Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΚΑ ΤΕΛΩΝΙΑ, ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

 

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Τήν παρούσα οπτασία είδε ό Μοναχός Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος υπήρξε μαθητής τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου, πού εορτάζεται άπό τήν Εκκλησία μας στίς 26 Μαρτίου. Αύτός ό Μοναχός πού είναι καί ό συγγραφεύς αύτής τής οπτασίας έζησε κατά τό τέλος τοῦ 9ου αιώνος στήν Κωνσταντινούπολι καί είδε μέ τίς εξής συνθήκες τήν παρακάτω οπτασία.

Έκείνο τόν καιρό ζοῦσε στήν Πόλι ό Γέροντας του, άγιος Βασίλειος, καί μία ενάρετη γυναίκα, υπηρέτρια καί μαθήτρια τοῦ Αγίου, ονόματι Θεοδώρα είχε πρόσφα­τα πεθάνει. Ό Γρηγόριος λοιπόν, ἀγωνιοῦσε γιά τήν ψυ­χή τής Θεοδώρας, έάν έσώθη καί παρακαλοῦσε τόν Γέροντά του, τόν άγιο Βασίλειο, νά τοῦ είπή κάτι. Πράγ­ματι, τόν επισκέφθηκε μία ήμέρα ό Ἅγιος καί τοῦ λέγει χαμογελώντας:

Θέλεις, παιδί μου, νά ίδής τήν Θεοδώρα;

Πώς είναι δυνατόν, Πάτερ, τοῦ είπα έγώ, νά ιδώ τήν Θεοδώρα, ἡ όποία πρό πολλού άπέθανε καί ευρίσκε­ται τώρα στήν άλλη ζωή;

Αύτήν τήν νύκτα θά τήν ίδής, τοῦ είπε όἍγιος.

Τήν νύκτα λοιπόν, καθώς κοιμώμουν, διηγείται ό Μοναχός Γρηγόριος, βλέπω ένα νέο καί μοῦ λέγει:

Ελα νά πάς μέ τόν Γέροντά σου τώρα στήν Θεο­δώρα.

Έγώ τότε, ένόμισα πώς σηκώθηκα καί έπήγα στό κελλί τοῦ Γέροντος μου, δέν τόν εύρήκα ἐκεῖ καί βγαί­νοντας έξω, έτρεχα πρός τήν Παναγία τών Βλαχερνών. Ξαφνικά εύρέθηκα μπροστά σ' ένα στενό καί άνηφορικό μέρος στό όποιο άνέβαινα καί έφθασα μπροστά σέ μία ωραία πόρτα πού ήταν κλειστή. Από μία μικρή θυρίδα είδα μέσα δύο γυναίκες πού συνομιλούσαν καί τίς ερώ­τησα:

Τίνος είναι αύτό τό ωραίο παλάτι.

Ἡ μία μοῦ είπε, ότι αύτό είναι τοῦ Όσίου Πατρός μου Βασιλείου, ό όποιος πρό ολίγου ήταν έδώ γιά νά έπισκεφθή τά πνευματικά του παιδιά.

Έγώ άκούοντας αύτά, χάρηκα καί τής είπα, ὅτι καί έγώ πνευματικό του παιδί είμαι καί τήν παρακάλεσα νά μοῦ άνοιξη νά μπώ μέσα.

Έσύ δέν ξαναήλθες άπό έδώ, μοῦ είπε εκείνη, ούτε καί σέ γνωρίζουμε γι' αύτό φύγε άπό έδώ, διότι, χωρίς τήν άδεια τής κυρίας Θεοδώρας, δέν μπορεί κανένας νά μπή έ­δώ. Αύτά τά παλάτια είναι τοῦ όσιου Πατρός μας Βασι­λείου καί τά έχάρισε όλα στήν υποτακτική του Θεοδώρα.

Έγώ, άκούοντας τό όνομα Θεοδώρα, επήρα θάρρος καί άρχισα νά κτυπώ καί νά φωνάζω. Τότε μέ άκουσε ά­πό μέσα ἡ Θεοδώρα καί είπε στίς δύο εκείνες γυναίκες νά μοῦ ανοίξουν. Μπαίνοντας έγώ μέσα μέ άγκάλιασε καί μέ ρώτησε:

Ποιός σέ έφερε έδώ, Κύριέ μου Γρηγόριε; Μήπως άπέθανες καί άξιώθηκες νά έλθης σ' αύτό τό μακάριο μέ­ρος καί τήν αιώνια ζωή;

Έγώ μή ξέροντας ότι βλέπω όραμα, τής είπα: Κυ­ρία Θεοδώρα, δέν άπέθανα, άλλά ευρίσκομαι άκόμη στήν πρόσκαιρη ζωή' μέ τίς ευχές όμως τοῦ Όσίου Πα­τρός μας έφθασα έδώ γιά νά μάθω σέ ποιά κατάστασι ευ­ρίσκεσαι, πώς έπέρασες τά πονηρά δαιμόνια τοῦ άέρος καί πώς ύπέμεινες τοῦ θανάτου τήν βία.

Εκείνη μοῦ άποκρίθηκε: Αγαπημένο μου παιδί Γρηγόριε, τούς πόνους στό θάνατο τοῦ σώματος μου καί τόν χωρισμό τής ψυχής σου τούς παρομοιάζω ωσάν ένας ζωντανός άνθρωπος νά ριφθή μέσα στήν φωτιά γυμνός νά καίεται καί σιγά σιγά νά λυώνη, έως ότου άναχωρήση ἡ ψυχή άπό τό σώμα. Όταν ψυχομαχοῦσα, έβλεπα γύρω άπό τό κρεββάτι μου πολλούς μαύρους άνθρώπους πού μέ έτάραζαν καί έτριζαν τά δόντια τους έναντίον μου παίρνοντας διάφορες φωνές ζώων. Από όπου ήθελα νά στρέψω τά μάτια μου, τούς έβλεπα μπροστά μου καί ή θεωρία τους μοῦ ήταν χειρότερη καί άπό τήν κόλασι.

Ξαφνικά, μέσα σ' αύτή τήν άδημονία μου, βλέπω δύο νέους λευκοφορεμένους πού στάθηκαν δεξιά άπό τό κρεββάτι μου καί σέ αυστηρό καί φοβερό ύφος έλεγαν στούς σκοτεινόμορφους δαίμονες:

Ἄδικοι καί βρωμερώτατοι δαίμονες γιατί έρχεσθε στόν θάνατο τών άνθρώπων καί τούς ταράζετε μέ τίς φλυαρίες σας καί τίς άγριες φωνές σας; Αλλά, μή χαίρεσθε, γιατί γρήγορα θά φύγετε ντροπιασμένοι.

Οί δαίμονες έφεραν μπροστά μου όλα τά έργα μου πού έπραξα άπό τήν παιδική μου ήλικία, είτε ήταν αμαρ­τίες μέ λόγια είτε μέ πράξεις καί έφλυάριζαν ότι γι' αύ­τές δέν έχω μετανοήσει. Κατόπιν ήλθε ένας χονδρός καί βάρβαρος τύραννος πού είχε μορφή ώργισμένου λιοντα­ριού καί βλέποντάς τον έγώ, κυριεύθηκα άπό μεγάλο φό­βο. Οί δύο άγγελοι τοῦ είπαν:

Λῦσε τά δεσμά το σώματος καί μή δώσης σ' αύτή τήν ψυχή πολύ πόνο διότι δέν έχει πολλά καί μεγάλα α­μαρτήματα. Έγέμισε εκεῖνος ένα ποτήρι ποτό, τό όποιο καί μή θέλοντας τό ήπια. Ήταν τόσο πικρό καί άνοστο, ώστε μή υποφέροντας τήν πικράδα, έξήλθε ή ψυχή άπό τό σώμα μου καί τήν επήραν μαζί τους οί άγγελοι ανε­βαίνοντας στόν ούρανό. Τότε έγώ έβλεπα νά κοίτεται τό σώμα μου στήν γή καί έθαύμαζα. Έθαύμαζα διότι δέν ή­ξερα ότι συμβαίνουν όλα αύτά στόν θάνατο τοῦ ταλαίπωρου άνθρώπου.

Ένώ μέ κρατοσαν οί άγγελοι, τούς περιεκύκλωσαν οἱ άγριοι δαίμονες λέγοντας μεγαλοφώνως: Αύτή ἡ ψυ­χή έχει πολλά αμαρτήματα γραμμένα καί πρέπει νά μάς άποκριθήτε γιά όλα αύτά.

Τότε οί Άγγελοι έξέταζαν τί καλό έργο έκανα στήν ζωή μου καί τό παρουσίαζαν, γιατί καί έγώ ἡ πτωχή εί­χα κάνει τό κατά δύναμι γιά τήν ψυχή μου. Οί δαίμονες πού άκουαν ὃ,τι καλό έργο είχα κάνει, δυσαρεστοῦντο καί έμάχοντο μέ τούς αγγέλους προκειμένου νά μέ αρπά­ξουν άπό τά χέρια τους.

Κατόπιν είδα τόν άγιο Γέροντά μας Βασίλειο, ό ό­ποιος είπε στούς αγγέλους: «Κύριοι μου, αύτή ἡ ψυχή έ­κανε πολλές υπηρεσίες γιά μένα καί μέ άνέπαυσε στά γεράματά μου. Γι' αύτό παρακάλεσα τόν Θεό καί μοῦ τήν έχάρισε ἡ πολλή Του εύσπλαχνία. Άφοῦ τελέσετε ο,τι είναι χρήσιμο γι' αύτή τήν ψυχή, νά τήν φέρετε στήν ούράνια κατοικία πού μο έχει ετοιμάσει ό Θεός νά κα­τοικήσω μέ τά πνευματικά μου παιδιά.

Ἔτσι έκεῖνος άνεχώρησε καί οί άγγελοι έπέταξαν ψηλά μέ τις χρυσές πτέρυγές τους καί κρατώντας με, α­νεβαίναμε κατά ανατολάς. Στήν διαδρομή μας απαντού­σαμε τά διάφορα δαιμονικά τελώνια άπό τά όποῖα πρέ­πει νά περάση ἡ ψυχή γιά νά έξετασθή γιά τά έργα της. Καί πρώτο είναι:

1) Τό τελώνιο τής καταλαλιάς

Συναντήσαμε μία ομάδα μαύρων δαιμόνων πού άνάμεσά τους είχαν τόν άρχηγό τους. Πίστεψέ με, παιδί μου Γρηγόριε, μάρτυς μου είναι ό Θεός, ότι όσους άνθρώπους κατέκρινα στήν ζωή μου, μο είπαν οί δαίμονες ό­λων τά ονόματα, τήν ώρα καί στιγμή πού τούς κατέκρι­να, τίς λέξεις πού έλεγα έναντίον τους καί ζητοΰσαν νά μέ δικάσουν. Ή άλήθεια είναι ότι σέ πολλά μέ συκοφα­ντούσαν άπό τήν πονηρία τους. Έάν είπα κάποιο λόγο γιά νά διορθώσω κάποιον καί άπό άγάπη, οί δαίμονες μοΰ τά παρουσίαζαν ώς κατάκρισι καί ζητοσαν λογα­ριασμό γιά όλα άπό τούς άγγέλους. Οί άγγελοι τούς άπο κρίνοντο τήν άλήθεια καί μέ τίς πρεσβείες το Γέροντά μας άγιου Βασιλείου, άναχωρήσαμε άπ' αύτούς.

2. Τό τελώνιο τής ύβρεως

Σ' αύτό τό τελώνιο περάσαμε ανενόχλητοι μέ τίς ευ­χές το αγίου Γέροντά μας Βασιλείου. Οι άγγελοι ανεβαί­νοντας έλεγαν μεταξύ τους «ὅτι μεγάλη χάρι εύρήκε αύτή ἡ ψυχή άπό τόν δούλο το Θεο Βασίλειο», διαφορετικά θά είχαμε μεγάλες στενοχώριες άπ' αύτά τά τελώνια.

3. Τό τελώνιο το ψεύδους

Στό τάγμα αύτό ήταν ένα πλήθος δαιμόνων πού τά πρόσωπά τους ήταν πολύ άσχημα καί μισητά. Όταν μάς είδαν, έφεραν άποδείξεις μέ φωνές καί ταραχές, ότι πολ­λές φορές κυρίως στά παιδικά μου χρόνια, είπα ψέμματα ή έκρυψα τήν άλήθεια. Μοΰ παρουσίασαν τόν χρόνο, τήν θέσι, τά λόγια πού είπα καί τά πρόσωπα μέ τά όποια έμίλησα. Άλλά οί άγγελοι έλεγαν τήν αλήθεια γιά τά έργα τής ζωής μου, γιά τήν μετάνοια, τά δάκρυα καί τίς προσευχές πού έκανα καί έτσι μέ τίς ευχές τοΰ αγίου Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου περάσαμε καί άπ' αύτό τό τελώνιο.

4. Τό τελώνιο του θυμού καί τής οργής

Έδώ ήταν μία σύναξις πολλών δαιμόνων, όπου ό αρχηγός τους καθόταν στήν μέση πολύ έξαγριωμένος καί έπρόσταζε μέ άγριες φωνές τούς άλλους χωρίς έμεῖς νά καταλάβουμε τί έλεγε. Μέ εξέταζαν λοιπόν, όχι μόνο, ό­ταν φιλονεικοσα καί ώργιζόμουν μέ θυμό καί κακία ἤ καί μέ άγριο βλέμμα εναντίον άλλου, άλλά καί, όταν τι­μωρούσα καί ώργιζόμουν κατά τών παιδιών μου καί τά σκληρά ένίοτε λόγια πού τούς έλεγα. Άκόμη, έάν είχα φοβερίσει κάποιον ἤ είχα έχθρα ἤ μνησικακία καί άναχωροσα δυσαρεστημένη, όλα αύτά μέ λεπτομέρεια μοῦ τά έφώναζαν. Ό,τι φέρσιμο καί συμπεριφορά είχα άπέναντι τών άλλων άνθρώπων, τά ίδια σχήματα έκαναν καί εκείνοι. Μάς έλεγαν άκόμη τά ονόματα τών άνθρώπων πού έπλήγωσα μέ τά σκληρά μου λόγια καί τόν θυμό μου, τόν χρόνο πού τά είπα, καθώς καί τίς ἴδιες τίς λέ­ξεις, όπως τίς έλεγα όταν έθύμωνα έναντίον κάποιου. Άλλά καί άπό έκεΐ μέ τίς εύχές το άγίου Γέροντά μας Βασιλείου έφύγαμε.

5. Στό τελώνιο τής ύπερηφανείας

Ανεβαίνοντας ύψηλότερα συναντήσαμε τό δαιμόνιο τής ύπερηφανείας, άλλά εκείνοι οί δαίμονες δέν εύρήκαν τίποτε νά μέ κατηγορήσουν, διότι έγώ ήμουν πτωχή καί δέν είχα τίποτε γιά νά ύπερηφανευθώ.

