Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Ἐπιστημονικὴ ἀναίρεσις ἐγκυκλίου τοῦ Σεβ. Περιστερίου – 1ον

Τῆς κας Ἄννας Κακαδιάρη, ἀρχαιολόγου-φιλολόγου

1ον

  Ἡ ἐν λόγῳ –πολυτελὴς- ἔκδοση μὲ τὴ μορφὴ εἰκονογραφημένου φυλλαδίου συνοδεύεται ἀπὸ «Συνοδευτικὸ Προσκλητικὸ Μήνυμα πρὸς τὸν Εὐσεβῆ Λαὸ τοῦ Περιστερίου» καὶ ὑπογράφεται ὡς Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ 1 – 2024 Πρὸς τὸν ἀγαπημένο Λαὸ τοῦ Περιστερίου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Περιστερίου Ἐπίσκοπο Γρηγόριο Δ. Παπαθωμᾶ, καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου «Ἅγιος Σέργιος» Παρισίων, ὅπως ἀναγράφεται στὸ ἐξώφυλλο. Διαμοιράστηκε στὸ ποίμνιο σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες καὶ τοὺς προσκυνηματικοὺς ναοὺς τοῦ Περιστερίου τὴν Παρασκευὴ 19 Ἀπριλίου 2024, μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου πρὸς τὴν Θεοτόκο.

  Τὸ φυλλάδιο ἐπιχειρεῖ νὰ προκαταλάβει τοὺς πιστοὺς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν τίτλο, χαρακτηρίζοντας «λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετη» τὴν παράδοση τῆς τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Ἀποκαλεῖ δέ, τὸν Ἐσταυρωμένο ὡς «Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς», ὑποβαθμίζοντας τὴν παρουσία του ὡς χρηστικὴ ἀποκλειστικά τῆς συγκεκριμένης ἡμέρας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

  Ξεκινώντας ἀπὸ τὸ εἰκονογραφικὸ ὑλικὸ τοῦ φυλλαδίου, τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὸ «Προσκλητικὸ Μήνυμα» μποροῦν νὰ παρατηρηθοῦν τὰ ἑξῆς:

1. Δὲν ἀναγράφονται σὲ ὅλες τὶς φωτογραφίες οἱ πηγὲς προέλευσης τοῦ ὑλικοῦ, δηλαδὴ οἱ ναοί, οἱ πόλεις καὶ χῶρες προέλευσής τους.

2. Τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ ἡ συσσώρευση θαυμαστικῶν καὶ προσωπικοῦ τόνου σχολιασμῶν τοῦ Μητροπολίτη ἐπὶ τῶν φωτογραφιῶν ἐντείνουν τὸν καθαρὰ ὑποκειμενικὸ καὶ ἀντίθετο πρὸς τὴν ἐπιστημονικὴ δεοντολογία-τὴν ὁποία προβάλλει-χαρακτῆρα τοῦ ἐντύπου, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴ σελ. 39: «Αὐτὸ εἶναι τὸ θεολογικὸ πρόβλημα: 2 Ἐσταυρωμένοι στὸ Ἱερὸ Βῆμα» ἢ στὴ σελ. 40: «Ἐσταυρωμένοι!! Αὐτὸ συνιστᾶ τὸν ὁρισμὸ τῆς Ἐσταυρωμενολατρίας» ἢ στὴ σελ. 42: «Πουθενὰ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ».

3. Ἡ ἴδια φωτογραφία στὴ σ. 42 τοῦ φυλλαδίου μὲ τὸν σχολιασμὸ «Ἑλλάδα. Ἀπὸ ὀρθόδοξο ναό. Πίσω ἡ Ἄνω Καθέδρα» ἐμφανίζεται στὸ ἐνσωματωμένο φυλλάδιο τοῦ «Προσκλητικοῦ Μηνύματος» μὲ τὸν σχολιασμὸ «οἱ Οὐνίτες», δηλαδὴ ὁ ἴδιος ναὸς- ὁ ὁποῖος δὲν ἀναγράφεται- παρουσιάζεται στὴ μία φωτογραφία ὡς ὀρθόδοξος, ἐνῷ στὴν ἄλλη ὡς οὐνιτικὸς.

