Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

 

Απολογητικά

Αρχιμ. ΒΑΡΝΑΒΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

   Είναι γνωστή η ποικίλων διαβαθμίσεων αμφι­σβήτηση -έως και παντελής άρνηση- του Μυστη­ρίου της Εξομολογήσεως  εκ μέρους, αφ’ ενός μεν των διαφόρων αιρετικών, αφ’ ετέρου δε της πεφυ­σιωμένης «ιντελλιγκέντσιας» (των κοινώς λεγομέ­νων «κουλτουριάρηδων») κάθε εποχής.

Και οι μεν αιρετικοί -κυρίως από τον χώρο της Διαμαρτύρη­σης- αρνούνται πλήρως το Μυστήριο και τον φορέα του (την ιερωσύνη) θεωρώντας ότι ο πιστός λαμβάνει άνευ μεσίτου «ατομικά» την άφεση, από τον μόνον έχοντα εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας Θε­όν. Οι δε οπαδοί του Διαφωτισμού, οι οποίοι κό­πτονται υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του Ορθού Λόγου, έστω κι αν αφήνουν λίγο χώρο στην «Καθέδρα» για κάποιον -δικής τους κατασκευής- «θεό», δεν κρύβουν την έντονη «αλλεργία» τους για τις έννοιες «αμαρτία» και «άφεσις αμαρτιών».

Έτσι η αναφορά στην σύσταση και στο περιε­χόμενο του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως , μαζί με την γενικότερη πρόθεση δημιουργίας ενός γο­νίμου ποιμαντικού προβληματισμού, αποκτά και μια απολογητική διάσταση. Εξ άλλου και η Απο­λογητική, τότε μόνον είναι Εκκλησιαστική Απο­λογητική, όταν είναι καρπός ποιμαντικής αγωνίας και μέριμνας για τους εκτός της Μάνδρας.

 ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

Αδιαμφισβήτητη αρχή του Μυστηρίου

   Όταν ο Χριστός είπε στον παραλυτικό «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»1, οι Γραμματείς και οι Φα­ρισαίοι «είπον εν εαυτοίς: Τι ούτος ούτως λαλεί; Βλασφημεί· τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις ο Θεός;»2.

 

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην Επιστο­λή του περί Εξομολογήσεως, δικαιολογεί την στά­ση τους. Δικαίως, λέει, εδυσχέραινον οι Γραμμα­τείς, ως καινού δόγματος και παραδόξου κηρυσσομένου. Που ακούστηκε, άνθρωπος να συγχωρεί αμαρτίες; Ουδέποτε ούτως άφεσις εδίδοτο αμαρ­τιών, ου παρά προφητών, ου παρά ιερέων, ου παρά των τότε πατριάρχων τίνος (P.G. 95, 297).

Είχαν λοιπόν κάποια δικαιολογία οι Γραμμα­τείς να σκανδαλιστούν, όταν άκουσαν τον Χριστό να συγχωρεί αμαρτίες. Γι’ αυτό και ο Χριστός -συνεχίζει ο Δαμασκηνός- ουκ εμέμψατο τους Γραμματείς τούτου ένεκα (ούτε ο Χριστός τους κατηγόρησε, που σκανδαλίστηκαν)· αλλά μάλλον ο ηγνόουν εδίδασκε (τους εδίδασκε αυτό που αγνοούσαν), δείξας ως Θεός την ιδίαν εξουσίαν και την άφεσιν των αμαρτιών δωρούμενος -ούχ ως άνθρωπος- αλλ’ ως Θεός. Ποιο ήταν αυτό, που αγνοούσαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι; Όχι, φυσικά, το ότι ο Θεός έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες. Αλλά το ότι αυτός που τους μιλούσε ήταν ΚΑΙ Θεός.

Επομένως, τελικά, το καινόν και παράδοξον δόγμα δεν ήταν, ότι ο Χριστός σφετερίστηκε κά­ποια εξουσία, που δεν Του ανήκε. Και τότε, προ της Ενανθρωπήσεως, ο Θεός συγχωρούσε· και τώρα, τον παραλυτικό, ο Χριστός, ως Θεός τον συγχωρεί. Το καινόν και παράδοξον δόγμα είναι ότι: Αυτός που είπε στον προφήτη Ησαΐα «εγώ είμι ο εξαλείφων τας ανομίας σου και ου μη μνησθήσομαι» (Ησ. 43, 25) και Αυτός που είπε στον παραλυτικό «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» είναι το ίδιο Πρόσωπο.

Το καινόν και παράδοξον δόγμα είναι ότι ο Λόγος Σαρξ εγένετο. Και μέσα στο φως αυτού του καινού δόγματος, ο Υιός του ανθρώπου  εξουσίαν έχει επί της γης αφιέναι  αμαρτίας  (Λουκ. 5, 24). Αυτός, που προαιωνίως έλαβε παρά του Πατρός την εξουσίαν και «κρίσιν ποιείν» (Ίω. 5, 27), σαρκοφόρος ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη.

«Εντεύθεν η αρχή του μεγάλου δώρου και μόνω Θεώ πρέποντος», καταλήγει ο άγιος Ιωάν­νης ο Δαμασκηνός. Εννοείται, βεβαίως, η αρχή χρήσεως του μεγάλου δώρου από ένα σαρκοφόρο άνθρωπο, που ήταν ταυτοχρόνως ο προ αιώνων Θεός· ο Ων.

Μεταβίβαση της εξουσίας αφέσεως στους λει­τουργούς της Εκκλησίας

   Αυτό το μεγάλο δώρο, την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν, την μόνοι Θεώ πρέπουσαν, θέλει ο Υιός του Θεού -γενόμενος ΚΑΙ Υιός του ανθρώπου- να την μεταβιβάσει (φυσικά, υπό όρους και με όρους) στους ανθρώπους – Μαθητές Του. Αυτό το οποίο μόνος εκέκτητο, τοις μαθηταίς αντ’ εκείνου καταλιμπάνει, προς ουρανόν μέλλων απελθείν.

Την σκηνή της εν χρόνω μεταβιβάσεως του «μεγάλου δώρου», δηλ. της εξουσίας του δεσμείν και λύειν, μας την παραδίδει ο ευαγγελιστής Ιω­άννης, ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς και αποδέκτης: «Είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν ειρήνη υμίν καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, κάγώ πέμπω υμάς· και τούτο ειπών ενεφύσησεν και λέ­γει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα άγιον αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίω. 20,21-23).

Αυτήν την εξουσία, λέγει ο Δαμασκηνός, κατά διαδοχήν οι άγιοι απόστολοι, εις αποστόλους πά­λιν μετέπεμπον, και εις εκείνους μόνον τους επέχοντας τους θρόνους αυτών ως ει γε οι λοιποί, ουδέ εννοήσαι τούτο ετόλμων (οι υπόλοιποι κλη­ρικοί ούτε καν τολμούσαν να σκεφτούν κάτι τέ­τοιο). Και αυτήν την τάξιν, εφύλαττον μετά ακριβείας πάσης οι μαθηταί του Κυρίου.

Δια της Ομολογίας Πίστεως του Δοσιθέου Ιε­ροσολύμων (όρος ί), η Ορθόδοξος Εκκλησία ομολογεί κατηγορηματικώς «χωρίς επίσκοπον μη δύνασθαι, μήτε Εκκλησίαν μήτε Χριστιανόν τινά, ή είναι ή άλως λέγεσθαι. Αυτός γαρ ο αξιωθείς επίσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος, την χάριν την δοθείσαν εκείνω παρά του Κυρίου εις το δεσμείν τε και λύειν, χειρών επιθέσει και επικλήσει του Παναγίαυ Πνεύματος αλληλοδιαδόχως λαβών, ζώσα έστιν εικών του Θεού επί της γης…».

Πάντως δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εξουσία του δεσμείν και λύειν εδόθη στην Εκκλησία. Όχι σε μεμονωμένα άτομα, τα οποία μπορούν αυτόνομα να διαχειρίζονται αυτή την εξουσία κατά το δοκούν, ως αυτόφωτοι «γκουρού» και χωρίς καμία αναφορά στον ένα «στύλο» και στο ένα «εδραίωμα» της Αλήθειας. Δεν πρέπει να λη­σμονείται ότι η εξουσία του δεσμείν και λύειν με­ταβιβάζεται δια των αρχιερέων ως εντολοδόχων της Εκκλησίας, της Οποίας και αυτοί αποτελούν μέλη με κεφαλήν τον Χριστόν.

Αξιομνημόνευτος εν προκειμένω είναι η κλα­σική εργασία του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου «Έχει η Εκκλησία εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών;». Όπου, χωρίς μισαλλοδοξία αλλά με ποιμαντική διάκριση, ανατρέπει τις αιρετικές θέσεις κάποιου προτεστάντη, και εκθέτει με σα­φήνεια την παραδοθείσα διδασκαλία, ότι ΜΟ­ΝΟΝ η Μία του Χριστού Εκκλησία έχει εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών. Και ο μοναδικός τελικός σκοπός αυτής της -εκ μέρους του Χριστού- εξουσιοδοτήσεως είναι η εκκλησιοποίηση των μετανοούντων.

Έτσι λοιπόν, στην αρχή, αρχιερείς μόνον την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν κατά διαδοχήν εκ των θείων αποστόλων ελάμβανον (συνεχίζει ο Δαμασκηνός)· του χρόνου δε προϊόντος, εις ιερείς βίον έχοντας άμωμον και χάριτος θείας ηξιωμέ- νους η φρικτή εγχείρησις αύτη προβέβηκεν.

Και είναι φρικτή αυτή η εγχείρησις, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διότι είναι υπαρ­κτός ο κίνδυνος «μήπως χόρτος όντες εκείθεν καυθήσωνται»· και οι εγχειρίζοντες και οι εγχειριζόμενοι.

Ο έτερος άγιος Ιωάννης, ο Χρυσόστομος, αναφέρεται  κι αυτός στο φρικτόν της εγχειρήσεως με λόγια ενθέου φόβου και εκπλήξεως: «Πόσης τιμής τους ιερείς η του Πνεύματος ηξίωσε χάρις»! Διότι οι ιερείς, έστω κι αν ζουν επί της γης, «τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν»· αφού «άπερ αν εργάσωνται κάτω οι ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω κυροί· και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βέ­βαιοι» (P.G. 48, 643).

Η εγχείρησις αυτής της Οικονομίας από τους αρχιερείς στους ιερείς, γίνεται, κατ’ άλλους, «δι ενταλτηρίου και ψιλής προτροπής» και κατ’ άλλους «δια χειροθεσίας»· το οποίον (κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη) είναι «κρείττον και ασφαλέστερον και ουδέν άτοπον γεννά». Διότι αυτή η χειροθεσία «ευλογίας εστί μετάδοσις και χάριτος πνευματικής» κατά τον άγιο Ταράσιο και την αγία Ζ’ Σύνοδο. Και είναι εύλογο να γίνεται τόσο για εκείνους που λέγουν ότι εμπεριέχεται δυ­νάμει μέσα στην ιερωσύνη το δεσμείν και λύειν, όσο και για εκείνους (όπως είναι ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης) που λέγουν ότι οι Πρεσβύτεροι δεν έχουν ομού με την χειροτονίαν και το δεσμείν και λύειν, αλλά μόνον οι Επίσκοποι.

Β. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

Πριν αναφερθούμε στο περιεχόμενο του Μυ­στηρίου της Εξομολογήσεως , ή μάλλον ως εισα­γωγή σ’ αυτή την αναφορά, θα θέλαμε -μαζί με τον μακαριστό π. Αλέξανδρο Σμέμαν- να τονίσωμε, ότι μόνο υπό το φως του Μυστηρίου του Βα- πτίσματος μπορούμε να καταλάβωμε τον μυστηριακό χαρακτήρα, που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλη­σία στην μετάνοια (Άλ. Σμέμαν, Για να ζήοει ο κό­σμος, σελ. 124).

Το πρώτο βάπτισμα

   Η θεολογία των Μυστηρίων, στο νομικό της λοξοδρόμημα, εξήγησε το μυστήριο αυτό, σαν μια απλή «νομική» εξουσία, που παραχώρησε ο Χρι­στός σ’ εμάς τους ποιμένες. Η εξήγηση όμως αυτή δεν έχει καμία σχέση με την αρχική σημασία της μετάνοιας στην Εκκλησία και με την μυστηριακή φύση της.

Το Μυστήριον της Μετάνοιας, κατά τον άγιο Μάρκο τον Ερημίτη (P.G. 65, 976-977) έχει θεμέ­λιόν του το Βάπτισμα εν Χριστώ. Μόνον ύστερα από το Βάπτισμα και εξ αιτίας του, μπορούμε στα αλήθεια να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα της αμαρτίας σε όλη την πίκρα της. Και μόνο ύστερα από το Βάπτισμα παρουσιάζεται η δυνα­τότητα της αληθινής μετάνοιας.

Στο σημείο αυτό -πάλιν παρενθετικώς- θυμί­ζομε το άλλο λοξοδρόμημα κάποιων «καθαρών», που ταλαιπώρησε την Εκκλησία τους πρώτους αιώνες της ζωής της. Κυρίως οι Μοντανιστές, οι Νοβατιανοί και οι Δονατιστές, παρερμήνευσαν τα λόγια του Παύλου προς τους Εβραίους: «Αδύνα­τον τους άπαξ φωτισθέντας… και παραπεσόντας, πάλιν ανακαινίζειν εις μετάνοιαν» (Εβρ. 6, 4-6). Και ισχυρίστηκαν ότι η εξουσία του λύειν τους πεπτωκότας σε θανάσιμα αμαρτήματα (μετά το βάπτισμα) υπερβαίνει την δικαιοδοσία των Ποιμέ­νων και την σχετική εντολή του Κυρίου (αν τινών αφήτε, αφίενται· αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται).

Φυσικά, ο απόστολος Παύλος δεν θέλει να οδηγήσει στην απόγνωση τον επταικότα. «Ούχ ούτως εχθρός έστι της σωτηρίας της ημετέρας», ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος. Απλώς ο από­στολος θέλει να τονίσει ότι δεν επιτρέπεται να επαναλαμβάνεται το βάπτισμα. «Ου την μετάνοι­αν αναιρεί, η τον δια μετάνοιας εξιλασμόν… Αλλά τι; Το δεύτερον αναιρεί λουτρόν» (P.G. 63, 143). Δηλαδή, δεν επιτρέπεται δεύτερο δι’ ύδατος Βάπτισμα.

Το δεύτερο λουτρό

   Η μετάνοια, όμως, και ο δια της μετάνοιας εξι­λασμός είναι αναγκαίος. Είναι αναγκαίο ένα δεύτε­ρο -ου δι’ ύδατος πλέον- λουτρό. Αυτό το αναγκαίο δεύτερον λουτρόν, είναι το περιεχόμενο του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. Γιατί είναι αναγκαίο το δεύτερον λουτρόν;

Είναι αναγκαίο, διότι το βάπτισμα -όπως εξη­γεί ο Φλωρόφσκι- είναι μόνον μίμησις του θανά­του και της Αναστάσεως του Χριστού. Όχι πλή­ρης ταυτότης. Με το βάπτισμα ο άνθρωπος δεν ανίσταται ουσιαστικώς· το βάπτισμα απλώς προτυπώνει την ανάστασιν. Με αυτό «προμελετώμεν την της Αναστάσεως χάριν». Και η πτωχεία της φύσεως δεν «χωράει» ακόμη το «μείζον»· δηλαδή το πλήρωμα της Αναστάσεως (Ανατομία, σ. 95).

Δια του βαπτίσματος όντως αναγεννάται ο άνθρωπος εις καινότητα ζωής. Αυτή όμως η αναγέννηση είναι χάρισμα ζωής, που δεν αναιρεί την ελευθερία του ανθρώπου. Αντίθετα, την καταφά­σκει! Καταφάσκει και τις συνέπειες αυτής της ελευθερίας στη φύση του ανθρώπου. Καμιά φυ­σική μεταβολή δεν είναι δεδομένη και ανεξάρτητη από την προσωπική ελευθερία και ετερότητα. Το βάπτισμα δεν οδηγεί σε μια αναγκαστική και μη­χανική «ατρεψία». Και μετά το βάπτισμα, ο άνθρωπος παραμένει τρεπτός.

Αυτό είναι το πρώτο, που -νομίζω- πρέπει να έχωμε κατά νουν όταν ένας άνθρωπος έρχεται να εξομολογηθεί. Και γι’ αυτό ακριβώς, όταν ο από­στολος Πέτρος ρώτησε (και εκ μέρους μας) τον Χριστό «πόσες φορές πρέπει να συγχωρούμε τον αμαρτάνοντα», ο Χριστός έδωσε σ’ αυτόν (και σε μας) την απάντηση – εντολή: «εβδομηκοντάκις επτά».

Ας μη ξεχνάμε, λοιπόν, ότι και μετά το βάπτισμα ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα πτώσης. Και αυτή η πτώση του τον οδηγεί στον εκτροχιασμό της αγάπης του και στην αποξένωσή του από τον Θεό. Έτσι καταντά να αγαπά κάτι άλλο -τον κό­σμο, τον εαυτό του- και όχι τον Θεό και το θέλη­μά Του. Και υποδουλώνεται στο φρόνημα της σαρκός, που όχι απλώς τον αποξενώνει από τον Θεό αλλά είναι έχθρα προς τον Θεόν.

Συνείδηση αμαρτίας

   Και όσο κι αν τρομάξει ο εξομολογούμενος στην διάγνωση, ότι «αμαρτάνοντας γίνεται εχθρός του Θεού», θα πρέπει εν εμπόνω αγάπη και πολλή διακρίσει να τον βοηθούμε να συνειδητοποιήσει τις αληθινές διαστάσεις και συνέπειες της αμαρ­τίας. Να συνειδητοποιήσει δηλαδή ότι, αμαρτία δεν είναι η παράβαση κάποιων ηθικών κανόνων ή νομικών εντολών. Αμαρτία σημαίνει χωρισμό από τον Θεό, που είναι η όντως Ζωή. Άρα η αμαρτία οδηγεί στον θάνατο. Ή μάλλον σωστότερα: η αμαρτία είναι θάνατος.

Και κάτι ακόμη: ότι αμαρτάνοντας ο άνθρω­πος, κινείται εκών, όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Αυτός που ενεργεί την αμαρτία, δεν είναι ούτε κάποιο άλογο και άβουλο ζώο· δεν είναι κάποιος δαίμονας· δεν είναι κάποιος εχθρός έξωθεν επεισαγόμενος (όπως επισημαίνει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατηχ. Β’, 2). Η αμαρτία, λέγει ο άγιος Κύριλλος, είναι «βλάστημα κακόν αυξάνον από σού», δηλαδή εξ αιτίας σου.

 

Έτσι η γνήσια μετάνοια, στην οποία πρέπει εμείς να καθοδηγήσωμε τον αμαρτάνοντα, δεν είναι μια ευκολότερη ή δυσκολότερη απόφαση της θελήσεως μόνο, συνοδευομένη έστω από ψυ­χολογική συντριβή και υποσχέσεις «διορθώσεως». Αλλά είναι ένα καθολικό, προσωπικό επίτευγμα εμπειρίας της αλήθειας. Ένα επίτευγμα επιγνώσεως της πτώσεως του ανθρώπου και της αλήθειας από την οποία εξέπεσε.

Μόνο που πρέπει να οδηγηθεί σ’ αυτήν την επίγνωση με πολύ προσεκτικά βήματα. Θα ήταν τελείως αψυχολόγητο και ολέθριο για τον μετανοούντα, να τον στήσωμε απότομα μπροστά στον καθρέφτη και να του πετάξουμε κατάμουτρα το του οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού: «ουδέν έστιν ο άνθρωπος, αλλ’ η μικρά και ανθωρός απολλυμένη δυσωδία και χείρων πάσης της κτίσεως· διότι ουδεμία άλλη κτίσις ανέτρεψε την βουλήν του Θεού»! Αυτή είναι η αλήθεια! Ναι. Αλλά δεν λέ­γεται έτσι!

Ο σκοπός είναι, να οδηγήσωμε σταδιακά τον μετανοούντα στην σωστή συναίσθηση των αμαρτημάτων του. Και, ναι μεν «το αισθηθήναι τινά των αμαρτημάτων αυτού, εκ Θεού έστι γενόμενον χάρισμα», όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος (Τα ευρεθέντα Ασκητικά, λόγος ΘΑ’). Αλλά εδώ απαιτείται και η τέχνη του πνευματικού, ο οποίος πρέ­πει να χρησιμοποιήσει την μέθοδο, που χρησιμο­ποίησε ο προφήτης Ιεζεκιήλ για να βρει τα είδω­λα τα κρυμμένα στον Ναό του Σολομώντος: Είδε στον τοίχο του Ναού μια μικρή οπή. «Ιδού οπή μία· πλάτυνον αυτήν, λέγει Κύριος. Όρυξον και πλατύνας την οπήν ευρήσεις θύραν». Και με αυτό τον τρόπο βρήκε τα κρυμμένα είδωλα και τα βδελύγματα της ασεβείας.

Η μικρά οπή είναι το μικρό πταίσμα, που φα­νερώνεται εκουσίως από τον εξομολογούμενο. Πρέπει ο πνευματικός να μεγαλώσει την οπή και να κατορθώσει να μπει στην καρδιά του μετανοούντος, για να τον βοηθήσει να βγάλει από εκεί τις αμαρτίες του. Για να μεγαλώσει η οπή, θα μπο­ρούσαμε να χρησιμοποιήσομε την χειρουργική πείρα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος συνιστά:

«Πρόσελθε εκείνω (τω μετανοούντι) και είπε μικρόν εγκώμιον από των άλλων ων έχει πλεονε­κτημάτων και ώσπερ ύδατι θερμώ περικλύζων (λούζοντάς τον) τοις επαίνοις, ούτω χάλασαν (διάλυσε) αυτόν τον όγκον του τραύματος· ταλά­νισον και σαυτόν, κατηγόρησον του κοινού των ανθρώπων γένους, δείξον ότι πάντες εν αμαρτήμασι τυγχάνομεν, συμβούλευσον μη επιτακτικώς αλλά αδελφικώς· και τούτοις πάσι χάλασον (διάλυσε) την φλεγμονήν, παραμυθησάμενος την αλγηδόνα την εκ της τομής συμβαίνουσαν…» (P.G. 61, 579-580).

Έτσι πρέπει ο εξομολογούμενος να βοηθηθεί να βγάλει τις αμαρτίες του, μισώντας τες ελεύθερα (γιατί τον χωρίζουν από τον Θεό) και στρέφοντας ελεύθερα την αγάπη του προς τον Θεό. Να τις βγάλει δηλαδή, όχι για να εξιλεωθεί ατομικά· όχι για να δικαιωθεί· όχι για να καθησυχάσει την ψυ­χολογική του συνείδηση.

Εμείς πρέπει να δώσωμε στον εξομολογούμε­νο να καταλάβει ότι: Η αμαρτία δεν είναι ατομική ενοχή, που υπάγεται σε αντικειμενικές διαβαθμί­σεις. Δεν είναι «περίπτωση» νομική προκαθορι­σμένη, που απαιτεί εξαγορά με την επιβολή κά­ποιας ποινής. Η εξάντληση της αλήθειας του Μυ­στηρίου στην παραδοχή της ενοχής και στην επιβολή του προβλεπόμενου κανόνα, αρκεί για να μεταβάλει την εξομολόγηση σε ένα είδος ορθολο­γιστικής νομικής συναλλαγής.

Ιατρική Επιστήμη

   Είναι επομένως φανερό -και από τα παραπά­νω λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου- ότι η Εξομολόγηση δεν στηρίζεται στην άσκηση μιας νομικής επιστήμης. Είναι εφαρμογή ιατρικής επιστήμης. Ο εξομολόγος δεν είναι δικαστής αλλά ιατρός. «Και σαν άριστος Ιατρός, ο πνευματικός πατέρας, πρέπει να κάνει την κατάλληλη τομή στα τραύματα», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος. «Ούτε σε εκείνα που χρειάζονται βαθιά τομή να ενεργεί στην επιφάνεια, ούτε εκείνα που χρειά­ζονται ήπια φάρμακα, να τα παραδίδει στο νυστέ­ρι». Όλοι οι Πατέρες μιλούν για την Εξομολόγη­ση χρησιμοποιώντας μόνον ιατρική ορολογία.

Μόνο που η Εκκλησιαστική αυτή Ιατρική (όπως επισημαίνει ο Σεβ. άγιος Περγάμου Ιωάν­νης) δεν έχει καμία σχέση με τις κλασικές φυσιοκρατικές ή ιδεοκρατικές αντιλήψεις που κυριαρ­χούν στην σύγχρονη φιλοσοφία της Ιατρικής στην Δύση. Σύμφωνα με το ηδονοκρατικό πνεύμα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, που έχει τις ρί­ζες του στην χρηστική προσέγγιση των όντων, κα­θετί το οποίο προσφέρει ικανοποίηση και ευχαρίστηση είναι καλό. Και αντίθετα: νόσος είναι κα­θετί που προκαλεί πόνο. Έτσι σκοπός αυτής της Ιατρικής δεν είναι να αποκαταστήσει την υγεία του ανθρώπου, αλλά να εξαλείψει ή να ελαττώσει τον πόνο από την ζωή. Η Ιατρική γίνεται σε τε­λική ανάλυση ένα απέραντο φαρμακείο, που έχει σκοπό να προσφέρει αναλγητικά στον πάσχοντα άνθρωπο. Θεραπεία, λοιπόν, είναι η αναλγησία.

Το να παρασύρεται και η Εκκλησία από αυτές τις φυσιοκρατικές ή χρηστικο-αναλγητικές ιδέες αποτελεί ακύρωση του θεραπευτικού της έργου. Καρπός μιας τέτοιας αλλοτριώσεως είναι και η αντίληψη ότι στην εξομολόγηση πρέπει να βοηθή­σουμε απλώς τους πιστούς να νιώσουν ανακούφι­ση! Καρπός της ίδιας αλλοτριώσεως είναι και η κατάχρηση σήμερα της ποιμαντικής δήθεν ερωτήσεως: «τι σε αναπαύει;». Έτσι όμως ύψιστο κριτή­ριο ή και τεκμήριο της σωτηρίας καταντάει να είναι η ατομική ψυχολογική ικανοποίηση και ευφορία.

Οι άγιοι Πατέρες με πλήρη συναίσθηση της ιατρικής τους ευθύνης δεν χρησιμοποιούν μόνο αλοιφές, μαλακτικά και υπνωτικά που κατευνά­ζουν τον πόνο. Χρησιμοποιούν και «ξυρία» (ξυ­ράφια), «φλεβότομα, καυτήρας και μάχαιραν… Ει δε τούτων απορούμεν (ρωτάει ο άγιος Ιωάν­νης της Κλίμακας), πως την επιστήμην επιδειξώμεθα;». Επομένως, η με διάκριση χρήση όλων των ιατρικών μέσων έχει σκοπό, όχι την προσωρινή απαλλαγή από τον πόνο, αλλά την θεραπεία και ανόρθωση του τραυματισμένου και «ολοσώματον έχοντας την πληγήν» ανθρώπου.

Ας μη μας τρομάζει το γεγονός, ότι δεν έχομε να κάνωμε με απλές αμυχές και μικροτραύματα, αλλά με «ολοσώματον πληγήν». Εμείς ξεκινάμε από την «μηδενική βάση» (λέγει ο άγιος Μακά­ριος ο Αιγύπτιος), ότι όσο σακατεμένος κι αν είναι ο άνθρωπος, όσο κι αν εν ασθενεία των παθών γέγονε και άτονος κατέστη (δηλαδή χωρίς σφυγμό, σχεδόν αναίσθητος), όμως το ζητήσαι τον αλη­θινόν ιατρόν ΕΧΕΙ και ΔΥΝΑΤΑΙ. Γι’ αυτό εξ άλλου έφτασε και μέχρι την πόρτα του εξομολο­γητηρίου.

Από εκεί και πέρα, ο πνευματικός πρέπει να βγάλει την απωθητική άσπρη στολή του γιατρού και να γίνει κάτι περισσότερο, κάτι ανώτερο, κάτι σωστικότερο: να γίνει ένας πατέρας, ή μάλλον να γίνει ο πατέρας.

Γέννησις άνωθεν

   Έτσι ο εξομολόγος καλείται να γίνει αυτός, που θα γεννήσει «άνωθεν» τον προσελθόντα εις αυτόν. Η σχέση και ο δεσμός με ένα τέτοιο πνευ­ματικό οδηγό συνιστά το γεγονός πνευματικής πατρότητας, που «υποστασιάζει» το πρόσωπο στην ενότητα ζωής της Εκκλησίας.

Τελικά, δηλαδή, πρόκειται για όντως γέννηση στην όντως Ζωή και όχι για απλή θεραπεία ή παι­δαγωγία. Στον βαθμό βέβαια που είναι ενδοκοσμική θεραπεία και παιδαγωγία, το Μυστήριο είναι απόλυτα θεμιτό (και ενίοτε αναγκαίο) να διακονείται και από την χρήση ενδοκοσμικών ψυ­χοθεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών. Όταν όμως αυτές οι μέθοδοι απολυτοποιούνται και γίνονται αυτοσκοπός, τότε οδηγούμεθα με ασφά­λεια στην εκκοσμίκευση του Μυστηρίου. Το (εντός εισαγωγικών πλέον) Μυστήριο καταντάει να χαρακτηρίζεται (από την ενδοκοσμικότητα των στόχων του) ως ένα μόνο -κτιστών προδια­γραφών- θεραπευτικό σύστημα.

 

Εδώ, όμως, πρέπει να κάνωμε μία αληθινή γέννηση, η οποία δεν συνιστά απλώς κατ’ αναλογίαν (analogia entis) μία Πλατωνικής συλλήψεως αλληγορικο-συμβολική πράξη φυσικής γεννήσεως. Είναι ένας πραγματικός τοκετός με πραγμα­τικές ωδίνες «άχρις ου μορφωθή Χριστός» (Γαλ. 4, 19) εν ταις καρδίαις των εξομολογουμένων. Και μάλιστα πρόκειται για ωδίνες πολύ φοβερότερες των φυσικών ωδίνων, διότι «εκεί μεν της σαρκός ο πόνος· ενταύθα δε ου γαστέρα διατείνουσιν αι αλγηδόνες, αλλ’ αυτήν της ψυχής την ισχύν καταξαίνουσι», εξηγεί (μιλώντας και από προσωπική πείρα) ο πνευματικός πατήρ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και γι’ αυτούς, που αμφιβάλλουν, συνεχίζει ο άγιος Πατήρ: «.Και ίνα μάθης ότι θερ­μότεροι αύται αι ωδίνες, (σε ερωτώ) τις ποτέ υπέρ των τεχθέντων ηύξατο υπομείναι γέεναν; Και ου μόνον τούτο αλλά και ανάθεμα είναι από Χρι­στού;» (P.G. 49, 280Β).

Επομένως, η διαφορά μεταξύ αφ’ ενός του κατά σάρκα από τον κατά πνεύμα πατέρα, και αφ’ ετέρου των κατά σάρκα από τα κατά πνεύμα τέκνα, είναι οντολογική· όχι ηθική. Και η διαφορά αυτή έχει τόσο «τρομακτικές» (εντός εισαγω­γικών) διαστάσεις, ώστε να περιέχει την δυνατό­τητα επαναλήψεως της εμπειρίας ωδίνων: «υμάς ΠΑΛΙΝ ωδίνω», λέγει ο απόστολος Παύλος. Και θαυμάζει ο άγιος Χρυσόστομος, φωνάζοντας: ! Που ακούστηκε «υιόν, δεύτερον την μητρικήν γα­στέρα ταις ωδίσι διατείνειν;…» (P.G. 49,278).

Αυτές οι επαναστατικές αλλά και σωτήριες καινοτομίες, που εισήγαγαν στην επιστήμη της Μαιευτικής, Πνεύματι θείω φερόμενοι, οι πρώτοι Πνευματικοί Πατέρες -και πρότυπα Πνευματικής Πατρότητας- άγιοι Απόστολοι, μας αποκαλύπτουν (έστω) κάτι από το βάρος της ευθύνης της πνευματικής πατρότητας. Μας προϊδεάζουν για το τι είδους πατέρα πρέπει να συναντήσει, αυτός που έρχεται να εξομολογηθεί.

Και είναι φανερό από τους αναφερθέντες όρους τοκετός, ωδίνες, μητρική γαστήρ κ.τ.τ. (οι οποίοι δεν είναι καθόλου termini technici), ότι ο εξομολόγος πρέπει να γίνει, όχι ο πατέρας, αλλά μάλλον η μητέρα αυτού, που στέκεται στην πόρτα του εξομολογητηρίου. Γιατί στην πόρτα δεν βρί­σκεται απλώς ένας άρρωστος. Βρίσκεται ένα άρρωστο νήπιο, που ακόμη δεν έμαθε να μπουσουλάει· και το οποίο «καν μηδέν ισχύη διαπράττεσθαι η τοις ιδίοις ποσίν ελθείν προς την μητέρα αδυνατή, όμως κυλιέται και βοά και κλαίει ζητών­τας την μανούλα του ΕΝ ΠΟΝΩ ΚΑΙ ΚΡΑΥΓΗ» (Έχουμε την άνεση να χρησιμοποιούμε τους όρους μανούλα και πατερούλης, όχι «ποιητική αδεία», αλλά επειδή τα πρότυπα πνευματικής πα­τρότητας άγιοι απόστολοι Παύλος και Ιωάννης, προτιμούν τον όρο τεκνία αντί του όρου τέκνα).

asotos33

Μυστήριο Καταλλαγής

    Μόνο, λοιπόν, αν ο πνευματικός επιλάβηται και επαγκαλίσηται το νήπιο εν αγάπη, μόνον έτσι θα το βοηθήσει να νιώσει την Εξομολόγηση ως το κατ’ εξοχήν Μυστήριο της Καταλλαγής του ανθρώπου με τον Θεό. Εκεί «εχθροί όντες καταλ- λασσόμεθα τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού» (Ρωμ. 5,10). Πρόκειται βέβαια για μια καταλλαγή μονόπλευρη. Διότι «ουκ Εκείνος έστιν ο εχθραίνων, αλλ’ ημείς. Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει», τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (P.G. 61,478). Δεν έχει ο Θεός να διαλύσει κάποια υποτιθέμενη έχθρα Του προς τους ανθρώπους. Αντίθετα ο άνθρωπος έχει το πρόβλημα. Αυτός πρέπει να συμφιλιωθεί με τον Θεό: «Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής» (Β’ Κορ. 5, 19).

Αυτή όμως η καταλλαγή, όπως καταλαβαίνο­με, δεν είναι απλώς συμφιλίωση του ανθρώπου  με τον Θεό. Δεν είναι μία «νομική» συγχώρηση των αμαρτιών. Δεν είναι ένα αίσθημα οίκτου. Είναι η αίσθηση ότι ο Πατέρας μου με δέχεται πάλι στο σπίτι, όχι ως ένα των μισθίων Του, άλλα σαν παιδί Του και κληρονόμο Του. Αυτή η αίσθηση είναι μια καθαρή εκκλησιαστική εμπειρία, που την συναν­τάμε εκφραζομένη με ιδιαίτερη σαφήνεια στην Ακολουθία της Μοναχικής Κουράς, δεδομένου ότι η Μοναχική ζωή αποτελεί το πλήρωμα και την ανακεφαλαίωση του Μυστηρίου της Μετάνοιας. Σε μια ευχή αυτής της ακολουθίας διαβάζομε:

«Ο Πανοικτίρμων Θεός και πολυέλεος, ο τα άχραντα σπλάγχνα της αυτού ανεξιχνιάστου αγαθότητος υπανοίγων παντί τω προσερχομένω αυτώ πόθω και αγάπη θερμή· ο ειπών ότι επιλήσεται γυνή τα έκγονα αυτής η εγώ επιλήσομαί σου… επιλάβοιτο και επαγκαλίσαιτο και γένοιτό σοι παρακλήσεως αφορμή… συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων σου την καρ­διάν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος…».

Χωρίς σχόλια, επισημαίνομε κάτι που δηλώνε­ται ξεκάθαρα στην παραπάνω ευχή, μας το τόνισε προηγουμένως ο άγιος Μακάριος και το επανα­λαμβάνει και ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: ότι δηλαδή, η αγκαλιά του πνευματικού πατρός πρέ­πει να είναι πιο ζεστή από την αγκαλιά της σαρ­κικής μητρός: «Επιλήσεται γυνή τα έκγονα αυτής η εγώ επιλήσομαί σου…». Και αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με γλυκανάλατους συναισθηματισμούς ούτε με νοσηρές προσκολλήσεις. Απλώς είναι μια από ανθρωπολογική σκοπιά παρατήρηση, που το­νίζει το ποιόν της μητρικής φιλοστοργίας που έχει ανάγκη ο μετανοών.

* * *

    Αν θα θέλαμε να ανακεφαλαιώσωμε επιγραμ­ματικά τα όσα ατάκτως εκθέσαμε ανωτέρω, ίσως θα αρκούσε το ακόλουθο τροπάριο από την Ακο­λουθία της Κουράς, που μας υπενθυμίζει το υπό του Χριστού προβαλλόμενο πρότυπο μετάνοιας και το υπό του Χριστού προβαλλόμενο πρότυπο πνευματικού πατρός:

Ο Πανάγαθος Πατήρ, τον εκ της αμαρτίας προς την πατρικήν εστίαν αναδραμόντα Άσωτον Υιόν, προϋπαντήσας ασπάζεται· και πάλιν της ιδίας δόξης χαρίζεται τα γνωρίσματα, και μυ­στικήν τοις άνω επιτελεί ευφροσύνην, θύων τον μόσχον τον σιτευτόν ίνα ημείς αξίως πολιτευσώμεθα, του τε θύσαντος φιλάνθρωπου Πατρός, και του ενδόξου θύματος, του Σωτήρος των ψυχών ημών.

 

1 Λουκ. 5,20

2 Ματθ. 2,7

 

Περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ -8- 2000 –  ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