Γράφει ο Σωτήρης Λ. Δημητρίου
Είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος του 1940 και είχαν ενημερωθεί τα χωριά της Θεσπρωτίας, στα οποία γειτόνευαν με μουσουλμάνους Τσιάμηδες ή συνυπήρχαν μαζί τους, να φύγουν από τα χωριά τους και να πάνε ως πρόσφυγες στην Αιτωλοακαρνανία, από τον φόβο εγκλημάτων εις βάρος τους από τους «Τσιάμηδες». Πολλοί κάτοικοι των χωριών της Θεσπρωτίας βρέθηκαν οδοιπόροι με τις οικογένειες προς την προσφυγιά με ελάχιστα εφόδια, κυρίως στρωσίδια στην πλάτη τους οι μεγάλοι για να κοιμούνται ή να ξεκουράζονται στον δρόμο. Αυτή είναι μία μεγάλη περιπέτεια, που το οδοιπορικό της τερμάτισε στα χωριά γύρω και πριν το Αγρίνιο. Λίγοι πήγαν απέναντι στο νησί της Κερκύρας και κυρίως στην πιο κοντινή Λευκίμμη.
Όταν επικράτησε ο στρατός του άξονα και δεν υπήρχαν πια μάχες στην Θεσπρωτία, έπρεπε πλέον να επιστρέψουν στα σπίτια τους με όλα τα ρίσκα που αυτό εμπεριείχε από τον κίνδυνο δολοφονιών από τους «Τσιάμηδες» οι οποίοι είχαν πλέον οργανωθεί και συστρατευτεί με τον άξονα. Παρά του ότι είχαν από το 1913 αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα και είχαν παραμείνει (με την θέλησή τους) ως Έλληνες πολίτες. Προφανώς διότι δεν ήθελαν να παρατήσουν τις περιουσίες τους, (τις οποίες είχαν αρπάξει από τον ντόπιο πληθυσμό μέσα από τους αιώνες, ιδιαίτερα επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και ελπίζοντας σε εξωτερική βοήθεια, ώστε κατόπιν εντολών, να μείνουν για να προσαρτήσουν στο μέλλον περιοχές της Ηπείρου με την Αλβανία.
Οι Τσάμηδες πανηγυρίζουν με κάθε τρόπο για τη «νίκη» τους. Σημαιοστολίζονται περιοχές με ιταλικές και αλβανικές σημαίες, ενώ απαιτούν να φωνάζουν οι Έλληνες «Βίβα Ντούτσε» ή να σηκώνονται οι χριστιανοί όταν περνούν από μπροστά τους. Μάλιστα, δύο Έλληνες εκτελέστηκαν στο Μαργαρίτι αφού δεν σηκώθηκαν καθώς περνούσαν αγάδες.
Ο τότε Ιταλός κυβερνήτης Φραντσέσκο Ζακομόνι, εκμεταλλεύτηκε τους Τσάμηδες ως μέσο για να αυξηθεί η δημοτικότητα των Ιταλών στους Αλβανούς (Fischer, Bernd Jürgen (1999). Albania at War 1939-1945).
Σε λόγο που εκφωνεί πάντως ο Νουρί Ντίνο, στους Φιλιάτες, μπροστά σε Τσάμηδες εξαπολύει μια δίχως άλλο καθολική επίθεση εναντίον του ελληνικού-χριστιανικού στοιχείου: «Γενναίοι μου, θάνατος στους Έλληνες, όπου τους βρίσκετε να τους σκοτώνετε. Η Θεσπρωτία μέχρι της Πρεβέζης πρέπει να μείνει καθαρά Αλβανική. Εκδικούμεθα τους εχθρούς μας και επεκτείνομεν τα σύνορα της μεγάλης Αλβανικής πατρίδος. Η κραταιά Ιταλική αυτοκρατορία είναι με το μέρος μας». Επρόκειτο για σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από την Θεσπρωτία ως και τα χωριά Φαναρίου και Πάργας.
Έτσι, συστήθηκαν επιτροπές στους Φιλιάτες, το Μαργαρίτι, την Παραμυθιά οι οποίες, με υπομνήματα προς τα Τίρανα, ζητούσαν από την ιταλική αντιπροσωπεία προσάρτηση των περιοχών τους στην Αλβανία.
Ήθελαν να αποκόψουν πλήρως τη Θεσπρωτία από το ελληνικό κράτος και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί με βεβαιότητα κάτι τέτοιο θα ήταν ο αφανισμός του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Πρόκειται για ένα κάλεσμα γενοκτονίας, μιας και στοχοποιείται ξεκάθαρα το φυλετικό στοιχείο ενός πληθυσμού, ο οποίος μάλιστα είναι ήδη στο κατοχικό καθεστώς δίχως πολλά περιθώρια αντίδρασης. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε πλήρως μιας και η ατιμωρησία άφηνε το πεδίο ελεύθερο για περαιτέρω δράση από τους Τσάμηδες. Προς τα τέλη του 1941 και μπαίνοντας πλέον στα 1942, ξεκινά ουσιαστικά η αλληλοσφαγή μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Θέλοντας λοιπόν να επιβληθεί ή να αφανίσει τον ντόπιο ελληνικό λαό, η μειοψηφία των 17-18.000 «Αλβανοτσιάμηδων» μουσουλμάνων, της ευρύτερης Θεσπρωτίας (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Φαναρίου και Πάργας), προέβη σε βιαιοπραγίες υπό την οργάνωση της Ξίλια (αλβανικά: Këshilla – K.S.I.L.A.). Η δωσίλογη αλβανική διοίκηση στην Θεσπρωτία. Λειτουργώντας όμως πολλές φορές και αυτόνομα αλλά εναρμονισμένοι όλοι για τον ίδιο σκοπό, αφαιρώντας τις ηγετικές μορφές των χωριών, τις εξέχουσες προσωπικότητες και τους πιο αξιόμαχους, μέχρι και τους κάθε ηλικίας και ιδιότητας αμάχους. Από μικρά παιδιά ως ηλικιωμένους. Από γνωστούς τους, ως παντελώς αγνώστους. Είχαν επιδοθεί σε ανθρωποκυνηγητό, καίγοντας, λεηλατώντας και υφαρπάζοντας.
Έτσι τα εγκλήματα των μουσουλμανοτσιάμηδων της Θεσπρωτίας είχαν πλέον τον πρώτο λόγο στην Θεσπρωτία με την βοήθεια και συγκάλυψη από τον άξονα σε ό,τι οι μουσουλμανοτσιάμηδες πρότειναν.
Προς τα τέλη του 1941 και μπαίνοντας πλέον στα 1942, ξεκινά ουσιαστικά η αλληλοσφαγή μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το Γενάρη του 1942 οι δύο Έλληνες, Ηλίας Νίκου και Κώστας Γεωργίου (Κωτσιονικόλας) σκότωσαν στην Παραμυθιά τους Τεφήκ Κεμάλ από το Καρβουνάρι και Γιαχγιά Αχμέτ Κασήμ απ’ το Μαργαρίτι ύστερα από μια έντονη λογομαχία που έλαβε μέρος σε καφενείο της περιοχής, όπου ο Τεφήκ Κεμάλ καταφέρθηκε εντόνως με ειδεχθείς χαρακτηρισμούς εναντίον του, χωροφύλακα στο επάγγελμα, Ηλία Νίκου. Έπειτα από τη δολοφονία των δύο Τσάμηδων οι Έλληνες κατέφυγαν στο χωριό Σκάνδαλο και έπειτα στο Σπαθαράτι, όπου και δημιούργησαν μαζί με τον Βασίλη Μπαλούμη την πρώτη αντάρτικη ομάδα με σκοπό την προστασία του ελληνικού στοιχείου από τις πράξεις των Τσάμηδων.
Μπαίνει ακόμα στο στόχαστρο των Τσάμηδων και Γερμανών, η πλούσια και εύφορη περιοχή του Φαναρίου. Υπό το πρόσχημα πως οι κάτοικοι παρείχαν βοήθεια στους αντάρτες και πως υπάρχει αρκετό κρυμμένο χρυσάφι στα σπίτια των κατοίκων τα γερμανικά και τσάμικα στρατεύματα κατευθύνονται και προς το Φανάρι.
Έχουν καταγραφεί όσα στοιχεία και μαρτυρίες συλλέχτηκαν με τα ονόματά, τις ηλικίες των θυμάτων και τις ημερομηνίες των δολοφονιών και των φόνων, καθώς και των άλλων εγκλημάτων βίας, των λεηλασιών και πυρπολήσεων.
Χαρακτηρίζονται στο κείμενο οι εγκληματίες, μουσουλμανοτσιάμηδες, τουρκοτσιάμηδες, αλβανοτσιάμηδες, αλβανοί μουσουλμάνοι ή σκέτοι Τσιάμηδες. Έχοντες όλοι την ελληνική υπηκοότητα. Αυτό για να καταγράφονται ταυτόχρονα και οι χαρακτηρισμοί που τους απέδιδε ο ντόπιος πληθυσμός, η πολιτεία και οι συγγραφείς της εποχής. Διευκρινίζεται ότι πρόκειται πάντα για τους ιδίους.
Ανατριχιαστικές πολλές φορές οι περιγραφές των βασανιστηρίων ή των απρόκλητων και αναίτιων φόνων.
Ενδεικτικά έχουν καταγραφεί ελάχιστοι φόνοι από τον εμφανιζόμενο παράλληλα «εμφύλιο», χαρακτηρίζοντας τους «αντάρτες» κάποιες φορές οι αφηγητές ως «αναρχικούς».
Τα χωριά έχουν καταγραφεί με το σημερινό τους όνομα και σε παρένθεση με το όνομα της εποχής. Τα ονόματα των θυμάτων πιθανόν κάποια να είναι καταγραμμένα με κάποιο λάθος γράμμα ή φθόγγο αλλά είναι όλα όπως και τα γεγονότα αληθή. Φυσικά είναι πολύ δύσκολο να καταγραφούν όλα και επομένως ο κατάλογος των θυμάτων αλλά και των υπολοίπων εγκληματικών ενεργειών και πάλι πιθανολογείται ότι είναι ελλιπής.
Ο Ιωάννης Αρχιμανδρίτης έχει καταγράψει 772 θανάτους μαζί με εκείνους που του ανάφεραν από τους κομμουνιστές.(Από τους τελευταίους πιθανολογείται ότι δεν αναφέρθηκαν όλοι οι φόνοι, για διάφορους λόγους).
Έχουν σημειωθεί στον παρακάτω κατάλογο μόνο οι ολοσχερείς ή γενικές καταστροφές των χωριών, διότι μερικές καταστροφές έγιναν σχεδόν σε όλα.
Διαβάστε εδώ τον πλήρη κατάλογο των θυμάτων
infognomon.gr