ΔΡ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
Τὸ θέμα τῆς διάσωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ποῦμε μερικὰ πράγματα ποὺ εἶναι λίγο ὣς πολὺ γνωστὰ σὲ ὅλους· μᾶς δίνει ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε καὶ κάποια σημεῖα ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους, πλὴν ὅμως ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴ σωστὴ ἀποτίμηση τῆς στάσεως τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στὴν ἑλληνικὴ παιδεία.
Α’
Τὸ κατηγορητήριο
Ἡ τύχη τῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας συμβαίνει συχνὰ νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ὀξύτατων ἀντι- παραθέσεων. Ἀπὸ τὴ μιά, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ γόνιμη σύνθεση χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἑλληνικῆς παιδείας στὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴ διάσωση μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἀκούγεται ὅλο καὶ συχνότερα ἕνα δριμύτατο κατηγορητήριο, τὸ ὁποῖο θὰ μπορούσαμε νὰ συμπυκνώσουμε ὡς ἑξῆς: «Ἂν ἀναγνώσουμε τὰ πατερικὰ κείμενα, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ καταδικάζουν τὸν ἑλληνισμὸ καὶ νὰ μιλοῦν μὲ τὴν πιὸ μεγάλη περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ διαρκὴς ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, χαρακτηριστικὰ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, δὲν εἶχαν καμμία θέση στὴ χριστιανικὴ ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τοῦ “Πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα”, τῆς καταπίεσης τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς ἐλεύθερης σκέψης. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ἔπρεπε νὰ παύσει, τώρα ποὺ ἡ ἀλήθεια εἶχε “ἀποκαλυφθεῖ”. Ἔτσι, οἱ χριστιανοὶ ἐπεδόθησαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς σὲ ἕνα συστηματικὸ διωγμὸ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ παρεῖχε ἄπλετο ἡ ἑλληνικὴ παιδεία, τὸ Βυζάντιο βύθισε τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι τοῦ μεσαίωνα. Στοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν χάθηκαν ὁριστικὰ ἀνεκτίμητοι θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς καὶ διώκτης τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ χρειάζεται πολὺ θράσος, γιὰ νὰ μιλάει κανεὶς σήμερα γιά “γόνιμη σύνθεση” ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ».
Οἱ ἀπώλειες
Σίγουρα, ἕνα μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας δὲν ὑπάρχει πιά. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προχωρήσουμε πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση, καὶ τολμήσουμε ἕναν καταλογισμὸ εὐθυνῶν γιὰ τὴν ἀπώλεια πολλῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, δὲν θὰ δυσκολευθοῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὶς ὑπεραπλουστευτικὲς καὶ ἀνιστόρητες σχηματοποιήσεις ποὺ ἀκούγονται συχνά.
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ προσδιορίσουμε πότε ἀκριβῶς καὶ κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες χάθηκαν οἱ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας τῶν ὁποίων ἐμεῖς σήμερα θρηνοῦμε τὴν ἀπώλεια. Τὸ μόνο βέβαιο εἶ ναι ὅτι ἐπ’ οὐδενὶ περιπτώσει δὲν δικαιούμαστε νὰ περιορίσουμε χρονικὰ τὴν ἀπώλεια τῶν θησαυρῶν αὐτῶν τῆς ἀρχαίας γραμματείας στούς «σκοτεινούς» αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ σύγχρονος μελετητὴς δὲν μπορεῖ νὰ κλείνει τὰ μάτια του μπροστὰ στὸ γεγονὸς ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα μεγάλο μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶχε χαθεῖ ἢ κινδύνευε νὰ χαθεῖ ὁριστικά. Ὁ Ἰουλιανὸς σὲ μιὰ σῳζόμενη ἐπιστολή του μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἤδη στὴν ἐποχή του εἶχαν χαθεῖ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν.1 Καὶ βεβαίως, ἂν εἶχαν χαθεῖ τὰ ἔργα δύο ὁλόκληρων φιλοσοφικῶν σχολῶν ποὺ εἶχαν μεγάλη ἀπήχηση καὶ εἶχαν ἀσκήσει σημαντικὴ ἐπίδραση λίγο μόλις καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ, τότε δὲν χρειάζεται μεγάλη φαντασία, γιὰ νὰ ἀναλογισθοῦμε ποιὰ θὰ ἦταν ἡ μοῖρα ἄλλων συγγραμμάτων ἥσσονος σημασίας ἢ παλαιοτέρας ἐποχῆς.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰουλιανοῦ δὲν εἶναι ἡ μόνη. Μερικὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰουλιανοῦ στὸν θρόνο, ὁ φιλόσοφος Θεμίστιος στὸν λόγο του Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον χαιρετίζει τὴν πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ὀργάνωση μεγάλου ἀντιγραφικοῦ ἐργαστηρίου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς μιὰ κίνηση ποὺ σῴζει καὶ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὸν ᾍδη «πολλοὺς ὑποφῆτες καὶ νεωκόρους τοῦ Ὁμήρου, πολλοὺς θεραπευτὲς τοῦ Ἡσιόδου, καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χρύσιππο ἤδη καὶ τὸν Ζήνωνα καὶ τὸν Κλεάνθη, καὶ ὁλόκληρους χοροὺς ἀπὸ τὸ Λύκειο καὶ τὴν Ἀκαδημία, καὶ μὲ λίγα λόγια ἀναρίθμητο στῖφος ἀρχαίας σοφίας (..) θαμμένο στὸ σκοτάδι».2 Τὰ λόγια τοῦ Θεμιστίου μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅτι ἤδη στὰ μέσα τοῦ τετάρτου αἰῶνα δὲν ἀντιμετώπιζαν τὸ φάσμα τῆς ἀπωλείας μόνο τὰ συγγράμματα κάποιων ἄσημων ἢ καὶ τυχάρπαστων συγγραφέων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα κορυφαίων ὀνομάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας: ὅλων σχεδὸν τῶν ποιητῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν φιλοσόφων, Στωικῶν, Ἀριστοτελικῶν καὶ Πλατωνικῶν. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ Θεμίστιος ὑπερβάλλει, ἐπιθυμών τας νὰ ἐξάρει ἀκόμη περισσότερο τὴν πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου,3 τὰ ὅσα λέει μᾶς πείθουν ἀσφαλῶς ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας μεγάλο μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶχε χαθεῖ ἢ κινδύνευε νὰ χαθεῖ ὁριστικά.
Τὰ παραπάνω καταδεικνύουν πόσο ἀφελὲς ἢ καὶ σκοπίμως παραπλανητικὸ εἶναι νὰ καταλογίζουμε στό «κακό» Βυζάντιο τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν θησαυρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὅπως ἀναγνωρίζει σήμερα ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ἀπώλεια αὐτὴ εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ στὸ μεγαλύτερο μέρος της, πολὺ προτοῦ ἀρχίσει νὰ ὑπάρχει Βυζάντιο. Οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson ἐπισημαίνουν ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸν τρίτο αἰῶνα, δηλαδὴ πρὶν ἀρχίσει ἡ περίοδος ποὺ ὀνομάζουμε βυζαντινή, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀσυνήθιστο νὰ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἕνας ὁποιοσδήποτε μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ νὰ δείχνει ὅτι γνώριζε κείμενα ποὺ δὲν ἔχουν σωθεῖ ὣς τὶς μέρες μας!4 Σὲ μιὰ προσπάθεια μάλιστα νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτὴ ἡ πρώιμη ἀπώλεια, ἔχει διατυπωθεῖ ἡ θεωρία ὅτι κάποιος διακεκριμένος σχολάρχης τοῦ δευτέρου ἢ τοῦ τρίτου αἰῶνα εἶχε καταρτίσει ἕναν κατάλογο κειμένων γιὰ σχολικὴ χρήση, ὁ ὁποῖος υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλες τὶς σχολὲς καὶ ἔτυχε τέτοιας καθολικῆς ἀποδοχῆς, ὥστε κανένα κείμενο ποὺ δὲν περιλαμβανόταν σὲ αὐτὸν τὸν κατάλογο δὲν διαβαζόταν πλέον καὶ δὲν ἀντιγραφόταν τόσο συχνά, ὥστε νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἐπιβίωσή του· γιὰ παράδειγμα, στὸν κατάλογο περιλαμβάνονταν ἀπὸ ἑπτὰ δράματα τοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ Σοφοκλέους, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει σωθεῖ κανένα ἄλλο ἔργο τῶν δύο αὐτῶν τραγικῶν. Ἡ θεωρία αὐτὴ δὲν εἶναι βεβαίως τίποτε περισσότερο ἀπὸ μιὰ ὑπόθεση, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται σὲ κάποια θετικὴ μαρτυρία τῶν πηγῶν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο καὶ δὲν ἐπιδέχεται καμμία ἀπολύτως ἀμφισβήτηση εἶναι ὅτι πολλοὶ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶχαν ἤδη χαθεῖ, πολὺ πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑπάρχει Βυζάντιο, καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἄστοχο νὰ θεωροῦμε τὸ Βυζάντιο ὑπεύθυνο γι’ αὐτὴ τὴν ἀπώλεια.
