«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε.
Σπουδαστής: Τί εἶναι ἡ γλωσσολαλία;
Ἱερεύς: Ή γλωσσολαλία, ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἡ ἱκανότης νά ὁμιλή κάποιος μία ξένη γλῶσσα χωρίς νά τήν ἔχη διδαχθῆ καί γνωρίσει προηγουμένως. Αὐτό προκύπτει ἀπό τό ἅγιογραφικό κείμενο, τό ὁποῖο μᾶς περιγράφει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ἄρχισε γιά πρώτη φορά νά ἐμφανίζεται αὐτό τό θεῖο δῶρο. Τό κείμενο εἶναι πλήρες καί σαφές καί μᾶς έξἱστορεί ἕνα πραγματικό γεγονός καί, συνεπῶς, τό ἴδιο τό κείμενο δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ μέ κάποια ἄλλη μυστική ή πνευματική ἔννοια, παρά μόνο κατά γράμμα. ἀλλά άς αφήσουμε νά μᾶς ὁμιλήση τό ἴδιο τό ἀπόσπασμα τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τί εἶναι καί σέ τί συνίσταται ἤ ὁμιλία ξένων γλωσσῶν μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδού τί λέγει: «Καί ἐν τῶ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό. Καί έγένετο άφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ήχος ὡσπερ φερομένης πνοής βιαίας, καί έπλήρωσεν ὁλον τόν οἰκον ού ήσαν καθήμενοι καί ώφθησαν αὐτοίς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε έφ' ἕνα ἐκαστον αὐτῶν, καί ἐπλήσθησαν άπαντες Πνεύματος ἁγίου, καί ἡρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλῶσσαις καθώς τό Πνεῦμα έδίδου αὐτοίς ἀποφθέγγεσθαι. Ησαν δέ έν Ἱερουσαλήμ κατοικοῦντες Ἰουδαίοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπό παντός ἔθνους τῶν ὑπό τόν οὐρανόν' γενομένης δέ τῆς φωνής ταὐτης συνἦλθε τό πλῆθος καί συνεχύθη, ὅτι ήκουον εις ἐκαστος τή ιδία διαλέκτω λαλοῦντων αὐτῶν. Έξίσταντο δέ πάντες καί έθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους" οὐκ ἰδού πάντες ούτοί εισιν οι λαλουντες Γαλιλαίοι; καί Πῶς ήμεις άκούομεν ἕκαστος τή ιδία διαλέκτω ἡμῶν έν ή έγεννήθημεν, Πάρθοι καί Μήδοι καί Έλαμίται καί οί κατοικούντες τήν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πὁντον καί τήν Άσίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατά Κυρήνην, καί οί έπιδημοῦντες "Ρωμαίοι, Ἰουδαίοι τε καί προσήλυτοι, Κρήτες καί "Αραβες, άκούομεν λαλοῦντων αὐτῶν ταίς ήμετέραις γλῶσσαις τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ. Έξίσταντο δέ πάντες καί διηπόρουν, ἄλλος προς ἄλλον λέγοντες" τί άν θέλοι τοῦτο εἶναι; έτεροι δέ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί» (Πράξ. 2, 1-13).
Ἀπό τήν έξέτασι αὐτῶν τῶν δεκατριών στίχων πού ἀποτελοῦν τό κλειδί τῆς λύσεως τοῦ προβλήματος, συνάγουμε τά άκόλουθα συμπεράσματα.
ἤ ὁμιλία ξένων γλωσσῶν, μέ τήν χάρι τοῦ "Ἁγίου Πνεύματος, ἐκδηλώθηκε, ὡς θαῦμα, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία. Γι' αὐτό καί περιγράφεται ἐκτενὡς γιά τούς ἀναγνὡστας γιά νά μπορέσουν νά μάθουν τί εἶναι αὐτό τό θαῦμα καί σέ τί συνίσταται.
Οἱ Ἀπόστολοι μέ τό χαρισματικό αὐτό δῶρο τοῦ "Ἁγίου Πνεύματος, ἄρχισαν νά κηρύττουν σέ ἄλλες γλῶσσες καί μάλιστα σέ 15 διαφορετικές τοπικές γλῶσσες ἄλλων ἐθνῶν, πού εὑρέθηκαν ἐκεί γιά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς.