6. Τό τελώνιο τής βλασφημίας

Ό άρχηγός αύτών τών δαιμόνων καθόταν μέ πολλή άγριότητα καί όταν όλοι μάς είδαν, έτριζαν τά δόντια, βλασφημούσαν έναντίον μας καί έκαναν διάφορα σχή­ματα. Μέ έφοβέρισαν καί μο είπαν ότι είχα βλασφημή­σει τρεις φορές στήν νεότητά μου. Τότε οί άγγελοι έφε­ραν σάν άποδείξεις τήν μετάνοια καί έξομολόγησι πού έκανα γι' αύτές μου τίς άμαρτίες καί μέ τίς εύχές τοΰ ά­γίου Βασιλείου άναχωρήσαμε.

7. Τό τελώνιο τού φθόνου

Φθάνοντας έδώ, χάριτι τού Χριστο, δέν είχαν ἐκεῖνοι οἱ άγριοπρόσωποι καμμία κατηγορία νά μο ειπούν καί άναχωρήσαμε χαρούμενοι. Παρ' όλα αύτά έτριζαν τά δόντια τους μέ πολλή κακία καί θυμό, θέλοντας, άν ή­ταν δυνατόν, νά μέ καταπιούν.

8. Τό τελώνιο τής μωρολογίας καί φλυαρίας

Σ' αύτό τό δαιμονικό τάγμα μάς ζητοσαν οί άρχο­ντες το σκότους νά ανταποκριθώ σ' όλες τίς φλυαρίας καί αισχρές μωρολογίες μου πού έλεγα άπό τήν νεότητά μου. Καί τά σατανικά μου καί άμαρτωλά τραγούδια μο τά έβεβαίωσαν ώς άξια τιμωρίας. Έγώ δέν ήξερα τί νά άπαντήσω καί άποροσα πώς τά θυμούνται, μετά άπό τό­σα χρόνια, δεδομένου ότι έγώ τά είχα ξεχάσει. "Αλλά καί έδώ μέ τήν εύχή το άγίου Πνευματικού μας Βασι­λείου άναχωρήσαμε.

9. Τό τελώνιο το τόκου καί το δόλου

Αύτό τό τελώνιο έξετάζει τούς τοκογλύφους καί ε­κείνους πού έξαπατον τούς άλλους καί τούς παίρνουν τίς περιουσίες καί τά άξιώματά τους. Άρχισαν λοιπόν νά μέ εξετάζουν, έάν έξηπάτησα κανέναν καί τοΰ έπήρα τά χρήματά του, τήν τιμή του ἤ τήν εργασία του. Άλλά, επειδή δέν μπορούσαν νά τά άποδείξουν, όσα κακά μοΰ έλεγαν, παρότι έτριζαν τά δόντια τους καί μέ έφοβέριζαν, περάσαμε καί άπό έδώ σχεδόν άνενόχλητοι.

Τό τελώνιο τής οκνηρίας καί το ύπνου

Έδώ μέ έξέτασαν τά δαιμόνια, έάν έκοιμώμουν καί τεμπέλιαζα νά πηγαίνω στήν έκκλησία ἤ άπό τήν τεμπε­λιά μου δέν έκανα τό καλό πού έπρεπε νά κάνω στόν ε­αυτό μου καί στούς άλλους άνθρώπους. Άλλά καί έδώ, μή έχοντας ένοχή, διαβήκαμε καί άπό έδώ ελεύθερα.

Τό τελώνιο τής φιλαργυρίας

Σ' αύτό τό τελώνιο ύπήρχε πολλή ομίχλη καί σκοτά­δι. Μέ έξέτασαν καί έδώ αύτοί οί μαύροι καί μή εύρί­σκοντες κάτι νά μέ ενοχοποιήσουν, διότι σ' ολόκληρη τήν ζωή μου ήμουν πτωχή, έφύγαμε καί άπ' έδώ άνενό­χλητοι.

12) Τό τελώνιο τής μέθης

Ανεβαίνοντας έφθάσαμε στά δαιμόνια τής μέθης, τά όποια περίμεναν σάν λύκοι άρπαγες νά μέ καταπιούν. Άλλά έπειδή δέν έχουν άπό τόν Θεό εξουσία νά ελέγ­χουν όλες τίς ψυχές, ήλθαν οί Άγγελοι πού μέ συνώδευαν καί εξέταζαν τό κρασί πού είχα πιει σ' όλη μου τήν ζωή. Τότε οί δαίμονες άγριεμένοι έφώναζαν. Δέν ή­πιες τόσα ποτήρια στήν τάδε έορτή, όπου ήταν παρόντες ό τάδε καί ἡ τάδε; Δέν έμέθυσες τήν τάδε ήμέρα; Δέν ή­πιες, όταν έπήγες στό σπίτι τοΰ τάδε άνθρώπου καί ή­πιες τόσα ποτήρια; Αύτά καί άλλα μοΰ έλεγαν τά όποια ήταν άληθινά. Τότε οί άγγελοι έφερναν στό μέσον τά καλά μου έργα καί πόσο μετενόησα γιά αύτά μου τά ά­μα ρτήματα. Μέ τίς εύχές το Πνευματικού μου άναχω­ρήσαμε καί άπό έδώ. Στήν διαδρομή μο έλεγαν ο ι άγγε­λοι: «Βλέπεις πόσο κίνδυνο έχει ἡ ψυχή, όταν περάση άπ' αύτά τά άκάθαρτα έναέρια πνεύματα;».

Έγώ τούς έλεγα: Ναί, Κύριοι μου, μεγάλος είναι ό κίνδυνος στίς έλεεινές ψυχές καί πιστεύω ότι κανείς δέν μπορεί νά περάση άτάραχα. Νομίζω έπίσης ότι κανένας άπό τούς ζώντες δέν γνωρίζει τί συμβαίνει έδώ μέ τήν ψυχή. Άλλοίμονο!! Τί άναμένει τήν ψυχή τοΰ κάθε άν­θρώπου μετά τήν έξοδό του άπό τόν μάταιο κόσμο. Καί έμεΐς αμελούμε καί δέν φροντίζουμε οί άνόητοι τήν σω­τηρία τής άθανάτου ψυχής μας.

Τότε οί Άγγελοι μο είπαν: Υπάρχουν οί Γραφές καί οι διδασκαλίες τών Άγίων Πατέρων, άλλά ή πολυτέ­λεια, οί καλοφαγίες, οί ήδονές καί άναπαύσεις τοΰ κό­σμου τυφλώνουν τούς άνθρώπους καί δέν τά βλέπουν ού­τε τά συλλογίζονται, άλλά ζοΰν ωσάν νά μή πρόκειται ποτέ νά πεθάνουν. Άμελοΰν τά καλά έργα, ιδιαίτερα τήν άγάπη καί έλεημοσύνη, ἡ όποία μπορεί νά βοηθήση τήν ψυχή περισσότερο άπό τά έργα καί νά περάση τά τελώ­νια, χωρίς ένόχλησι. Άλλά οί τέτοιοι είναι λίγοι. Άλλοίμονο σ' αύτούς πού δέν έχουν καλά έργα. Διότι έρχε­ται ξαφνικά ό θάνατος καί τούς άρπάζει, άλλά περνώ­ντας άπό έδώ τούς άρπάζουν οί δαίμονες καί έν ριπή οφθαλμού τούς κατεβάζουν στούς σκοτεινούς καί βρωμε­ρούς τόπους τοΰ Άδου, μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας το Κυρίου. Αύτά βεβαίως θά ήθελες πάθει καί έσύ, έάν έλειπαν ή εύσπλαχνία το Θεού καί ή έλεημοσύνη (προσευχή) τοΰ δούλου Αύτοΰ όσίου Βασιλείου.

13) Τό Τελώνιο τής μνησικακίας

Αύτό τό τελώνιο έξετάζει αύτούς πού έχουν έχθρα μέ τόν γείτονά τους καί τόν κάθε συνάνθρωπο τους καί δέν θέλουν νά τόν συγχωρήσουν, κατά τήν εντολή πού έδω­σε ό Χριστός. Όταν μας είδαν οί δαίμονες αύτοί, έπήδησαν έπάνω μου ζητώντας νά ευρουν κάποιο πταίσιμό μου, άλλά χάριτι Χριστού δέν εύρήκαν τίποτε καί έφυ­γαν ντροπιασμένοι φωνάζοντας: Έλησμονήσαμε νά τά γράψουμε καί άλλα ψέμματα λέγοντας, έμεῖς άναχωρή σαμε.

Τότε έπήρα θάρρος καί ερώτησα τούς άγγέλους: Πώς τά ξέρουν αύτοί οί άδικοι τά πταίσματα το κάθε άνθρώπου;

 Δέν γνωρίζεις, μου λέγει ό ένας Άγγελος, ότι μετά τό βάπτισμα λαμβάνει κάθε χριστιανός ένα άγγελο μαζί του ώς φύλακα, χωρίς νά τόν βλέπη, γιά νά τόν όδηγή στό καλό καί νά γράφη όλα τά καλά του έργα; Όμοίως τόν άκολουθεῖ καί ένας διάβολος καί γράφει τίς κακές του πράξεις. Όταν λοιπόν άμαρτήση ό άνθρωπος, άμέ σως ό διάβολος πού τόν παρακολουθεί ειδοποιεί τήν τά­δε πράξι πού έκανε. Έάν π.χ. έκανε κλοπή, ειδοποιεί τό τελώνιο τής κλοπής. Έάν όμως είναι περισσότερα τά καλά έργα πού έχει κάνει μία ψυχή, τότε αύτά τά παρου­σιάζει ό φύλαξ άγγελος στά τελώνια καί ελευθερώνεται. Όλα αύτά γίνονται μόνο στούς ορθοδόξους, τών οποίων ό δρόμος είναι στόν Χριστό καί έχουν τό άληθινό βάπτι­σμα. Γιά τούς άσεβεΐς δέν κρατούν κατάστιχα, ούτε τούς μέλει, ούτε τούς άναγκάζουν στήν άμαρτία.

14) Τό τελώνιο τής μαγείας καί γοητείας

Αύτό τό τελώνιο έξετάζει τούς μάγους καί γόητες. Αύτά τά δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θηρία, ἤ φίδια, ω­σάν σκύλοι, άγρια βόδια καί άλλα άγρια ζώα. Αλλά χάριτι Χριστού, μή έχοντας κάτι νά μας ειπούν καί έλέγχξουν, άναχωρήσαμε. Ανεβαίνοντας, πάλι έρώτησα τούς αγγέλους:

 Μέ τί τρόπο μπορούν νά συγχωρηθούν τά άμαρτήματα τών άνθρώπων πού ζούν στόν κόσμο καί νά έξαλει φθούν άπό τά βιβλία τών έναερίων δαιμόνων;

Καί έκεῖνοι μο άποκρίθηκαν: Μπορούν νά συγχω­ρηθον καί έξαλειφθον, όταν μετανοήσουν καί έξομολογηθον τίς αμαρτίες τους καί εκπληρώσουν τόν κανό­να (έπιτίμιο) τοΰ Πνευματικού καί λάβουν τήν συγχώρησι. Έάν όμως κάποιος έντραπή νά έξομολογηθή τίς άμαρτίες του καί νομίση ότι τόν φθάνει μόνο ἡ άποχή ά­πό τήν άμαρτία καί ἡ έξομολόγησις μόνο στόν Θεό, τό­τε δέν συγχωρούνται οί αμαρτίες του. Διότι ό Κύριος έ­δωσε τήν χάρι στούς Αποστόλους Του νά λύνουν καί νά δένουν τίς άμαρτίες τών άνθρώπων καί μέσω τών άρχιε ρέων καί Πνευματικών ιερέων φυλάγεται τό Μυστήριο τής έξομολογήσεως μέχρι σήμερα. Όταν ιδούν οί δαίμο­νες ότι έξαλείφθηκαν οί άμαρτίες τών άνθρώπων, συγχύ­ζονται, ταράζονται καί προσπαθούν νά τούς ρίξουν σέ άλλες μεγαλύτερες. Πολλοί όμως φοβούμενοι τόν βαρύ κανόνα τών Πνευματικών, διαμοιράζουν τά άμαρτήματά τους καί λέγουν τά μισά στόν ένα καί τά υπόλοιπα σέ άλλον. Άλλά αύτοί είναι άπατημένοι άπό τόν διάβολο, διότι αύτό δέν είναι έξομολόγησις καί μετάνοια, άλλά πονηρία. Οί άνθρωποι πρέπει νά διαλέγουν ένα Πνευμα­τικό γιά όλη τους, ει δυνατόν, τήν ζωή καί νά μή τόν άλλάζουν χωρίς άνάγκη. Αλλιώς δέν μπορούν νά γλυτώ­σουν άπό τά πονηρά πνεύματα το άέρος.

15. Τό τελώνιο τής γαστριμαργίας καί πολυφαγίας

Αύτοί οί δαίμονες ήταν παχεῖς σάν τά γουρούνια, ά­γριοι καί περισσότερο δυνατοί άπό τούς άλλους. Όταν μάς είδαν ώρμησαν κατεπάνω μου φανερώνοντας τίς πο­λυφαγίες καί κρυφοφαγίες πού έκανα άπό τήν παιδική μου ήλικία καί ιδιαίτερα τίς άγιες Τεσσαρακοστές τοΰ χρόνου. Μέ κατηγοροσαν ότι δέν έτήρησα τίς ύποσχέ σεις πού έδωσα στό Άγιο Βάπτισμα. Ότι υποσχέθηκα νά άρνηθώ τά έργα τους καί έγώ έκανα τά θελήματα τους. Άπό τήν άλλη μεριά οί άγγελοι έμάχοντο προβάλ­λοντας τά καλά μου έργα καί έτσι άναχωρήσαμε άπ' αύ­τούς.

Τό Τελώνιο τής ειδωλολατρείας

Σύντομα φθάσαμε στό τελώνιο τής ειδωλολατρείας καί τών αιρέσεων, άλλά ούτε λέξι δέν μάς είπαν καί άμέ­σως άναχωρήσαμε.

Τό Τελώνιο τής άρσενοκοιτίας

Ό άρχηγός αύτών τών δαιμόνων καθόταν σέ ψηλό θρόνο, είχε στήν εξουσία του χίλια άλλα δαιμόνια καί συνεχώς άλλαζε πολλές μορφές. Άλλοτε φαινόταν ώς δράκοντας, άλλοτε ώς ποντικός, πότε ώς έξαγριωμένος α­γριόχοιρος καί πότε ώς θηριόψαρο τής θαλάσσης. Τριγύ­ρω του ήταν βρώμα καί άκαθαρσία άνυπόφορη, οί δέ ύπηρέται του έστέκοντο εξαγριωμένοι καί έτοιμοι νά μο επι­τεθον. Βλέποντας οτι είμαι γυναίκα δέν είχαν τίποτε νά μέ κατηγορήσουν, ουτε πώς κοιμήθηκα μέ άλλη γυναίκα καί άμάρτησα. Έτσι χάριτι θεία, έλευθερωθήκαμε άπό τήν άκαθαρσία αύτή. Τότε οί άγγελοι μο έλεγαν τά εξής: «Πολλές ψυχές φθάνουν έως έδώ άνεμπόδιστα άπό τά άλ­λα τελώνια, άλλά αύτό τό τελώνιο τής άρσενοκοιτίας τούς γκρεμίζει στόν άχαρι Άδη γιά τήν αισχρή πράξι τής άρσενοκοιτίας πού έκαναν, διότι αύτή ή άμαρτία παροργίζει τόν Θεό περισσότερο άπ' όλες τίς άλλες.

Τό Τελώνιο τών χρωματισμένων προσώπων

Αύτό τό δαιμονικό τάγμα έξετάζει τούς άνδρες καί γυναίκες πού βάζουν φτιασίδια καί στολίδια στά πρόσωπά τους μέ διαφόρους χρωματισμούς, μυρωδικά καί βα­ψίματα τών μαλλιών, επειδή τήν μορφή πού τούς έδωσε ό Θεός δέν τούς άρεσε καί επιθυμούν νά παρουσιάσουν τήν μορφή πού τούς άρέσει μέ δικά τους μέσα καί χρώ­ματα. Είπαν οί δαίμονες τότε σέ έμένα: «Αύτή ή ψυχή δύο φορές έπεσε σ' αύτό τό άμάρτημα καί είναι δίκαιο νά τήν πάρουμε εμείς». Οί "Αγγελοι έδειχναν τά καλά μου έργα καί μέ πολύ κόπο καί τίς εύχές τοΰ άγίου Βασι­λείου περάσαμε.

Τό Τελώνιο τής μοιχείας

Αύτό τό τελώνιο εξετάζει αύτούς πού είναι παντρε­μένοι καί κάνουν άμαρτίες μέ ξένους άνδρες ή γυναίκες καί μολύνουν έτσι τό στεφάνι τους. Μαζί μέ αύτούς έξε­τάζει καί τούς παρά φύσι άμαρτάνοντες, άνδρες καί γυ­ναίκες καί όλους τούς μιαρούς πού μολύνουν τά στεφά­νια τους. Αλλά έγώ, έπειδή, χάριτι Θεο, δέν είχα τέ­τοια πράγματα γιά νά μέ κατηγορήσουν, άναχωρήσαμεν γιά τό επόμενο τελώνιο.

Τό Τελώνιο το φόνου

Αύτό τό τελώνιο εξετάζει αύτούς πού έφόνευσαν καί όσους άπό θυμόν έκτύπησαν κανέναν καί νά είπομε μέ συντομία, ζυγίζουν κάθε άδικία. Άλλά καί άπό έκεῖ άναχωρήσαμε.

Τό Τελώνιο τής κλοπής

Αύτοί έξέταζαν όλες τίς κακές μου πράξεις τής κλο­πής καί πονηρίας. Καί άπό έδώ, μέ τίς εύχές το Πνευ­ματικο μας οσίου Βασιλείου, άναχωρήσαμε.

Τό Τελώνιο τής πορνείας

Ό άρχηγός αύτής τής ομάδος φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο μέ άφρούς καί αίματα καί χαιρόταν ωσάν νά ήταν λαμπροστολισμένος μέ βασιλικό φόρεμα. Μοΰ εί­παν δέ οί άγγελοι ότι αύτό έγινε άπό τίς πολλές άκαθαρ σίες καί πορνείες τών άνθρώπων. Όταν μάς είδαν, έπή δησαν έπάνω μας καί άποροσαν πώς περάσαμε τά άλλα τελώνια καί έφθάσαμε σ' αύτούς. "Ετσι άρχισαν νά μέ έξετάζουν λεπτομερώς. Καί όχι μόνο τά άληθινά μου έρ­γα έλεγαν, άλλά καί πολλά ψέμματα, θέλοντας νά μέ αρ­πάξουν άπό τά χέρια τών άγγέλων καί νά μέ ρίξουν στόν Άδη. Οί άγγελοι τούς έλεγαν ότι όλα αύτά, πρίν άπό πο­λύ χρόνο τά σταμάτησε, καί μετενόησε. Εκείνοι έλεγαν:

 Καί έμεῖς γνωρίζουμε ότι τά έχει παραιτήσει, άλ­λα μάς αγαπούσε Καί είχε τά πονηρά νοήματα στήν καρ­διά της καί δέν τά έξωμολογήθηκε ποτέ στόν Πνευματι­κό της, ούτε έκανε κανόνα, ούτε συγχώρησι έλαβε άπό τόν Πνευματικό καί πώς αύτή έλαβε τέτοια χάρι καί λά­μπει σάν τόν ήλιο;

Οι άγγελοι όμως μέ ύπερασπίζοντο καί άφο μέ παρέλαβαν, προχωρούσαμε, ένώ οί δαίμονες έτριζαν τά δό­ντια τους, διότι ανέλπιστα άπ' αύτούς έγλύτωσα. Στήν διαδρομή μο έλεγαν οί Άγγελοι: «Νά ξέρης ότι άπό αύτό τό τελώνιο λίγες ψυχές μπορούν νά περάσουν χω­ρίς μεγάλη ζημιά. Οί περισσότεροι άπό τούς άνθρώπους, μάλιστα έκεΐνοι πού δέν ξέρουν καί τίς Άγιες Γραφές, άπό τήν πολυφαγία καί τήν σαρκική έπιθυμία νικημένοι σ' αύτό τό τελώνιο φθάνοντας έλέγχονται φοβερά άπό τούς δαίμονες καί πέφτουν στόν σκοτεινό καί άχαρι Ά­δη. Έσύ όμως, μέ τήν βοήθεια το Γέροντος σου, έγλύ τωσες άπό τά χέρια καί αύτο το τελωνίου· καί φόβος πλέον άπό έδώ καί έπάνω δέν υπάρχει.

23) Τό Τελώνιο τής άσπλαχνίας

Λέγοντας σέ μένα τά άνωτέρω λόγια οί Άγγελοι έφθάσαμε καί στό τελώνιο τής άσπλαχνίας καί σκληρο καρδίας, τό όποιο έξετάζει μέ μεγάλη κακία καί άκρί βεια αύτούς πού μισον καί δέν εύσπλαχνίζονται τούς άλλους άνθρώπους. Ό άρχηγός του φαινόταν ότι έπασχε άπό μεγάλη άσθένεια καί δήθεν έκλαιε τόν εαυτό του, βογγοΰσε ώς άσθενής καί έκανε ύποκριτικά τά σχήματα πού κάνουν εκείνοι πού πάσχουν άπό πτωχεία, άσθένεια ἤ κάποια άλλη άνάγκη καί ζητούν έλεημοσύνη. Άλλοτε όμως έξαγριωνόταν μέ όλο του τό τάγμα. Άφο μέ έξέτασαν καί δέν μέ εύρήκαν άσπλαχνη, άλλά έλεήμονα, διότι έδινα στούς πτωχούς καί ασθενείς, κατά τήν δύνα μί μου, έφαίνοντο ντροπιασμένοι, ένώ οί Άγγελοι μέ έπήραν καί άναχωρήσαμε. Καθ' όδόν μοΰ έλεγαν: «Οί πε­ρισσότεροι άνθρωποι έφύλαξαν τά προστάγματα το Θε­ο, γιά νά μήν έχουν όμως εύσπλαχνία γιά τούς πάσχο­ντες καί πτωχούς, φθάνοντας έδώ, γκρεμίσθηκαν στόν Άδη, ένώ έπέρασαν όλα τά άλλα τελώνια».

Ή Πύλη το Ουρανού

Ανεβαίνοντας άντικρύσαμε μέ χαρά τήν πύλη το ούρανο, πού ακτινοβολούσε ώς κρύσταλλο φωτεινό, ώστε δέν μπορεί ό ανθρώπινος νούς καί ό λόγος νά τήν περιγράψη καί φαντασθή. Ό θυρωρός ήταν ένας άστραπόμορφος νέος μέ ζώνη καί χρυσά μαλλιά, ό όποιος μας ύποδέ­χθηκε μετά χαράς, διότι μία ψυχή έφθασε, μετά άπό τόν έλεγχο τόσων πονηρών πνευμάτων, στήν πύλη το ούρα­νο. Μπαίνοντας μέσα στόν ούρανό φθάσαμε σέ ένα τρο­μερό καί άκατανόητο άέρα έπί το όποιου ήταν ξαπλωμέ­νο ένα χρυσοΰφαντο σκέπασμα. Κάτω άπ' αύτό ήταν ένα πλήθος άστραπομόρφων καί ώραιοτάτων νέων πού άκτινοβολοσαν ώς ό ήλιος. Όταν μάς είδαν εύφραίνοντο γιά τήν σωτηρία μου, μέ συνέχαιρον καί έψαλαν τόσο γλυκά καί μελωδικά, ώστε δέν δύναται άνθρώπινη γλώσσα νά τό διηγηθή. Έγώ γεμάτη χαρά καί άγαλλίασι προχωρούσα μέ τούς συνοδούς μου γιά νά προσκυνήσω τόν έπί φοβε­ρού θρόνου καθήμενο Βασιλέα Ιησού Χριστό. Ανεβαίνο­ντας είδαμε σύννεφα, όχι όμως σάν τά συνηθισμένα, άλλά σάν άνθη πού έκατονταπλάσια ξεπερνούσαν τά έπίγεια. Μετά άπ' αύτά είδαμε νά ξεχύνεται άλλο λευκό σύννεφο πολύ φωτεινό καί κατόπιν έφάνη ένα άλλο χρυσόμορφο άπό τό όποιο έφαίνοντο νά έξέρχωνται άστραπές καί φω­τιά πύρινη. Μετά προχωρήσαμε άκόμη καί είδαμε σέ άμε­τρο ύψος τόν θρόνο το Θεού πού άστραπτε καί έφώτιζε τά πάντα. Γύρω άπό τόν Θρόνο έστέκοντο άναρίθμητες χιλιάδες λευκοφόροι νέοι, πού φορούσαν χρυσούφαντα καί αστραφτερά ενδύματα. Τά όσα είδα έκεῖ, άδελφέ μου Γρηγόριε, δέν μπορώ νά σο τά διηγηθώ, ούτε ό δικός σου νος μπορεί νά τά κατανοήση.

Έφθάσαμε απέναντι άπό τόν φοβερό αύτό θρόνο το Θεού καί είδαμε θαυμαστή καί άπερίγραπτη δόξα. Τότε οί άγγελοι πού μέ ώδηγούσαν, έψαλλαν τρεις φορές δο­ξάζοντας μέ φόβο τόν άπερίγραπτο Θεό. "Υστερα προ σκηνήσαμε τρεις φορές τόν Τριαδικό καί μαζί μας όλο τό πλήθος τών παρισταμένων αγγέλων καί όλοι έχαίρο ντο γιά τήν σωτηρία μου.

Τότε άκουσα μία γλυκυτάτη φωνή πού έλεγε στούς συνοδούς μου Αγγέλους: «Όδηγήστε τήν ψυχή αύτή σ' όλες τίς κατοικίες του Παραδείσου καί στά καταχθόνια, καθώς κάνετε γιά όλες τίς ψυχές καί άκολούθως νά τήν άναπαύσετε στόν τόπο καί τήν κατοικία τοΰ δούλου μου Βασιλείου, διότι έκεῖ μέ παρεκάλεσε νά τήν άναπαύσω.

Άναχωρήσαντες άπό έκεῖ χαρούμενοι, έπισκεφθήκαμε πρώτα τίς κατοικίες τών Άγίων, οί όποιες ήταν άμέτρητες καί έλαμπαν όπως οί άκτῖνες το ήλιου. Όλες αύ­τές ήταν μέσα σ' ένα κήπο άπέραντο στό μάκρος καί στό φάρδος καί στολισμένον μέ διάφορα άνθη εύωδιαστά. Οί κατοικίες κάθε τάγματος τών Άγίων είναι ξεχωριστές, δηλαδή σ' ένα τόπο είναι οί Απόστολοι, σ' άλλο οί Προφήται, οί Μάρτυρες, οί Ίεράρχαι, οί Άσκηταί καί το καθενός ή κατοικία έχει ξεχωριστή ωραιότητα, άνάλογα μέ τά έργα τους πού έκαναν στήν γή. Όλοι λοιπόν αύτοί οί Άγιοι έβγαιναν μάς προϋπαντούσαν, μάς κατε φίλουν καί όλοι εύφραίνοντο γιά τήν σωτηρία μου.

Μπαίνοντας δέ στόν κόλπο τοΰ Αβραάμ δηλαδή τήν κατοικία του, τόν είδαμε μέ πολλή δόξα καί ούράνια εύφροσύνη. Έκεῖ ήταν καί τά παλάτια το Ισαάκ, καί Ια­κώβ πού άκτινοβολοσαν καί έλαμπαν άπό θεϊκή χάρι. Έκεῖ άναπαύονται τά παιδιά τών χριστιανών, όσα έζη­σαν στόν κόσμο άναμάρτητα. Έκεῖ άνεπαύοντο σέ δώδε­κα θρόνους πού έλαμπαν σάν τίς άκτῖνες το ήλίου, οί δώδεκα Πατριάρχαι, άπό τούς όποιους κατάγονται οί δώδεκα φυλές το Ισραήλ, ομοίως καί οί άϋλες ψυχές τών Άγίων. Οί ψυχές τών Άγίων έφαίνοντο ώσάν νά ή­ταν μέ σώματα, άλλά ήταν άδύνατο νά τίς πιάση χέρι άνθρώπου, όπως δηλαδή καί οί άκτῖνες το ήλίου πού δέν μπορείς νά τίς πιάσης.

Κατόπιν επήγαμε πρός τό δυτικό μέρος, όπου είναι οί κολάσεις στίς όποιες κατοικούν οί ψυχές τών άμαρτωλών. Είδα, παιδί μου Γρηγόριε, τίς σκοτεινές φυλακές νά είναι γεμάτες, όπως ή άμμος τής θαλάσσης άπό τίς ψυχές τών άμαρτωλών άνθρώπων άπό καταβολής κό­σμου, σκεπασμένες μέ τήν μαύρη ομίχλη τοΰ θανάτου. Έκεῖ δέν άκούεται τίποτε άλλο παρά τό «ούαί καί τό άλλοίμονο», ένώ ό θρήνος καί ό όδυρμός τους δέν περιγρά­φεται. Κατεβαίνοντας στά σκοτεινά έκεῖνα μέρη, τά ό­ποῖα φωτίσθηκαν μέ τήν παρουσία τών άγγέλων, μέ περιεκύκλωσε φόβος καί τρόμος. Μο είπε ένας άγγελος μου: «Αύτές τις σκοτεινές κατοικίες άπέφυγες, διότι μετενόησες καί έπαυσες τήν άμαρτία καί γιά τά λίγα καλά σου έργα ἤ καλλίτερα νά ειπώ χάριν τών προσευχών το Πνευματικο σου πατρός Βασιλείου».

