Oι ἄνθρωποι εἶναι ἄδικοι μὲ τὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐξοργίζονται μαζί Του. Ποιός ἔχει τὸ δικαίωμα ὅμως νὰ ἐξοργιστεῖ ἐναντίον ὁποιουδήποτε καὶ μάλιστα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἄθεοι κλείνουν τὸ στόμα τους καὶ σκέφτονται: «Ἄς μὴν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐξαφανιστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο». Ἀνόητοι ἄνθρωποι! Τὰ στόματά σας εἶναι μιὰ μικρὴ μειονότητα στὸ εὗρος τοῦ κόσμου. Ἔχετε δεῖ ἢ ἀκούσει πῶς δίνει φωνῆ στὸ ποτάμι ἕνα φράγμα; Aν δὲν ἦταν τὸ φράγμα, τὸ ποτάμι δὲ θ’ ἀκουγόταν, θὰ ἦταν μουγγό. Τὸ φράγμα ὅμως ἄνοιξε τὸ λαρύγγι του καὶ κάθε μικρὴ σταγόνα ἀπέκτησε γλῶσσα.
Τὸ δικό σας φράγμα θὰ κάνει τὸ ἴδιο: θ’ ἀνοίξει τὸ λαρύγγι τῶν ἄλαλων καὶ θὰ διδάξει τοὺς βωβοὺς νὰ μιλήσουν. “Ἄν τὰ χείλη σας πάψουν νὰ ὁμολογοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά σας θὰ γεμίσει μὲ φόβο ὅταν ἀκούσετε νὰ τὸν ὁμολογοῦν οἱ ἄσοφοι καὶ οἱ βουβοί. Ἀλήθεια σᾶς λέω: “Ἄν ἐσεῖς σιωπήσετε, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ἀκόμα κι ἂν δὲ μιλήσει κανένας ἄνθρωπος στὴ γῆ, θ’ ἀποκτήσει φωνῇ τὸ χορτάρι. Ἀκόμα κι ἂν ἀποκηρύξουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸ θὰ γραφτεῖ στὸ οὐράνιο τόξο, στὸν οὐρανό, θὰ χαραχτεῖ μὲ φωτιὰ σὲ κάθε χόρτο, σὲ κάθε κόκκο ἄμμου. Τότε ἡ ἄμμος θὰ μετατραπεῖ σὲ ἄνθρωπο κι ὁ ἄνθρωπος σὲ ἄμμο.
«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τὸ στερέωμα. ἡμέρα τὴ ἡμέρα ἐρεύγεται ρημα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν» (Ψαλμ. ἰη’ 2,3)). Αὐτὰ μᾶς ἀπαγγέλει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς καὶ προφήτης. Κι ἐσεῖς τί λέτε; Κρατᾶτε μιὰ περιφρονητικὴ σιγὴ γιὰ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ δώσουν φωνὴ οἱ πέτρες. Κι ὅταν μιλήσουν οἱ πέτρες θὰ θελήσεις νὰ μιλήσεις κι ἐσύ, μὰ δὲ θὰ μπορέσεις. Θά σου ἀφαιρεθεῖ ὁ λόγος καὶ θὰ δοθεῖ στὶς πέτρες. Καὶ τότε οἱ πέτρες θὰ μετατραποῦν σὲ ἀνθρώπους κι οἱ ἄνθρωποι σὲ πέτρες.
Στοὺς παλιότερους καιροὺς ἄνθρωποι μὲ σκληρὸ στόμα ἔτυχε νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ τὸν ἀναγνωρίσουν, οἱ γλῶσσες τους δὲν ἦταν λυμένες γιὰ νὰ τὸν δοξολογήσουν. Τότε ὁ Θεὸς ἐλευθέρωσε τὰ στόματα τῶν δαιμόνων γιὰ νὰ ντροπιάσουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ οἱ δαίμονες ἀναγνώρισαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ τήν πέτρα καὶ κατώτεροι σὲ ἀξία ἀπὸ τὴν ἄμμο, ἔκραξαν ὅταν εἶδαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι γύρῳ,γύρω Του ὅμως ἔμειναν ἄφωνοι. Κι ὅταν ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ἐντελῶς ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομὰ Του, πῶς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ἡ ἀθώα πέτρα, ποὺ ὑποτάσσεται τυφλὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Θεὸς δίνει μαθήματα στοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγγέλους καὶ στολίζεται ἀπὸ ἄστρα, ὄχι μόνο ἀπό τη γῆ, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργημένα πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀκόμα κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ δώσει μιὰ εὐκαιρία στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ βρίσκουν πολὺ εὔκολα τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση, ὥστε νὰ ντροπιαστοῦν ἀπὸ κάτι, ὁτιδήποτε, νὰ κοιτάξουν ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὴ δυσωδία.
Οἱ ἐκλεκτοὶ ποὺ συνόδευαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ στὶς πορεῖες Του εἶχαν ἀποδείξει πῶς ἡ πίστη τους ἦταν ρηχή. Ἔτσι ὁ Κύριος τοὺς ὁδήγησε σὲ μιὰ περιοχὴ ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ πιὸ φανατικὴ εἰδωλολατρεία, ὥστε μ’ αὐτὰ ποῦ θὰ γίνονταν, νὰ τοὺς συνετίσει καὶ νὰ καταγγείλει τὴ λειψή τους πίστη. Αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, περιγράφονται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
«Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» (Ματθ. κή’ 28). Τὰ Γέργεσα καὶ τὰ Γάδαρα ἦταν δυὸ πόλεις εἰδωλολατρικές, στὴν ἀπώτερη ἀκτὴ τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας. Ἠταν δυὸ ἀπὸ τίς δέκα πόλεις ποὺ βρίσκονταν στὰ παράλια αὐτά. Σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς, τὰ Γάδαρα ἀναφέρονται ἀντὶ γιὰ τὰ Γέργεσα. Αὐτὸ σημαίνει πῶς οἱ δυὸ πόλεις πρέπει νὰ βρίσκονταν πολὺ κοντὰ ἢ μιὰ στὴν ἄλλη καὶ πῶς τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρουν πρέπει νὰ ἔγινε κάπου ἀνάμεσα στὶς δυό.
Οἱ εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν ἕναν τρελὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μιλάει γιὰ δύο. Οἱ πρῶτοι εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ φαίνεται πῶς ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἔτρεμε ὅλη ἢ περιοχή. Ὁ Ματθαῖος τους ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο, ἐπειδὴ καὶ τοὺς δύο θεράπευσε ὁ Κύριος. Τὸ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ γνωστὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον, φαίνεται ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πῶς ὁ τρελὸς αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη («ὑπήντησεν αὐτὸ ἀνὴρ τίς ἐκ τῆς πόλεως», Λουκ. ἡ’ 9). Σὰν ντόπιο λοιπὸν πρέπει νὰ τὸν γνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, ποὺ μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ κάποιο χωριό. Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Λουκᾶ ἐπίσης συμπεραίνουμε πῶς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ χρόνια καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸν ἤξερε ὅλη ἡ περιοχή. Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ πιὸ ἄρρωστος καὶ φρενιασμένος ἀπὸ τὸν ἄλλον, προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει ὁ Λουκᾶς, πῶς «ἔδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἤλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους» (Λουκ. ἡ 29). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ δύο εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν μόνο τὸν ἕνα δαιμονιζόμενο, ἂν καὶ ἦταν δύο. Πολὺ συχνὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ μεὶς σήμερα ὅταν ἀναφέρουμε κάποιο περιστατικὸ καὶ ἀναφέρουμε γιὰ παράδειγμα μόνο τὸν ἀρχηγὸ μιᾶς συμμορίας λῃστῶν ποὺ συλλήφθηκαν. Ὅταν συλλήφθηκε ὁλόκληρη ἡ συμμορία μὲ τὸν ἀρχηγό της λέμε πῶς ἕνας λῃστὴς ἔτσι κι ἔτσι, ἀρχηγὸς τῶν ὑπόλοιπων λῃστῶν, πιάστηκε. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ εὐαγγελιστές. Ὅπως ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς συμπληρώνουν τὴν ἀφήγηση τοῦ Ματθαίου σὲ μιὰ λεπτομέρεια, ἔτσι κάνει κι ὁ Ματθαῖος στὸ Μάρκο καί το Λουκᾶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς δύο δαιμονιζόμενους.
Οἱ δαιμονιζόμενοι αὐτοὶ ζοῦσαν στοὺς τάφους, περιπλανιοῦνταν στὴν ἔρημο καὶ τρομοκρατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους στοὺς ἀγροὺς καὶ στοὺς δρόμους. Ἰδιαίτερα φόβιζαν αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν κοντὰ ἀπό το δρόμο ὅπου ἔμεναν ἐκεῖνοι. Οἱ εἰδωλολάτρες συχνὰ ἔφτιαχναν τοὺς τάφους δίπλα στὸ δρόμο, ἐνῶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν πολλὲς φορὲς νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Ὁ τάφος τῆς Ραχὴλ εἶναι δίπλα στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Βηθλεέμ. Ὁ τάφος τοῦ Μανασσὴ εἶναι δίπλα στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ὁ διάβολος εἶχε καταλάβει τοὺς δυὸ αὐτοὺς δαιμονιζόμενους καὶ τοὺς χρησιμοποιοῦσε ὡς ὅπλα γιὰ νὰ βλάψει τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ δαιμόνια, ἔχουν ὡς κύριο χαρακτηριστικό τους νὰ κάνουν τὸ κακὸ καὶ νὰ καταστρέφουν. Ἠταν γυμνοὶ ἀπὸ κάθε καλὸ πρᾶγμα. Γιὰ τὸν ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς λέγεται πῶς δὲ φοροῦσε ροῦχα (ἱμάτιον οὔκ ἐνεδιδάσκετο). Μαζὶ μὲ τὴ σωματική του γύμνωση, ἦταν γυμνὴ καὶ ἄδεια ἡ ψυχή του, δὲν εἶχε κανένα καλὸ μέσα του, κανένα δῶρο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἠταν κυριολεκτικὰ γυμνὸς ἀπὸ κάθε καλό, ποῦ εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἦταν τόσο κακοὶ καὶ πονηροί, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.
«Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’ 29). Τὸ πιὸ ἀξιοσημείωτο στὴν κραυγὴ αὐτὴ τῶν δαιμόνων, εἶναι ὅτι ἀναγνώρισαν τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ βροντοφώνησαν μὲ τρόμο. Ἄς καταισχυνθοῦν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ κοιτάζουν κατὰ πρόσωπο τὸν Κύριο καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ἢ τὸν ἀναγνωρίζουν μὲν ἀλλὰ δὲν τὸν ὁμολογοῦν δημόσια. (Γράφει ὁ Ζηγαβηνός: «Καθὼς οἱ μαθητὲς κι ὁ λαὸς τὸν ἔβλεπαν σὰν ἄνθρωπο, οἱ δαίμονες ἦρθαν τώρα νὰ κηρύξουν τὴ θεότητά Του»).
Εἶναι ἀλήθεια πῶς οἱ δαίμονες δὲν ὁμολόγησαν τὸ Χριστὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δὲ χάρηκαν καὶ γι’ αὐτὸ ἔκραξαν δυνατά. Δὲ φώναξαν ὅπως κάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρῆκε μεγάλο θησαυρὸ ἢ ὅπως φώναξε γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀπόστολος Πέτρος, «σὺ εἴ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Οἱ δαίμονες ἔκραξαν ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, γιατί μπροστά τους ἔβλεπαν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς κρίνει. “Ἔκραξαν καὶ ὁμολόγησαν Ἐκεῖνον ποὺ στὸ ὄνομά Του μόνο ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο, ποὺ τὸ ὄνομα αὐτὸ προσπαθοῦσαν νὰ κρύψουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τὸ σβήσουν ἀπὸ τίς καρδιές τους. Όμολόγησαν τὸ ὄνομά Του μέσα στὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία τους, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μὲ τὴν ἴδια ἀπέχθεια κι ἀπόγνωση ποὺ προφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἄνθρωποι.
Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ρώτησαν οἱ δαίμονες. Τί κοινὸ ἔχουμε μεταξύ μας Ἐσὺ κι ἐμεῖς; Ποιό εἶναι τὸ μήνυμα ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ ἀναπάντεχη κι ἀνεπιθύμητη ἐπίσκεψή Σοῦ; «Τίς δὲ κοινωνία Χριστου καὶ Βελίαλ;» (Β΄ Κορ. στ’ 15). Ἀπολύτως καμία. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βελίαλ ἑπομένως, οἱ βασανιστὲς τῶν ἀνθρώπων, ρωτοῦν τὸ Χριστὸ γιατί ἦρθε πρόωρα, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρό Του, νὰ τοὺς βασανίσει. Ἠλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Τὴν ὥρα τῆς κρίσης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης τους τὴν περιμένουν. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ μπροστά τους ἀπὸ μόνη της ἦταν ἕνα βάσανο, ἕνα βασανιστήριο χειρότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ λάμψη τῆς φωτιᾶς σὲ μιὰ ἀράχνη. “Ὅταν λείπει ὁ Χριστός, οἱ δαίμονες εἶναι τόσο βάναυσοι καὶ ἀλαζόνες, ὥστε ὑποτιμοῦν καὶ ὑποβιβάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν κατηγορία τῶν ζώων, τρομοκρατοῦν ὅλη τὴν περιοχὴ ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.
Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔφερε σὲ ἀξιοθρήνητη ἀπόγνωση. Ὁ τρόμος τους ταπείνωσε, ὅπως καὶ κάθε τύραννο ὁ κριτής. Γι’ αὐτὸ κι ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ταπεινωμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο ἶνα μὴ ἐπιτάξη αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν, νὰ μή τους στείλει στὰ βάθη τῆς θάλασσας (Λουκ. ἡ 31). Ἡ ἱκεσία τους νὰ μὴ ἐπιτάξη αὐτοῖς νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο, σημαίνει πῶς ἂν τοὺς διέταζε, θὰ ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ πᾶνε. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἦταν ἡ δύναμή Τοῦ! Ἡ ἄβυσσος ἦταν ὁ πραγματικός τους τόπος, ἡ ἀληθινή τους κατοικία. Εἶπε ὁ προφήτης γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῶν δαιμόνων: «Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανου ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων…νύν δὲ εἰς ἅδην καταβήση καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς» (Ἠσ. Ἴδ’ 12,15).