Οἱ Ἰουδαίοι τῶν ἄλλων ἐθνῶν, πού εἶχαν σάν μητρική τους γλῶσσα τήν γλῶσσα τοῦ ἔθνους στό ὁποῖο κατοικοῦσαν, ἀποροῦσαν ὅταν ἄκουσαν τούς Ἀποστόλους νά κηρύττουν στήν μητρική τους γλῶσσα, δεδομένου ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἁπλοἱ ἄνθρωποι, Γαλιλαίοι, πού ἦταν ἀδύνατο νά ξέρουν ἄλλη γλῶσσα, ἐκτός ἀπό τήν άραμαϊκή πού έμαθαν στό σπίτι τους.
Οἱ Ἰουδαίοι τῶν ἄλλων ἐθνῶν καταλάβαιναν τά πάντα ἀπό τό θειο κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων πού τούς ώμιλοῦσαν μέ άκρίβεια στήν γλῶσσα τους γιά τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά χρειάζεται κάποια μετάφρασις καί ἀκριβῶς σ' αὐτό έγκειται τό θαῦμα, τό ὁποῖο δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν καί εὑρίσκοντο σέ ἀπορία.
ἐπίσης, ἀνάμεσα στούς ἀκροατάς τοῦ κηρύγματος ἦταν καί μερικοί οἱ ὁποῖοι δέν καταλάβαιναν τίποτε ἀπό τά λόγια τοῦ κηρύγματος καί ἐχλεύαζαν τούς Ἀποστόλους, νομίζοντας ὅτι ἦταν μεθυσμένοι. Αὐτοί δέν μποροῦσαν νά εἶναι ἄλλοι ἀπό τούς έντοπίους Ἰουδαίους τῆς Ἱερουσαλήμ, ἴσως καί ἀπό ἄλλα μέρη τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖοι δέν ἐγνώριζαν ἄλλες γλῶσσες ἐκτός ἀπό τήν μητρική τους, τήν άραμαϊκή. Γι' αὐτούς τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἦταν τελείως ἀκατανόητο καί τό θεωροῦσαν ἁπλά ψελλίσματα.
Ετσι, οί εντόπιοι δέν εννοοῦσαν τίποτε ἀπό τά κηρυττόμενα, ἐκτός ἐάν κάποιος τούς τά μετέφραζε. Δέν εὑρισκαν ὅμως μεταφραστάς. ἀλλά, ὅπως ὑπάρχει τό δῶρο τῆς γλωσσολαλίας, ἔτσι ὑπάρχει καί τό δῶρο τῆς μεταφράσεως. Αὐτό δόθηκε, ὅπως φαίνεται κατωτέρω, τότε ὅταν οί ἀκροαταί ἦταν μόνο έντόπιοι πού δέν ἐγνώριζαν ἄλλες γλῶσσες, ὅπως ἦταν ἐπί παραδείγματι στήν Κόρινθο (Α' Κορ. 14). Στήν Ἱερουσαλήμ ὅμως, ἀπό τήν περίοδο αὐτή, δέν αἰσθάνοντο αὐτή τήν έλλειψι. Τό δῶρο τῆς μεταφράσεως ἦταν καί αὐτό θαυμαστό, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καί τό τῆς γλωσσολαλίας, μέ τό ὁποῖο ἦταν σέ στενή έξάρτησι. Μή ἔχοντας αὐτό τό χάρισμα οί εντόπιοι ἀκροαταί, ἐκριναν τά ἔργα τῶν Ἀποστόλων μόνο μέ τήν προσωπική τους κρίσι καί ἀντίληψι.
Ἡ γλωσσολαλία ἦταν ἕνα σημεῖο τῆς δυνάμεως τού Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού άγνοοῦσαν τήν πίστι ὡς ἀποφασιστικό μέσο προσηλυτισμού (Α' Κορ. 14, 22-25). Διότι τί νόημα ἄλλωστε ἔχει νά ὁμιλή κάποιος σέ μιά ξένη γλῶσσα γιά τόν Χριστό, ἐάν έγώ ἐπίστευσα, διδάχθηκα καί ἔζησα τήν πίστι μου στόν Χριστό ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία;
Ἐάν μερικοί ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες καί κανείς δέν τούς καταλαβαίνει, Πῶς αὐτοί οικοδομοῦν τήν Ἐκκλησία καί Πῶς τήν ὠφελοῦν; Διότι ὁ σκοπός τότε τῆς γλωσσολαλίας αὐτός ἦταν: διά τῆς μεταδόσεως τοῦ κηρύγματος σέ ξένες γλῶσσες νά μπορέσουν οἱ Ἀπόστολοι νά ἐξαπλώσουν τόν Χριστιανισμό σέ ὅλους τούς λαούς καί νά κάνουν τό Εὐαγγέλιο γνωστό σ' ὅλη τήν γῆ, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Εις πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί εἰς τά πέρατα τῆς οικουμένης τά ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,4).
Καί ἐάν κάποιος εἶχε αὐτό τό δῶρο, δέν πρέπει νά νομίσουμε ὅτι αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο άπ' ὅλα τά χαρίσματα. ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλα μεγαλύτερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, άπ' ὁ,τι ἡ γλωσσολαλία. Ἰδού τί λέγει: «θέλω δέ πάντας ύμᾶς λαλειν γλῶσσαις, μᾶλλον δέϊνα προφητεύητε' μείζων γάρ ὁ προφητεύων ἤ ὁ λαλών γλῶσσαις, ἐκτός εί μή διερμηνεύη, ἵνα ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήν λάβη» (Α' Κορ. 14,5), καί ἀλλοῦ πάλι λέγει: «ἐάν ούν συνέλθη ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἐπί τό αὐτό καί πάντες γλῶσσαις λαλῶσιν, είσέλθωσι δέ ίδιώται ή ἄπιστοι, οὐκ έρούσι ὅτι μαίνεσθε;» (Α' Κορ. 14,23).
Ἑπομένως τά χαρίσματα τῆς προφητείας, τοῦ κηρύγματος καί τῆς μεταφράσεως τῶν Γραφῶν, εἶναι πολύ ἀνώτερα ἀπό τό δῶρο τῆς γλωσσολαλίας, διότι μέ αὐτά περισσότερο οικοδομεῖται καί ὠφελεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά μέ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας (Α' Κορ. 14, 2-4). Ανώτερο άπ' ὅλα τά χαρίσματα εἶναι ἡ αγάπη, γιά τήν ὁποία ἄκουσε τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἐάν ταίς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλώ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ήχών ἤ κύμβαλον άλαλάζον» (Ά Κορ. 13,1).
Σπουδαστής: Αὐτοί γιά τούς ὁποίους ἐρωτῶ, ἰσχυρίζονται ὅτι, ὅταν ἔρχεται ή χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ' αὐτούς καί ὁμιλοῦν γλῶσσες, εὑρίσκονται σέ κατάστασι ἐκ στάσεως καί τότε μόνο μποροῦν νά λέγουν μερικές ἄναρθρες καί ἀκατανόητες ἀνθρώπινες φωνές ή ἔχουν μερικές έσωτερικές παρορμήσεις ἤ ἀναφωνητά χαράς, φωνές λύπης γιά τίς ἁμαρτίες τους, καθώς καί ἄλλες κινήσεις τοῦ σώματος, τίς ὁποῖες κάνουν μέ τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μία παρόμοια πνευματική ἐκδήλωσι θά εἶχε καί ὁ Σαούλ, ὅταν ἀκολουθώντας τόν Δαβίδ καί πηγαίνοντας στήν Ραμά, κυριεύθηκε ἀπό προφητικό Πνεῦμα καί μέ ταραχή έπροφήτευε, έσχιζε τά ροῦχα του καί ἦταν γυμνός ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα (Α' Βασ. 19, 22-24).
Ἱερεύς: Εἶναι ἀκατανόητο γιά ἕνα υγιή, καθαρό καί συνετό νοῦ νά ἀποκαλύπτη μέ ἄναρθρες κραυγές τά μεγαλειώδη μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν εἶναι τό ἴδιο, ὅπως γνωρίζουμε, μέ αὐτά πού ἀποκαλύπτονται διά τῆς γλωσσολαλίας ὡς Θείου χαρίσματος (Α' Κορ. 14, 2-4).
Παρόμοιες ἐκδηλώσεις εἶχαν καί οί Ελληνες εἰδωλολάτραι τῆς άρχαιότητος, ὅταν προσηύχοντο στούς Θεοὺς τους, τόν Διὁνυσο, τόν Δία κλπ. Αὐτοί, ὅταν έφθαναν μπροστά σ' ἕνα διαβολικό εἴδωλο, έπεφταν σέ ἐκστασι, έταράζοντο κάνοντας ρυθμικές κινήσεἰς τοῦ σώματος, έσωριάζοντο στήν γῆ, ἐκυλίοντο κάτω καί μερικοί άφριζαν, ὅπως οί δαιμονισμένοι τῶν παλαιών χρόνων. Κατόπιν έσηκώνοντο καί έψαλλον διθυραμβικά τραγούδια καί ἀναφωνοῦσαν μέ μία δαιμονική χαρά. Τό ἴδιο μέ αὐτούς ἔκαναν καί οί Μοντανισταί, αἱρετικοί τοῦ 1ου-2ου αἰῶνος, οἱ Γνωστικοί, ἀργότερα οἱ Μεθοδισταί, οἱ Κουάκεροι, οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι. Αὐτοί ἔκαναν ἀλλόκοτες κινήσεις, εἶχαν παραισθήσεις καί ένόμιζαν ὅτι ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ προήρχοντο ἀπό τούς θεολόγους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τάς Ἁγίας Γραφάς, ὁδηγοῦν στήν πλάνη τούς ἀνιδέους καί τούς ἐξαπατοῦν μέ λόγια παρμένα ἀκόμη καί ἀπό τήν ἁγία Γραφή.
Σπουδαστής: Λέγουν ἀκόμη αὐτοί ὅτι μέ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας πού ἔχουν διατηροῦν άδιάκοπο τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὑπῆρχε στήν ἀρχή τού Χριστιανισμού, διότι καί τώρα, ὅπως καί τότε, μέ αὐτό τό αἰσθητό σημεῖο τοῦ χαρίσματος, τό Αγιο Πνεῦμα προκαλεί θαυμασμό καί έκπληξι στούς μὴ ὄντας ἀκόμη χριστιανούς. ἐπίσης μέ αὐτό τό ὁρατό ἔργο τοῦ χαρίσματος τῆς γλωσσολαλίας ξένων γλωσσῶν, γίνεται γνωστό στούς πιστούς ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία, ὅπως ἦταν στήν πρώτη ἐποχή τῶν χριστιανῶν στήν Ἱερουσαλήμ.
Ἱερεύς: Αὐτό τό δῶρο τῆς γλωσσολαλίας δέν δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά ὅλους τούς αιώνες, μέχρι συντελείας τού κόσμου. Ἦταν ἕνα σημεῖο δοσμένο στήν Ἐκκλησία μόνο γιά ἕνα καιρό καί άπέβλεπε στό νά μεταστρέψη στόν Χριστιανισμό εὐκολώτερα τούς ἀλλοθρήσκους ἀνθρώπους. Διότι καί οἱ Ἰουδαίοι τῆς Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι δέν καταλάβαιναν τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, κατά τήν χορήγησι αὐτοῦ τοῦ Θείου χαρίσματος, δέν ἐπίστευσαν ἀλλά ἔλεγαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν μεθυσμένοι. Τήν ἀπιστία τους αὐτή μπροστά σ᾿ αὐτό τό μεγάλο χάρισμα, ἐπροφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας λέγοντας: «Διά φαυλισμόν χειλέων διά γλώσσης ετέρας, ὅτι λαλήσουσι τω λαώ τοὕτω λέγοντας αὐτω' τοῦτο τό άνάπαυμα τώ πεινώντι καί τοῦτο τό σύντριμμα, καί οὐκ ήθέλησαν άκούειν» (Ήσ. 28, 11-12). Καί πράγματι, στήν Ἱερουσαλήμ τούς ὡμίλησαν μέ τά χείλη τῶν ξένων, διότι ὅπως φαίνεται οί ξένοι Ἰουδαῖοι, δηλαδή τῆς διασπορᾶς, ἄκουσαν στίς γλῶσσες τους γιά τά θαυμαστά ἔργα τού Θεοῦ (Πράξ. 2,11) καί ἐπίστευσαν. Γι' αὐτό τό δῶρο τῆς γλωσσολαλίας ὁ ἀπόστολος Παῦλος προφήτευσε ὅτι θά σταματῆση (Α' Κορ. 14, 22-28).
Οἱ ἄνθρωποι τότε πνευματικῶς ἦταν σέ νηπιακή ἡλικία, διότι μόλις πρό ὀλίγου εἶχαν άφήσει τήν λατρεία τῶν εἰδώλων καί ὁ νοῦς τους ἦταν θολερός καί ἀναίσθητος' ἦταν αἰχμάλωτοι ἀπό τήν ἀπόλαυσι τῶν σωματικών ήδονών καί δέν εἶχαν ἀκόμη ιδέα γιά τά πνευματικά χαρίσματα καί οὔτε ἐγνώριζαν γιά τά θεια Δῶρα πού τά ἀπολαμβάνει κανείς μόνο διά τῆς πίστεως. Γι' αὐτό, έγένοντο τότε σημεῖα καί θαύματα. Μερικά πνευματικά χαρίσματα εἶναι ἀόρατα καί γίνονται προσιτά στόν ἄνθρωπο διά τῆς πίστεως. Ἐνῶ ἄλλα εἶναι ὁρατά, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τῶν τότε ἀνθρώπων. Ενα παράδειγμα: Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἕνα ἀόρατο πνευματικό ἔργο, πού δέν βλέπουμε μέ τά αἰσθητά μας μάτια Πῶς καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες μας. Γιατί; Διότι ἡ ψυχή πού καθαρίζεται δέν εἶναι ὁρατή μέ τά σωματικά μας μάτια. ἤ ὁμιλία σέ διαφορετικές γλῶσσες εἶναι καί αὐτό ἕνα ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά εἶναι ἕνα ὁρατό σημεῖο καί εὐκολώτερα πείθει τούς ἀλλοθρήσκους. Γι' αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «Ωστε αί γλῶσσαι εις σημεῖον είσιν ού τοις πιστεύουσιν, ἀλλά τοις άπίστοις, ἡ δέ προφητεία ού τοις άπίστοις, ἀλλά τοις πιστεύουσιν» (Α' Κορ. 14,22). Αὐτός πού πιστεύει δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐνέχυρα καί σημεῖα. Οἱ πρῶτοἱ χριστιανοί δέν θά ἐπίστευαν, ἐάν δέν ελάμβαναν σημεῖα.
Σπουδαστής: Άπ' αὐτούς πού ώμίλησα, ἔμαθα ὅτι ἐκτός ἀπό τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, ἔχουν καί ἕνα ἄλλο δῶρο, τό βάπτισμα «έν Πνεύματι άγίῳ καί πυρί» (Λουκ. 3,16), τό ὁποῖο εἶναι τελείως διαφορετικό ἀπό τό βάπτισμα μέ νερό. Αὐτό τό βάπτισμα ἐκχύνει ἐπάνω τους διάφορα θαυμαστά Δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἰδιαίτερα δέ τό τῆς γλωσσολαλίας καί ερμηνείας τῶν Γραφῶν, ὅπως συνέβη καί στήν Πεντηκοστή μέ τούς Ἀποστόλους.
Ἱερεύς: "Αραγε δύο χριστιανικά βαπτίσματα ὑπάρχουν; Δέν λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὑπάρχει ἕνα καί μόνο; (Έφεσ. 4,5 καί Α' Κορ. 12,13). Τό βάπτισμα «έν Πνεύματι άγίω καί πυρί» τῆς Πεντηκοστῆς δέν εἶναι ἄλλο παρά τό χριστιανικό βάπτισμα, τό ὁποῖο προανήγγειλλε τόσο ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής (Ματθ. 3,11) ὅσο καί ὁ Σωτήρ (Πράξ. 1,5) καί γιά τό ὁποῖο εἶπε ὅτι θά γίνεται «διά πυρός καί ὕδατος» (Ίωάν. 3,5), ὄχι μόνο μέ νερό, ὅπως τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, οὔτε μόνο μέ τό Πνεῦμα. Τά δύο αὐτά στοιχεία, τό ἕνα ὁρατό καί τό ἄλλο ἀόρατο, ἀποτελοῦν τίς δύο πιό ἀναγκαίες προῦποθέσεις γιά ἕνα καί τό αὐτό χριστιανικό βάπτισμα. Καί άν ἀκόμη μερικοί, ὅσον ἀφορᾶ τήν πρακτική αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, ὁμιλοῦν ἄλλοτε μόνο γιά τό νερό καί ἄλλοτε μόνο γιά τό Πνεῦμα ὡς πρωτεῦον στοιχείο τοῦ Μυστηρίου, άς γνωρίζουν ὅτι τό Μυστήριο εἶναι ἕνα καί μόνο καί ἔχει άχώριστα τά δύο αὐτά στοιχεία του.
Σπουδαστής: Κάθε ἀληθινός χριστιανός πρέπει νά ἔχη μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ ἀδελφοί μιάς χριστιανικής ομάδος λέγουν ὅτι μποροῦν ν' ἀποδείξουν τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους μέ τήν έξάσκησι τῆς ὁμιλίας σέ ξένες γλῶσσες, ἀλλά οἱ ὀρθόδοξοι δέν μποροῦν ν' ἀποδείξουν τοῦτο μέ κανέναν τρόπο. Συνεπῶς λέγουν ὅτι ἐμεῖς δέν εἴμεθα ἀληθινοί χριστιανοί, λόγῳ ἐλλείψεως αὐτού τοῦ ἔργου τού Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή μας.
Ἱερεύς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε χριστιανός θά πρέπει νά ἔχη συνειδητά τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. ἀλλά ἡ παρουσία τού Ἁγίου Πνεύματος δέν ἀποδεικνύεται μόνο μέ τήν γλωσσολαλία. ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος έστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλάτ. 5, 22-23). Νά λοιπόν, ὅτι μέσα στούς καρπούς τοῦ Πνεύματος δέν ἀναφέρεται πουθενά ή γλωσσολαλία καί τοῦτο διότι εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δόθηκε γιά ὡρισμένο χρόνο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τά χαρίσματα πού αναφέραμε προηγουμένως πρέπει νά τά ἔχουν οἱ χριστιανοί γιά ὁλη τους τήν ζωή. ὁποιος ἔχει τούς καρπούς τού Πνεύματος, τότε ἔχει μέσα του καί τό Αγιο Πνεῦμα. Τό δῶρο τῆς γλωσσολαλίας δέν εἶναι ἕνα συνηθισμένο δῶρο ἀλλά κάτι τό ἰδιαίτερο καί δέν δίδεται στόν καθένα (Α' Κορ. 12,10). Πῶς τότε νά τό θεωρήσουμε ὡς προϋπόθεσι σωτηρίας καί παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή μας, ἀφοῦ δέν δίδεται στόν καθένα; ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Μή πάντες γλῶσσαις λαλοῦσι;» (Α' Κορ. 12,30). "Ἑπομένως, καί αὐτοί πού δέν ὁμιλοῦν γλῶσσες μποροῦν νά εἶναι καλοί χριστιανοί. Στήν κοινότητα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν δέν ἔχουν ὅλοι τά ἴδια χαρίσματα. Οἱ Ἀπόστολοι δέν τό άπαίτησαν άπ' ὅλους τούς χριστιανούς καί μάλιστα σέ ἀρκετούς έφανέρωσαν ὅτι αὐτό τό χάρισμα εἶναι άνώφελο. Οὔτε οί ἴδιοι δέν τό ἐχρησιμοποίησαν, παρά μόνο σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, ὅταν εἶχαν ἕνα ὡρισμένο σκοπό, ὅπως συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ετσι λοιπόν, δέν ἐζήτησαν νά τό ἔχουν ὅλοι οἱ χριστιανοί ὡς μέσο σωτηρίας.
Σπουδαστής: Θέλω, μετά άπ' ὅσα εἴπαμε γιά τήν γλωσσολαλία νά μοῦ άπαριθμήσετε ἐπακριβῶς τά κυριώτερα σημεῖα.
Ἱερεύς: "Ακουσε, ἀδελφέ, καί κράτει στόν νοῦ σου: Ή ἀληθινή γλωσσολαλία ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά γνωρισθῆ μόνο ὅταν συντρέχουν οἱ ἑξῆς προῦποθέσεις:
1) Ὅποιος ὁμιλεῖ σέ μία γλῶσσα έξ έμπνεύσεως, νά εἶναι κατανοητή άπ' ὅλους ἐκείνους πού στέκονται μπροστά του, ὅπως συνέβη στήν περίπτωσι πού ἀναφέραμε τῶν Πράξεων (κεφ. 2, στίχ. 1-13).
Ὅταν κάποιος ὁμιλεῖ μία γλῶσσα μεταξύ τῶν κατοίκων πού δἐν τὴν γνωρίζουν, τότε χρειάζεται ἕνα ἄλλο δῶρο τό τῆς μεταφράσεως αὐτῆς τῆς γλώσσης στήν γλῶσσα τοῦ λαοῦ. Χωρίς τήν μετάφρασι ή ξένη γλῶσσα εἶναι μία φλυαρία καί μία τρέλλα (Α' Κορ. 14,23).
Ή γλωσσολαλία δέν δόθηκε στήν Ἐκκλησία γιά πάντα, ἀλλά μόνο στήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμού γιά νά ξυπνήσουν οί εἰδωλολάτραι καί Ἰουδαίοι καί νά πιστεύσουν στόν Χριστό. Γι' αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅτι τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας θά σταματῆση κάποτε νά ὑπάρχη στήν Ἐκκλησία (Α' Κορ. 13,8).
Ἀφοῦ ἐμεῖς έπιστεύσαμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός μας Θεός, δέν ἔχουμε πλέον ἀνάγκη ἀπό γλωσσολαλία δεδομένου ὅτι ἡ γνῶσις ξένων γλωσσῶν έξ εμπνεύσεως εἶναι σημεῖο (θαῦμα) ἀπαραίτητο μόνο γιά τούς ἄπιστους καί ὄχι τούς πιστούς (Α' Κορ. 14,22).
Στήν ἀρχή ἀκόμη τοῦ Χριστιανισμοῦ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας ἦταν ἕνα ἀπό τά μικρότερα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἄλλα, ὅπως τό τῆς προφητείας, ερμηνείας τῶν Γραφῶν, τῆς αγάπης καί ἄλλα, ἦταν πολύ ανώτερα.
Ἀποκλείεται τελείως νά σημαίνη ἡ γλωσσολαλία, ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα παραλήρημα σέ μία άνύπαρκτη ἤ ἀκατανόητη γλῶσσα, διότι τότε δέν θά ὁμιλῆ γλῶσσες, ἀλλά τήν γλῶσσα μας (Μάρκ. 16,17), καί πάνω άπ' ὅλα, θά ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τό κείμενο τῶν Πράξεων στό Β' κεφάλαιο.
Οἱ ἀναρθρες φωνές καί τα παραληρήματα, καθώς καί τά μπερδεμένα λόγια, πού άκοῦμε ἀπό δήθεν γλωσσολάλους συχνά, ὁμοιάζουν πάρα πολύ μέ τίς ἐκδηλώσεις τῶν εἰδωλολατρῶν μπροστά στό εἴδωλο τοῦ Διονύσου καί μέ τούς αἱρετικούς Μοντανιστάς, Γνωστικούς, Κουάκερους καί Πεντηκοστιανούς ἀργότερα, τούς ὁποίους ὅλους άνεθεμάτισε ή ἀληθινή ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (Βλέπε 1ον καί 2ον Κανόνα τῆς 6ης Οἰκουμ. Συνόδου).
Ἔτσι, ἀδελφέ, εἶναι ξένες πρός τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἱ γλωσσολαλίες αὐτῶν πού νομίζουν ὅτι εἶναι χαρισματοῦχοι καί τολμοῦν νά παρερμηνεύουν τήν ἀληθινή γλωσσολαλία, ἡ ὁποία ἦταν δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου