Παύλος Νιρβάνας Ιούν 25, 2024
Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Ἰουνίου 1924
Ἡ διαθήκη τοῦ Νικολῆ –ἴδε προχθεσινόν χρονικόν τῆς γειτονικῆς στήλης– δέν εἶνε τό μόνον ἀνέκδοτον, μέ τό ὁποῖον ἐδρόσισε τήν μεταμεσονύκτιον ἀνίαν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ὁ πληρεξούσιος Κεφαλληνίας κ. Λιβαθινόπουλος. Ὁ φίλος θυμόσοφος ἰατρός, εἰς μίαν ἄλλην συνεδρίασιν κατά τήν ὁποίαν κάποιος συνάδελφος τοῦ ἐζήτησε νά μάθῃ ἄν ὑφίσταται καί ἄν ἐφαρμόζεται ὡρισμένη φορολογία, παρενέβη αἰφνιδίως εἰς τήν συζήτησιν.
-Αὐτός ὁ φόρος, εἶπε, μοιάζει σάν κάποιο φόρο, πού ἐπέβαλε, μιά φορά κ’ ἕνα καιρό, στήν Πόλη ἕνας Κεφαλλωνίτης, πατριώτης μου.
-Νά μᾶς τόν πῆτε, κύριε συνάδελφε, νά μᾶς τόν πῆτε! Ἐφώναξαν ὅλοι οἱ πληρεξούσιοι, διψῶντες ὀλίγην δρόσον μέσα εἰς τόν αὐχμόν τῆς ἀνιαρᾶς συζητήσεως.
-Νά σᾶς τόν πῶ; εἶπε, πρόθυμος ὁ κ. Λιβαθηνόπουλος.
Καί διηγήθη τό ἀνέκδοτόν του.
Κάποτε, λοιπόν, εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἔφθασεν ἕνας Κεφαλλωνίτης μέ τό καΐκι του καί μέ τό μικρόν του φορτίον. Πρίν ἀγκυροβολήσῃ ὅμως ἀκόμη, ὑπεχρεώθη νά πληρώσῃ ἐπειγόντως λιμενικόν φόρον καί μπαχσίσι. Τά ἐπλήρωσε καί τά δύο. Ὅταν ἄρχισε νά ἀποβιβάζῃ τό φορτίον του ἀπό τό πλοῖον, τοῦ ἐζήτησαν ἄλλον φόρον καί ἄλλο μπαχσίσι. Τά ἐπλήρωσε καί αὐτά. Ὅταν τό ἀπεβίβασεν εἰς τήν ξηράν, ἄλλος φόρος καί ἄλλο μπαχσίσι. Ἐπλήρωσε πάλιν. Ὅταν ἄρχισε νά πουλῇ τά προϊόντα του, νέος φόρος καί νέον μπαχσίσι. Τί νά κάμῃ; Ἐπλήρωσε. «Τοῦρκον εἶδες; Γρόσια θέλει. Κι’ ἄλλον εἶδες; Κι’ ἄλλα θέλει.» Τέλος πάντων, ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος κατήντησε νά πληρώσῃ εἰς φόρους καί μπαχσίσια περισσότερα ὅσων θά εἰσέπραττεν ἀπό τό ἐμπόρευμά του. Ἐσκέφθη, λοιπόν, ὁ ἔξυπνος Κεφαλλωνίτης καί εἶπε μεγαλοφώνως:
-Αὐτό τό πρᾶμα, μωρέ μάτια μου, δέν ἔρχεται σέ λογαριασμό. Νά σοῦ παίρνῃ τό Κουβέρνο περισσότερα λεφτά ἀπ’ αὐτά, ποῦ θά βγάλῃς μέ τό ἐμπόριο σου, εἶνε τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατον. Πάει νά πῇ, λοιπόν, πῶς ἐδωπέρα, ὅποιος θέλει, βάζει κι’ ἀπό ἕνα φόρο!
Καί ἀπεφάσισε.
-Θά βάλω, λοιπόν, κι ἐγώ ἕνα φόρο νά βγάλω τή ζημιά μου!
Καί ἐπέβαλε φόρον ἐπί τῶν… κηδειῶν. Ἐγκατεστάθη μέ ἕνα τραπεζάκι ἐμπρός του εἰς κἄποιο σταυροδρόμι, ἀπό τό ὁποῖον ἐπερνοῦσαν αἱ περισσότεραι κηδεῖαι καί, εἰς τό πέρασμα κάθε νεκροῦ, ἔκοβε διπλότυπα καί εἰσέπραττε τόν φόρον του. Ὅλοι ἐπλήρωναν, χωρίς κανείς νά λάβῃ τήν περιέργειαν νά ἐρωτήσῃ τί φόρος ἦτο αὐτός καί πότε ἐπεβλήθη. Καί ὁ πονηρός Κεφαλλωνίτης ἐθησαύριζεν. Ἐπί τέλους, εὑρέθη καί κάποιος περίεργος, ὁ ὁποῖος ἐπῆγεν εἰς τό ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν –αὐτό εὑρέθη ἐμπρός του– νά ζητήσῃ σχετικάς πληροφορίας.
-Ἐμεῖς δέν ξέρουμε… τοῦ εἶπαν. Νά πᾶς στό ὑπουργεῖο τῶν Θρησκευμάτων.
Ἐπῆγεν εἰς τό ὑπουργεῖον τῶν Θρησκευμάτων.
-Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἰδέα… τοῦ εἶπαν κι’ ἐδῶ. Νά πᾶς καλλίτερα στό ὑπουργεῖο τῶν Οἰκονομικῶν.
Ἐπῆγεν καί εἰς τό ὑπουργεῖον τῶν Οἰκονομικῶν. Ἀλλά καί ἐκεῖ δέν ἤξευραν τίποτε καί τόν παρέπεμπαν ἀπό τόν ἕνα τμηματάρχην εἰς τόν ἄλλον. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, τέλος, τόν ἐρώτησεν:
-Δέν μοῦ λές, σέ παρακαλῶ; Εἰσπράττεται αὐτός ὁ φόρος;
-Ἄμ’ τί σᾶς λέω τόσην ὥρα; ἀπήντησεν ὁ φιλοπερίεργος πολίτης. Εἰσπράττεται καί καλοεισπράττεται.
Μετά τήν διαβεβαίωσιν αὐτήν, ὁ τμηματάρχης ἔβγαλε τό συμπέρασμά του.
-Γιά νά εἰσπράττεται ἕνας φόρος, παιδί μου, –τοῦ εἶπε– σημαίνει, ὅτι ὑπάρχει.
Ἔμειναν ἱκανοποιημένοι καί οἱ δύο καί, ἀκόμη περισσότερον, ὁ πονηρός Κεφαλλωνίτης, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθοῦσε νά εἰσπράττῃ ἀνενόχλητος τά πορθμεῖα τοῦ Χάρωνος.
Ἡ Ἐθνοσυνέλευσις ἤκουσε, μέ ἐντεταμένην προσοχήν τό χαριτωμένον ἀνέκδοτον καί μόνον οἱ ἀναγνῶσται τῶν Πρακτικῶν τῆς Βουλῆς δέν ἔλαβαν αὐτήν τήν σπανίαν εὐφροσύνην. Δυστυχῶς, εἰς τά περίφημα αὐτά Πρακτικά παραλείπονται πάντοτε, κατά κανόνα, τά μόνα πράγματα, ποῦ ἀξίζουν νά διαβασθοῦν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