Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος- Φιλόλογος
Ο Ιησούς θεωρήθηκε ένας απλός κήρυκας του υπέρτατου Όντος ένας διδάσκαλος ηθικής, ένας ιεραπόστολος για κάποιο καλλίτερο μέλλον του ανθρώπου. Πως έφθασαν κάποιοι σ’ αυτό το σημείο άρνησης της Θεότητας του Ιησού Χριστού;
Το ζήτημα της καταγωγής καθώς και των αρχών του Χριστιανισμού αποτελούν για την επιστήμη σκοτεινό και πολυσυζητούμενο πρόβλημα με ανάλογες και τις προσπάθειες για καθορισμό της ουσίας του Χριστιανισμού. Και επειδή η ιστορική αφετηρία αυτού του πνευματικού κινήματος συνδέεται με ορισμένα γεγονότα σχετισμένα με τη ζωή, το θάνατο και την πιστευόμενη ανάσταση ενός οπωσδήποτε Ιστορικού προσώπου, του Ιησού από τη Ναζαρέτ, το όλον ζήτημα συνυφάνθηκε με εκείνο για τις ιστορικές πηγές που μας δίνουν τις σχετικές πληροφορίες τόσο για τον Χριστό όσο και για το Χριστιανισμό.
Ανάλογα ενδιαφέροντα παρακολουθούσαν το Χριστιανισμό σ’ όλη την πορεία του ανέκαθεν. Το καινούργιο όμως είναι ότι στη νεώτερη εποχή το πράγμα πήρε συγκεκριμένες μορφές και μεγάλες διαστάσεις και μάλιστα με τέτοιες μεθοδεύσεις που τις χαρακτηρίζουμε πονηρές και δη και ανέντιμες όσον και αντεπιστημονικές αλλά και αντιδεοντολογικές, απειλητικές δε για ό,τι λέμε Χριστιανική πίστη.
Συγκεκριμένα, το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού, οπλισμένο με ιδιότυπη φιλοσοφία αποπειράθηκε να περάσει τον Ιησού Χριστό και τον ιστορικό Χριστιανισμό από το φίλτρο της δικής του σκέψης, να τους υποβάλει στις δικές της προϋποθέσεις και να τους μεταμορφώσει κατά τις ιδιωτικές της προδιαγραφές.
Δηλαδή, ο μέχρι τότε υπερβατικός Χριστός, την εποχή του Διαφωτισμού και με δική του πρωτοβουλία, έπαυσε να συγκινεί, στην αρχή, ορισμένους κύκλους και στη συνέχεια μία ολόκληρη κοινωνική τάξη, θεωρήθηκε δε ο Ιησούς ότι δεν εκφράζει πλέον το νόημα του ανθρώπου και της ιστορίας του. Ο Ιησούς θεωρήθηκε, λοιπόν, ένας απλός κήρυκας του υπέρτατου Όντος ένας διδάσκαλος ηθικής, το πολύ ένας ιεραπόστολος για κάποιο καλλίτερο μέλλον του ανθρώπου. Γενικότερα δε το ενδιαφέρον του Διαφωτισμού ήταν μεν ενδοκοσμικό, αλλά με ταυτόχρονη εγκατάλειψη του δόγματος.
Αυτή λοιπόν η τελευταία εβιώνετο σαν χειραφέτηση και απελευθέρωση και με μία μονομερή όσον και μονόπλευρη τάση σ’ ό,τι αφορά το ιστορικό και το συγκεκριμένο.
Σαν συνέπεια και πραγμάτωση αυτής της τάσης ήταν η παρατηρηθείσα τότε προσπάθεια συγγραφής μεγάλου αριθμού Βίων του Ιησού. Η αλήθεια όμως, κατά κοινήν ομολογία είναι, ότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των Βίων ήταν η αυθαιρεσία. Έτσι γράφτηκαν τα πιο παράξενα και εξωφρενικά πράγματα και αποδόθηκαν στον Ιησού.
Ο Χριστός συνήθως απογυμνωμένος από το υπερφυσικό του στοιχείο και το Θεϊκό χαρακτήρα του, πληρούσε πάντα τις προδιαγραφές του τότε ισχύοντος και ακμάζοντος Διαφωτισμού. Ο Ιησούς λοιπόν εκεί, σ’ όσες περιπτώσεις δεν αμφισβητείται και αυτή η ιστορική του ύπαρξη, περιγράφεται σαν ένας διδάσκαλος ηθικής και μόνον, όσο δε για τα θαύματά του, δίνονται για αυτά οι πιο απίθανες μέχρι και αστείες εξηγήσεις. Και το μεν νέο αυτό λογοτεχνικό είδος των Βίων του Ιησού συνεχίσθηκε μέχρι και σήμερα με αφελή ή σοβαροφανέστερο και επιστημονικότερο τρόπο αποδίδοντας απλά και μόνο τις τάσεις των συγγραφέων τους.
Σ’ αυτούς δε τους Βίους, «κάθε εποχή, κάθε θεολογική τάση, κάθε ιδανικό» βρίσκει την έκφρασή του στο πρόσωπο του ιστορούμενου Ιησού, «στη θέση δε του δόγματος κάθε συγγραφέας βάζει τη δική του ψυχολογία και φαντασία».
Και κατά μία άποψη δεν πρόκειται εν προκειμένω παρά «για μία αληθινή εποποιία της νέας κοινωνικής τάξης, δηλαδή της αστικής, στον αγώνα της κατά της εξουσιαστικής, τιμαριωτικής, μεσαιωνικής τάξης, η οποία αντλούσε το κύρος της από το θείο πρόσωπο και τη θεία αυθεντία του Ιησού». Η νέα, δηλαδή, κοινωνική τάξη, από το Διαφωτισμό κι εδώ, έχει εκμοντερνίσει τον Ιησού, αναγκάζοντάς τον να εκφράζει τα δικά της ιδανικά και τις δικές της επιδιώξεις.
Και, επί πλέον, έχει ευστοχότατα παρατηρηθεί από ιστορική άποψη, ότι στο χώρο της Ευρώπης μεγάλοι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες πραγματοποιήθηκαν «δια μέσου της συγγραφής τέτοιων Βίων του Ιησού», λόγω ακριβώς της τεράστιας επίδρασης που μπορούσε να έχει αυτό το λογοτεχνικό είδος στις ευρύτερες λαϊκές μάζες, για τις οποίες και για αρκετό ακόμη καιρό ο Ιησούς Χριστός εξακολουθούσε να αποτελεί αναμφισβήτητη αυθεντία και χωρίς το Θεϊκό φωτοστέφανό του έστω και μόνο σαν κοινωνικός επαναστάτης.
Αλλά η απογύμνωση του Ιησού από τον Θεϊκό – υπερφυσικό του χαρακτήρα εκρίθη ότι έπρεπε να γίνει με όλην την επιστημονοφανή τελετουργία.Έπρεπε η νέα άποψη να αποδειχθεί και επιστημονικά σαν η πιο αρχαία και άρα η πιο γνήσια άποψη για τον Χριστό, άποψη όμως, δηλαδή, που διεφθάρη ανά τους αιώνες μέχρι που ήλθε ο Διαφωτισμός (18ος αιώνας) για να αποκαταστήσει τα πράγματα στην αρχική τους θέση και κατάσταση.
Έτσι, διατυπώθηκε ότι η επί αιώνες αντίληψη του ιστορικού Χριστιανισμού, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της τριαδικής θεότητας, είναι μεταγενέστερη επινόηση.Ο Χριστός που πίστευε η Εκκλησία σαν Θεό ήταν κατοπινός μύθος, που δεν υπήρχε από αρχής. Ο Χριστός της Χριστιανικής πίστης ήλθε μετά.
Πρώτα ήταν ο Ιησούς της Ναζαρέτ, ο σκέτος άνθρωπος, ο ιστορικός Ιησούς, που ήταν ένας απλός δάσκαλος του λαού και τίποτε άλλο. Κι όταν σταυρώθηκε και πέθανε, οι μαθητές του είναι που επινόησαν τα πάντα. Είτε αυταπατημένοι, είτε απατημένοι από τον Ιησού, είτε εξαπατήσαντες οι ίδιοι τον κοσμάκη, πάντως αυτοί ήταν που άρχισαν να κηρύττουν ένα Ιησού, διαφορετικόν απ’ ότι αυτός πράγματι ήταν όταν ζούσε. Και έτσι άρχισε μία διαδικασία για την προσωπικότητα του νεκρού πια Ιησού, ο οποίος τελικά κατέληξε να θεωρηθεί σαν το δεύτερο πρόσωπο της τριαδικής θεότητας, της ίδιας ουσίας και ίσος με τον θεό πατέρα του.
Έτσι, ενώ όσο ζούσε ο Ιησούς κήρυττε πίστη και λατρεία στο Θεό, όταν πέθανε, οι μαθητές του κήρυξαν πίστη και λατρεία στον ίδιο τον θεοποιημένο πια Ιησού. Να, γιατί, όσο ζούσε ο Ιησούς της ιστορίας, ο ιστορικός Ιησούς, ήταν μόνο άνθρωπος, όταν πέθανε τον πίστεψαν σαν Χριστό-Θεό, κι αυτός ήταν ο Χριστός της πίστης των πρώτων χριστιανών. Επομένως έχουμε από τη μία τον ιστορικό Ιησού, σκέτον άνθρωπο κι από την άλλη, μετά το θάνατό του τον Χριστό της πίστης, σαν Θεό πλέον.
Και βέβαια η διαφορά ανάμεσα στον Ιησού της ιστορίας, τον πραγματικό και στον Ιησού της πίστης τον ψεύτικο και επινοημένο είναι τεράστια, όσο ο ουρανός με τη γη, όσο ακριβώς ο άνθρωπος με το Θεό.
Αλλά αυτό το διπολικό σχήμα: Ιησούς της ιστορίας – Χριστός της πίστης, όπως το παρουσίασαν, κι όπως απ’ αυτό βγάλανε τα δυο αντίθετα συμπεράσματα, είναι αυτό το ίδιο ή όντως επινόηση πονηρή και δόλια, όπως θα δούμε, που σκοπεύει να γκρεμίσει την πίστη των Χριστιανών στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Κι αυτό, γιατί αν κάτι ξεχώριζε τους Χριστιανούς από τους άλλους ήταν ακριβώς η πίστη τους στη θεότητα του Χριστού. Σ’ αυτό το ουσιώδες διέφεραν από όλους τους άλλους, κι αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα τους διέκρινε.
Πως όμως έφθασαν σ’ αυτό το σημείο άρνησης της Θεότητας του Ιησού Χριστού; Προηγήθηκε βέβαια, ολόκληρη προετοιμασία και ανάλογα μαγειρέματα:
Πρώτα-πρώτα, χώρισαν τον Ιησού Χριστό στα δυο: σε Ιησού της Ιστορίας και σε Χριστό της πίστης. Δεν τα διέκριναν απλώς για να τα ερευνήσουν, κάτι που θα ήταν νόμιμο. Τα διέκριναν για να τα αντιθέσουν. Και ταυτόχρονα φόρτισαν τον Ιησού με σκέτη ανθρώπινη διάσταση, λες και ο Ιησούς ήταν άλλος από τον Χριστό και είπαν ότι σαν Χριστό-Θεό τον πίστεψε μόνο η μετά την Ανάσταση Εκκλησία χωρίς βέβαια, να είναι όμως ο Χριστός και πράγματι Θεός. Αυτά όλα τα λέγουν αυθαίρετα γιατί η πίστη προς τον Ιησού σαν Ιησού Χριστόν υπήρχε και όσο αυτός ζούσε, όπως θα αποδείξουμε. Δεν είναι δηλαδή ότι τον πίστεψαν μόνον μετά το θάνατό του σαν Ιησού Χριστόν.
Ισχυρίζονται, λοιπόν, οι αρνητές ότι όσο ζούσε ο Χριστός έχουμε ιστορικά άρα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή Ιστορίαν, ενώ μετά την Αναστασή του, δεν έχομεν για το πρόσωπο του Ιησού ιστορικά γεγονότα και ιστορίαν, αλλά σκέτην πίστη, δηλαδή μύθον της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας, που τον κήρυξε μετά θάνατον σαν Θεόν.
Ο άνθρωπος δάσκαλος δηλαδή σε μία εβδομάδα η σε μία γενιά μέσα γίνεται Θεός, χωρίς όμως προηγουμένως να τον πιστεύουν σαν τέτοιο, αλλά και χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους συντριπτικές αποδείξεις της Θεότητάς του. Έτσι όμως γίνονται τέτοιου είδους αλλαγές, αν όντως έγιναν τέτοιες αλλαγές; Με τη μεσολάβηση μιας Ανάστασης που κι αυτήν την θεωρούν όχι αληθινή; Αλλά και η Ανάσταση να είναι αληθινή, τι μπορεί να αποδείξει; Απλούστατα ότι ο Θεός ανάστησε ένα δικό του άνθρωπο.
Αλλ’ όμως που ήταν μόνο άνθρωπος. Ότι δηλαδή ο Θεός ήταν με το μέρος του Ιησού, ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος του Θεού και τίποτε άλλο. Αυτά για την ιουδαϊκή αντίληψη. Οι αρνητές όμως πέφτουν στην παγίδα, που οι ίδιοι έστησαν. Ομολογούν, δηλαδή, και παραδέχονται ότι η χριστιανική κοινότητα τον πίστεψε και τον λάτρεψε τον Χριστό σαν Θεό. Έ, λοιπόν, η Ανάσταση δεν αποδεικνύει μόνη της θεότητα, αλλά μόνον ότι ο Ιησούς ήταν ευνοούμενος άνθρωπος του Θεού.
Αν, λοιπόν, η χριστιανική κοινότητα όντως, όπως δέχονται και οι αρνητές μετά την Ανάσταση δεν είχε ενδοιασμούς να φθάσει μέχρι να τον θεωρεί Κύριον και Θεόν κι αφού η Ανάσταση δεν αποδεικνύει Θεότητα, άρα θα πρέπει αλλού να οφείλεται η πεποίθησή τους για την θεότητα του Ιησού Χριστού. Αφού, όπως ισχυρίζονται οι αρνητές, δεν αναστήθηκε μεν, αλλά οι χριστιανοί καλώς ή κακώς, πάντως πίστεψαν στην Ανάστασή του, και αφού ο ίδιος ήταν για πάντα ένας νεκρός και μόνον, θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο πιστευόμενος ως Αναστάς ευνοούμενος του Θεού, είχε ο ίδιος όσο ζούσε δώσει σαφώς ρητώς, υπαινικτικώς, συμβολικώς οπωσδήποτε την ιδέα ότι είναι Θεός, κάτι που χωρίς ανακοίνωση του ίδιου του Ιησού δεν θα εγίνετο δεκτόν από τους χριστιανούς, έστω και κηρυσσόμενον απ’ τους ίδιους τους μαθητές του. Ομίλησε ο Ιησούς ή υπηνίχθη την θεότητά του και τα σπέρματα των υπαινιγμών, που είχε κάνει, όσο ζούσε, μπορούσαν να αναπτύξουν τώρα οι μαθητές του περαιτέρω.
Εάν ο ίδιος ο Ιησούς όσο ζούσε δεν είχε συνείδηση, δηλαδή αυτοσυνειδησία της Θεότητάς του, κι αν με διάφορους λόγους και συμπεριφορές του δεν την υπηνίχθη τουλάχιστον, έστω κι αν δεν μίλησε γι’ αυτήν σαφώς, δεν θα ήταν δυνατόν στους αποστόλους να τον ανακηρύξουν Θεό, σε ένα μάλιστα μονοθεϊστικό περιβάλλον, όπως το εβραϊκό, σε πρόσωπα που είχαν γνωρίσει και ακούσει τον Ιησού Χριστό, όσο ζούσε, αφού το πολύ-πολύ μία γενεά εχώριζε τον θάνατο του Ιησού Χριστού από την ανακήρυξή του ως Χριστόν και θεόν. Οι χριστιανοί θα έλεγαν στους αποστόλους: όσο ζούσε ο Ιησούς μας παρακινούσε να λατρεύουμε και να πιστεύουμε για Θεό μόνο τον πατέρα του, και σεις οι μαθητές του αντικαταστήσατε τον Θεό με τον Ιησού; Όχι δα. Πολύ δεν πάει; Να μην τρελλαθούμε κι όλας!
Av λοιπόν, όσο ζούσε ο Ιησούς δεν είχε συνείδηση ισοθεΐας και δεν είχε ανακοινώσει ή μάλλον διακηρύξει τουλάχιστον την πίστη του στη θεότητά του, μετά την Ανάσταση αληθινήν ή σκηνοθετημένην δεν θα ήτο δυνατόν να επινοήσουν οι μαθητές θεότητα για τον δάσκαλό τους, διότι ασφαλώς θα επρόκειτο όχι απλά περί επινόησης, αλλά περί της μέγιστης βλασφημίας, σε ένα ιουδαϊκό περιβάλλον με την πίστη στον ένα Θεό.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή. Ο Ιησούς όσο ζούσε να είχε συνείδηση ισοθεΐας, να μην την ανακοίνωνε, να μην την αποδεχόταν ούτε ο ίδιος και μόνον μετά την πραγματική του Ανάσταση να είχε και ο ίδιος εκλάβει την Ανάστασή του σαν απόδειξη ότι η συνείδησή του που του μαρτυρούσε ότι είναι Θεός δεν είναι ψευδής, αφού είχε και ο ίδιος την απόδειξη της ανάστασης σαν τεκμήριο της ορθότητας της συνείδησής του, αφού δηλαδή σαφώς είχε τον Θεόν βοηθόν του και προστάτην του και σωτήρα του εκ του θανάτου του. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση, αν μετά την Ανάσταση και μόνον είχε την απόδειξη της Θεότητάς του, και πάλιν η Ανάστασις δεν θα ήταν καθ’ αυτή απόδειξη Θεότητος ή άμεσης ή έμμεσης επιβράβευσης της τέτοιας συνείδησής του.
Aν μετά την Ανάσταση ανεκοίνωσε στους μαθητές του για πρώτη φορά την συνείδησή του και την πιστευόμενη απ’ τον ίδιο Θεότητά του και πάλιν, θα πρέπει να γίνει δεκτή πρώτον η Ανάσταση σαν γεγονός, πράγμα που απορρίπτουν οι αρνητές. Επίσης πρέπει να γίνει δεκτή η συνείδηση του Ιησού περί ισοθεΐας και να δοθεί λύση στο πρόβλημα που δημιουργεί μία τέτοια επίμονη συνείδηση του Χριστού. Διότι οι αρνητές δεν δέχονται ότι ο Ιησούς είχε τέτοια συνείδηση και πίστη. Αν την είχε σαν πειρασμό εκ του πονηρού, και την απέρριπτε όντας ταπεινός και πιστός στον ένα Θεό-πατέρα του την είχε όχι όμως σαν αυτοσυνειδησία και ως πίστη του. Εκτός αν είχε διαταραγμένας τας φρένας του φανταζόμενος εαυτόν Θεό.
Πάντως οι μαθητές για να κηρύσσουν τον Χριστόν Θεόν είχαν πληροφορίαν ή εντολήν δικήν του είτε προ είτε μετά την Ανάσταση. Αλλοιώς οι μαθητές από μόνοι τους με καμία ερμηνευτική μέθοδο δεν θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν ένα απλό δάσκαλο, αν ήταν μόνο αυτό ο Ιησούς, όσο ζούσε, σαν Θεό. Αυτό θα ήταν όπως είπαμε επινόηση εκ του μηδενός και μάλιστα βλασφημία η μέγιστη για Εβραίους πιστούς. Πάντα, αν ο Ιησούς Χριστός ήταν άνθρωπος και μόνον άνθρωπος.
Επίσης δεν μας λένε οι αρνητές: Οι μαθητές του, που πρωτοστάτησαν στην θεοποίησή του, όπως και στην Ανάστασή του πίστεψαν στη Θεότητά του ή και αυτοί απατούσαν, πλανήθηκαν ή ήσαν απατεώνες;
Aν όμως έστω ως άνθρωπος του Θεού ήταν το στόμα του Θεού, δεν ήταν δυνατόν βέβαια ούτε να πλανηθεί φανταζόμενος εαυτόν Θεόν, εάν όντως δεν ήτο, ούτε να πλανήσει δολίως, αφού ήταν άνθρωπος και όργανον του Θεού.
Με δυο λόγια, αν ο Ιησούς είχε συνείδηση ισοθεΐας και το πίστευε και το έδειχνε, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό από τους αρνητές. Ήταν πλανεμένος; Ήταν τρελλός; Γι’ αυτό αυτοί, συνετώτεροι, απορρίπτουν ότι ο Ιησούς Χριστός είχε τέτοια συνείδηση και υποστηρίζουν ότι όλα αυτά τα επινόησαν μόνον οι μαθητές, πράγμα όμως αδύνατον, το να δημιουργήσουν εκ του μηδενός τέτοιο θέμα, αυτοί Ιουδαίοι μονοθεϊστές όντας σε ένα ιουδαϊκό αυστηρά μονοθεϊστικό περιβάλλον. Ήταν κάτι των αδυνάτων αδύνατον. Τον διεκήρυξαν ως Θεόν, όπως παγιδευόμενοι δέχονται οι αρνητές, ως ψεύδος και επινόηση, ομιλούντες για τον Χριστόν της πίστεως, δηλαδή, της Θεότητος, που πίστευε η πρώτη Χριστιανική κοινότητα; Κάτι τέτοιο θα το έκαναν μόνον εάν ο Ιησούς Χριστός ήταν όντως Θεός ή είχε τέτοια συνείδηση. Το θέμα μας πραγματευθήκαμε σήμερα βάση της λογικής. Σ’ ένα απ’ τα επόμενα τεύχη του φυλλαδίου μας θα μας απασχολήσει το ίδιο θέμα από πλευράς της επιστήμης της ιστορίας.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com