Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῶν παθῶν

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

  «Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι·» (Α΄ Κορ. στ΄, 13). (Δηλ.: Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει διὰ τὴν κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ καταργήσῃ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ αὐτὴν καὶ ἐκεῖνα. Ἠμπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρώγετε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ γίνεσθε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλίας. Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσιον ἐπιθυμίαν. Διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει διὰ τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον, διὰ νὰ τοῦ ἀνήκῃ ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι διὰ τὸ σῶμα, διὰ νὰ κατοικῇ εἰς αὐτό).

  • Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ὁ Ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ὡς Νηπτικὸς καὶ Φιλοκαλικὸς Πατέρας», ἀντιγράφουμε τὰ ἀκόλουθα σημαντικά:

  «Ο ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ στά Ἀσκητικά του μᾶς δίνει ἕνα ἀκριβῆ ὁρισμό τοῦ πάθους τῆς γαστριμαργίας: «Μαργαίνω» στὴν κοσμικὴ παιδεία σημαίνει, χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου καί τή λογική μου, δηλαδή, γίνομαι μανιακός σέ κάποιο πάθος. Καί “μάργος” λέγεται αὐτός πού τόν ἔχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Ὅταν λοιπόν παρατηρῆται ἡ ἀκατάσχετη καί νοσηρή ἐκείνη ἐπιθυμία τοῦ νά θέλη κάποιος νά γεμίζη συνεχῶς τήν κοιλιά του, τότε λέμε ὅτι ἔχουμε τό φαινόμενο τῆς γαστριμαργίας, ἀπό τό “μαργαίνω τήν γαστέρα”, πού σημαίνει ἔχω τή μανία νά γεμίζω τό στομάχι μου (ἡ κοιλιά μου μέ κάνει τρελλό). Ὅταν δέ συμβαίνη νά ἔχουμε τή νοσηρή καί ἀκατάσχετη ἐπιθυμία νά αἰσθανόμαστε διαρκῶς τήν εὐχαρίστηση στό λαιμό, τότε ἔχουμε τό φαινόμενο τῆς λαιμαργίας, ἀπό τό “μαργαίνω τόν λαιμό”, πού σημαίνει ἔχω τήν μανία τῆς ἡδονῆς τοῦ λαιμοῦ.

  Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῶν παθῶν, μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος περιγράφει καὶ τὶς ἀντίστοιχες συμπεριφορές, στὶς ὁποῖες συμπαρασύρει τὸν ἄνθρωπο τὸ πάθος αὐτό. «Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῶν παθῶν. Τὰ αἴτιά της εἶναι ἡ φύση τῶν φαγητῶν καὶ ἡ συνεχῆ χρήση τους, ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ λησμοσύνη τοῦ θανάτου. Τὰ ἀποτελέσματά της εἶναι ἡ πορνεία, ἡ σκληροκαρδία, ὁ ὕπνος, τὸ πλῆθος τῶν ρυπαρῶν λογισμῶν, ἡ ὀκνηρία, ἡ πολυλογία, ἡ ἀστειολογία καὶ τὰ γέλια, ἡ καύχηση, ἡ παρρησία, ἡ θρασύτητα, ἡ σκληροτράχηλη διαγωγὴ καὶ συμπεριφορά, ἡ ἀνυπακοή, ἡ ἀντιλογία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ καλλωπισμοῦ. Καταπολεμεῖται μὲ τὴν μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων μας καὶ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ”καταστραφῆ” τελειωτικά».

  • Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ἦταν νὰ ἀπολύση ὅλους τοὺς μάγειρους καὶ νὰ ἀπομακρύνη ὅλα τὰ μαγειρικὰ σκεύη, λέγοντας στὴν συνοδεία του, ὅτι δὲν ἤλθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ τρῶμε. Διακρινόταν γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ δὲν εἶχε κρεβάτι. Κοιμόταν σὲ μία καρέκλα, στὴν ὁποία κρέμονταν δύο σχοινιὰ ἀπὸ τὸ ταβάνι καὶ τὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴν μασχάλη του. Ὅταν μᾶς λένε νὰ φᾶμε, νὰ μὴ ἀπαντᾶμε νηστεύω, ἀλλὰ νὰ λέμε ὅτι εἶναι νηστεία.
  • Στὸν Εὐεργετινό (τόμ. Β΄) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος (5 Δεκ.), ὅταν ἦτο ἀκόμη νέος καὶ ἐζοῦσε εἰς τὴν Μονὴν Φλαβιανῶν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν Καππαδοκίαν, καὶ ἀπέχει εἴκοσι στάδια ἀπὸ τὴν Μουταλάσκην, τὸ χωρίον τοῦ Ὁσίου, ὑπέβαλλε μὲν τὸν ἑαυτόν του εἰς γενικὴν ἄσκησιν καὶ ἐγκράτειαν· ἐξ ἴσου ὅμως ἠσκεῖτο καὶ εἰς τὴν ἐγκράτειαν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὰς ἡδονὰς τοῦ λάρυγγος, τὴν περιποίησιν καὶ καλοπέρασιν τῆς κοιλίας.

  Μίαν ἡμέραν λοιπὸν εἰργάζετο εἰς τὸν κῆπον τοῦ Μοναστηρίου. Τὰ μῆλα ἐκρέμοντο ἀπὸ τὰ δένδρα τοῦ κήπου, ἐκεντοῦσαν τὴν ὄρεξίν του καὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ φάγῃ πρὸ τῆς ὥρας. Εἰς μίαν λοιπὸν στιγμὴν ἐνικήθη ἀπὸ τὴν θέαν τῶν μήλων (διότι, πραγματικά, ἦσαν ὡραῖα νὰ τὰ βλέπης), ὡσὰν ἄνθρωπος ποὺ ἦτο καὶ αὐτὸς καὶ ἐξηπατᾶτο ἀπὸ τὰς ἀνθρωπίνους ἐπιθυμίας. Καὶ τόσον μόνον ἐνικήθη, ὥστε νὰ πάρῃ τὸ μῆλον εἰς τὸ χέρι. Ἀμέσως ὅμως ἔφερεν εἰς τὸν νοῦν του ὅτι αὐτὸ ἦτο ἐπιβουλὴ τοῦ πονηροῦ καὶ ὅτι συνηθίζει (ὁ πονηρὸς) νὰ ἐξαπατᾶ χρησιμοποιῶν πάντοτε ὡς δόλωμα τὴν ἡδονήν· ἐθυμήθηκεν ἀκόμη, ὅτι ὁ ὄφις ἐκρύπτετο μέσα εἰς τὸν καρπὸν καὶ ὅτι μὲ τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν βρῶσιν ἐξεδίωξε τοὺς Προπάτορας ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ ἔτσι περιέπεσαν εἰς πάρα πολλὰ κακά.*

  Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκεῖνος τὰ ἐσκέφθη ὅλα αὐτὰ καλά, ρίπτει ἀμέσως κατὰ γῆς τὸ μῆλον καὶ ἀφοῦ τὸ κατεπάτησεν, ὅπως ἦτο, μὲ τοὺς πόδας του, ἐπάτησε, μαζὶ μὲ τὸ μῆλον καὶ τὴν ἐπιθυμίαν. Ἔτσι αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ τοῦ ἐνίκησε τὰ μάτια, τὴν ταπεινώνει μὲ τοὺς πόδας του· ὡς κανόνα δὲ ἔθεσεν εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸν ὅρον, ποτὲ ὅσον ζῇ νὰ μὴ φάγῃ καθόλου μῆλον, οὔτε νὰ χαρισθῇ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς κοιλίας του.

 * Ὁ καρπὸς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ λέγεται ὅτι ἦτο μῆλον. Αὐτὰ ἐνεθυμήθη ὁ Ἅγιος Σάββας, ὅτε ἥπλωσε τὴν χεῖρα καὶ ἔκοψε τὸ μῆλον ἀπὸ τὸν κῆπον τοῦ Μοναστηρίου.