Γράφει ἡ κα Δήμητρα Δελημιχάλη – Γεωργιάδη, Συγγραφεύς
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια ἁγιάζονται τὰ νερά, ἔτσι τὴν παραμονὴ νήστευαν, οὔτε λάδι δὲν ἔτρωγαν, γιὰ νὰ πιοῦν ἁγιασμὸ μετὰ τὴ θεία Λειτουργία. Ὅσοι πήγαιναν στὴν ἐκκλησία ἔπιναν ἐπιτόπου. Ἡ μητέρα γέμιζε ἕνα μπουκαλάκι νὰ τὸ πάει στὸ σπίτι, γιὰ νὰ πιεῖ κάποιος ποὺ τυχὸν δὲν μποροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία, τὸν ὑπόλοιπο ἁγιασμὸ τὸν ἔριχνε στὶς τέσσερις γωνίες τοῦ σπιτιοῦ, προσέχοντας νὰ μὴ πέσει κάτω καὶ τὸν πατήσει κανείς· ἐπίσης κρατοῦσε λίγο γιὰ τοὺς ἀρρώστους ποὺ τυχὸν θὰ εἶχαν ἐκεῖνο τὸν χρόνο.
Μὲ αὐτὸ τὸ θαυματουργὸ νερὸ θὰ ἁγιάσουν τὰ ἀμπέλια, τὰ χωράφια καὶ τὰ ζωντανά. Θὰ πιεῖ ἀπὸ τρεῖς γουλιὲς ὁ καθένας καὶ θὰ φυλάξουν κάμποσο στὸ εἰκονοστάσι. Σίγουρα θὰ χρειαστεῖ. Θὰ τοὺς φυλάξει τὴν ὥρα τὴν κακή, θὰ μπεῖ στὰ θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ, στὸ ἑφτάζυμο, στὸ προζύμι τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπίανε τὴν πρώτη φορὰ ἔπαιρνε σὰν δῶρο ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἕνα χρυσὸ σταυρό, τὸν ὁποῖο τοῦ κρεμοῦσε ὁ παπὰς στὸ λαιμό.
Τούτη τὴν ἡμέρα οἱ πόρτες ὅλες μένουν ἀνοιχτές. Περιμένουν τὸν παπὰ νὰ ἁγιάσει τὰ σπιτικά, νὰ ψάλει τὸ «ἐν Ἰορδάνῃ…» καὶ νὰ ραντίσει μὲ τὸ ἁγιασμένο νερὸ κάθε γωνιά. Παπάς, καντηλανάφτης καὶ παπαδοπαίδι θὰ γυρίσουν ὅλη τὴν ἐνορία, πόρτα -πόρτα, καὶ τὰ μπαξίσια ποὺ θὰ πέσουν στὸ μπαρκάτσι θὰ εἶναι πλούσια. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὅλη ἡ οἰκογένεια θὰ παραταχτεῖ μὲ σειρὰ ἡλικίας ὁ καθένας θὰ σταυροκοπηθεῖ, θὰ φιλήσει τὸν Σταυρὸ καὶ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ κι ἐκεῖνος μὲ τὴν ἁγιαστούρα, ποὺ ’ναι ἕνα κλαδὶ βασιλικοῦ ἢ δεντρολίβανου, θὰ ράνει τὰ κεφάλια καὶ θὰ βρέξει τὰ μέτωπα. Εἶναι στιγμὲς ἱερές, φωτισμένες ἀπὸ εὐλάβεια. Ἐκείνη τὴν μέρα ἀπὸ κάθε πόρτα καὶ παράθυρο ἀκούγονται γλυκὲς ψαλμῳδίες, τροπάρια καὶ κάλαντα. Τὰ παλιὰ χρόνια ἦταν ἀπαραίτητο ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας νὰ πάει σ’ ὅλα τὰ σπίτια. Μέχρι τὸ βράδυ ἐρχόταν καὶ μουζικάντηδες νὰ ποῦν μὲ τὴ σειρά τους, τὰ καλημέρια τῶν Φώτων, ἔπαιρναν κι αὐτοὶ μία φέτα ἀπ’ τὸ σταυρόψωμο καὶ χρήματα. Μὲ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια εἴχαμε καὶ τὸ κλείσιμο τοῦ δωδεκαημέρου.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία κι ὕστερα θὰ ξεχυθεῖ ὅλη ἡ Ρωμιοσύνη πρὸς τὸ γιαλὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ ρίξουν τὸν Σταυρό. Ὀμορφιὰ καὶ μεγαλεῖο ἔχει φορτωθεῖ ὅλη ἡ πολιτεία. Ὅλοι οἱ παπάδες τῆς χώρας θὰ κατέβουν στὸ γιαλό. Μπροστὰ ὁ Σταυρὸς καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα, ξοπίσω θ’ ἀκολουθεῖ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης, ποὺ κι οἱ Τοῦρκοι σὰν τὴν ἀντικρύζουν φέρνουν τὸ χέρι στὴν καρδιά. Τὴν φοβοῦνται, τὴν σέβονται καὶ τὴν πιστεύουν, γι’ αὐτὸ κάθε χρόνο τὸν Αὔγουστο ἔρχονται στὴ χάρη της μὲ μία καντήλα στὰ χέρια καὶ τῆς ζητοῦν βοήθεα.
Θὰ γεμίσει ὁ ἀγέρας μὲ βυζαντινὲς ψαλμῳδίες καὶ μοσχομυρισμένα θυμιάματα, ἡ πάντα γαληνεμένη θάλασσα μὲ καΐκια καὶ βάρκες ποὺ θ’ ἀρχίσουν νὰ ἀλλάζουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο τὴν ὥρα ποὺ ὁ Σταυρὸς θὰ πέφτει στὴ θάλασσα. Τότε εἶναι ποὺ θὰ γίνει χαλασμός· βουτηχτάδες ποὺ περιμένουν πάνω στὰ πλεούμενα θὰ πέσουν μέσα στὰ παγωμένα νερὰ καὶ θὰ βουτήξουν ξανὰ καὶ ξανά, σωστὰ δελφίνια, γιὰ νὰ βροῦν τὸ τιμημένο σύμβολο τῆς πίστης μας. Τυχερὸς θὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ προκάμει νὰ τὸν πάρει ἀπὸ τὸ βυθό, μὰ κι εὐλογία γιὰ ὅσους θὰ πέσουν μέσα στὰ κρύα νερὰ γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπό.
Σὰν βγάλουν τὸ Σταυρὸ στὴν ἐπιφάνεια θὰ τὸν πάρει ὁ παπὰς θὰ τὸν βάλει σὲ ἀσημένιο δίσκο καὶ θὰ τὸν παραδώσει στὰ παλικάρια ποὺ ἔπεσαν στὴ θάλασσα. Ἐκεῖνα, μὲ τὸ ἁρμυρὸ νερὸ ἀκόμα στὸ κορμί, θὰ τὸν γυρίσουν σ’ ὅλη τὴν πολιτεία-σπίτια καὶ καφενέδες-καὶ θὰ μαζέψουν πλούσια μπαξίσια. Ὅλοι θὰ δώσουν ἁπλόχερα, γιατί ξέρουν πὼς εἶναι γιὰ ἱερὸ σκοπό. Θὰ τὰ παραδώσουν στὴ σχολικὴ ἐπιτροπὴ καὶ εἶναι βέβαιο, ὅτι θὰ πιάσουν τόπο.
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο της
«ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!! 1922-2022»