“ρίψας τά ἀργύρια ἐν τῶ ναῶ... ἀπήγξατο”
Ματ. 27,5
Ο Άγγλος οικονομολόγος και χρηματιστής Σερ Τόμας Γκρέσαμ, (1519-1579), διετύπωσε μία αρχή, βάσει της οποίας διέπεται “το διμεταλλικό σύστημα”. Για να καταστούμε πιο σαφείς, όταν χρησιμοποιούνται δύο ειδών νομίσματα ως μέσο ανταλλαγής ταυτοχρόνως, όπως ο χρυσός και ο άργυρος, “το κακό νόμισμα εκδιώκει το καλό” ή “το ευτελές νόμισμα, εξαφανίζει από την κυκλοφορία το υγιές τοιούτο”.
Κάπως έτσι, τα μέσα του 18ου αιώνα, “κακό νόμισμα” εθεωρείτο ο χρυσός, υποτιμηθείς ως μέταλλο μετά την ανακάλυψη των χρυσορυχείων της Καλιφόρνιας (1847) και της Αυστραλίας (1851), ενώ αντιθέτως, από το 1876 υποτίμηση ενεφάνισε ο άργυρος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτές, το κοινό απέκρυπτε “το καλό” νόμισμα και επεδίωκε να απαλλαγεί από το “κακό” νόμισμα, το οποίο κυκλοφορούσε στην αγορά.
Συν τοις άλλοις, το μέταλλο του “καλού” νομίσματος, μετατρεπόμενο σε ράβδους, εξασφάλιζε την αγορά ή πώλησή του με το “κακό” νόμισμα. Επιπροσθέτως, οι προμηθευτές του εξωτερικού, απαιτούσαν την πληρωμή τους σε “καλό” νόμισμα, το οποίο όμως εξαγόμενο, εξαφανιζόταν πλέον από τις αγορές των χωρών, που ενεργούσαν εισαγωγές.
Την πρότερη νομισματική αντιπαλότητα, την γνωρίσαμε οι παλιότεροι σε έντονη μορφή, όταν σαν χώρα κατείχαμε το εθνικό μας νόμισμα, την δραχμή και βάσει αυτής προβαίναμε σε συναλλαγές με τους ποικίλους εταίρους μας. Διατηρείται νωπή ακόμη στη μνήμη μας, η άγρια πολεμική που αντιμετώπιζε το νόμισμά μας, ειδικά από τον ισχυρό αντίπαλο, το δολλάριο.
Πάμπολλοι εκείνο τον καιρό, πλούσιοι και λοιποί προνομιούχοι, επεδίωκαν να αποταμιεύουν σε δολλάριο, καθότι το θεωρούσαν “καλό” νόμισμα και καθότι τελούσε η κινητήριος δύναμη της υπερδύναμης των Η.Π.Α. Έφθασε όμως κάποια στιγμή που οι κυβερνήτες του οικονομικού τιτανικού, μας ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε το εθνικό νόμισμά μας και να μεταφερθούμε με διασωστικές λέμβους στο λιμάνι του ευρώ, πλέοντες έκτοτε σε πελάγη γαλήνης και ασφαλείας. Προφανώς είχε αρχίσει η κατάργηση του πολυγαμικού νομισματικού θεσμού και ο ελιμενισμός μας στη μονογαμική βάση του ευρώ. Διεκήρυσσαν τότε περισσώς οι ντελάληδες της ελληνικής κλεφτουριάς, ότι ευτυχώς, σώθηκε η χώρα μας τελευταία στιγμή και ως ευγνώμονες οι τοιούτοι, έκλιναν γόνυ τιμής στους πρωτεργάτες αυτού του ηρωικού έπους, προσφέροντες παράλληλα δώρα εγκωμίων από τηλεοράσεως και λοιπού, καλώς αμειβομένου, τύπου.
Το “χαλκείον ειδήσεων”, εκείνο τον καιρό, είχε επιδοθεί επίμονα στην “κατασκευή” ειδήσεων και πληροφοριών, επί πλαστών θεμάτων, προς εξυπηρέτηση κατά το πλείστον, αθεμίτων και ανηθίκων σκοπών, που αποκαλύπτονται στα χρόνια μας, κατά το συμφέρον του “κατασκευαστού”. Του ευρώ – εισαγωγέως.
Έκτοτε όλα μετριούνταν με την αξία αυτού του υπερχρήματος, ώσπου κάποια στιγμή άρχισαν και οι κλυδωνισμοί στο σκάφος του εν λόγω νομίσματος και η πρότερη γαλήνη αντικατεστάθη με την θαλασσοταραχή του ωκεάνειου πληθωρισμού. Μέχρις εδώ κράτησε η αξία και η περαιτέρω ισχύς του κραταιού νομίσματος, της γηραιάς ηπείρου, της πάλαι ποτέ και αυτής κραταιάς. Είναι όμως κανόνας της ζωής, πάντοτε η ακμή να παραχωρεί την θέση της στην παρακμή, γιατί όλα τελικώς γηράσκουν αργά ή γρήγορα. Γιατί “πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται... καί ἀλλαγήσονται‧ σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν” (Ψαλ. 101,27-28).
Όμως ένα εύλογο ερώτημα αναδύεται από το βάθος της σώφρονος σκέψης. Ποιοί είναι αυτοί που προξενούν τις οικονομικές θαλασσοταραχές, καταποντίζοντες τα έθνη οικονομικά; Ποιοί είναι αυτοί που υποκρύπτονται επιμελώς εντός του δουρείου ίππου των χρηματιστηρίων και λοιπών τραπεζών και, όταν κρίνουν κατάλληλη τη στιγμή, ξεπηδούν εκτός αυτού και με την χρήση των φονικών όπλων των ποικίλων κράχ και τεχνητών πτωχεύσεων, εξανδραποδίζουν ολόκληρα έθνη; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη. Είναι οι άρχοντες των λαών, οι μεγιστάνες της υδρογείου σφαίρας, που πάλι εντέχνως πριν χρόνια περισυνέλεξαν τον διάσπαρτο χρυσό, στα ματωμένα χέρια τους, αφήνοντες ψυχία σε κάποιους φανατικούς συλλέκτες και τώρα μέσω αυτού του ανεμομαζώματος, διαολοσκορπίζουν την οικουμένη. Μάλλον την οδηγούν στο κέντρο της γης, όπου βρίσκεται ενθρονισμένος ο Αντίχριστος.
Όμως ας παρέλθουμε την νομισματική αναφορά μας, χωρίς όμως να λησμονήσουμε τον νόμο του Γκρέσαμ, σαν ευρύτερη αρχή. Γιατί έχοντες υπ' όψιν μας τον εν λόγω εμπνευστή και ανοίγοντες πανιά για τον ωκεανό του πλουσιοτάτου ιστορικού παρελθόντος, θα ανακαλύψουμε ξαφνικά, ότι πριν τον σύγχρονο Γκρέσαμ, υπήρξαν έτεροι πρωτότυποι “χρηματιστές”, που την νομισματική σύγκριση την έκαναν χρήση, για να καταστήσουν παραστατική, σαφή και κοινωνικά αποδεκτή μία άλλη αναμέτρηση και έναν έτερο ανταγωνισμό. Αυτόν, των χρηστών ανθρώπων έναντι των φαύλων.
Έτσι, αν αναγνώσουμε τους “Βατράχους” του Αριστοφάνη και συγκεκριμένα στους στίχους 717–735, θα αντικρύσουμε τον εν λόγω κωμικό να παραλληλίζει τους χρηστούς και ικανούς πολίτες προς το “καλό” νόμισμα, τους δε αναξίους και φαύλους προς το κίβδηλο. Όπως λοιπόν το “κακό” νόμισμα εκδιώκει το “καλό” από την αγορά, έτσι και οι ικανοί και ενάρετοι πολίτες δεν χρησιμοποιούνται στη διοίκηση και διαχείριση των κοινών, απομακρυνόμενοι και διωκόμενοι, οπότε επικρατούν οι κακοί. Συνεχίζοντας, αναφέρεται σε ένα ιστορικό συμβάν. Η πατρίδα μας έπαθε τα ίδια με τους καλούς και τιμίους πολίτες, ό,τι και με το αρχαίο νόμισμα και το νεοκομμένο. Αναφερόμενος στο τελευταίο, θυμίζει το εξής περιστατικό. Έχοντες ανάγκη χρημάτων οι Αθηναίοι, έλαβαν από την Ακρόπολη τις “Χρυσές Νίκες” και τις ανέλυσαν επειδή όμως ο χρυσός δεν επήρκεσε, ανέμειξαν αυτόν με τον χαλκό και έτσι τα κατασκευασθέντα νομίσματα ονομάσθηκαν κίβδηλα. “Του πονηρού κόμματος”!
Κάπως έτσι επανερχόμενος στο θέμα ο Αριστοφάνης λέγει. Δεν μεταχειριζόμαστε τα παλιά νομίσματα αν και δεν είναι κίβδηλα, αλλά πάντων καλύτερα και ορθώς κομμένα, αλλά κάνουμε χρήση αυτά τα κίβδηλα, τα οποία κόπηκαν πριν από λίγο και όπως προαναφέραμε.
Έτσι λοιπόν και από τους πολίτες, όσους γνωρίζομε ως ευγενείς και σώφρονες και δικαίους και καλούς και τιμίους και ανατραφέντες σε παλαίστρες και χορούς και μουσική, τους βρίζομε και χρησιμοποιούμε τους κίβδηλους, τους ξένους, τους δούλους και τους κακούς, που η πατρίδα δεν θα τους χρησιμοποιούσε, ούτε ως “καθάρματα”‧ δηλαδή ως φονευομένους για την κοινή σωτηρία‧ για καθαρμό.
Είναι καιρός όμως, να έλθουμε να εξετάσουμε, τι επιτάσσει ο σύγχρονος “διμεταλλισμός” στην έδρα του πνευματικού χρηματιστηρίου, την Ορθόδοξη Ελλάδα. Όμως πριν επιδοθούμε στην εν λόγω έρευνα, ας θυμηθούμε ότι οι μάγοι πλην των ετέρων δώρων, ως πρώτο, προσέφεραν στον νεογέννητο Χριστό, χρυσό, προς αναγνώριση του βασιλικού αξιώματός του. Ειδικά από εκείνη την στιγμή ο χρυσός υπερεκτιμήθη και έκτοτε υπαγορεύει τις ευγενείς δοσοληψίες και τις εκλεκτές συναλλαγές, διασφαλίζοντας την πρώτη θέση στο χρηματιστήριο του μοναδικού τραπεζίτου των αιώνων, του Θεού.
Όμως ένας έτερος “μάγος”, προτίμησε την προσφορά του αισχρού φιλήματος με αμοιβή τα 30 αργύρια. Η συνέχεια γνωστή. Η κατάληψη του σταυρού αριστερά του Χριστού με ένα αποτρόπαιο τέλος‧ αυτό της αγχόνης και της εκχύσεως των σπλάχνων στο λιθόστρωτο της μαύρης αγοράς της αμαρτίας και του ειδεχθούς εγκλήματος.
Ύστερα από την πρότερη ιδιάζουσα αναφορά μας στο “καλό” και στο “κακό” νόμισμα και ευρισκόμενοι παράλληλα στην εκκίνηση της έρευνάς μας, προβάλλει επιτακτικά ένα ερώτημα. Ο άργυρος του Ιούδα, προβλημάτισε ή περαιτέρω συνέτισε τους επίδοξους θηρευτές του; Μάλλον όχι. Γιατί τα αργύρια ασκούν μία μυστηριώδη έλξη. Το μεταλλικό τους άκουσμα, αν και δεν είναι κουδουνιστό όπως του χρυσού, και πάλι αφυπνίζει αυτούς που τα ονειρεύονται, καλώντας τους κοντά τους, με στόχο να τους προσφέρουν ιδιόρρυθμη θέρμανση. Μέσω αυτών θα επιτευχθεί το “ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου” (Λουκ. 12,91). Κάπως έτσι, οι εν λόγω δούλοι, τελούν καθηλωμένοι εναγωνίως στην αίθουσα αναμονής της κοινωνίας, με στόχο να τα “χουφτώσουν”.
Όλα τα “καθάρματα”, οι ακαθαρσίες, τα αποπλύματα, οι ανάξιοι και οι τιποτένιοι, τα απορρίμματα της κοινωνίας και τα λοιπά αποβράσματα, στο κυνήγι του αργύρου με όνειρο να τα “κονομήσουν” και μέσω αυτών να προβληθούν και μετέπειτα να επιβληθούν στους φτωχούς και αδυνάτους. Το κίβδηλο νόμισμα, μοναδικός επιβήτορας στη ράχη της φιλοχρήματης ζωώδους κοινωνίας, έχοντας αναγκάσει σε απόκρυψη το υγιές νόμισμα. Τους χρυσούς πολίτες.
Όμως ο χρυσός, αν και κρυμμένος, δεν χάνει την αξία του. Πρέπει πολλές φορές μάλιστα να τελεί σε απόκρυψη, για να διαφυλάσσεται από τους επικίνδυνους χρυσοθήρες και αρχαιοκάπηλους. Όσο δε απωθείται περαιτέρω από το πληθωριστικό κατακάθι των αργυρώνητων, τόσο πιο πολύ παραμένει στην παρατεταμένη πύρωση των χρυσούχων κραμάτων, οπότε επιτυγχάνεται και ο καλύτερος αποχωρισμός του από τα λοιπά μέταλλα, που εναπέμειναν κολλημένα πάνω του, τα οποία τελικώς μεταβάλλονται σε σκουριά. Η αρχαία λέξη σκωρία αντιστοιχούσε στα περιττώματα.
Κάπως έτσι στις μέρες μας, το κατακάθι του γραικύλου αργύρου, του πληθωριστικού νομίσματος της νεοποχήτικης κοινωνίας των πουλημένων και των ανωμάλων στοιχείων, έχει εξαπολύσει διωγμό απηνή κατά του καθαρόαιμου Έλληνα. Του πνευματικού “χρυσορρόα”. Της σοφίας της ίδιας!
Ας αφήσουμε όμως τον ποιητή να εκφρασθεί με τον δικό του τρόπο, έναντι στην εν λόγω δίωξη.
Χρόνια με χτυπάτε, χρόνια στέκομαι.
Χρόνια με πουλάτε και τ’ ανέχομαι.
Χρόνια ο σκοπός σας, ν’ αφανιστώ,
Έλληνας χαμένος, πρόγραμμα βατό·
Έλληνας θαμμένος, γη χωρίς Θεό.
Μα εγώ είμαι Έλληνας, δεν θα πεθάνω.
Υπήρξα άρχοντας στον κόσμο επάνω.
Είμαι αυτός που σου χει μάθει,
το αλφαβητάριο, μη κάνεις λάθη.
Εγώ σε γέννησα, σ’ έχω αναθρέψει
κι ότι δικό σου, μου το ‘χεις κλέψει.
Μα εγώ είμαι Έλληνας, πάντα αντάρτης
άνθρωπος δίκαιος και δημοκράτης.
Τώρα ζητιανεύω κι η ψυχή σου χαίρεται.
Τώρα ξεπουλιέμαι, μα ποιος Θεός το δέχεται.
Τώρα μου ζητάτε το υπάρχον μου,
ως κι την ψυχή μου, που ‘χω πάνω μου.
Δε θα μου τα πάρεις, ούτε από τον τάφο μου
Μα εγώ είμαι Έλληνας ευλογημένος
σ’ επαναστάσεις αναθρεμμένος.
Έχω παλέψει, έχω νικήσει,
θεριά ανήμερα, έχω λυγίσει.
Δεν κάνω πίσω, θα πολεμήσω,
και τους ρουφιάνους θα τους διαλύσω.
Αυτούς Ελλάδα μου, που χρόνια τώρα
τον δρόμο σου άνοιξαν στη κατηφόρα
Τον “χρυσό”, τον κρατάει καλά φυλαγμένο ο Θεός στην τράπεζά του, για να τον “σκορπίσει” πλουσιοπάροχα στην κοινωνία, όταν χρειασθεί.
Στην εποχή των επτά ισχνών αγελάδων!
Τότε πλέον άρχεται “ὁ χρυσοῦς αἰών” του “καλού” νομίσματος. Της παλαιάς κοπής. Οπότε τα “πονηρά κόμματα”, ήτοι τα φαύλα χαράγματα βαίνουν προς απόσυρση, κατ' εντολή του θεϊκού νομισματοκοπείου.