Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΜΑΡΤ. ΛΟΥΘΗΡΟΣ (1483-1546) ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΣ

Ὁ Μαρτῖνος Λούθηρος γεννήθηκε στήν πόλι Ἀϊσλέμπεν τῆς Γερμανίας τό 1483. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στήν γενέτειρά του. Ἀργότερα σπούδασε φιλο­σοφία στήν Ἐρφούρτη. Γιά τήν θεολογία δέν εἶχε κάποια βαθειά κλίσι. Κάποιο ὅμως γεγονός, στίς 2 Ἰουλίου 1505 τόν ἀνάγκασε τρόπον τινά ν᾿ ἀκολουθήση τό θεολογικό καί ἱερατικό στάδιο. Τί τοῦ συνέβη; Κάποια ἡμέρα συννέφιασε ὁ οὐρανός. Κεραυνοί καί καταιγίδες ἔλαμπαν στό στερέωμα καί προκαλοῦσαν ταραχή καί φόβο. Ὁ νεαρός τότε Λούθηρος ἀπό τόν φόβο του, ὄντας στήν ἐξοχή, ὅπου ἔβοσκε τό ποίμνιο τόν ζώων τοῦ σπιτιοῦ του, ἔπεσε κάτω καί, νομίζοντας ὅτι ὠργίσθη ὁ Θεός ἐναντίον του καί ὅτι οἱ δαίμο­νες θά τόν ἁρπάξουν σέ λίγο νά τόν ρίξουν στόν Ἅδη, ἐφώναξε σέ βοήθεια τήν ἁγία Ἄννα, Προστάτιδα τοῦ πατέρα του καί ὅλων τόν ἀνθρακωρύχων, λέγοντας: «Βοήθησέ με, ἁγία Ἄννα καί σοῦ  ὑπόσχομαι, νά γίνω μοναχός».

Παρότι δέν ἔπαθε τίποτε ἀπό τούς κεραυνούς, ἐθεώρησε ὅμως δεσμευμένον τόν ἑαυτό του στήν ὑπόσχεσι πού ἔδωκε. Ἐπί πλέον ἡ μέχρι ξυλοδαρμοῦ ἄγρια συμπεριφορά τῆς μητέρας του, χωρίς σοβαρούς λόγους, τόν ἀνάγκασαν νά κλεισθῆ στό τάγμα τόν Αὐγουστινιανῶν μοναχῶν, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν. Τό 1507 χειροτονήθηκε ἱερεύς. Κατόπιν ἐπιδόθηκε στήν σπουδή τῆς θεολογίας, παρότι δέν προσῆλθε στόν μοναχισμό καί στήν ἱερωσύνη ἀπό θεία κλῆσι καί μέ συνειδητή ἀπόφασι, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἀπό κάποιον δεισιδαίμονα φόβο. Τό 1512 ἔγινε διδάκτωρ της θεολο­γίας καί καθηγητής ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στό πανεπιστήμιο τῆς Βυτεμβέργης. Εἶχε ἀγωνία γιά τήν σωτηρία του καί προσπαθοῦσε νά ἐμβαθύνη στήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «δικαιοσύνη γάρ Θεοῦ, ἐν αὐτῶ (τῶ Χριστῶ) ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθώς γέγραπται: ὁ δέ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ.1,17).  Στήν ἀρχή ἑρμήνευε τήν λέξι «δικαιοσύνη» ὡς τιμωρία καί ἐκδίκησι τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, σταδιακά μορφώθηκε μέσα του μία περιδεής καί ἔμφοβη συνείδησι, ἡ ὁποία τόν ἤλεγχε ἀκόμη καί γιά τά κατά φαντασίαν παραπτώματά του. Σκέψεις ἀμφιβολίας, ἀνυπακοῆς ἤ ἀνηθικότητος τοῦ προκαλοῦσαν ταραχή καί τήν πεποίθησι ὅτι εἶναι καταδικασμένος. Θεωροῦσε τόν Ἅδη ἀδιάκοπα ἐνώπιόν του ἕτοιμον νά τόν καταβροχθίση. Ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Μετανοοῦσα, ἀλλά ἡ ἀπελπισία δέν μέ ἄφηνε». Ἐπέβαλε μόνος του στόν ἑαυτό του μεγαλύτερες ἀσκήσεις, ἀπό ὅ,τι προέβλεπε τό τάγμα του, ἐνήστευε ὑπέρμετρα, ἐξωμολογεῖτο πολλές φορές τήν ἡμέρα, μάλιστα γιά φανταστικά του παραπτώματα. Ἀλλά δέν αἰσθανόταν ψυχική εἰρήνη, οὔτε πίστευε ὅτι μποροῦσε νά ἱκανοποιήση τόν Θεό. Στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ κυριευόταν ἀπό φόβο, διότι θεωροῦσε τόν Θεό μόνιμα ὠργισμένον ἐναντίον του, ὅτι ἦταν ἐχθρός τόν ἀνθρώπων, μοχθηρός, ἰδιότροπος, εὐερέθιστος. Ἀκόμη θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεός, καί στίς πιό ἐλαφρές ἁμαρτίες τόν ἀνθρώπων ἦτο ἕτοιμος νά τιμωρήση τόν ἁμαρτωλό καί στήν παραμικρή του πτῶσι. Αὐτός ὁ πανικός τοῦ ἐκλόνισε τό νευρικό του σύστημα. Σιγά-σιγά ἐπίστευσε ὅτι τά ἔργα δέν ἔχουν καμμία ἀξία, ὅσο καλά καί νά εἶναι. Ἔλεγε ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀποκλειστικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σώζει ἤ καταδικά­ζει κατά τήν κρίσι του τόν κάθε ἄνθρωπο, χωρίς αὐτός νά μπορεῖ νά ἀντιδράση. Ἔτσι, κατέληξε ὁ Λούθηρος στόν ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον καταργεῖται ἡ ἐλεύθερη θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καί μόνο ὁ  Θεός ἀποφασίζει ποιοί θά πᾶνε στόν παράδεισο καί ποιοί στήν κόλασι. Ὁ ἴδιος ἀγωνιοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, ἐάν ἀνήκει στούς σωζομένους ἤ στούς κολαζομένους.

Ἡ κατάστασις αὐτή τόν ταλαιπώρησε μέχρις ὅτου καθηγητής πλέον στό πανεπιστήμιο τῆς Βυτεμβέργης, ἀντελήφθηκε ὅτι ἡ λέξις «δικαιοσύνη» σημαίνει τήν σώζουσα ἐνέργεια καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κατάλαβε ὅτι σαφῶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι δύναμις Θεοῦ, πού δίνει σωτηρία σ᾿ αὐτούς πού πιστεύουν στόν Χριστό, στούς Ἰουδαίους πρῶτα καί δεύτερον στούς Ἕλληνες. (Ρωμ. 1,16). Ἡ παρακάτω φράσις στόν στίχο 17 τόν γέμισε αἰσιοδοξία ὅτι ὁ δίκαιος θά σωθῆ διά τῆς πίστεως. Ἀπό τότε σχημάτισε μέσα του σταθερά, τήν ἰδέα ὅτι μόνη ἡ πίστις ἀρκεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο, διότι τί μποροῦν νά βοηθήσουν τά πτωχά καί εὐτελῆ του ἔργα;

Ἐνῶ στήν προηγούμενη φάσι τῆς ζωῆς του ἐνόμιζε τόν Θεό τιμωρό καί ἐκδικη­τή, τώρα τόν βλέπει ὡς λίαν πανάγαθο, ὁ ὁποῖος δέν κολάζει καί δέν ἐκδικεῖ­ται τόν ἀνθρώπο. Ὑπερτόνιζε, δηλαδή, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀπέρριπτε τελείως τήν δικαιοσύνη του. Ἔννοιωσε, λοιπόν,  ὅτι ἀπηλλάγη ἀπό τούς φοβερούς ἐνδοιασμούς γιά τήν σωτηρία του, ὅτι φωτίσθηκε ἀπό τήν θεία ἀγάπη, καί ἐξαφανίσθηκε τό βάρος τόν ἁμαρτιῶν του, πού τόν ἐπίεζε ἀνυπόφορα. Τό 1517 ἔγραφε: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νά σηκωθῆ μόνος του ἔστω καί ἀπό τήν παραμικρή ἁμαρτία ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν σωτηρία του ἐνεργεῖ μόνο ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσι ἔχασε τελείως τό κατ᾿εἰκόνα, δηλαδή δέν ἔχει τήν δύναμι καί τήν θέλησι νά ἐνεργήση κάποιο καλό γιά τήν σωτηρία του".

Ἐνῶ ἐδίδασκε ὅλα αὐτά στά κηρύγματά του καί στό πανεπιστήμιο, στό βάθος τῆς ψυχῆς του εἶχε ἀμφιβολίες. Ἐπίστευε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστος στό σύνολό της, ἀλλά ὄχι καί στά ἐπί μέρους. Τίς ἐπιστολές, ἐπί παραδείγματι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἰακώβου, ἐπειδή συνιστοῦν καί τά καλά ἔργα, δίπλα στήν πίστι, δέν τίς θεωροῦσε τῆς ἴδιας προσοχῆς. Ἰδιαίτερα τό χωρίο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου (2, 20) «ἡ πίστις χωρίς τόν ἔργων  νεκρά ἐστι", τοῦ χαλοῦσε λη τήν περί  πίστεως διδασκαλία του, ὡς μοναδικοῦ ὅπλου γιά τήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό χαρακτήριζε τήν ἐπιστολή ὡς «ἀχυρένια». Τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου τήν ἀπέρριπτε τελείως, ἐπειδή τονίζει τά ἀγαθά ἔργα καί συμβουλεύει τούς πιστούς νά εἶναι πρόθυμοι γι᾿ αὐτά. Ἡ φράσις τῆς Ἀποκαλύψεως: «Μακάριοι οἱ ποιοῦντες τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπί τό ξύλον τῆς ζωῆς···» (Ἀποκ. 22,14) τοῦ προκαλοῦσε ταραχή. Ὁ φίλος του Μελάγχθων ἔλεγε ὅτι ὁ Λού­θηρος δέν μπόρεσε νά λυτρωθῆ σ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς ζωῆς του ἀπό τήν φοβερή  ἀγωνία πού τόν διακατεῖχε.

 

Ἀφορμές καί αἴτια τῆς διαμαρτυρίας τοῦ Λουθήρου

Περιττόν νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Λούθηρος ἀνῆκε στήν Καθολική-Παπική ἐκκλησία. Ἀφ᾿ ὅτου τό 1054, σχίσθηκε ἡ Μία Ἐκκλησία του Χριστοῦ σέ Ἀνατολική καί Δυτική, δημιουργήθηκε μέγα χάσμα μεταξύ τους, λόγῳ τῶν ἐγωϊστικῶν καί ἀπολυταρχι­κῶν ἀντιλήψεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης. Αὐτές τίς ἐκτροπές, πλάνες καί καταχρήσεις τῶν ἑκάστοτε παπῶν καί τοῦ Κλήρου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης θέλησε ὁ Λούθηρος νά καταγγείλη στόν λαό καί νά τίς καταδικάση. Κορυφώθηκε ἡ ἀγανάκτησίς του στήν παρακάτω περίεργη καινοτομία τοῦ πάπα Λέοντος τοῦ 10ου. Αὐτός, ὄντας φιλάργυρος, σκεπτόταν μέρα καί νύκτα μέ ποιό τρόπο νά συγκεντρώση χρήματα. Ἄρχισε νά ἐκδίδη συγχωροχάρτια, μέ τά ὁποῖα συγχωροῦσε τίς ἁμαρτίες ὄχι μόνο τῶν ζώντων, ἀλλά καί τῶν πεθαμένων, οἱ ὁποῖοι περίμεναν στό καθαρτήριο πῦρ τήν κάθαρσί τους καί τήν μεταπήδησί τους στόν παράδεισο. Ὅπως ἔλεγε, ἀντλοῦ­σε αὐτή τήν ἐξουσία, διότι ἦταν ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς καί διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Προφασιζόταν ὅτι τά χρήματα πού ἐλάμβανε ἀπό τά συγχωροχάρτια τά προώριζε γιά τά στρατεύματα τῶν σταυροφοριῶν πού πολε­μοῦσαν στήν Ἀνατολή, δῆθεν γιά τήν ἀπελευθέρωσι τόν Ἁγίων Τόπων, οὐσιαστικά ὅμως γιά τήν λεηλασία τῶν θησαυρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διεκήρυττε μέ βεβαιότητα, ὅτι, ὅποιος δώση χρήματα γιά τά ἔξοδα ἑνός στρατιώ­του ἐπί ἕνα χρόνο, ἔχει δικαίωμα νά ἁμαρτάνη γιά πέντε χρόνια, χωρίς ἐνοχή, διότι ἐξηγόρασε τίς ἁμαρτίες του. Ἔλεγε κόμη, ὅτι πιό εὔκολα  συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἐάν ὁ ἐνδιαφερόμενος ἐπιτελεῖ καί μία λειτουργία. Ὅταν, λοιπόν, κάθε ἄτομο ἐπιτελεῖ καί μία λειτουργία, φαντασθῆτε, τί ποσά χρημάτων πρέπει νά προσφερθοῦν στά ταμεῖα τοῦ Βατικανοῦ γιά τήν συγχώρησι, ζώντων καί πεθαμένων.

Τά συγχωροχάρτια αὐτά διανέμοντο σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο μέσῳ τοῦ τάγματος τόν ἱεροκηρύκων, οἱ ὁποῖοι καί εἰσέπρατταν τά χρήματα. Ὁ πάπας τότε εἶχε μία ἀδελφή, στήν ὁποία ἔδωκε «ἀφέσεις» νά τίς διαμοιράση ὅπου ἐκείνη ἤθελε. Αὐτή γιά νά κερδίση περισσότερα χρήματα, δέν ἔδωσε τά συγχωροχάρτια στούς Ἱεροκήρυκες τοῦ τάγματος τῆς περιοχῆς Γερμανίας, ἀλλά στούς Ἀδελφούς τῶν Φραγκισκανῶν, σέ ἀκριβώτερη τιμή γιά νά κερδίση περισσότερα, διότι καί αὐτή ἦταν φιλάργυρη.  Βλέποντας ὁ Λούθηρος, ἱεροκῆρυξ καί αὐτός, ὅτι χάνεται ἀπό τά χέρια του ἡ ἐπικερδής αὐτή ἐργασία, ἄρχισε νά κηρύττη ἐναντίον τόν συγχωροχαρτίων, κατά τῶν ἐξουσιῶν τοῦ πάπα καί τῶν καταχρήσεων τοῦ Κλήρου τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας. Ἐάν δέν ζημιωνόταν οἰκονομικά μέ τήν ἀπώλεια κέρδους ἀπό τά συγχωροχάρτια, δέν θά προέβαινε σ᾿ αὐτή τήν διαμαρτυρία, ὅπως δέν εἶχε διαμαρτυρηθῆ μέχρι τότε

            Οἱ βαρειές ἐκφράσεις του κατά τοῦ πάπα μαρτυροῦν ὄχι μόνο τόν φανατισμό του, ἀλλά καί τό ἄσβεστον μῖσος ἐναντίον του. Ἔγραφε ὅτι ἡ παπωσύνη ἱδρύθηκε στήν Ρώμη ἀπό τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ἀνέσυρε τόν πάπα ἀπό τό ἀπύθμενο στόμα τοῦ Ἅδη. Ζωγράφισε τόν πάπα μέ κεφαλή ὄνου καί ἄλλοτε νά καβαλλικεύη μία γουρούνα. Ἔλεγε, ὅτι, «ἐγώ, ὅσο ζῶ, δέν θά παύσω νά προσεύχομαι ἐναντίον τοῦ πάπα καί τῶν Τούρκων». Στό βιβλίο του ἐναντίον τῆς παπωσύνης, ἔγραφε ὡς ἑξῆς: «Ἔλα ἐδῶ, πάπα-ὄνε, μέ τά μακριά αὐτιά καί τό καταραμένο γιά τίς ψευδολογίες σου στόμα». Τόν ὀνομάζει ἀρχηγό παλιανθρώπων, χοῖρο τοῦ σατανᾶ, συ­νεργάτη τοῦ διαβόλου καί ἀντίχριστον». Πρίν πεθάνη, μέ τό ἡμιπαράλυτο χέρι του ἔγραφε τά ἑξῆς στόν τοῖχο τοῦ δωματίου του: «Ζωντανός ἤμουν γιά σένα, πάπα, πανούκλα, πεθαμένος θά γίνω ὁ θάνατός σου» Αὐτό τό μῖσος τοῦ Λουθήρου ἐναντίον τοῦ πάπα, μάλιστα στίς ἐπιθανάτιες στιγμές του, δείχνει σέ τί ἀνώμαλη ψυχικά κατάστασι βρισκόταν, πόσο ἀσεβοῦσε κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔστω, ἀναξίου ἐκπροσώπου της, τοῦ πάπα.

Στίς 95 «θέσεις» του κατά τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες ἐκρέμασε στόν μητροπολιτικό ναό τῆς Βυτεμβέργης, κατέκρινε σφοδρά τίς «ἀφέσεις», τό καθαρτήριο πῦρ, τόν πάπα καί τίς ἄλλες καινοτομίες καί καταχρήσεις τῆς δυ­τικῆς ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ἄθελά του ἀκολούθησε τό μοναχικό στάδιο, προέβη στήν κατάργησι τῆς ἀγαμίας τοῦ Κλήρου, γιά νά ἐπιτύχη τήν σύζευξί του μέ γυναίκα. Δέν τολμοῦσε εὐθέως νά νυμφευθῆ, διότι θά καταδικαζόταν μέ καθαίρεσι καί ἀφορισμό ἀπό τήν ἐκκλησία του. Προτίμησε νά ἐπαναστατήση κα­τά τῶν θεσμῶν τῆς ἐκκλησίας, παρασύροντας μαζί του καί μέγα πλῆθος ἄλλων δυσαρεστημένων πιστῶν.

Διεκήρυξε κατ᾿ ἀρχήν ὅτι ὁ μοναχισμός δέν εἶναι σύμφω­νος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἀποφασίσει νά πετάξη τό σιχαμερόν γι᾿αὐτόν μοναχικό σχῆμα. Ἁπλῶς ἤθελε νά προλειάνη τό ἔδαφος γιά ν᾿ ἀρχίσουν κατόπιν οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί νά καταφέρονται κατά τοῦ Μοναχισμοῦ καί νά ζητοῦν ὅλες οἱ ἀφιερω­μένες στόν Χριστό Ψυχές, ἄνδρες καί γυναῖκες, νά ἐγκαταλείψουν τά μοναστήρια τους καί νά ζήσουν ὡς ἔγγαμοι στόν κόσμο. Τά ἀντιμοναχικά του κηρύγματα βρῆ­καν πολλούς ὁπαδούς. Ἔτσι τά μοναστήρια ἐρημώνοντο τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Ἡ μοναχή Αἰκατερίνη Μπόρα μέ ὀκτώ ἄλλες μοναχές ἐπῆγαν στά σπίτια τους, ἀλλά δέν τίς δέχθηκαν οἱ συγγενεῖς τους. Τότε αὐτές ζήτησαν τήν προστασία τοῦ Λουθήρου. Αὐτός τίς παρέλαβε στό μοναστήρι του, ὅπου καί συνέζησε μαζί τους γιά λίγο διάστημα. Ἡ ἐπικοινωνία του μέ τίς μοναχές τόν ἐπηρέασε σοβαρά. Τό 1524 ἔδιωξε τίς μοναχές καί κράτησε μόνο μία, τήν Αἰκατερίνη. Ἔκλεισε τήν μονή του, παρέδωσε τά κλειδιά στόν πολιτικό διοικητή τῆς πόλεως, ἀπέβαλε τό μοναχικό του σχῆμα, ἐφόρεσε πολιτικά καί ἄρχισε πλέον νά ὁμιλῆ φανερά γιά τόν γάμο. Ὅλα αὐτά προκάλεσαν δυσμενέστατα σχόλια ἐναντίον του καί πολλές εἰρωνεῖες. Σάν ἀπάντησι, ἔλεγε στόν κόσμο: «Θά προχωρήσω σέ γάμο καί θά κάνω νά γελάση ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη". Πράγματι, στίς 11 Ἰουνίου Ι525, σέ ἡλικία 42 ἐτῶν, ἐπῆρε, χωρίς βέβαια ἱεροτελεστία Μυστηρίου, ὡς γυναίκα του, τήν Αἰκατερίνη, ἡλικίας τότε 27 ἐτῶν. Τό ἔκανε αὐτό, ὅπως ἔλεγε «σέ πεῖσμα τοῦ διαβόλου».

Ἀπό τότε δέν ἔπαυσε νά μαστίζεται ἀνελέητα ἀπό τήν συνείδησί του γι᾿αὐτή τήν παρανομία του καί τό δημόσιο σκάνδαλο, πού προξένησε. Τά κηρύγματά του εἶχαν τόσο παράδοξο περιεχόμενο, ὥστε ἔλεγε: «Γίνε ἁμαρτωλός καί ἁμάρτανε πολύ, ἀλλά πίστευε ὅσο μπορεῖς περισσότερο στόν Χριστό καί θ᾿ ἀπολαύσης τήν εἰρήνη καί τήν σωτηρία σου κοντά Του". Ἀκόμη διεκήρυττε:  «Μόνο τούς ἁμαρτωλούς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄν θά παραμείνη στήν ζωή του καθαρός, θά ὑποπέση στήν ὑπερηφάνεια». Τόσο εἶχε καταπέσει τό γοητρό του ὡς λογικοῦ ἀνθρώπου, ἀπέναντι τῆς κοινωνίας, ὥστε ἔλεγε: «Διά τοῦ γάμου αὐτοῦ αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω καταπέσει, ἔχω ἐξευτελισθῆ».

Στήν οἰκογενειακή του ζωή εἶχε χαρές καί πίκρες. Ἄλλοτε ἐπαινοῦσε καί ἄλλοτε ὑποτιμοῦσε τόν γάμο· Ἀντιδροῦσε στίς δεσμεύσεις πού ἐπιβάλλει ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου στήν ἔγγαμη ζωή, γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε ὅτι «δικαίως οἱ ἄνδρες ἀφήνουν τίς γυναῖκες τους καί ἀγαποῦν τίς ξένες νεανίδες» Ἐνῶ παρουσιαζόταν σάν ἀναμορφωτής τῆς κοινωνίας, πολλές φορές προέτρεπε τούς ὁπαδούς του σέ τολμηρά καί ἀπρεπῆ ἔργα, ὅπως: «Ἐάν δέν σοῦ ἀρέση ἡ γυναί­κα σου, πάρε τήν ὑπηρέτριά σου». Ἀπέκτησε μέ τήν πρώην μοναχή Αἰκατερίνη ἕξι παιδιά. Ὅταν γεννήθηκε τό πρῶτο παιδί του, στίς 26 Μαΐου 1526, ἔγραφε σέ κάποιον φίλο του:  «Πρόκειται νά γεννηθῆ ἕνα παιδί ἀπό ἕνα καλόγερο καί μιά καλογριά».

Προκειμένου νά δικαιολογηθῆ στόν κόσμο γιά τίς παραδοξότητες του, ἀρνήθη­κε τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Ἔτσι διεκήρυττε ὅτι, ὅλα αὐτά δέν τά ἔκαμε μέ τήν θέλησί του, ἀλλά, ἔτσι τά εἶχε προγραμματίσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Θεός, λοιπόν, κατά τήν ἀρρωστημένη γνώμη του, εὐθυνόταν γιά τίς μεγάλες πτώσεις του ὁ Θεός καί ὄχι ὁ ἴδιος, ἐφ᾿ ὅσον δέν εἶχε ἐλευθερία βουλήσεως. Μόνο ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔχει ἐλευθερία βουλήσεως καί κανείς ἄλλος· Ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, ὁμοιάζει μέ το ζῶο. Εἴτε ὁ Θεός καθίση ἐπάνω του, εἴτε ὁ διάβολος, τό ὁδηγοῦν ὅπου θέλουν, χωρίς τό ζῶον (ὁ ἄνθρωπος) νά ἠμπορεῖ νά ἀντιδρᾶ.

Φυσικά αὐτή ἡ διδασκαλία του εἶναι τελείως ἀντίθετη πρός τήν Ἁγία Γραφή. Καταπατεῖ τήν στοιχειώδη λογική καί παρουσιάζει τόν Θεό ὡς σχεδόν  τύραννο, πού ἄλλους τούς βυθίζει στήν κόλασι, χωρίς νά εὐθύνωνται γιά τίς πράξεις τους καί ἄλλους τούς εἰσάγει στόν παράδεισο, χωρίς νά ἔχουν κάνει κάτι τό ἀξιόλογο. Ὁ ἴδιος καί οἱ ὁπαδοί του ζοῦσαν μέ ἀπαισιοδοξία, ἐφ᾿ὅσον θά σωθοῦν, ἐάν εἶναι γραμμένο ἀπό τόν Θεό. Ἀλλιῶς θά κολασθοῦν, διότι ἐκεῖ τούς προώριζε ὁ Θεός.

Τόσο  πολύ  πλανήθηκε ὁ Λούθηρος, ὥστε, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας του, θεωροῦσε  μόνο τόν ἑαυτό του, ὡς τόν πλέον ἱκανό ἑρμηνευτή τόν Γραφῶν. Σχημάτισε τήν πεποίθησι ὅτι τό βαθύτερο καί ἐσώτερο νόημα τῶν Γραφῶν οὔτε οἱ Σύνο­δοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἠμπόρεσαν νά κατανοήσουν. Ὁπότε καί ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, στό ὁποῖον δέν πρέπει  νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη. Γιά τόν ἑαυτό του ὅμως ἔλεγε  ὅτι ἔλαβε ἀπ᾿ εὐθείας τό Ἅγιο Πνεῦμα νά κατανοῆ καί νά διδάσκη τά ἀληθινά νοήματα τῆς Γραφῆς.

Ἀπέναντι, τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔτρεφε σεβασμό καί ἐκτίμησι. Ὅταν ὁ παπικός θεολόγος Eck κατεδίκασε τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Λουθήρου καί στήν συνέχεια κατηγόρησε τούς Ὀρθοδόξους σάν αἱρετικούς, διότι δέν ἀναγνωρίζουν τό πρωτεῖο τοῦ πάπα, ὁ Λούθηρος σέ δημόσια συνδιάλεξι στήν Λειψία τό Ι519 εἶπε τά ἑξῆς: «Θά ἤθελα νά παρακαλέσω τόν δόκτορα Eck νά ὁμιλῆ μέ μεγαλύτερο σεβασμό γιά τίς τόσες μυριάδες τόν Ἁγίων, πού ἔχει  ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι τόν ἡμερῶν μας καί θά ὑπάρχη... Ἀποτελεῖ ντροπή καί ἀδικία νά ἀπορρίπτουμε Ἐκκλησία τόσων μυριάδων μαρτύρων καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐπί 14 αἰῶνες μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐλληνικῆς Ἐκκλησίας καί νά θέλουμε τώρα νά ἐξωρίσουμε ἀπό τόν οὐρανό, αὐτούς πού ἤδη βασιλεύουν ἐκεῖ. Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρχε πρίν λάβη ὕπαρξι ἡ Ρωμαϊκή ἐκκλησία...». Καί τελειώνει τήν λαμπρά ὁμολογία του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι, οὔτε ὁ πάπας τῆς Ρώμης, οὔτε ὅλοι οἱ κόλακές του θά μπορέ­σουν ποτέ νά ἀποκλείσουν ἀπό τόν οὐρανό τό μέγα πλῆθος τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ὑποτάχθηκαν στήν δύναμι της Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας».

Καί ἐδῶ εἶναι ἡ τραγικότης τοῦ Λουθήρου. Ἐνῶ ἀνεγνώριζε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς Μητέρα ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν, δέν κατώρθωσε νά ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία της, λόγῳ τοῦ ἐγωϊσμοῦ του. Τελικά, ἀφοῦ ἵδρυσε δική του ἐκκλησία, κατεπολέμησε τήν Ὀρθοδοξία καί κατέληξε   ἴδιος στό χάος μαζί μέ τούς ὁπαδούς του. Ἔτσι, ἀπέτυχε νά ἀναδειχθῆ ἕνας μεγάλος ἀναμορφωτής τῆς Εὐρώπης, πού θά καθάριζε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν παπική σαπίλα καί θά τήν ἐπανέφερε στά δροσερά λειβάδια τῆς πρώτης καί ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

 

Τά ἀποτελέσματα τῆς Μεταρρυθμίσεως

Πρῶτος πού ἀντίκρυσε μέ ἀηδία καί σκεπτικισμό τούς καρπούς τῶν μεταρρυθμιστικῶν ἀγώνων του ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος. Εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα χειρότεροι. Ἡ πίστις τους στόν Εὐαγγελικό Νόμο κλονιζόταν. Ἐπιδίδοντο μέ ἀναίδεια στήν σαρκολατρεία, στήν κλοπή στήν ἐκμετάλλευσι, διότι ἐπίστευαν πλέον ὅτι δέν εὐθύνονται αὐτοί γιά τά ἔργα τους. Διετυμπάνιζαν παντοῦ ὅτι τούς ἀρκεῖ   πίστις γιά τήν σω­τηρία, διότι ἔτσι τούς ἐδίδαξε ὁ ἀρχηγός τους. Σύγχρονος καί φίλος τοῦ Λου­θήρου ἰδού πῶς περιέγραφε τήν κατάστασι τότε: «Ἡ Γερμανία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦτο βυθισμένη στήν ἀπερίγραπτη λαιμαργία, μέθη, φιλαργυρία καί ἀσέλγεια καί ὅτι οἱ πιστοί τοῦ Λουθήρου δέν ἔδιναν πλέον καμμία σημασία στά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου". Ἐνῶ ὁ ἐπιστήθιος φίλος του Μελάγχθων, ἔγραφε εἰρωνικά: "Κυττάξτε αὐτή τήν Εὐαγγελική κοινωνία!  Πόσοι μοιχοί καί μέθυσοι καί χαρτοπαῖκτες, πόσοι διεφθαρμένοι καί χυδαῖοι! Ἐρευνεῖσθε τά οἰκογενεια­κά ἤθη. Εἶναι πιό ἁγνά ἀπό τήν ζωή τῶν εἰδωλολατρῶν; Καί κατέληγε: «Οὔτε ὅλα τά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἔλβα δέν θά ἦταν ἀρκετά γιά νά κλάψη κανείς τό κακό, πού ἔφερε ἡ μεταρρύθμισις».

Εἶχε  πλέον σαφῶς κατανοήσει ὁ Λούθηρος ὅτι ἐξ αἰτίας του αὐτός ὁ λαός εὑρισκόταν σέ τέτοια ἠθική ἐξαθλίωσι. Καταλάβαινε ὅτι εἶχαν δί­καιο, αὐτοί πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἐμόρφωσε μιά γενεά ἀνθρώπων «ἀναιδῆ, ἀναρχικήν, αὐθάδη». Ὁσάκις τολμοῦσε νά συμβουλεύση τούς ὁπαδούς του, ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ δέν μᾶς ἐδίδαξες ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος μόνος του νά πράξη τό καλό καί νά δικαιωθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν καί ἄλλα  σκάνδαλα, ἀπελπισμένος καί μέ μιά πικρή εἰρωνεία ἀναφωνοῦσε: "Ζήτω ἡ μυστική παλλακεία, οἱ γυναῖκες τῶν Γερμανῶν εἶναι ἀδιάντροπες γουροῦνες». Ἡ πόλις Βυτεμβέργη, ὅπου ἔλαβαν χώραν οἱ ἀλλοπρόσαλλες αὐτές μεταρρυθμίσεις εἶχε καταντήσει Σόδομα καί Γόμορρα. Ἐνῶ οἱ κάτοικοί της εἶχαν καταντήσει «ἀγνώμονα ζῶα, κλέπτες, ληστές καί τοκογλύφοι».

Τά ἀποτελέσματα αὐτά κρατοῦσαν τόν Λούθηρο σέ συνεχῆ ὑπερέντασι καί ἀϋπνία. Ἄλλοτε ἔπεφτε σέ μελαγχολία καί ἄλλοτε καταλαμβανόταν ἀπό ἀσυγ­κράτητη ὀργή. Προέβλεπε ὅτι θά συμβοῦν μεγάλα σχίσματα στούς ὁπαδούς του καί διαιρέσεις. Στόν φίλο του Μελάγχθωνα ἔλεγε: «Πόσους καί πόσους διαφορετικούς διδασκάλους δέ θά παρουσιάση ὁ προσεχής αἰώναςί. Ἡ σύγχυσις θά φθάση στό ἀπροχώρητο. Κανένας δέν θά θέλη νά ὑποταχθῆ στήν γνώμη καί στήν ἐξουσία τοῦ ἄλλου. Καθένας θά παρουσιάζη τόν ἑαυτό του σάν τόν μονα­δικό διδάσκαλο. Καί ἡ πρόβλεψίς του αὐτή ἐκπληρώθηκε πολύ σύντομα. Καί ὅταν ἀκόμη ζοῦσε, μαθητές καί πρώην θαυμαστές του τόν ἀρνήθηκαν, τόν ἀπεκήρυξαν σάν πλανεμένο καί ἐπίστευσαν τόν ἑαυτόν τους ὡς ἀλάθητο διδάσκαλο τῆς ἀληθείας. Ὁ πρώην ὁπαδός του Θωμᾶς Μύνστερ ἐπανεστάτησε ἐναντίον του καί προκάλεσε ἐμφύλιο πόλεμο. Τότε ὁ Λούθηρος ὠργισμένος καί ταραγμένος διέταξε τούς ὁπαδούς του: «Κτυπῆστε, σκοτῶστε, σφάξτε, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, χωρίς ποτέ νά λησμονῆτε ὅτι τίποτε δέν εἶναι τόσο δη­λητηριασμένο, ἐπιζήμιο καί σατανικό ἀπό τόν ἐπαναστάτη. Ἡ περίπτωσις εἶναι ἴδια μέ ἐκεῖνον πού σκοτώνει ἕνα λυσσασμένο σκυλί. Ἄν δέν τό κτυπήσης, θά σέ κτυπήση πρῶτο αὐτό καί μαζί μέ σένα τήν γῆ πέρα ὡς πέρα».

Ἔχασε μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τελείως τήν ψυχική του εἰρήνη καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἡσύχαζε μέ τήν συντροφιά κανενός, οὔτε τῆς συζύγου του, οὔτε τόν φίλων καί στενῶν ὁπαδῶν του. Τούς πάντες περιέλουε μέ χυδαῖο ὑβρεολόγιο, καθολικούς καί πρώην ὁπαδούς του.

Κατά τήν νύκτα τῆς 17ης πρός Ι8ην Φεβρουαρίου τοῦ 1546 προσβλήθηκε ἀπό κεραυνο­βόλο ἡμιπληγία καί πνευμονική συμφόρησι. Οἱ γιατροί δέν ἠμπόρεσαν νά τοῦ προσφέρουν τίποτε. Παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Δίκαιο Κριτή τήν 3ην πρωϊνήν, ψιθυρίζοντας τά ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον (Ἰωάν 3,16).

            Αὐτή ἦταν ἐν συντομίᾳ ἡ πολυκύμαντη ζωή τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Μεταρρθμίσεως Μαρτίνου Λουθήρου. Ἀγωνίσθηκε δυστυχῶς μέ πολλή αὐτοπεποίθησι γι᾿ αὐτό καί ἔπεσε σέ πολλές πλάνες. Ἔννοιωθε ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί μέ φρίκη ἀναρρωτιώταν: «Ἡ καρδιά μου φρίττει καί διερωτῶμαι: Σύ μόνος ἔχεις δίκαιο καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πλανῶνται; Καί, ἄν παρέσυρες στήν καταδί­κη τόσες ψυχές;» Ταραγμένος προσπαθοῦσε νά πείση τόν ἑαυτό του ὅτι εἶχε δίκαιο. Τελικά εἶχε ἄδικο καί ἔγινε ὁ μέγας αἱρεσιάρχης ἑκαττομυρίων σήμερα χριστιανῶν, πού ἔχασαν τόν δρόμο τῆς σωτηρίας τους.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου