Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

ΠΕΡΓΑΜΟΣ

 

Ιστορικά

Στρατής Μπαλάσκας

Π Ε Ρ Γ Α Μ Ο Σ

 

«Επιβάς πλοιαρίου ομοίου ως προς το πλήρωμα τω του Χάρωνος προσωρμίσθην παρά τον Αταρνέα (Τικελί). Την επαύριον 20 Μαρτίου ιππεύσας ανηρχόμην δια την Πέργαμον. Εισέτι απείχον ώρας οδόν και η υψηλή αυτής ακρόπολις παρέστη μεγαλοπρεπής προ των οφθαλμών μου. Αύτη υπέρκειται, οιονεί δεσπόζουσα, της σήμερον οικουμένης πόλεως».

Περιοδικό της Μυτιλήνης «Πιττακός». 15 Μαΐου 1879. Όταν ακόμα εκδίδονταν περιοδικά κι η γλώσσα είχε κάτι απ’ τον ήχο των φτερών του αγγέλου που ανακατεύει τα νερά της γούρνας Βηθεσδά. Γαβριήλ Φίλιος Χαραλαμπίδης ο συγγράψας.

Πολλά χρόνια μετά και ο αχός των φτερών του αγγέλου ακούστηκε, δεν χρειάστηκε γλυκύς Ιησούς, πρόλαβες και χώθηκες στα νερά …μυήθηκες. Ήρες τον κρέβατόν σου και περιπάτησες επί της προγονικής Αιολίδος γης.

Πέργαμος ήταν λέει ο εγγονός του Αχιλλέα ο και κτήτορας της πόλης. Χωριουδάκι ήταν τότες γύρω τριγύρω από έναν αψηλό λόφο που δέσποζε στον κάμπο.

 

Αλήθεια ή ψέματα ποιος ξέρει; Τι σε νοιάζει κιόλας… Το Πέργαμον κάστρον της ανατολής αποκούμπι της ματιάς του ταξιδιώτη στο δρόμο απ’ το νότο στο βορρά, απ’ το βορρά στο νότο, απ’ τη χερσόνησο της Ερυθραίας στην είσοδο των Δαρ- δανελίων. Πέργαμον κάστρον λες, «παραμύθι παραμύθι το κουκί και το ρεβύθι…». Πέργαμον κάστρον λες «…δώστου κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει».

Το Δικελί, ένας σωρός αψηλά κτίρια που φαίνονται ακόμα και από τη Μυτιλήνη, στο ύψος εκεί καρσί απ’ το αεροδρόμιο. Το προσπερνάς, εύκολα πολλά ξεπερνάς στην Τουρκία, μια μπύρα στο άνοιγμα, περίεργα τούτα τα ανοίγματα στην Τουρκία ανάμεσα σε ντουβάρια, ταυτίζονται πάντα με οικόπεδα από εκκλησιές που – αχρείαστες ήτανε – γκρεμίστηκαν. Στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου βορρά – νότου των παραλίων με το δρόμο προς το Δικελί, προς τα κτήματα του Δικέλια που γίναν λιμάνι της Περγάμου σαν δυσκόλεψε να χρησιμοποιείται σαν τέτοιο το λιμάνι του Τσανταρλί, η αιολική Πιτάνη, στη διασταύρωση αυτή ο αρχαίος Ατταρνεύς πέντε έξι χιλιόμετρα μακριά απ’ τη θάλασσα ετούτο το αιολικό λιμάνι καρσί απ’ τη Μυτιλήνη μπαζώθηκε απ’ τη λάσπη που κουβάλαγε ο Κάϊκος ποταμός, η ιστορία δεν μπαζώνεται, δυο τεράστιοι πέτρινοι όγκοι σημαδεύουν την άκρη του κρηπιδώματος του λιμανιού κι ένα ντουβάρι χτισμένο με λεσβία δομή φανερώνει τη χαμένη πολιτεία.

Ξανά στο δρόμο περνάς μέσα από μπαμπακοχώραφα, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας περλίτη, μια παρατημένη βιομηχανία επεξεργασίας χρυσού, μια γέφυρα οθωμανική… Στις γκραβούρες, τις πιο γνωστές γκραβούρες της Περγάμου φαίνεται σαν η γέφυρα των καμηλιέρηδων. Προσπερνάς βιαστικά τα αψηλά τετράπατα σπίτια της νέας Περγάμου, Μπέργκαμα το σημερινό της όνομα, «νουφούς» ήτοι πληθυσμός ψυχές 70.000 τα αψηλά τούτα σπίτια στο ύψος των τεπέδων, των μακεδονικών τάφων που σπάρθηκαν στον κάμπο γύρω τριγύρω από το Πέργαμον κάστρον, να κρύψουν στην αιωνιότητα τα άψυχα κορμιά των Μακεδόνων αφεντάδων της πολιτείας.

Προσπερνάς τα αψηλά τα σπίτια, ίσα μπροστά σου το όρος Πήδασος το Πέργαμον κάστρον. Γύρω σου η Τευθρανία χώρα «περιλαμβανομένη μεταξύ Περγαμηνής, Ελαϊτιδος και εκβολών του Κάϊκου ποταμού». Μέσα απ’ την πολιτεία διακρίνεις το Σελινούντα και τον Κάικο, ανηφορίζοντας στο όρος Πήδασος προς την ακρόπολη Νάναι καλά ο Σελινούντας – «Θεός σχωρέσει» τη θειά σου την Αναστασία που έζησε 40 χρόνια και  

πέθανε στην οδό Σελινούντος στη Νέα Ιωνία της Αθήνας, το σοκάκι πίσω από το άγαλμα της μάνας, – ποιας μάνας – δίπλα στο περίπτερο με τις παγωμένες μπύρες. Πέθανε χωρίς ποτέ της να μάθει γιατί τον έλεγαν έτσι το δρόμο – και ο Κήτειος. Διακρίνεις καθαρά τους μαχαλάδες της παλιάς πολιτείας, «θα επιστρέψω» λες, ίσα πάνω η ακρόπολις, ότι απέμεινε. «Εις τας ανασκαφάς της Περγάμου οι Γερμανοί ήσαν λίαν ευτυχείς. Ολίγα μόνον κτυπήματα σκαπάνης ήρκεσαν όπως εκθάψωσιν ό,τι δεν ηλπίζετο. Τα αγάλματα ταύτα επηκολούθησαν άλλα κειμήλια τέχνης, άτινα όμως, δυστυχώς, απήλθον εις τα του Βερολίνου μουσεία και πινακοθήκας, προωρισμένα ίσως να επισκοτίσωσι κατά την πληθύν, λαμπρότητα και εύκλειαν των αποταμιεθησομένων κειμηλίων άπαντα τα παραπλήσια μουσεία της Ευρώπης».

Πέργαμος γιος του Αχιλλέα ο ιδρυτής της πολιτείας, χαμογελάς… γιος ενός απ’ τους γιους του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης χήρας του Έκτορα λέει η άλλη πλευρά, μετά το θάνατο του πατέρα του έφυγε απ’ την Ήπειρο με τους οπαδούς του κι ήρθε εδώ στα παράλια. «Όχι όχι…» ο Τεύθρας φωνάζουν οι τρίτοι ίδρυσε το κράτος τούτο, ο Τεύθρας που διώχτηκε από την Τρωάδα από εισβολείς, ο Τεύθρας σύζυγος της Αύγης κόρης του βασιλιά της αρκαδικής Τεγέας Αλεού ερωμένης του Δία όχι όχι του γιου του του Ηρακλή μάνας του Τήλεφου…

Τι σημασία να ‘χουν όλα τούτα… Ο Φιλέταιρος Τιανός σφετερίστηκε το θησαυρό που του εμπιστεύτηκε ο Λυσίμαχος και ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου που αναγνωρίστηκε σαν τέτοιο απ’ το Σέλευκο Φιλέταιρος Τιανός ο ιστορικός ιδρυτής του βασιλείου συμπαθάτε με όλοι οι προηγούμενοι ο πρώτος των Ατταλιδών. Κι ύστερα ο Ευμένης ο Α΄, ο Άτταλος ο Α΄ ο Σωτήρ και Ευεργέτης που κατανίκησε τους Γαλάτες, ο Ευμένης ο Β΄, ο Άτταλος ο Β΄ ο Φιλάδελφος, ο Άτταλος ο Γ΄ ο και Φιλομήτωρ και Φιλοπάτωρ ο άκληρος μα και άγαμος που πέθανε το 133 π.Χ. κι άφησε το βασίλειό του κληρονομιά στο δήμο των Ρωμαίων. Πλαστή φώναζε ο τελευταίος των Ατταλιδών βασιλιάς Αριστόνικος, τέσσερα χρόνια πολέμησε τους Ρωμαίους άδικα… Κυριάρχησε η Ρώμη κι ύστερα κυριάρχησε ο Χριστός. Επιμένει στην αποκάλυψη ο Ιωάννης. «Ξέρω πού κατοικείς. Εκεί που έχει το θρόνο του ο σατανάς». «Ιδού ο περίβλεπτος ναός του Διός! Ω οποίος και οπόσος εν αυτώ εισέρρευσε το πάλαι κόσμος οποίων ψυχών χείλη απετύπωσαν επί των αγαλμάτων φιλήματα πόσα στήθη, πόσοι πόδες τον ηγίασαν. Οποίαι γλώσσαι Χαρίτων και λαλιαί αηδόνων αντήχησαν εν αυτώ».

 

Ο θρόνος του σατανά, η ακρόπολις της Περγάμου ο μέγας βωμός του Διός, πάνε αιώνες που ο Δίας δεν μοσχομύρισε τσίκνα απ’ τα προς τιμήν του σφάγια στα ποδάρια του θρόνου του. Πάνε χρόνια που ο ίδιος ο θρόνος κομμένος, κομμάτια σε ξύλινα κιβώτια στάλθηκε στη Γερμανία. Τιτανομαχία η μάχη του παλιού με το καινούργιο, η σωτηρία λένε του ανθρώπινου είδους, εξόριστοι οι πρωταγωνιστές του στο Βερολίνο, αρπαγμένοι από τους Χούμαν και τους Κόντσε, τους Κνάκφους και τους Σάτσμαμ, τους Δαίρφελντ και τους Βίγκαν.

Ο τελευταίος είχε και την ιδέα για το χτίσιμο του μουσείου της Περγάμου στο μακρινό Βερολίνο. Να μη μπορούν να φύγουν τα μάρμαρα ή μη μόνο εάν το μουσείο-φυλακή γκρεμιστεί. Εξορίστηκαν τα μάρμαρα που ιστορούσαν την νίκη του καλού.

Σκληρός κι ανάλγητος λέει ήταν ο Άτταλος ο Α΄ που ‘χτισε το μεγάλο βωμό κι όχι μόνο δαύτον. «Σφάζει με λύσσα, έγραψε ο Παυσανίας, όλους τους άντρες και τις γριές, κι αυτά ακόμα τα βυζανιάρικα στων μανάδων των τις αγκαλιές, να μασήσει τις σάρκες και να ρουφήξει το αίμα τους, να κορώνει στα στερνά με τέτοια φλόγα και πάθος που να ασελγεί και σ’ αυτά ακόμα τα νεκρά ή ετοιμοθάνατα κορμιά των γυναικών και των παρθένων που αλλόφρονες πέφτανε επάνω στα σπαθιά τους να αυτοκτονήσουν». Ο Ατταλος ο Α΄ που νίκησε τους Γαλάτες, που ‘γραψε ανάποδα τη λέξη ΝΙΚΗ πάνω στην παλάμη του και την αποτύπωσε στα σπλάχνα του σφαγμένου ζώου που έτσι και μίλησε, πρόβλεψε τη νίκη τη σφαγή των Γαλατών, η σφαγή ήταν θέλημα Θεού. Οι αποκλεισμένοι στη Μικρά Ασία Γαλάτες, οι Γαλάτες που αυτοκτονούν, που σφάζουν τα παιδιά τους, οι καημένοι οι Γαλάτες, νικημένοι μαζί με τους νικητές εξόριστα αγάλματα στο Βερολίνο και στις άλλες πρωτεύουσες της Eσπερίας. Εκεί στον τόπο που γεννήθηκαν αγάλματα και ναοί, νικητών και νικημένων μοναχά αχοί ονομάτων και σημάδια από το πέρασμά τους. Στο Ασκληπιείο η σφραγίδα του Γαληνού, η Ιερά Οδός που οδηγεί στην πανάκεια, όλα γίνονται κατορθωτά εδώ ακόμα και το να στήνεις στον αέρα ένα τέτοιο θέατρο σαν αυτό που κρέμεται απ’ τα νύχια του ιερού της Αθηνάς στην πλαγιά του Πήδασου πάνω από την πόλη.

«Ο ήλιος εξακοντίζει θερμάς κατά κεφαλής μου ακτίνας, εγώ δε εξαγαγών την γραφίδα ηρξάμην ιχνογραφών τα τήδε κακείσε διεσπαρμένα συντρίμματα πλην μετά τινά λεπτά παρουσιασθείς πυρρόθριξ Γερμανός απηγόρευσε μοι τούτο».

Σταματάς, να ανασάνεις εσύ να ανασάνει κι η ψυχή σου και δίπλα σου να ζωγραφίζει ανενόχλητος το χάος ένας πολίτης του κόσμου. «Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος απ’ τη Θεσσαλονίκη, η μάνα μου χριστιανή απ’ την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκα στη Νέα Ορλεάνη, παντρεύτηκα Αγγλίδα ο ένας γαμπρός μου είναι Κουβανός κι ο άλλος Βάσκος». Η μετεμψύχωση του Γαβριήλ Χαραλαμπίδη – Φίλιου. Ετούτο, το σύγχρονο σου, κανένας Γερμανός «πυρρόθριξ» δεν του απαγορεύει να ζωγραφίζει. Πλέον δεν σου απαγορεύουν να ζωγραφίζεις. Σου θάβουν τις ζωγραφιές…

Αν και όσες ζωγραφιές και να σου θάψουν δεν μπορούν να σβήσουν τα χρώματα. Από τα μαβιά σπίτια της Πέργαμος. Τα σπίτια που ύμνησε ένας Σεφέρης.

Κατηφορίζεις απ’ τις πλαγιές του Πήδασου, η Κλεοπάτρα άρπαξε τη βιβλιοθήκη με τις περγαμηνές προς χάρη της βιβλιοθήκης της στην Αλεξάνδρεια. Ως αντίδωρο προσέφερε στην πόλη το ναό τους Σεράπιδος. Το «Κιζίλ Αυλή». Με κόκκινα τεράστια τούβλα χτισμένο, η σήραγγα του Σελινούντα ξέρασε εκεί στη μια του άκρια το κορμί του πιστού πρώτου μάρτυρα της Περγάμου για το Χριστό Αντύπα. Οι Περγαμηνές γιαγιάδες σαν τους έφερνε ο δρόμος απ’ την Πολιτεία σταυροκοπιούνται εκεί στην άκρια του «Κιζίλ Αυλή», κρυφά μην τύχει και τους δει ο άγιος στον έναν βυζαντινό πύργο στη μια άκρια του ναού του Σεράπιδος που ‘γινε «Κουρτουλούς τζαμί», «τζαμί της απελευθέρωσης», κι ο άλλος ο Άι Γιάννης ο Θεολόγος στον άλλο πύργο, στην άλλη άκρια, στον άλλον πύργο που παραμένει κλειστός κι αραχνιασμένος.

«Οίος κόσμος μαρμάρινος και περικαλλής αγαλμάτων απεικονιζόντων τον Δία και Ποσειδώνα, την Αθηνάν και Αφροδίτην, τον Απόλλωνα και Ερμήν, Σωκράτας και Αριστείδας, Πλάτωνας και Αριστοτέλεις, Θεμιστοκλείς και Αλέξανδρους! Αλλά φευ εις πνοήν νέων ιδεών ο ένθεος ούτος κόσμος κατερρύη, διεσπάρη, εθρυματίσθη! Αποσαρώνουσα τας αναμνήσεις και τα τεκμήρια των ειδωλολατρών, επήλθεν η χριστιανική θρησκεία εν καταστροφή των αψύχων αυτών μαρμάρων, και κόσμος όλος περικλεών ηρώων και βασιλέων και θίασοι φαιδροπών και χαριέντων θεών έσπευσαν να κρυβώσι εις τα έγκατα της γης, αιδούμενοι και τρομάζοντες το μεγαλοπρεπές και βαρύ του Ναζωραίου πρόσωπο».

Χώνεσαι στο Καλέ Μαχαλεσί, στο Ρουμ Μαχαλεσί στη ρωμέικη γειτονιά. Ένα λουλακί, κι ένα βενέτικο, ένας κίονας που φυτρώνει από τη γης και χίλια παιδικά χαμόγελα, όλα τούτα μαζί είναι ό,τι επιμένει στη συνοικία να ανασαίνει και να ανασταίνει. Το ρωμέϊκο παρθεναγωγείο ερειπιώνας, η γειτονική εκκλησιά, η Ζωοδόχος Πηγή πια δεν υπάρχει, στη θέση της ένα σχολειό. Δεν υπάρχει πια κι η άλλη εκκλησιά οι Άγιοι Θεόδωροι καρσί στο αρρεναγωγείο. Ετούτο επέμενε.

Ερείπιο; Ναι ερείπιο επέμενε και έστεκε όρθιο. Τα ψευδοκιονόκρανα του κορινθιακού ρυθμού στις πόρτες και στα παραθύρια στηρίζαν θαρρείς όρθια τα ντουβάρια. Ώσπου έγινε ξενοδοχείο…

Περπατάς στα σοκάκια, δεν έχει πια ούτε Αγίους Θεοδώρους, ούτε Ζωοδόχο Πηγή, ούτε Άι Γιώργη… Έπεσαν όλα, συντρίφθηκαν όλα κατά πως συντρίφθηκαν τα μάρμαρα της παλιάς θρησκείας. Νικήθηκαν οι νικητές κατά πως νικήθηκαν καπότες οι Γαλάτες οι του Αλαρίχου απόγονοι έκαναν χάζι ξανά. Απ’ την παλιά θρησκεία πήραν τα μάρμαρα, απ’ την καινούργια τα χρυσάφια. Κερδίζεις κι από το γκρέμισμα του Δία κι από το γκρέμισμα του Ναζωραίου σε τούτη τη γειτονιά. «Οι κάτοικοι Περγάμου συντηρούσιν αρρένων σχολεία μετά διδασκάλων, και παρθεναγωγείον μετά διδασκαλίσσης και βοηθού. Βεβαίως ουδενού φείδονται οι πολίται προς προαγωγήν των σχολείων των»

 

Τα σοκάκια της Πέργαμος είναι τα ομορφότερα σοκάκια στον κόσμο. Επιμένεις κι ας σου χαμογελάνε όλοι συγκαταβατικά σαν το λες. Κι όλα θαρρείς κι έχουν ένα προσανατολισμό. Το Ντομούζ Αλάνι, το κέντρο του ρωμέϊκου μαχαλά, τα καφενεία του Σαμσών και του Κανέλλη απ’ τη μια και απ’ την άλλη μεριά της βρύσης, τα σπίτια του ενός και του αλλουνού, όλα κει μαζί με τα σκαλοπάτια και τ’ αγίασμα τ’ Αι Γιώργη. Δεν έχει πια Άι Γιώργη… Μα έμεινε το όνομα της πλατείας, πλατεία Άι Γιώργη, οι παππούδες, όσοι ζήσανε, επιμέναν και τη έλεγαν Ντομούζ Αλάνι. Η αλάνα με τα γουρούνια. Εκεί φέρνανε οι κυνηγοί από το Κόζακ τα αγριογούρουνα, τα άπλωναν έξω από τον τούρκικο μαχαλά μη τύχει και τον μαγαρίσουν… «Η της Περγάμου κοινότης δύναται πολλά να διαπράξη καλά δια της συμπνοίας ήτις φαίνεται σύντροφος αυτή και δι ων εμπνέεται φιλελληνικοτάτων και εθνικών αισθημάτων».

Στρέφεις το μάτι κατά τα βορειοδυτικά, εκεί λες πρέπει να ‘ναι τα εξόριστα μάρμαρα. Από πάνω σου ο ναός του Τραϊανού, στην κορφή του Πήδασου, οι κατακτητές ακόμα κι οι κατακτητές αγιάζουν σ’ αυτόν τον τόπο, εσύ δεν έχεις να χαρείς για κανέναν πατριωτισμό γνήσιο ή ψευδεπίγραφο. Παραπέρα το Ασκληπιείο… «Τι έμεινε εδώ;» φωνάζεις. Στις Αμέρικες, στις Αυστραλίες, στις Αθήνες, στη Λέσβο. Γαλάτες και Ρωμιοί, νικητές και νικημένοι, μάρμαρα της νικημένης θρησκείας, ασβέστης και σκόνη η θρησκεία που νίκησε, όλα λες περνάν, μένει ο τόπος κι η φωνή του μπάρμπα Βάσου Καπάνταη ακόμα απ’ τα χρόνια τα παλιά που επέμενε. Έναν αιώνα τώρα η φωνή που επιμένει: «Να γινόταν μια ώρα να περπάταγα μέσα στους δρόμους σου, τα βήματά μου να ακούσω πάνω στο λιθόστρωτό σου, στα στοιχειωμένα κι ακατοίκητα σπίτια σου μέσα να μπω και να ανασάνω τη μυρωδιά τους, και τα σημάδια που άφησαν οι ανθρώποι σου να ψάξω να βρω».

Αντίδωρο από τον πρόπερασμένο αιώνα τα λόγια τα ύστατα του Γαβριήλ Χαραλαμπίδη Φίλιου: «Παγερόν σκώμμα και χλεύη πολλών κοινοτήτων αι φαιδραί εορταί εκείναι και κομπορρημονούσαι σπονδαί υπέρ του Ελληνισμού, προ των αδόλων και ανεπιπλάστων αισθημάτων τούτων»!

Κλείνεις τα μάτια, ο ιδρώτας σκίζει το κούτελό σου στα δυο, απαγγέλλεις και συ σιγά σιγά τους στίχους μη σ’ ακούσουν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες και τρομάξουν: «Το καρφί που κάρφωσαν στον τοίχο για να κρεμάσουν το ρούχο τους, τον σταυρό από την κάπνα του κεριού του Πάσχα κάτω απ’ τις πόρτες, τις χαρακιές της βούρτσας στο ασβέστωμα, το σανίδι που έτριζε, ήχους, εικόνες και μυρουδιές να αναπαραστήσω, ζεστή κι αναστημένη να σε νοιώσω, μητέρα μου Πέργαμο». 

Ο Στρατής Μπαλάσκας γεννήθηκε, στην Αθήνα, πριν 59 χρόνια. Ο πατέρας του ήταν πρώτη γενιά πρόσφυγας από τη Μικρασιατική Πέργαμο που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο αφού από την οικογένεια του το 1922 δεν σώθηκε κανένας. Μεγάλωσε στη Μυτιλήνη όπου και ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση του. Σπούδασε στην Αθήνα.

Σήμερα δημοσιογραφεί για θέματα Αιγαίου στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ενώ έχει πίσω του μια 35χρονη επαγγελματική πορεία σε μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης της Λέσβου και της Αθήνας. Έχει βραβευτεί επανειλημμένα για αυτήν.

Το 2015 – 2016 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ανδρέας Χριστοδουλίδης» και το «Βραβείο Μπότση» για την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης. Στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του έρευνας αλλά και μερικές φορές εξαιτίας της συνέταξε σειρά ιστορικών μελετών.

Συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων, έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και βιβλία για την ιστορία της Λέσβου και της Μικρασιατικής Αιολίδας. Με πλούσια κοινωνική δραστηριότητα και δεκάδες αναφορές σε αυτόν στην Ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία έχει συμμετάσχει σε δεκάδες επαγγελματικά και επιστημονικά συνέδρια με ανακοινώσεις του.

Πρώτος σε ψήφους σύμβουλος Μυτιλήνης στις τελευταίες εκλογές με το συνδυασμό της «Δημοκρατικής Μυτιλήνης». Έχει τιμηθεί δυο φορές για τη συμβολή του στην Ελληνοτουρκική προσέγγιση. Είναι ενεργό μέλος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων από το οποίο έχει τιμηθεί με το μετάλλιο της Προσκοπικής Αξίας.

 

 

© 2022: Έκδοση ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Πατρ. Ιωακείμ 4 – 142 34 Ν. Ιωνία – Αθήνα, Τηλ. 2102795012 Email: kemipo@otenet.gr – www.kemipo-neaionia.gr – ΔΗΜΟΣ Ν. ΙΩΝΙΑΣ – ΚΕΝΤΡΟ ΣΠΟΥΔΗΣ και ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.) – 1922 – 2022: 100 Χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή Ο τραγικός ξεριζωμός των Χριστιανικών Πληθυσμών της Ανατολής Οι διαδρομές σωτηρίας προς την Ελλάδα ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 2022

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%83/