Πιθανὸν ὅμως νὰ ἀντιτείνει κανεὶς ὅτι, παρ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀπώλειες, ὅταν ὁ Μέγας Φώτιος (820-891) συνέγραφε τὴ Μυριόβιβλό του τὸν ἔνατο αἰῶνα,5 εἶχε ἀκόμη μπροστά του ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἔργων ποὺ σήμερα ἔχουν χαθεῖ ὁριστικά.
Ἄρα, κάποιες ἀπώλειες θὰ ἐπισυνέβησαν καὶ μετὰ τὸν ἔνατο αἰῶνα. Σύμφωνοι!
Ὅσο ὅμως καὶ ἂν προσπαθήσουμε, φαίνεται παράλογο νὰ καταλογίζουμε στὸ Βυζάντιο τὴν εὐθύνη γι’ αὐτὲς τὶς ἀπώλειες.
Ἕνα τραγικὸ γεγονὸς ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὴν ἀπώλεια πολλῶν συγγραμμάτων εἶναι ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς κατ’ ὄνομα «σταυροφόρους» τῆς Δύσεως τὸ 1204. Τότε, τὸ 1204, ὑπολογίζεται ὅτι χάθηκαν ὁριστικὰ στὰ χέρια τῶν βάρβαρων σταυροφόρων τόσοι θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson διατυπώνουν τὴν τολμηρὴ ἐκτίμηση ὅτι γιὰ τὸν ἱστορικὸ τῆς λογοτεχνίας ἡ πρώτη αὐτὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ καταστροφὴ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅ,τι ἡ γνωστότερη ἅλωση τοῦ 1453, καὶ συμπληρώνουν ὅτι, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἐλάχιστα πράγματα ἀπέμεναν πιὰ νὰ ἀνακαλυφθοῦν ἀπὸ τοὺς λογίους τῆς Ἀναγέννησης.6 Ὡστόσο, οἱ Τοῦρκοι δὲν παρέλειψαν νὰ συμπληρώσουν τὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς. Ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως τὸ 1453 πολλὰ ἱερὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ φιλοσοφικὰ συγγράμματα παρεδόθησαν στὴ φωτιά, καταπατήθηκαν βάρβαρα ἢ πωλήθηκαν ἀντὶ εὐτελέστατου ποσοῦ, σὲ μιὰ προκλητικὴ ἐκ δήλωση περιφρόνησης τοῦ βάρβαρου νικητῆ γιὰ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἡττημένου.7 Ὁ Μιχαὴλ Δούκας ἀναφέρεται στὰ ἀμέτρητα βιβλία ποὺ διασκορπίσθηκαν σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση, καὶ γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι «μὲ ἕνα νόμισμα πωλοῦνταν δέκα βιβλία, ἀριστοτελικά, πλατωνικά, θεολογικὰ καὶ κάθε ἄλλο εἶδος βιβλίου».8 Ἐξυπακούεται ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία χάθηκαν ὁριστικά. Ἀλλὰ θὰ ἦταν βεβαίως ἐντελῶς παράλογο νὰ θεωρήσουμε τὸ Βυζάντιο ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀπώλειες αὐτές, ποὺ ὑπῆρξαν μία ἀπὸ τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἁλώσεως τοῦ 1453, ἢ καὶ τῆς προηγούμενης ἁλώσεως τοῦ 1204.
Σίγουρα, λοιπόν, χάθηκαν πραγματικοὶ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας· ἀλλὰ δὲν βλέπουμε πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ ἐγκαλέσουμε γι’ αὐτὴ τὴν ἀπώλεια τὸ Βυζάντιο ἢ τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμό. Ἀπεναντίας, μάλιστα, εἶναι χρήσιμο νὰ ποῦμε ἐδῶ διαρρήδην κάποια πράγματα ποὺ ὅλοι μας λίγο ὣς πολὺ γνωρίζουμε, ἔστω καὶ χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ πλήρως τὴ σημασία τους: ὅτι ὄχι μόνο δὲν δικαιούμαστε νὰ ἐγκαλοῦμε τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμὸ γιὰ τὴν ἀπώλεια πολλῶν θησαυρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀλλὰ ἀντιθέτως δὲν πρέπει νὰ παύσουμε οὔτε στιγμὴ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε, γιατὶ σὲ αὐτὸν ὀφείλουμε ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς ἀρχαιότητας ποὺ ἔχουμε ἀκόμη στὰ χέρια μας, καὶ οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς κάνουν νὰ νοσταλγοῦμε καὶ τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἔχουμε χάσει.
Ἡ ἐκστρατεία διάσωσης τῆς ἀρχαίας γραμματείας
Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ τονίσουμε ἰδιαίτερα. Ἂν ἔχουμε σήμερα στὰ χέρια μας ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἂν ἔχουμε τὴν εὐκαιρία καὶ τὸ προνόμιο νὰ διδασκόμαστε καὶ νὰ μελετᾶμε στὰ σχολεῖα καὶ στὰ Πανεπιστήμια τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν, ἱστορικῶν καὶ φιλοσόφων, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὸ Βυζάντιο.
Διότι, σὲ μιὰ περίοδο κα τὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη οὔτε ἡ τέχνη τῆς τυπογραφίας οὔτε τεχνικὲς συν τήρησης τῶν χειρογράφων, ἡ ἐπιβίωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας στηριζόταν ἀποκλειστικὰ σὲ μιὰ ἰδιαίτερα ἐπίπονη καὶ ἀπαιτητικὴ ἐργασία ἀντιγραφῆς χειρογράφων, ἡ ὁποία ἐπὶ αἰῶνες ὁλόκληρους γινόταν συστηματικὰ στὰ μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ ἀνώνυμους μοναχοὺς ἀντιγραφεῖς.
Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι κανένας ἀπολύτως, οὔτε λόγιος οὔτε ἐρευνητής, δὲν ἔχει προσφέρει στὴν ἑλληνικὴ παιδεία ὅσα προσέφεραν ἐπὶ αἰῶνες αὐτοὶ οἱ ἀνώνυμοι μοναχοί. Καὶ ἂν μὲν ζητούσαμε ἀπὸ ὅσους κόπτονται σήμερα γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας νὰ ἀντιγράψουν διὰ χειρὸς ἕνα καὶ μόνο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ σύγγραμμα, αὐτοὶ θὰ ἔβρισκαν τὴ δουλειὰ ἰδιαίτερα ἐπίμοχθη· οἱ μοναχοὶ ἀντιγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου ἀντίθετα, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ καταδικάζουν ὡς ἐχθροὺς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ὄχι ἁπλῶς ἀντέγραφαν βιβλία ἐπὶ βιβλίων μὲ ἀπίστευτη ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, ἀλλὰ μᾶς ἄφησαν καὶ χειρόγραφα ποὺ κάθε σελίδα τους εἶναι καὶ ἕνα ἔργο τέχνης.
Ἤδη ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς βυζαντινῆς περιόδου, στήθηκε μιὰ τινάνια ἐπιχείρηση γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Τὸ 357 μ.Χ., κατὰ διαταγὴν τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου (317-361, αὐτ. 351-361), ἱδρύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη βιβλιοθήκη καὶ ὀργανώθηκε μεγάλο ἀντιγραφικὸ ἐργαστήριο.
Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου ποὺ εἴδαμε παραπάνω νὰ ἐξαίρεται μὲ ἀνυπόκριτο ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν φιλόσοφο Θεμίστιο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐργαστήριο, τὸ ὁποῖο, ὅπως γράφει ρητῶς ὁ Θεμίστιος,9 ἐπιχορηγεῖτο ἀπὸ τὸ κράτος, ἐπαγγελματίες καλλιγράφοι ἀντιγραφεῖς ἐργάζονταν συστηματικὰ γιὰ τὴν ἀντιγραφή –καὶ συνεπῶς γιὰ τὴ διάσωση– τῶν παλαιῶν καὶ φθαρμένων χειρογράφων.
Ὁ Θεμίστιος, ἂν καὶ ἐθνικὸς τὸ φρόνημα, καὶ κατὰ συνέπειαν παρὰ τὶς διαφορετικὲς ἀπὸ τὸν χριστιανὸ Κωνστάντιο θρησκευτικές του πεποιθήσεις, δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ χαιρετίσει αὐτὴ τὴν πρωτοβουλία ὡς μιὰ κίνηση ποὺ θὰ ἐπέτρεπε νὰ σωθοῦν ἔργα ποὺ διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο («κινδυνεύοντα παντάπασιν»),10 καὶ γρήγορα θὰ ἔκανε νὰ ἀναβιώσουν ἐνώπιον ὅλων ὁ πάνσοφος Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Δημοσθένης καὶ ὁ Ἰσοκράτης καὶ ὁ Θουκυδίδης (ὅλοι αὐτοὶ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Θεμίστιο ὀνομαστικά).11 Καὶ αὐτοὶ μὲν οἱ συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τῆς ἐποχῆς, μπορεῖ οὕτως ἢ ἄλλως νὰ μὴν κινδύνευαν, ἀλλὰ ὁ Θεμίστιος, ὅπως ἄλλωστε εἴδαμε, σπεύδει νὰ τονίσει ὅτι ἡ πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου θὰ ἐπιτρέψει τὴ διάσωση «ἀναρίθμητου στίφους ἀρχαίας σοφίας», ποὺ ἀντιμετώπιζε ἤδη τὸ φάσμα τῆς ἀπωλείας.12 Εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ διαφορετικὲς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις δὲν τύφλωσαν τὸν ἐθνικὸ Θεμίστιο καὶ δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀνεπιφύλακτη καὶ ἀπεριόριστη ἐπιδοκιμασία του γιὰ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου, ἡ ὁποία ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς.
Ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, εἰδικὰ στὸν Κωνστάντιο ἡ ἀνθρωπότητα ὀφείλει πολλὲς χάριτες, διότι ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε ἡ πρώτη ἐπίσημη προσπάθεια γιὰ διάσωση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς ἐπικράτησε στὴ δημόσια ζωή.13 Ἡ κίνηση τοῦ Κωνσταντίου δὲν ἔμεινε χωρὶς συνέχεια. Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, στὶς 8 Μαΐου 372, ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (328-378, αὐτ. 364-378) μὲ διάταγμά του14 διέταξε τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς βασιλικῆς βιβλιοθήκης καὶ τὴν πρόσληψη νέων πεπειραμένων καλλιγράφων ἀντιγραφέων, μὲ στόχο τὴν ἐντατικοποίηση τῆς προσπάθειας ἀντιγραφῆς καὶ διάσωσης τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἔτσι, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ θεωρήσει ὅτι ἡ πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου ἐγκαινίασε μιὰ συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Μέχρι στιγμῆς ἔχουμε ἑστιάσει τὴν προσοχή μας στὶς προσπάθειες ποὺ καταβλήθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου διαλόγου ἀνάμεσα στὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὸν χριστιανισμὸ τὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πολὺ μακρύτερα, στὶς νοτιο ανατολικὲς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας, καὶ πρὸ πάντων στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια. Οἱ περιοχὲς αὐτὲς δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀποτελοῦν τὰ σημαντικώτερα κέντρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, παρὰ μόνον τὸν τραγικὸ ἐκεῖνο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν πρῶτα ἡ Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη τὸ 638 καὶ κατόπιν ἡ Αἴγυπτος τὸ 642 ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἀράβων.
Ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴ τὴν κατάκτηση, ὁ Wilamowitz κάνει λόγο γιά «κατάρρευση» καὶ παρ’ ὀλίγον τέλος τῆς φιλολογίας,15 πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἀπολύτως κατανοητό, ἂν ἀναλογισθοῦμε ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν κατάκτηση βρέθηκαν αἴφνης ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας τὰ κατὰ παράδοσιν σημαντικώτερα κέντρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τὰ ὁποῖα προφανῶς σήκωναν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς προσπάθειας γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ὅπως γράφει ὁ Nigel Wilson, μόνο τότε, ὅταν οἱ νοτιοανατολικὲς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν Ἀράβων, ἄρχισε ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ κατέχει μιὰ ἀδιαφιλονίκητη θέση ὡς τὸ κέντρο μάθησης καὶ παιδείας.16 Ἔτσι, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀποτέλεσε τὸ μόνο κέντρο στὸ ὁποῖο προωθήθηκε ἡ προσπάθεια γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὁ André Guillou ἐπισημαίνει χωρὶς δόση ὑπερβολῆς ὅτι ὅλες οἱ πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας γνώρισαν κέντρα ἀντιγραφῆς ἑλληνικῶν κειμένων, καὶ μάλιστα δίδει ἕναν κατάλογο ἀπὸ πόλεις στὶς ὁποῖες ἔχουμε ἀσφαλεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τέτοιων ἀντιγραφικῶν κέντρων·17 ὁ κατάλογος ἐντυπωσιάζει, καθὼς ἀποκαλύπτει ὅτι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία εἶχε στηθεῖ ἕνα τεράστιο ἐργαστήρι γιὰ τὴ διάσωση τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας.
Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἴσως ἀκόμη πιὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Βυζάντιο φαίνεται νὰ εἶχε σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ πλήρη συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Χάρη σὲ αὐτὴ τὴ συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς, κατέστη δυνατὸν νὰ ξεπερασθοῦν πολλὰ ἐμπόδια ποὺ ὑπέσκαπταν τὴν προσπάθεια γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας.
Τὰ ἐμπόδια δὲν περιορίζονταν βεβαίως στὴν ἀμείλικτη φθορὰ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου. Ἕνα σημαντικώτατο ἐμπόδιο ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: Πολλὰ συγγράμματα περιεῖχαν –ἢ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι περιεῖχαν– ἀντιχριστιανικὲς θέσεις ἢ αἱρετικὲς διδασκαλίες, συνεπείᾳ τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσαν κάλλιστα νὰ χαρακτηρισθοῦν «ἐπικίνδυνα» καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν πικρὸ δρόμο τῆς καταστροφῆς καὶ τῆς ἀπώλειας. Καὶ ὅμως, τὸ Βυζάντιο εἶχε τέτοια συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ὥστε βρῆκε τὸν τρόπο νὰ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο: Οἱ μεγάλες βιβλιοθῆκες στὸ Βυζάντιο διατηροῦσαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, στὸ ὁποῖο φυλάσσονταν κλειδωμένα τά «ὕποπτα» συγγράμματα, ὥστε νὰ ξεφεύγουν τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ νὰ παραδίδονται στὶς ἑπόμενες γενιές, χωρὶς ὅμως τὸ εὐρὺ κοινὸ νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει πρόσβαση σὲ αὐτὰ καὶ νὰ ζημιώνεται ἀπὸ τίς «ἐπικίνδυνες» θέσεις τους. Ὁ Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ ὄγδοου αἰῶνα († 733), μνημονεύει ρητῶς ἕνα τέτοιο κιβώτιο ποὺ ὑπῆρχε στὴν πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη.18
Ἀφορμώμενος ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ διατήρησης εἰδικοῦ κιβωτίου γιὰ τά «ὕποπτα» συγγράμματα, ὁ Nigel Wilson βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τονίσει ὅτι «μιὰ συνεπὴς πολιτικὴ καταστροφῆς κάθε κειμένου ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν στὴν ἀξίωση τῆς καθαρῆς ὀρθοδοξίας δὲν μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ στὸ Βυζάντιο».19 Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε ἕνα βῆμα πέρα ἀπὸ τὸν Wilson, καὶ νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι στὸ Βυζάντιο μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ μιὰ συνεπὴς πολιτικὴ γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας.
Ἀκόμη καὶ ὅταν κάποια βιβλία κρίνονταν ἐπικίνδυνα, οἱ ταγμένοι θεματοφύλακες τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς στὸ Βυζάντιο ἦταν πρόθυμοι νὰ καταφύγουν σὲ κάθε ἄλλη πρακτική, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ καταστρέψουν –ἢ ἔστω νὰ ἀφήσουν νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου– τά «ἐπικίνδυνα» βιβλία. Ἡ διατήρηση καὶ μόνο ἑνὸς τέτοιου κιβωτίου, τὸ ὁποῖο προοριζόταν νὰ εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας γιὰ πλῆθος συγγραμμάτων ποὺ διαφορετικὰ θὰ χάνονταν ὁριστικά, εἶναι μιὰ πραγματικὰ ἐκπληκτικὴ πρακτική, ἀπὸ ὅποια πλευρὰ καὶ ἂν τὴ δεῖ κανείς, καὶ ἀποδεικνύει ὅτι τὸ Βυζάντιο εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς καὶ τὴν παράδοσή της στὶς ἑπόμενες γενεές.
1 Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΠΘʹ b. Θεοδώρῳ ἀρχιερεῖ, ed. J. Bidez, 354-357: «Μήτε Ἐπικούρειος εἰσίτω λόγος μήτε Πυρρώνειος· ἤδη μὲν γὰρ καλῶς ποιοῦντες οἱ θεοὶ καὶ ἀνῃρήκασιν, ὥστε ἐπιλείπειν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν βιβλίων».
2 Θεμιστίου, Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον, ed. H. Schenkl καὶ G. Downey, 60b7-c7: «τούτους βιάζεται θνητοὺς ὄντας ἀθανάτους ποιεῖν ἡ βασιλέως προμήθεια, πολλοὺς μὲν Ὁμήρου ὑποφῆτας καὶ νεωκόρους, πολλοὺς δὲ Ἡσιόδου θεραπευτάς, Χρύσιπόν τε αὐτὸν ἤδη καὶ Ζήνωνα καὶ Κλεάνθην, χορούς τε ὅλους ἐκ Λυκείου καὶ Ἀκαδημίας, ἐν βραχεῖ τε εἰπεῖν στῖφος ἀνάριθμον ἀρχαίας σοφίας, οὐ κοινῆς οὐδὲ ἐν μέσῳ κυλινδουμένης, ἀλλὰ σπανίου τε καὶ ἀποθέτου, ἀμένηνόν τε ἤδη καὶ ἐξίτηλον, ἐν τῷ χρόνῳ ἐν σκότῳ κατορωρυγμένον, κινεῖ καὶ ἐγείρει ὥσπερ ἐξ Ἅιδου, καὶ τοι αῦτα ἕτερα ὑμῖν καὶ ἀμείνω ἀγάλματα ἀνίστησι τῶν Μουσῶν».
3 Κατὰ τὸν Nigel Wilson βεβαίως «ἡ ἄποψη ὅτι οἱ ποιητὲς ἐκτὸς τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου κιν δυνεύουν εἶναι ὑπερβολή, μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἕνας συγγραφέας πανηγυρικοῦ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του» (N.Wilson, Scholars of Byzantium, Duckworth, London 1983, σελ. 50 (= N. G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, μετάφρ. Νικ. Κονομῆ, Ἀθήνα 1991, σελ. 75)).
4 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latinliterature, Clarendon Press, Oxford 19752, σελ. 46 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, μετάφρ. Νικ. Μ. Παναγιωτάκη, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1981, σελ. 71).
5 Γιὰ τὴ νεώτερη ἔκδοση τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ ἔργου βλ. ed. R. Henry, Photius. Bibliothèque, 8 vols, Les Belles Lettres, Paris 1959 (1), 1960 (2), 1962 (3), 1964 (4), 1967 (5), 1971 (6), 1974 (7), 1977 (8).
6 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 63 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 92).
7 Μιχαὴλ Κριτοβούλου, Ἱστορίαι, ed. D. R. Reinsch, Α΄ 62, 3.1-5: «Βίβλοι τε ἱεραὶ καὶ θεῖαι, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν ἔξω μαθημάτων καὶ φιλοσόφων αἱ πλεῖσται, αἱ μὲν πυρὶ παρεδίδοντο, αἱ δὲ ἀτίμως κατ επατοῦντο, αἱ πλείους δὲ αὐτῶν οὐ πρὸς ἀπόδοσιν μᾶλλον ἢ ὕβριν δύο ἢ τριῶν νομισμάτων, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ὀβολῶν ἀπεδίδοντο».
8 Μιχαὴλ Δούκα, Ἱστορία Τουρκοβυζαντινή, ed. V. Grecu, 42, 1.11-14: «Τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας ὑπὲρ ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας ταῖς ἁμάξαις φορτηγώσαντες ἁπανταχοῦ ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ δύσει διέ σπειραν. Δι’ ἑνὸς νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσκοντο, Ἀριστοτελικοί, Πλατωνικοί, Θεο λο γικοὶ καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βιβλίου».
9 Θεμιστίου, ὅ.π., 60a1-2: «καὶ ἐπιδίδωσι τὴν χορηγίαν τῷ ἐπιτηδεύματι».
10 Θεμιστίου, ὅ.π., 59d6-7. 11 Θεμιστίου, ὅ.π., 60a6-b1: «Καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν δημοσίᾳ ὁ πάνσοφος Πλάτων, ἀναβιώσεται δὲ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ὁ ῥήτωρ ὁ Παιανιεύς, καὶ ὁ τοῦ Θεοδώρου καὶ ὁ τοῦ Ὀλώρου».
12 Θεμιστίου, ὅ.π., 60b1 κ.ἑ.
13 Αἰκατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ ἱστορία, Ἀθῆναι 1975, σελ. 123.
14 Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen καὶ Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 787, XIV, 9, 2.1-5 (372 Mai. 8): “IDEM (sc. IMPP. VAL(ENTINI)ANUS, VA- LENS ET GR(ATI)ANUS) AAA. CLEARCHO P(RAEFECTO) U(RBI). Antiquarios ad bibliothe- cae codices com po nendos vel pro vetustate reparandos quattor Graecos et tres Latinos scribendi peritos legi iudemus. Qui bus de caducis popularibus, et ipsi enim videntur e populo, conpetentes inpertiantur annonae: ad eiusd em bibliothecae custodiam condicionalibus et requirendis et protinus adponendis. DAT. VIII ID. MAI. MOD(ESTO) ET ARINT(HAEO) CONSS.”.
18 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Πρὸς Ἄνθιμον διάκονον, Λόγος διηγηματικὸς περί τε τῶν ἁγίων Συνόδων καὶ τῶν κατὰ καιροὺς ἀνέκαθεν τῷ ἀποστολικῷ κηρύγματι ἀναφυεισῶν αἱ ρέ σε ων, ιδ΄, ed. J.- P. Migne, PG 98, 53.1-5: «Διὰ ταύτας γὰρ αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Εὐσεβίου Παμφίλου) τὰς λεχθείσας δόξας, καὶ οἱ τὴν βιβλιοθήκην ἡμῖν κατασκευάσαντες, οὐδαμῶς τοῖς ὀρθοδόξων πονήμασι τὰ βιβλία αὐτοῦ συναπέθεντο, ἀλλὰ χωρὶς μετὰ τὸ πλήρωμα τούτων, εἰς τὴν ἀπαρχὴν τῶν αἱρετικῶν βιβλίων ἐν τῷ ἰδίῳ κιβωτίῳ ἐγκατέθεντο».
19 Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 15 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 32).
Β’
Ρητορικὴ παιδεία καὶ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας
Ἕνας παράγοντας ποὺ παραδόξως εὐνόησε κατεξοχὴν τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας στὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ γλωσσικὸς συντηρητισμὸς τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ξεχωριστὴ θέση ποὺ εἶχε ἡ ρητορικὴ στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν. Αὐτὸς ὁ παράγοντας, ὁ ὁποῖος κατὰ τ’ ἄλλα προκαλεῖ ἀκόμη καὶ τὴν ἀποστροφὴ τῶν σύγχρονων μελετητῶν, φαίνεται ὅτι ἐπέδρασε πραγματικὰ καταλυτικὰ στὴ διά σωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Εἶναι λοιπὸν χρήσιμο νὰ δοῦμε ἐδῶ σύντομα τὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν, πρὶν προχωρήσουμε σὲ μιὰ προσπάθεια ἀποτίμησης τῆς συμβολῆς της στὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας.
Οἱ Βυζαντινοὶ προσέδιδαν τέτοια ἀξία στὴ ρητορική, ὥστε ὁ Herbert Hunger θέτει ἀνοικτὰ τὸ ἐρώτημα: «Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξηγήσει τὸ ὅτι ἕνας λαὸς μὲ ἔντονο αἰσθητικὸ κριτήριο, ὅπως οἱ Ἕλληνες τοῦ Μεσαίωνα, ὑποτάχθηκε στὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῆς ρητορικῆς τόσο ὁλοκληρωτικὰ καί, κατὰ τὰ φαινόμενα, μὲ τὴ θέλησή του;».1
Ἡ ἱστορικὴ ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου βρίσκεται εὔκ ολα στὰ μορφωτικὰ πρότυπα τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Jones, ὅσο δύσκολο καὶ ἂν μᾶς εἶναι σήμερα νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν τεράστια σημασία ποὺ προσέδιδε ἡ ὕστερη ἀρχαιότητα στὴ λεκτικὴ μορφή, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἡ ἀνώτερη ἐκπαίδευση ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀφιερωμένη στὴ ρητορική, τὴν τέχνη τοῦ ὀρθοῦ καὶ κομψοῦ λόγου, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τύγχαναν μιᾶς τέτοιας ἐκπαίδευσης εἶχαν τὴ φυσικὴ τάση νὰ προσδίδουν μεγαλύτερη σημασία στὴ μορφὴ παρὰ στὸ περιεχόμενο αὐτοῦ ποὺ διάβαζαν.2 Τὸ Βυζάντιο ἐνέμεινε στὰ παιδευτικὰ πρότυπα τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε, ὅπως σημειώνει ὁ Herbert Hunger, οἱ θεωρητικὲς ἀρχὲς τῆς ρητορικῆς ἴσχυαν στοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς αἰῶνες ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς σχολῆς τῆς Γάζας στὸ τέλος τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας.3 Οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson, ἐξάλλου, φέρνοντας τὸ παράδειγμα τοῦ ἱστορικοῦ Κριτοβούλου, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453 σὲ ὕφος ποὺ προσ παθεῖ ὁλοφάνερα νὰ μιμηθεῖ τὸ ὕφος τοῦ Θουκυδίδη, παρατηροῦν ὅτι παρόμοια περίπτωση ὑφολογικοῦ ἀρχαϊσμοῦ σὲ τέτοια κλίμακα δὲν ὑπάρχει στὴν ἱστορία!4
Ὁ Arnold J. Toynbee μάλιστα θεωρεῖ ἐντελῶς παράδοξο τὸν συνδυασμὸ τῆς φιλελεύθερης στάσεως τῶν Βυζαντινῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στὶς ἄλλες γλῶσσες (πρβ. τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προωθήθηκε ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων ἀπὸ τὸν Κύριλλο καὶ τὸν Μεθόδιο) μὲ τὴν ἐχθρικὴ στάση ποὺ ἔδειχναν οἱ ἴδιοι ἀπέναντι στὴ ζωντανὴ μορφὴ τῆς δικῆς τους, μητρικῆς γλώσσας.5 Ὅσο καὶ ἂν ἡ ξεχωριστὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν καὶ ὁ πρωτοφανὴς αὐτὸς γλωσσικὸς ἀρχαϊσμὸς ἔχουν τὴν ἱστορική τους ἐξήγηση, ὁ σύγχρονος μελετητὴς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ νιώθει ἀκόμη καὶ ἀποστροφὴ γιὰ τὴν ἐπιτηδευμένη κενολογία πολλῶν συγγραφέων στὸ Βυζάντιο καὶ εὔλογη ἀπορία γιὰ τὸ συνεχῶς διευρυνόμενο χάσμα ἀνάμεσα στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ καὶ τὸν λόγο τῶν λογίων. Ὁ Hans-Georg Beck φθάνει μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νὰ γράφει ὅτι ἡ βυζαντινὴ ρητορική, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀποθαρρύνει τὸν σύγχρονο μελετητὴ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ Βυζάντιο.6 Καὶ εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ Beck ἔχει ἀπόλυτο δίκιο.
Δὲν εἶναι βεβαίως τοῦ παρόντος νὰ ἀναλύσουμε ἐδῶ περαιτέρω τὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε καὶ νὰ παραλείψουμε νὰ ἐπισημάνουμε τὴν καταλυτικὴ ἐπίδραση ποὺ εἶχε αὐτὸς ὁ παράγοντας στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ Βυζαντινοὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία.
Διότι ἡ προσκόλληση τῶν Βυζαντινῶν στὴ ρητορικὴ μπορεῖ νὰ ἔχει χίλια κακά, ἀλλὰ ἔχει ἕνα τοὐλάχιστον καλό, ποὺ δὲν πρέπει νὰ περνάει ἀπαρατήρητο: ὅτι ἐπέτρεπε στοὺς Βυζαντινοὺς νὰ βλέπουν στὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων τὰ ἄφθαστα πρότυπα τοῦ ὕφους, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ περιεχόμενό τους τοὺς ἄφηνε παγερὰ ἀδιάφορους.
Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἄνοιγε ἕνας ἀκόμη δρόμος γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς. Ὅπως ἐξηγοῦν οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson, ἡ ἀπαίτηση νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ ἀττικὴ διάλεκτος τῆς ἐποχῆς τῆς ἀκμῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συνεχίσουν νὰ διδάσκονται οἱ κλασικοὶ τῆς ἀθηναϊκῆς λογοτεχνίας ὡς μέρος τοῦ κανονικοῦ σχολικοῦ προγράμματος, καὶ αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του σήμαινε ὅτι δὲ θὰ σταματοῦσε ἡ ἀντιγραφὴ νέων χειρογράφων τοῦ κειμένου τῶν κυριώτερων ἔργων σὲ ἀριθμὸ ἐπαρκῆ.7 Ἔτσι κατέστη δυνατὴ ἡ διάσωση ἀκόμη καὶ κειμένων ποὺ δὲν εἶχαν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμό.
Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Rowl and Smith, ἡ ἐπιβίωση ἀκόμη καὶ τῶν ἔργων τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη δὲν πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ σὲ σύμπτωση, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ ἔργα του κατεγράφησαν μεθοδικὰ ἀπὸ χριστιανοὺς ἀντιγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι διέκριναν στὸν ἀποστάτη αὐτοκράτορα ἕνα συγγραφέα μὲ σημαντικὴ μόρφωση καὶ λογοτεχνικὴ δύναμη.8 Καὶ ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα: Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα ποὺ μᾶς διασῴζουν τὸν λόγο τοῦ Ἰουλιανοῦ Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον (Marc. Gr. 436), ὁ Βυζαντινὸς ἀντιγραφέας σημειώνει ὅτι τὸ ἔργο εἶναι γεμάτο ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ ἀσέβεια καὶ ἀπὸ ἀνοησίες, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ γεμάτο ἀπὸ ρητορικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ δύναμη!9 Πραγματικά, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ νιώθουμε σήμερα εὐτυχεῖς, ποὺ ἡ ρητορικὴ παιδεία καὶ ὁ γλωσσικὸς συντηρητισμὸς ἐπέτρεψε στοὺς Βυζαντινοὺς νὰ δοῦν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κάποια ἔργα ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχαν τὴν παραμικρὴ ἐλπίδα σωτηρίας.
Τὰ παραπάνω ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευθοῦν ἁπλῶς καὶ μόνον ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ξεχωριστῆς θέσης ποὺ εἶχε ἡ ρητορικὴ στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκτιμηθοῦν στὸ πλαίσιο τῆς εὐρύτερης συνεποῦς πολιτικῆς τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς. Διότι, ἂν οἱ χριστιανοὶ εἶχαν ἐπιλέξει νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν τύχη τῆς ἀρχαίας γραμματείας, δὲν θὰ τοὺς ἔλειπαν οἱ προφάσεις γι’ αὐτή τους τὴν ἀδιαφορία: στὸ ἕνα ἔργο θὰ ἀποδοκίμαζαν τὸ περιεχόμενο, στὸ ἄλλο τὴ μορφή. Ἔχοντας ὅμως ἐπι λέξει ἀντ’ αὐτοῦ νὰ ἀναλάβουν μὲ συνέπεια καὶ ὑπευθυνότητα τὸ ἔργο τῆς προστασίας καὶ διάσωσης τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας, μποροῦσαν νὰ ἐξαίρουν μὲ ἀνυπόκριτο θαυμασμὸ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ὕφος ἀκόμη καὶ ἐκείνων τῶν ἔργων τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενο κρινόταν ἀδιάφορο ἢ καὶ ἀνόητο.
Τί θὰ γινόταν, ἄν…
Ὅλα τὰ παραπάνω –κυρίως τὰ ὅσα εἴδαμε στὸ πρῶτο μέρος αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου– καταδεικνύουν περιφανῶς τὴν ἀνεκτίμητη συμβολὴ τοῦ Βυζαντίου στὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἂν μολαταῦτα ἐπειγόταν κανεὶς νὰ ἐνοχοποιήσει ὁπωσδήποτε τὸ Βυζάντιο –ὅπως δυστυχῶς βλέπουμε πολλοὺς νὰ ἐπείγονται νὰ κάνουν–, τότε φαίνεται ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ἕνα καὶ μόνο, τελευταῖο ἐπιχείρημα: νὰ ἀναγνωρίσει μὲν τὴ διάσωση μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, νὰ ὁμολογήσει τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ ὀφείλεται σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνώνυμους μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωσή της, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι θὰ εἶχε σωθεῖ πολὺ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀρχαίας γραμματείας, … ἂν τὰ πράγματα ἦσαν διαφορετικά· ἂν δηλαδὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία δὲν βρισκόταν γιὰ παράδειγμα στὰ χέρια αὐτοκρατόρων ὅπως ὁ Ἰουστινιανός, ἀλλὰ πολιτικῶν ἀνδρῶν ὅπως ὁ Ἰουλιανός, καὶ ἡ παιδεία δὲν ἀναγνώριζε τὴν αὐθεντία ἑνὸς Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλὰ ἑνὸς Πρόκλου (τοῦ ἄλλου ἐξυμνούμενου προτύπου πολλῶν ποὺ ἐπείγονται νὰ ἀρνηθοῦν καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴ σύζευξη καὶ συμπόρευση ἑλληνικῆς παιδείας καὶ χριστιανικῆς πίστεως). Πῶς θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ ἀποκρούσουμε αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό; Κατ’ ἀρχάς, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς στηρίζεται σὲ μιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση (τί θὰ εἶχε συμβεῖ, ἄν…). Ἡ διάσωση μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶναι μιὰ ἀδιαφιλονίκητη ἱστορικὴ πραγματικότητα· ὁ ἱστορικὸς τοῦ σήμερα μπορεῖ νὰ ἀξιολογεῖ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτὴ τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἱστορικὴ πραγματικότητα, μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναζητεῖ τὶς αἰτίες –βαθύτερες καὶ ἐπιφανειακές– ποὺ ὁδήγησαν σὲ αὐτήν, ἀλλὰ σὲ καμμία περίπτωση δὲν δικαιοῦται νὰ ἐξάγει αὐθαίρετα συμπεράσματα, στηριζόμενος ἁπλῶς καὶ μόνον σὲ ὑποθέσεις.
Τὸ θέμα θὰ μποροῦσε νὰ κλείσει ἐδῶ, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη, καὶ μάλιστα πολὺ ἐντυπωσιακὴ πτυχή του: ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν δικαιούμασταν νὰ στηριχθοῦμε σὲ ὑποθέσεις, καὶ πάλι τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἕνας Ἰουλιανὸς ἢ ἕνας Πρόκλος θὰ εἶχαν εὐνοήσει περισσότερο τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἂς δοῦμε ἀναλυτικώτερα αὐτὲς τὶς δύο περιπτώσεις.
Ὁ Ἰουλιανὸς ἦταν βεβαίως ἄνθρωπος μὲ ἐξαιρετικὴ μόρφωση, καὶ ὁ ἴδιος καυχᾶται ὅτι δὲν εἶχε διαβάσει λιγώτερα βιβλία ἀπὸ κανένα συνομήλικό του.10
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἐξυμνούμενος ὡς «ἐστεμμένος φιλόσοφος» δὲν φαίνεται νὰ εἶχε τὸ ἀνοικτὸ πνεῦμα ποὺ χαρακτήριζε ἐν προκειμένῳ τοὺς ἀνώνυμους μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα: Μετὰ τὴν ἄγρια δολοφονία τοῦ ἐπισκόπου Γεωργίου ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Ἀλεξανδρείας,11 ὁ Ἰουλιανὸς ἐξεδήλωσε τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν τύχη τῆς πλούσιας βιβλιοθήκης ποὺ διατηροῦσε ὁ δολοφονημένος ἐπίσκοπος· τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰουλιανοῦ μαρτυρεῖται σὲ δύο ἀπὸ τὶς σῳζόμενες ἐπι στολές του,12 σὲ μία ὅμως ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναφέρεται στὰ βιβλία «τῆς τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων διδασκαλίας» (δηλαδὴ τὰ χριστιανικὰ βιβλία) τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γεωργίου, καὶ δηλώνει ἀνοικτὰ ὅτι ὁ ἴδιος θὰ ἤθελε αὐτὰ νὰ ἀφανισθοῦν παντελῶς! Συγκεκριμένα, ὁ Ἰουλιανὸς γράφει τὰ ἑξῆς: «Αὐτός (ἐνν. ὁ Γεώργιος) εἶχε πολλὰ φιλοσοφικὰ ἔργα, καὶ πολλὰ ρητορικά, καὶ πολλὰ τῆς διδασκαλίας τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων· αὐτὰ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ ἀφανισθοῦν παντελῶς, ἀλλά, γιὰ νὰ μὴν ἀφαιρεθοῦν κρυφὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὰ χρησιμώτερα, νὰ ζητηθοῦν καὶ ὅλα ἐκεῖνα μὲ ἀκρίβεια».13
Καμμία σχέση βεβαίως μὲ τὴ στάση τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, καὶ μάλιστα ἀκόμη καὶ ἀπέναντι σὲ ἔργα ποὺ τὸ περιεχόμενό τους δὲν συνᾴδει καθόλου πρὸς τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία! Φανερά, ὁ Ἰουλιανὸς φοβᾶται ἁπλῶς μήπως μαζὶ μὲ τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα ἀπωλεσθοῦν καὶ ἄλλα, «χρησιμώτερα», καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν κάνει τὴν ἐπιθυμία του διαταγή, διατάσσοντας τὴν ὁλοσχερῆ καταστροφὴ τῶν ἔργων «τῆς τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων διδασκαλίας» ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του ὁ Γεώργιος.
Καὶ βεβαίως ἐξυπακούεται ὅτι δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ περιμένου με ἀπὸ κάποιον μὲ τὴ νοοτροπία τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ ἐπιδείξει τὸ παραμικρὸ ἐν διαφέρον γιὰ τὴ διάσωση τῆς χριστιανικῆς γραμματείας.
Σημειωτέον πρὸς τούτοις ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς δὲν ἐπεδείκνυε αὐτὴ τὴν ἄνευ προηγουμένου ἀδιαφορία μόνο γιὰ τὴν τύχη τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Στὴν ΠΘ΄ Ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀρχιερέα τῆς εἰδωλολατρίας Θεόδωρο, ὁ Ἰουλιανὸς γράφει ὠμὰ ὅτι ὁ ἱερέας πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνει ἐπιλήψιμες πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ διαβάζει ἐπιλήψιμα βιβλία, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μὴ διαβάζει οὔτε τὸν Ἀρχίλοχο, οὔτε τὸν Ἱππώνακτα, οὔτε ὅσους γράφουν ὅμοια μὲ αὐτούς, καὶ νὰ ἀποφεύγει τὰ ἐπιλήψιμα ἔργα τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας, ἢ ἀκόμη καλύτερα ὅλα!14
Παρακάτω μάλιστα στὴν ἴδια ἐπιστολὴ προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο, καὶ δὲν περιορίζεται ἁπλῶς στὸ νὰ ἀποτρέπει τὸν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκδηλώνει ἀνοικτὰ τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν περισσότερων ἐπικουρείων καὶ σκεπτικῶν συγγραμμάτων, τὴν ὁποία μάλιστα φθάνει νὰ ἀποδίδει… στὴν ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν!15 Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ συγκρίνουμε τὸν δῆθεν «ἐστεμμένο φιλόσοφο» Ἰουλιανὸ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας; Ὁ μὲν Ἰουλιανός, ὅπως εἴδαμε, ὄχι μόνο ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀφανισθοῦν παντελῶς τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γεωργίου, ὄχι μόνο ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση μεγάλου μέρους ἀκόμη καὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀλλὰ καὶ ἐκδηλώνει ἀνοικτὰ τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τήν «ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν» ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τῶν ἔργων τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν· οἱ ἀνώνυμοι αὐτοὶ μοναχοί, ἀντιθέτως, ὄχι μόνον ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὴ περιεῖχε ἀντιλήψεις ἀντίθετες πρὸς τὶς δικές τους, ἀλλὰ καὶ διέσωσαν ἀκόμη καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «ξεπέρασε σὲ ἀσέβεια ὅλους τοὺς βασιλεῖς».16 Ἡ περίπτωση τοῦ Πρόκλου, τοῦ φιλοσόφου τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας ποὺ ἐξυμνεῖται κατ’ ἐξοχὴν σὲ κάποιους σύγχρονους ἀρχαιολατρικοὺς κύκλους, εἶναι ἴσως ἀκόμη πιὸ ἀποκαλυπτική. Ὁ μαθητὴς τοῦ Πρόκλου Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης, ὁ ὁποῖος ἔχει συγγράψει μιὰ ἐκθειαστικὴ βιογραφία τοῦ Πρόκλου, ἀνάλογη μὲ τοὺς χριστιανικοὺς Βίους τῶν ἁγίων, μᾶς παραδίδει ὅτι ὁ Πρόκλος συνήθιζε νὰ λέει (ὄχι ἁπλῶς δηλαδὴ εἶπε κάποτε, ἀλλὰ συνήθιζε νὰ λέει μὲ κάθε εὐκαιρία) τὸ ἑξῆς ἐξωφρενικό: «Ἂν εἶχα τὴν ἐξουσία, ἀπὸ ὅλα τὰ ἀρχαῖα βιβλία θὰ ἄφηνα νὰ κυκλοφοροῦν οἱ Χαλδαϊκοὶ χρησμοὶ καὶ ὁ Τίμαιος, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ ἐξαφάνιζα ἀπὸ τοὺς τωρινοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ βλάπτονται μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὰ διαβάζουν στὴν τύχη καὶ ἀβασάνιστα».17
Τί λοιπόν; Ποῦ θὰ βρίσκονταν σήμερα οἱ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἂν ὁ Πρόκλος εἶχε τὴν ἐξουσία ποὺ εὔχεται νὰ εἶχε; Καὶ δὲν εἴμαστε στ’ ἀλήθεια εὐτυχεῖς, ποὺ τὸ καθῆκον τῆς διάσωσης τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς ἔπεσε στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν, καὶ ὄχι στὰ χέρια τοῦ Πρόκλου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ; Ἐπαναλαμβάνουμε βεβαίως ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπισφαλὲς νὰ ἐξάγουμε συμπεράσματα στηριζόμενοι σὲ ὑποθέσεις.
Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν δικαιούμασταν νὰ στηριχθοῦμε σὲ ὑποθέσεις, ἀκόμη καὶ τότε δὲν βλέπουμε πῶς θὰ μπορούσαμε ποτὲ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχε καλύτερη τύχη στὰ χέρια ἑνὸς Ἰουλιανοῦ ἢ ἑνὸς Πρόκλου, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν πρῶτος ἐκφράζει τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τήν «ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν» ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια μέρους τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ὁ δὲ δεύτερος δηλώνει ἀνοικτὰ ὅτι, ἂν ἦταν στὸ χέρι του, ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα θὰ ἄφηνε νὰ κυκλοφοροῦν μόνον οἱ Χαλδαϊκοὶ χρησμοὶ καὶ ὁ πλατωνικὸς Τίμαιος, καὶ θὰ ἀφάνιζε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα…
Ἐπίμετρον
Κατόπιν ὅλων τῶν παραπάνω, μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε στὶς πραγματικές του διαστάσεις τὸ ἔπος τῆς διάσωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας στὸ Βυζάντιο. Ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός, ὅπως ἀποδεικνύεται, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἀνέλαβε καὶ ἔφερε εἰς πέρας μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης καὶ μὲ ἀπροσδόκητη ἐπιτυχία τὸ δύσκολο ἐγχείρημα τῆς διάσωσης τῆς πολύτιμης κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας· θὰ ἦταν ἀγνωμοσύνη νὰ μὴν τοῦ τὸ ἀναγνωρίσουμε αὐτό· ἀλλὰ θὰ ἦταν κἄτι περισσότερο ἀπὸ ἀγνωμοσύνη, θὰ ἦταν τοὐλάχιστον διαστροφὴ καὶ παράνοια, νὰ τοῦ καταλογίσουμε καὶ εὐθύνη γιὰ ὅσα ἔργα δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ περισωθοῦν…
Ἂν κάπου ἡ ἑλληνικὴ παιδεία διώχθηκε πραγματικά, αὐτὸ συνέβη στὴ Δύση καὶ ὄχι στὸ Βυζάντιο. Ἰδοὺ μία καὶ μόνο κραυγαλέα διαφορά: Στὴ Δύση ὁ Ἀριστοτέλης κυνηγήθηκε, καὶ μόνον μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες τόν «ἀνακάλυψαν» ἐκ νέου καὶ τὸν ἀνήγαγαν σὲ ἀπόλυτη αὐθεντία, περνώντας βεβαίως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ μία ὑπερβολὴ στὴν ἄλλη. Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τὸ πολὺ γνωστὸ μυθιστόρημα τοῦ Umberto Eco, Il nome della rosa (Τὸ ὄνομα τοῦ ρόδου)18 ἢ ἔχουν ἔστω δεῖ τὴν ὁμώνυμη ταινία καταλαβαίνουν πολὺ καλὰ τί ἐννοοῦμε ἐδῶ, ὅταν λέμε ὅτι στὴ Δύση «ὁ Ἀριστοτέλης κυνηγήθηκε». Ἀλλὰ αὐτὰ συνέβησαν στὴ Δύση.
Ἂν περάσουμε στὸ Βυζάντιο, τότε ὄχι μόνο βλέπουμε ὅτι γενικὰ δὲν ἔχει ὣς τώρα ἐπισημανθεῖ οὔτε μία περίπτωση ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχει λάβει παρόμοια μέτρα ἐναντίον κάποιου κλασικοῦ κειμένου, ὅπως σημειώνουν οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson,19 ἀλλὰ καὶ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα πραγματικὰ ἐκπληκτικό, ἕνα χωρὶς ὑπερβολὴ ἀπίστευτο στοιχεῖο: Ἂν πάρουμε τὸ σύνολο τῶν σῳζόμενων ἑλληνικῶν χειρογράφων, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ τέταρτος σὲ ἀριθμὸ παραδεδομένων χειρογράφων συγγραφέας, μετὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό! Μετὰ δηλαδὴ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, στὰ μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου προτιμοῦσαν νὰ ἀντιγράφουν ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη!20 Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ἐκπληκτικό, καὶ θὰ ἀρκοῦσε ἴσως καὶ ἀπὸ μόνο του, γιὰ νὰ κάνει νὰ καταρρεύσουν οἱ ψευδεῖς καὶ ἀνυπόστατοι ἰσχυρισμοὶ περὶ δῆθεν διωγμοῦ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας στὸ Βυζάντιο.
Σὰν ἀπὸ μιὰ ἀπίστευτη εὔνοια τῆς τύχης ἢ τῆς πρόνοιας, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ τὸ Βυζάντιο ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἔκανε στὴ Δύση τὰ πρῶτά της βήματα ἡ τυπογραφία. Τὰ κείμενα ποὺ εἶχαν διατηρηθεῖ ἐπὶ αἰῶνες στὴν κιβωτὸ σωτηρίας τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς αὐτοκρατορίας μπόρεσαν πλέον νὰ ξεφύγουν ὁριστικὰ τὸν κίνδυνο τῆς ἀπωλείας χάρη στὶς νέες τεχνικὲς καὶ στὴ σπουδὴ τῶν λογίων τῆς Ἀναγέννησης. Κατὰ τοὺς L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson, ἡ κυριώτερη συμβολὴ τῶν Βυζαντινῶν ἦταν ὅτι ἔδειξαν ἐνδιαφέρον γιὰ μιὰ τόσο μεγάλη ποικιλία κλασικῶν κειμένων, καὶ ἔτσι τὰ διέσωσαν, ὣς τὴν ἐποχὴ ποὺ λόγιοι ἀπὸ ἕνα ἄλλο ἔθνος μπόρεσαν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν καὶ νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ἀξία τους.21 Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο φιλολογικό. Οἱ Ἕλληνες λόγιοι ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση κατέφυγαν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη με τα λαμπάδευσαν στὴ Δύση τὸ φῶς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἐπὶ περισσότερο ἀπὸ μία χιλιετία εἶχε διατηρήσει ἄσβεστο τὸ Βυζάντιο. Καὶ χάρη σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φῶς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Δύση μπόρεσε νὰ ἀποτινάξει τὸ σκοτάδι τοῦ μεσαίωνα.
Ἡ διάσωση λοιπὸν τόσο μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας γραμματείας ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου ἀποτελεῖ χωρὶς ὑπερβολὴ τὴν κορυφαία συνεισφορὰ τοῦ Βυζαντίου στὸν παγκόσμιο πολιτισμό. Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε συνειδητοποιήσει τὸ χρέος της ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνώνυμους ἀνθρώπους ποὺ ἐργάσθηκαν στὸ Βυζάντιο γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, τότε κάθε Πανεπιστήμιο θὰ ὤφειλε νὰ ἔχει στὸν περίβολό του ἕνα ἄγαλμα ἢ μνημεῖο ἀφιερωμένο σὲ αὐτούς.
1 Herbert Hunger, Βυζαντινὴ λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμος Α΄, μετάφρ. Λ. Γ. Μπενάκη, Ἰ. Β. Ἀναστασίου, Γ. Χ. Μακρῆ, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 19912, σελ. 125.
2 A. H. M. Jones, “The social background of the struggle between paganism and Christianity”, ἐν Arn aldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 20.
3 Herbert Hunger, Βυζαντινὴ λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμος Α΄, σελ. 33.
4 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 41 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 64).
5 Arnold J. Toynbee, The Greeks and their heritages, Oxford University Press, Oxford 1981, σελ. 135.
6 Hans-Georg Beck, Ἡ βυζαντινὴ χιλιετία, μετάφρ.Δημοσθ. Κούρτοβικ, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1992, σελ. 209.
7 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 41 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 64).
8 Rowland Smith, Julian’s gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apo state, Routledge, London 1995, σελ. 10.
9 J. Bidez, La tradition manuscrite et les éditions des discours de l’empereur Julien, Gand / Paris 1929, σελ. 68.
10 Ἰουλιανοῦ, Ἀντιοχικὸς ἢ Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 16.8-10: «καὶ ταῦτα τῶν ἡλικιωτῶν τῶν ἐμῶν, ὡς ἐμαυτὸν πείθω, βιβλία ἀνελίξας οὐδενὸς ἀριθμὸν ἐλάττω».
11 Γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Γεωργίου βλ. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Γʹ 2.1-31· Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Εʹ 7, 5-8· Φιλοστοργίου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Ζ΄ 2, ed. J. Bidez, 77.4-7.
12 Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΡϚ΄. Πρὸς Πορφύριον καθολικόν καὶ Ἐπιστολὴ ΡΖ΄. Ἐκδικίῳ ἐπάρχῳ Αἰγύπτου, ed. J. Bidez.
13 Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΡΖ΄. Ἐκδικίῳ ἐπάρχῳ Αἰγύπτου, ed. J. Bidez, 8-12: «Πολλὰ μὲν γὰρ ἦν φιλόσοφα παρ’ αὐτῷ, πολλὰ δὲ ἦν καὶ τῆς τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων διδασκαλίας· ἃ βουλοίμην μὲν ἠφανίσθαι πάντη, τοῦ δὲ μὴ σὺν τούτοις ὑφαιρεθῆναι τὰ χρησιμώτερα, ζητείσθω κἀκεῖνα μετ’ ἀκριβείας ἅπαντα».
14 Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΠΘʹb. Θεοδώρῳ ἀρχιερεῖ, ed. J. Bidez, 324-331: «Ἁγνεύειν δὲ χρὴ τοὺς ἱερέας οὐκ ἔργων μόνον ἀκαθάρτων οὐδὲ ἀσελγῶν πράξεων, ἀλλὰ καὶ ῥημάτων καὶ ἀκροαμάτων τοιούτων. Ἐξελετέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν πάντα τὰ ἐπαχθῆ σκώμματα, πᾶσα δὲ ἀσελγὴς ὁμιλία. Καὶ ὅπως εἰδέναι ἔχῃς ὃ βούλομαι φράζειν, ἱερωμένος τις μήτε Ἀρχίλοχον ἀναγινωσκέτω μήτε Ἱππώνακτα μήτε ἄλλον τινὰ τῶν τὰ τοιαῦτα γραφόντων.
Ἀποκλινέτω καὶ τῆς παλαιᾶς κωμῳδίας ὅσα τῆς τοιαύτης ἰδέας· ἄμεινον μὲν γὰρ καὶ πάντα».
15 Ἰουλιανοῦ, ὅ.π., 354-357: «Μήτε Ἐπικούρειος εἰσίτω λόγος μήτε Πυρρώνειος· ἤδη μὲν γὰρ καλῶς ποιοῦντες οἱ θεοὶ καὶ ἀνῃρήκασιν, ὥστε ἐπιλείπειν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν βιβλίων».
16 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ε΄, ed. J.- P. Migne, PG 48, 900.42-43: «Ἰουλιανοῦ γάρ, τοῦ πάντας ἀσεβείᾳ τοὺς βασιλέας νικήσαντος…».
17 Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ἢ Περὶ εὐδαιμονίας, 38, ed. R. Masullo, 915-919: «Εἰώθει δὲ πολλάκις καὶ τοῦτο λέγειν ὅτι “κύριος εἰ ἦν, μόνα ἂν τῶν ἀρχαίων ἁπάντων βιβλίων ἐποίουν φέρεσθαι τὰ λόγια καὶ τὸν Τίμαιον, τὰ δὲ ἄλλα ἠφάνιζον ἐκ τῶν νῦν ἀνθρώπων, διὰ τὸ καὶ βλάπτεσθαι ἐνίους τῶν εἰκῆ καὶ ἀβασανίστως ἐντυγχανόντων αὐτοῖς”».
18 Γιὰ μία νεώτερη ἑλληνικὴ μετάφραση βλ. Οὐμπέρτο Ἔκκο, Τὸ ὄνομα τοῦ ρόδου, μετάφρ. Ἔφης Καλλιφατίδη, Ἐκδόσεις Γνώση, Ἀθήνα 1985.
19 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 45 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 69).
20 Αὐτὸ τὸ πραγματικὰ ἐκπληκτικὸ στοιχεῖο σημειώνει ὁ Herbert Hunger (Βυζαντινὴ λογοτεχνία, τόμος Αʹ, σελ. 55), παραπέμποντας στὸν D. Harlfinger (Die Textgeschichte der pseudoaristotelischen Schrift Περὶ ἀτόμων γραμμῶν, Amsterdam 1971, σελ. 40 κ.ἑ.).
21 L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 69 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 99).
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ 2014 ΤΕΥΧΗ 244 – 745
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