Θὰ καταδικαστεῖ στὴν ἄβυσσο, ὅπου εἶναι ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ὁ Θεὸς ἄφησε τοὺς δαίμονες νὰ περιφέρονται ἐλεύθεροι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τους. Εἶναι καλύτερα γι’ αὐτοὺς νὰ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ κατοικήσουν στὴν ἄβυσσο; “Ὅταν κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, βασανίζουν ἐκείνους ὅταν βρίσκονται στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, μόνο τὸν ἑαυτό τους ἔχουν νὰ βασανίζουν. Ὅταν βρίσκονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους βασανίζονται πάλι, μὰ τότε ἡ κόλασή τους μειώνεται ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν ἄλλων.
Ὁ διάβολος εἶναι καταστροφέας γιὰ τὸ σῶμα, σκώλωψ τη σαρκί, ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ εἶχε νιώσει τὴν παρουσία τοῦ (βλ. Β΄ Κορ. ιβ’ 7). Χρησιμοποιεῖ τὸ σῶμα σὰν σκάλα, σκαρφαλώνει στὴν ψυχὴ καὶ πιάνεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ καί το νοῦ, ὡσότου κατασπαράξει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὥσπου νὰ τὸν παραμορφώσει καὶ νὰ τὸν γυμνώσει ἀπὸ κάθε κάλλος καὶ ἁγνότητα, ἀπὸ κάθε αἴσθημα δικαιοσύνης, ἀγάπης καὶ πίστης, ἐλπίδας κι ἐπιθυμίας γιὰ τὸ ἀγαθό. Μετὰ ἐγκαθίσταται στὸν ἄνθρωπο ὅπως κάθεται ὁ βασιλιᾶς στὸ θρόνο του, καὶ παίρνει τὰ ἡνία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος στὰ χέρια του. Τότε ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλεται σὲ κτῆνος ποὺ τὸ ἱππεύει ὁ σατανᾶς, γίνεται ἕνα ἄθυρμα ποῦ τὸν διασκεδάζει, ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ κατασπαράζει.
Κάπως ἔτσι ἦταν οἱ δαιμονιζόμενοι ποὺ περιγράφονται στὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ἀναφέρεται ἂν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶδαν τὸ Χριστό, ἂν τὸν ἀναγνώρισαν, τὸν ὀνόμασαν ἢ ἂν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αὐτά τα ἔκαναν οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν μέσα τους. Οἱ δαιμονιζόμενοι ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχαν, σὰν δυὸ σώματα ποῦ τὰ ὁδηγοῦσαν οἱ δαίμονες καὶ τὰ κατεύθυναν μὲ τὰ καμτσίκια τούς. Τὸ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τέτοιους ἀνθρώπους, ἦταν σὰ ν’ ἀνασταίνει νεκρούς. Ἀλλὰ ἦταν καὶ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτό, γιατί νεκρὸς ἄνθρωπος σημαίνει πῶς ἡ ψυχὴ ἔχει ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Τότε ὅμως ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὸ σῶμα, νὰ ἐπαναφέρει τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὅμως ἦταν αἰχμάλωτοι στοὺς δαίμονες, ποὺ τοὺς κρατοῦσαν δέσμιους. “Ἔπρεπε ν’ ἀποσπάσει πρῶτα τίς ψυχὲς τοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονες, νὰ ἐκβάλλει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὸ σῶμα τους κι ἔπειτα νὰ τοὺς θεραπεύσει. Ἔτσι τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύστυχων αὐτῶν ἀνθρώπων εἶναι τοὐλάχιστον ἴσο μὲ ἀνάσταση νεκρῶν, ἂν ὄχι μεγαλύτερο.
Ἠλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ρώτησαν οἱ δαίμονες τὸ Χριστό. Ἤξεραν πῶς τελικὰ τοὺς περιμένει ἡ κόλαση. “Ἄχ, νὰ τὸ γνώριζαν κι οἱ ἄνθρωποι αὐτό! Νὰ συνειδητοποιοῦσαν πῶς τοὺς περιμένει κόλαση ὅμοια μὲ κείνης ποὺ περιμένει τοὺς δαίμονες! Οἱ δαίμονες ἤξεραν πῶς στὸ τέλος τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἡ βασικὴ τροφή τους, θὰ ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὰ χέρια τους, πῶς οἱ ἴδιοι θὰ ρίχνονταν στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο, ὅπου μόνο τὸν ἑαυτό τους θὰ εἶχαν νὰ βασανίζουν. Ὁ μέγας προφήτης εἶπε γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῶν δαιμόνων: «σὺ δὲ ριφήση ἐν τοῖς όρεσιν ὡς νεκρὸς ἐβδελυγμένος μετὰ πολλῶν τεθνηκότων ἐκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εἰς ἅδου» (Ἠσ. ἰε’ 19). Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπιβεβαίωσε: «Ἐθεώρουν τὸν σαταναν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» (Λουκ. ἰ’ 18). Στὸ τέλος θὰ δοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἁμαρτωλούς, ποῦ θὰ ριφθοῦν καὶ κεῖνοι σὰν ἀστραπὴ «εἰς τὸ πὺρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον το διαβόλῳ καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 41).
Τὴν ὥρα ποὺ οἱ δαίμονες ἱκέτευαν μὲ φόβο καὶ τρόμο τὸ Χριστό, στὸ διπλανὸ λόφο ἦταν ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπὸ δυὸ περίπου χιλιάδες χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν ἤρεμα ἐκεῖ (βλ. Μάρκ. ἔ’ 13). Οἱ δαίμονες παρακάλεσαν τὸ Χριστό: «Εἴ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων» (Ματθ. ἡ’ 31). Μή μας στέλνεις στὴν ἄβυσσο, τοῦ εἴπανε, ἀλλὰ ἄφησέ μας τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ μποῦμε μέσα στοὺς χοίρους. Εἰ, Εἶ ἐκβάλλεις ἡμᾶς. Δὲν εἶπαν μὴ μᾶς βγάζεις ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸν δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸν κατονομάσουν, γι’ αὐτοὺς ἦταν τελείως νεκρός.
Ἀπ’ ὅλα τὰ πλάσματα στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ μισεῖ καὶ νὰ φθονεῖ τόσο ὁ διάβολος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀντίθετα, τόνιζε ἰδιαίτερα τὴ λέξη «ἄνθρωπος». «Ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου» (Μάρκ. ἔ’ 8). Οἱ δαίμονες δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θὰ προτιμοῦσαν πολὺ περισσότερο νὰ μείνουν σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους. Σὲ τί θὰ τοὺς χρησίμευαν οἱ χοῖροι; Οἱ δαίμονες μποροῦν νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ μοιάζουν μὲ τοὺς χοίρους, ὁπότε τί τοὺς χρειάζονται οἱ χοῖροι; “Ὅπως καὶ νὰ “χοῦν τὰ πράγματα, ἀκόμα κι ἂν βρίσκονται μέσα στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἡ κακία τους στρέφεται ἴσια στὸν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπὸ τοὺς χοίρους, σκοπὸς τοὺς ἦταν νὰ βλάψουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄν δὲν μποροῦσαν μὲ ἄλλον τρόπο, θὰ ἔκαναν τὸ κακὸ μὲ τὸ νὰ πνίξουν τοὺς χοίρους καὶ νὰ στρέψουν τὴν ὀργὴ τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν μπροστά τους ἔχουν τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀβύσσου, ἀντὶ γι’ αὐτὴν προτιμοῦν νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους.
«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς: ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. ἡ 32). Οἱ δαίμονες θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀνθρώπους νὰ πνιγοῦν στὴ θάλασσα, ἂν δὲν τοὺς ἐμπόδιζε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀσυνήθιστο νὰ βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν παρανοήσει νὰ πέφτουν ἀπὸ μεγάλο ὕψος καὶ νὰ γίνονται κομμάτια ἢ νὰ πνίγονται στὸ νερὸ ἢ νὰ πέφτουν στὴ φωτιὰ ἢ νὰ ἀπαγχονίζονται. Οἱ παγκάκιστοι δαίμονες ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους σὲ τέτοιο τέλος μὲ σκοπὸ ὄχι μόνο νὰ καταστρέψουν τὴ ζωή τους, ἀλλὰ νὰ νεκρώσουν καὶ τὴν ψυχή τους, τόσο στὴν παροῦσα ὅσο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. Πολὺ συχνὰ ὅμως συμβαίνει νὰ παρεμβαίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴ σοφὴ πρόνοιά Τοῦ καὶ νὰ προφυλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τέτοιο θάνατο.
Γιατί ὁ Κύριος ἐπέτρεψε στὰ πονηρὰ πνεύματα νὰ μποῦν στοὺς χοίρους; Θὰ μποροῦσε νὰ τὰ εἶχε στείλει στὰ δέντρα ἢ στὶς πέτρες. Γιατί εἰδικὰ στοὺς χοίρους; “Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ κάνει τὸ θέλημά τους, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι του τὸ ζήτησαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδάξει τοὺς ἀνθρώπους. “Ὅπου ὑπάρχουν χοῖροι, ὑπάρχει καὶ ἀκαθαρσία. Καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀγαποῦν τὰ ἀκάθαρτα μέρη. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀκαθαρσία, τὴ φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. “Ὅταν βρίσκουν λίγη ἀκαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι ἄλλη καὶ τὴν κάνουν περισσότερη. Ὅταν μπαίνουν μέσα ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ καθαρὸ ἄνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ἀκαθαρσία χοίρων. Μὲ τὸ τρέξιμο τῶν χοίρων καὶ τὸ πέσιμό τους στὴ θάλασσα, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ ἀντίσταση τῆς λαιμαργίας καὶ τῆς πολυφαγίας στὶς διαβολικὲς δυνάμεις καὶ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἀρετὴ τῆς νηστείας.
Τί σχέση ἔχουν ἡ λαιμαργία κι ἡ πολυφαγία μὲ τοὺς χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τοὺς κατέλαβαν οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴν καταστροφή! Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς λαίμαργους καὶ τοὺς ἀχόρταγους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζουν πῶς θὰ γίνουν δυνατοὶ μὲ τὴν πολυφαγία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὅμως δὲ γίνονται δυνατότεροι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀσθενέστεροι, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ πνευματικά. (Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει στὸ λόγο τοῦ I’ περὶ νηστείας τ’ ἀκόλουθα: «Γνωρίζω πῶς οἱ γιατροὶ δὲ συνιστοῦν στοὺς ἀρρώστους ποικιλία φαγητῶν, ἀλλ’ ἀποχὴ καὶ νηστεία. Μὴ νομίσεις πῶς ὁ καπετάνιος κάποιου πλοίου θὰ σώσει εὐκολότερα τὸ πλοῖο τοῦ ἂν τὸ ὑπερφορτώσει κι ὄχι ἂν τὸ φορτώσει μὲ μέτρο»). Οἱ λαίμαργοι ἄνθρωποι ἔχουν ἀδύναμο χαρακτῆρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο καὶ πολὺ περισσότερο) μπροστὰ στοὺς δαίμονες. Δὲν ὑπάρχει τίποτα εὐκολότερο στοὺς δαίμονες ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πνίξουν στὴ θάλασσα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Ἐδῶ βλέπουμε μιὰ ἀκόμα πιὸ καθαρὴ διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἂν δὲν τὴν ἐλέγχει ὁ Θεός. Οἱ δαίμονες ποὺ κατοικούσαν σὲ δύο μόνο ἀνθρώπους, ἔπνιξαν σὲ λίγα λεπτὰ περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ὁ Θεὸς ὅμως τοὺς κρατοῦσε ἐκεῖ ὡσότου ἔρθει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε πάνω τους. Μετὰ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τῶν δαιμόνων. Ἄν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός, οἱ δαίμονες θὰ ἔκαναν μέσα σὲ λίγα λεπτὰ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸ ποὺ ἔκαναν στοὺς χοίρους. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη Του μᾶς συντηρεῖ στὴ ζωὴ καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τοὺς πιὸ σκληροὺς κι ἀδυσώπητους ἐχθρούς μας.
Θὰ ρωτήσουν μερικοί: Δὲ λυπήθηκε ὁ Θεὸς πρῶτα μὲ τὸ χαμὸ τόσων πολλῶν χοίρων καὶ δεύτερο μὲ τὴ ζημιὰ τῶν χωρικῶν; Μόνο ὁ πονηρὸς ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ τέτοιες σκέψεις, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι πιὸ εὔσπλαχνος ἀπὸ τὸ Χριστό. Τί ἄλλο εἶναι οἱ χοῖροι, παρὰ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ; “Ὅταν ὁ Θεὸς δὲ λυπᾶται τὰ λευκὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ποὺ εἶναι στολισμένα καλύτερα ἀπό το βασιλιᾶ Σολομῶντα καὶ αὔριο ρίχνονται στὴ φωτιά, γιατί νὰ λυπηθεῖ τὰ γουρούνια; Εἶναι δυσκολότερο στὸ Θεὸ νὰ φτιάξει χοίρους ἀπὸ τὸ νὰ φτιάξει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ; Θὰ ποῦν ὅμως κάποιοι ἄλλοι: Δὲν εἶναι θέμα κάλλους ἀλλὰ χρησιμότητας. Καὶ εἶναι οἱ χοῖροι χρήσιμοι στοὺς ἀνθρώπους μόνο ὅταν τοὺς τρέφουν καὶ τοὺς παχαίνουν κι ὄχι ὅταν βοηθοῦν στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς τους; Κι ἐδῶ ἐρχόμαστε στὴ δεύτερη περίπτωση. «Πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς» (Ματθ. ἰ’ 31). Ἐσεῖς ἀξίζετε περισσότερο ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Δὲν ἀξίζουν περισσότερο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ἔστω καὶ δυὸ ἢ τρεῖς χιλιάδες ἀπ’ αὐτούς;
Ἄς ἀναλογιστεῖ ὁ καθένας τὴ δική του ἀξία. Καὶ τότε θὰ φτάσει στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα πῶς, σὲ σχέση μὲ τὴ μεγάλη ὠφέλεια ποὺ δέχτηκαν οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἀπώλεια (τῶν χοίρων) ἦταν πολὺ μικρή. Ἠταν ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο νὰ δείξει στὸ ἀναίσθητο ἀνθρώπινο γένος πόσο ἀκάθαρτοι εἶναι οἱ δαίμονες, ἀλλὰ καὶ πόση εἶναι ἡ δύναμή τους.
Δὲν ὑπάρχουν λόγια ἀνθρώπινα νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα αὐτό, ὅσο ἡ δαιμονοληψία κι ὁ πνιγμὸς τῶν χοίρων τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μπῆκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θὰ μποροῦσαν νὰ πείσουν τοὺς εἰδωλολάτρες Γεργεσηνοὺς καὶ Γαδαρηνούς, ἂν αὐτὴ ἡ τρομερὴ ἀπόδειξη -ἢ μᾶλλον ἀποκάλυψη δεν μποροῦσε νὰ τοὺς ξυπνήσει ἀπό το λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ συνειδητοποιήσουν σὲ ποιό λάκκο τοὺς τραβοῦσαν ἀνηλεῶς οἱ δαίμονες, ὅπως ἔκαναν μὲ τοὺς χοίρους; Τί θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς φέρει εὐκολότερα στὴν πίστη τοῦ παντοδύναμου Χριστοῦ;
Ἄς δοῦμε ὅμως τί ἔγινε μετά. «Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καί τα τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἢ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τὼ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῆ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν» (Ματθ. ἡ’ 33,34). Οἱ βοσκοὶ κι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης φοβήθηκαν πολὺ (Λουκ. ἡ 35), τρόμαξαν. Εἶδαν κάτι ποὺ ποτὲ τοὺς δὲν εἶχαν δεῖ ἢ ἀκούσει. Οἱ δαιμονισμένοι ποὺ τοὺς κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ ἤρεμοι, νηφάλιοι. “Ἄκουσαν τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς βοσκούς, πῶς δηλαδὴ ὁ Χριστὸς θεράπευσε τοὺς δαιμονισμένους κι ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στό Χριστό. Ὅταν ἄκουσαν μάλιστα πῶς οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν ἔντρομοι νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στοὺς χοίρους, ἂν τοὺς ἔβγαζε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ κατάπληξή τους μεγάλωσε. Ἔμαθαν τελικὰ πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅρμησαν σὰν ἀνεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τοὺς χοίρους καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Τ’ ἄκουσαν όλ’ αὐτὰ οἱ Γεργεσηνοὶ κι οἱ Γαδαρηνοὶ καὶ τὰ συνειδητοποίησαν καλά. Μετὰ εἶδαν καὶ τοὺς δυὸ θεραπευμένους, ποὺ ἐνῶ λίγο νωρίτερα ἔμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ἰματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες, σὰ ν’ ἀναστήθηκαν ἐκ νεκρῶν. Κοίταξαν μετὰ τὸ πρόσωπο τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ Κυρίου. Ἔστεκε ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μπροστά τους, σὰ νὰ μὴν εἶχε κάνει λίγο πρὶν ἕνα θαῦμα μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ ἰσοπεδώσει το λόφο τῶν Γεργεσῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα. Ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ἕνα κράτησαν οἱ κάτοικοι τῶν δύο πόλεων στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους: πῶς τὰ γουρούνια τους χάθηκαν, ἡ περιουσία τους καταστράφηκε χωρὶς ἐπανόρθωση. Ἀντὶ νὰ κάνουν μετάνοια καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ποῦ ἔσωσε τοὺς δυὸ δαιμονισμένους, ἐκεῖνοι παραπονιοῦνταν ἐπειδὴ ἔχασαν τὰ γουρούνια! Ἀντὶ νὰ προσκαλέσουν τὸν Κύριο γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήσουν, τοῦ ζήτησαν νὰ φύγει ἀπὸ τὰ ὅριά τους ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ἀντὶ νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν το Θεό, ἐκεῖνοι ἄρχισαν νὰ θρηνοῦν γιὰ τὸ χαμὸ τῶν γουρουνιῶν.
Ἄς μὴ βιαστοῦμε νὰ κατηγορήσουμε τὴν ἀγάπη τῶν Γεργεσηνῶν γιὰ τὰ γουρούνια τους, προτοῦ ἀξιολογήσουμε τὴ σημερινὴ κοινωνία. Νὰ ἐκτιμήσουμε ὅλους τοὺς συμπολῖτες μας ποὺ ἐπίσης εἶναι πολὺ δεμένοι μὲ τὰ ζῶα τους, ὅπως οἱ Γεργεσηνοί, ποῦ νόμιζαν πῶς τὰ γουρούνια τους ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τοὺς γείτονές τους. Γιὰ σκεφθεῖτε, πόσοι εἶναι σήμερα ἐκεῖνοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν το σταυρό τους, ὁμολογοῦν τὸ Χριστὸ μὲ τὴ γλῶσσα τους, ἀλλὰ πολὺ σύντομα θὰ μποροῦσαν νὰ σκοτώσουν δυὸ ἀνθρώπους, ἂν ἡ πράξη αὐτὴ θὰ τοὺς χάριζε δυὸ χιλιάδες χοίρους; Ἢ σκεφθεῖτε ἂν ὑπάρχουν πολλοὶ ἀνάμεσά σας ποὺ θὰ θυσίαζαν δυὸ χιλιάδες χοίρους γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωὴ δύο δαιμονισμένων. “Ἄς ντραποῦν ἐκεῖνοι ποὺ καταδικάζουν τοὺς Γεργεσηνοὺς προτοῦ κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἄν οἱ Γεργεσηνοὶ ἀνασταίνονταν σήμερα ἀπὸ τοὺς τάφους τους κι ἄρχιζαν νὰ μετροῦν πόσοι ἄνθρωποι ἔχουν τὴν ἴδια νοοτροπία μαζί τους, στὴν Εὐρώπη θὰ φθαναν σ’ ἕνα τεράστιο ἀριθμό. Ἐκεῖνοι τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ζήτησαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ φύγει, ἐνῶ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τὸν ἀπομακρύνουν οἱ ἴδιοι. Γιατί; Γιὰ νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὰ γουρούνια τους καὶ τοὺς κυρίους τους, τοὺς δαίμονες.
Όλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος, ἔχει κι ἕνα βαθύτερο νόημα. Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ὼς τώρα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ διδασκαλία, γιὰ ὑπόμνηση καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων ἐκείνων ποὺ μέσα στὸ σῶμα τους νιώθουν κλεισμένοι σὰ νὰ βρίσκονταν μέσα σὲ τάφο: ἐκείνων ποὺ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων στὰ πάθη ποῦ τοὺς πιέζουν σὰν χειροπέδες ἢ σὰν ἁλυσίδες, πού τοὺς τραβοῦν βίαια στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς ἐκείνων ποῦ, παρ’ όλ’ αὐτά, πιστεύουν στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ἡ ψυχή τους ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ γουρούνια, ὅλα τὰ κτήνη, ὅλες τίς περιουσίες καὶ τὰ πλούτη, ποὺ ἀναζητοῦν τὴ θεραπεία καί το Θεραπευτὴ τῶν ἀσθενειῶν τους περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθά τους.
Όλόκληρη ἡ διήγηση τελειώνει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στοὺς Γεργεσηνοὺς δὲν εἶπε οὔτε λέξη. Σὲ τί θὰ χρησίμευαν οἱ λέξεις ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔπεισε τὸ θαῦμα; Οἱ λέξεις δὲ θὰ τοὺς ἔκαναν νὰ πιστέψουν. Τί ἀξία θὰ εἶχε νὰ κάνει τοὺς νεκροὺς τάφους νὰ πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἀναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση ὑπομονή, τί θεϊκὸ μεγαλεῖο! Πόσο κενὴ ἦταν ἡ νίκη γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς Καίσαρες ποὺ ἔγραψε στὴ σύγκλητο: «Ἦλθον, εἶδον, ἐκυρίευσα!». Ὁ Χριστὸς εἶδε, κυρίευσε καὶ ἔμεινε σιωπηλός. Κρατῶντας τὴ σιωπή Του ἔδωσε στὴ νίκη Του ἕναν ὑπέροχο κι αἰώνιο χαρακτῆρα. Ἄν θέλουν οἱ εἰδωλολάτρες ἂς μάθουν ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ταπεινοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ ποτὲ δὲ φροντίζει νὰ ἐντυπωσιάσει. “Ὅποιος τὸν δέχεται, δέχεται τὴν αἰώνια ζωή. “Ὅποιος τὸν διώχνει ἀπὸ τὴ ζωή του, παραμένει στὴ συντροφιὰ τῶν χοίρων, στὴν αἰώνια παραφροσύνη καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο.
Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς, θεράπευσε μᾶς, σῶσε μας! Σὲ Σένα πρέπει δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.