Απομαγνητοφώνηση της παρουσίασης Α’ Οικουμενική Σύνοδος και αρειανισμός, του κ. Βασιλείου Τουλουμτσή
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325) αντιμετώπισε την αρειανική αίρεση. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στην επιστολή που στέλνει εκ των υστέρων η Σύνοδος προς τους Αιγυπτίους, αναφέρει πως η Σύνοδος αυτή αντιμετώπισε την παρανομία και την ασέβεια του Αρείου και των συν αυτώ.
Γενικότερα κάθε πρόβλημα δογματικής υφής που απασχόλησε ή και απασχολεί την Εκκλησία, αποτελεί το γνήσιο επιγέννημα του φιλοσοφικού στοχασμού και του περιέργως θεολογείν.
Ο Άγιος Νεκτάριος, στο περισπούδαστο έργο του περί των Οικουμενικών Συνόδων και θέλοντας να τονίσει την ασφάλεια της απλότητας του απεριέργως θεολογείν, αναφέρεται συγκεκριμένα στις τριαδολογικές αιρέσεις και σημειώνει πως οι αιρεσιάρχες αυτών δεν θα είχαν προβεί στις συγκεκριμένες δογματικές εκτροπές, αν έμεναν πιστοί στην απλότητα των διατυπώσεων του Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.» Φράση στην οποία υποκρύπτεται το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Και όταν μιλάμε για ομοούσιο μιλάμε για κοινή θεία ουσία, κοινή φύση, κοινή ενέργεια, κοινή βασιλεία, κοινό θέλημα.
Όμως, για ποιον λόγο η Πίστη η οποία αποκαλύφθηκε από τον Τριαδικό Θεό θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραμένει ακέραια και αλώβητη;
Διότι η Πίστη είναι εκείνος ο σύνδεσμος, ο οποίος συνδέει τον αποκαλυπτόμενο Θεό με τον άνθρωπο, ο οποίος δέχεται την αποκάλυψη. Συνεπώς. Αν ο σύνδεσμος αυτός αλλοιωθεί γίνεται κατανοητό ότι παράγεται μία νέα γνώση, η ψευδώνυμος γνώση, η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε στην θεογνωσία, ούτε στην ένωση με τον Θεό και στην σωτηρία, αλλά απλώς ικανοποιεί το θρησκευτικό αίσθημα.
Το μυστήριο του Θεού σύμφωνα με την Πίστη της Εκκλησίας είναι ταυτόχρονα μονάδα και τριάδα. Μονάδα ως προς την ουσία και τριάδα ώς προς τις θείες υποστάσεις. Όμως, ταυτόχρονα η μονάδα και η τριάδα δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ανθρώπινη λογική. Για τον λόγο αυτό, όσες φορές επιχειρήθηκε η προσέγγιση του μυστηρίου του Θεού δια φιλοσοφικών κριτηρίων, πάντοτε το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έδαφος που γέννησε αιρέσεις, εν προκειμένω τις τριαδολογικές αιρέσεις, και όπως εν προκειμένω αποτελεί η αίρεση του Αρείου.
Πρόδρομοι του Αρείου υπήρξαν οι μοναρχιανοί, οι οποίοι, ερμηνεύοντας την τριαδικότητα του Θεού ως τριθεΐα, τόνιζαν την ενότητα του Θεού στο πρόσωπο του Πατρός και μιλούσαν για την μοναρχία του Πατρός. Οι μοναρχιανοί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, στους δυναμικούς και στους τροπικούς. Οι δυναμικοί μοναρχιανοί με επικεφαλής τον Παύλο Σαμοσατέα, ταύτιζαν, θεωρούσαν κατ’ ουσία Θεό μόνο τον Πατέρα και ανέφεραν τον Υιό και το Πνεύμα ως ανυπόστατες, ως απρόσωπες δυνάμεις του Πατρός με τις οποίες αργότερα ενώθηκε και ο άνθρωπος Ιησούς. Συνεπώς, κατ’ επέκταση και στο επίπεδο της Χριστολογίας, βλέπουμε ότι δεν μιλούμε για καθ’ υπόσταση ένωση δύο φύσεων, αλλά απλώς για ηθική σάρκωση. Από την άλλη πλευρά οι τροπικοί μοναρχιανοί με επικεφαλής τον Σαβέλλιο, θεωρούσαν και αυτοί ως κατ’ ουσίαν Θεό μόνο τον Πατέρα. Έκαναν λόγο για υποστατική ταυτότητα, ότι δηλαδή ο Θεός έχει μόνο μία υπόσταση, ενώ ο Υιός και το Πνεύμα αποτελούν ιδιαίτερους τρόπους έκφρασης, εμφάνισης του Θεού μέσα στην δημιουργία.
Ο Άρειος, θέλοντας και αυτός να ερμηνεύσει την σχέση Πατρός και Υιού, προέβη στην δημιουργία ενός θεολογικού συστήματος, το οποίο σαφέστατα διαφοροποιούνταν από την Πίστη της Εκκλησίας. Και αυτό διότι το σύστημα αυτό βασίστηκε πάνω στην φυσική, στην ανθρώπινη πατρότητα και πάνω στη βάση συγκεκριμένων φιλοσοφικών αρχών. Πιο συγκεκριμένα, λαμβάνοντας ως βάση την φιλοσοφική αρχή, φύση ίσον ανάγκη, ο Άρειος θεωρούσε αδύνατον ο Υιός να αποτελεί φυσικό γέννημα εκ της ουσίας του Πατρός, δηλαδή να είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, διότι κάτι τέτοιο θα προσέδιδε στον Θεό αναγκαιότητα. Συνεπώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Θεός είναι γέννημα εκ της βουλήσεως. Είναι δηλαδή κτίσμα. Δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, είναι ετερούσιος. Είναι το πρώτο και τελειότερο κτίσμα, υποστήριζε. Αποτελεί την ενότητα του κόσμου και γι’ αυτό συν τω χρόνω ήταν αυτός ο οποίος δημιούργησε αργότερα και τον κόσμο. Συνεπώς ο Υιός είναι κτίσμα, είναι ο ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και κόσμου. Είναι το τελειότερο κτίσμα. Είναι δημιουργημένος εξ ούκ όντων και για τον λόγο αυτό οι Αρειανοί ονομάζονταν εξουκόντιοι και ο Υιός είναι επίσης τρεπτός, είναι δηλαδή δεκτικός κακίας και αρετής.
Καταλαβαίνουμε ότι η θεώρηση η συγκεκριμένη του Αρείου, προσέθετε μία απόσταση μεταξύ Πατρός και Υιού, και οντολογική αλλά και χρονική. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Αρείου που έλεγε ην ποτέ ότε ουκ ην ο Υιός. Δηλαδή υπήρξε χρονικό διάστημα στο οποίο ο Υιός δεν υπήρχε. Η θεώρηση αυτή όμως καταλαβαίνουμε ότι έχει άμεσες συνέπειες και ως προς την θεογνωσία αλλά και ως προς την σωτηρία. Διότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να σωθεί δια μέσου κτισμάτων. Την στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Χριστός, ως προς την θεογνωσία συγκεκριμένα, ήταν αυτός ο οποίος είπε ότι, ουδείς επι γινώσκει τον πατέρα ειμί ο Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός. Φράση στην οποία και εδώ υποκρύπτεται το μυστήριο του ομοουσίου.
Οι συνθήκες οι οποίες διαμορφώθηκαν προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση. Αρχικά στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας της οποίας πρεσβύτερος υπήρξε ο Άρειος και συν τω χρόνω η αναστάτωση αυτή μεταφέρθηκε και σε άλλες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Αυτοκράτορας ο Μέγας Κωνσταντίνος, στέλνει αρχικά μία ειρηνευτική αποστολή με επικεφαλής τον όσιο Κορδούης στην Αλεξάνδρεια και με την εντολή να συμβιβάσει τις δύο πλευρές. Ο όσιος Κορδούης όντως μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Δια ζώσης διαπίστωσε το βάθος και το πλάτος του προβλήματος. Επέστρεψε στον Αυτοκράτορα και του είπε πως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύ και δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί και να ειρηνεύσει η κατάσταση στο πλαίσιο απλός ενός συμβιβασμού. Κρίνεται αναγκαία η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου.
Έτσι λοιπόν συγκαλείται η Α’ Οικουμενική Σύνοδος το 325 στην Νίκαια της Βιθυνίας με την συμμετοχή 318 θεοφόρων Πατέρων. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το προηγούμενο έτος, το 324 και στις αρχές του 325 έχουμε δύο Τοπικές Συνόδους, στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια αντίστοιχα, οι οποίες ουσιαστικά προλείαναν το θεολογικό έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Πολλοί από τους Πατέρες που προσήλθαν έφεραν πάνω τους τα στίγματα των διωγμών. Έφεραν βαρείς τραυματισμούς, ακρωτηριασμούς από τους σκληρούς διωγμούς που υπέστησαν από τον Διοκλητιανό και τον Λικίνιο, προκειμένου να υπερασπιστούν και να ομολογήσουν την Πίστη της Εκκλησίας.
Η συμβολή της Α’ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται πρωτίστως στο επίπεδο της Πίστης διότι ομολόγησε τον Υιόν ως ομοούσιον και συναΐδιο με τον Πατέρα. Θα ‘ρθει αργότερα και τη Β’ Οικουμενική Σύνοδος η οποία ομολογεί την θεότητα και του Αγίου Πνεύματος. Επιπρόσθετα θεραπεύθηκαν και επιπλέον σχίσματα τα οποία ταλάνιζαν το Σώμα της Εκκλησίας. Θεραπεύθηκε το Κολλουθιανό Σχίσμα, το Μελιτιανό Σχίσμα. Το Σχίσμα των Νοβατιανών και των Παυλιανισάντων. Στους Κανόνες τους οποίες εξέδωσε η Σύνοδος περιλαμβάνεται και ο λεγόμενος Πασχάλιος Κανόνας, ο οποίος ουσιαστικά αναφέρει τον τρόπο βάσει του οποίου υπολογίζεται η εορτή του Πάσχα προκειμένου όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες από κοινού να εορτάζουν την αυτή ημέρα, την ίδια ημέρα, την μεγάλη εορτή του Πάσχα.
Ως όρο Πίστεως, ως Σύμβολο Πίστεως, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος δεν έγραψε κάποιο νέο κείμενο. Χρησιμοποίησε ένα ήδη υπάρχον και εν χρήση βαπτιστήριο σύμβολο, στο οποίο προσάρμοσε συγκεκριμένες διατυπώσεις, ο οποίες απαντούσαν στην αρειανική αίρεση. Το γεγονός αυτό, της χρησιμοποίησης δηλαδή ενός υπάρχοντος συμβόλου, φέρει και ένα ιδιαίτερο επιπρόσθετα συμβολισμό. Με τον τρόπο αυτό η Σύνοδος επιβεβαώνει την συνέχεια της ήδη βιούμενης Αποστολικής παρακαταθήκης.
Στην ακολουθία της εορτής, στους Αίνους, υπάρχει μία πολύ όμορφη φράση που λέει ότι οι Άγιοι Πατέρες που συγκρότησαν την Σύνοδο, βραχύ ρήματι και πολύ συνέσει, φωτισθέντες εξέθεντο όρον θεοδίδακτον. Και επειδή ακριβώς οι Πατέρες έμειναν εδραίοι στην Πίστη της Εκκλησίας, ο υμνογράφος τους χαρακτηρίζει στο Δοξαστικό των Αίνων και ως πάνχρυσα στόματα του Λόγου.
Στο ακροτελεύτιο τμήμα του Συμβόλου της Πίστεως αναφέρονται όλες οι θέσεις της αρειανικής αίρεσης επιγραμματικά και λέει ότι όσοι φρονούν ότι ο Υιός είναι εξ ετέρας ουσίας του Πατρός, δηλαδή είναι ετερούσιος, δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα· φρονούν ότι είναι κτιστός, ότι είναι δημιουργημένος εξ ούκ όντων· ότι είναι τρεπτός ή ότι είναι αλλοιωτός· τούτους τους αναθεματίζει η Καθολική Εκκλησία.
Να σταθούμε λίγο εδώ στην διατύπωση η οποία δεν είναι τυχαία. Δεν αναφέρεται ότι τους αναθεματίζει η παρούσα Σύνοδος αλλά η Καθολική Εκκλησία, διότι τα αμιγώς θεολογικά και εκκλησιαστικά κριτήρια επί των οποίων βασίστηκε η Σύνοδος για να αντιμετωπίσει την αρειανική αίρεση, δημιούργησαν βέβαιη την συνείδηση ότι η παρούσα Σύνοδος ενεργεί γνησιότατα ως εκπροσώπου της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος ως διάκονος του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας έζησε τα γεγονότα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρει ότι πίστις καθολική αύτη εστίν, ίνα έναν Θεόν εν τριάδι και τριάδα εν μονάδι σεβόμεθα, μήτε τας υποστάσεις συγχέοντες, μήτε την ουσίαν μερίζοντες. Η διατύπωση αυτή θα λέγαμε ότι απαντάει πολύ εύστοχα και σε σύγχρονους θεολογικούς προβληματισμούς και με λίγα λόγια, τί λέει; Λέει ότι ούτε η ουσία προηγείται των υποστάσεων, ούτε οι υποστάσεις προηγούνται της ουσίας, αλλά ούτε και υφίσταται προτεραιότητα του Πατρός εις βάρος έναντι των δύο λοιπόν υποστάσεων Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, δεν υπάρχει ιεραρχία μέσα στην Αγία Τριάδα. Είναι αυτό το οποίο ψάλλουμε την Κυριακή της Πεντηκοστής: μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις της Αγίας Τριάδος.
Να σημειώσουμε απλώς επιγραμματικά ότι η ουσία και οι υποστάσεις, στις διατυπώσεις του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, αναφέρονται ως υπερούσια κρυφιότητα. Η διατύπωση αυτή δείχνει ότι δεν είναι δυνατόν το μυστήριο της θεότητας να τύχει λογικής επεξεργασίας.
Θα κλείσουμε χρησιμοποιώντας και πάλι τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Άγιος Νεκτάριος σημειώνει ότι όσοι μελετούν τις Οικουμενικές Συνόδους εντοπίζουν απαραίτητα και όπισθεν αυτών, έναν εσώτατο μυστικό σύνδεσμο, ο οποίος καθιστά όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, τρόπον τινά, ως τις ιδιαίτερες πράξεις, τις ιδιαίτερες συνεδρίες της Μίας Συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας επάνω στην οποία όλοι μας και πάντοτε θα πρέπει να ζυγίζουμε την Πίστη μας.