Γνωρίζουμε τί ἀντιμετωπίζει ἡ ψυχή, ὅταν βγαίνη ἀπὸ τὸ σῶμα;
Πολλοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔχουν ἐνημερώσει γι’ αὐτό. Περνᾶ ὁρισμένα, ἄς τὰ ποῦμε ἐμπόδια, ποὺ τὰ προβάλλουν φάλαγγες δαιμόνων, τὶς ὁποῖες τὶς λέμε ἐναέρια τελώνια, ὅπως βλέπουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων Ἀντωνίου, Μακαρίου, Μάρκου τοῦ Ἀθηναίου κ.ἄ.
Σὲ μία ὀπτασία ποὺ εἶδε ὁ μαθητὴς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Νέου, Γρηγόριος, ἀναφέρονται τὰ τελώνια: τῆς καταλαλιᾶς, τῆς ὕβρεως, τοῦ φθόνου, τοῦ ψεύδους, τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς βλασφημίας, τῆς μωρολογίας καὶ τῆς φλυαρίας, τοῦ τόκου καὶ τοῦ δόλου, τῆς ὀκνηρίας καὶ τοῦ ὕπνου, τῆς φιλαργυρίας, τῆς μέθης, τῆς μνησικακίας, τῆς μαγείας καὶ τῆς γοητείας, τῆς γαστριμαργίας καὶ πολυφαγίας, τῆς εἰδωλολατρίας, τῆς ἀρσενοκοιτίας, τῆς μοιχείας, τῆς κλοπῆς, τῆς πορνείας, καὶ τῆς ἀσπλαγχνίας.
- Στὸ βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου διαβάζουμε ὅτι:
«Κάποτε ὁ Ἅγιος ἑτοιμαζόταν νὰ φάη καὶ σηκώθηκε νὰ κάνη τὴν προσευχή του, ἐπειδὴ τότε ἦταν ἡ ἐνάτη ὥρα. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτό του νὰ ἔχη ἁρπαγῆ νοερῶς. Τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι καθὼς ἐστέκετο, ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ εἶχε ἐξέλθει τοῦ σώματος καὶ νὰ ὡδηγεῖτο ἡ ψυχή του ἀπὸ κάποιους στὸν ἀέρα. Ἔπειτα βλέπει μερικοὺς ἀσχημοπρόσωπους καὶ φοβεροὺς νὰ στέκουν ἔμπροσθέν του στὸν ἀέρα καὶ νὰ θέλουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ περάση.
Οἱ ὁδηγοὶ τῆς ψυχῆς του, δηλ. οἱ ἄγγελοι τότε ἄρχισαν νὰ φιλονικοῦν μὲ τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν λογαριασμό, μήπως ἡ ψυχή, ποὺ συνώδευαν, ἦταν ὑπεύθυνη ἀπέναντί τους γιὰ κάποιο χρέος. Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ τελευταῖοι ἤθελαν νὰ ἀρχίσουν τὸν ἔλεγχο ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἀντωνίου, αὐτοὶ ποὺ συνώδευαν τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο τοὺς ἐμπόδιζαν καὶ τοὺς ἔλεγαν. Ὅσα σφάλματα διέπραξε ὁ Ἀντώνιος ἀπὸ τὴν γέννησή του, τὰ διέγραψε ὁ Κύριος. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, ἐπιτρέπεται νὰ ἐξετάσουμε τὰ ἔργα του.
Ἐπειδὴ οἱ δαίμονες κατηγοροῦσαν τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποδείξουν τὶς κατηγορίες τους, ὁ δρόμος ἔμεινε ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ ἐμπόδια. Καὶ ἀμέσως εἶδε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐπιστρέφη πρὸς τὸ σῶμα καὶ νὰ συνέρχεται. Καὶ ἔγινε πάλι ὁ Ἀντώνιος ὅπως πρίν.
Τόση ὅμως ἦταν ἡ ταραχή του, ὥστε λησμόνησε νὰ φάη καὶ παρέμεινε τὴν ὑπόλοιπη μέρα καὶ ὁλόκληρη τὴν νύκτα ἀναστενάζοντας καὶ προσευχόμενος.
Ἀποροῦσε, διότι σκεπτόταν μὲ πόσους πειρασμοὺς ἔχουμε νὰ παλέψουμε καὶ μὲ πόσους κόπους πρέπει κανεὶς νὰ περάση τὰ ἐναέρια τελώνια.
Τί γίνεται ἡ ψυχή, ὅταν βγαίνη ἀπὸ τὸ σῶμα
- Κάποιος γέροντας ρώτησε τὸν Ἄγγελο: Ἀφοῦ χωρισθῆ, «βγῆ» ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τί γίνεται μετὰ καὶ διατὶ γίνονται μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων;
Ἀποκρίθηκε ὁ Ἄγγελος καὶ εἶπε:
«Ἄκουσε, Πάτερ Ἅγιε. Μετά, ποὺ θὰ χωρισθῆ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴν παίρνουν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι μετὰ τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ἔρχονται στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ προσκυνήση τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀπὸ τῆς γῆς δὲ ὥς τὸν οὐρανό, ὑπάρχει σκάλα καὶ κάθε σκαλοπάτι ἔχει τάγμα διαμόνων, οἱ ὁποῖοι λέγονται τελώνια καὶ συναντοῦν τὴν ψυχή· οἱ πονηροὶ δαίμονες φέρνουν τὰ χειρόγραφά της καὶ τὰ δείχνουν στοὺς Ἀγγέλους, λέγοντες:
Τὴν τάδε ἡμέρα ἔκαμε αὐτὴ ἡ ψυχή αὐτό: ἔκλεψε, ἐπόρνευσε, ἐμοίχευσε, ἐμαλακίσθη, ἐψεύσθη, συμβούλευσε ἄλλον γιὰ κακό. Τότε δείχνουν καὶ οἱ Ἄγγελοι, ἐὰν ἔκανε κανένα καλὸ ἡ ψυχὴ ἐκείνη, ἐλεημοσύνη, προσευχή, λειτουργίες, νηστεῖες κ.λπ.
Καὶ τὰ βάζουν στὴ ζυγαριὰ οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ δαίμονες. Καὶ ἐὰν εὑρεθῆ, λίγο περισσότερο τὸ καλό παίρνουν τὴν ψυχὴ οἱ Ἄγγελοι καὶ ἀνεβαίνουν εἰς ἄλλο σκαλοπάτι, οἱ δαίμονες τρίζουν τὰ δόντια τους, διότι τοὺς πῆραν οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχή. Ἡ ψυχὴ τρομαγμένη κρύβεται κοντὰ στοὺς Ἀγγέλους. Καὶ γίνεται μεγάλη λογομαχία μέχρις ὅτου ἐλευθερώσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονες.
Καὶ πάλιν ἀνεβαίνουν σὲ πιὸ ὑψηλὰ σκαλοπάτια. Ἐκεῖ εὑρίσκουν ἄλλο τελώνιο πιὸ φοβερό. Καὶ ἐδῶ πάλιν γίνεται μεγάλη ταραχὴ ποιὸς νὰ λάβη τὴν ἐλεεινὴ ἐκείνη ψυχή. Καὶ οἱ δαίμονες ἐλέγχουν τὴν ψυχὴ ἐκείνη καὶ τὴν τρομάζουν μὲ φωνές.
«Ποῦ πηγαίνεις; Δὲν εἶσαι σύ, ὁ ὁποῖος ἐμόλυνες τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα; Τώρα ποῦ πηγαίνεις; Γύρισε πίσω. Γύρισε κάτω στὸν Ἅδη, στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο, στὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητο».
Τότε, ἐὰν ἐκείνη ἡ ψυχὴ εἶναι καταδικασμένη, τὴν ὁδηγοῦν οἱ δαίμονες κάτω τῆς γῆς, σὲ τόπο σκοτεινὸ καὶ φοβερὸ καὶ ἀλλοίμονο στὴν ψυχὴ ἐκείνη!
Ποιὸς Πάτερ Ἅγιε, δύναται νὰ διηγηθῆ τὴ στενοχώρια τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη;
Ἐὰν ὅμως εὑρεθῆ ψυχὴ καθαρὴ καὶ
ἀναμάρτητη, ἀνέρχεται μὲ χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ὑποδέχονται οἱ Ἄγγελοι
μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀσπάζονται. Ἔπειτα ἔρχονται στὸν
Δεσποτικό θρόνο, καὶ προσκυνεῖ τὸν Κύριο καὶ Θεὸν ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, τῶν
Ἁγίων Πατέρων, τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, τὴν λαμπρότητα ἐκείνη
τὴν ἄρρητη καὶ ἀκούει τὴν ἀγγελικὴ καὶ ἀπερίγραπτη μελῳδία.