Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
A΄. Ὅτι εἶναι πολλαὶ εἰς τὴν ποσότητα.
Συλλογίσου τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποσότητα τῶν τιμωριῶν ὅπου εὐρίσκονται εἰς τὸν ᾅδην ἀπὸ τὰς ὁποίας πάσχει ἡ ψυχὴ ἑνὸς κολασμένου διότι ἐκεῖ ἔχουν νά συναχθοῦν ὅλαι ὁμοῦ αἱ δυστυχίαι καὶ τὰ κακά· «συνάξω εἰς αὐτοὺς κακά» (Δευτερονόμ. λβ’. 23). Όθεν καὶ κάθε λογῆς πόνος καὶ κάθε ἀνάγκη θέλει ἔχει ἄδειαν νὰ τιμωρῇ ἐκεῖνον τὸν ταλαίπωρον ὅπου καταδικασθῇ ἐκεῖ, ὡς λέγει ὁ Ἰώβ, «πάσα ἀνάγκη ἐπ’ αὐτὸν ἐπελεύσεται» (κ’. 22).
(ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ)
Όλαι αἱ ἐξωτερικαὶ αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ὅπου ἐστάθησαν ὄργανα τῆς ψυχῆς εἰς τὸ νὰ ἁμαρτάνῃ, τότε θέλουν γίνει ὄργανα εἰς τὸ νὰ τὴν θλίβουν καὶ νὰ τὴν κολάζουν, ὡς λέγει ὁ Σολομὼν «δι’ ὦν τὶς ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται» (Σοφ. ια’. 17). Καὶ ἡ μὲν ὅρασις ἀντὶ διὰ τὰς ἀσμένους θεωρίας τοῦ κόσμου θέλει παιδεύει τὴν ψυχὴν μὲ τὰς τρομακτικὰς θεωρίας τῶν ἀγρίων δαιμόνων καὶ τῶν κολασμένων· ἡ δὲ ἀκοή, διὰ τὰ ἀπρεπῆ καὶ αἰσχρὰ λόγια ὅπου ἤκουσεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν θέλει ἀκούει ἄλλο παρὰ θρήνους καὶ ἀναστεναγμοὺς καὶ κατάρας· ἡ ὄσφρησις ἀντὶ διὰ τὰς μυρωδίας ὅπου εἶχεν ἐδῶ, θέλει ὀσφραίνεται ἐκεῖ ὅλο δυσωδίας καὶ βρώμας καὶ καθεξῆς αἱ ἂλλαι αἰσθήσεις.
(ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ)
Αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὡς πλέον εὐγενέστεραι καὶ λεπτότεραι θέλουν λαμβάνει καὶ πλέον μεγαλύτερα βάσανα· ἡ φαντασία θέλει κυματίζει πάντοτε εἰς ἕνα πέλαγος λύπης· ἡ μνήμη θέλει θλίβεται πάντοτε ἐνθυμουμένη τὸν χρυσὸν καιρὸν ὅπου ἄφησε καὶ ἐπέρασεν εἰς τὰ μάταια, ὁ νοῦς δὲν θέλει ἠμπορεῖ νὰ δίδεται εἰς ἄλλην θεωρίαν, παρὰ εἰς τὸ νὰ στοχάζεται τὴν ἀθλιότητά του· ἡ θέλησις ἔχει νὰ λυσσᾷ πάντοτε ἀπὸ μῖσος καὶ καταφρόνησιν ἐναντίον τῶν δαιμόνων ὅπου τῆς δίδουν τὴν τιμωρίαν, καὶ ὅπου τὴν ἐπλάνησαν· ἐναντίον τῶν κτισμάτων ὅπου ἐσυνήργησαν εἰς τὸ νὰ ἁμαρτήσῃ καὶ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της ὅπου ἥμαρτεν.
(ΘΑ ΔΙΑΙΡΕΘΕΙ Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΙΕΙ ΑΙΩΝΙΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ)
Καὶ διὰ νὰ ἀφήσω ὅλα τὰ ἄλλα εἴδη τῆς κολάσεως, τὸν τάρταρον,τὸν κλαυθμόν, τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων, τὸν σκώληκα τὸν ἀτελεύτητον, τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ τὰ λοιπά, μόνον τὸ πῦρ θέλει εἶναι ἀρκετὸν διὰ νὰ προξενῇ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς μίαν ἄπειρον κόλασιν· ἐπειδὴ τὸ πῦρ ἐκεῖνο θέλει ἔχει μίαν ὑπερβολικὴν δύναμιν, διὰ νὰ καίῃ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἐκείνων τῶν ἀθλίων ἁμαρτωλῶν, μὲ τόσην καυστικὴν ἐνέργειαν, ὅπου ἂν ἤθελε πέσῃ εἰς τὸ πῦρ ἐκεῖνο ἕνα βουνόν, ἤθελεν ἀναλύσει εἰς μίαν στιγμὴν μέσα εἰς ἐκείνας τὰς φλόγας ὡσὰν κερί, καθὼς εἶναι γεγραμμένον «πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως ᾅδου κατωτάτου, φλέξει θεμέλια ὀρέων». (Δευτερονόμ. λβ’. 22). Ω, ἀλλοίμονον εἰς ἔμε! καὶ τὶς θέλει δυνηθῆ νὰ κατοικῇ μέσα εἰς τοιοῦτον πῦρ, ὅπου ἔχει νὰ τὸν κατατρώγῃ παντοτεινά; «πῦρ κατέδεται ὑμᾶς (Ἡσ. λγ’. 11) καὶ πῦρ ὅπου ἔχει νὰ εἶναι πάντοτε ζοφῶδες καὶ σκοτεινόν, καθὼς λέγει ὁ Δαβὶδ «φωνὴ Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρὸς» (ψαλ. κη’. 7)*.
* Λέγει γὰρ ὁ Μέγας Βσίλειος ἐν τῇ ς’. ὁμιλίᾳ εἰς τὴν ἐξαήμερον, φέρων τὸ ρητὸν τοῦτο τοῦ Δαβίδ, ταῦτα «καὶ ἐν ταῖς τῶν βεβιωμένων ἡμῖν ἀνταποδόσεσι, λόγος τις ἡμᾶς ἐν ἀπορρήτῳ παιδεύει, διαιρεθήσεσθαι τοῦ πυρὸς τὴν φύσιν· καὶ τὸ μὲν φῶς, εἰς ἀπόλαυσιν τοῖς δικαίοις, τὸ δὲ τῆς καύσεως ὁδυνηρὸν τοῖς κολασμένοις ἀποταχθήσεσθαι» τοῦτο τὸ ἵδιον λέγει καὶ ἐν τῇ ἰδιατέρᾳ ἐρμηνείᾳ τοῦ κη΄ψαλμοῦ.
(Η ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΕΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΚΟΛΑΣΗ)
Μὲ ὅλον τοῦτο καὶ αὐτὴ ὅλη ἡ κόλασις τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα κολαστήρια, ἤθελαν εἶναι σχεδὸν εὐκολοϋπόφερτος ἀνίσως καὶ δὲν ἐπροστίθετο κοντὰ εἰς αὐτήν καὶ ἄλλη μία ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα καὶ αὕτη εἶναι ἡ στέρησις τοῦ Θεοῦ δι’ὅλους τοὺς αἰῶνας, ἥτις εἶναι ἡ ἄπειρος ζημία τῶν κολαζομένων, διότι ὑστερεῖ τοὺς ἀθλίους παντοτεινὰ ἀπὸ ἕνα ἄπειρον ἀγαθὸν· ὅθεν, καθὼς τὸ νὰ βλέπῃ τίς τὸν Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ἰδίως καὶ καθ’αὐτὸ κάμνει τὸν παράδεισον, παράδεισον· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος. Έτσι πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ νὰ μὴ βλέπει τίς ποτὲ τὸν Θεόν τοῦτο εἶναι ἰδίως καὶ καθ’ ἑαυτὸ ἐκεῖνο ὅπου κάμνει τὸν ᾅδην, ᾅδην· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ᾅδης καὶ ὅπου κάμνει τοὺς κολασμένους τοῦ ᾅδου νὰ εἶναι καὶ νὰ ὀνομάζωνται κολασμένοι. Τὰ δὲ ἐπίλοιπα βάσανα ὅπου αὐτοὶ δοκιμάζουν, ὅσον καὶ ἂν ᾖναι πολλὰ καὶ μεγάλα δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνα παρακολούθημα ἐκείνης τῆς στερήσεως τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον σχεδὸν οὐδὲ τὸ ψηφοῦν. Καὶ ἐπ’ ἀλήθειας ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἔλεγε πὼς προκρίνει καλλίτερα τὴν ἐξορίαν καὶ τὸν ἴδιον θάνατον παρὰ νὰ ὑστερῆται τὴν θεωρίαν τοῦ προσώπου τοῦ πατρὸς τοῦ Δαβίδ· «ἵνα τί ἦλθον ἐκ Γεσούρ; Ἀγαθὸν μοι ἦν εἶναι ἐκεῖ· καὶ νῦν ἰδοὺ τὸ πρόσωπον τοῦ Βασιλέως οὐκ εἶδον εἰδέ ἐστιν ἐν ἐμοὶ ἀδικίᾳ καὶ θανάτωσὸν με». (Β’. Βασ. ιδ’. 32). Πῶς θέλει ὑποφέρει μία ταλαίπωρος ψυχή, ὅπου εἶναι κτισμένη διὰ μόνον καὶ μόνον τὸν Θεόν, τὸ νὰ ὑστερῆται πάντοτε τὴν γλυκυτάτην καὶ χαροποιὰν θεωρίαν τοῦ θείου προσώπου Του καὶ νὰ ᾖναι διὰ παντὸς εὐγαλμένη ἀπὸ τὸ ἴδιον κέντρον της; Ὅθεν καλὰ εἶπεν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὅτι ἡ στέρησις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ βαρύτερα ἀπὸ ὅλας τὰς κολάσεις· ὁ μὲν γὰρ Βασίλειος οὔτω λέγει «Θεοῦ ἀλλοτρίωσις καὶ ἀποστροφὴ καὶ τῶν ἐκεῖσε προσδοκωμένων κολάσεων βαρύτερον ἐστί τῷ πεσόντι» ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος οὔτω «Κᾄν μυρίας τὶς θῇ γεέννας οὐδὲν τοιοῦτον ἐρεῖ οἶον τῆς μακαρίας ἐκείνης ἐκπεσεῖν δόξης»· (ὁμιλ. κδ’. εἰς τὸν Ματθ).
(ΑΥΣΤΗΡΗ ΚΑΙ ΑΠΕΙΡΗ Η ΚΟΛΑΣΗ ΜΕ ΦΟΒΕΡΑ ΒΑΣΑΝΑ)
Τώρα λοιπὸν ὅπου ἐπαρουσιάσθηκαν εἰς τὸν νοῦν σου σύντροφέ μου ἁμαρτωλὲ τέτοιαι ἀλήθειαι τί λέγεις; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθῇς πλέον ἐσὺ τὸν Θεὸν ὅπου ἔτσι κολάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ τοιαύτην αὐστηράν καὶ ἄπειρον κόλασιν; «Φοβήθητε τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. ι’. 28). Εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύῃς ἐσὺ πῶς εἶναι ἑτοιμασμένα διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τοιαῦτα φοβερὰ βάσανα, καὶ ἔπειτα νὰ ζῇς μὲ τὴν ἁμαρτίαν εἰς ὅλον τὸν καιρὸν τῆς ζωῆς σου; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἠξεύρῃς πῶς μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἄσβεστον κάμινον τοῦ πυρὸς ρίπτονται ὅλοι οἱ παραβᾶται τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐσὺ νὰ παραβαίνῃς ἀφόβως τὰς προσταγὰς τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ μὴ ψηφᾷς τοιαύτην αἰώνιον τιμωρίαν; Τιμωρίαν ὅπου τὴν φρίττουν καὶ τὴν φοβοῦνται καὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες καὶ διὰ τοῦτο παρακαλοῦν τὸν Κύριον νὰ μὴ τοὺς βάλῃ εἰς αὐτὴν «καὶ παρεκάλει αὐτόν, (ὁ λεγεὼν) ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν» (Λουκ. η’. 3).
(ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ)
Μὴ ἀγαπητέ, μὴ φθάσῃς εἰς τόσην ἀναισθησίαν καὶ ἀφροσύνην, ὅπου νὰ παίζῃς τρόπον τινὰ καὶ ἐσὺ τριγύρω εἰς τὸ στόμα μιᾶς τοιαύτης φρικτῆς καμίνου τῆς κολάσεως, ὡσὰν οἱ χαλδαῖοι ἐκεῖνοι περὶ τὴν κάμινον τῶν τριῶν παίδων· ἀλλὰ στοχαζόμενος πόσαις καὶ πόσαις φοραί ἐρρίφθης μόνος σου εἰς ἐκείνην τὴν ἄβυσσον διὰ τὰς ἁμαρτίας ὅπου ἔκαμνες, ἐὰν ὁ Θεὸς, διὰ τὴν ἄπειρόν του ἐλεημοσύνην, δὲν ἤθελεν σὲ κρατήσῃ μὲ τὸ χέρι Του, δίδωντάς σου καιρὸν νὰ μετανοήσῃς, διὰ νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ ἐκείνην τὴν καταδίκην. Δοξολόγει χιλίας φοράς τὸ ἅγιόν Του ὄνομα, φύλαττε εἰς τὸ ἑξῆς τὰς ἁγίας Του ἐντολὰς καὶ εὐχαρίστησον ἀπὸ καρδίας, διότι σοῦ ἔδωκεν καιρὸν νὰ διορθωθῇς, τὸν ὁποῖον καιρὸν δὲν ἔδωκεν εἰς ἄλλους ὀλίγον πταίστας ἀπὸ λόγου σου. Φρῖξον εἰς τὸν κίνδυνον ὅπου εὐρίσκεσο ἕως τώρα, διὰ νὰ κολασθῇς αἰωνίως κατὰ τὸν ψαλμωδόν, «παραβραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου» (Ψαλμ. Ϟγ’. 17). Καθὼς φρίττει μεγάλως καὶ ἕνας ὅπου περιπατήσῃ ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὴν ἄκραν ἑνὀς κρημνοῦ, καὶ ὅταν ἀνατείλῃ τὸ φῶς, τότε γνωρίζει τὸν κίνδυνον καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον.
(Η ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ)
Επειδὴ ἡ ἐνθύμησις τοῦ πλήθους τῶν τιμωριῶν τῆς κολάσεως, εἶναι μεγάλον χαλινάρι ὅπου ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, παρακάλεσε τὸν Κύριον νὰ ἐντυπώσῃ τὴν ἐνθύμησιν ταύτην βαθέως εἰς τὴν καρδίαν σου διὰ τῆς χάριτός Του διὰ νὰ ᾖσαι προσηλωμένος ὅλος εἰς τὸν φόβον αὐτὸν καὶ νὰ μὴ δύνασαι νὰ ἁμαρτάνῃς καθὼς λέγει ὁ Σειρὰχ «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσῃς εἰς τὸν αἰῶνα» (ζ’. 36).
Β΄. Ὅτι εἶναι δειναὶ εἰς τὴν ποιότητα.
(ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΕΣ ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ)
Συλλογίσου τὴν ποιότητα καὶ δεινότητα τῶν κολαστηρίων τοῦ ᾅδου ὅπου δὲν ἔχουν κᾀνένα καλόν, οὔτε καμμίαν παρηγορίαν· ὅτι, καθὼς εἰς τὸν παράδεισον εἶναι ὅλα τὰ χαροποιὰ καθαρά, χωρὶς κᾀμμίαν θλὶψιν, ἐπειδὴ καὶ ὁ παράδεισος εἶναι ὁ ξεχωριστὸς τόπος μόνων καὶ μόνων τῶν ἀγαθῶν, ἔτσι καὶ εἰς τὸν ᾅδην ὅλα τὰ βάσανα εἶναι καθαρά, χωρὶς καμμίαν ἀναψυχήν, ἐπειδὴ καὶ ὁ ᾅδης εἶναι ὁ ξεχωριστὸς τόπος μόνων καὶ μόνων τῶν βασάνων*. * Ὅρα περί τούτου εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ γ’. Συλλογισμοῦ τῆς ιη΄. Μελέτης περὶ τῆς δόξης τοῦ Παραδείσου.
Ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος πλούσιος, ὅπου ἀναφέρει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πόσον ὀλίγον νερὸν ἐζητοῦσεν; Μίαν μοναχὴν σταλαγματιάν, ὅπου ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ εἰς τὸ ἄκρον ἑνὸς δακτύλου «πάτερ Ἁβραὰμ ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ μου τὴν γλῶσσαν» (Λουκ. ις. 24)· ἀλλ’ ὅμως οὔτε τὸ τόσον ὀλίγον ἠδυνήθη νὰ ἐπιτύχῃ· διότι αἱ τιμωρίαι τοῦ ᾅδου δὲν ἔχουν οὐδὲ μίαν σταλαγματιὰν παρηγοριᾶς ὅθεν καθ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς κολασμένους ἔχει νὰ λέγῃ ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ὠσηέ· «παράκλησις κέκρυπται ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου» (ιγ’.14) Εἰς τοῦτον τὸν κόσμον εἶναι μεμιγμέναι πάντοτε αἱ θλίψεις μὲ τὰς παρηγορίας· τὰ καλὰ μὲ τὰ κακά· αἱ δυστυχίαι μὲ τὰς εὐτυχίας· ὅθεν ἂν τύχῃ νὰ ἀσθενήσῃ κανένας καὶ μάλιστα πλούσιος, παρευθὺς πόσα δυναμωτικὰ ἰατρικά τοῦ κατασκευάζουν; πόσας παρηγορίας τοῦ κάμνουν; διότι ὅλοι οἱ φίλοι προστρέχουν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν· ὅλοι οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν καὶ τὸν συμπονέσουν· οἱ ἰατροί ὅλοι τρέχουν διὰ νὰ τὸν ἰατρεύσουν· οἱ δοῦλοι ὅλοι στέκονται πρόθυμοι εἰς τὰς ὑπηρεσίας, ἡ σύζυγος τὸν παραστέκει· τὰ τέκνα τοῦ συνομιλοῦν· ὅλη ἡ φαμελία τὸν περιτριγυρίζει· ἀνίσως ὅμως ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος ἐπέρασε τὴν ζωήν του μὲ ἁμαρτίας καὶ ἀποθάνῃ ἀδιόρθωτος, ἀλλοίμονον εἰς αὐτὸν· διότι τὰς παρηγορίας ταύτας διαδέχονται αἱ ἀπαρηγόρηται τιμωρίαι τοῦ ᾅδου, κατὰ τὸν Ἰώβ. «συνετέλεσεν ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτοῦ, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθη» (κα’. 13).
Τότε ἐκεῖνος δὲν θέλει λάβῃ πλέον ἐκεῖ ἀπό τινα καμμίαν παρηγορίαν εἰς τὸν αἰῶνα, δὲν θέλει δυνηθῆ ποτὲ νὰ ἀναπνεύσῃ ὀλίγον ἀέρα δροσερὸν· δὲν θέλει ἰδεῖ ὀλίγον φῶς· δὲν θέλει ἀναπαυθῆ οὐδὲ μίαν στιγμὴν· δὲν θέλει στοχασθῆ κανέναν λογισμὸν παρηγορητικὸν τῶν βασάνων του ἀλλὰ μάλιστα θέλει καταρᾶται χιλιάδες φορές τὸν ἑαυτόν του, τὴν ἀγνωσίαν του, τὸν πλοῦτον του, τὰς ἡδονάς του καὶ τὰς ἄλλας παρηγορίας ὅπου ἀπήλαυσεν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, διὰ τὰ ὁποῖα ὅλα ἐκαταδικάσθη ὁ ἄθλιος νὰ εὑρίσκεται εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον τῶν βασάνων· τότε θέλει λέγει εἰς τὸν ἑαυτόν του· ὤ, ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὸν δυστυχῆ, ὅτι διὰ πλοῦτον προσκαιρον καὶ διὰ ματαίας δόξας καὶ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, ταὐτὸν εἰπεῖν διὰ σκιάς καὶ καπνοὺς καὶ ὀνείρατα, ἔσφαλα εἰς τὸν Θεόν μου καὶ ἐχωρίσθηκα ἀπὸ τὴν βασιλείαν Του καὶ καταδικάζομαι ἐδῶ κάτω αἰώνια· ὤ, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! Ὅτι ἤκουα τὸ Εὐαγγέλιον καὶ μοῦ ἐφαίνετο μῦθος· μὲ ἐσυμβούλευον οἱ πνευματικοὶ καὶ δὲν τοὺς ἤκουα· μὲ ἐδίδασκον οἱ διδάσκαλοι καὶ ἐγὼ δὲν ἐψήφουν τὰ λόγια τους «ἄρα ἐπλανήθην ἀπὸ ὁδοῦ ἀλήθειας, καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης φῶς οὐκ ἐπέλαμψε μοι» (Σοφ. ε’. 6).
(ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΑΝΟΧΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)
Εἰπέ μου τώρα ἐσὺ ἀγαπητὲ ὅπου μελετᾷς ταῦτα· ἔγινες ποτὲ ἄξιος διὰ νὰ καταδικασθῇς ἀπὸ τὴν Θείαν Δικαιοσύνην εἰς αὐτὴν τὴν κατηραμένην χώραν τῶν κολασμένων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν λείπει κάθε καλὸν καὶ κάθε παρηγορία; Ἐὰν ἔγινες ἄξιος (καὶ ἴσως χιλίας φοράς νὰ ἔγινες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου) ἐγὼ δὲν ἠξεύρω νὰ σοῦ εἰπῶ ποταπὴν εὐχαριστίαν πρέπει νὰ προσφέρῃς εἰς τὸν Θεόν, ὅπου νὰ εἶναι ἀνάλογος εἰς μίαν τόσον μεγάλην εὐεργεσίαν ὅπου σου ἔκαμνε καὶ δὲν σὲ ἐκαταδίκασεν ἔως τώρα, ἀλλὰ σὲ ὑπομένει τόσον καιρὸν. Βέβαια αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ ὅπου σοῦ ἔκαμνεν, εἶναι μεγαλυτέρα εὐεργεσία παρὰ νὰ ἤθελε σὲ ἀφήσῃ νὰ πέσῃς εἰς ἐκείνας τὰς φλόγας καὶ ἔπειτα νὰ σὲ βγάλῃ· διὰ τοῦτο καὶ περισσότερον χρεωστεῖς νὰ εὐχαριστῇς τώρα τὸν ἐλευθερωτήν σου Θεὸν διὰ τὴν ὑπομονὴν ταύτην, παρὰ ἂν σὲ ἔβγαζεν πραγματικῶς ἀπὸ τὴν κόλασιν.
Φοβοῦ ὅμως, καὶ πολλὰ φοβοῦ, μήπως ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἠκολούθησεν ἔως τώρα, σοῦ ἀκολουθήσῃ εἰς τὸ ἐρχόμενον καὶ δὲν σὲ ὑπομείνῃ πλέον ὁ Θεὸς, ἀλλὰ σὲ ἀφήσῃ νὰ καταδικασθῇς εἰς τὴν κόλασιν, ἐὰν φανῇς ἀχάριστος εἰς Αὐτὸν καὶ δὲν φυλάξῃς τὰς ἐντολάς Του. Λοιπὸν θαύμασε ἀδελφέ εἰς τὴν τόσην ἀστοχασιάν σου καὶ εἰς τὴν ἀχαριστίαν ὅπου ἔδειξες εἰς τὸν Θεὸν ἔως τώρα· καὶ ἀφιέρωσεν ὅλον τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου εἰς τὴν δούλευσιν καὶ εὐαρέστησιν τοῦ Κυρίου, συλλογιζόμενος πὼς αὐτὴ ἡ ζωή σου ἐδόθη δι’ αὐτὸ καὶ μόνον τὸ τέλος διὰ νὰ μετανοήσης, διὰ νὰ διορθωθῇς κατὰ πάντα καὶ διὰ νὰ μὴ πέσῃς εἰς ἐκεῖνα τὰ κολαστήρια. Καὶ τέλος πάντων, παρακάλεσεν τὸν Λυτρωτὴν Σου νὰ μὴ σὲ βαρεθῇ διὰ τὴν ἀχαριστίαν σου, μηδὲ νὰ σὲ κόψῃ ὡσὰν τὴν ἄκαρπον ἐκείνην συκῆν, ἀλλὰ νὰ σὲ ἀφήσῃ καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, διὰ νὰ ἐπιμεληθῇς τὴν σωτηρίαν σου καὶ διὰ νὰ κάμῃς κανένα καρπὸν ἄξιον τῆς βασιλείας Του, ἵνα μὴ βληθῇς εἰς ἐκεῖνο τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον. «Κύριε ἅφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν, κᾄν μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μὴ γε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψῃς αὐτήν». (Λουκ. ιγ’. 8).
Γ΄. Ὅτι εἶναι αἰώνιαι.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, τὴν αἰωνιότητα αὐτῶν τῶν κολάσεων, ἡ ὁποία αὐξάνει ἀπείρως τὴν ἀθλιότητα τῶν κολασμένων διότι καὶ μία ἐλαφρὴ τιμωρία ὅπου νὰ ᾖναι αἰώνιος καὶ παντοτεινή, εἶναι μία κόλασις ἄπειρος, πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἄπειροι αἱ τιμωρίαι τῆς κολάσεως, ὅπου εἶναι τόσον πολλαῖ εἰς τὸν ἀριθμὸν καὶ τόσον δειναί καὶ ἀπαρηγόρηται εἰς τὴν ποιότητα, ὅταν εἶναι καὶ αἰώνιαι; Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! καὶ ἐὰν ἐσὺ ἀδελφὲ δὲν ὑποφέρῃς ἕνα ψύλλον μέσα εἰς τὸ αὐτί σου διὰ μίαν μοναχὴν ὥραν· ἐὰν δὲν ὑποφέρῃς τὸ δάγκωμα τῶν κορέων εἰς μίαν μοναχὴν νύκτα· ἐὰν σοῦ φαίνεται ἀνυπόφορος μία ἐλαφρὴ καῦσις ὅταν σὲ βασανίζῃ δύο τρεῖς ὥρας, πῶς θέλεις ὑποφέρει νὰ εὑρίσκεσαι μέσα εἰς τὸ πῦρ τῆς γεέννης καὶ εἰς τόσας φοβερὰς τιμωρίας αἰωνίως καὶ παντοτεινά, χωρὶς ἐλπίδα νὰ γλυτώσῃς ποτὲ ποτέ; Ποῖος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἤθελεν εὑρεθῆ τόσον ἄγνωστος, ὅπου νὰ θελήσῃ νὰ ἀπολαύσῃ πρῶτον ὅλας τὰς τρυφὰς τοῦ Σολομῶντος καὶ ὕστερον ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσιν ἐκείνων νὰ σταθῇ ζωντανὸς μίαν μοναχὴν ἡμέραν μέσα εἰς τὴν φωτιάν; Βέβαια οὐδεὶς· καὶ μὲ ὅλον τοῦτο, τόσοι χριστιανοὶ εὑρίσκονται τόσον ἄγνωστοι, ὅπου διὰ νὰ ἀπολαύσουν μίαν στιγμὴν κτηνώδους ἡδονῆς, προκρίνουν νὰ σταθοῦν παντοτεινὰ εἰς μίαν φλόγα τῆς γεέννης, ἥτις εἶναι τόσον καυστική, ὅπου κοντὰ εἰς αὐτήν, ἡ φωτιὰ τούτου τοῦ κόσμου συγκρινομένη, εἶναι μία φωτιὰ ζωγραφισμένη.
(Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΚΟΛΑΣΗΣ, ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ)
Ω ἀνόητον, ἀνόητον γένος τῶν ἀνθρώπων! Ἡ αἰωνιότης τῆς κολάσεως ἐφόβισεν ὅλους τοὺς παλαιοὺς ἁγίους, καὶ τοὺς ἔκαμνεν νὰ ἀποφύγουν μὲ τόσην σπουδὴν τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν μὲ τόσην θερμότητα τὴν αὐστηρότητα τῆς μετανοίας, διότι εἶχον πάντοτε εἰς τὸν νοῦν τους τὴν ἐνθύμησίν της. Ἡ αἰωνιότης τῆς κολάσεως ἔκαμνεν τοὺς μάρτυρας νὰ στέκωνται ἀνδρειωμένοι εἰς τὰ μαρτύρια, καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Η αἰωνιότης τῆς κολάσεως κατέπεισεν τόσους βασιλεῖς καὶ βασιλοπούλας νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμον καὶ νὰ γίνουν καλόγηροι, καὶ ἐγέμισεν τὰς ἐρήμους καὶ τὰ σπήλαια ἀπὸ ἀσκητὰς καὶ τὰ μοναστήρια ἀπὸ μοναχοὺς.
(ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΚΑΙ ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ)
Ἀλλ’ ὤ αἰωνιότης, αἰωνιότης τῆς κολάσεως, διατὶ καὶ τώρα δὲν κάμνεις μίαν τοιαύτην ἐνέργειαν, εἰς τὰς καρδίας τῶν χριστιανῶν; Διατὶ δὲν τοὺς κάμνεις νὰ σὲ αἰσθανθοῦν, καὶ νὰ σὲ φοβηθοῦν; αὐτοὶ ἀκούουν αἰωνιότης κολάσεως καὶ νομίζουν πῶς εἶναι ἕνας ἦχος εἰς τὸν ἀέρα· ἕνας λόγος κενὸς καὶ μία λέξις ψιλὴ πεντασύλλαβος καὶ ἄλλο οὐδέν, διὰ τοῦτο ξεφαντώνουν, παίζουν, γελοῦν, καὶ ζοῦν μὲ τόσην μεγάλην ἀδιαφορίαν καὶ ἀφοβίαν, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο τελείως αἰώνιος κόλασις. Καὶ ἡ αἰτία εἶναι, ἢ διότι δὲν ἔχουν εἰς τὸν νοῦν τους τὴν ἐνθύμησιν τῆς αἰωνιότητος, ἢ διότι δὲν καταλαμβάνουν καλὰ τί θέλει νὰ εἰπῇ αἰωνιότης κολάσεως, ἐπειδὴ ἂν τὴν ἐκαταλάμβανον καθὼς πρέπει, κατὰ ἀλήθειαν ἔπρεπε νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὸν φόβον τους. Ἒσὺ ὅμως ἀγαπητέ, ὅπου μελετᾷς ταῦτα, μὴ θελήσῃς νὰ ὁμοιωθῇς μὲ τούτους τοὺς ἀναισθήτους καὶ ἄφρονας, ἀλλ’ ἔχε πάντοτε εἰς τὴν ἐνθύμησίν σου τὴν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως.
(ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ)
Καὶ διὰ νὰ καταλάβῃς ὀλίγον τί εἶναι ἡ αἰωνιότης, συλλογίσου πῶς ὅλα τὰ σπειρία τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης· ὅλοι οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ· ὅλαι αἱ σταλαγματιαί τῆς βροχῆς· ὅλα τὰ φύλλα τῶν δένδρων καὶ ὅλα τὰ ἄτομα τοῦ ἀέρος ἠμποροῦν νὰ μετρηθοῦν, ἀλλὰ μία μοναχὴ στιγμὴ τῆς αἰωνιότητος τῆς κολάσεως δὲν ἠμπορεῖ νὰ μετρηθῇ ποτέ, ποτέ. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ χιλιάδας χιλιάδων καὶ μυριάδας μυριάδων καὶ μιλλιούνια μιλλιουνίων χρόνους, ἡ στιγμὴ ἐκείνη ἔχει νὰ διαμείνῃ πάντοτε μία καὶ ἡ αὐτή, ὡσὰν νὰ ἦτο καινούργια ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Όθεν καὶ ἡ βάσανος τῶν κολαζομένων, ἔχει νὰ ἀνακαινουργώνεται πάντοτε, καὶ νὰ διαμένῃ μία καὶ ἡ αὐτὴ ὡσὰν νὰ ἦτο καινούργια ἀπὸ τὴν ἀρχήν· εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ ἄπειρον διάστημα τῆς αἰωνιότητος «καὶ βασανισθήσονται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ… καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν ἀναβαίνει εἰς αἰώνας αἰώνων» (Ἀποκάλ. ιδ’. 10- 11). Ὅθεν ἡ αἰωνιότης ἔχει νὰ προξενήσῃ εἰς τοὺς ἀθλίους κολαζομένους τὴν τελείαν ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, καὶ ἡ ἀπελπισία ἔχει νὰ ᾖναι ἡ δριμυτέρα καὶ πλέον ἀπαρηγόρητος βάσανος τῶν κολαζομένων· καθὼς περὶ αὐτῆς θέλομεν εἰπεῖ ξεχωριστὰ εἰς τὴν ἀκόλουθον Μελέτην.
(ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)
Τώρα λοιπὸν ἐσὺ ἀδελφέ τί λέγεις; Σὲ βαστᾷ ἡ καρδία σου νὰ ἁμαρτήσης ἄλλην μίαν φοράν; Ἄχ, δυστυχὴς ὅπου εἴσαι· και δὲν ἠξεύρεις πὼς ἔχουν νὰ καταδικασθοῦν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν πολλαὶ ψυχαί, διότι ἥμαρτον μίαν καὶ μόνην φοράν, αἱ ὁποῖαι μὲ τὸ νὰ ἐπιάσθησαν ὡσαν τοὺς δαίμονας ἐπάνω εἰς τὸ σφάλμα των, ἔγειναν παρευθὺς ὡσὰν καὶ ἐκείνους δαυλοὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς καταχθόνιοι; Δὲν φοβεῖσαι ἐκεῖνον τὸν τόπον, ὅπου εἶναι τόσον φοβερός, διότι εἶναι αἰώνιος, καθὼς λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας «τίς ἀναγγελεῖ ὑμῖν τὸν τόπον τὸν αἰώνιον;» (λγ’. 14). Ὅθεν ξύπνισε ἀδελφέ, καὶ στοχάσου πῶς τοῦτο ὅπου σοῦ δίδει καιρὸν ὁ Κύριός μας, διὰ νὰ συλλογίζεσαι αὐτὰς τὰς ἀληθείας, εἶναι σημεῖον ὅτι αὐτὸς δὲν θέλει νὰ σὲ κολάσῃ· ἐὰν ὅμως ἐσὺ δὲν ἐβγάνῃς καρπὸν μετανοίας καὶ διορθώσεως ἀπὸ αὐτὰς ἀφ’ οὗ τὰς συλλογισθῇς, τοῦτο εἶναι δι’ ἐσένα σημεῖον κακόν, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ τὸ φοβῆσαι πολύ. Διὰ τοῦτο ταπεινώσου, γνωρίζοντας πῶς ἔγινες τόσας καὶ τόσας φοράς ἄξιος διὰ τὸν ᾅδην ἀπὸ τὰς ἀνομίας σου, καὶ ὁ Κύριος διὰ τὸ πολύ Του ἔλεος δὲν σοῦ ἔκοψε τὴν ζωὴν διὰ νὰ σὲ ρίψῃ ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ σοῦ ἔδωκεν καιρὸν καὶ τρόπον διὰ νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ἐλευθερωθῇς. Ὅθεν εὐχαρίστησέ Τον ἀπὸ καρδίας καὶ ἀποφάσισε νὰ θελἠσῃς νὰ ἀνταποκρίνεσαι εἰς τὸ ἑξῆς εἰς τὴν εὐεργεσίαν ταύτην ὅπου σοῦ ἔκαμνεν, ἀρχίζοντας μίαν καινούργιαν ζωήν ὅλην τεταπεινωμένην καὶ ὅλην μετανοημένην. Αφιερώσου ὅλος δι’ ὅλου εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ ἄκρου σου Εὐεργέτου καὶ παρακάλεσέ Τον διὰ τὴν ἄπειρόν Του Ἀγαθότητα νὰ μὴ παραχωρήσῃ ποτὲ νὰ σοῦ γίνῃ εἰς περισσοτέραν κόλασιν ἡ μακροθυμία καὶ ὑπομονὴ ὅπου σοῦ κάμνει τώρα· ὡς λέγει ὁ Παῦλος· «ἢ τῆς ἀνοχῆς Αὐτοῦ καὶ τῆς Μακροθυμίας καταφρονεῖς… κατὰ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν, θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς» (Ρωμ. β’. 4)*.
* Ὅθεν εἶπε καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «Ὥσπερ γὰρ τοῖς εἰς δέον χρησαμένοις, σωτηρίας ἐστὶν ὑπόθεσις (ἡ Μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ) οὕτω τοῖς καταφρονήσασιν ἐφόδιον μείζονος τιμωρίας» (λόγ. ε’. πρὸς Ρωμ.).