Άφο έπισκεφθήκαμε όλες τίς κατοικίες τών κολά­σεων, μοΰ λέγει ό ένας άγγελος μου: «Θεοδώρα, ξέρεις ότι σήμερα κάνει τά σαράντα σου ό καλός Πνευματικός σου πατήρ Βασίλειος; Καί λέγοντας αύτά μέ άφησαν στήν πανευφρόσυνη κατοικία τού Πνευματικο μου πα­τρός καί άνεχώρησαν. Τότε κατάλαβα ότι, μετά σαράντα ήμέρες άπό τόν θάνατο μου, έφθασα στήν κατοικία πού βλέπεις καί ή οποία δέν είναι δική μου, όπως βλέπεις, άλλά το Πατρός μας οσίου Βασιλείου, το πιστο δού­λου το Θεο. Όλα τά πνευματικά του παιδιά πού τά δι­δάσκει καί τά οδηγεί στήν μετάνοια κατοικούν σ' αύτή τήν λαμπρά κατοικία μαζί του.

 "Ελα τώρα νά ίδής καί τά δωμάτιά μας, τά όποῖα πρό ολίγου έπισκέφθηκε καί ό Πατήρ μας Βασίλειος.

Έγώ άκολούθησα τήν κυρία Θεοδώρα καί μπήκαμε μαζί σ' ένα μεγάλο προαύλιο, τό όποιο ήταν στρωμένο μέ άκτινοβόλους καί χρυσοκέντητες πλάκες, άνάμεσα στίς όποιες ήταν φυτευμένα διάφορα δένδρα, τών οποίων ἡ ώραιότης είναι ανεκδιήγητη. Ή Θεοδώρα φορούσε έ­να μεταξωτό κάτασπρο φόρεμα καί στήν κεφαλή της έ­φερε κόκκινο μαντήλι, ένώ άπό τό πρόσωπο της έτρεχε σάν ιδρώτας άγιο μύρο πού είχε άρρητη εύωδία. Βλέπο­ντας πρός άνατολάς είδα θαυμαστά βασιλικά παλάτια, στά όποια μπαίνοντας μέσα είδαμε πλησίον στίς σκάλες μία θαυμαστή άπό σμάραγδο καί άλλους πολυτίμους λί­θους τράπεζα, πού ήταν γεμάτη άπό ωραιότατα οπωρικά, καθώς καί μεταξωτά μαντήλια μέ ευωδέστατα άνθη. Έ­κεΐ σέ εξαίσιο θρόνο ήταν ό Πατήρ μας Βασίλειος καί άναπαυόταν ώς κύριος όλων. Ό θρόνος του ήταν πράσι­νος, άλλά θαυμαστός καί έλαμπε περισσότερο άπό τόν ήλιο καί όλοι έκεῖ έτρωγαν οπωρικά καί εύφραίνοντο.

Εκείνοι πού έτρωγαν έφαίνοντο άνθρωποι τέλειοι, δέν είχαν παχεῖς σάρκες, άλλά ήταν σάν τίς άκτῖνες τοῦ ήλίου καί τά πρόσωπά τους όμορφα καί χαριτωμένα. Ε­πίσης δέν διακρίνοντο άνδρες καί γυναίκες. Καί όσο έ­τρωγαν άπό τήν ούράνια έκείνη τράπεζα τόσο καί τά ε­δέσματα έπλήθαιναν, έπειδή ήταν ούράνια καί πνευματι­κά, ετοιμασμένα άπό τόν Θεό γιά τούς έκλεκτούς δού­λους Του. Μεταξύ τους συνωμιλοσαν μέ γλυκειά φωνή καί χαρμόσυνο χαμόγελο. Τούς κερνούσαν μερικοί νέοι ένα ροδοκόκκινο ποτό τό όποιον άστραφτε στά κρυ­στάλλινα ποτήρια καί όλοι έχόρταιναν άπό τήν γλυκύ­τητα τοΰ Αγίου Πνεύματος. Έγώ τούς έθαύμαζα άρκετή ώρα, διότι τά πρόσωπά τους έλαμπαν σάν τό δροσερό ρόδο.

Ή Θεοδώρα ευρισκομένη μπροστά μου έπλησίασε τόν άγιο Γέροντά μας καί τοΰ έμίλησε γιά μένα· αύτός δέ κοιτάζοντάς με έχαμογέλασε καί μοΰ έκανε νεμα νά τόν πλησιάσω. Έγώ πλησιάζοντας, τού έβαλα μετάνοια καί έζήτησα τήν εύχή του. Έκεῖνος μο είπε: «Ό Θεός, παιδί μου νά σέ σπλαχνισθή καί νά σέ εύλογήση καί νά σέ καταξίωση τής Επουρανίου Αύτοΰ Βασιλείας». Καί, ένώ εύρισκόμουν γονατιστός ένώπιόν του, μέ έσήκωσε μέ τό χέρι του καί μο εἶπε: «Βλέπε τήν Θεοδώρα, παιδί μου Γρηγόριε, γιά τήν όποία πολλές φορές μέ παρεκάλεσες νά μάθης τί έγινε καί ποΰ κατώκησε. Λοιπόν στό ε­ξής ήσύχασε καί μή μέ ένοχλήσης πάλι γι' αυτήν».

Εκείνη δέ ή μακαρία καί ευλογημένη Θεοδώρα βλέ­ποντας με μέ ιλαρό βλέμμα, μοΰ είπε: «Ό Θεός, παιδί μου Γρηγόριε, νά πληρώση τόν μισθό σου γιά τήν τόση φροντίδα σου πού είχες γιά τήν ψυχή μου καί Αύτός, σύμφωνα μέ τήν έπιθυμία σου, διά τών παρακλήσεων τοΰ αγίου Πατρός μας, νά σέ άξιώση νά έλθης έδώ, όπου τώρα μέ βλέπεις».

Ύστερα ό άγιος Βασίλειος είπε στήν Θεοδώρα: «Πήγαινε, παιδί μου, καί δεῖξε στόν Γρηγόριο τήν ω­ραιότητα τών δένδρων το κήπου μας». Ή Θεοδώρα μέ επήρε καί μέ ώδήγησε στά δεξιά το περιβολιο, όπου είδα τήν θύρα ολόχρυση καί θαυμαστή καί τά τείχη γύρω γύρω ολόχρυσα καί υψηλά. Άνοίξαντες, μπήκαμε μέ­σα καί είδαμε τό περιβόλι στολισμένο μέ διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα καί πολυειδή άνθη, τών όποιων ἡ ώραιότης καί ἡ εύωδία ήταν άπερίγραπτη. Αύτά δέν έβλάπτοντο άπό τίποτε καί εύρίσκοντο πάντοτε στήν ίδια κατάστασι, διότι είναι ούράνια καί άθάνατα, καί έγώ τά έκοίταζα ώς έκστατικός. Τότε μο λέγει ἡ Θεοδώρα:

Έάν, παιδί μου, σέ έκαναν αύτά εκστατικό καί έκ­θαμβο, τί ήθελες πάθει, έάν έβλεπες έκεῖνο τόν Παράδει­σο, όπου κατά άνατολάς, έφύτευσε ό Κύριος. Επειδή αύ­τός μέ έκεῖνον δέν έχει καμμία σύγκρισι.

Έγώ τήν παρακαλούσα νά μο δείξη έκεινα τά άνώτερα καί θαυμαστά πράγματα καί έκείνη μο είπε:

Δέν είναι δυνατόν, παιδί μου, νά ίδής αύτά τά άκατανόητα μυστήρια, άφο εύρίσκεσαι άκόμη στόν πρόσωρινό κόσμο. Αύτά δέ πού έδώ είδες τά άπέκτησε ό Πα­τήρ μας Βασίλειος, ό όποιος άπό τήν παιδική του ήλικία άγωνιζόταν μέ νηστείες, άγρυπνίες καί κακοπάθειες μέ­χρι τώρα στά γεράματά του γιά νά συγκατοικήση μέ όλα τά πνευματικά του παιδιά πού άγωνίσθηκαν καί έφύλαξαν τίς έντολές το Θεο. Φρόντισε λοιπόν καί έσύ, έως ότου είσαι άκόμη στόν κόσμο, ν' άγωνισθής γιά νά έλθης καί έσύ έδώ νά εύφραινώμεθα μαζί μέχρι τήν Δευτέ­ρα Παρουσία τοΰ Κυρίου μας. Διότι, μετά τήν κοινή ό­λων τών άνθρώπων άνάστασι καί τήν Μέλλουσα Κρίσι, θά μας χαρίση ό Κύριος άλλα άπείρως άνώτερα καί πανευφρόσυνα, καθώς λέγει καί ό Απόστολος Παύλος: «Αύτά τά όποῖα μάτι δέν τά είδε καί αύτί δέν τά άκουσε καί νος άνθρώπου δέν τά διανοήθηκε, όσα ετοίμασε ό Θεός, σ' αύτούς πού Τόν άγαπον».

Έγώ, όταν άκουσα ότι δέν ήμουν έκεῖ μέ τό σώμα μου, άλλά μόνο μέ τήν ψυχή, απόρησα καί προσπαθού­σα νά ψηλαφήσω τόν εαυτό μου νά διαπιστώσω άν έχω σάρκα καί κόκκαλα, άλλά μο φαινόταν, ωσάν νά έπια­να άκτῖνα ήλίου καί τήν έσφιγγα χωρίς νά κρατώ τίποτε ἤ νά αίσθάνωμαι βάρος.

Έτσι λοιπόν μέσα στόν ύπνο μου είδα τήν μεγάλη αύτή θεωρία, έχοντας σώας τάς φρένας μου καί έθαύμαζα γιά τά όσα είδα. "Επειτα μο φάνηκε ότι ήλθαμε στήν αύλή άπό τήν θύρα πού μπήκαμε, εύρήκαμε τήν τράπεζα άδειανή άπό έδέσματα καί άνθρώπους. Τότε ήλθα στόν εαυτό μου καί ελευθερώθηκα άπό έκεῖνα τά φοβερά καί πανυπερθαύμαστα πράγματα.

"Αρχισα νά έξετάζω τόν έαυτό μου καί αύτά πού τό­σο καλά τυπώθηκαν στό μυαλό μου' νά είναι, έλεγα, άπό τόν Θεό ἤ τόν πονηρό; Επήγα στόν Πνευματικό μου, τόν όσιο Βασίλειο νά πάρω τήν εύλογία του καί νά τόν έρωτήσω. Όταν έπήρα τήν εύχή του, μέ ρώτησε:

Ξέρεις, παιδί μου Γρηγόριε, δτι αύτή τήν νύκτα είμασταν μαζί στήν άπόλαυσι τών αιωνίων αγαθών;

Έγώ προσποιούμενος ὅτι δέν ξέρω τίποτε το εί­πα: Έγώ, Γέροντα μου, ήμουν στό κελλί μου καί έκοιμώμουν αύτή τήν νύκτα.

Ναί, παιδί μου, τό γνωρίζω καί έγώ καλά, μο λέ­γει έκεῖνος, οτι μέ τό σώμα ήσουν στό κελλί σου, άλλά μέ τό πνεμα καί τόν νο σου περπατοΰσες σέ άλλα μέ­ρη. Όσα λοιπόν σο έδειξα αύτή τήν νύκτα μή τά νομίσης όνειρα, άλλά άληθινή θεωρία. Αύτή τήν νύκτα δέν επήγες στήν Θεοδώρα; Δέν έφθασες στήν ούράνιό μου κατοικία; Δέν έτρεχες γιά νά μέ φθάσης καί ευρέθηκες στήν μεγάλη θύρα, όπου έρχομένη ἡ Θεοδώρα σέ υποδέ­χθηκε μέ μεγάλη χαρά; Δέν σο διηγήθηκε τόν έλεγχο πού δοκίμασε άπό τά έναέρια τελώνια; Δέν μπήκες στήν αύλή μέ τήν Θεοδώρα κατά τήν έντολή μου καί είδες τήν θαυμαστή τράπεζα καί τά ώραῖα κηπουρικά, τά εύώ δη άνθη καί τούς νέους πού σάς ύπηρετοσαν; Δέν πα­ρουσιάσθηκες ενώπιον μου καί σοΰ έδειξα τήν Θεοδώρα γιά τήν όποία μέ παρεκάλεσες νά μάθης σέ ποιά κατάστασι εύρίσκεται; Δέν σέ ώδήγησε έκείνη μέ τήν έντολή μου στό θαυμαστό έκείνο περιβόλι καί είδες τά άνθισμέ να καί πολύμορφα δένδρα;

Ακούοντας πάλι άπό τό στόμα το Πνευματικο μου όλα αύτά, έμεινα άφωνος καί λιποθύμησα. Μετά άρχι­σαν νά τρέχουν ποταμηδόν τά δάκρυά μου καί συλλογι­ζόμουν τό ϋψος τής άγιότητος καί τών θαυμάτων τοΰ ά­γιου Πατρός μου, ότι είναι έπίγειος άγγελος καί, ένώ μέ τό σώμα ήταν εδώ, μέ τήν ψυχή ήταν στόν ούρανό.

Ό Άγιος κατόπιν μοΰ είπε: «Έάν, παιδί μου, περάσης τήν ζωή σου σύμφωνα μέ τίς έντολές το Θεο, άπο φεύγης τήν κακία καί έργάζεσαι τήν άρετή, τότε θά σέ δεχθώ έκεΐ, μετά τόν θάνατο σου, στίς αιώνιες κατοικίες πού μο έχάρισε ό Κύριος γιά τήν πολλή Του αγαθότη­τα. Έγώ πρόκειται σέ λίγο καιρό νά αναχωρήσω άπ' αύ­τό τόν μάταιο κόσμο, καί έσύ θά μέ άκολουθήσης μέ ε­νάρετη ζωή καί καλά έργα, καθώς ό Κύριος μοΰ άποκά λυψε.

Πρόσεχε, παιδί μου, νά μή έξέλθουν τίποτε άπ' αύτά, πού είδες, άπό τό στόμα σου, όσο καιρό έγώ θά εύρίσκω μαι σ' αύτόν τόν κόσμο. Μετά τόν θάνατο μου πού θά γράψης τόν ταπεινό μου βίο καί τά έργα μου, νά τά γρά ψης καί αύτά γιά νά ώφεληθοΰν οί άνθρωποι.

Καί λέγοντας αύτά ό σεβαστός μου Γέροντας, μέ διέ­ταξε νά πάω στό σπίτι μου καί νά φροντίσω γιά τήν σω­τηρία τής ψυχής μου.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

  Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου