Πέρασε καιρός πολύς, καί ὁ κύριος
τοῦ σπιτιοῦ τέλος κάποτε γύρισε. Φώναξε λοιπόν τότε τούς δούλους γιά νά
τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμό, τί ἔκαναν μέ τήν περιουσία πού τούς
ἐμπιστεύθηκε.
Ἦρθε ὁ πρῶτος μέ χαρά καί τοῦ εἶπε:
- Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες. Κοίτα, ἄλλα πέντε κέρδισα μέ τήν ἐργασία μου.
- Μπράβο σου καλέ μου καί πιστέ δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Πάρε τώρα
τήν ἀμοιβή σου, πολλαπλάσια ἀπό τόν κόπο σου. Μπές μέσα στή χαρά τοῦ
Κυρίου σου, στήν εὐτυχία καί την μακαριότητα, στόν Παράδεισο πού
ἑτοίμασα γιά σένα.
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν δεύτερο. Δύο εἶχε πάρει, ἀλλά καί ἄλλα δύο κέρδισε, ἴδια ἀμοιβή κι αὐτός : Παράδεισο!
Ἦρθε καί ὁ τρίτος:
- Κύριε, ἤξερα ἐγώ καί τό ἔλεγα πάντα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός.
Θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἀπό αὐτά πού δέν σκόρπισες.
Φοβήθηκα λοιπόν καί ἔφυγα καί πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου μέσα στό
χῶμα. Νά, πάρ’ το.
-Πονηρέ καί τεμπέλη δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος,
ἤξερες λοιπόν ὅτι εἶμαι τέτοιος πού λές. Καί γιατί δέν πήγαινες σέ μία
τράπεζα νά καταθέσεις τό τάλαντο σου, ὥστε νά προσαυξήσει μέ τόν τόκο
του τήν ἀξία του; γιατί τό ἀχρήστευσες μέσα στό χῶμα; πάρε το-
ἀπευθύνθηκε σέ ἄλλους – καί δῶσε το σέ ἐκεῖνον πού ἔχει δέκα. Ἄχρηστος
δοῦλος ἀποδείχθηκε αὐτός, ὁ ἴδιος ἀχρήστευσε τόν ἑαυτό του, δέν τοῦ
ἀνήκει λοιπόν, τίποτε.
«Ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντον σου ἐν τῇ γῇ».
Ἀδελφέ μου χριστιανέ, πρόσεξε πῶς μέ αὐτή τή φράση ὁ ἴδιος ὁ πονηρός
δοῦλος καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Εἶναι σάν νά λέει: «Γιά μένα πιά ἡ ζωή
δέν ἔχει ἀξία. Ὅλα γύρω μου καί μέσα μου βαρετά καί τά ἀνιερά. Καμιά
ὄρεξη γιά δράση, γιά προσφορά, γιά χαρά».
Δέν εἶδε τό τάλαντο - τό
χάρισμα πού φιλάνθρωπα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἀσχολήθηκε μέ τά χαρίσματα τοῦ
διπλανοῦ του ζηλόφθονα; Γιατί δέν θέλησε νά τό ἀξιοποιήσει τό ταλέντο
του; Τί τόν ἐμπόδισε; Φοβήθηκε ἄραγε μήν χάσει κάτι; Μά, ξέχασε ὅτι
γυμνός γεννήθηκε; Γιατί πάγωσε καί ἔσφιξε τά χείλη του πρός τόν ἀδελφό
του, γιατί σφίχτηκε γροθιά τό χέρι του μήν τυχόν καί βοηθήσει καί γιατί
στήλωσε τά πόδια του μήν τυχόν καί τρέξουν στήν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου
του; Καί τί κατάφερε; Θάφτηκε μαζί μέ τό τάλαντο του. Αὐτό τελικά
κατάφερε. Τί κρίμα!
Ἡ παραβολή αὐτή ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς φανερώνει δύο ἀδιαμφισβήτητα πράγματα:
- Πρῶτον, πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ταλέντα, δηλαδή χαρίσματα καί αὐτά μᾶς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό.
- Καί δεύτερον, ὅτι μᾶς δόθηκαν ἀκριβῶς γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε μέ ζῆλο
καί ὄρεξη καί προθυμία, χωρίς συγκρίσεις καί «ξεσυνερισιές».
Ἀσφαλῶς καί γνωρίζουμε ποιός βγαίνει κερδισμένος ἀπό αὐτή τήν κατά Θεόν
καλλιέργεια τῶν χαρισμάτων. Μήπως ὁ Θεός; Ὄχι, βέβαια αὐτός εἶναι τά
πάντα, αὐτός εἶναι ὁ Δωρεοδότης. Ἐσύ καί ἐγώ, ἀδελφέ μου, εἴμαστε διπλά
κερδισμένοι ἀπό αὐτή τήν ἀξιοποίηση. Ἐσύ καί ἐγώ καί οἱ συνάνθρωποι μας,
στά πρόσωπα τῶν ὁποίων διακρίνουμε τό ἱλαρό καί ἀγαθό πρόσωπο τοῦ
Κυρίου μας. Καί ὅταν ἔρθει ὁ εὐλογημένος καιρός τοῦ καθενός μας, πού θά
ἔρθει ὁ καιρός αὐτός, τότε θά δώσει ὁ Παντέλειος καί Φιλανθρωπότατος
Θεός νά ἀκούσουμε καί μεῖς τό: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ....εἴσελθε εἰς
τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου». Ἀμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας