«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Τήν παρούσα οπτασία είδε ό Μοναχός Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος υπήρξε μαθητής τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου, πού εορτάζεται άπό τήν Εκκλησία μας στίς 26 Μαρτίου. Αύτός ό Μοναχός πού είναι καί ό συγγραφεύς αύτής τής οπτασίας έζησε κατά τό τέλος τοῦ 9ου αιώνος στήν Κωνσταντινούπολι καί είδε μέ τίς εξής συνθήκες τήν παρακάτω οπτασία.
Θέλεις, παιδί μου, νά ίδής τήν Θεοδώρα;
Πώς είναι δυνατόν, Πάτερ, τοῦ είπα έγώ, νά ιδώ τήν Θεοδώρα, ἡ όποία πρό πολλού άπέθανε καί ευρίσκεται τώρα στήν άλλη ζωή;
Αύτήν τήν νύκτα θά τήν ίδής, τοῦ είπε όἍγιος.
Τήν νύκτα λοιπόν, καθώς κοιμώμουν, διηγείται ό Μοναχός Γρηγόριος, βλέπω ένα νέο καί μοῦ λέγει:
Ελα νά πάς μέ τόν Γέροντά σου τώρα στήν Θεοδώρα.
Έγώ τότε, ένόμισα πώς σηκώθηκα καί έπήγα στό κελλί τοῦ Γέροντος μου, δέν τόν εύρήκα ἐκεῖ καί βγαίνοντας έξω, έτρεχα πρός τήν Παναγία τών Βλαχερνών. Ξαφνικά εύρέθηκα μπροστά σ' ένα στενό καί άνηφορικό μέρος στό όποιο άνέβαινα καί έφθασα μπροστά σέ μία ωραία πόρτα πού ήταν κλειστή. Από μία μικρή θυρίδα είδα μέσα δύο γυναίκες πού συνομιλούσαν καί τίς ερώτησα:
Τίνος είναι αύτό τό ωραίο παλάτι.
Ἡ μία μοῦ είπε, ότι αύτό είναι τοῦ Όσίου Πατρός μου Βασιλείου, ό όποιος πρό ολίγου ήταν έδώ γιά νά έπισκεφθή τά πνευματικά του παιδιά.
Έγώ άκούοντας αύτά, χάρηκα καί τής είπα, ὅτι καί έγώ πνευματικό του παιδί είμαι καί τήν παρακάλεσα νά μοῦ άνοιξη νά μπώ μέσα.
Έσύ δέν ξαναήλθες άπό έδώ, μοῦ είπε εκείνη, ούτε καί σέ γνωρίζουμε γι' αύτό φύγε άπό έδώ, διότι, χωρίς τήν άδεια τής κυρίας Θεοδώρας, δέν μπορεί κανένας νά μπή έδώ. Αύτά τά παλάτια είναι τοῦ όσιου Πατρός μας Βασιλείου καί τά έχάρισε όλα στήν υποτακτική του Θεοδώρα.
Έγώ, άκούοντας τό όνομα Θεοδώρα, επήρα θάρρος καί άρχισα νά κτυπώ καί νά φωνάζω. Τότε μέ άκουσε άπό μέσα ἡ Θεοδώρα καί είπε στίς δύο εκείνες γυναίκες νά μοῦ ανοίξουν. Μπαίνοντας έγώ μέσα μέ άγκάλιασε καί μέ ρώτησε:
Ποιός σέ έφερε έδώ, Κύριέ μου Γρηγόριε; Μήπως άπέθανες καί άξιώθηκες νά έλθης σ' αύτό τό μακάριο μέρος καί τήν αιώνια ζωή;
Έγώ μή ξέροντας ότι βλέπω όραμα, τής είπα: Κυρία Θεοδώρα, δέν άπέθανα, άλλά ευρίσκομαι άκόμη στήν πρόσκαιρη ζωή' μέ τίς ευχές όμως τοῦ Όσίου Πατρός μας έφθασα έδώ γιά νά μάθω σέ ποιά κατάστασι ευρίσκεσαι, πώς έπέρασες τά πονηρά δαιμόνια τοῦ άέρος καί πώς ύπέμεινες τοῦ θανάτου τήν βία.
Εκείνη μοῦ άποκρίθηκε: Αγαπημένο μου παιδί Γρηγόριε, τούς πόνους στό θάνατο τοῦ σώματος μου καί τόν χωρισμό τής ψυχής σου τούς παρομοιάζω ωσάν ένας ζωντανός άνθρωπος νά ριφθή μέσα στήν φωτιά γυμνός νά καίεται καί σιγά σιγά νά λυώνη, έως ότου άναχωρήση ἡ ψυχή άπό τό σώμα. Όταν ψυχομαχοῦσα, έβλεπα γύρω άπό τό κρεββάτι μου πολλούς μαύρους άνθρώπους πού μέ έτάραζαν καί έτριζαν τά δόντια τους έναντίον μου παίρνοντας διάφορες φωνές ζώων. Από όπου ήθελα νά στρέψω τά μάτια μου, τούς έβλεπα μπροστά μου καί ή θεωρία τους μοῦ ήταν χειρότερη καί άπό τήν κόλασι.
Ξαφνικά, μέσα σ' αύτή τήν άδημονία μου, βλέπω δύο νέους λευκοφορεμένους πού στάθηκαν δεξιά άπό τό κρεββάτι μου καί σέ αυστηρό καί φοβερό ύφος έλεγαν στούς σκοτεινόμορφους δαίμονες:
Ἄδικοι καί βρωμερώτατοι δαίμονες γιατί έρχεσθε στόν θάνατο τών άνθρώπων καί τούς ταράζετε μέ τίς φλυαρίες σας καί τίς άγριες φωνές σας; Αλλά, μή χαίρεσθε, γιατί γρήγορα θά φύγετε ντροπιασμένοι.
Οί δαίμονες έφεραν μπροστά μου όλα τά έργα μου πού έπραξα άπό τήν παιδική μου ήλικία, είτε ήταν αμαρτίες μέ λόγια είτε μέ πράξεις καί έφλυάριζαν ότι γι' αύτές δέν έχω μετανοήσει. Κατόπιν ήλθε ένας χονδρός καί βάρβαρος τύραννος πού είχε μορφή ώργισμένου λιονταριού καί βλέποντάς τον έγώ, κυριεύθηκα άπό μεγάλο φόβο. Οί δύο άγγελοι τοῦ είπαν:
Λῦσε τά δεσμά τοῦ σώματος καί μή δώσης σ' αύτή τήν ψυχή πολύ πόνο διότι δέν έχει πολλά καί μεγάλα αμαρτήματα. Έγέμισε εκεῖνος ένα ποτήρι ποτό, τό όποιο καί μή θέλοντας τό ήπια. Ήταν τόσο πικρό καί άνοστο, ώστε μή υποφέροντας τήν πικράδα, έξήλθε ή ψυχή άπό τό σώμα μου καί τήν επήραν μαζί τους οί άγγελοι ανεβαίνοντας στόν ούρανό. Τότε έγώ έβλεπα νά κοίτεται τό σώμα μου στήν γή καί έθαύμαζα. Έθαύμαζα διότι δέν ήξερα ότι συμβαίνουν όλα αύτά στόν θάνατο τοῦ ταλαίπωρου άνθρώπου.
Ένώ μέ κρατοῦσαν οί άγγελοι, τούς περιεκύκλωσαν οἱ άγριοι δαίμονες λέγοντας μεγαλοφώνως: Αύτή ἡ ψυχή έχει πολλά αμαρτήματα γραμμένα καί πρέπει νά μάς άποκριθήτε γιά όλα αύτά.
Τότε οί Άγγελοι έξέταζαν τί καλό έργο έκανα στήν ζωή μου καί τό παρουσίαζαν, γιατί καί έγώ ἡ πτωχή είχα κάνει τό κατά δύναμι γιά τήν ψυχή μου. Οί δαίμονες πού άκουαν ὃ,τι καλό έργο είχα κάνει, δυσαρεστοῦντο καί έμάχοντο μέ τούς αγγέλους προκειμένου νά μέ αρπάξουν άπό τά χέρια τους.
Κατόπιν είδα τόν άγιο Γέροντά μας Βασίλειο, ό όποιος είπε στούς αγγέλους: «Κύριοι μου, αύτή ἡ ψυχή έκανε πολλές υπηρεσίες γιά μένα καί μέ άνέπαυσε στά γεράματά μου. Γι' αύτό παρακάλεσα τόν Θεό καί μοῦ τήν έχάρισε ἡ πολλή Του εύσπλαχνία. Άφοῦ τελέσετε ο,τι είναι χρήσιμο γι' αύτή τήν ψυχή, νά τήν φέρετε στήν ούράνια κατοικία πού μοῦ έχει ετοιμάσει ό Θεός νά κατοικήσω μέ τά πνευματικά μου παιδιά.
Ἔτσι έκεῖνος άνεχώρησε καί οί άγγελοι έπέταξαν ψηλά μέ τις χρυσές πτέρυγές τους καί κρατώντας με, ανεβαίναμε κατά ανατολάς. Στήν διαδρομή μας απαντούσαμε τά διάφορα δαιμονικά τελώνια άπό τά όποῖα πρέπει νά περάση ἡ ψυχή γιά νά έξετασθή γιά τά έργα της. Καί πρώτο είναι:
1) Τό τελώνιο τής καταλαλιάς
Συναντήσαμε μία ομάδα μαύρων δαιμόνων πού άνάμεσά τους είχαν τόν άρχηγό τους. Πίστεψέ με, παιδί μου Γρηγόριε, μάρτυς μου είναι ό Θεός, ότι όσους άνθρώπους κατέκρινα στήν ζωή μου, μοῦ είπαν οί δαίμονες όλων τά ονόματα, τήν ώρα καί στιγμή πού τούς κατέκρινα, τίς λέξεις πού έλεγα έναντίον τους καί ζητοΰσαν νά μέ δικάσουν. Ή άλήθεια είναι ότι σέ πολλά μέ συκοφαντούσαν άπό τήν πονηρία τους. Έάν είπα κάποιο λόγο γιά νά διορθώσω κάποιον καί άπό άγάπη, οί δαίμονες μοΰ τά παρουσίαζαν ώς κατάκρισι καί ζητοῦσαν λογαριασμό γιά όλα άπό τούς άγγέλους. Οί άγγελοι τούς άπο κρίνοντο τήν άλήθεια καί μέ τίς πρεσβείες τοῦ Γέροντά μας άγιου Βασιλείου, άναχωρήσαμε άπ' αύτούς.
2. Τό τελώνιο τής ύβρεως
Σ' αύτό τό τελώνιο περάσαμε ανενόχλητοι μέ τίς ευχές τοῦ αγίου Γέροντά μας Βασιλείου. Οι άγγελοι ανεβαίνοντας έλεγαν μεταξύ τους «ὅτι μεγάλη χάρι εύρήκε αύτή ἡ ψυχή άπό τόν δούλο τοῦ Θεοῦ Βασίλειο», διαφορετικά θά είχαμε μεγάλες στενοχώριες άπ' αύτά τά τελώνια.
3. Τό τελώνιο τοῦ ψεύδους
Στό τάγμα αύτό ήταν ένα πλήθος δαιμόνων πού τά πρόσωπά τους ήταν πολύ άσχημα καί μισητά. Όταν μάς είδαν, έφεραν άποδείξεις μέ φωνές καί ταραχές, ότι πολλές φορές κυρίως στά παιδικά μου χρόνια, είπα ψέμματα ή έκρυψα τήν άλήθεια. Μοΰ παρουσίασαν τόν χρόνο, τήν θέσι, τά λόγια πού είπα καί τά πρόσωπα μέ τά όποια έμίλησα. Άλλά οί άγγελοι έλεγαν τήν αλήθεια γιά τά έργα τής ζωής μου, γιά τήν μετάνοια, τά δάκρυα καί τίς προσευχές πού έκανα καί έτσι μέ τίς ευχές τοΰ αγίου Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου περάσαμε καί άπ' αύτό τό τελώνιο.
4. Τό τελώνιο του θυμού καί τής οργής
Έδώ ήταν μία σύναξις πολλών δαιμόνων, όπου ό αρχηγός τους καθόταν στήν μέση πολύ έξαγριωμένος καί έπρόσταζε μέ άγριες φωνές τούς άλλους χωρίς έμεῖς νά καταλάβουμε τί έλεγε. Μέ εξέταζαν λοιπόν, όχι μόνο, όταν φιλονεικοῦσα καί ώργιζόμουν μέ θυμό καί κακία ἤ καί μέ άγριο βλέμμα εναντίον άλλου, άλλά καί, όταν τιμωρούσα καί ώργιζόμουν κατά τών παιδιών μου καί τά σκληρά ένίοτε λόγια πού τούς έλεγα. Άκόμη, έάν είχα φοβερίσει κάποιον ἤ είχα έχθρα ἤ μνησικακία καί άναχωροῦσα δυσαρεστημένη, όλα αύτά μέ λεπτομέρεια μοῦ τά έφώναζαν. Ό,τι φέρσιμο καί συμπεριφορά είχα άπέναντι τών άλλων άνθρώπων, τά ίδια σχήματα έκαναν καί εκείνοι. Μάς έλεγαν άκόμη τά ονόματα τών άνθρώπων πού έπλήγωσα μέ τά σκληρά μου λόγια καί τόν θυμό μου, τόν χρόνο πού τά είπα, καθώς καί τίς ἴδιες τίς λέξεις, όπως τίς έλεγα όταν έθύμωνα έναντίον κάποιου. Άλλά καί άπό έκεΐ μέ τίς εύχές τοῦ άγίου Γέροντά μας Βασιλείου έφύγαμε.
5. Στό τελώνιο τής ύπερηφανείας
Ανεβαίνοντας ύψηλότερα συναντήσαμε τό δαιμόνιο τής ύπερηφανείας, άλλά εκείνοι οί δαίμονες δέν εύρήκαν τίποτε νά μέ κατηγορήσουν, διότι έγώ ήμουν πτωχή καί δέν είχα τίποτε γιά νά ύπερηφανευθώ.
6. Τό τελώνιο τής βλασφημίας
Ό άρχηγός αύτών τών δαιμόνων καθόταν μέ πολλή άγριότητα καί όταν όλοι μάς είδαν, έτριζαν τά δόντια, βλασφημούσαν έναντίον μας καί έκαναν διάφορα σχήματα. Μέ έφοβέρισαν καί μοῦ είπαν ότι είχα βλασφημήσει τρεις φορές στήν νεότητά μου. Τότε οί άγγελοι έφεραν σάν άποδείξεις τήν μετάνοια καί έξομολόγησι πού έκανα γι' αύτές μου τίς άμαρτίες καί μέ τίς εύχές τοΰ άγίου Βασιλείου άναχωρήσαμε.
7. Τό τελώνιο τού φθόνου
Φθάνοντας έδώ, χάριτι τού Χριστοῦ, δέν είχαν ἐκεῖνοι οἱ άγριοπρόσωποι καμμία κατηγορία νά μοῦ ειπούν καί άναχωρήσαμε χαρούμενοι. Παρ' όλα αύτά έτριζαν τά δόντια τους μέ πολλή κακία καί θυμό, θέλοντας, άν ήταν δυνατόν, νά μέ καταπιούν.
8. Τό τελώνιο τής μωρολογίας καί φλυαρίας
Σ' αύτό τό δαιμονικό τάγμα μάς ζητοῦσαν οί άρχοντες τοῦ σκότους νά ανταποκριθώ σ' όλες τίς φλυαρίας καί αισχρές μωρολογίες μου πού έλεγα άπό τήν νεότητά μου. Καί τά σατανικά μου καί άμαρτωλά τραγούδια μοῦ τά έβεβαίωσαν ώς άξια τιμωρίας. Έγώ δέν ήξερα τί νά άπαντήσω καί άποροῦσα πώς τά θυμούνται, μετά άπό τόσα χρόνια, δεδομένου ότι έγώ τά είχα ξεχάσει. "Αλλά καί έδώ μέ τήν εύχή τοῦ άγίου Πνευματικού μας Βασιλείου άναχωρήσαμε.
9. Τό τελώνιο τοῦ τόκου καί τοῦ δόλου
Αύτό τό τελώνιο έξετάζει τούς τοκογλύφους καί εκείνους πού έξαπατοῦν τούς άλλους καί τούς παίρνουν τίς περιουσίες καί τά άξιώματά τους. Άρχισαν λοιπόν νά μέ εξετάζουν, έάν έξηπάτησα κανέναν καί τοΰ έπήρα τά χρήματά του, τήν τιμή του ἤ τήν εργασία του. Άλλά, επειδή δέν μπορούσαν νά τά άποδείξουν, όσα κακά μοΰ έλεγαν, παρότι έτριζαν τά δόντια τους καί μέ έφοβέριζαν, περάσαμε καί άπό έδώ σχεδόν άνενόχλητοι.
Τό τελώνιο τής οκνηρίας καί τοῦ ύπνου
Έδώ μέ έξέτασαν τά δαιμόνια, έάν έκοιμώμουν καί τεμπέλιαζα νά πηγαίνω στήν έκκλησία ἤ άπό τήν τεμπελιά μου δέν έκανα τό καλό πού έπρεπε νά κάνω στόν εαυτό μου καί στούς άλλους άνθρώπους. Άλλά καί έδώ, μή έχοντας ένοχή, διαβήκαμε καί άπό έδώ ελεύθερα.
Τό τελώνιο τής φιλαργυρίας
Σ' αύτό τό τελώνιο ύπήρχε πολλή ομίχλη καί σκοτάδι. Μέ έξέτασαν καί έδώ αύτοί οί μαύροι καί μή εύρίσκοντες κάτι νά μέ ενοχοποιήσουν, διότι σ' ολόκληρη τήν ζωή μου ήμουν πτωχή, έφύγαμε καί άπ' έδώ άνενόχλητοι.
12) Τό τελώνιο τής μέθης
Ανεβαίνοντας έφθάσαμε στά δαιμόνια τής μέθης, τά όποια περίμεναν σάν λύκοι άρπαγες νά μέ καταπιούν. Άλλά έπειδή δέν έχουν άπό τόν Θεό εξουσία νά ελέγχουν όλες τίς ψυχές, ήλθαν οί Άγγελοι πού μέ συνώδευαν καί εξέταζαν τό κρασί πού είχα πιει σ' όλη μου τήν ζωή. Τότε οί δαίμονες άγριεμένοι έφώναζαν. Δέν ήπιες τόσα ποτήρια στήν τάδε έορτή, όπου ήταν παρόντες ό τάδε καί ἡ τάδε; Δέν έμέθυσες τήν τάδε ήμέρα; Δέν ήπιες, όταν έπήγες στό σπίτι τοΰ τάδε άνθρώπου καί ήπιες τόσα ποτήρια; Αύτά καί άλλα μοΰ έλεγαν τά όποια ήταν άληθινά. Τότε οί άγγελοι έφερναν στό μέσον τά καλά μου έργα καί πόσο μετενόησα γιά αύτά μου τά άμα ρτήματα. Μέ τίς εύχές τοῦ Πνευματικού μου άναχωρήσαμε καί άπό έδώ. Στήν διαδρομή μοῦ έλεγαν ο ι άγγελοι: «Βλέπεις πόσο κίνδυνο έχει ἡ ψυχή, όταν περάση άπ' αύτά τά άκάθαρτα έναέρια πνεύματα;».
Έγώ τούς έλεγα: Ναί, Κύριοι μου, μεγάλος είναι ό κίνδυνος στίς έλεεινές ψυχές καί πιστεύω ότι κανείς δέν μπορεί νά περάση άτάραχα. Νομίζω έπίσης ότι κανένας άπό τούς ζώντες δέν γνωρίζει τί συμβαίνει έδώ μέ τήν ψυχή. Άλλοίμονο!! Τί άναμένει τήν ψυχή τοΰ κάθε άνθρώπου μετά τήν έξοδό του άπό τόν μάταιο κόσμο. Καί έμεΐς αμελούμε καί δέν φροντίζουμε οί άνόητοι τήν σωτηρία τής άθανάτου ψυχής μας.
Τότε οί Άγγελοι μοῦ είπαν: Υπάρχουν οί Γραφές καί οι διδασκαλίες τών Άγίων Πατέρων, άλλά ή πολυτέλεια, οί καλοφαγίες, οί ήδονές καί άναπαύσεις τοΰ κόσμου τυφλώνουν τούς άνθρώπους καί δέν τά βλέπουν ούτε τά συλλογίζονται, άλλά ζοΰν ωσάν νά μή πρόκειται ποτέ νά πεθάνουν. Άμελοΰν τά καλά έργα, ιδιαίτερα τήν άγάπη καί έλεημοσύνη, ἡ όποία μπορεί νά βοηθήση τήν ψυχή περισσότερο άπό τά έργα καί νά περάση τά τελώνια, χωρίς ένόχλησι. Άλλά οί τέτοιοι είναι λίγοι. Άλλοίμονο σ' αύτούς πού δέν έχουν καλά έργα. Διότι έρχεται ξαφνικά ό θάνατος καί τούς άρπάζει, άλλά περνώντας άπό έδώ τούς άρπάζουν οί δαίμονες καί έν ριπή οφθαλμού τούς κατεβάζουν στούς σκοτεινούς καί βρωμερούς τόπους τοΰ Άδου, μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Αύτά βεβαίως θά ήθελες πάθει καί έσύ, έάν έλειπαν ή εύσπλαχνία τοῦ Θεού καί ή έλεημοσύνη (προσευχή) τοΰ δούλου Αύτοΰ όσίου Βασιλείου.
13) Τό Τελώνιο τής μνησικακίας
Αύτό τό τελώνιο έξετάζει αύτούς πού έχουν έχθρα μέ τόν γείτονά τους καί τόν κάθε συνάνθρωπο τους καί δέν θέλουν νά τόν συγχωρήσουν, κατά τήν εντολή πού έδωσε ό Χριστός. Όταν μας είδαν οί δαίμονες αύτοί, έπήδησαν έπάνω μου ζητώντας νά ευρουν κάποιο πταίσιμό μου, άλλά χάριτι Χριστού δέν εύρήκαν τίποτε καί έφυγαν ντροπιασμένοι φωνάζοντας: Έλησμονήσαμε νά τά γράψουμε καί άλλα ψέμματα λέγοντας, έμεῖς άναχωρή σαμε.
Τότε έπήρα θάρρος καί ερώτησα τούς άγγέλους: Πώς τά ξέρουν αύτοί οί άδικοι τά πταίσματα τοῦ κάθε άνθρώπου;
Δέν γνωρίζεις, μου λέγει ό ένας Άγγελος, ότι μετά τό βάπτισμα λαμβάνει κάθε χριστιανός ένα άγγελο μαζί του ώς φύλακα, χωρίς νά τόν βλέπη, γιά νά τόν όδηγή στό καλό καί νά γράφη όλα τά καλά του έργα; Όμοίως τόν άκολουθεῖ καί ένας διάβολος καί γράφει τίς κακές του πράξεις. Όταν λοιπόν άμαρτήση ό άνθρωπος, άμέ σως ό διάβολος πού τόν παρακολουθεί ειδοποιεί τήν τάδε πράξι πού έκανε. Έάν π.χ. έκανε κλοπή, ειδοποιεί τό τελώνιο τής κλοπής. Έάν όμως είναι περισσότερα τά καλά έργα πού έχει κάνει μία ψυχή, τότε αύτά τά παρουσιάζει ό φύλαξ άγγελος στά τελώνια καί ελευθερώνεται. Όλα αύτά γίνονται μόνο στούς ορθοδόξους, τών οποίων ό δρόμος είναι στόν Χριστό καί έχουν τό άληθινό βάπτισμα. Γιά τούς άσεβεΐς δέν κρατούν κατάστιχα, ούτε τούς μέλει, ούτε τούς άναγκάζουν στήν άμαρτία.
14) Τό τελώνιο τής μαγείας καί γοητείας
Αύτό τό τελώνιο έξετάζει τούς μάγους καί γόητες. Αύτά τά δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θηρία, ἤ φίδια, ωσάν σκύλοι, άγρια βόδια καί άλλα άγρια ζώα. Αλλά χάριτι Χριστού, μή έχοντας κάτι νά μας ειπούν καί έλέγχξουν, άναχωρήσαμε. Ανεβαίνοντας, πάλι έρώτησα τούς αγγέλους:
Μέ τί τρόπο μπορούν νά συγχωρηθούν τά άμαρτήματα τών άνθρώπων πού ζούν στόν κόσμο καί νά έξαλει φθούν άπό τά βιβλία τών έναερίων δαιμόνων;
Καί έκεῖνοι μοῦ άποκρίθηκαν: Μπορούν νά συγχωρηθοῦν καί έξαλειφθοῦν, όταν μετανοήσουν καί έξομολογηθοῦν τίς αμαρτίες τους καί εκπληρώσουν τόν κανόνα (έπιτίμιο) τοΰ Πνευματικού καί λάβουν τήν συγχώρησι. Έάν όμως κάποιος έντραπή νά έξομολογηθή τίς άμαρτίες του καί νομίση ότι τόν φθάνει μόνο ἡ άποχή άπό τήν άμαρτία καί ἡ έξομολόγησις μόνο στόν Θεό, τότε δέν συγχωρούνται οί αμαρτίες του. Διότι ό Κύριος έδωσε τήν χάρι στούς Αποστόλους Του νά λύνουν καί νά δένουν τίς άμαρτίες τών άνθρώπων καί μέσω τών άρχιε ρέων καί Πνευματικών ιερέων φυλάγεται τό Μυστήριο τής έξομολογήσεως μέχρι σήμερα. Όταν ιδούν οί δαίμονες ότι έξαλείφθηκαν οί άμαρτίες τών άνθρώπων, συγχύζονται, ταράζονται καί προσπαθούν νά τούς ρίξουν σέ άλλες μεγαλύτερες. Πολλοί όμως φοβούμενοι τόν βαρύ κανόνα τών Πνευματικών, διαμοιράζουν τά άμαρτήματά τους καί λέγουν τά μισά στόν ένα καί τά υπόλοιπα σέ άλλον. Άλλά αύτοί είναι άπατημένοι άπό τόν διάβολο, διότι αύτό δέν είναι έξομολόγησις καί μετάνοια, άλλά πονηρία. Οί άνθρωποι πρέπει νά διαλέγουν ένα Πνευματικό γιά όλη τους, ει δυνατόν, τήν ζωή καί νά μή τόν άλλάζουν χωρίς άνάγκη. Αλλιώς δέν μπορούν νά γλυτώσουν άπό τά πονηρά πνεύματα τοῦ άέρος.
15. Τό τελώνιο τής γαστριμαργίας καί πολυφαγίας
Αύτοί οί δαίμονες ήταν παχεῖς σάν τά γουρούνια, άγριοι καί περισσότερο δυνατοί άπό τούς άλλους. Όταν μάς είδαν ώρμησαν κατεπάνω μου φανερώνοντας τίς πολυφαγίες καί κρυφοφαγίες πού έκανα άπό τήν παιδική μου ήλικία καί ιδιαίτερα τίς άγιες Τεσσαρακοστές τοΰ χρόνου. Μέ κατηγοροῦσαν ότι δέν έτήρησα τίς ύποσχέ σεις πού έδωσα στό Άγιο Βάπτισμα. Ότι υποσχέθηκα νά άρνηθώ τά έργα τους καί έγώ έκανα τά θελήματα τους. Άπό τήν άλλη μεριά οί άγγελοι έμάχοντο προβάλλοντας τά καλά μου έργα καί έτσι άναχωρήσαμε άπ' αύτούς.
Τό Τελώνιο τής ειδωλολατρείας
Σύντομα φθάσαμε στό τελώνιο τής ειδωλολατρείας καί τών αιρέσεων, άλλά ούτε λέξι δέν μάς είπαν καί άμέσως άναχωρήσαμε.
Τό Τελώνιο τής άρσενοκοιτίας
Ό άρχηγός αύτών τών δαιμόνων καθόταν σέ ψηλό θρόνο, είχε στήν εξουσία του χίλια άλλα δαιμόνια καί συνεχώς άλλαζε πολλές μορφές. Άλλοτε φαινόταν ώς δράκοντας, άλλοτε ώς ποντικός, πότε ώς έξαγριωμένος αγριόχοιρος καί πότε ώς θηριόψαρο τής θαλάσσης. Τριγύρω του ήταν βρώμα καί άκαθαρσία άνυπόφορη, οί δέ ύπηρέται του έστέκοντο εξαγριωμένοι καί έτοιμοι νά μοῦ επιτεθοῦν. Βλέποντας οτι είμαι γυναίκα δέν είχαν τίποτε νά μέ κατηγορήσουν, ουτε πώς κοιμήθηκα μέ άλλη γυναίκα καί άμάρτησα. Έτσι χάριτι θεία, έλευθερωθήκαμε άπό τήν άκαθαρσία αύτή. Τότε οί άγγελοι μοῦ έλεγαν τά εξής: «Πολλές ψυχές φθάνουν έως έδώ άνεμπόδιστα άπό τά άλλα τελώνια, άλλά αύτό τό τελώνιο τής άρσενοκοιτίας τούς γκρεμίζει στόν άχαρι Άδη γιά τήν αισχρή πράξι τής άρσενοκοιτίας πού έκαναν, διότι αύτή ή άμαρτία παροργίζει τόν Θεό περισσότερο άπ' όλες τίς άλλες.
Τό Τελώνιο τών χρωματισμένων προσώπων
Αύτό τό δαιμονικό τάγμα έξετάζει τούς άνδρες καί γυναίκες πού βάζουν φτιασίδια καί στολίδια στά πρόσωπά τους μέ διαφόρους χρωματισμούς, μυρωδικά καί βαψίματα τών μαλλιών, επειδή τήν μορφή πού τούς έδωσε ό Θεός δέν τούς άρεσε καί επιθυμούν νά παρουσιάσουν τήν μορφή πού τούς άρέσει μέ δικά τους μέσα καί χρώματα. Είπαν οί δαίμονες τότε σέ έμένα: «Αύτή ή ψυχή δύο φορές έπεσε σ' αύτό τό άμάρτημα καί είναι δίκαιο νά τήν πάρουμε εμείς». Οί "Αγγελοι έδειχναν τά καλά μου έργα καί μέ πολύ κόπο καί τίς εύχές τοΰ άγίου Βασιλείου περάσαμε.
Τό Τελώνιο τής μοιχείας
Αύτό τό τελώνιο εξετάζει αύτούς πού είναι παντρεμένοι καί κάνουν άμαρτίες μέ ξένους άνδρες ή γυναίκες καί μολύνουν έτσι τό στεφάνι τους. Μαζί μέ αύτούς έξετάζει καί τούς παρά φύσι άμαρτάνοντες, άνδρες καί γυναίκες καί όλους τούς μιαρούς πού μολύνουν τά στεφάνια τους. Αλλά έγώ, έπειδή, χάριτι Θεοῦ, δέν είχα τέτοια πράγματα γιά νά μέ κατηγορήσουν, άναχωρήσαμεν γιά τό επόμενο τελώνιο.
Τό Τελώνιο τοῦ φόνου
Αύτό τό τελώνιο εξετάζει αύτούς πού έφόνευσαν καί όσους άπό θυμόν έκτύπησαν κανέναν καί νά είποῦμε μέ συντομία, ζυγίζουν κάθε άδικία. Άλλά καί άπό έκεῖ άναχωρήσαμε.
Τό Τελώνιο τής κλοπής
Αύτοί έξέταζαν όλες τίς κακές μου πράξεις τής κλοπής καί πονηρίας. Καί άπό έδώ, μέ τίς εύχές τοῦ Πνευματικοῦ μας οσίου Βασιλείου, άναχωρήσαμε.
Τό Τελώνιο τής πορνείας
Ό άρχηγός αύτής τής ομάδος φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο μέ άφρούς καί αίματα καί χαιρόταν ωσάν νά ήταν λαμπροστολισμένος μέ βασιλικό φόρεμα. Μοΰ είπαν δέ οί άγγελοι ότι αύτό έγινε άπό τίς πολλές άκαθαρ σίες καί πορνείες τών άνθρώπων. Όταν μάς είδαν, έπή δησαν έπάνω μας καί άποροῦσαν πώς περάσαμε τά άλλα τελώνια καί έφθάσαμε σ' αύτούς. "Ετσι άρχισαν νά μέ έξετάζουν λεπτομερώς. Καί όχι μόνο τά άληθινά μου έργα έλεγαν, άλλά καί πολλά ψέμματα, θέλοντας νά μέ αρπάξουν άπό τά χέρια τών άγγέλων καί νά μέ ρίξουν στόν Άδη. Οί άγγελοι τούς έλεγαν ότι όλα αύτά, πρίν άπό πολύ χρόνο τά σταμάτησε, καί μετενόησε. Εκείνοι έλεγαν:
Καί έμεῖς γνωρίζουμε ότι τά έχει παραιτήσει, άλλα μάς αγαπούσε Καί είχε τά πονηρά νοήματα στήν καρδιά της καί δέν τά έξωμολογήθηκε ποτέ στόν Πνευματικό της, ούτε έκανε κανόνα, ούτε συγχώρησι έλαβε άπό τόν Πνευματικό καί πώς αύτή έλαβε τέτοια χάρι καί λάμπει σάν τόν ήλιο;
Οι άγγελοι όμως μέ ύπερασπίζοντο καί άφοῦ μέ παρέλαβαν, προχωρούσαμε, ένώ οί δαίμονες έτριζαν τά δόντια τους, διότι ανέλπιστα άπ' αύτούς έγλύτωσα. Στήν διαδρομή μοῦ έλεγαν οί Άγγελοι: «Νά ξέρης ότι άπό αύτό τό τελώνιο λίγες ψυχές μπορούν νά περάσουν χωρίς μεγάλη ζημιά. Οί περισσότεροι άπό τούς άνθρώπους, μάλιστα έκεΐνοι πού δέν ξέρουν καί τίς Άγιες Γραφές, άπό τήν πολυφαγία καί τήν σαρκική έπιθυμία νικημένοι σ' αύτό τό τελώνιο φθάνοντας έλέγχονται φοβερά άπό τούς δαίμονες καί πέφτουν στόν σκοτεινό καί άχαρι Άδη. Έσύ όμως, μέ τήν βοήθεια τοῦ Γέροντος σου, έγλύ τωσες άπό τά χέρια καί αύτοῦ τοῦ τελωνίου· καί φόβος πλέον άπό έδώ καί έπάνω δέν υπάρχει.
23) Τό Τελώνιο τής άσπλαχνίας
Λέγοντας σέ μένα τά άνωτέρω λόγια οί Άγγελοι έφθάσαμε καί στό τελώνιο τής άσπλαχνίας καί σκληρο καρδίας, τό όποιο έξετάζει μέ μεγάλη κακία καί άκρί βεια αύτούς πού μισοῦν καί δέν εύσπλαχνίζονται τούς άλλους άνθρώπους. Ό άρχηγός του φαινόταν ότι έπασχε άπό μεγάλη άσθένεια καί δήθεν έκλαιε τόν εαυτό του, βογγοΰσε ώς άσθενής καί έκανε ύποκριτικά τά σχήματα πού κάνουν εκείνοι πού πάσχουν άπό πτωχεία, άσθένεια ἤ κάποια άλλη άνάγκη καί ζητούν έλεημοσύνη. Άλλοτε όμως έξαγριωνόταν μέ όλο του τό τάγμα. Άφοῦ μέ έξέτασαν καί δέν μέ εύρήκαν άσπλαχνη, άλλά έλεήμονα, διότι έδινα στούς πτωχούς καί ασθενείς, κατά τήν δύνα μί μου, έφαίνοντο ντροπιασμένοι, ένώ οί Άγγελοι μέ έπήραν καί άναχωρήσαμε. Καθ' όδόν μοΰ έλεγαν: «Οί περισσότεροι άνθρωποι έφύλαξαν τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν έχουν όμως εύσπλαχνία γιά τούς πάσχοντες καί πτωχούς, φθάνοντας έδώ, γκρεμίσθηκαν στόν Άδη, ένώ έπέρασαν όλα τά άλλα τελώνια».
Ανεβαίνοντας άντικρύσαμε μέ χαρά τήν πύλη τοῦ ούρανοῦ, πού ακτινοβολούσε ώς κρύσταλλο φωτεινό, ώστε δέν μπορεί ό ανθρώπινος νούς καί ό λόγος νά τήν περιγράψη καί φαντασθή. Ό θυρωρός ήταν ένας άστραπόμορφος νέος μέ ζώνη καί χρυσά μαλλιά, ό όποιος μας ύποδέχθηκε μετά χαράς, διότι μία ψυχή έφθασε, μετά άπό τόν έλεγχο τόσων πονηρών πνευμάτων, στήν πύλη τοῦ ούρανοῦ. Μπαίνοντας μέσα στόν ούρανό φθάσαμε σέ ένα τρομερό καί άκατανόητο άέρα έπί τοῦ όποιου ήταν ξαπλωμένο ένα χρυσοΰφαντο σκέπασμα. Κάτω άπ' αύτό ήταν ένα πλήθος άστραπομόρφων καί ώραιοτάτων νέων πού άκτινοβολοῦσαν ώς ό ήλιος. Όταν μάς είδαν εύφραίνοντο γιά τήν σωτηρία μου, μέ συνέχαιρον καί έψαλαν τόσο γλυκά καί μελωδικά, ώστε δέν δύναται άνθρώπινη γλώσσα νά τό διηγηθή. Έγώ γεμάτη χαρά καί άγαλλίασι προχωρούσα μέ τούς συνοδούς μου γιά νά προσκυνήσω τόν έπί φοβερού θρόνου καθήμενο Βασιλέα Ιησού Χριστό. Ανεβαίνοντας είδαμε σύννεφα, όχι όμως σάν τά συνηθισμένα, άλλά σάν άνθη πού έκατονταπλάσια ξεπερνούσαν τά έπίγεια. Μετά άπ' αύτά είδαμε νά ξεχύνεται άλλο λευκό σύννεφο πολύ φωτεινό καί κατόπιν έφάνη ένα άλλο χρυσόμορφο άπό τό όποιο έφαίνοντο νά έξέρχωνται άστραπές καί φωτιά πύρινη. Μετά προχωρήσαμε άκόμη καί είδαμε σέ άμετρο ύψος τόν θρόνο τοῦ Θεού πού άστραπτε καί έφώτιζε τά πάντα. Γύρω άπό τόν Θρόνο έστέκοντο άναρίθμητες χιλιάδες λευκοφόροι νέοι, πού φορούσαν χρυσούφαντα καί αστραφτερά ενδύματα. Τά όσα είδα έκεῖ, άδελφέ μου Γρηγόριε, δέν μπορώ νά σοῦ τά διηγηθώ, ούτε ό δικός σου νοῦς μπορεί νά τά κατανοήση.
Έφθάσαμε απέναντι άπό τόν φοβερό αύτό θρόνο τοῦ Θεού καί είδαμε θαυμαστή καί άπερίγραπτη δόξα. Τότε οί άγγελοι πού μέ ώδηγούσαν, έψαλλαν τρεις φορές δοξάζοντας μέ φόβο τόν άπερίγραπτο Θεό. "Υστερα προ σκηνήσαμε τρεις φορές τόν Τριαδικό καί μαζί μας όλο τό πλήθος τών παρισταμένων αγγέλων καί όλοι έχαίρο ντο γιά τήν σωτηρία μου.
Τότε άκουσα μία γλυκυτάτη φωνή πού έλεγε στούς συνοδούς μου Αγγέλους: «Όδηγήστε τήν ψυχή αύτή σ' όλες τίς κατοικίες του Παραδείσου καί στά καταχθόνια, καθώς κάνετε γιά όλες τίς ψυχές καί άκολούθως νά τήν άναπαύσετε στόν τόπο καί τήν κατοικία τοΰ δούλου μου Βασιλείου, διότι έκεῖ μέ παρεκάλεσε νά τήν άναπαύσω.
Άναχωρήσαντες άπό έκεῖ χαρούμενοι, έπισκεφθήκαμε πρώτα τίς κατοικίες τών Άγίων, οί όποιες ήταν άμέτρητες καί έλαμπαν όπως οί άκτῖνες τοῦ ήλιου. Όλες αύτές ήταν μέσα σ' ένα κήπο άπέραντο στό μάκρος καί στό φάρδος καί στολισμένον μέ διάφορα άνθη εύωδιαστά. Οί κατοικίες κάθε τάγματος τών Άγίων είναι ξεχωριστές, δηλαδή σ' ένα τόπο είναι οί Απόστολοι, σ' άλλο οί Προφήται, οί Μάρτυρες, οί Ίεράρχαι, οί Άσκηταί καί τοῦ καθενός ή κατοικία έχει ξεχωριστή ωραιότητα, άνάλογα μέ τά έργα τους πού έκαναν στήν γή. Όλοι λοιπόν αύτοί οί Άγιοι έβγαιναν μάς προϋπαντούσαν, μάς κατε φίλουν καί όλοι εύφραίνοντο γιά τήν σωτηρία μου.
Μπαίνοντας δέ στόν κόλπο τοΰ Αβραάμ δηλαδή τήν κατοικία του, τόν είδαμε μέ πολλή δόξα καί ούράνια εύφροσύνη. Έκεῖ ήταν καί τά παλάτια τοῦ Ισαάκ, καί Ιακώβ πού άκτινοβολοῦσαν καί έλαμπαν άπό θεϊκή χάρι. Έκεῖ άναπαύονται τά παιδιά τών χριστιανών, όσα έζησαν στόν κόσμο άναμάρτητα. Έκεῖ άνεπαύοντο σέ δώδεκα θρόνους πού έλαμπαν σάν τίς άκτῖνες τοῦ ήλίου, οί δώδεκα Πατριάρχαι, άπό τούς όποιους κατάγονται οί δώδεκα φυλές τοῦ Ισραήλ, ομοίως καί οί άϋλες ψυχές τών Άγίων. Οί ψυχές τών Άγίων έφαίνοντο ώσάν νά ήταν μέ σώματα, άλλά ήταν άδύνατο νά τίς πιάση χέρι άνθρώπου, όπως δηλαδή καί οί άκτῖνες τοῦ ήλίου πού δέν μπορείς νά τίς πιάσης.
Κατόπιν επήγαμε πρός τό δυτικό μέρος, όπου είναι οί κολάσεις στίς όποιες κατοικούν οί ψυχές τών άμαρτωλών. Είδα, παιδί μου Γρηγόριε, τίς σκοτεινές φυλακές νά είναι γεμάτες, όπως ή άμμος τής θαλάσσης άπό τίς ψυχές τών άμαρτωλών άνθρώπων άπό καταβολής κόσμου, σκεπασμένες μέ τήν μαύρη ομίχλη τοΰ θανάτου. Έκεῖ δέν άκούεται τίποτε άλλο παρά τό «ούαί καί τό άλλοίμονο», ένώ ό θρήνος καί ό όδυρμός τους δέν περιγράφεται. Κατεβαίνοντας στά σκοτεινά έκεῖνα μέρη, τά όποῖα φωτίσθηκαν μέ τήν παρουσία τών άγγέλων, μέ περιεκύκλωσε φόβος καί τρόμος. Μοῦ είπε ένας άγγελος μου: «Αύτές τις σκοτεινές κατοικίες άπέφυγες, διότι μετενόησες καί έπαυσες τήν άμαρτία καί γιά τά λίγα καλά σου έργα ἤ καλλίτερα νά ειπώ χάριν τών προσευχών τοῦ Πνευματικοῦ σου πατρός Βασιλείου».
Άφοῦ έπισκεφθήκαμε όλες τίς κατοικίες τών κολάσεων, μοΰ λέγει ό ένας άγγελος μου: «Θεοδώρα, ξέρεις ότι σήμερα κάνει τά σαράντα σου ό καλός Πνευματικός σου πατήρ Βασίλειος; Καί λέγοντας αύτά μέ άφησαν στήν πανευφρόσυνη κατοικία τού Πνευματικοῦ μου πατρός καί άνεχώρησαν. Τότε κατάλαβα ότι, μετά σαράντα ήμέρες άπό τόν θάνατο μου, έφθασα στήν κατοικία πού βλέπεις καί ή οποία δέν είναι δική μου, όπως βλέπεις, άλλά τοῦ Πατρός μας οσίου Βασιλείου, τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ. Όλα τά πνευματικά του παιδιά πού τά διδάσκει καί τά οδηγεί στήν μετάνοια κατοικούν σ' αύτή τήν λαμπρά κατοικία μαζί του.
"Ελα τώρα νά ίδής καί τά δωμάτιά μας, τά όποῖα πρό ολίγου έπισκέφθηκε καί ό Πατήρ μας Βασίλειος.
Έγώ άκολούθησα τήν κυρία Θεοδώρα καί μπήκαμε μαζί σ' ένα μεγάλο προαύλιο, τό όποιο ήταν στρωμένο μέ άκτινοβόλους καί χρυσοκέντητες πλάκες, άνάμεσα στίς όποιες ήταν φυτευμένα διάφορα δένδρα, τών οποίων ἡ ώραιότης είναι ανεκδιήγητη. Ή Θεοδώρα φορούσε ένα μεταξωτό κάτασπρο φόρεμα καί στήν κεφαλή της έφερε κόκκινο μαντήλι, ένώ άπό τό πρόσωπο της έτρεχε σάν ιδρώτας άγιο μύρο πού είχε άρρητη εύωδία. Βλέποντας πρός άνατολάς είδα θαυμαστά βασιλικά παλάτια, στά όποια μπαίνοντας μέσα είδαμε πλησίον στίς σκάλες μία θαυμαστή άπό σμάραγδο καί άλλους πολυτίμους λίθους τράπεζα, πού ήταν γεμάτη άπό ωραιότατα οπωρικά, καθώς καί μεταξωτά μαντήλια μέ ευωδέστατα άνθη. Έκεΐ σέ εξαίσιο θρόνο ήταν ό Πατήρ μας Βασίλειος καί άναπαυόταν ώς κύριος όλων. Ό θρόνος του ήταν πράσινος, άλλά θαυμαστός καί έλαμπε περισσότερο άπό τόν ήλιο καί όλοι έκεῖ έτρωγαν οπωρικά καί εύφραίνοντο.
Εκείνοι πού έτρωγαν έφαίνοντο άνθρωποι τέλειοι, δέν είχαν παχεῖς σάρκες, άλλά ήταν σάν τίς άκτῖνες τοῦ ήλίου καί τά πρόσωπά τους όμορφα καί χαριτωμένα. Επίσης δέν διακρίνοντο άνδρες καί γυναίκες. Καί όσο έτρωγαν άπό τήν ούράνια έκείνη τράπεζα τόσο καί τά εδέσματα έπλήθαιναν, έπειδή ήταν ούράνια καί πνευματικά, ετοιμασμένα άπό τόν Θεό γιά τούς έκλεκτούς δούλους Του. Μεταξύ τους συνωμιλοῦσαν μέ γλυκειά φωνή καί χαρμόσυνο χαμόγελο. Τούς κερνούσαν μερικοί νέοι ένα ροδοκόκκινο ποτό τό όποιον άστραφτε στά κρυστάλλινα ποτήρια καί όλοι έχόρταιναν άπό τήν γλυκύτητα τοΰ Αγίου Πνεύματος. Έγώ τούς έθαύμαζα άρκετή ώρα, διότι τά πρόσωπά τους έλαμπαν σάν τό δροσερό ρόδο.
Ή Θεοδώρα ευρισκομένη μπροστά μου έπλησίασε τόν άγιο Γέροντά μας καί τοΰ έμίλησε γιά μένα· αύτός δέ κοιτάζοντάς με έχαμογέλασε καί μοΰ έκανε νεῦμα νά τόν πλησιάσω. Έγώ πλησιάζοντας, τού έβαλα μετάνοια καί έζήτησα τήν εύχή του. Έκεῖνος μοῦ είπε: «Ό Θεός, παιδί μου νά σέ σπλαχνισθή καί νά σέ εύλογήση καί νά σέ καταξίωση τής Επουρανίου Αύτοΰ Βασιλείας». Καί, ένώ εύρισκόμουν γονατιστός ένώπιόν του, μέ έσήκωσε μέ τό χέρι του καί μοῦ εἶπε: «Βλέπε τήν Θεοδώρα, παιδί μου Γρηγόριε, γιά τήν όποία πολλές φορές μέ παρεκάλεσες νά μάθης τί έγινε καί ποΰ κατώκησε. Λοιπόν στό εξής ήσύχασε καί μή μέ ένοχλήσης πάλι γι' αυτήν».
Εκείνη δέ ή μακαρία καί ευλογημένη Θεοδώρα βλέποντας με μέ ιλαρό βλέμμα, μοΰ είπε: «Ό Θεός, παιδί μου Γρηγόριε, νά πληρώση τόν μισθό σου γιά τήν τόση φροντίδα σου πού είχες γιά τήν ψυχή μου καί Αύτός, σύμφωνα μέ τήν έπιθυμία σου, διά τών παρακλήσεων τοΰ αγίου Πατρός μας, νά σέ άξιώση νά έλθης έδώ, όπου τώρα μέ βλέπεις».
Ύστερα ό άγιος Βασίλειος είπε στήν Θεοδώρα: «Πήγαινε, παιδί μου, καί δεῖξε στόν Γρηγόριο τήν ωραιότητα τών δένδρων τοῦ κήπου μας». Ή Θεοδώρα μέ επήρε καί μέ ώδήγησε στά δεξιά τοῦ περιβολιοῦ, όπου είδα τήν θύρα ολόχρυση καί θαυμαστή καί τά τείχη γύρω γύρω ολόχρυσα καί υψηλά. Άνοίξαντες, μπήκαμε μέσα καί είδαμε τό περιβόλι στολισμένο μέ διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα καί πολυειδή άνθη, τών όποιων ἡ ώραιότης καί ἡ εύωδία ήταν άπερίγραπτη. Αύτά δέν έβλάπτοντο άπό τίποτε καί εύρίσκοντο πάντοτε στήν ίδια κατάστασι, διότι είναι ούράνια καί άθάνατα, καί έγώ τά έκοίταζα ώς έκστατικός. Τότε μοῦ λέγει ἡ Θεοδώρα:
Έάν, παιδί μου, σέ έκαναν αύτά εκστατικό καί έκθαμβο, τί ήθελες πάθει, έάν έβλεπες έκεῖνο τόν Παράδεισο, όπου κατά άνατολάς, έφύτευσε ό Κύριος. Επειδή αύτός μέ έκεῖνον δέν έχει καμμία σύγκρισι.
Έγώ τήν παρακαλούσα νά μοῦ δείξη έκεινα τά άνώτερα καί θαυμαστά πράγματα καί έκείνη μοῦ είπε:
Δέν είναι δυνατόν, παιδί μου, νά ίδής αύτά τά άκατανόητα μυστήρια, άφοῦ εύρίσκεσαι άκόμη στόν πρόσωρινό κόσμο. Αύτά δέ πού έδώ είδες τά άπέκτησε ό Πατήρ μας Βασίλειος, ό όποιος άπό τήν παιδική του ήλικία άγωνιζόταν μέ νηστείες, άγρυπνίες καί κακοπάθειες μέχρι τώρα στά γεράματά του γιά νά συγκατοικήση μέ όλα τά πνευματικά του παιδιά πού άγωνίσθηκαν καί έφύλαξαν τίς έντολές τοῦ Θεοῦ. Φρόντισε λοιπόν καί έσύ, έως ότου είσαι άκόμη στόν κόσμο, ν' άγωνισθής γιά νά έλθης καί έσύ έδώ νά εύφραινώμεθα μαζί μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοΰ Κυρίου μας. Διότι, μετά τήν κοινή όλων τών άνθρώπων άνάστασι καί τήν Μέλλουσα Κρίσι, θά μας χαρίση ό Κύριος άλλα άπείρως άνώτερα καί πανευφρόσυνα, καθώς λέγει καί ό Απόστολος Παύλος: «Αύτά τά όποῖα μάτι δέν τά είδε καί αύτί δέν τά άκουσε καί νοῦς άνθρώπου δέν τά διανοήθηκε, όσα ετοίμασε ό Θεός, σ' αύτούς πού Τόν άγαποῦν».
Έγώ, όταν άκουσα ότι δέν ήμουν έκεῖ μέ τό σώμα μου, άλλά μόνο μέ τήν ψυχή, απόρησα καί προσπαθούσα νά ψηλαφήσω τόν εαυτό μου νά διαπιστώσω άν έχω σάρκα καί κόκκαλα, άλλά μοῦ φαινόταν, ωσάν νά έπιανα άκτῖνα ήλίου καί τήν έσφιγγα χωρίς νά κρατώ τίποτε ἤ νά αίσθάνωμαι βάρος.
Έτσι λοιπόν μέσα στόν ύπνο μου είδα τήν μεγάλη αύτή θεωρία, έχοντας σώας τάς φρένας μου καί έθαύμαζα γιά τά όσα είδα. "Επειτα μοῦ φάνηκε ότι ήλθαμε στήν αύλή άπό τήν θύρα πού μπήκαμε, εύρήκαμε τήν τράπεζα άδειανή άπό έδέσματα καί άνθρώπους. Τότε ήλθα στόν εαυτό μου καί ελευθερώθηκα άπό έκεῖνα τά φοβερά καί πανυπερθαύμαστα πράγματα.
"Αρχισα νά έξετάζω τόν έαυτό μου καί αύτά πού τόσο καλά τυπώθηκαν στό μυαλό μου' νά είναι, έλεγα, άπό τόν Θεό ἤ τόν πονηρό; Επήγα στόν Πνευματικό μου, τόν όσιο Βασίλειο νά πάρω τήν εύλογία του καί νά τόν έρωτήσω. Όταν έπήρα τήν εύχή του, μέ ρώτησε:
Ξέρεις, παιδί μου Γρηγόριε, δτι αύτή τήν νύκτα είμασταν μαζί στήν άπόλαυσι τών αιωνίων αγαθών;
Έγώ προσποιούμενος ὅτι δέν ξέρω τίποτε τοῦ είπα: Έγώ, Γέροντα μου, ήμουν στό κελλί μου καί έκοιμώμουν αύτή τήν νύκτα.
Ναί, παιδί μου, τό γνωρίζω καί έγώ καλά, μοῦ λέγει έκεῖνος, οτι μέ τό σώμα ήσουν στό κελλί σου, άλλά μέ τό πνεῦμα καί τόν νοῦ σου περπατοΰσες σέ άλλα μέρη. Όσα λοιπόν σοῦ έδειξα αύτή τήν νύκτα μή τά νομίσης όνειρα, άλλά άληθινή θεωρία. Αύτή τήν νύκτα δέν επήγες στήν Θεοδώρα; Δέν έφθασες στήν ούράνιό μου κατοικία; Δέν έτρεχες γιά νά μέ φθάσης καί ευρέθηκες στήν μεγάλη θύρα, όπου έρχομένη ἡ Θεοδώρα σέ υποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά; Δέν σοῦ διηγήθηκε τόν έλεγχο πού δοκίμασε άπό τά έναέρια τελώνια; Δέν μπήκες στήν αύλή μέ τήν Θεοδώρα κατά τήν έντολή μου καί είδες τήν θαυμαστή τράπεζα καί τά ώραῖα κηπουρικά, τά εύώ δη άνθη καί τούς νέους πού σάς ύπηρετοῦσαν; Δέν παρουσιάσθηκες ενώπιον μου καί σοΰ έδειξα τήν Θεοδώρα γιά τήν όποία μέ παρεκάλεσες νά μάθης σέ ποιά κατάστασι εύρίσκεται; Δέν σέ ώδήγησε έκείνη μέ τήν έντολή μου στό θαυμαστό έκείνο περιβόλι καί είδες τά άνθισμέ να καί πολύμορφα δένδρα;
Ακούοντας πάλι άπό τό στόμα τοῦ Πνευματικοῦ μου όλα αύτά, έμεινα άφωνος καί λιποθύμησα. Μετά άρχισαν νά τρέχουν ποταμηδόν τά δάκρυά μου καί συλλογιζόμουν τό ϋψος τής άγιότητος καί τών θαυμάτων τοΰ άγιου Πατρός μου, ότι είναι έπίγειος άγγελος καί, ένώ μέ τό σώμα ήταν εδώ, μέ τήν ψυχή ήταν στόν ούρανό.
Ό Άγιος κατόπιν μοΰ είπε: «Έάν, παιδί μου, περάσης τήν ζωή σου σύμφωνα μέ τίς έντολές τοῦ Θεοῦ, άπο φεύγης τήν κακία καί έργάζεσαι τήν άρετή, τότε θά σέ δεχθώ έκεΐ, μετά τόν θάνατο σου, στίς αιώνιες κατοικίες πού μοῦ έχάρισε ό Κύριος γιά τήν πολλή Του αγαθότητα. Έγώ πρόκειται σέ λίγο καιρό νά αναχωρήσω άπ' αύτό τόν μάταιο κόσμο, καί έσύ θά μέ άκολουθήσης μέ ενάρετη ζωή καί καλά έργα, καθώς ό Κύριος μοΰ άποκά λυψε.
Πρόσεχε, παιδί μου, νά μή έξέλθουν τίποτε άπ' αύτά, πού είδες, άπό τό στόμα σου, όσο καιρό έγώ θά εύρίσκω μαι σ' αύτόν τόν κόσμο. Μετά τόν θάνατο μου πού θά γράψης τόν ταπεινό μου βίο καί τά έργα μου, νά τά γρά ψης καί αύτά γιά νά ώφεληθοΰν οί άνθρωποι.
Καί λέγοντας αύτά ό σεβαστός μου Γέροντας, μέ διέταξε νά πάω στό σπίτι μου καί νά φροντίσω γιά τήν σωτηρία τής ψυχής μου.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου