«Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2)
Ηταν ἄλλοτε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ ὑπῆρχε στὸν κόσμο φόβος Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν «ἁμαρτία» καὶ ἔτρεμαν. Kι ἂν ἁμάρταναν, μετανοοῦσαν κ᾽ ἔτρεχαν νὰ βροῦν πνευματικὸ αὐστηρὸ νὰ ποῦν τὰ κρίματά τους, νὰ πάρουν τὸν κανόνα καὶ ν᾽ ἀκούσουν ἀπ᾽ τὸ στόμα του τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Ὅτι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προέρχονται ὅλα τὰ κακὰ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Γιατί ὁ παράλυτος ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἀκίνητος σὰν μολύβι καὶ τὸν πήρανε σηκωτὸ νὰ τὸν πᾶνε στὸ Χριστό; Ἡ
αἰτία τῆς βαρειᾶς του ἀσθενείας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ
Χριστὸς πρῶτα τοῦ ἔδωσε συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν του· ἀφοῦ εἶπε «Τέκνον,
ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ τὸν θεράπευσε ψυχικῶς, μετὰ τὸν
θεράπευσε καὶ σωματικῶς καὶ τοῦ εἶπε Τέκνον, «ἔγειρε …καὶ περιπάτει»
(ἔ.ἀ. 2,9).
Ἂν θέλῃς νὰ δῇς τ᾽ ἀποτελέσματα
τῆς ἁμαρτίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἄκουσε καὶ τὸν σημερινὸ ἀπόστολο
ποὺ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ.
* * *
Ἡ ἁμαρτία εἶνε παράβασις.
Παράβασις ὄχι κάποιου ἀνθρωπίνου νόμου ἀλλὰ τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τοῦ
γραπτοῦ καὶ τοῦ ἀγράφου νόμου τῆς συνειδήσεώς μας, παράβασις τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράβασις κάθε θείας ἐντολῆς, ἀπὸ τὴ μικρότερη
ἕως τὴ μεγαλύτερη, ἐπισύρει ἐπάνω στὸν παραβάτη τοὺς κεραυνοὺς τῆς
θείας ὀργῆς. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ παραβαίνει κάποιος μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ,
πέφτει μέσα στὸν κύκλο τῆς φωτιᾶς, τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ «φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος», εἶνε φοβερὸ νὰ πέσῃ κανεὶς στὰ
χέρια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 10,31).
Εἶνε νόμος· ἁμάρτησες; ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἄγγελος ἔγραψε στὰ βιβλία τῆς
αἰωνιότητος τὴν ἁμαρτία, ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ὅπως καὶ ὅποτε κι ἂν
ἔγινε, νὰ ξέρῃς ὅτι, ἀφ᾿ ὅσον ἁμάρτησες, ἀργὰ ἢ γρήγορα πρέπει νὰ
περιμένῃς τιμωρία. Ἁμαρτία καὶ τιμωρία συνδέονται μεταξύ τους.
Ἡ ἁμαρτία ἔχει φρικτὲς συνέπειες, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος·
«πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2).
Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ δὲν τὴν τιμωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἂν κανεὶς ἀμφιβάλλῃ,
ἂς ἀνοίξῃ τὴν ἁγία Γραφή· θὰ δῇ πολλὰ παραδείγματα, ἀπὸ τὴ Γένεσι μέχρι
τὴν Ἀποκάλυψι, ποὺ ἡ θεία δίκη τιμώρησε τοὺς παραβάτες τοῦ θείου
νόμου.
⃝ Ἡ ἁμαρτία γκρέμισε ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ ὁλόκληρο ἀγγελικὸ τάγμα καὶ τοὺς ἔκανε δαίμονες.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔδιωξε ἀπὸ τὸν παράδεισο τοὺς πρωτοπλάστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Κάιν ἀδελφοκτόνο· διέπραξε τὸν πρῶτο
φόνο, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει· Κάιν, μπορῶ νὰ σὲ κάνω κάρβουνο μ᾽ ἕνα
ἀστροπελέκι, νὰ διατάξω τὴ γῆ νὰ σὲ καταπιῇ. Ἀλλ᾽ ὄχι. Παραπάνω ἀπὸ
αὐτὰ ὑπάρχει ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, ὁ αὐστηρὸς καὶ ἀμείλικτος, ποὺ
καταδιώκει τὸν παραβάτη. Γι᾿ αὐτὸ «στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς»
(Γέν. 4,12)· Θὰ τρέμῃς ὁλόκληρος ὅπως τὰ φύλλα τοῦ δέντρου στὸν ἄνεμο.
Καὶ πράγματι ἔτσι ἔτρεμε ὁ Κάιν. Ἁμάρτησε καὶ τιμωρήθηκε φρικτά.
⃝ Ἁμάρτησε ἡ ἀνθρωπότης στὴ γενεὰ τοῦ Νῶε. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν
ἐννοοῦσε νὰ μετανοήσῃ, ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, φούσκωσαν τὰ
ποτάμια οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασσες, τὰ νερὰ ἐκάλυψαν καὶ τὶς πιὸ ὑψηλὲς
κορυφές, καὶ μέσα σ᾽ ἐκεῖνο τὸν κατακλυσμὸ πνίγηκε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης
ἐκτὸς ἀπὸ ὀκτὼ ψυχές, τὴν οἰκογένεια τοῦ Νῶε.
⃝ Ἁμάρτησαν ἐπίσης τρομερὰ στὴ γενεὰ τοῦ Λὼτ δύο πλούσιες
πόλεις, τὰ Σόδομα καὶ ἡ Γομόρρα –δὲν θέλω τώρα νὰ πῶ ποιό ἦταν τὸ
φρικτό τους ἁμάρτημα–, καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια κ᾽ ἔπεσε ὄχι βροχὴ αὐτὴ τὴ
φορὰ ἀλλὰ φωτιά· λαμπάδιασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάντα. Στὸ μέρος ἐκεῖνο
σήμερα δὲν ὑπάρχει τίποτα, παρὰ μία λίμνη μὲ μαῦρα νερά. Ψάρι δὲν ζῇ
ἐκεῖ, καὶ πουλὶ ἀκόμα ἂν πετάξῃ πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη ψοφάει ἀπὸ τὶς
ἀναθυμιάσεις· εἶνε ἡ Νεκρὰ Θάλασσα τῆς Παλαιστίνης.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔχει συνέπειες. Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ νομίζει ὅτι τὸ
νὰ ἔρχεται σὲ ἀθέμιτες σχέσεις μὲ ἄλλο πρόσωπο ἐκτὸς γάμου καὶ νὰ
διαπράττῃ τὴ μοιχεία ἢ τὴν πορνεία δὲν εἶνε τίποτε; – διότι σήμερα
εἶνε ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν Ἰώβ, ὅτι θὰ κάνουν
τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἀκαθαρσία σὰ νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό (Ἰὼβ 15,16).
Ἀλλὰ ἡ πορνεία δὲν εἶνε ποτήρι δροσερὸ νερό, εἶνε φαρμάκι φοβερό. Ὅποιος
τὴν θεωρεῖ ἀσήμαντη ἁμαρτία, ἂς ἀνοίξῃ τὴν ἁγία Γραφὴ στὸ βιβλίο τῶν
Ἀριθμῶν (βλ. 25,1-9), κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ ὅτι γιὰ τὴν ἁμαρτία αὐτή, ποὺ
διέπραξαν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες, ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τιμωρηθοῦν
παραδειγματικῶς, κι ὁ Μωυσῆς εἶπε στὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ φονεύσουν
καθένας τὸν συγγενῆ του ποὺ εἶχε βεβηλωθῆ ἀπὸ τὴν πορνεία μὲ
Μωαβίτισσες. Κ᾽ ἔπεσαν τότε 24.000, γέμισε ὁ τόπος πτώματα!
⃝ Εἶνε καμμιὰ ἐδῶ ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἡ κατάκρισις, νὰ κάθεται μὲ τὴ
γειτόνισσα καὶ νὰ κοτσομπολεύῃ ἄλλους, εἶνε μικρὸ ἁμάρτημα; Ἂς ἀνοίξῃ
λοιπὸν τὴν ἁγία Γραφή, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ θὰ δῇ ἐκεῖ ὅτι ἡ Μαριάμ, ἡ
ἀδελφὴ τοῦ Μωυσῆ, ἐπειδὴ κατέκρινε τὸν ἀδελφό της, λεπρώθηκε, ἔγινε
λεπρή (βλ. Ἀριθμ. κεφ. 12).
⃝ Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἕνα ψεματάκι εἶνε κάτι μικρὸ
καὶ ἀσήμαντο; Μὴ ζυγίζεις τὴν ἁμαρτία μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου· ἄλλη ἡ
ζυγαριὰ τοῦ κόσμου, ἄλλη ἡ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ψέμα εἶνε τρομερό.
Ἄνοιξε τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ θὰ δῇς, ὅτι ἕνα ἀντρόγυνο, ὁ
Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα, πέθαναν αὐθημερόν, διότι εἶπαν ψέμα (βλ. Πράξ.
5,1-11).
Δὲν ὑπάρχει χρόνος νὰ σᾶς διηγοῦμαι παραδείγματα τιμωρίας τῶν
παραβατῶν ὁποιασδήποτε ἐντολῆς. Κοντὰ στὰ παλαιὰ ὑπάρχουν νέα
παραδείγματα. Καὶ ἕνα εἶνε τὸ συμπέρασμα, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ λέει σήμερα ὁ
ἀπόστολος, ὅτι «Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον
μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2). Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ θὰ
κάνῃς καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα δὲν θὰ ἔρθῃ ἐπάνω σου ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἐν τούτοις, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι δὲν σωφρονίζονται. Ἀπὸ
μικρὰ παιδιὰ ῥίχνονται ὅλοι στὴν ἁμαρτία ἀνεξαρτήτως φύλου, μορφώσεως,
χρώματος, πολιτικῆς ἰδεολογίας. Ὅπως τὸ παπὶ μόλις γεννηθῇ πέφτει στὸ
νερό, ἔτσι ἡ ἁμαρτωλὴ γενεά μας ἀπ᾽ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τσαλαβουτάει
στὴν ἁμαρτία.
Ἄλλοι ἁρπάζουν καὶ κλέβουν μὲ δέκα χέρια κ᾽ ἑκατὸ δάχτυλα. Ἄλλοι
ἀναιδέστατα ὁρκίζονται στὰ δικαστήρια κι ἁπλώνουν τὰ βρωμερά τους
χέρια ἐπάνω στὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ ῥίξουν τὸν ἀθῷο στὴ
φυλακὴ καὶ ν᾽ ἀθῳώσουν τὸν κακοῦργο Βαραββᾶ. Ἄλλοι ψεύδονται
συστηματικὰ ὅπου κι ἂν σταθοῦν καὶ θεωροῦν τὴν ἀπάτη ὡς κάτι νόμιμο.
Ἄλλοι τρυπώνουν σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζουν τὴ γυναῖκα ἢ τὸ
κορίτσι τοῦ ἄλλου χωρὶς καμμία συναίσθησι. Καὶ ἄλλοι –ὦ Θεέ μου, πῶς
μᾶς ἀνέχεσαι;– μέσα σὲ γραφεῖα, σὲ σχολεῖα, σὲ δρόμους, σὲ στρατῶνες,
στὴ θάλασσα, στοὺς αἰθέρες, παντοῦ, ἀνοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ
βλαστημοῦν τὰ θεῖα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸ ὄνομα ἐκεῖνο, ἐν τῷ ὁποίῳ
«πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10.
Ἠσ. 45,23. ῾Ρωμ. 14,11).
* * *
Ὦ ἀδελφοί μου, δὲν ἔχετε καρδιά,
δὲν πονᾶτε; σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦμε; Ἂς συναισθανθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας
ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ἂς
πέσουμε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἂς φωνάξουμε ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μας τὸ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,18,21), ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης, ἂς κάνῃ τὸ ἔλεός του.
Διότι φθάσαμε δώδεκα παρὰ πέντε. Καὶ ἂν μέσα στὰ λίγα αὐτὰ περιθώρια δὲν
μετανοήσουμε, ἀλλοίμονο. Ἔρχεται, «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς
υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), ἐπάνω στὴν ἁμαρτωλὴ
ἀνθρωπότητα, καὶ τότε θὰ ποῦμε στὰ σπήλαια καὶ στὰ βουνά· Ἀνοῖξτε νὰ μᾶς
κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ ἐσφαγμένου ἀρνίου (πρβλ. Ἀπ. 6,16).
Πρὶν νά ᾽νε ἀργά, ἀδελφοί μου, τώρα καὶ ὄχι αὔριο, ἂς σπεύσουμε
κοντὰ στὸ Χριστό, τὸν εὔσπλαχνο καὶ φιλάνθρωπο, ἂς φιλήσουμε τὰ
ματωμένα του πόδια, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε στὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μας θ᾽ ἀκούσουμε γλυκύτερα κι ἀπὸ ἀηδόνι νὰ ψάλλεται τὸ
ἐμβατήριο τῆς μετανοίας· «Τέκνων ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»· τῆς
ὁποίας μετανοίας εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους, δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πάντων·
ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἀνδρέου Πατησίων – Ἀθηνῶν 10-3-1963)