Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΙΙΙ)
Περί αθέμιτων τακτικών του Βατικανού
στους θεολογικούς διαλόγους
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Στην ενότητα αυτή θα φανερωθούν κάποιες απ’ αυτές τις τακτικές και ο καθένας ας βάλει το μυαλό του να δουλέψει για να φτάσει σε ασφαλή συμπεράσματα γιά το πόσο πολύ μας “αγαπούν” οι Ρωμαιοκαθολικοί αλλά και να διαπιστώσει την ενδοτική, συχνά, γραμμή των Ορθοδόξων που μετέχουν στους διαλόγους αυτούς.
Ο αείμνηστος καθηγητής Κ. Δ. Μουρατίδης είχε προ πολλών ετών επισημάνει την πλεκτάνη του Βατικανού “προς παγίδευσιν και άλωσιν της Ορθοδοξίας”. Γράφει σχετικά πως “την αλήθεια αυτή άλλωστε διακήρυξε εσχάτως ο Πάπας και εις την Κωνσταντινούπολιν επί τη λήψει αποφάσεως προς έναρξιν του θεολογικού διαλόγου. Διεκήρυξε δηλαδή το παπικόν αλάθητον την 30/11/1979 μετά το πέρας της τελεσθείσης Θείας Λειτουργίας εν τω Πανσέπτω Καθεδρικώ Ναώ της Ορθοδοξίας” (Περιοδικό” Κοινωνία”, Απρ. – Ιουν. 1980, τευχ. 2,” Η αλήθεια διά τον Θεολογικόν Διάλογον”, σελ. 145).
Άλλη σοβαρή μαρτυρία δίνει ο μακαριστός Μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Χρυσόστομος σχετικά με τη Μικτή Επιτροπή Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών της Συνόδου της Ρόδου.
Ο Μητροπολίτης φανερώνει πως “το έναυσμα διά την αλλαγήν του ευνοϊκού κλίματος εδόθη…διά της ανταποκρίσεως της εγκρίτου εφημερίδος International Herald Tribune εις την οποίαν ανεφέροντο απόψεις τινές του προκαθημένου της Ρ/Κ Εκκλησίας Πάπα Ιωάννη – Παύλου Β’…και δη επί του καιρίου θέματος της παπικής εξουσίας και του αλαθήτου του επισκόπου Ρώμης…εφέρετο ως τονίζων, ότι το πρωτείον του Πάπα είναι αρχαιότατον, ομοίως και το δόγμα περί του αλαθήτου…το Βατικανόν απέφυγε να διαψεύση την περί ης ο λόγος είδησιν διά τον απλούστατον και μόνον λόγον ότι εγράφησαν υπό του Πάπα… “.
Άλλο συμβάν έλαβε χώρα το 2006 όταν ενημερωθήκαμε με δημοσίευμα του “Ορθοδόξου Τύπου” (23/6/2006) ότι προ της επανενάρξεως του θεολογικού μεταξύ μας διαλόγου, και έτσι όπως έγινε αρχικά γνωστό σε ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (8/6/2006), ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ αυτοανακηρύχθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, θρησκευτικός” πλανητάρχης”, αφού κατήργησε από την αναφορά στον εαυτό του τη φράση “Πατριάρχης της Δύσεως”!
Αρκούντως περίεργη και η αλλαγή στάσης του Βατικανού – ή μήπως μιά ακόμη αθέμιτη κίνηση- η θεαματική μεταστροφή του Πάπα J. Ratzinger που ως καρδινάλιος και σε αντίθεση με την μετέπειτα στάση του ως Πάπας Ρώμης, υποστήριζε πως “η Ρώμη δεν δύναται να απαιτήση από την Ανατολήν εις ότι αφορά εις το πρωτείον περισσότερον εκείνου, το οποίον διετυπώθη και εφηρμόσθη κατά την πρώτην χιλιετίαν”!
Θα παρουσιάσω ένα ακόμη πιό παλαιό δείγμα “φτηνής πολιτικής” του Βατικανού έτσι όπως το μαρτυρεί ο μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου κυρός Τίτος Ματθαιάκης (” Η μετά των ετεροδόξων επικοινωνία”, Ανάτυπον εκ του Περ.” Εκκλησία”, Αθήναι 1976, σελ 14-15). Αναφέρει ο μακαριστός : “…ο νυν Πάπας Παύλος μεταβάς εις Ελβετίαν, επεσκέφθη την έδραν του ΠΣΕ…δηλώσας ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται μόνον διά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ης εκείνος φύσει και θέσει προΐσταται. Ένεκα τούτου αποκλείεται η συμμετοχή εκπροσώπων αυτής εις το ΠΣΕ. Ουχ ήττον επήνεσε την ευγενή τούτου προσπάθειαν προς διάδοσιν του Χριστιανικού Ευαγγελίου και διάπραξιν έργων κοινής ωφελείας…ταύτα επηκολούθησαν χρονολογικώς την γενομένης εν Ιεροσολύμοις συναντήσεως του Πάπα Παύλου μερά των Ορθοδόξων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως αοιδίμου Αθηναγόρου και Βενεδίκτου Ιεροσολύμων…”!!!
Με απλά λόγια, διαχρονικά έως στις μέρες μας οι Πάπες…δεν έχουν μπέσα.
Και η τακτική αυτή του να ρίχνουν στο τραπέζι του διαλόγου ή
προ την επανενάρξεως αυτού νέες θεολογικοδογματικές “γκρίζες ζώνες” προς
διαπραγμάτευση, θυμίζουν την άλλη δόλια τακτική των Τούρκων που
παραμονές κορυφαίων συναντήσεων θέτουν νέες απαιτήσεις ώστε να έχουν
μετά και μικρότερη υποχώρηση.
Αλήθεια, μετά από τόσες “συγγνώμες” των Παπών των ημερών μας, άρα και έμμεσης αναγνώρισης λαθών τους, οι Ρωμαιοκαθολικοί ακόμη υιοθετούν το δόγμα περί του “Αλαθήτου”;
Το “ξεπέρασμα” των διαιρέσεων
και των θεολογικών/δογματικών διαφορών
Στο
περιοδικό “Εκκλησία” (τεύχ. 3, Μάρτιος 2006, σελ. 197) θα διαβάσουμε
προσεκτικά μιά προβληματική αντιφώνηση του τότε Πάπα στον Επίσκοπο
Φαναρίου γιά να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε γιά τη συνέχεια.
Λέει, λοιπόν, ο Πάπας πως “το να είμαστε ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη του Χριστού σημαίνει να βρούμε συγκεκριμένα ένα τρόπο για να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις μας, διά μέσου μιάς προσωπικής και κοινοτικής μεταστροφής, της άσκησης του να ακούμε τον άλλο και της από κοινού προσευχής γιά την ενότητά μας… “.
Προσπερνώ τα όμορφα, σχεδόν κομματικές φλυαρίες περί” μεταστροφής”, “άσκησης ακοής” και ” συμπροσευχής”, και επιμένω στη φράση “να βρούμε ένα τρόπο να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις μας”!
Γνωρίζει, όμως, ο Πάπας ότι ο μόνος τρόπος είναι η οδυνηρή, γι αυτόν, παραδοχή της πρόσθεσης στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας όχι απλά ένα “ι”, αλλά μιάς ολόκληρης φράσης (Φιλιόκβε), και της αποκήρυξης της αιρετικής αυτής θεωρίας. Αλλιώς, το να επιζητεί εκείνος τρόπο ξεπεράσματος εμμένοντας παράλληλα στην πλάνη του προφανώς σημαίνει κάποιο τέχνασμα ερμηνευτικό.
Δυστυχώς τέτοια πατήματα έχουν δώσει οι ορθόδοξοι οικουμενιστές θεολόγοι, ακόμα και οι πανεπιστημιακοί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αιρετική τοποθέτηση του μακαριστού καθηγητού Ευάγγελου Θεοδώρου σε θεολογικό συμπόσιο στη Γερμανία (Ρέγκενσμπουργκ) ότι παράδειγμα θεολογούμενου θέματος είναι οι ενδοτριαδικές σχέσεις!!!
Άρα, μπορεί και ο Πάπας να έχει δίκιο αλλά κι εμείς. Λίγο αλήθεια, λίγο ψέμμα. Λίγο Χριστός, λίγο Διάβολος.
Επίσης, στην κατεύθυνση του “ξεπεράσματος”, νερό στο μύλο της αίρεσης ρίχνουν τοποθετήσεις όπως αυτή του Γραμματέως της Ποντιφικής Επιτροπής γιά την προώθηση της ενότητος των Χριστιανών Μπράϊαν Φάρελ : “οι ουσιαστικές διαφορές είναι λίγες. Αυτό που μας χωρίζει είναι περισσότερο η ψυχολογική- πολιτιστική θεώρηση των πραγμάτων και όχι τόσο η θεολογική”!!! (Εφημ. “Στύλος Ορθοδοξίας”, Μονόδρομος γιά το Βατικανό η ένωση, Φ. 66, Μάρτιος 2006, σελ. 19).
Προσέξτε τώρα, αγαπητοί αναγνώστες, τις δύο παρακάτω δηλώσεις γιά να βγάλετε ασφαλή συμπεράσματα γιά το πώς το” περιτύλιγμα” των νοημάτων αλλοιώνει την ουσία των λέξεων.
Οι
Ιησουΐτες φανερώνουν το μέγεθος της ερμηνευτικής απάτης που τίθεται
στην υπηρεσία των “ξεπερασμάτων” με την ακόλουθη τοποθέτηση.
“Είναι
φυσικό όχι μόνο να αποκτά η Εκκλησία (ενν. την παπική) κάθε τόσο
καινούριες αλήθειες – κατά την εξελικτική γνώση της Αλήθειας- αλλά και
να αλλάζει τις φορεσιές των προηγούμενων σύμφωνα με τις εκάστοτε
απαιτήσεις του πολιτισμού” (“Σύγχρονα Βήματα”, Εκδ. Μονής Πατέρων
Ιησουϊτών, Νο 56, Αθήναι Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1985, σελ. 244).
Η δεύτερη θέση ανήκει στον Πάπα Βοϊτίλα (Κ. Μουρατίδου, Η αλήθεια διά τον” “Θεολογικόν” Διάλογον, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Απρ. – Ιουν. 1980, τευχ. 2, σελ. 145) ο οποίος διευκρίνισε πως “ο θεολογικός ούτος διάλογος, θα έχη ως έργον την υπερπήδησιν των παρεξηγήσεων και των διαφωνιών… τουλάχιστον εν τω χώρω της θεολογικής διατυπώσεως… “!!!
Με άλλα λόγια οι Ρωμαιοκαθολικοί δεκαετίες τώρα ψάχνουν να βρουν “θεολογικές” εκφράσεις που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν μέσα τους λίγη” “αλήθεια” δική τους, λίγη αλήθεια δική μας. Έτσι θα εννοούμε τα ίδια πράγματα ενώ οι διαφορές μας θα παραμένουν και θα γιγαντώνονται. Πολύ βολικό, δε νομίζετε;
Τώρα, βέβαια, μπορεί να πει κάποιος ότι μάλλον εγώ υπερβάλλω βλέποντας πίσω απ’ τα” ενδύματα” των λόγων αλλά στην περίπτωση αυτή θα παραθέσω ως απάντηση περισσότερα και πιο ξεκάθαρα επιχειρήματα.
Με τους όρους “ξεπέρασμα” και “υπερπήδηση”, οι παπικοί εννοούν όχι την επίλυση αλλά την προσπέραση των διαφορών.
Ας προσέξουμε και την παρακάτω περιγραφή που δίνει ο Α. Δεληκωστόπουλος από την Ε’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Α. Δεληκωστοπούλου, Αι Εκκλησιολογικαί θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως δογματικόν πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου, Διατριβή επί Διδακτορία, Αθήναι 1969, σελ. 16, υποσημ. 19) στις αποφάσεις της Διάσκεψης.
“α. Όπως συνεχισθώσιν αι εκατέρωθεν, ήτοι μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επαφαί και εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού προς τελικήν υπερπήδησιν των υφισταμένων δυσχερειών δι ένα καρποφόρον θεολογικόν ή θεωρητικόν Διάλογον… “.
Υπογραμμίζω απ’ την παραπάνω παράγραφο τις επίμαχες λέξεις, “τελικήν υπερπήδησιν” και ” υφισταμένων δυσχερειών”.
Όπως βλέπετε, η τακτική του Βατικανού πέρασε στις πράξεις και τη συνείδηση και των Ορθοδόξων που εκτός της “υπερπήδησης” αντί της επίλυσης υιοθέτησαν και τον όρο “δυσχέρειες” αντί για θεολογικές και δογματικές διαφορές.
Θα επιμείνω στην επιλογή των άστοχων λέξεων, όμως, καθώς υποκρύπτει σκοπιμότητα και θα φανεί παρακάτω.
Πριν παραθέσω, όμως, κι άλλα επιχειρήματα, ας δούμε κι έναν κρίσιμο προβληματισμό του Α. Δεληκωστόπουλου έτσι όπως τον διατύπωσε στο περιοδικό “Θεολογία” (τομ. 53, Ιουλ. – Σεπτ. 1982, τευχ. 1, σελ. 26) πριν πολλά χρόνια. Υποστήριξε πολύ εύστοχα πως όλα τα εμπόδια και προβλήματα στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς “δεν είναι δυνατόν βεβαίως ποτέ να λυθούν απλώς διά της τακτικής μόνον της παρακάμψεώς των. Τούτον εφόσον θέλει να είναι και να παραμένη τις συνεπής προς τας αρχάς του, την ολότητα και γνησιότητα της πίστεώς του, την Αγίαν Γραφήν, την Ιεράν Παράδοσιν και την επιμαρτυρίαν των αιώνων”!
Συνεπώς, η διπλωματική εκ μέρους του Βατικανού και των Ορθοδόξων συνομιλητών διπλωματική τακτική των υπερπηδήσεων, ξεπερασμάτων, παρακάμψεων, κ.λ.π δεν οδηγούν στην Αλήθεια αλλά στο ψεύδος και την εωσφορική πλάνη των “δύο πνευμόνων“!
Έτσι, οι Ορθόδοξοι υποχωρούν και οι δογματικές και θεολογικές διαφορές μεταξύ μας όχι μόνο δεν επιλύονται αλλά και “ενδύονται” με νέες εννοιολογικές “φορεσιές” οι οποίες χωρούν τα πάντα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο μακαριστός Μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Χρυσόστομος ο οποίος μνημονεύει σε αναφορά του στα πεπραγμένα της Μικτής Συντονιστικής εκ Θεολόγων Επιτροπής (Περ. “Θεολογία”, Τομ. 53, Ιουλ. – Σεπτ. 1982, τεύχος 1, σελ. 587-611), την 6η παράγραφο του τελικού κειμένου, στο οποίο αναφέρεται σε ένα “νέο τρόπο” αντιμετωπίσεως των δογματικών και λοιπών διαφορών μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών προκειμένου “τα εμπόδια ταύτα να υπερπηδηθούν βαθμιαίως…”!
Απ’ τη μεριά των Παπικών πολύ φοβάμαι πως εννοείται η βαθμιαία χαλάρωση των δογματικών και θεολογικών κριτηρίων.
Πριν
κλείσουμε το σημείο αυτό, να μνημονεύσω και μιά τελευταία μαρτυρία που
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Εκκλησία” (τευχ. 4, Απρ. 2005, σελ. 271) και
αφορούσε σε δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με
αφορμή την εκλογή του νέου Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ’. Στη Δήλωση αυτή
διαβάζουμε μεταξύ άλλων “… εκ καρδίας ευχόμεθα όπως ο Θεολογικός
Διάλογος, ο οποίος λόγω του ακανθώδους ζητήματος της Ουνίας έχει
παγώσει, θα αρχίση εκ νέου, αφού παρακαμφθούν υφιστάμεναι δυσκολίαι…”!!!
Πράγματι, σύντομα ξεκίνησε ο διάλογος με παράκαμψη του “ακανθώδους ζητήματος της Ουνίας”, αφού η Ουνία δεν αποτέλεσε τελικά ανάσχεση του περαιτέρω διαλόγου.
Στο ίδιο πνεύμα και ο στρουθοκαμηλισμός του Καρδιναλίου Αυγουστίνου Μπέα (Γ. Π. Μαλούχος,”Εγώ, ο Ιάκωβος”, Εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήναι 2002, σελ. 196-197) ο οποίος σε μιά συνομιλία του με τον μακαριστό πρώην Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κυρό Ιάκωβο είχε πει πως “πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος. Έτσι, δε θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο…”.
Δηλαδή; Να άρουμε την πράξη του Σχίσματος αλλά όχι τις αιτίες που δημιούργησαν το Σχίσμα; Και πώς θα πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο στο Κοινό Ποτήριο με δογματικές και άλλες διαφορές που απλά θα έχουν “ντυθεί” με νέες εκφράσεις αλλά θα συνεχίζουν στην πραγματικότητα να μας χωρίζουν;