μιας χαμένης «χρυσής εποχής», ενός αυτοκρατορικού μεγαλείου που θάφτηκε κάτω από την ταπείνωση και την παρακμή ενός έθνους ηττημένου, που έχει ξεχάσει την ορθή πίστη και τη μοναδική του αλήθεια, ταιριάζει περισσότερο με την ανάσταση του χιλιόχρονου Ράιχ της Αγίας Γερμανίας παρά με τη διεθνή προλεταριακή επανάσταση.
Τέλος, είναι οι γεωπολιτικές αναγκαιότητες που αναδύονται, καθώς, μετά το 1938, ξεκαθαρίζεται ολοένα και περισσότερο ότι η χιτλερική Γερμανία δεν θα καταφέρει να αποσπάσει τη συναίνεση ή την ανοχή των Βρετανών ως προς τους σχεδιασμούς της για την Ανατολική Ευρώπη. Πράγμα που σημαίνει ότι, εν τέλει, μια γερμανοβρετανική αντιπαράθεση δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του κλιμακούμενου ανταγωνισμού, η γεωπολιτική σημασία του αραβικού, και εν γένει του μουσουλμανικού κόσμου, ενισχύεται: όχι μόνον διότι οι πετρελαιοπηγές της Μοσούλης και του Ιράν εγγυώνται μια εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας στην πεινασμένη για υδρογονάνθρακες γερμανική πολεμική μηχανή, αλλά και γιατί οι περιοχές αυτές, μαζί με το Σουέζ, βρίσκονται ακριβώς επάνω στον δρόμο της βρετανικής Αυτοκρατορίας προς τις Ινδίες.
«Το άτυχο αποτέλεσμα του Πουατιέ»:
Ο Χίτλερ ανακαλύπτει το ισλάμ
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατόπιση του ίδιου του Χίτλερ σε ό,τι αφορά στο ζήτημα, αλλά και οι θέσεις που αναπτύσσει, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο μετέπειτα αρχιτέκτονας του εβραϊκού ολοκαυτώματος, Χάινριχ Χίμλερ.
Ο Άλμπερ Σπέερ ανακαλεί μεταπολεμικά μια ιδέα για τη δυνητική σχέση που θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει οι Γερμανοί με το ισλάμ, η οποία είχε προξενήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον Χίτλερ, και επανερχόταν σε αυτήν συχνά, όπως θυμάται και η αδελφή της Εύα Μπράουν, Ίλσε:
Όταν οι Μωαμεθανοί προσπάθησαν να διεισδύσουν πέρα από τη Γαλλία στην Κεντρική Ευρώπη, κατά τον όγδοο αιώνα, του είχαν πει οι επισκέπτες του (Χίτλερ), είχαν απωθηθεί στη μάχη της Τουρ. Αν οι Άραβες είχαν κερδίσει αυτή τη μάχη, ο κόσμος θα ήταν σήμερα μωαμεθανικός. Διότι η θρησκεία τους ήταν μια θρησκεία που πρέσβευε τη διάδοση της πίστης με το σπαθί και την υποταγή όλων των εθνών σε αυτή την πίστη. Οι γερμανικοί λαοί θα είχαν γίνει κληρονόμοι αυτής της θρησκείας. Μια τέτοια πίστη ταίριαζε απόλυτα στη γερμανική ιδιοσυγκρασία. Ο Χίτλερ έλεγε ότι οι κατακτητές Άραβες, λόγω της φυλετικής τους κατωτερότητας, μακροπρόθεσμα δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το σκληρότερο κλίμα και τις συνθήκες της χώρας. Δεν θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους πιο δυναμικούς ντόπιους, έτσι ώστε τελικά όχι Άραβες αλλά εξισλαμισμένοι Γερμανοί θα μπορούσαν να σταθούν επικεφαλής αυτής της μωαμεθανικής αυτοκρατορίας(13).
O Νίκολαους Φον Μπέλοβ, υπασπιστής του Χίτλερ, αναφέρει στα απομνημονεύματά του που συνέγραψε μεταπολεμικά, ότι η προοπτική αυτή τον είχε απασχολήσει ιδιαίτερα κατά τη συνάντησή του με τον 48ο ιμάμη της ισλαμικής αίρεσης των Ισμαηλιτών, Αγά Χαν ΙΙΙ, ο οποίος είχε αναδειχθεί το 1937 πρόεδρος της Κοινωνίας των Εθνών. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Χίτλερ συχνά εξέφραζε τον γενικότερο θαυμασμό του για το ισλάμ – «μια αρρενωπή θρησκεία», καταπώς έλεγε, που ενέπνεε ένα πανίσχυρο φρόνημα στους πολεμιστές της.
Η εκδοχή αυτή, που αποδίδεται στον Χάινριχ Χίμλερ, διευρύνει το πλαίσιο των ιστορικών της αναφορών, για να εντάξει σε αυτές όχι μόνον τους Άραβες αλλά και τους Οθωμανούς. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί:
«Μεταξύ των ξεχωριστών δηλώσεων του Χίμλερ, που ακούσαμε σε μια από τις συναντήσεις μας, ήταν η παρατήρησή του σχετικά με τη μελέτη της γερμανικής ιστορίας. Δήλωσε ότι οι θρησκευτικοί πόλεμοι μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, που αντιμετώπισε ο γερμανικός λαός τον Μεσαίωνα, όπως ο Εκατονταετής Πόλεμος και άλλοι πόλεμοι, είχαν μειώσει τον πληθυσμό της Γερμανίας από 35 σε 5 εκατομμύρια. Ο γενναίος και πολεμοχαρής λαός της Γερμανίας ήταν ο λαός που είχε χάσει τα περισσότερα από αυτούς τους πολέμους. Στη συνέχεια είπε: «Υπήρχαν δύο ευκαιρίες για εμάς τότε και για ολόκληρη την Ευρώπη να σωθούμε από αυτό το λουτρό αίματος, αλλά χάσαμε αυτές τις ευκαιρίες. Η πρώτη εμφανίστηκε όταν οι Άραβες εισέβαλαν από τη Δύση (από την Ανδαλουσία) και η δεύτερη ήταν όταν οι Οθωμανοί εισέβαλαν από την Ανατολή. Δυστυχώς, ο γερμανικός λαός έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αποτροπή αυτών των δύο εισβολών και στη στέρηση της Ευρώπης από το ακμάζον πνευματικό φως και τον πολιτισμό του ισλάμ»(14).
Ο δε Γιόχαν Φον Ληρς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του Τρίτου Ράιχ. Μετά τον πόλεμο, θητεύει για ένα διάστημα στην Αίγυπτο, ως σύμβουλος των Ναγκίμπ και Νάσερ μετά την επανάσταση του 1952. Σε ένα άρθρο του 1942, που επιγράφεται Ο Ιουδαϊσμός και ο Ισλαμισμός ως αντίθετα, πλέκει το εγκώμιο του ισλάμ καθώς ισχυρίζεται ότι εκείνο πρώτο εισήγαγε την ιδέα της ριζικής αντιμετώπισης του εβραϊσμού «σώζοντας έτσι την ανθρωπότητα». Ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός, ισχυρίζεται, δανείζεται την ιδέα της καταδίωξης των Εβραίων από τους μουσουλμάνους, καθώς το αρχέτυπό της είναι ο διωγμός των Εβραίων της Μεδίνας από τον Μωάμεθ(15). Διόλου τυχαία, ο Γιόχαν Φον Ληρς θα ασπαστεί αργότερα ο ίδιος το ισλάμ.
Οι Ναζί αποφασίζουν να περάσουν από τα λόγια σε μια πιο άμεση πολιτική υποστήριξης του ισλάμ, και των Αράβων ειδικότερα, γύρω στα μέσα του 1938. Σε μια μυστική σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία –παρουσία των Γκέρινγκ, Κάιτελ, Γκέμπελς, και Χίμλερ-, ο Χίτλερ εξηγεί ότι θα ήθελε να βρεθεί μια ευκαιρία να επιτεθεί στην Πράγα, όσο η Μεγάλη Βρετανία θα είναι εντελώς απορροφημένη από την αστάθεια της Παλαιστίνης. Έκτοτε, η Άμπβερ (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών των Ναζί) ξεκινάει και τις άμεσες παραδόσεις όπλων στην Παλαιστίνη(16).
Παράλληλα αποφασίζεται η κλιμάκωση της προπαγάνδας στη Μέση Ανατολή, με σκοπό την τόνωση των αντιεβραϊκών αλλά και των αντιβρετανικών αισθημάτων στις λαϊκές μάζες, και βέβαια της περαιτέρω καλλιέργειας του κύρους που ήδη απολάμβανε η ναζιστική Γερμανία.
Ως κύριο όχημα της ναζιστικής προπαγάνδας επιλέγεται το ραδιόφωνο, μιας και οι Ιταλοί πραγματοποιούν ραδιοφωνικές μεταδόσεις ήδη από το 1934. Σύμφωνα με τη βρετανική διοίκηση, το φασιστικό Ράδιο Μπάρι, που κινείται σε ένα αντίστοιχο ύφος, και εκπέμπει αντιαποικιακά και αντιεβραϊκά μηνύματα, καταφέρνει να αποσπάσει τις προτιμήσεις του 60% των κατόχων ραδιοφώνου στην Παλαιστίνη. Εκείνη την εποχή, οι ραδιοφωνικοί δέκτες στη Μέση Ανατολή υπολογίζονται περί τους 10.000. Ωστόσο, η χρήση των περισσότερων δεν είναι οικιακή, καθώς τα ραδιόφωνα εκπέμπουν στα καφενεία και έχουν δεκάδες ακροατές το κάθε ένα, οπότε η επίδρασή τους πολλαπλασιάζεται.
Οι μεταδόσεις από το Βερολίνο ξεκινούν την άνοιξη του 1939, και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μέχρι την άνοιξη του 1945. Η προπαγάνδα που επιχειρείται μέσω αυτών, καθώς και μέσα από τα αλλεπάλληλα φυλλάδια που τυπώνονται και διακινούνται από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν, καλλιεργεί τα κοινά ιδεολογικά σημεία του ναζισμού με το ισλάμ.
Σε αυτήν κυριαρχούν θεματικές όπως η καταγγελία της «παρακμής της Δύσης», η οποία πιστώνεται στη δημοκρατία, την ατομικότητα, στην ελεύθερη έκφραση και τον πολιτικό πλουραλισμό. Εκθειάζεται η θρησκευτική πίστη, η πολεμική αρετή, η επιμονή στην ενότητα της κοινότητας των πιστών έναντι οποιασδήποτε έκφρασης πολιτικού πλουραλισμού, η ιδέα της fϋhrerprinzip. Αρχικώς, το περιεχόμενο των μεταδόσεων έχει κυρίως θεωρητικό χαρακτήρα. Στην απομαγνητοφώνηση από τη μετάδοση της 12ης Δεκεμβρίου 1940 διαβάζουμε:
«(Το ισλάμ) είναι θρησκεία της κοινότητας, όχι θρησκεία του ατόμου. Είναι άρα μια θρησκεία της κοινής ευημερίας (Gemeinnutzes) και όχι του ατομικού συμφέροντος (Eigennutzes). Επομένως, το ισλάμ συνιστά δίκαιο και αληθινό εθνικισμό, διότι καλεί τον μουσουλμάνο να θέσει το γενικό συμφέρον πάνω από τα ιδιωτικά συμφέροντα, να ζήσει όχι για τον εαυτό του αλλά για τη θρησκεία του και την πατρίδα του. Αυτός είναι ο σημαντικότερος στόχος που ακολουθεί το ισλάμ. Αποτελεί τη βάση των προσευχών και των εντολών του (…) Όσο οι μουσουλμάνοι ήταν γενναιόδωροι με τα αγαθά τους και τις ψυχές τους, ο Θεός τους βοήθησε και τους έδωσε τη δύναμη να χτίσουν μια μεγάλη αυτοκρατορία, την οποία κυβέρνησαν μόνοι τους. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ένα έθνος που υποτάσσει το άτομο αξίζει να απολαύσει μεγάλη δόξα. Αυτό συνέβη στη μεγάλη ισλαμική αυτοκρατορία, διότι εκείνες τις ημέρες οι μουσουλμάνοι πίστευαν στο βιβλίο του ηγεμόνα τους και στις εντολές των προφητών. Ωστόσο, όταν απομακρύνθηκαν από το ισλάμ και τις εντολές του προφήτη, και όταν ο καθένας κοίταξε το ατομικό του συμφέρον και θυσίασε το κοινό καλό, η κινητήρια δύναμη των μουσουλμάνων εξασθένησε και ο θυμός του Θεού και του προφήτη έπεσε πάνω τους»(17).
Όσο όμως τα στρατεύματα του Ρόμελ προελαύνουν στη Μέση Ανατολή και έρχεται η στιγμή της τελικής αναμέτρησης με τα συμμαχικά στρατεύματα, η προπαγάνδα τείνει να αποκτήσει πιο άμεσο τόνο. Κυρίαρχα στοιχεία της πλέον είναι η εξέγερση εναντίον των Βρετανών (και των Αμερικανών), και βέβαια, η εκκαθάριση των Εβραίων. Διαβάζουμε σε ένα προπαγανδιστικό φυλλάδιο (Το νέο εβραϊκό βασίλειο) που κυκλοφόρησε σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, κυρίως στη Συρία:
«Άραβες, συνειδητοποιείτε τη διγλωσσία των Άγγλων και των Αμερικανών στη διαφορά μεταξύ των υποσχέσεών τους και των πράξεών τους; Αλλά αυτή τη φορά, η εξαπάτηση των Αράβων του 1918 δεν θα επαναληφθεί, διότι όλα τα σχέδια των Άγγλων, των Αμερικανών και των Εβραίων μπορούν να υλοποιηθούν μόνο αν η Αγγλία κερδίσει τον πόλεμο. Και αυτή τη φορά, η Αγγλία, με τη βοήθεια του Θεού, δεν θα κερδίσει! Γιατί ήδη ο στρατηγός Ρόμελ, επικεφαλής των γενναίων στρατευμάτων του Άξονα, κλονίζει και τις τελευταίες πόρτες της αγγλικής δύναμης! Άραβες! Βοηθήστε τους φίλους σας να πετύχουν τους στόχους τους: την καταστροφή της αγγλοεβραϊκής-αμερικανικής κυριαρχίας. Άραβες! Έξω οι Άγγλοι, οι Εβραίοι και οι Αμερικάνοι από τις χώρες σας!»(18)
Οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις και τα φυλλάδια διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της οπτικής του ισλαμοναζισμού. Επί μια πενταετία σφυρηλατούσαν στη συνείδηση των μαζών αυτό το αμάλγαμα το οποίο προσέδωσε στις φονταμενταλιστικές διαθέσεις την ώθηση μιας νεωτερικής συστηματικής ιδεολογίας.
Στην προπαγάνδα των Ναζί προς τον μουσουλμανικό κόσμο, κεντρικό ρόλο καταλαμβάνουν φιγούρες σημαίνουσες τόσο του ισλάμ όσο και του αραβικού εθνικισμού, όπως ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ Μοχάμεντ Αμίν Αλ Χουσεΐνι, ή ο πρώην πρωθυπουργός του Ιράκ, Ρασίντ Αλί αλ-Κιλάνι. Αμφότεροι θα καταλήξουν στο Βερολίνο εξόριστοι, έχοντας πάρει ενεργά το μέρος των δυνάμεων του Άξονα. Ο Τζέφρεϊ Χέρφ γράφει για την συνεργασία των ναζί με τους Άραβες εξόριστους:
«Οι ομάδες αυτές ήρθαν κοντά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχοντας ως κοινό σχέδιο τη ριζοσπαστικοποίηση των παραδόσεών τους και του παρελθόντος. Στη σύγχρονη ακαδημαϊκή γλώσσα, η συνάντησή τους στο Βερολίνο του πολέμου αποτέλεσε ένα κεφάλαιο στην ιστορία του υπερεθνισμού και της πολιτισμικής σύντηξης. Επρόκειτο για μια συνάντηση που ανέδειξε τα πιο καταστροφικά στοιχεία αμφότερων των πολιτισμών»(19).
«Στον ουρανό ο Αλλάχ, στη Γη ο Χίτλερ»
Η προπαγάνδα αυτή συνάντησε ευήκοα ώτα. Ήδη πριν τον πόλεμο, ο ναζισμός και ο Χίτλερ προσωπικά απόλαυαν ιδιαίτερης συμπάθειας στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο Τιμόθεος Βούρστ, γενικός πρόξενος της Γερμανίας στη Γιάφα, γράφει το 1936:
«Ο εθνικοσοσιαλισμός, με τις αντιεβραϊκές αντιλήψεις του, έχει χτυπήσει μια χορδή μεταξύ των Αράβων της Παλαιστίνης, οι οποίοι βρίσκονται σε μια απελπισμένη και σχεδόν απελπιστική αμυντική μάχη εναντίον του σιωνισμού. Μεταξύ των Αράβων, ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός έχουν σε πολλές περιπτώσεις μεταβληθεί στα πρότυπα με τα οποία μετρούνται όλα τα άλλα πολιτικά συστήματα και διδασκαλίες, και, στα μάτια πολλών Αράβων, ο Αδόλφος Χίτλερ είναι χωρίς αμφιβολία απλά ο σημαντικότερος άνθρωπος του 20ού αιώνα. Η δημοτικότητα του Φύρερ μας είναι τόσο μεγάλη που δύσκολα μπορεί να υπάρξει έστω και ένας Άραβας, ακόμα και ο πιο ταπεινός χωρικός, που να μην έχει μάθει το όνομα του Χίτλερ(20).
Μέσα σε αυτό το κλίμα, δεν είναι τυχαίο πως η αραβική εξέγερση στην Παλαιστίνη, της οποίας ηγείται ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί:
Έλαβε χώρα με φόντο τη σβάστικα: Η οργάνωση νεολαίας του πολιτικού κόμματος (του αλ Χουσεϊνί) παρήλαυνε ως «πρόσκοποι ναζί» και τα παιδιά χαιρετούσαν το ένα το άλλο με τον ναζιστικό χαιρετισμό. Όσοι έπρεπε να περάσουν μέσα από τις επαναστατημένες συνοικίες της Παλαιστίνης ανύψωναν στα οχήματά τους μια σημαία με τη σβάστικα, ώστε να εξασφαλίσουν προστασία από επιθέσεις των εθελοντών του Μουφτή(21).
Όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Γαλλία, το 1940, μαζικές διαδηλώσεις ξεσπούν στη Δαμασκό, τη Χόμς και το Χαλέπι, που βρισκόταν τότε υπό γαλλική εντολή. Ένα από τα συνθήματα που οι διαδηλωτές φωνάζουν μαζικά, λέει: «όχι πια μίστερ / ούτε πια μεσιέ / στον ουρανό ο Αλλάχ, / στη γη ο Χίτλερ»(22).
Αντίστοιχο ρεύμα καταγράφεται και στο Ιράν. Λίγα χρόνια μετά, το 1941, ο πρέσβης της Γερμανίας στην Τεχεράνη, Έρβιν Έτελ, μεταφέρει σε αναφορά του το κλίμα που επικρατεί:
«Εδώ και μήνες, η πρεσβεία λαμβάνει ειδοποιήσεις από διάφορες πηγές που επισημαίνουν ότι, σε όλη τη χώρα, κληρικοί έρχονται και μιλούν στους πιστούς για παλιές μυστικές προφητείες και όνειρα που δείχνουν ότι ο Θεός έστειλε τον δωδέκατο ιμάμη στον κόσμο με τη μορφή του Αδόλφου Χίτλερ»(23).
H γοητεία που ασκεί ο εθνικοσοσιαλισμός δεν εκφράζεται μόνο στο επίπεδο της συμπάθειας του γενικού πληθυσμού. Κατασταλάζει σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και οργανωτικές επιρροές. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει σε αυτές ο Μέγας Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί, με όλη τη συμβολική -ως θεματοφύλακας του Τεμένους του Αλ Άκσα– αλλά και την πραγματική εξουσία που απολαμβάνει στην Παλαιστίνη. Οι Χουσεϊνί είναι οικογένεια επιφανών προκρίτων της Παλαιστίνης που προβάλλουν την απευθείας καταγωγή τους από τον Μωάμεθ. Ο Αμίν Αλ Χουσεϊνί επιλέγεται ως Μουφτής της Ιερουσαλήμ από τους Βρετανούς, το 1921, παρ’ όλο που, ένα χρόνο πριν, είχε πρωτοστατήσει στις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων που καταγράφονται στην περίοδο της βρετανικής εντολής.
Από την πρώτη στιγμή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, επισκέπτεται τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στην Ιερουσαλήμ και του δηλώνει ότι «χαιρετίζει το νέο γερμανικό καθεστώς και προσδοκά στην εξάπλωση τη φασιστικής, αντιδημοκρατικής ηγεσίας και σε άλλες χώρες»(24). Έκτοτε, και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, επιδίδεται σε ιδιαίτερες προσπάθειες προκειμένου να πείσει τους Ναζί για τη σημασία μιας στρατηγικής συμμαχίας με τους Άραβες. Όπως γράφει ο Τζέφρι Χέρφ:
«Ο Χουσεϊνί είναι μια κομβική φυσιογνωμία για τη σφυρηλάτηση μιας ιδεολογικής συνάφειας μεταξύ του εθνικοσοσιαλισμού, αφενός, και του αραβικού εθνικισμού και του μαχητικού ισλάμ, από την άλλη»(25).
Το 1941, τον βρίσκουμε στο Ιράκ, να στηρίζει το φιλοναζιστικό πραξικόπημα του Ρασίντ Αλ Κιλάνι· μετά την αποτυχία του αναγκάζεται να διαφύγει, και καταλήγει μέσω Ρώμης στο Βερολίνο, όπου συμμετέχει με ιδιαίτερη ζέση στους μηχανισμούς της ναζιστικής προπαγάνδας, στη Μέση Ανατολή, και προσπαθεί να συγκροτήσει σώματα Αράβων εξόριστων για λογαριασμό της Βέρμαχτ. Παρ’ όλο που μερικές εκατοντάδες θα εκπαιδευτούν από τους Γερμανούς –και θα παίξουν τον δικό τους ρόλο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1948, στον πόλεμο εναντίον των Ισραηλινών–, η ιδέα αυτή δεν θα αποδώσει καρπούς· ωστόσο, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ θα συμβάλει ιδιαίτερα στη στρατολόγηση μουσουλμάνων από τη Βοσνία και την Αλβανία οι οποίοι θα συγκροτήσουν τις διαβόητες μουσουλμανικές ταξιαρχίες των Βάφεν Ες Ες.
Μετά τον πόλεμο, αν και συλλαμβάνεται, διαφεύγει από κάθε δίκη· καταλήγει στη Γαλλία, απ’ όπου εν τέλει απελευθερώνεται έπειτα από διπλωματικές –αλλά και κατασκοπευτικές– περιπλοκές και, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940, επιστρέφει στη Μέση Ανατολή.
Ήδη από το 1946, οι υπουργοί των Εξωτερικών του αραβικού κόσμου, συγκροτούν μια Ανώτατη Αραβική Επιτροπή, προκειμένου να εκπροσωπήσει τους Άραβες της Παλαιστίνης, και του προσφέρουν την προεδρία – παρότι εκείνη την εποχή παρέμενε στη Γαλλία. Θεωρείται ο de facto ηγέτης των Παλαιστινίων, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε τον διαδέχεται η νέα γενιά, που είναι σαφέστατα πιο επηρεασμένη από την κοσμική επαναστατική αριστερά και τον τριτοκοσμικό σοσιαλισμό. Παραδίδει τη σκυτάλη, μετά τα μέσα της δεκαετίας, στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, του Γιασέρ Αραφάτ, ο οποίος μάλιστα είναι μακρινός συγγενής του.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι
και οι Φαιοχίτωνες
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποτελούν τη μήτρα όλων των οργανώσεων του σύγχρονου ισλαμικού ριζοσπαστισμού. Είναι η οργάνωση που θα μεταφέρει την έννοια της τζιχάντ στον στίβο της πολιτικής.
Μέχρι τότε, η έννοια της τζιχάντ θα σηματοδοτεί είτε τον «ιερό πόλεμο» που διεξάγει ένα ήδη ισλαμικό κράτος – όπως ο σεϊχουλισλάμης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κάλεσε τους απανταχού μουσουλμάνους πιστούς να επιτεθούν στις δυνάμεις της Αντάντ, λίγο μετά την είσοδο του Χαλιφάτου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· είτε, πάλι, για τους μεντρεσέδες, τους κληρικούς και τους πιστούς μουσουλμάνους που τους ακολουθούν, σημαίνει τον πνευματικό αγώνα για τη διαφύλαξη της ορθής πίστης.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (ΑΜ), όμως, την μετασχηματίζουν σε κάτι άλλο: στη διαπάλη ενός πολιτικού κινήματος για την εγκαθίδρυση ενός κράτους της Σαρίας. Ο Ζιλ Κεπέλ χαρακτηρίζει αυτή τη νέα πολιτική σύνθεση ως «ισλαμική μοντερνικότητα»(26), που αποτελεί μια απάντηση στην ευρωπαϊκή – θα λέγαμε με τους όρους ενός «αντιδραστικού μοντερνισμού», για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια η οποία συνδέεται με το σύνολο του ολοκληρωτικού φαινομένου.
Οι ΑΜ ιδρύονται το 1928 από τον Χασάν Αλ Μπάνα, αλλά καταφέρνουν να μαζικοποιηθούν μόνον αφότου ξεσπάει η εξέγερση των Αράβων της Παλαιστίνης, το 1936: εκείνη τη χρονιά μετρούν μόλις 800 μέλη, ενώ το 1938 φτάνουν τις 200.000, και την ίδια εποχή διατηρούν ήδη παραρτήματα στον Λίβανο και τη Συρία.
Ο Χασάν Αλ Μπάνα «μελέτησε προσεκτικά τις ναζιστικές και φασιστικές οργανώσεις»(27) προκειμένου να μεταβάλει τους ΑΜ σε μαζική οργάνωση. Φτάνει να δημιουργήσει και μια σκιώδη παραστρατιωτική οργάνωση, στα πρότυπα των Φαιοχιτώνων του Χίτλερ, η οποία κλιμακώνει τη δραστηριότητά της μέχρι το 194927, φτάνοντας ακόμα και στη δολοφονία του πρωθυπουργού Νοκρασί Πασά (1948). Για τη δραστηριότητά της εν τέλει, ο ίδιος ο Χασάν Αλ Μπάνα θα δολοφονηθεί από τις αιγυπτιακές μυστικές υπηρεσίες, το 1949.
Το πρόγραμμα των ΑΜ διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Αλ Μπάνα με αφορμή τη στέψη του Βασιλιά Φαρούκ το 1936 – ο οποίος διακρίνεται για τα φιλογερμανικά του αισθήματα. Ο ηγέτης των Αδελφών Μουσουλμάνων συντάσσει τότε μια επιστολή που τιτλοφορείται Προς το Φως και περιέχει πενήντα σημεία για την ισλαμική διακυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, τα σημεία αυτά προβλέπουν: τη διάλυση όλων των πολιτικών κομμάτων και τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου το οποίο θα περιλαμβάνει κόμματα που αναγνωρίζουν μόνο την πρωτοκαθεδρία και την ενότητα της ούμμα (της κοινότητας των μουσουλμάνων πιστών)· την προσαρμογή του Δικαίου στις επιταγές της Σαρία· την πρόσληψη των αποφοίτων από τα θρησκευτικά ιδρύματα στην κυβέρνηση και τον στρατό· την ισχυροποίηση του τελευταίου, και παράλληλα την ιδεολογική του συγκρότηση στο πνεύμα της τζιχάντ· τη σύγκλιση της αιγυπτιακής κυβέρνησης με τις υπόλοιπες ισλαμικές κυβερνήσεις με πρόγραμμα και στόχο την αναβίωση του Χαλιφάτου κ.ά.(28)
Τα «πενήντα σημεία» έρχονται σε μια στιγμή που η Αίγυπτος μετεωρίζεται μέσα σε μια διαδικασία σχετικού εκδημοκρατισμού, καθοδηγούμενη από αριστερά και φιλελεύθερα κόμματα. Απέναντί τους ορθώνεται ο ισλαμισμός, προτάσσοντας μια αντιδραστική εκδοχή νεωτερικού κράτους, μονοκομματική, δεσμευμένη στις ιερές παραδόσεις και θεμελιωμένη πάνω στην αρχή της μουσουλμανικής αποκλειστικότητας και ταυτόχρονα μιλιταριστική – εμποτισμένη με τις αρχές του ολοκληρωτικού θρησκευτικού πολέμου που αποσκοπεί στην παλινόρθωση του χαμένου αυτοκρατορικού μεγαλείου.
Το εντυπωσιακό είναι πως η προσήλωση των ΑΜ στα 50 σημεία αψηφά τον χρόνο, καθώς αυτά επανέρχονται στην ατζέντα τους μετά από… οκτώ δεκαετίες. ‘ Έτσι καταφέρνουν να βγουν από την παρανομία, έπειτα από την πτώση του καθεστώτος Μουμπάρακ, το 2011, και εν τέλει εκλέγονται στην εξουσία το 2012 – όπου και παραμένουν για λίγο.
Λίγο πριν την ανάληψη της αιγυπτιακής προεδρίας από τον Μοχάμεντ Μόρσι, ο Σαάντ αλ-Χουσεΐνι, ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, δηλώνει σε μια συνέντευξή του ότι:
«Παραμένουμε πιστοί στο ίδιο σχέδιο εδώ και ογδόντα χρόνια· τώρα φτάσαμε στο στάδιο το οποίο ονομάζεται «μεταρρύθμιση της κυβέρνησης» ενώ θα συνεχίσουμε να αλλάζουμε την κοινωνία και να διαμορφώνουμε την οικογένεια και το άτομο»(29).
Η «μεταρρύθμιση της κυβέρνησης», φυσικά, σημαίνει εφαρμογή της Σαρία.
Όντως, τον Νοέμβριο του 2012, ο Μόρσι προχωράει σε
μεταρρυθμίσεις που προσανατολίζονται προς την ισλαμοποίηση του
αιγυπτιακού κράτους. Όμως, τα φιλελεύθερα κομμάτια της αιγυπτιακής
κοινωνίας, οι Κόπτες και ο στρατός, που είναι ο θεματοφύλακας της
κοσμικότητας, κινητοποιούνται και εν τέλει ο Μόρσι ανατρέπεται από τις
ένοπλες δυνάμεις(30).
Ο τρόπος με τον οποίον οι ΑΜ ελίσσονται ανάμεσα σε τακτικές νόμιμες, παράνομες, και ημιπαράνομες συνιστά ένα πρότυπο για τη δράση των περισσότερων ισλαμικών κινημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με την εργαλειακή αντιμετώπιση της δημοκρατίας. Την συνόψισε πολύ εύστοχα ο Ταγίπ Ερντογάν, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν δήλωνε ότι: «η δημοκρατία είναι ένα μέσο, όχι σκοπός· ένα τρένο που μπορούμε να εγκαταλείψουμε όταν φτάσουμε στον στόχο μας». Τι μας θυμίζει αυτό; Το περίφημο απόφθεγμα του Γκέμπελς:
«Θέλουμε να εξουδετερώσουμε τη Δημοκρατία. Εάν η Δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίωση γι’ αυτό, είναι δικό της θέμα..».
Η ναζιστική ιδεολογία επηρεάζει τους ΑΜ και στον τρόπο που συστηματοποιούν τον αντιεβραϊσμό τους. Παρότι, στις απαρχές των νέων χρόνων, οι Εβραίοι είναι παρόντες στην οικονομική και κοινωνική ζωή, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Αλγερία, ή την Τουρκία, η αντιπαράθεση με τους Εβραίους θα μεταβληθεί σταδιακά σε κυρίαρχο στοιχείο μετά τις απαρχές του εβραϊκού αποικισμού στην Παλαιστίνη. Και στο εξής, το πολιτικό ισλάμ, με μια επιστροφή στις κορανικές ρίζες, θα χρονολογεί τον αντιεβραϊσμό του στη σύγκρουση των Εβραίων με τον Μωάμεθ στη Μεδίνα, και την εκδίωξή τους από τον Προφήτη. Πάνω σε αυτό το υπόστρωμα, ο εθνικοσοσιαλισμός, με τη συστηματοποίηση του αντισημιτισμού, θα προσφέρει στο ισλάμ ένα αφήγημα που τον μεταβάλει σε θεμέλιο λίθο της ερμηνείας του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος.
Το 1938, οι ΑΜ οργανώνουν ένα Συνέδριο για την υποστήριξη της Παλαιστίνης με τη συμμετοχή μουσουλμανικών και αραβικών χωρών. Εκεί διανέμουν την αραβική μετάφραση των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών, καθώς και αποσπάσματα από τον Αγώνα του Χίτλερ.
Δυόμισι, περίπου, δεκαετίες μετά, ο Σάγιτ Κούτμπ, ο μεγάλος ισλαμιστής διανοούμενος που συνδέεται με τους ΑΜ, γράφει χαρακτηριστικά, για τη «διεθνή του εβραϊσμού», ότι αποσκοπεί στην εξάλειψη:
«…όλων των περιορισμών, ιδίως εκείνων που επιβάλλονται από την πίστη και τη θρησκεία, έτσι ώστε οι Εβραίοι να μπορούν να διεισδύουν στο πολιτικό σώμα ολόκληρου του κόσμου και στη συνέχεια να είναι ελεύθεροι να διαιωνίσουν τα σατανικά τους σχέδια. Μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων είναι και η τοκογλυφία, στόχος της οποίας είναι όλος ο πλούτος της ανθρωπότητας να καταλήξει στα χέρια των εβραϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εισπράττουν τόκους»(31).
Ας επιστρέψουμε, όμως, στον Χασάν Αλ Μπάνα· οι σχέσεις του με τους Ναζί στην προπολεμική Αίγυπτο δεν είναι μόνον ιδεολογικές. Έγγραφα των γερμανικών υπηρεσιών που αποκαλύπτονται το 1939 αποδεικνύουν ότι οι ΑΜ ενισχύονται από τους Γερμανούς – στήνουν μάλιστα με τη βοήθειά τους και ένα τυπογραφείο. Το ύψος της χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις αναφορές, είναι αρκετά υψηλότερο συγκριτικά με τη βοήθεια που λάμβαναν άλλες οργανώσεις που αντιτίθονταν στους Βρετανούς(32). Αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου, αρκετά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης των ΑΜ εντάσσονται στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ συζητείται ευρέως ένα σχέδιο αντιβρετανικής εξέγερσης σε συμμαχία με άλλες οργανώσεις.
Ούτε όμως το τέλος του πολέμου και η συντριβή του ναζισμού δεν αρκούν στον Χασάν Αλ Μπάνα για να κρύψει τις συμπάθειές του. Όταν εν τέλει επαναπατρίζεται ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ –παρ’ όλες τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στη ναζιστική Γερμανία ως εξόριστος στο Βερολίνο– ο Χασάν αλ Μπάνα τον καλωσορίζει με μια μακροσκελή πανηγυρική δήλωση. Μεταξύ πολλών άλλων αναφέρει:
Ο Μουφτής είναι η Παλαιστίνη και η Παλαιστίνη είναι ο Μουφτής. (…) Όλα αυτά τα χρόνια της εξορίας δεν επηρέασαν το αγωνιστικό σου πνεύμα. Η ήττα του Χίτλερ και του Μουσολίνι δεν σε τρόμαξε. Τα μαλλιά σου δεν έγιναν γκρίζα από τον φόβο και είσαι ακόμα γεμάτος ζωή και αγώνα. Τι ήρωας, τι θαύμα ανθρώπου. (…) Ναι, αυτός ο ήρωας που αμφισβήτησε μια αυτοκρατορία και πολέμησε τον Σιωνισμό, με τη βοήθεια του Χίτλερ και της Γερμανίας. Η Γερμανία και ο Χίτλερ έχουν φύγει, αλλά ο Αμίν Αλ-Χουσεϊνί θα συνεχίσει τον αγώνα(33).
Εθνικοσοσιαλισμός και
αραβικός εθνικισμός
Οι επιδράσεις, όμως, του εθνικοσοσιαλισμού στη Μέση Ανατολή της δεκαετίας του 1930 δεν αφορούσαν μόνον στις ισλαμικές οργανώσεις, αλλά εξ ίσου και στις κοσμικές. Ένας από τους ηγέτες του συριακού Μπάαθ, ο Σάμι Αλ Χουντί, θα γράψει αρκετά χρόνια αργότερα:
«Ήμασταν ρατσιστές, θαυμάζαμε τον ναζισμό, διαβάζαμε τα βιβλία του και την πηγή της σκέψης του, ιδιαίτερα τους Νίτσε, Φίχτε, καθώς και το έργο του Χ.Σ. Τσάμπερλεν Τα Θεμέλια του 19ου αιώνα, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τη φυλή. Ήμασταν οι πρώτοι που σκεφτήκαμε να μεταφράσουμε το Mein Kampf. Όποιος έζησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στη Δαμασκό θα εκτιμούσε την κλίση του αραβικού λαού προς τον ναζισμό, διότι ο ναζισμός ήταν η δύναμη που μπορούσε να λειτουργήσει προς το συμφέρον του αραβικού λαού»(34).
Το Κόμμα «Νέα Αίγυπτος» ιδρύεται το 1933 από τον Αχμάντ Χουσεΐν. Απευθύνεται κυρίως στη νεολαία της Αιγύπτου. Το κόμμα καθιερώνει τον φασιστικό χαιρετισμό, τη λατρεία της ηγεσίας, και μια ομοιόμορφη στολή για τα μέλη του – το παραστρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης είναι γνωστό με το όνομα πρασινοχίτωνες. Μια αποστολή μελών του, με επικεφαλής τον ίδιον τον Χουσεΐν, μεταβαίνει το 1936 στη Γερμανία για να συμμετά- σχει στην ετήσια πανηγυρική συγκέντρωση της Νυρεμβέργης που διοργανώνουν οι Ναζί(35). Μεταξύ των μελών του κόμματος, συναντάμε και δύο νεαρούς αξιωματικούς: τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και τον Ανουάρ αλ Σαντάτ, τους μετέπειτα διαδοχικούς προέδρους της Αιγύπτου(36).
Η ώσμωση με τους Εθνικοσοσιαλιστές συνεχίζεται και κατά την πρώτη περίοδο του Νασερισμού, στην Αίγυπτο, κυρίως μέσα στη δεκαετία του 1950. Ο Γιόχαν Φον Ληρς είναι ίσως η γνωστότερη περίπτωση αμετανόητου ναζί, που θα ενταχθεί στους μηχανισμούς του νασερικού καθεστώτος και θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντιεβραϊκής του προπαγάνδας.
Ο Ληρς ήταν από τους ιδεολόγους του ναζιστικού κόμματος που εξ αρχής υποστήριζε μια στρατηγική συμμαχία με τον μουσουλμανικό κόσμο -παρεμπιπτόντως, και με την ΕΣΣΔ–, εναντίον της παρηκμασμένης, φιλελεύθερης Δύσης. Διατηρεί, ήδη από τη δεκαετία του 1930, στενές σχέσεις με τον Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί. Μετά τον πόλεμο, ο Χουσεϊνί θα είναι εκείνος που θα φέρει τον Φον Ληρς από την Αργεντινή – όπου είχε βρει καταφύγιο στο καθεστώς του Περόν– στην Αίγυπτο. Μάλιστα, κατά την τελευταία φάση της διαμονής του στην Αργεντινή, εμφανίζεται ήδη να συνεργάζεται με την εκεί αιγυπτιακή πρεσβεία, σε ενέργειες προπαγάνδας εναντίον των Ισραηλινών(37).
Στην Αίγυπτο, ο Ληρς αναλαμβάνει καίρια θέση στο Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Σιωνισμού. Σε αυτό προεδρεύει ένας ακόμη διαβόητος ναζί, επίσης συνεργάτης του Γκέμπελς, ο Άλφρεντ Ζίγκλερ. Ανάμεσα στις εκδόσεις του Ινστιτούτου βρίσκουμε τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και, βέβαια, μια αραβική μετάφραση του Αγώνα του Χίτλερ. Αντίτυπα και των δύο θα βρεθούν σε σακίδια Αιγυπτίων στρατιωτών κατά τις επιχειρήσεις στο όρος Σινά το 1956(38).
Μέσω της θέσης του στο Ινστιτούτο, ο Ληρς συναντιέται συχνά με επιφανείς αξιωματούχους του νασερικού καθεστώτος. Ο πιο γνωστός είναι ο μετέπειτα πρόεδρος της Αιγύπτου, Ανουάρ Αλ Σαντάτ, ο οποίος, όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του, ελπίζει, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι μια νίκη του Χίτλερ θα συμβάλει στην ανεξαρτησία της Αιγύπτου.
Ο Ληρς αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς αποπειράται την ανανέωση του εθνικοσοσιαλισμού, μέσα από μια απόπειρα προσέγγισης των αντιαποικιακών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου –ιδίως της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής- αλλά και την ανάπτυξη ενός πρώιμου Ευρασιανισμού. Σύμφωνα με μια αναφορά της CIA, του 1957, που σχολιάζει τις ιδέες και τις δράσεις που αναπτύσσει κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο, ο Ληρς:
«Μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε ζηλωτή, σε βαθμό μάλιστα που φτάνει να υποστηρίζει την επέκταση του ισλάμ στην Ευρώπη, προκειμένου να επιτευχθεί ισχυρότερη ενότητα μέσω μιας κοινής θρησκείας. Αυτή η επέκταση πιστεύει ότι μπορεί να προέλθει όχι μόνο από την επαφή με τους Άραβες στην Εγγύς Ανατολή και την Αφρική αλλά και με ισλαμικά στοιχεία εντός της ΕΣΣΔ. Τα αποτελέσματα που οραματίζεται είναι ο σχηματισμός ενός πολιτικού μπλοκ εναντίον του οποίου ούτε η Ανατολή ούτε η Δύση θα μπορούσαν να επικρατήσουν»(39).
Η συμβολή των ναζί στη συγκρότηση του νασερικού καθεστώτος δεν περιορίζεται στο πεδίο της προπαγάνδας. Αρκετοί αξιωματικοί των SS, πολλοί από αυτούς με βαριές κατηγορίες για τη συμμετοχή τους στα ‘τάγματα θανάτου’ που υλοποιούσαν τη γενοκτονία των Εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, σπεύδουν στο Κάιρο και συμβάλλουν στη συγκρότηση και την εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας, του στρατού αλλά και αντάρτικων σωμάτων, τα οποία το καθεστώς προόριζε να στρέψει εναντίον του Ισραήλ. Ο Γιόακιμ Ντρέσελ, για παράδειγμα, υπήρξε επικεφαλής της Γκεστάπο στο Ντίσελντορφ και τον ξαναβρίσκουμε, το 1954, να υπηρετεί ως σύμβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών της Αιγύπτου· αποστολή του, η οργάνωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους αντιφρονούντες, και η εκπαίδευση των κατασταλτικών μηχανισμών του νασερικού καθεστώτος(40).
Γενικώς, ο ρόλος των καθεστώτων της Μέσης Ανατολής –του Νάσερ ή του μπααθικού στη Συρία κυρίως- ως καταφυγίου και πεδίου συνέχειας των δραστηριοτήτων των βετεράνων Ναζί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει υποεκτιμηθεί. Συνηθίζεται να πιστεύεται ότι περισσότεροι από αυτούς καταφεύγουν στη Λατινική Αμερική, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές της επομένης, και κυρίως στην Αργεντινή’ ωστόσο, υπολογίζεται ότι περίπου 4.000 ναζί αξιωματικοί και αξιωματούχοι που εμπλέκονται σε εγκλήματα πολέμου κατέφυγαν στη Μέση Ανατολή, ενώ, στη Λατινική Αμερική εκτιμάται ότι κατέφυγαν μεταξύ 180-800(41).
Ο αντίκτυπος της ιδιαίτερης σχέσης που σφυρηλάτησαν οι ναζί με τα καθεστώτα και τα κινήματα του αραβικού εθνικισμού, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίζει να επιδρά και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μάλιστα, ίχνη της εμπλοκής αυτής συναντάμε απροσδόκητα και στις αριστερόστροφες ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70, που κατά τα άλλα είναι γνωστές για τις σχέσεις τους με τις ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις της Ευρώπης.
Μια χαρακτηριστική φιγούρα αυτής της εμπλοκής είναι ο Ελβετός τραπεζίτης Φρανσουά Γκενού.(42) Ο Γκενού –γιος Ελβετού βιομήχανου– θα συναντήσει ως έφηβος τον Χίτλερ, το 1934, σε ένα ξενοδοχείο στη Βόννη, όπου του εκμυστηρεύεται τον θαυμασμό του για τον ίδιον και τον εθνικοσοσιαλισμό· λίγο αργότερα, γίνεται μέλος του ελβετικού φιλοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, ενώ το 1936 ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και συνδέεται με τον Μουφτή της Ιερουσαλήμ, με μια φιλία που θα διαρκέσει πάνω από 4 δεκαετίες.
Μέσα στον πόλεμο, τον βρίσκουμε και πάλι στη Μέση Ανατολή να αναλαμβάνει διάφορες αποστολές για λογαριασμό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Προς το τέλος του πολέμου, ταξιδεύει στο Βερολίνο, όπου συνάπτει ιδιαίτερες σχέσεις με κορυφαίους ναζί αξιωματούχους· ο Γκενού τους εμπνέει εμπιστοσύνη για τη βαθιά του πίστη και ιδεολογική προσήλωση στον εθνικοσοσιαλισμό, ενώ παράλληλα η δικτύωσή του μέσα στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα αποβαίνει πολλαπλώς χρήσιμη για τους στενούς του φίλους. Μετά τη λήξη του πολέμου, εμφανίζεται να είναι ο μοναδικός κάτοχος των δικαιωμάτων των έργων του Χίτλερ, του γραμματέα εξ απορρήτων του, Μάρτιν Μπόρμαν, καθώς και του Γκέμπελς. Η δημοσιοποίησή τους θα του αποφέρει μια περιουσία.
Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ, με την άδεια του Χίτλερ, αποσπά ορισμένα κεφάλαια από τους λογαριασμούς που διατηρούν οι ναζί στην Ελβετία, για τη στήριξη και τον επηρεασμό των αραβικών κινημάτων που αναμένεται να ξεσπάσουν μετά τον πόλεμο. Την επιχείρηση την αναλαμβάνει ο Γκενού, που έκτοτε εξελίσσεται σε «τραπεζίτη του Μουφτή». Το όνομά του το συναντάμε και σε μια άλλη διαβόητη υπόθεση, της χρήσης των κλεμμένων εβραϊκών περιουσιών που είχαν κρύψει οι ναζί στην Ελβετία, για την οργάνωση και τη στήριξη του δικτύου ODESSA, που είχε ως σκοπό την προστασία και τη φυγάδευση των Ναζί από την Ευρώπη, μετά τον Πόλεμο.
Ο Γκενού -όπως και ο Φον Ληρς- πιστεύει πως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η υπόθεση του εθνικοσοσιαλισμού οφείλει να καταστεί υπόθεση των κινημάτων του Τρίτου Κόσμου, και να επικεντρωθεί στην καταστροφή του Ισραήλ. Μάλιστα, παρουσιάζει αυτή την άποψη σαν να ήταν πεποίθηση του ίδιου του Χίτλερ, προς το τέλος του πολέμου: «Ο Χίτλερ ήθελε τους λαούς του Τρίτου Κόσμου να συνεχίσουν το έργο οικοδόμησης του Χιλιόχρονου Ράιχ», γράφει στην εισαγωγή των Ντοκουμέντων του Μπόρμαν που ο ίδιος εξέδωσε, της αμφίβολης αξιοπιστίας και γνησιότητας καταγραφής των ιδιαίτερων συνομιλιών που είχε ο Χίτλερ με τον υπασπιστή του προς το τέλος του πολέμου.
Ανεξάρτητα από το αν ο Χίτλερ όντως υποστήριξε κάτι τέτοιο ή όχι, ο Γκενού σίγουρα το πιστεύει. Και γι’ αυτό, από την δεκαετία του 1950, δραστηριοποιείται έντονα για την υποστήριξη της υπόθεσης του Παναραβισμού, τη χρηματοδότηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, την οργάνωση δικτύων υποστήριξης και χρηματοδότησης με την Ευρώπη: τον βρίσκουμε διαδοχικά να χρηματοδοτεί και να διαχειρίζεται εταιρείες-προκάλυμμα για τη μεταφορά όπλων στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας (FLN), όπου γνωρίζει και συνδέεται στενά με τον Ζακ Βερζέ, Γάλλο αντιαποικιοκράτη δικηγόρο, που θα αναλάβει την υπεράσπιση ηγετικών στελεχών του FLN, και αργότερα, του Κάρλος και του Κλάους Μπάρμπι, του «Χασάπη της Λυόν», στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (τη χρηματοδότηση για την υπεράσπιση του Μπάρμπι, θα αναλάβει ο ίδιος ο Γκενού).
Την επόμενη δεκαετία, μετά την ήττα τον Αράβων στον πόλεμο του 1967, τον συναντάμε στη Βαρκελώνη να διοργανώνει ένα συνέδριο υποστήριξης και χρηματοδότησης στις Παλαιστινιακές Οργανώσεις, με τη συμμετοχή επιφανών νεοναζί απ’ όλο τον κόσμο, καθώς και μιας αντιπροσωπείας της οργάνωσης του Γιασέρ Αραφάτ, Αλ Φατάχ. Έκτοτε μεταφέρει χρήματα και όπλα στις παλαιστινιακές οργανώσεις, κυρίως στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Ζορζ Χαμπάς και στον Μαύρο Σεπτέμβρη του Αλί Χασάν Σαλαμέχ· όπως ομολογεί, μάλιστα, δεκαετίες μετά, στον Γάλλο δημοσιογράφο Πιέρ Πεάν, θα εμπλακεί και σε μια αεροπειρατεία που οργανώνει το Λαϊκό Μέτωπο τον Φεβρουάριο του 1972, καθώς θα είναι εκείνος που θα παραδώσει τα αιτήματα των αεροπειρατών στην Λουφτχάνσα.
Η δικτύωσή του με το Λαϊκό Μέτωπο και τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, τον φέρνει κοντά στον Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες (γνωστό και ως Κάρλος το τσακάλι) τον οποίον επίσης χρηματοδοτεί και στηρίζει, ιδίως μετά τη σύλληψη και φυλάκισή του. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Κάρλος εν τέλει ασπάζεται το ισλάμ, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Παράλληλα, εμφανίζεται να χρηματοδοτεί τον εξόριστο στο Παρίσι, και μετέπειτα ηγέτη της Ιρανικής Επανάστασης του 1979, Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ, λίγα χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε πίσω από αποστολές εκπαίδευσης νεοναζιστικών ομάδων στα παλαιστινιακά στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής. Τέλος, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, φέρεται να εμπλέκεται σε χρηματοδοτήσεις της Αλ Κάιντα και της Χαμάς.
Το 1996, και καθώς το πλήρωμα του χρόνου φτάνει και οι ελβετικές αρχές φαίνονται διατεθειμένες να φέρουν στο φως το ναζιστικό του παρελθόν, ο Γκενού αυτοκτονεί στα 81 του χρόνια. Λίγο πριν πεθάνει, το 1992, δηλώνει σε μια λονδρέζικη εφημερίδα:
«Οι απόψεις μου δεν έχουν αλλάξει από τότε που ήμουν νέος. Ο Χίτλερ ήταν μεγάλος ηγέτης και αν είχε κερδίσει τον πόλεμο, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος σήμερα»(43).
Η έντονη παρουσία των «ξανθών γιγάντων της στρατιάς του Ρόμελ» –όπως τους χαρακτήρισε ένας δημοσιογράφος– στη μεταπολεμική Μέση Ανατολή, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση του καθεστώτος Νάσερ στην Αίγυπτο και του Μπααθ στη Συρία, δεν λέει από μόνη της τίποτα.
Πολλοί βετεράνοι ναζί μεταπήδησαν στις ΗΠΑ ή τη Σοβιετική Ένωση, καθώς, με το τέλος του πολέμου, ξεσπάει ένας ανταγωνισμός για την «απομύζηση εγκεφάλων» της χιτλερικής Γερμανίας: επιστήμονες, στρατιωτικοί, μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αρκετοί από τους οποίους βαρύνονται και με εγκλήματα πολέμου, στρατολογούνται από την CIA και την KGB.
Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, αφορά στην επιφανειακή αποναζιστικοποίηση που επιτελέστηκε στην ίδια τη Γερμανία, κάτι που εξ άλλου κατήγγειλε το κίνημα αμφισβήτησης που ξέσπασε στη χώρα κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι μεταπολεμικοί θεσμοί της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο κρατικός μηχανισμός, η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, τα σώματα ασφαλείας, στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που συμμετείχαν στο Τρίτο Ράιχ, σε διάφορες θέσεις της ιεραρχίας.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Ράινχαρτ Χεν, υψηλόβαθμο στέλεχος των Ες-Ες (φτάνει μέχρι και τον βαθμό του στρατηγού) και θεωρητικός του ναζιστικού μάνατζμεντ· μετά τον πόλεμο, αφού φροντίσει να καλύψει το παρελθόν του, θα ιδρύσει μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων στο Μπάντ Χάρτσμπουργκ, η οποία, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, είχε εκπαιδεύσει περί τα 600.000 στελέχη των σημαντικότερων γερμανικών εταιριών(44).
Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής είναι η διεκδίκηση μιας κάποιας ιδεολογικής συνέχειας. Οι περισσότεροι από τους Ναζί που καταλήγουν στην Αίγυπτο ή τη Συρία δεν είναι «μισθοφόροι», όπως θα τους αποκαλέσει ο Τσώρτσιλ, διαμαρτυρόμενος στον Αντενάουερ, το 1953. Από μια τεθλασμένη οπτική, οι βετεράνοι αυτοί βλέπουν το ισλάμ και τον αραβικό εθνικισμό, με τον αγώνα που κηρύσσουν εναντίον του Ισραήλ και της Δύσης, ως τους νέους και δυναμικούς επιγόνους του εθνικοσοσιαλισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι, εκείνη την εποχή, δεν είχε προκύψει ακόμα ρήγμα ανάμεσα στο ισλάμ και τα κοσμικά κινήματα, τον Νάσερ και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Το βάθος της ιδεολογικής σύγκλισης
Η κοινή αντίθεση με τους Εβραίους
Η σύγκλιση του ναζισμού με τον ισλαμισμό, και γενικότερα τον αραβικό εθνικισμό της Μέσης Ανατολής, επιταχύνεται λόγω της κοινής τους αντίθεσης με τους Εβραίους και, δευτερευόντως, τους Βρετανούς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει μια παλαιστινιακή εφημερίδα, το 1932, λίγο πριν τις εκλογές που θα αναδείξουν τον Χίτλερ στην εξουσία:
«Όσον αφορά τη θέση των Αράβων στην Παλαιστίνη (…) προς αυτές τις εκλογές (…), παρόλο που δεν έχουμε δικαίωμα ψήφου, έχουμε μια επιθυμία και μια ελπίδα. Και ίσως, επειδή οι Εβραίοι είναι οι αντίπαλοί μας (…), τότε η επιθυμία μας και η ελπίδα μας παραμένει ο Χίτλερ, φυσικά, (…) με βάση την αρχή: ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου»(45).
Βέβαια, και σε άλλες περιπτώσεις, οι Ναζί θα επιδιώξουν συγκλίσεις στη βάση της αρχής «ο εχθρός του εχθρού μου»· μια από τις πιο χαρακτηριστικές είναι εκείνη της Αργεντινής του Περόν και της Ιρλανδίας με τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (IRA). Οι επαφές τους με τους Ιρλανδούς αφορούσαν, ωστόσο, στην προοπτική συντονισμού των δράσεων εναντίον των Βρετανών – ενδεχομένως, την πρόκληση εξέγερσης στην Ιρλανδία, σε συνδυασμό με μια εισβολή των Γερμανών στο νησί από τη Μάγχη. Εν τέλει όμως δεν τελεσφόρησαν και, το κυριότερο, δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογική σύγκλιση· ο IRA δεν μετακινήθηκε διόλου από τον ρεπουμπλικανισμό του.
Δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής. Και αυτό γιατί υπάρχει μια σύγκρουση με τους Εβραίους γύρω από τους ιερούς τόπους της Παλαιστίνης, και μια πολιτική και πολιτισμική αντίθεση με τους Δυτικούς που κατείχαν τη Μέση Ανατολή, η οποία ωθεί τον ισλαμισμό, και τη διαποτισμένη από αυτόν πολιτική κουλτούρα των Αράβων, να στραφεί προς τα ρεύματα του ναζισμού και του φασισμού.
Σε ό,τι αφορά στους Δυτικούς, η βρετανική και η γαλλική επικυριαρχία σε Αίγυπτο και Συρία βιώνεται από τους Άραβες ως «επιστροφή των Σταυροφόρων». Βεβαίως, πριν το βρετανικό και το γαλλικό Mandate, υπήρξε η μακραίωνη οθωμανική κατοχή. Γι’ αυτό και οι Άραβες θα συμμετάσχουν, με την υποκίνηση των Βρετανών, σε αντιτουρκικά κινήματα στον αραβικό κόσμο, που θα οδηγήσουν στη συγκρότηση αραβικών κρατών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκεί να θυμηθούμε τον Λώρενς της Αραβίας.
Ωστόσο, η οθωμανική κυριαρχία έθιγε μεν το αίσθημα αυτοδιάθεσης των Αράβων, εντούτοις, δεν έπαυε να αποτελεί μια επικυριαρχία ομόδοξων, που δεν προκαλούσε τον μουσουλμανικό πυρήνα της αραβικής ταυτότητας.
Με τους Δυτικούς, τα πράγματα τίθενται σε διαφορετική ιστορική και πολιτισμική προοπτική. Κατ’ αρχάς, θα θελήσουν να υποκαταστήσουν την οθωμανική κυριαρχία, στα νεοϊδρυθέντα αραβικά κράτη-προτεκτοράτα, φαλκιδεύοντας τα κινήματα ανεξαρτησίας από τους Τούρκους. Κατά δεύτερο λόγο, η έλευσή τους θέτει επί τάπητος το ζήτημα της εκκοσμίκευσης, του διαχωρισμού της πολιτικής σφαίρας από τη θρησκευτική, του εκμοντερνισμού των ηθών και της καθημερινότητας – ιδίως για τους πληθυσμούς των πόλεων. Για το φονταμενταλιστικό ισλάμ, όλα αυτά συνιστούν εγκλήματα καθοσιώσεως και το αίτημα για αυτοδιάθεση απέναντι στους Δυτικούς διαπλέκεται με την περιχαράκωση στην ισλαμική παράδοση, την οποία και ενισχύει εντέλει.
Συναφώς, η πολιτική αντιπαράθεση προσλαμβάνει σύντομα και διαστάσεις πολιτιστικής σύγκρουσης: κατά την εξέγερση στην Παλαιστίνη, από το 1936 και στο εξής, ισχυροποιείται διαρκώς εκείνη η πτέρυγα που, μαζί με την έξωση των Άγγλων, γυρεύει και την επιβολή της Σαρία στις απελευθερωμένες περιοχές. Τον Αύγουστο του 1938, για παράδειγμα, και καθώς οξύνεται η σύγκρουση με τους Βρετανούς, εκδίδονται διατάγματα που απαιτούν την αυστηρή ευθυγράμμιση του πληθυσμού με τον ισλαμικό κώδικα: τα δυτικά ρούχα απαγορεύονται για τους άνδρες, και συστήνονται περιπολίες που επιβλέπουν τη χρήση της μαντίλας στις γυναίκες. Η αντίθεση στην αποικιοκρατία μεταβάλλεται έτσι σε απόρριψη της εκκοσμίκευσης· απόρριψη η οποία τον οδηγεί σε σύγκλιση με τον ναζισμό ο οποίος επίσης έχει θέσει στην προμετωπίδα του τη σύγκρουση με τη «Δύση της παρακμής».
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις με τους Εβραίους, αρχίζουν να παίρνουν μια ανταγωνιστική τροπή ήδη από τη διακήρυξη Μπάλφουρ, το 1917, όταν οι Άραβες συνειδητοποιούν πως η προοπτική ενός μελλοντικού ισραηλινού κράτους –μάλιστα σε ιερούς για εκείνους τόπους- βρίσκεται επί θύραις.
Οι πρώτες συγκρούσεις ξεσπούν το 1920, αν και τότε οι Εβραίοι μόλις που προσέγγιζαν τις 80.000, έναντι μισού και πλέον εκατομμυρίου Αράβων. Η μετανάστευση των Εβραίων κλιμακώνεται αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1930· το 1932, η πληθυσμιακή αναλογία Αράβων και Εβραίων στην Παλαιστίνη είναι σχεδόν 4 προς 1 (771.174 μουσουλμάνοι και 180.793 Εβραίοι)(46), ενώ, ως συνέπεια των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Ναζί στη Γερμανία, μεταξύ 1933 και 1935, ο πληθυσμός των Εβραίων διπλασιάζεται, και πλέον φτάνει τους 395.836(47).
Μπροστά σε αυτήν τη δημογραφική ανατροπή, οι Άραβες αισθάνονται την κυριαρχία τους στους Ιερούς Τόπους να κλονίζεται. Πρόκειται ίσως για την πλέον περίπλοκη διεθνή σύγκρουση που διαρκεί ήδη εκατό χρόνια και δεν μοιάζει να έχει εξαντληθεί. Ένας λαός που εκδιώχθηκε/μετανάστευσε από την Παλαιστίνη πριν από 2.000 χρόνια, ο εβραϊκός, θέλει να επιστρέψει σε αυτήν μετά από ένα Ολοκαύτωμα που έζησε στην Ευρώπη, και βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν λαό που έχει καταλάβει την περιοχή πριν 1400 χρόνια και ζει έκτοτε σε αυτήν. Και η αντιπαράθεση δεν φαίνεται να παίρνει τέλος ούτε να ανοίγει ο δρόμος για ένα κοινό ενιαίο κράτος, Εβραίων και Αράβων, καθώς επιβαρύνεται και από τον ρόλο που διαδραματίζουν δύο «θρησκείες της ερήμου», μονοθεϊστικές, διαποτισμένες από μια έντονη αντίληψη αποκλειστικότητας(48), επίλεκτου λαού, μοναδικότητας του θεϊκού Νόμου. Η σύγκρουση αποτυπώνεται και στη χωροταξία: το τέμενος του Αλ Άκσα, ο τρίτος τη τάξει ιερότερος τόπος του ισλάμ, βρίσκεται στο κέντρο του Ιερού Όρους του Ναού, εκεί όπου κατά την εβραϊκή παράδοση βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντα, και τα Άδυτα των Αδύτων. Η αλληλοεπικάλυψη των Ιερών Τόπων αποτυπώνει χαρακτηριστικά την τροχιά αμοιβαίου αποκλεισμού στην οποία έχουν εμπλακεί οι δύο λαοί/θρησκείες.
Εξ άλλου, το ισλάμ τοποθετείται στα θεμέλια της πίστης του, σε αντιπαράθεση με τον εβραϊσμό. Δεν είναι μόνον η σύγκρουση του Μωάμεθ με τους Εβραίους της Μεδίνας, κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του. Είναι και ότι το Κοράνι σπεύδει να εμφανίσει μορφές που πρωταγωνιστούν στην Παλαιά Διαθήκη –όπως ο Αβραάμ(49)– ως… μουσουλμάνους, κάτι, που αντιμετωπίζεται ως σφετερισμός από τους Εβραίους.
Ωστόσο, όπως σημειώσαμε, αυτή η εχθρότητα είχε αποδυναμωθεί στα χρόνια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε, το Χαλιφάτο είναι ακλόνητο, οπότε, οι Εβραίοι που καταφεύγουν διωγμένοι από την Ισπανία, ή την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αξιοποιούνται από την Υψηλή Πύλη ως «στρατηγική μειονότητα»: επιφορτίζονται με το εμπόριο, ή αναλαμβάνουν κλάδους της παραγωγικής διαδικασίας. Με την αξιοποίησή τους, η Αυτοκρατορία καταφέρνει να δώσει μια απάντηση στον ανταγωνισμό των Βενετών και των Γενουατών, καθώς και να αποτρέψει την ισχυροποίηση των αλλόδοξων Ελλήνων και Αρμενίων μέσα από τους μηχανισμούς του εμπορίου και της παραγωγής(50). Οι ισορροπίες αυτές ανατρέπονται στην Παλαιστίνη της Βρετανικής Εντολής, ενώ η μετανάστευση των Εβραίων ενισχύει περαιτέρω την αραβική ανασφάλεια. Η ανταγωνιστική πλευρά, επομένως, επανέρχεται.
Οι πρώτες συγκρούσεις ξεσπούν το 1920 και πρωταγωνιστικό ρόλο από την πλευρά των Αράβων διαδραματίζει ο μετέπειτα μουφτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί. Εντούτοις, οι Βρετανοί, που δεν επιθυμούν οι υποσχέσεις τους προς το εβραϊκό στοιχείο να προκαλέσουν την μήνη των Αράβων, τον εγκαθιστούν, με δική τους πρωτοβουλία, Μουφτή της Ιερουσαλήμ, παρ’ όλο που στη σχετική ψηφοφορία του συμβουλίου των κληρικών είχε έλθει μόλις τέταρτος(51).
Η βρετανική διοίκηση επιδίδεται σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ μιας αραβικής πλειοψηφίας και μιας εβραϊκής μειονότητας, η οποία ωστόσο δεν είναι μόνη, αλλά ενισχύεται αποφασιστικά από το διεθνές σιωνιστικό κίνημα και τον εβραϊκό παράγοντα στο Λονδίνο. Από τη μία, η στάση των Αράβων είναι κρίσιμη για την κυβερνησιμότητα του Mandate, το οποίο βρίσκεται σε μια περιοχή ιδιαιτέρως κρίσιμη γεωστρατηγικά. από την άλλη, η πολιτική βαρύτητα του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος πολλαπλασιάζεται και, επιπροσθέτως, ο οικονομικός ρόλος της εβραϊκής διασποράς στο Λονδίνο είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η βρετανική διοίκηση αποπειράται να διατηρήσει και τις δυο πλευρές ικανοποιημένες: ήδη από το 1922 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ επαναλαμβάνει αδιάκοπα ότι η διακήρυξη Μπάλφουρ δεν συνεπάγεται μια εβραϊκή Παλαιστίνη, και ότι η εβραϊκή μετανάστευση προς τα εδάφη της οφείλει να υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς, ώστε να μην προκαλείται η αραβική πλειοψηφία(52).
Εν τέλει, όμως, εκείνο που καταφέρνουν οι Βρετανοί είναι να στρέψουν και τις δύο πλευρές εναντίον τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ένοπλες οργανώσεις Αράβων και Εβραίων στοχοποιούν τη βρετανική διοίκηση, αφ’ ενός, και συγκρούονται μεταξύ τους αφ’ ετέρου. Η «στρατηγική της έντασης» αποσκοπεί στο να εκβιάσει τους Βρετανούς, οι οποίοι σταδιακά χάνουν τον έλεγχο, αλλά και να εξαλείψει από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων όλες εκείνες της φωνές και τις τάσεις που προωθούν ένα εναλλακτικό σενάριο συνύπαρξης.
Μέσα στη δεκαετία του 1920, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ, αλλά και οι ακραίοι σιωνιστικοί κύκλοι των Εβραίων εποίκων, επιλέγουν συνειδητά τον δρόμο της ανάφλεξης, προκειμένου να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των μετριοπαθών τάσεων και των δυο πλευρών(53). Λίγα χρόνια αργότερα, ένας από τους αρχηγούς της εβραϊκής Ιργκούν γράφει σχετικά με τη στρατηγική της οργάνωσης:
«Πρέπει να διαμορφώσουμε μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία το να σκοτώνεις έναν Άραβα θα είναι σαν να σκοτώνεις έναν αρουραίο, οι Άραβες να θεωρούνται σκουπίδια, έτσι ώστε να δείξουμε ότι η δύναμη που πρέπει κανείς να υπολογίζει είμαστε εμείς κι όχι εκείνοι»(54).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Άραβες γοητεύονται από μια ιδεολογία -όπως η ναζιστική- που αποδίδει διαστάσεις κάθαρσης στην αποπομπή του εβραϊκού στοιχείου· οι δε ναζί, από την πλευρά τους, γοητεύονται ιδιαιτέρως από τον ριζικό αντιεβραϊσμό του ισλάμ.
Ευρύτερη ιδεολογική σύγκλιση
Η υπερβολική επικέντρωση στο «εβραϊκό ζήτημα», όμως, υποτιμά τις ευρύτερες διαστάσεις της ιδεολογικής σύγκλισης ναζισμού και φονταμενταλιστικού ισλαμισμού. Στις σελίδες που προηγήθηκαν, είδαμε πως ιδεολογικά χαρακτηριστικά τα οποία βρίσκονται στην αιχμή του εθνικοσοσιαλισμού -λατρεία του ηγέτη, αποθέωση της πολεμικής αρετής, το «ένοπλο έθνος», επιθυμία για την αποκατάσταση μιας χρυσής εποχής, λησμονημένης σήμερα από τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις, και το αίσθημα μιας σαρωτικής παρακμής– είναι στοιχεία που εντοπίζονται ταυτοχρόνως και στο πολιτικό υπόβαθρο του ισλάμ.
Όσο για τον αραβικό εθνικισμό, είναι σαφές πως δανείζεται από το ισλάμ την άποψή του για τη μονολιθικότητα της πολιτικής και το αποκλειστικό πρωτείο της πολιτικής εξουσίας, που οφείλει να ορίζει ολοκληρωτικά την κοινωνική ζωή, όπως είδαμε να συμβαίνει στο καθεστώς του Νάσερ, ή εκείνο του Μπάαθ, και τα οποία επίσης λειτούργησαν ως σημεία ιδεολογικής σύγκλισης με τα φασιστικά ρεύματα. Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Άδωνις, Σύρος φιλόσοφος και ποιητής:
«…Στο ισλάμ, η πολιτική εξουσία πάντα θριάμβευε. Από τη στιγμή που ιδρύθηκε το ισλάμ, η κοινωνία των πολιτών βρισκόταν πάντα υπό την κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, όταν οι άνθρωποι μιλούν, σήμερα, για αλλαγή, δεν πρόκειται τόσο για αλλαγή της κοινωνικής ή πολιτικής δομής όσο για μια διαδοχή ατόμων που ασκούν εξουσία»(55).
Νεώτερες μελέτες επί του φασιστικού φαινομένου εστιάζουν ιδιαίτερα στον «μυθικό πυρήνα» της ιδεολογίας του, που περιστρέφεται γύρω από τον «παλιγγενεσιακό μύθο» αναβίωσης μιας χρυσής, αυτοκρατορικής εποχής, συχνά ενταφιασμένης στο παρελθόν από μακρές περιόδους ταπεινώσεων, λήθης, και παρακμής(56). Το μοτίβο αυτό απαντάται σχεδόν σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στην ανάδυση του φασιστικού φαινομένου κατά τον μεσοπόλεμο· σίγουρα, σε ό,τι αφορά στους Ιταλούς -με τη νοσταλγία της αυτοκρατορικής Ρώμης–, αλλά και τους Γερμανούς, με το όνειρο για την αναβίωση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο παλιγγενεσιακός μύθος αποτελεί και την κινητήριο δύναμη του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος είναι ταυτισμένος όσο κανείς με το πνεύμα και τη διάθεση επιστροφής στη χρυσή εποχή ενός παντοδύναμου Χαλιφάτου. Εξ άλλου:
«Το ισλάμ πολέμησε εναντίον των πολιτισμών που προηγήθηκαν. (…) Το σύνθημά του ήταν: κανένας νόμος, κανένα σχέδιο δεν μπορεί να αγγίξει το όραμα του εκπροσώπου του Θεού. Αυτό καταλήγει στο να πει: μην ονειρεύεστε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά υποταχθείτε και εφαρμόστε το γράμμα αυτού του ορθόδοξου και δογματικού οράματος για τον κόσμο, που κυριαρχεί από την αρχή του ισλάμ.»
Έτσι:
«Κάθε μέλλον βρίσκεται στο παρελθόν. Από εκεί προέρχεται η επανάληψη. Τα απομεινάρια του παρελθόντος ανακυκλώνονται συνεχώς. Το παρόν συγχέεται με το παρελθόν»(57).
Το γεγονός αυτό εξηγεί την εύκολη υποστροφή των ρευμάτων της αραβικής αφύπνισης προς τον ολοκληρωτισμό – και δη, τον ισλαμικό. Όντως, η διαπίστωση του Γαλλοαλγερινού, γεννημένου στην Καμπιλία, Αλμπέρ Καμύ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ότι «οι διορατικοί αγωνιστές του βορειοαφρικανικού κινήματος, εκείνοι που γνωρίζουν ότι το αραβικό μέλλον εξαρτάται από την ταχεία πρόσβαση στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής για τους μουσουλμανικούς λαούς, φαίνεται κατά καιρούς ότι υπερφαλαγγίζονται από ένα άλλο κίνημα, το οποίο είναι τυφλό απέναντι στις τεράστιες υλικές ανάγκες των μαζών και ονειρεύεται έναν πανισλαμισμό…»(58), μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει σημείο αφετηρίας για να καταλάβουμε τη μετεξέλιξη της Αραβικής Άνοιξης.
Ένα τελευταίο σημαντικό στοιχείο, που συνδέεται και με το προηγούμενο· το πολιτικό αλλά και γεωπολιτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναδύονται ο ναζισμός και το ισλάμ, εμφανίζει από μια ορισμένη σκοπιά αρκετές ομοιότητες: το ισλάμ έρχεται καθυστερημένα να ολοκληρώσει τον κύκλο των μονοθεϊστικών θρησκειών, και λειτουργεί ως το κατ’ εξοχήν στοιχείο ενοποίησης των Αράβων, που μέχρι πρότινος βίωναν τις συνθήκες ενός φυλετικού πολυκατακερματισμού, οι οποίες διαμόρφωναν ένα περιβάλλον συγκρούσεων και πολυδοξίας. Η έλευσή του σηματοδοτεί την αφετηρία μιας διαδικασίας ενοποίησης διά της κατακτήσεως, η οποία θέτει επί τάπητος στις υπόλοιπες δυνάμεις της εποχής –κυρίως το Βυζάντιο και την περσική Αυτοκρατορία- το ζήτημα συγκρότησης ενός ‘ζωτικού χώρου’(59).
Παρομοίως, η Γερμανία εισέρχεται καθυστερημένα στον στίβο της εθνοκρατικής συγκρότησης, και έπειτα, σε εκείνο της οικοδόμησης αυτοκρατορίας. Πολύ σύντομα, έρχεται αντιμέτωπη με την ταπείνωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ναζισμός αναλαμβάνει την επαύριον της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης να επανενώσει το διαλυμένο έθνος, μέσα από την υπόσχεση ενός ολοκληρωτικού πολέμου, μέσα από τον οποίον θα ξεπηδήσει μια νέα, τελειοποιημένη εκδοχή του Άριου Ανθρώπου. Και εδώ τα μοτίβα της μνησικακίας και του ζωτικού χώρου διαδραματίζουν εξ ίσου κεντρικό ρόλο.
***
Οι εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ του φασισμού και του ισλαμισμού μελετώνται ελάχιστα σήμερα. Ίσως γιατί, η μελέτη τους οδηγεί σε μονοπάτια που βρίσκονται έξω από τις σύγχρονες ιδεολογικές και πολιτικές μόδες.
Ο μεν ναζισμός θεωρείται ένα αμιγώς ευρωκεντρικό πολιτικό σχέδιο, ακριβώς διότι η κυρίαρχη ιδεολογία αγωνιά ώστε να αποδώσει την ευθύνη ανάδυσης του φυλετικού ολοκληρωτισμού αποκλειστικά στον «λευκό Ευρωπαίο άνδρα». Και όμως, το γεγονός ότι οι Ναζί απορρίπτουν την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση, που αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, τους εξωθεί ολοένα και πιο έντονα σε έναν ταυτοτικό εξωτισμό που, μεταξύ άλλων, αποκτάει και ευρασιατικές εκφάνσεις.
Προκειμένου να καλύψουν το κενό στις θεμελιώδεις, ιστορικές αναφορές, στρέφονται άλλοτε προς τους παγανιστικούς μύθους και τα σύμβολα της προχριστιανικής Ευρώπης –τα ρουνικά σύμβολα, τη Θούλη κ.ο.κ.-, άλλοτε προσεγγίζουν τη Θεοσοφία και φτάνουν ίσαμε τις Ινδίες για να βρουν τις ρίζες του Άριου πολιτισμού, και άλλοτε προσεγγίζουν με ενδιαφέρον το ισλάμ, γιατί αντιλαμβάνονται ότι συνιστά μια «θρησκεία του ξίφους» που ταιριάζει απόλυτα στην πολεμική κουλτούρα που θέλουν να καθιερώσουν στη γερμανική κοινωνία.
Όσο για το ισλάμ, στο πλαίσιο της σημερινής κυρίαρχης προσέγγισης, περιβάλλεται πάντοτε με μια αντιαποικιακή «αγιοσύνη». Αθωώνεται για τις ολοκληρωτικές του τάσεις, οι οποίες μετριάζονται από το γεγονός ότι επιτελεί ρόλο «κουλτούρας αντίστασης» απέναντι στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τα ιστορικά εγκλήματα που αυτή διέπραξε στον αραβικό κόσμο. Θα πρέπει, επομένως, να μας είναι αδιάφορο ποιο καθεστώς θα υποκαταστήσει τις αποικιακές σχέσεις μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής.
Ο ισλαμικός επεκτατισμός, όμως, προϋπήρξε της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας· στην Ιερουσαλήμ -για να το θέσουμε σχηματικά– έφτασε με το ξίφος, ως κατακτητής. Η κουλτούρα της αποκλειστικότητας, την οποία καλλιέργησε για να διαποτίσει έπειτα την πολιτική συνείδηση των μεσανατολικών κοινωνιών, σαφώς έπαιξε τον ρόλο της ώστε τα σύγχρονα ισλαμικά ρεύματα να αισθάνονται εξ αρχής περισσότερο φιλικά ως προς τις «φασιστικές, αντιδημοκρατικές ηγεσίες», όπως τις αποκάλεσε ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ. Και βέβαια, η ίδια κουλτούρα ώθησε τον αραβικό εθνικισμό να προσεγγίσει την ίδια την έννοια του παναραβισμού σε ένα πλαίσιο μονολιθικότητας υπό το τρίπτυχο, «ένας λαός, ένας κράτος, ένας ηγέτης».
Θα αντιτείνει κάποιος πως το ισλάμ αφήνει χώρο συνύπαρξης με τους απίστους – ιδίως εκείνους των «ιστορικών θρησκειών», Εβραίων και Χριστιανών. Τούτο συμβαίνει, όμως, μόνον εφ’ όσον εκείνοι εντάσσονται σε μια κατώτερη ιεραρχικά κλίμακα – είναι δηλαδή υποδεέστεροι, ακριβώς εξαιτίας της θρησκευτικής τους διαφορετικότητας.
Προφανώς, το πρόβλημα αξιολόγησης και κατάταξης των συγκεκριμένων πολιτικών αντιλήψεων αφορά εν τέλει στην ίδια τη Δύση, και τον τρόπο που ο δικός της πνευματικός κόσμος αντιλαμβάνεται και προσεγγίζει τα πολιτικά φαινόμενα που συντελούνται έξω από τα δικά της όρια. Γι’ αυτό και η ιστορικά επαληθευμένη συσχέτιση του φασισμού με τον ισλαμισμό, καθώς και τον αραβικό εθνικισμό, καταλήγει να δοκιμάζει αυτήν την τόσο κυρίαρχη στις μέρες μας τάση, που θέλει την Ευρώπη, αλλά και τη Δύση ολόκληρη, να αυτοδαιμονοποιείται και να αυτοεκμηδενίζεται.
Παραδόξως, και εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τον απόηχο ορισμένων επιδράσεων που άφησε πίσω της η συμπόρευση ναζισμού και ισλαμισμού, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1930.
Μια από τις πιο θεμελιώδεις παραδοχές του ρεύματος αυτοαμφισβήτησης, που ταλανίζει σήμερα τη Δύση, είναι πως η περίφημη «ανακάλυψη των κλασικών», δηλαδή του αρχαιοελληνικού ουμανισμού από την Ευρώπη της Αναγέννησης, συντελέστηκε επί της ουσίας από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο των Αββασιδών, και όχι από τη βυζαντινή, χριστιανική Ευρώπη. Στους πιο σκοτεινούς αιώνες της Ευρώπης, λοιπόν, οι Άραβες είναι εκείνοι που θα διασώσουν τον Αριστοτέλη, για να τον «μετακενώσουν» έπειτα στη Δύση. Η νεωτερικότητα, επομένως, χρωστάει πολύ περισσότερα στον αραβομουσουλμανικό πολιτισμό, απ’ ό,τι στη χριστιανική Ευρώπη.
Την άποψη αυτή εισηγείται στην ευρωπαϊκή ακαδημία και η οριενταλίστρια Sigrid Hunke, με το έργο της Ο Ήλιος του Αλλάχ φωτίζει τη Δύση, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Έκτοτε, και κυρίως από τη δεκαετία του 1990 κι έπειτα, η συγγραφέας και το έργο της μεταβάλλονται σε σημεία αναφοράς του πολυπολιτισμικού ρεύματος.
Η Hunke όμως ξεκινάει την ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία ως Ναζί και μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Σχετίζεται στενά με τον Χίμλερ, και μελετάει την ευρωπαϊκή και τη γερμανική πολιτιστική κληρονομιά ως υπότροφη του ινστιτούτου Ahnenerbe, που λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ες-Ες και του υπουργείου Γεωργίας των Ναζί. Ως μέλος του ινστιτούτου αυτού, και συχνή συντάκτρια της επιθεώρησης του Germanien, η Hunke γνωρίζει τον… Μουτφή της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί.
Μετά τον πόλεμο, ζει στη Βόννη, ενώ η δημοσιοποίηση του έργου της, το 1960, την καθιστά ιδιαιτέρως δημοφιλή στην Αίγυπτο, όπου μάλιστα γίνεται δεκτή στο Ανώτατο Συμβούλιο Ισλαμικών Υποθέσεων του Καΐρου:
«Όσο ζούσε, η Hunke απέρριπτε την επιρροή του χριστιανισμού, τον οποίον έκρινε artfremt («ξένο ως προς το γερμανικό είδος») και oriental. Σύμφωνα με την εθνικοσοσιαλιστική γραμμή, εγκωμίαζε την επιστροφή στις αξίες της παγανιστικής Γερμανίας και σε μια ευρωπαϊκή ταυτότητα, με την οποία συνέδεε το ισλάμ. Αυτή η φίλη του Χίμλερ παραμένει, μέσω των γραπτών της, ηγετική μορφή μιας ορισμένης ακροαριστεράς»60.
Ορισμένες φορές, όντως, η ιστορία και η περιπέτεια των ιδεών επιφυλάσσει στους ζηλωτισμούς πικρόχολες και ειρωνικές διαψεύσεις.
(3) Naci Yorulmaz, Arming the Sultan, German Arms Trade and Personal Diplomacy in the Ottoman Empire Before World War I, I.B. Tauris, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2014, σ. 141.
(4) Για μια διεξοδική παρουσίαση της εμπλοκής που είχε ο γερμανικός παράγοντας στην Ελλάδα κατά την κρίσιμη περίοδο 1915-1917, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, 1909-1922: Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2022.
(5) Stephan Ihrig, Ataturk in the Nazi Imagination, The Belknapp Press of Cambridge UP, Λονδί- νο-Μασσαχουσέτη 2014, σσ. 3-5.
(6) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σ. 21.
(7) Stephan Ihrig, Ataturk in the Nazi Imagination…, ό.π., σ. 11.
(8) Ό.π., σ. 70.
(9) Ό.π., σ. 87.
(10) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World, Yale UP, Νιού Χέηβεν – Λονδίνο 2009,σ. 16.
(12) Ό.π., σσ. 151-152.
(13) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σσ. 64-65.
(14) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σ. 62.
(15) David Patterson, A Genealogy of Evil: Anti-Semitism from Nazism to Islamic Jihad, Cambridge U P, Νέα Υόρκη 2011, σ. 32.
(16) Ό.π., 51.
(17) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 46.
(18) Ό.π., σσ. 132-133.
(19) Ό.π., σ. 4.
(20) Klaus-Michael Mallmann & Martin Cϋppers, Nazi Palestine: The Plans for the Extermination of the Jews in Palestine, Enigma Books, Νέα Υόρκη 2005, σ. 38.
(21) David Patterson, A Genealogy of Evil…, ό.π., σ. 22.
(22) Ό.π., σ. 31.
(23) Ό.π., σ. 39.
(24) Klaus-Michael Mallmann & Martin Cüppers, Nazi Palestine: The Plans for the Extermination of the Jews in Palestine…, ό.π., σ. 37.
(25) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 8.
(26) Gilles Kepel, Jihad: The Trail of Political Islam , The Belknapp Press of Harvard University Press, Καίμπριτζ-Μασαχουσέτη 2002, σ. 28.
(27) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 225.
(28) Ό.π., σ. 44.
(29) Eric Trager, Arab Fall: How Muslim Brotherhood Won and Lost Egypt in 891 days, George
town UP, Ουάσινγκτον 2016, σ. 151.
(31) David Patterson, A Genealogy of Evil…, ό.π., σ. 38.
(32) Brynjar Lia, The Society of the Muslim Brothers in Egypt, Ithaca Press, Ρέντιγνκ 1988, σ. 175.
(33) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 244.
(34) David Patterson, A Genealogy..., ό.π., σ. 223.
(35) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Palestine…, ό.π., σ. 33.
(36) Χαμίντ Αμπντελσαμάντ, Ο Ισλαμικός Φασισμός…, ό.π., σ. 41.
(37) Joel Fishman, «The Postwar Career of Nazi Ideologue Johann von Leers, aka Omar Amin, the “First Ranking German” in Nasser’s Egypt», Jewish Political Studies Review, τ. 26, τχ. 3-4, Ιούλιος 2016.
(38) «Nazis in Cairo», Patterns of Prejudice, τ. 1, τχ. 3, Μάιος 1967.
(39) «CIA report of 24 October 1957», ό.π., 7, σσ 2-3. Διαθέσιμο στο LEERS, JOHANNES VON CIA File Complete, archive.org, σ. 71. https:// archive.org/details/LEERSJOHANNESVON- CIAFileComplete.
(40) «Nazis in Cairo», Patterns of Prejudice, τ. 1 τχ. 3, Μάιος 1967.
(41) Barry M. Rubin & Wolfgang G. Schwanitz, Nazis, Islamists, and the making of the modern Middle East, Yale UPs, Νιού Χέηβεν & Λονδίνο 2014, σ. 209.
(42) Για τον Φρανσουά Γκενού, βλέπε: Barry M. Rubin & Wolfgang G. Schwanitz, Nazis, Islamists, and the making of the modern Middle East…, ό.π., σσ. 227, 229. David Lee Preston, «Hitler Swiss Connection», Philadelphia Inquirer, 5 Ιανουαρίου 1997. Martin A. Lee & Kevin Coogan, «Killers on the Right», Mother Jones, Μάιος 1987, σσ. 40-46. Sam Izzo, «Karl-Heinz Hoffmann’s Secret History Links Neo-Nazis With Palestinian Terror», Tablet Magazine, 18 Ιουνίου 2019. https://www.tabletmag.com/sections/histo- ry/articles/karl-heinz-hoffmann-far-right.
(43) Peter Wyden, The Hitler Virus: The Insidious Legacy of Adolf Hitler, Arcade Publishing, Νέα Υόρκη 2012, σσ. 111-112.
(44) Ιια την άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση του Ράινχαρτ Χεν και της περιπετειώδους ιστορίας του, βλέπε Johann Chapoutot, Ελεύθερος να υπακούς: Το μάνατζμεντ από το ναζισμό μέχρι σήμερα.
(45) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Palestine…, ό.π., σ. 36.
(46) Ό.π., σ. 9.
(47) Ό.π., σ. 13.
(48) Υπάρχει ένα ευρύ ρεύμα Εβραίων διανοουμένων οι οποίοι προσεγγίζουν κριτικά το σιωνιστικό ρεύμα, καθώς το βλέπουν να συγκροτεί μια ιδέα για το εβραϊκό έθνος η οποία στηρίζεται σε λογικές αποκλειστικότητας. Βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς (επιμ.), Εβραίοι Εναντίον του Σιωνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2003, και Iσραήλ Σαχάκ, Εβραϊκή Θρησκεία – εβραϊκή ιστορία: Το βάρος 3.000 χρόνων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2009.
(49) «Ω λαοί των Γραφών! Γιατί ερίζετε για τον Αβραάμ, αφού είναι γνωστό ότι η Τορά και το Ευαγγέλιο κατέβηκαν από πάνω πολύ αργότερα από αυτόν; Δεν κατανοείτε λοιπόν;… δεν ήταν ο Αβραάμ ούτε Ιουδαίος ούτε Χριστιανός, αλλά ήταν μονοθεϊστής μουσουλμάνος και όχι πολυθεϊστής». Κοράνι 3:67.
(50) Για τη χρήση των Εβραίων ως «στρατηγικής μειονότητας» από την Υψηλή Πύλη του οθωμανικού Χαλιφάτου, βλ. Γιώργος Ρακκάς, «Οθωμανική Θεσσαλονίκη και «δημογραφική μηχανική» στο Α. Θεοδωρίδης – Γ. Ρακκάς – Γ. Ταχόπουλος – F. Beaujour, Λησμονημένη Εθνοκάθαρση – Η Θεσσαλονίκη στον αγώνα του 1821, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2021, σσ. 193-195.
(51) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Palestine…, ό.π., σ. 6.
(52) Ό.π., σσ. 8 & 28.
(53) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Palestine…, ό.π., σσ. 8-11.
(54) Αναφέρεται στο: Ράνταλ Τζ. Λω, Τρομοκρατία: Μια παγκόσμια ιστορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2020, σ. 231.
(55) Adonis & Houria Abdelouahed, Prophecy & Power. Violence and Islam II, Polity Press, Medford 2021 (έκδοση .epub).
(56) Roger Griffin, The Nature of Fasism, Routledge, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 1991.
(57) Άδωνις, Βία και Ισλάμ. Συζητήσεις με τη Χουρία Αμπντελουάχεντ, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016, σ. 23.
(58) Albert Camus, Algerian Chronicles, The Belknap Press of Harvard UP, Καίμπριτζ – Λονδίνο 2013, σ. 134.
(59) Βλ. Adonis & Houria Abdelouahed, Prophecy & Power… ό.π., αλλά και Ashram Momeni, Ισλάμ. Ιστορία, επεκτατισμός και βία, Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 11-32.
(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)
ΝΕΟΣ ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ γιά ἕναν νέο Διαφωτισμό- Περιοδική Έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού
έτος 13ο τεύχος 26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023 τιµή 14 ευρώ – https://www.academia.edu/107972388/Ισλάμ_και_φασισμός_Ιστορική_συμπόρευση_και_ιδεολογική_αλληλεπίδραση?auto=download
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