Ὁ ἀσκητὴς καὶ οἱ ληστές
Ἕνας
ἀσκητὴς ἐπισκέφθηκε τὸν ὅσιο Ζωσιμὰ σὲ μοναστήρι της Τύρου. Κάθισαν καὶ
διάβαζαν μαζὶ τὸ Γεροντικό. Ἀντλοῦσαν ἀπ’ αὐτὸ πνευματικὴ δύναμη.
Προχωρῶντας στὴν ἀνάγνωση, ἔφθασαν στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπιθέσεως ληστῶν σ’ ἕνα γέροντα καὶ τῆς ἁρπαγῆς ὅλων τῶν ὑπαρχόντων του. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση, ὁ γέροντας, βλέποντας ὅτι οἱ ληστὲς παρέλειψαν νὰ τοῦ πάρουν ἕνα σακκίδιο, ἔτρεξε πίσω τους φωνάζοντας:
Παιδιά μου, ξεχάσατε νὰ πάρετε κι αὐτό!
Ἐκεῖνοι, παρ’ ὅλη τὴ σκληροκαρδία τους, θαύμασαν τὴν ἀκτημοσύνη τοῦ γέροντα. Ἀμέσως τοῦ ἐπέστρεψαν ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν ἁρπάξει, λέγοντας μετανοιωμένοι μεταξύ τους:
Ἀληθινά, αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ!
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς διηγήσεως τοῦ Γεροντικοῦ ὁ ἐπισκέπτης ἀσκητὴς εἶπε στὸν ὅσιο Ζωσιμά:
Ξέρεις, ἀββᾶ μου, αὐτὸ τὸ περιστατικὸ πολὺ μὲ ὠφέλησε.
Καὶ μὲ ποιό τρόπο; ρώτησε ὁ ὅσιος.
Τὸ εἶχα διαβάσει ὅταν ἀσκήτευα κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Θαύμαζα τὸν γέροντα καὶ παρακαλοῦσα: «Κύριε, ἀξίωσε μὲ ν’ ἀκολουθήσω τὰ ἴχνη του, Ἐσὺ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω κι ἐγὼ μοναχός». Καθὼς εἶχα αὐτὸ τὸν πόθο, μετὰ δύο μέρες καταφθάνουν ληστές! Ὅταν χτύπησαν τὴν πόρτα μου καὶ κατάλαβα ποιοί ἦταν, εἶπα μέσα μου: «Δόξα τῷ Θεῷ, ἦρθε καιρὸς νὰ δοκιμαστῶ στὴ στέρηση τῶν ὑπαρχόντων μου». Ἀνοίγοντας λοιπόν τους δέχτηκα μὲ χαρά, καὶ ἀνάβοντας λυχνάρι ἄρχισα νὰ τοὺς δείχνω ὅσα εἶχα στὸ κελλί μου, λέγοντας τους: «Μὴν ἀμφιβάλλετε, δὲν θὰ κρύψω τίποτε ἀπὸ σᾶς». Μοῦ λένε: «Ἔχεις χρυσό;». Τοὺς ἀπαντῶ: «Ναί, ἔχω τρία νομίσματα», καὶ ἄνοιξα ἐμπρός τους τὸ κουτὶ ποὺ τὰ φύλαγα. Αὐτοὶ τὰ πῆραν καὶ ἔφυγαν εἰρηνικά.
Ὁ ὅσιος Ζωσιμὰς χαριεντιζόμενος τὸν ρώτησε:
Μήπως τὰ ἐπέστρεψαν, ὅπως ἐκεῖνοι τῆς διηγήσεως ποὺ διαβάσαμε;
Δὲν θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐπιστρέψουν, ἀλλὰ κι ἐγὼ πραγματικὰ δὲν τὰ ἐπιθυμοῦσα, ἀπάντησε ὁ ἀσκητής, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Γεροντικοῦ εἶχε καλλιεργήσει τὴν ἀκτημοσύνη.
Ἀββᾶ Ἠσαΐα, Ζωσιμά, Δωροθέου. [Κείμενα Ἀσκητικά]. (σειρὰ Φιλοκαλία τ. 12). ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1981.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι. Ἀνθολογία χαρισματικῶν ἐκδηλώσεων. Τόμος τρίτος. Ἐκδόσεις Ἱερὰς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 1990.
Προχωρῶντας στὴν ἀνάγνωση, ἔφθασαν στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπιθέσεως ληστῶν σ’ ἕνα γέροντα καὶ τῆς ἁρπαγῆς ὅλων τῶν ὑπαρχόντων του. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση, ὁ γέροντας, βλέποντας ὅτι οἱ ληστὲς παρέλειψαν νὰ τοῦ πάρουν ἕνα σακκίδιο, ἔτρεξε πίσω τους φωνάζοντας:
Παιδιά μου, ξεχάσατε νὰ πάρετε κι αὐτό!
Ἐκεῖνοι, παρ’ ὅλη τὴ σκληροκαρδία τους, θαύμασαν τὴν ἀκτημοσύνη τοῦ γέροντα. Ἀμέσως τοῦ ἐπέστρεψαν ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν ἁρπάξει, λέγοντας μετανοιωμένοι μεταξύ τους:
Ἀληθινά, αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ!
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς διηγήσεως τοῦ Γεροντικοῦ ὁ ἐπισκέπτης ἀσκητὴς εἶπε στὸν ὅσιο Ζωσιμά:
Ξέρεις, ἀββᾶ μου, αὐτὸ τὸ περιστατικὸ πολὺ μὲ ὠφέλησε.
Καὶ μὲ ποιό τρόπο; ρώτησε ὁ ὅσιος.
Τὸ εἶχα διαβάσει ὅταν ἀσκήτευα κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Θαύμαζα τὸν γέροντα καὶ παρακαλοῦσα: «Κύριε, ἀξίωσε μὲ ν’ ἀκολουθήσω τὰ ἴχνη του, Ἐσὺ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω κι ἐγὼ μοναχός». Καθὼς εἶχα αὐτὸ τὸν πόθο, μετὰ δύο μέρες καταφθάνουν ληστές! Ὅταν χτύπησαν τὴν πόρτα μου καὶ κατάλαβα ποιοί ἦταν, εἶπα μέσα μου: «Δόξα τῷ Θεῷ, ἦρθε καιρὸς νὰ δοκιμαστῶ στὴ στέρηση τῶν ὑπαρχόντων μου». Ἀνοίγοντας λοιπόν τους δέχτηκα μὲ χαρά, καὶ ἀνάβοντας λυχνάρι ἄρχισα νὰ τοὺς δείχνω ὅσα εἶχα στὸ κελλί μου, λέγοντας τους: «Μὴν ἀμφιβάλλετε, δὲν θὰ κρύψω τίποτε ἀπὸ σᾶς». Μοῦ λένε: «Ἔχεις χρυσό;». Τοὺς ἀπαντῶ: «Ναί, ἔχω τρία νομίσματα», καὶ ἄνοιξα ἐμπρός τους τὸ κουτὶ ποὺ τὰ φύλαγα. Αὐτοὶ τὰ πῆραν καὶ ἔφυγαν εἰρηνικά.
Ὁ ὅσιος Ζωσιμὰς χαριεντιζόμενος τὸν ρώτησε:
Μήπως τὰ ἐπέστρεψαν, ὅπως ἐκεῖνοι τῆς διηγήσεως ποὺ διαβάσαμε;
Δὲν θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐπιστρέψουν, ἀλλὰ κι ἐγὼ πραγματικὰ δὲν τὰ ἐπιθυμοῦσα, ἀπάντησε ὁ ἀσκητής, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Γεροντικοῦ εἶχε καλλιεργήσει τὴν ἀκτημοσύνη.
Ἀββᾶ Ἠσαΐα, Ζωσιμά, Δωροθέου. [Κείμενα Ἀσκητικά]. (σειρὰ Φιλοκαλία τ. 12). ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1981.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι. Ἀνθολογία χαρισματικῶν ἐκδηλώσεων. Τόμος τρίτος. Ἐκδόσεις Ἱερὰς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 1990.