Βέβαια, μὲ ὅποιον χαρακτηρισμὸ καὶ νὰ τῆς ἀποδίδεται, ἡ φωτογραφία αὐτὴ ἀποδεικνύει ἂν μὴ τί ἄλλο, τὴν παλαιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῆς τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀφοῦ ὡς γνωστὸν ἡ Οὐνία, αὐτὸς ὁ «δούρειος ἵππος τοῦ παπισμοῦ», τοῦ ὁποίου ἡ ὕπουλη δράση ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τὸ 1215 ἐπὶ πάπα Ἰννοκεντίου Β΄, ἀκολουθεῖ ἀπὸ τότε τὸ Βυζαντινὸ τυπικό, τόσο στὴν ἀρχιτεκτονική, στὴν εἰκονογράφηση καὶ στὴν λειτουργικὴ ζωή.

4. Ὅλες οἱ φωτογραφίες ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα σὲ ἑλληνικοὺς ὀρθοδόξους ναοὺς μᾶλλον συναινοῦν ἀκριβῶς στὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἐπιδιωκόμενο, ἀφοῦ καταδεικνύεται πὼς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει ἡ παράδοση τῆς τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Ἡ ἀρίθμηση τῶν Ἐσταυρωμένων καὶ τῶν σταυρῶν τοῦ Κυρίου (1ος -2ος Ἐσταυρωμένος) μᾶλλον συνιστᾶ καινοτομία τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφοῦ δὲν παρατηρεῖται πουθενὰ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ δογματική, ἀλλὰ καὶ στὴν παγκόσμια βιβλιογραφία γιὰ τὴ βυζαντινὴ τέχνη.

5. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὑπόλοιπο εἰκονογραφικὸ ὑλικό, μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν οἱ ἑξῆς παρατηρήσεις: Οἱ ναοὶ στὶς χῶρες τῆς Ἀλβανίας καὶ τῆς Φινλανδίας, ὅπως εἰκονίζονται στὶς σελ. 44-45 θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἴσως καὶ οἱ μοναδικοὶ ναοὶ στὶς χῶρες αὐτές, ὅπου δὲν παρατηρεῖται ὁ Ἐσταυρωμένος στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Μάλιστα, ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς τῆς Ἀναστάσεως στὰ Τίρανα εἶναι πρόσφατη κατασκευή, ἡ ὁποία δὲν ἀκολουθεῖ τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος στὴν ὀρθόδοξη ναοδομία, ὅπως αὐτὸ ἔχει ἀποκρυσταλλωθεῖ ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα καὶ διατυπωθεῖ στὴν Σύνοδο τοῦ 843 στὴν Κωνσταντινούπολη1, μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων. Ἴσως ἡ ἀφιέρωση τῶν δύο ναῶν τῆς Ἀλβανίας στὶς φωτογραφίες (στὰ Τίρανα καὶ στὴν Κορυτσὰ) στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν προκαθήμενο τῆς Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιο καὶ τὸν ἰδιαίτερο συμβολισμὸ τῆς Ἀνάστασης ὡς Ἀνάσταση τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ συγκεκριμένη χώρα νὰ διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στὸ εἰκονογραφικό τους πρόγραμμα. Ἐξάλλου, οἱ διώξεις τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ καταστροφὴ τῶν ναῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ στυγνοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος τῆς γείτονος ἀπὸ τὸ 1944 ὥς τὸ 1991, ὑπῆρξαν ἀνασταλτικὸς παράγοντας στὴν τήρηση τῆς Παράδοσης, ἀφοῦ διακριβώνεται συντονισμένη προσπάθεια γιὰ προσεταιρισμὸ-ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας διεκδικεῖ ἀπὸ τὸ καθεστὼς τὴν ἐπιστροφὴ πάνω ἀπὸ 100.000 θρησκευτικῶν κειμηλίων – καὶ ὁλοσχερῆ καταστροφὴ ὅλων τῶν κινητῶν στοιχείων τῶν ναῶν: φορητῶν εἰκόνων, Ἐσταυρωμένων, ξυλόγλυπτων τέμπλων, ἱερῶν σκευῶν, λειψάνων κλπ. καὶ τοῦ συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας2α.

  Σὲ ἄλλους ναοὺς τῆς Ἀλβανίας, ὅμως, φαίνεται ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος τοποθετεῖται στὸ Ἱερὸ Βῆμα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἡ εἰκονογράφηση τῶν ναῶν, εἴτε εἶναι ἀναστηλωμένοι, εἴτε πρόσφατα κτισμένοι, ἀκολουθεῖ τὸ ὀρθόδοξο εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα.

  Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς φαίνεται νὰ συμβαίνει στὶς ὀρθόδοξες ἀνατολικὲς χῶρες, τὶς ὁποῖες ἐπικαλεῖται τὸ ἐν λόγῳ δημοσίευμα. Εὐτυχῶς, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων (ὅπου τὸ «Α» στερητικὸ τῆς λήθης) βρίσκονται στὴ διάθεση τῶν ἐρευνητῶν ἄφθονο φωτογραφικὸ ὑλικό, ἀλλὰ καὶ γραπτὲς μαρτυρίες, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν προκομμουνιστικὴ περίοδο2β.

  Στὴ Φινλανδία, μία χώρα στὴν ὁποία ἡ τήρηση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης τίθεται σὲ ἀμφισβήτηση τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐν τούτοις στὸ βίντεο ποὺ τραβήχθηκε κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στὶς 09-9-2023 καὶ τὴν τέλεση τῆς Πανηγυρικῆς Δοξολογίας στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Ἑλσίνκι, διακρίνεται ὁλοκάθαρα ὁ Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης στὸ Ἱερὸ Βῆμα.

6. Ὅσον ἀφορᾶ τέλος, τὴν τοιχογραφία ποὺ παρατίθεται στὴ σελ. 46 μὲ τὸν σχολιασμὸ «Κόγχη ἁψίδας τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη (13ος αἰώνας)» παρατηροῦνται οἱ ἑξῆς ἀνακρίβειες: Ἡ τοιχογραφία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ νότιο ταφικὸ παρεκκλήσι τοῦ Θεόδωρου Μετοχίτη, Λογοθέτη τοῦ Γενικοῦ ἐπὶ Ἀνδρόνικου Β ΄Παλαιολόγου κι ὄχι ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, τῆς ἐκκλησίας «τοῦ Ἁγίου Σωτῆρος ἐν τῇ Χώρᾳ». Φυσικὰ ὁ χῶρος δὲν προοριζόταν γιὰ Ἱερὸ Βῆμα, ἀλλὰ γιὰ νεκρικὸ μνημεῖο, φιλοξενεῖ δύο ἀρκοσόλια (τάφους) καὶ φέρει στὸ σύνολό του παραστάσεις μὲ νεκρικὴ θεματολογία, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὸν Θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν θάνατο καὶ ἀποτελοῦν κορυφαία ἔκφραση τῆς παλαιολόγειας τέχνης, ὅπως καὶ τὰ ψηφιδωτὰ ποὺ διασῴζονται ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς. Οἱ συγκεκριμένες –ἀριστουργηματικὲς-τοιχογραφίες δὲν κατασκευάστηκαν τὸν 13ο αἰῶνα, ἀλλὰ τὸν 14ο αἰ., συγκεκριμένα μεταξὺ 1315-1320 καὶ χαρακτηρίζονται σαφῶς ἀπὸ ἀναγεννησιακὲς ἐπιδράσεις.

7. Οἱ σύγχρονες εἰκονογραφικὲς παραστάσεις – βιτρὼ ποὺ εἰκονίζει ὁ Σεβασμιώτατος στὸ τέλος τοῦ πονήματός του, στὴ σελ. 46 ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Εὐαγγελιστρίας Περιστερίου συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ καθαρὰ ὑποκειμενικοῦ χαρακτήρα τῆς εἰκονογράφησης, ἡ ὁποία δὲν συνάδει μὲ τὸ ὀρθόδοξο εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῶν ναῶν, δὲν βιβλιογραφεῖται πουθενὰ καὶ ὁπωσδήποτε δὲν ἀκολουθεῖ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ συνιστᾶ καινοτομία.

Ἡ μὴ παράθεση βιβλιογραφικῶν ἀναφορῶν στὸ τέλος τοῦ πονήματος αὐτοῦ ἐπιβεβαιώνει τὸ ὑποκειμενικὸ τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος, ἀφοῦ ἀναγράφονται τρεῖς μελέτες τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὸν τίτλο ΣΕΙΡΑ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ» : 1. «Τὸ ζήτημα τοῦ Ἐθνοθεϊσμοῦ», (Συμβολὴ στὴν μελέτη τοῦ προβλήματος τῆς καταγωγῆς τῶν Θρησκειῶν) 2023, 2. «Ἐπανδριάντια Μνήμη καὶ Τιμή. Ἐπισκοπικὴ Προσωπογραφία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου Χρυσοστόμου Ζαφείρη. Τὸ τρίτο εἶναι ἡ παροῦσα ἔκδοση γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἔκδοσης, οἱ παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς ὕλης τῶν ἀναγραφομένων δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξαντληθοῦν στὸ παρὸν ἄρθρο. Χάριν συντομίας, ὅμως, καὶ ἐπειδὴ ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ συζητήσεις, ἔντυπες ἐκδόσεις, ἐπιστολές, δημοσιεύσεις στὸ διαδίκτυο, καὶ ποικίλης μορφῆς διαμαρτυρίες- ἀπαντήσεις τῶν πιστῶν, θὰ ἀρκεστοῦμε στὰ θεμελιώδη.

  Ἐπειδὴ στὸ συγκεκριμένο φυλλάδιο ὁ Σεβασμιώτατος ὑποστηρίζει τὴν προοπτικὴ τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης ποὺ ἐπιχειρεῖ ἐδῶ καὶ μία 25ετία τώρα (ἀπὸ τὸ 1999) ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καὶ ὅτι ἐπικρατεῖ σὲ κάποιους πιστοὺς σύγχυση «μεταξύ του περιεχομένου τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς χωροταξικῆς τοποθέτησής Του καὶ μεταξὺ τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς» καὶ τοῦ «Τιμίου Σταυροῦ» (σελ.11), διερωτώμαστε γιὰ τὴ σκοπιμότητα αὐτῆς τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση ποὺ θὰ λάβει εἰς βάρος τῆς Λειτουργικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τελικά, γιὰ τὸ ποιὸς «βρίσκεται σὲ σύγχυση».

Ἡ σύνδεση τῆς παρουσίας τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα μὲ τὴν δυτικὴ παράδοση, ὅπως παρουσιάζεται στὸ Συνοδευτικὸ Προσκλητικὸ Μήνυμα, χρονολογεῖται-ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Περιστερίου- ὡς κατάλοιπο τῶν Σταυροφοριῶν στὴν Ἀνατολὴ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας (11ος -13ος αἰώνας), ποὺ ἔφτασε στὴν Ἑλλάδα ὡς «περιορισμένης ἔκτασης ξενόφερτη πρακτικὴ» τὴν περίοδο τῆς Βαυαροκρατίας πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια, ἐνῷ ὑποστηρίζεται ὅτι ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὶς Χριστιανικὲς Ὀργανώσεις, μετὰ τὸν Α΄ καὶ Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεταπολίτευσης, ὅταν «κληρικοὶ-μέλη τῶν Χριστιανικῶν Ὀργανώσεων εἰσῆλθαν στὶς ἐνορίες καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος».

Σύμφωνα μὲ τὰ ἐπιστημονικὰ (ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα) περὶ τῆς τοποθετήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἅγιο Βῆμα ἰσχύουν τὰ ἑξῆς:

 1. Ἡ ἀνάρτηση καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸν ὁποῖο οἱ ἐκκλησίες παρουσιάζουν στὸ κοινὸ ἅπαξ, τὴν Μεγάλη Πέμπτη, δηλαδὴ στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, χρονολογεῖται τεκμηριωμένα στὰ χρόνια της Ἁλώσεως, συγκεκριμένα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα ἕως τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰώνα3. Ἡ παρουσία, ὅμως, ξύλινων ζωγραφισμένων Ἐσταυρωμένων στὸ Ἅγιο Βῆμα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, ἐντοπίζεται τουλάχιστον τρεῖς αἰῶνες νωρίτερα, τὸν 13ο αἰῶνα, ὅποτε χρονολογεῖται ὁ ξύλινος Ἐσταυρωμένος στὸν Ἀσκὰ Κύπρου4, τοποθετημένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης [βλ. Εἰκ.8]. Ἐπίσης σὲ ἄριστη κατάσταση διατηρεῖται ὁ μεγάλος ξύλινος γραπτὸς Ἐσταυρωμένος τοῦ 14ου αἰώνα τῆς Μονῆς Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρισκόμενος στὴν ἴδια αὐτὴ θέση στὸ Ἅγιο Βῆμα5.

Ἐὰν γιὰ τὴν Κύπρο θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχύει ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἡ παράδοση αὐτὴ εἶχε προέλθει ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας, πῶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἅγιο Ὄρος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ θεματοφύλακα τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης;

Στὴν Ἰταλία, ἐν τούτοις, ὅπου μέχρι τὸ τέλος τοῦ 13ου αἰώνα κυριαρχεῖ ἡ Βυζαντινὴ Τέχνη, πολὺ πρὶν τὴν κήρυξη τῶν σταυροφοριῶν διαπιστώνεται κατὰ κόρον ἡ ἀντιγραφὴ βυζαντινῶν Ἐσταυρωμένων κατὰ παραγγελία γιὰ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διασῴζονται ἕως σήμερα, ἐνῷ ὑπάρχουν καλλιτέχνες ποὺ φημίζονται γιὰ τοὺς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας Ἐσταυρωμένους, ὅπως ὁ Τζούντα Πιζάνο6 (1202-1258), τοὺς ὁποίους ἐπίσης τοποθετοῦσαν στὸ Ἅγιο Βῆμα, κατὰ τὴ βυζαντινὴ συνήθεια.

Ἑπομένως, ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν «ἀποτελεῖ μία τελείως πρόσ­φατη καὶ ἀπαράδοτη Παράδοση, κατάλοιπο τῆς Βαυαροκρατίας», ὅπως ἀναγράφεται στὴ σελ. 9 τοῦ πονήματος τοῦ ἐπισκόπου.

Ἀκόμα κι ἂν ἴσχυε ἐπιστημονικὰ καὶ τεκμηριωμένα κάτι τέτοιο, ἐγείρεται τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Γιὰ ποιὸ λόγο, ἀφοῦ καθιερώθηκε στὴν –ἔστω καὶ 800 ἢ 200 χρόνων ὑποθετικὰ-Παράδοση, ἀφαιρεῖται; Πόσο ἀσφαλὲς εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιστρέφουμε σὲ κάποιο χρονικὸ σημεῖο πρίν; Καὶ γιατί νὰ ἐπιλέξουμε κάποιον αἰῶνα-ἄς ποῦμε τὸν 5ο; Γιατί ὄχι τὸν 4ο; Ἢ τὸν 2ο; Ἂς καταργήσουμε καὶ τὸ τέμπλο, ἐφόσον εἶναι πιὸ σύγχρονο. Ἂς ἐπιστρέψουμε στὶς κατακόμβες ἢ στὶς οἰκίες τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἂς καταργήσουμε τοὺς ἐπισκοπικοὺς θώκους, τὶς μίτρες, τὶς ποιμαντορικὲς ράβδους, τὰ σύνθρονα, τὰ ἄμφια, ἀκόμα καὶ τὶς ἀκολουθίες τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου; Μήπως-ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους μὲ τὶς πρόσφατες τοποθετήσεις ἐπισκοπικῶν θρόνων στὸ Ἱερὸ Βῆμα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, νὰ ἔχουμε καὶ τοὺς λειτουργοὺς μετωπικοὺς πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα; Μήπως νὰ καταργήσουμε καὶ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Τὸν νηπιοβαπτισμό; Δὲν εἶναι ἐπικίνδυνα ὅλα αὐτά;

  Ἡ ἀρχαιότερη γραπτὴ ἀναφορὰ ποὺ διαθέτουμε προέρχεται ἀπὸ ἐπίγραμμα τοῦ 12ου αἰώνα ποὺ διασῴζει ἡ Ἄννα ἡ Κομνηνὴ (1083-1148) καὶ περιγράφει τὸν Νυμφίο ποὺ κοιμᾶται πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ πρὶν τὴν ἀνάστασή του: «Ζητοῦσα τὴν σὴν ὄψιν, ἁγνὴ νυμφίε, / καὶ ψηλαφοῦσα ποῦ νέμεις καὶ ποῦ μένεις, / καὶ ποῦ καθυπνοῖς ἐν μεσομεσημβρίᾳ, / ἔγνων ἐφυπνώττοντα τῇ τριδενδρίᾳ· / … / Αἴ αἴ, γλυκὺν ὕπνον μὲν ὑπνοῖς, ἀλλ’ ὅμως / φθάσας πρὸς ἀντίληψιν ἀνάστηθί μοι»7. Ὁ καθηγητὴς L. H. Grondijs ὑποστηρίζει7α ὅτι ὁ Χριστὸς εἰκονογραφήθηκε πάνω στὸ Σταυρὸ νεκρός, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, γιὰ πρώτη φορὰ στὸ περίφημο Ψαλτήριο τοῦ Khludov, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰώνα (π. 830) καὶ τώρα βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Ἱστορίας τῆς Μόσχας. Σχετικά, λοιπόν, μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ νεκροῦ Ἐσταυρωμένου, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι «ὁ Χριστὸς συναντᾶται τουλάχιστον μέχρι τὸν 9ον αἰ. μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοικτα», ἐνῷ «ἐμφανίζεται μὲ τὰ μάτια ὁριστικὰ κλειστὰ ἤδη ἀπὸ τὸν 11ον αἰ., πιθανὴ ὑπενθύμιση τῆς ἀνθρώπινης θνητῆς Του φύσης. Ὡσαύτως τὸ σῶμα Του κυρτώνει προοδευτικά, πρόδηλο σημάδι τῆς κοίμησής Του». Ὁ ἀρχαιότερος, παρόλα αὐτά, καὶ σύμφωνα μὲ τὰ ὥς τώρα ὑπάρχοντα στοιχεῖα, Ἐσταυρωμένος ἔχει ἀποτυπωθεῖ σὲ συριακὸ χειρόγραφο τετραυάγγελο τοῦ 6ου αἰώνα (586 μ.Χ.) ἀπὸ τὸν καλλιγράφο Ραμπούλα (Rabulla), τὸ ὁποῖο φυλάσσεται στὴν Λαυρεντιανὴ Βιβλιοθήκη τῆς Φλωρεντίας (ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ, Ch. Diehl, Ἐφημερὶς τῶν συζητήσεων, 141, 15-4-1894, Ἀρχεῖον Πολιτισμοῦ).

Φαίνεται δὲ ὅτι τὸ σχῆμα «Οὐρανὸς – Ἅδης: ταυτόχρονη παρουσία τοῦ Χριστοῦ», ἔχει ἀρχαία καταγωγή, καθὼς πρωτοεμφανίζεται στὸ Ψαλμ. 138, 7-8: «ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ· ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ἅδην, πάρει…»7β.

  Ἡ μαρτυρούμενη σὲ γραπτὲς πηγὲς καὶ ἐπιβεβαιωμένη τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα στὸ Ἱερὸ Βῆμα δικαιολογεῖται ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους πρωταρχικὰ ἀπὸ τὴν σύνδεσή του μὲ τὴν μεγαλόπρεπη βυζαντινὴ τελετουργία τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ συμφώνως μὲ τὸν ἰδιαίτερο συμβολισμό τους γιὰ τοὺς ὑπόδουλους χριστιανοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ συντηρεῖ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας. Σ’ ἕνα κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου αἰώνα (τὸν Θρῆνο τοῦ Μητροπολίτη Μυρέων Ματθαίου) ὑπάρχει ἡ ἑξῆς παράκληση πρὸς τὸν Χριστό: « … Ἀλλὰ πάλι λυπήσου μας, ὅτ’ εἴμεσθεν δικοί σου, ἄλλον Θεὸν δὲν ἔχομεν, Κύριε, μόνον πλήν σου, πῶς ὑπομένεις, Δέσποτα, σκλάβους νὰ μᾶς ἐβλέπης[…] ξύπνα, σηκώσου …» Ἡ σπαρακτικὴ αὐτὴ κραυγὴ («ξύπνα, σηκώσου…») ἀπηχεῖ τὸ ψαλμικὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…» (81, 8) καὶ ταυτίζει τὴν προσμονὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ ὑπόδουλου γένους7γ. «ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται … καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία. Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰω. 16, 20 καὶ 22) Σ’ αὐτὸν τὸ συμβολισμὸ ἀναφερόμενος ὁ Κων/νος Καβαρνός, γιὰ τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα καὶ μετὰ καὶ συγκεκριμένα γιὰ τὴν εἰκονογράφηση τῆς Ἱερᾶς Προθέσεως γράφει: «Μέσα στὴ σκοτεινὴ Πρόθεση φιλοτεχνούσανε μὲ κατάνυξη τὴν “Ἄκραν Ταπείνωσιν”, δηλαδὴ τὸν Χριστὸ νεκρὸν σταυροχεριασμένον μέσα στὸν τάφο, μὲ τὰ χέρια του τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ μὲ τὴν κονταριὰ στὴν πλευρά του, καταβασανισμένον, ὅπως ἤτανε κ’ ἡ Ὀρθοδοξία κ’ ἡ Ἑλλάδα, χωρὶς “εἶδος οὐδὲ κάλλος”, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας»7δ.

Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ τελετουργία τῶν Παθῶν, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, χρονολογεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα καὶ πιστοποιεῖται μέσῳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν τυπικῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως8α, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Πάτμου. Στὴν δημοσίευση τοῦ ἀρχαιολόγου Σπυρίδωνος Λάμπρου μὲ τίτλο «Διάταξις τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ»8β καταδεικνύεται ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν διασώθηκαν οἱ τελετὲς τοῦ Θείου Πάθους ποὺ ἀφοροῦν τὸν Ἐσταυρωμένο σὲ ἄλλα τριώδια καὶ πεντηκοστάρια, ἐπειδὴ ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερη σκηνοθεσία καὶ παριστάνονταν μὲν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ σὲ ἰδιαίτερη ὥρα ποὺ καθοριζόταν ἀποκλειστικὰ γιὰ αὐτές. Ἡ ἀκολουθία, ὅμως, ὑπάρχει καταγεγραμμένη σὲ Ρωσικὸ κατάλογο τῶν ἐν Ρωσίᾳ ἀπὸ τοῦ 1491 μέχρι τοῦ 1652 σὲ κυριλλικοὺς χαρακτῆρες ἐκδοθέντων ρωσοσλαβονικῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων8γ. Ἀπὸ τὴ Ρωσία ἡ σλαβικὴ μετάφραση εἰσχώρησε στὴ Βουλγαρία καὶ τὴ Σερβία κατ’ ἀρχὰς καὶ κατόπιν στὴ Ρουμανία. Ἡ τελικὴ μετάφραση τοῦ Τριωδίου μὲ τὴν σημερινὴ διάταξη τῶν Παθῶν καὶ τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1697 καὶ ὀφείλεται στὸν Μητροπολίτη τοῦ Buzihi, Mitrophan8δ, ἐνῷ, τὴν ἴδια περίοδο παραδίδεται ἡ μετάφραση καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες. Ἑπομένως, ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα πιστοποιεῖται καὶ μέσῳ τῶν τυπικῶν ποὺ ὑπάρχουν στὶς ὀρθόδοξες χῶρες αὐτές.

Καταδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν «εἶναι καθαρὰ ἑλλαδικὸ φαινόμενο ποὺ ἐπικράτησε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα ἐξ αἰτίας τῆς θεολογικῆς ἀφασίας καὶ παρακμῆς ποὺ ἐμφανίστηκε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, καὶ κυρίως μὲ τὴν πιετιστικὴ δυτικόφερτη ἐπίδραση τῶν Χριστιανικῶν Ὀργανώσεων στὴν Ἑλλάδα» καὶ δὲν «ἀναρωτιοῦνται ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, γιατί νὰ ἔχουμε τὸν Ἐσταυρωμένο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο», ὅπως διατείνεται ὁ Ἐπίσκοπος Περιστερίου (σελ. 21).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ- ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Μαντᾶς Γ. Ἀπόστολος, Τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ ἱεροῦ βήματος τῶν μεσοβυζαντινῶν ναῶν τῆς Ἑλλάδας (843-1204), Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου,95Θ.16Ι 2α.himara.gr 2β. Σελίδες ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς λευΐτη «Πρὶν (σ.σ.Τὸ 1917 καὶ τὴν Κομμουνιστικὴ Ἐπανάσταση στὴ Ρωσία)…Παρατηρῶ ὅτι πότε-πότε σκοτεινιάζουν οἱ εἰκόνες. Ὁ Ἐσταυρωμένος, πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἔγινε μαῦρος. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου πῆρε ἔκφραση βλοσυρή, ὀργισμένη… οἱ γεροντότεροι λένε, πὼς οἱ εἰκόνες σκοτεινιάζουν πάντα πρὶν ἀπὸ τὶς μεγάλες συμφορές.» Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν – Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί, 1938 , Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικὰ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ. 3. ΒΕΛΑΝΙΔΙΩΤΗΣ Ι. (2013). Συζητήσεις ἐπὶ θεμάτων τεθέντων ὑπ’ ὄψιν τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας. Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, 1, 132–140. https://doi.org/10.12681/dchae.1351. 4. ΠΕΡΔΙΚΗ Ο. (2013). Ξύλινος ζωγραφιστὸς σταυρὸς ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν Ἀσκὰ Κύπρου. Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, 34, 227–238. 4. «Ὁ Σταυρὸς (αὐτὸς) ἦταν τοποθετημένος πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Καθολικοῦ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήση στὸ συμπέρασμα, ὅτι αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἀρχική του θέση». 5. ΕΥ.ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ, ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Ἔκδ. 1998, σ.7 ,Γραπτὸς Σταυρὸς : Ὁ ξύλινος αὐτὸς σταυρὸς μὲ τὴν παράσταση τῆς Σταυρώσεως καὶ τὴ συμβολικὴ ἀπεικόνιση στὸ ἐπάνω μέρος τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἦταν ἄλλοτε στημένος στὸν χῶρο τοῦ ἱεροῦ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα (πίν.13β). 6. Chisholm, Hugh, ἐπιμ.. (1911) «Giunta Pisano» Ἐγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 12 (11η ἔκδοση) Cambridge University Press, σελ. 54, Chisholm, Hugh, ἐπιμ.. (1911) «Giunta Pisano» Ἐγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 12 (11η ἔκδοση) Cambridge University Press, σέλ. 54, Benezit Ἐ., Dictionnaire des Peintres, Sculpteurs, Dessinateurs et Graveurs, 10 τόμοι; Librairie Grund, Παρίσι 1976. 7. Pallas D. I., Passion und Bestattung Christi in Byzanz, Miscellanea Byzantina Monacensia 2, Institut fur Byzantinistik und neugriechische Philologie der Universitat, Munchen 1965 σ. 234, σημ. 713 καθὼς καὶ : 7α. Βλ. Grondijs L. H., L’ iconographie byzantine du Crucifie mort sur lacroix, Brussels: dition de y antion, n tit t de o iologie, Leiden: Editions Ε. J.Brill 1960. β-γ. ΜΑΡΚΟΣ Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ«ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΕΜΑ ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ. ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΚΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ», ΠΑΤΡΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012, σελ.134,137 7δ : Καβαρνὸς Κωνσταντῖνος, Ἡ ἱερὰ βυζαντινὴ τέχνη, Ἀθῆναι: Ἀστὴρ 1992, σ. 122. 8α. Τὸ Συναξάριον ἤτοι Τυπικὸν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μονῆς τῆς Θεοτόκου Εὐεργέτιδος εἶναι κείμενο τοῦ 11ου αἰ. Συντάχθηκε περὶ τὰ ἔτη 1054-1070 ἀπὸ τὸν καὶ κτίτορα τῆς Μονῆς μοναχὸ Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος συνέταξε καὶ τὸν γνωστὸ Εὐεργετινό. Τὸ κείμενο μποροῦμε νὰ βροῦμε στὸ χειρόγραφο ὑπ’ ἀρ. 788 (12ου αἰ.) τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος (χφ ΕΒΕ 788) ἢ στὸ Aleksej Dmitrievskij, Opisanie liturgitcheskich rukopisej, I, Kiev 1895, σσ. 256-655. Ἐπίσης, βλ. R.Jordan, «Evergetis: Typikon of Timothy for the Monastery of the Mother of God Evergetis», ByzantineMonastic Foundation Documents, Dumbarton Oaks Studies 35, 22 (2000), σσ. 454-506 . 8β«ὡς ἀπαιτοῦσαι ἰδιαιτέραν σκηνοθεσίαν, παριστάνοντο μὲν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλ’ ἀνεξαρτήτως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας καὶ εἰς ἰδιαιτέραν ὥραν, καθοριζομένην εἰδικῶς πρὸς τοῦτο» , «Διάταξις τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ», Νέος Ἑλληνομνήμων, ἔτος 1916, τεῦχ. 13, σελ. 381, Παλατινὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. 8γ. Ρωσικὸς κατάλογος τῶν ἐν Ρωσίᾳ ἀπὸ τοῦ 1491 μέχρι τοῦ 1652 ἐκδοθέντων ρωσσοσλαβονικῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων , Kataev, Πετρούπολη 1884. 8δ. Ν. Jorga, Bisericii Romanesti, τόμ. A’, σελ. 116 -119. Βουκουρ. 1908—1909.

orthodoxostypos.gr