Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στίς ἡμέρες μας  ἡ ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀντιμετωπίζει πολ­λά προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτά εἶναι ἡ διάδοσις τῶν διαφόρων αἱρέσεων. Ὁ κίνδυ­νος εἶναι μεγάλος καί προφανής. Οἱ αἱρετικοί διαθέτοντας ἄφθονα οἰκονομικά μέσα καί φανατικό ζῆλο, ἐργάζονται πυρρετωδῶς καί μέ παντοίους τρόπους γιά ν᾿ ἀποσπάσουν ὀρθόδοξες ψυχές.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά παράδειγμα τῆς Ἀλβανίας, ὅπου ὑπάρχει ποσοστό Ὀρθοδόξων μέχρι καί 30%, μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἔκαναν τήν ἐμφάνισί τους μέ ἀστραπιαία ταχύτητα οἱ διάφορες θρησκευτικές καί ἄλλες ὁμάδες τόν Προτεσταντῶν. Τυπώνουν καί μοιράζουν στούς δρόμους τά αἱρετικά τους βιβλία, τήν Καινή Διαθήκη διαστρεβλωμένη στά ἐπίμαχα σημεῖα της, κτίζουν εὐαγῆ ἱδρύματα, ἀγροτικά ἰατρεῖα, φαρμακεῖα, νοσοκομεῖα κλπ. προκειμένου νά ἑλκύσουν εὐκολώτερα τούς χριστιανούς μας. Καί οἱ ἄνθρωποι, κάθε ἡλικίας καί θρησκευτικῆς τοποθετήσεως, παίρνουν καί ἄπληστα διαβάζουν τά βιβλία αὐτά, χωρίς νά ὑποψιάζονται τί μεγάλη ψυχική καί πνευματική διάβρωσι παθαίνουν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά δώσουμε στούς χριστιανούς μας νερό ἀπό καθαρή πηγή νά πιοῦν καί νά ξεδιψάσουν. Εἶναι ἀνάγκη νά τούς φανερώσουμε ποιές καί πόσες εἶναι οἱ αἱρέσεις, τί διδάσκουν, ποιές οἱ διαφορές μέ τήν Μητέρα μας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί γενικά πῶς θά ἠμπορέσουν νά ἐπιτύχουν μέ τήν ἀληθινή πίστι καί τά ἀγαθά ἔργα τήν σωτηρία τους.

Τό παρόν βιβλίο ἀπετέλεσε τό ἔτος 1992-93 ἕνα πρῶτο βοήθημα γιά τούς σπουδαστάς καί κατηχητές τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας. Μέσῳ αὐτῶν θά μάθουν καί οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί μας τήν ἁγία διδασκαλία τῆς Ἐκκλησί­ας μας καί ἔτσι θά φυλάγωνται ἀπό τούς αἱρετι­κούς. Τά  λόγια τοῦ Κυρίου μας: «καί πολλοί ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καί πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ·24,II) θά πρέπει νά μᾶς κρατοῦν σέ ἐπιφυλακή καί ἀπορία. Κάθε κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου μιλάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά δέν ζεῖ μέ τόν Χριστό. Δέν ἀνήκει στόν Χριστό, διότι δέν ἀνήκει στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Ἀδελφοί χριστιανοί, μή ξεγελασθῆτε καί πάρετε νά διαβάσετε δικά τους βιβλία, στά ὁποῖα μάλιστα προμελετημένα δέν ἀναγράφουν οὔτε διεύθυνσι ἐκδο­τικοῦ Οἴκου, οὔτε τήν θρησκευτική Κοινότητα ἀπό τήν ὁποία προέρχονται. Θέλουν νά δημιουργήσουν σύγχυσι, νά κοιμίσουν τίς ἁγνές συνειδήσεις σας, νά σᾶς ὁδηγήσουν στίς αἴθουσές τους, λέγοντας ὅτι καί ἐδῶ γιά τόν Χριστό μιλᾶμε!

Στίς σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου θά γνωρίσετε πότε ρχισε ἡ προτεσταντική διδασκαλία μέ τό πλῆθος τόν παραφυάδων της σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Σέ ξεχωριστά κεφάλαια θά διαβάσετε γιά τίς διαφορές της μέ τήν Μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Καί στήν συνέχεια θά μνημονεύσουμε συνοπτικά μερικές ἀπό τίς σπουδαιότερες Ὁμάδες τῶν προτεσταντικῶν κοινοτήτων.

Γνωρίζω ὅτι ἡ ὕλη αὐτοῦ τοῦ μικροῦ βιβλίου δέν ἐξαντλεῖ τό κεφάλαιο περί Προτεσταντῶν. Ὅμως πιστεύω ὅτι θά προσφέρη μία μικρή βοήθεια στόν πολύ κόσμο, πού ἐνδιαφέρεται ἔστω καί πλημελῶς νά ἐνημερωθῆ γιά τό συγκεκριμένο αὐτό θέμα.

Οἱ ἐλλείψεις τοῦ βιβλίου εἶναι προφανεῖς. Ζητοῦμε τήν ἐπιεικῆ κρίσι τῶν ἀναγνωστῶν μας μέ τήν παράκλησί μας ν᾿ ἀσχοληθοῦν οἱ εἰδήμονες μελλοντικῶς διεξοδικώτερα πρός ὄφελος ὅλων μας καί προφύλαξι τῶν ἀδυνάτων καί ὀλιγοπίστων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μας ἀπό τήν λαίλαπα τῶν αἱρέσεων.

Ἔγραφα τήν 2Ιην Ἰουλίου 1992 ἐν τῆ Ἱερᾶ Μονῆ τῆς Μετανοίας μου, τήν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.

Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΝ

Μαρτίνος Λούθηρος, (1483-1546) Ὁ  ἱδρυτής τοῦ Προτεσταντισμοῦ

Ὁ Μαρτῖνος Λούθηρος γεννήθηκε στήν πόλι Ἀϊσλέμπεν τῆς Γερμανίας τό 1483. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στήν γενέτειρά του. Ἀργότερα σπούδασε φιλο­σοφία στήν Ἐρφούρτη. Γιά τήν θεολογία δέν εἶχε κάποια βαθειά κλίσι. Κάποιο ὅμως γεγονός, στίς 2 Ἰουλίου 1505 τόν ἀνάγκασε τρόπον τινά ν᾿ ἀκολουθήση τό θεολογικό καί ἱερατικό στάδιο. Τί τοῦ συνέβη; Κάποια ἡμέρα συννέφιασε ὁ οὐρανός. Κεραυνοί καί καταιγίδες ἔλαμπαν στό στερέωμα καί προκαλοῦσαν ταραχή καί φόβο. Ὁ νεαρός τότε Λούθηρος ἀπό τόν φόβο του, ὄντας στήν ἐξοχή, ὅπου ἔβοσκε τό ποίμνιο τόν ζώων τοῦ σπιτιοῦ του, ἔπεσε κάτω καί, νομίζοντας ὅτι ὠργίσθη ὁ Θεός ἐναντίον του καί ὅτι οἱ δαίμο­νες θά τόν ἁρπάξουν σέ λίγο νά τόν ρίξουν στόν Ἅδη, ἐφώναξε σέ βοήθεια τήν ἁγία Ἄννα, Προστάτιδα τοῦ πατέρα του καί ὅλων τόν ἀνθρακωρύχων, λέγοντας: «Βοήθησέ με, ἁγία Ἄννα καί σοῦ  ὑπόσχομαι, νά γίνω μοναχός».

Παρότι δέν ἔπαθε τίποτε ἀπό τούς κεραυνούς, ἐθεώρησε ὅμως δεσμευμένον τόν ἑαυτό του στήν ὑπόσχεσι πού ἔδωκε. Ἐπί πλέον ἡ μέχρι ξυλοδαρμοῦ ἄγρια συμπεριφορά τῆς μητέρας του, χωρίς σοβαρούς λόγους, τόν ἀνάγκασαν νά κλεισθῆ στό τάγμα τόν Αὐγουστινιανῶν μοναχῶν, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν. Τό 1507 χειροτονήθηκε ἱερεύς. Κατόπιν ἐπιδόθηκε στήν σπουδή τῆς θεολογίας, παρότι δέν προσῆλθε στόν μοναχισμό καί στήν ἱερωσύνη ἀπό θεία κλῆσι καί μέ συνειδητή ἀπόφασι, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἀπό κάποιον δεισιδαίμονα φόβο. Τό 1512 ἔγινε διδάκτωρ της θεολο­γίας καί καθηγητής ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στό πανεπιστήμιο τῆς Βυτεμβέργης. Εἶχε ἀγωνία γιά τήν σωτηρία του καί προσπαθοῦσε νά ἐμβαθύνη στήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «δικαιοσύνη γάρ Θεοῦ, ἐν αὐτῶ (τῶ Χριστῶ) ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθώς γέγραπται: ὁ δέ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ.1,17).  Στήν ἀρχή ἑρμήνευε τήν λέξι «δικαιοσύνη» ὡς τιμωρία καί ἐκδίκησι τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, σταδιακά μορφώθηκε μέσα του μία περιδεής καί ἔμφοβη συνείδησι, ἡ ὁποία τόν ἤλεγχε ἀκόμη καί γιά τά κατά φαντασίαν παραπτώματά του. Σκέψεις ἀμφιβολίας, ἀνυπακοῆς ἤ ἀνηθικότητος τοῦ προκαλοῦσαν ταραχή καί τήν πεποίθησι ὅτι εἶναι καταδικασμένος. Θεωροῦσε τόν Ἅδη ἀδιάκοπα ἐνώπιόν του ἕτοιμον νά τόν καταβροχθίση. Ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Μετανοοῦσα, ἀλλά ἡ ἀπελπισία δέν μέ ἄφηνε». Ἐπέβαλε μόνος του στόν ἑαυτό του μεγαλύτερες ἀσκήσεις, ἀπό ὅ,τι προέβλεπε τό τάγμα του, ἐνήστευε ὑπέρμετρα, ἐξωμολογεῖτο πολλές φορές τήν ἡμέρα, μάλιστα γιά φανταστικά του παραπτώματα. Ἀλλά δέν αἰσθανόταν ψυχική εἰρήνη, οὔτε πίστευε ὅτι μποροῦσε νά ἱκανοποιήση τόν Θεό. Στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ κυριευόταν ἀπό φόβο, διότι θεωροῦσε τόν Θεό μόνιμα ὠργισμένον ἐναντίον του, ὅτι ἦταν ἐχθρός τόν ἀνθρώπων, μοχθηρός, ἰδιότροπος, εὐερέθιστος. Ἀκόμη θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεός, καί στίς πιό ἐλαφρές ἁμαρτίες τόν ἀνθρώπων ἦτο ἕτοιμος νά τιμωρήση τόν ἁμαρτωλό καί στήν παραμικρή του πτῶσι. Αὐτός ὁ πανικός τοῦ ἐκλόνισε τό νευρικό του σύστημα. Σιγά-σιγά ἐπίστευσε ὅτι τά ἔργα δέν ἔχουν καμμία ἀξία, ὅσο καλά καί νά εἶναι. Ἔλεγε ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀποκλειστικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σώζει ἤ καταδικά­ζει κατά τήν κρίσι του τόν κάθε ἄνθρωπο, χωρίς αὐτός νά μπορεῖ νά ἀντιδράση. Ἔτσι, κατέληξε ὁ Λούθηρος στόν ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον καταργεῖται ἡ ἐλεύθερη θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καί μόνο ὁ  Θεός ἀποφασίζει ποιοί θά πᾶνε στόν παράδεισο καί ποιοί στήν κόλασι. Ὁ ἴδιος ἀγωνιοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, ἐάν ἀνήκει στούς σωζομένους ἤ στούς κολαζομένους.

Ἡ κατάστασις αὐτή τόν ταλαιπώρησε μέχρις ὅτου καθηγητής πλέον στό πανεπιστήμιο τῆς Βυτεμβέργης, ἀντελήφθηκε ὅτι ἡ λέξις «δικαιοσύνη» σημαίνει τήν σώζουσα ἐνέργεια καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κατάλαβε ὅτι σαφῶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι δύναμις Θεοῦ, πού δίνει σωτηρία σ᾿ αὐτούς πού πιστεύουν στόν Χριστό, στούς Ἰουδαίους πρῶτα καί δεύτερον στούς Ἕλληνες. (Ρωμ. 1,16). Ἡ παρακάτω φράσις στόν στίχο 17 τόν γέμισε αἰσιοδοξία ὅτι ὁ δίκαιος θά σωθῆ διά τῆς πίστεως. Ἀπό τότε σχημάτισε μέσα του σταθερά, τήν ἰδέα ὅτι μόνη ἡ πίστις ἀρκεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο, διότι τί μποροῦν νά βοηθήσουν τά πτωχά καί εὐτελῆ του ἔργα;

Ἐνῶ στήν προηγούμενη φάσι τῆς ζωῆς του ἐνόμιζε τόν Θεό τιμωρό καί ἐκδικη­τή, τώρα τόν βλέπει ὡς λίαν πανάγαθο, ὁ ὁποῖος δέν κολάζει καί δέν ἐκδικεῖ­ται τόν ἀνθρώπο. Ὑπερτόνιζε, δηλαδή, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀπέρριπτε τελείως τήν δικαιοσύνη του. Ἔννοιωσε, λοιπόν,  ὅτι ἀπηλλάγη ἀπό τούς φοβερούς ἐνδοιασμούς γιά τήν σωτηρία του, ὅτι φωτίσθηκε ἀπό τήν θεία ἀγάπη, καί ἐξαφανίσθηκε τό βάρος τόν ἁμαρτιῶν του, πού τόν ἐπίεζε ἀνυπόφορα. Τό 1517 ἔγραφε: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νά σηκωθῆ μόνος του ἔστω καί ἀπό τήν παραμικρή ἁμαρτία ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν σωτηρία του ἐνεργεῖ μόνο ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσι ἔχασε τελείως τό κατ᾿εἰκόνα, δηλαδή δέν ἔχει τήν δύναμι καί τήν θέλησι νά ἐνεργήση κάποιο καλό γιά τήν σωτηρία του".

Ἐνῶ ἐδίδασκε ὅλα αὐτά στά κηρύγματά του καί στό πανεπιστήμιο, στό βάθος τῆς ψυχῆς του εἶχε ἀμφιβολίες. Ἐπίστευε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστος στό σύνολό της, ἀλλά ὄχι καί στά ἐπί μέρους. Τίς ἐπιστολές, ἐπί παραδείγματι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἰακώβου, ἐπειδή συνιστοῦν καί τά καλά ἔργα, δίπλα στήν πίστι, δέν τίς θεωροῦσε τῆς ἴδιας προσοχῆς. Ἰδιαίτερα τό χωρίο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου (2, 20) «ἡ πίστις χωρίς τόν ἔργων  νεκρά ἐστι", τοῦ χαλοῦσε λη τήν περί  πίστεως διδασκαλία του, ὡς μοναδικοῦ ὅπλου γιά τήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό χαρακτήριζε τήν ἐπιστολή ὡς «ἀχυρένια». Τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου τήν ἀπέρριπτε τελείως, ἐπειδή τονίζει τά ἀγαθά ἔργα καί συμβουλεύει τούς πιστούς νά εἶναι πρόθυμοι γι᾿ αὐτά. Ἡ φράσις τῆς Ἀποκαλύψεως: «Μακάριοι οἱ ποιοῦντες τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπί τό ξύλον τῆς ζωῆς···» (Ἀποκ. 22,14) τοῦ προκαλοῦσε ταραχή. Ὁ φίλος του Μελάγχθων ἔλεγε ὅτι ὁ Λού­θηρος δέν μπόρεσε νά λυτρωθῆ σ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς ζωῆς του ἀπό τήν φοβερή  ἀγωνία πού τόν διακατεῖχε.

 

Ἀφορμές καί αἴτια τῆς διαμαρτυρίας τοῦ Λουθήρου

Περιττόν νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Λούθηρος ἀνῆκε στήν Καθολική-Παπική ἐκκλησία. Ἀφ᾿ ὅτου τό 1054, σχίσθηκε ἡ Μία Ἐκκλησία του Χριστοῦ σέ Ἀνατολική καί Δυτική, δημιουργήθηκε μέγα χάσμα μεταξύ τους, λόγῳ τῶν ἐγωϊστικῶν καί ἀπολυταρχι­κῶν ἀντιλήψεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης. Αὐτές τίς ἐκτροπές, πλάνες καί καταχρήσεις τῶν ἑκάστοτε παπῶν καί τοῦ Κλήρου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης θέλησε ὁ Λούθηρος νά καταγγείλη στόν λαό καί νά τίς καταδικάση. Κορυφώθηκε ἡ ἀγανάκτησίς του στήν παρακάτω περίεργη καινοτομία τοῦ πάπα Λέοντος τοῦ 10ου. Αὐτός, ὄντας φιλάργυρος, σκεπτόταν μέρα καί νύκτα μέ ποιό τρόπο νά συγκεντρώση χρήματα. Ἄρχισε νά ἐκδίδη συγχωροχάρτια, μέ τά ὁποῖα συγχωροῦσε τίς ἁμαρτίες ὄχι μόνο τῶν ζώντων, ἀλλά καί τῶν πεθαμένων, οἱ ὁποῖοι περίμεναν στό καθαρτήριο πῦρ τήν κάθαρσί τους καί τήν μεταπήδησί τους στόν παράδεισο. Ὅπως ἔλεγε, ἀντλοῦ­σε αὐτή τήν ἐξουσία, διότι ἦταν ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς καί διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Προφασιζόταν ὅτι τά χρήματα πού ἐλάμβανε ἀπό τά συγχωροχάρτια τά προώριζε γιά τά στρατεύματα τῶν σταυροφοριῶν πού πολε­μοῦσαν στήν Ἀνατολή, δῆθεν γιά τήν ἀπελευθέρωσι τόν Ἁγίων Τόπων, οὐσιαστικά ὅμως γιά τήν λεηλασία τῶν θησαυρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διεκήρυττε μέ βεβαιότητα, ὅτι, ὅποιος δώση χρήματα γιά τά ἔξοδα ἑνός στρατιώ­του ἐπί ἕνα χρόνο, ἔχει δικαίωμα νά ἁμαρτάνη γιά πέντε χρόνια, χωρίς ἐνοχή, διότι ἐξηγόρασε τίς ἁμαρτίες του. Ἔλεγε κόμη, ὅτι πιό εὔκολα  συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἐάν ὁ ἐνδιαφερόμενος ἐπιτελεῖ καί μία λειτουργία. Ὅταν, λοιπόν, κάθε ἄτομο ἐπιτελεῖ καί μία λειτουργία, φαντασθῆτε, τί ποσά χρημάτων πρέπει νά προσφερθοῦν στά ταμεῖα τοῦ Βατικανοῦ γιά τήν συγχώρησι, ζώντων καί πεθαμένων.

Τά συγχωροχάρτια αὐτά διανέμοντο σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο μέσῳ τοῦ τάγματος τόν ἱεροκηρύκων, οἱ ὁποῖοι καί εἰσέπρατταν τά χρήματα. Ὁ πάπας τότε εἶχε μία ἀδελφή, στήν ὁποία ἔδωκε «ἀφέσεις» νά τίς διαμοιράση ὅπου ἐκείνη ἤθελε. Αὐτή γιά νά κερδίση περισσότερα χρήματα, δέν ἔδωσε τά συγχωροχάρτια στούς Ἱεροκήρυκες τοῦ τάγματος τῆς περιοχῆς Γερμανίας, ἀλλά στούς Ἀδελφούς τῶν Φραγκισκανῶν, σέ ἀκριβώτερη τιμή γιά νά κερδίση περισσότερα, διότι καί αὐτή ἦταν φιλάργυρη.  Βλέποντας ὁ Λούθηρος, ἱεροκῆρυξ καί αὐτός, ὅτι χάνεται ἀπό τά χέρια του ἡ ἐπικερδής αὐτή ἐργασία, ἄρχισε νά κηρύττη ἐναντίον τόν συγχωροχαρτίων, κατά τῶν ἐξουσιῶν τοῦ πάπα καί τῶν καταχρήσεων τοῦ Κλήρου τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας. Ἐάν δέν ζημιωνόταν οἰκονομικά μέ τήν ἀπώλεια κέρδους ἀπό τά συγχωροχάρτια, δέν θά προέβαινε σ᾿ αὐτή τήν διαμαρτυρία, ὅπως δέν εἶχε διαμαρτυρηθῆ μέχρι τότε

            Οἱ βαρειές ἐκφράσεις του κατά τοῦ πάπα μαρτυροῦν ὄχι μόνο τόν φανατισμό του, ἀλλά καί τό ἄσβεστον μῖσος ἐναντίον του. Ἔγραφε ὅτι ἡ παπωσύνη ἱδρύθηκε στήν Ρώμη ἀπό τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ἀνέσυρε τόν πάπα ἀπό τό ἀπύθμενο στόμα τοῦ Ἅδη. Ζωγράφισε τόν πάπα μέ κεφαλή ὄνου καί ἄλλοτε νά καβαλλικεύη μία γουρούνα. Ἔλεγε, ὅτι, «ἐγώ, ὅσο ζῶ, δέν θά παύσω νά προσεύχομαι ἐναντίον τοῦ πάπα καί τῶν Τούρκων». Στό βιβλίο του ἐναντίον τῆς παπωσύνης, ἔγραφε ὡς ἑξῆς: «Ἔλα ἐδῶ, πάπα-ὄνε, μέ τά μακριά αὐτιά καί τό καταραμένο γιά τίς ψευδολογίες σου στόμα». Τόν ὀνομάζει ἀρχηγό παλιανθρώπων, χοῖρο τοῦ σατανᾶ, συ­νεργάτη τοῦ διαβόλου καί ἀντίχριστον». Πρίν πεθάνη, μέ τό ἡμιπαράλυτο χέρι του ἔγραφε τά ἑξῆς στόν τοῖχο τοῦ δωματίου του: «Ζωντανός ἤμουν γιά σένα, πάπα, πανούκλα, πεθαμένος θά γίνω ὁ θάνατός σου» Αὐτό τό μῖσος τοῦ Λουθήρου ἐναντίον τοῦ πάπα, μάλιστα στίς ἐπιθανάτιες στιγμές του, δείχνει σέ τί ἀνώμαλη ψυχικά κατάστασι βρισκόταν, πόσο ἀσεβοῦσε κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔστω, ἀναξίου ἐκπροσώπου της, τοῦ πάπα.

Στίς 95 «θέσεις» του κατά τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες ἐκρέμασε στόν μητροπολιτικό ναό τῆς Βυτεμβέργης, κατέκρινε σφοδρά τίς «ἀφέσεις», τό καθαρτήριο πῦρ, τόν πάπα καί τίς ἄλλες καινοτομίες καί καταχρήσεις τῆς δυ­τικῆς ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ἄθελά του ἀκολούθησε τό μοναχικό στάδιο, προέβη στήν κατάργησι τῆς ἀγαμίας τοῦ Κλήρου, γιά νά ἐπιτύχη τήν σύζευξί του μέ γυναίκα. Δέν τολμοῦσε εὐθέως νά νυμφευθῆ, διότι θά καταδικαζόταν μέ καθαίρεσι καί ἀφορισμό ἀπό τήν ἐκκλησία του. Προτίμησε νά ἐπαναστατήση κα­τά τῶν θεσμῶν τῆς ἐκκλησίας, παρασύροντας μαζί του καί μέγα πλῆθος ἄλλων δυσαρεστημένων πιστῶν.

Διεκήρυξε κατ᾿ ἀρχήν ὅτι ὁ μοναχισμός δέν εἶναι σύμφω­νος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἀποφασίσει νά πετάξη τό σιχαμερόν γι᾿αὐτόν μοναχικό σχῆμα. Ἁπλῶς ἤθελε νά προλειάνη τό ἔδαφος γιά ν᾿ ἀρχίσουν κατόπιν οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί νά καταφέρονται κατά τοῦ Μοναχισμοῦ καί νά ζητοῦν ὅλες οἱ ἀφιερω­μένες στόν Χριστό Ψυχές, ἄνδρες καί γυναῖκες, νά ἐγκαταλείψουν τά μοναστήρια τους καί νά ζήσουν ὡς ἔγγαμοι στόν κόσμο. Τά ἀντιμοναχικά του κηρύγματα βρῆ­καν πολλούς ὁπαδούς. Ἔτσι τά μοναστήρια ἐρημώνοντο τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Ἡ μοναχή Αἰκατερίνη Μπόρα μέ ὀκτώ ἄλλες μοναχές ἐπῆγαν στά σπίτια τους, ἀλλά δέν τίς δέχθηκαν οἱ συγγενεῖς τους. Τότε αὐτές ζήτησαν τήν προστασία τοῦ Λουθήρου. Αὐτός τίς παρέλαβε στό μοναστήρι του, ὅπου καί συνέζησε μαζί τους γιά λίγο διάστημα. Ἡ ἐπικοινωνία του μέ τίς μοναχές τόν ἐπηρέασε σοβαρά. Τό 1524 ἔδιωξε τίς μοναχές καί κράτησε μόνο μία, τήν Αἰκατερίνη. Ἔκλεισε τήν μονή του, παρέδωσε τά κλειδιά στόν πολιτικό διοικητή τῆς πόλεως, ἀπέβαλε τό μοναχικό του σχῆμα, ἐφόρεσε πολιτικά καί ἄρχισε πλέον νά ὁμιλῆ φανερά γιά τόν γάμο. Ὅλα αὐτά προκάλεσαν δυσμενέστατα σχόλια ἐναντίον του καί πολλές εἰρωνεῖες. Σάν ἀπάντησι, ἔλεγε στόν κόσμο: «Θά προχωρήσω σέ γάμο καί θά κάνω νά γελάση ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη". Πράγματι, στίς 11 Ἰουνίου Ι525, σέ ἡλικία 42 ἐτῶν, ἐπῆρε, χωρίς βέβαια ἱεροτελεστία Μυστηρίου, ὡς γυναίκα του, τήν Αἰκατερίνη, ἡλικίας τότε 27 ἐτῶν. Τό ἔκανε αὐτό, ὅπως ἔλεγε «σέ πεῖσμα τοῦ διαβόλου».

Ἀπό τότε δέν ἔπαυσε νά μαστίζεται ἀνελέητα ἀπό τήν συνείδησί του γι᾿αὐτή τήν παρανομία του καί τό δημόσιο σκάνδαλο, πού προξένησε. Τά κηρύγματά του εἶχαν τόσο παράδοξο περιεχόμενο, ὥστε ἔλεγε: «Γίνε ἁμαρτωλός καί ἁμάρτανε πολύ, ἀλλά πίστευε ὅσο μπορεῖς περισσότερο στόν Χριστό καί θ᾿ ἀπολαύσης τήν εἰρήνη καί τήν σωτηρία σου κοντά Του". Ἀκόμη διεκήρυττε:  «Μόνο τούς ἁμαρτωλούς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄν θά παραμείνη στήν ζωή του καθαρός, θά ὑποπέση στήν ὑπερηφάνεια». Τόσο εἶχε καταπέσει τό γοητρό του ὡς λογικοῦ ἀνθρώπου, ἀπέναντι τῆς κοινωνίας, ὥστε ἔλεγε: «Διά τοῦ γάμου αὐτοῦ αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω καταπέσει, ἔχω ἐξευτελισθῆ».

Στήν οἰκογενειακή του ζωή εἶχε χαρές καί πίκρες. Ἄλλοτε ἐπαινοῦσε καί ἄλλοτε ὑποτιμοῦσε τόν γάμο· Ἀντιδροῦσε στίς δεσμεύσεις πού ἐπιβάλλει ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου στήν ἔγγαμη ζωή, γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε ὅτι «δικαίως οἱ ἄνδρες ἀφήνουν τίς γυναῖκες τους καί ἀγαποῦν τίς ξένες νεανίδες» Ἐνῶ παρουσιαζόταν σάν ἀναμορφωτής τῆς κοινωνίας, πολλές φορές προέτρεπε τούς ὁπαδούς του σέ τολμηρά καί ἀπρεπῆ ἔργα, ὅπως: «Ἐάν δέν σοῦ ἀρέση ἡ γυναί­κα σου, πάρε τήν ὑπηρέτριά σου». Ἀπέκτησε μέ τήν πρώην μοναχή Αἰκατερίνη ἕξι παιδιά. Ὅταν γεννήθηκε τό πρῶτο παιδί του, στίς 26 Μαΐου 1526, ἔγραφε σέ κάποιον φίλο του:  «Πρόκειται νά γεννηθῆ ἕνα παιδί ἀπό ἕνα καλόγερο καί μιά καλογριά».

Προκειμένου νά δικαιολογηθῆ στόν κόσμο γιά τίς παραδοξότητες του, ἀρνήθη­κε τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Ἔτσι διεκήρυττε ὅτι, ὅλα αὐτά δέν τά ἔκαμε μέ τήν θέλησί του, ἀλλά, ἔτσι τά εἶχε προγραμματίσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Θεός, λοιπόν, κατά τήν ἀρρωστημένη γνώμη του, εὐθυνόταν γιά τίς μεγάλες πτώσεις του ὁ Θεός καί ὄχι ὁ ἴδιος, ἐφ᾿ ὅσον δέν εἶχε ἐλευθερία βουλήσεως. Μόνο ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔχει ἐλευθερία βουλήσεως καί κανείς ἄλλος· Ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, ὁμοιάζει μέ το ζῶο. Εἴτε ὁ Θεός καθίση ἐπάνω του, εἴτε ὁ διάβολος, τό ὁδηγοῦν ὅπου θέλουν, χωρίς τό ζῶον (ὁ ἄνθρωπος) νά ἠμπορεῖ νά ἀντιδρᾶ.

Φυσικά αὐτή ἡ διδασκαλία του εἶναι τελείως ἀντίθετη πρός τήν Ἁγία Γραφή. Καταπατεῖ τήν στοιχειώδη λογική καί παρουσιάζει τόν Θεό ὡς σχεδόν  τύραννο, πού ἄλλους τούς βυθίζει στήν κόλασι, χωρίς νά εὐθύνωνται γιά τίς πράξεις τους καί ἄλλους τούς εἰσάγει στόν παράδεισο, χωρίς νά ἔχουν κάνει κάτι τό ἀξιόλογο. Ὁ ἴδιος καί οἱ ὁπαδοί του ζοῦσαν μέ ἀπαισιοδοξία, ἐφ᾿ὅσον θά σωθοῦν, ἐάν εἶναι γραμμένο ἀπό τόν Θεό. Ἀλλιῶς θά κολασθοῦν, διότι ἐκεῖ τούς προώριζε ὁ Θεός.

Τόσο  πολύ  πλανήθηκε ὁ Λούθηρος, ὥστε, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας του, θεωροῦσε  μόνο τόν ἑαυτό του, ὡς τόν πλέον ἱκανό ἑρμηνευτή τόν Γραφῶν. Σχημάτισε τήν πεποίθησι ὅτι τό βαθύτερο καί ἐσώτερο νόημα τῶν Γραφῶν οὔτε οἱ Σύνο­δοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἠμπόρεσαν νά κατανοήσουν. Ὁπότε καί ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, στό ὁποῖον δέν πρέπει  νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη. Γιά τόν ἑαυτό του ὅμως ἔλεγε  ὅτι ἔλαβε ἀπ᾿ εὐθείας τό Ἅγιο Πνεῦμα νά κατανοῆ καί νά διδάσκη τά ἀληθινά νοήματα τῆς Γραφῆς.

Ἀπέναντι, τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔτρεφε σεβασμό καί ἐκτίμησι. Ὅταν ὁ παπικός θεολόγος Eck κατεδίκασε τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Λουθήρου καί στήν συνέχεια κατηγόρησε τούς Ὀρθοδόξους σάν αἱρετικούς, διότι δέν ἀναγνωρίζουν τό πρωτεῖο τοῦ πάπα, ὁ Λούθηρος σέ δημόσια συνδιάλεξι στήν Λειψία τό Ι519 εἶπε τά ἑξῆς: «Θά ἤθελα νά παρακαλέσω τόν δόκτορα Eck νά ὁμιλῆ μέ μεγαλύτερο σεβασμό γιά τίς τόσες μυριάδες τόν Ἁγίων, πού ἔχει  ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι τόν ἡμερῶν μας καί θά ὑπάρχη... Ἀποτελεῖ ντροπή καί ἀδικία νά ἀπορρίπτουμε Ἐκκλησία τόσων μυριάδων μαρτύρων καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐπί 14 αἰῶνες μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐλληνικῆς Ἐκκλησίας καί νά θέλουμε τώρα νά ἐξωρίσουμε ἀπό τόν οὐρανό, αὐτούς πού ἤδη βασιλεύουν ἐκεῖ. Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρχε πρίν λάβη ὕπαρξι ἡ Ρωμαϊκή ἐκκλησία...». Καί τελειώνει τήν λαμπρά ὁμολογία του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι, οὔτε ὁ πάπας τῆς Ρώμης, οὔτε ὅλοι οἱ κόλακές του θά μπορέ­σουν ποτέ νά ἀποκλείσουν ἀπό τόν οὐρανό τό μέγα πλῆθος τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ὑποτάχθηκαν στήν δύναμι της Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας».

Καί ἐδῶ εἶναι ἡ τραγικότης τοῦ Λουθήρου. Ἐνῶ ἀνεγνώριζε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς Μητέρα ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν, δέν κατώρθωσε νά ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία της, λόγῳ τοῦ ἐγωϊσμοῦ του. Τελικά, ἀφοῦ ἵδρυσε δική του ἐκκλησία, κατεπολέμησε τήν Ὀρθοδοξία καί κατέληξε   ἴδιος στό χάος μαζί μέ τούς ὁπαδούς του. Ἔτσι, ἀπέτυχε νά ἀναδειχθῆ ἕνας μεγάλος ἀναμορφωτής τῆς Εὐρώπης, πού θά καθάριζε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν παπική σαπίλα καί θά τήν ἐπανέφερε στά δροσερά λειβάδια τῆς πρώτης καί ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

 

Τά ἀποτελέσματα τῆς Μεταρρυθμίσεως

Πρῶτος πού ἀντίκρυσε μέ ἀηδία καί σκεπτικισμό τούς καρπούς τῶν μεταρρυθμιστικῶν ἀγώνων του ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος. Εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα χειρότεροι. Ἡ πίστις τους στόν Εὐαγγελικό Νόμο κλονιζόταν. Ἐπιδίδοντο μέ ἀναίδεια στήν σαρκολατρεία, στήν κλοπή στήν ἐκμετάλλευσι, διότι ἐπίστευαν πλέον ὅτι δέν εὐθύνονται αὐτοί γιά τά ἔργα τους. Διετυμπάνιζαν παντοῦ ὅτι τούς ἀρκεῖ  πίστις γιά τήν σω­τηρία, διότι ἔτσι τούς ἐδίδαξε ὁ ἀρχηγός τους. Σύγχρονος καί φίλος τοῦ Λου­θήρου ἰδού πῶς περιέγραφε τήν κατάστασι τότε: «Ἡ Γερμανία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦτο βυθισμένη στήν ἀπερίγραπτη λαιμαργία, μέθη, φιλαργυρία καί ἀσέλγεια καί ὅτι οἱ πιστοί τοῦ Λουθήρου δέν ἔδιναν πλέον καμμία σημασία στά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου". Ἐνῶ ὁ ἐπιστήθιος φίλος του Μελάγχθων, ἔγραφε εἰρωνικά: "Κυττάξτε αὐτή τήν Εὐαγγελική κοινωνία!  Πόσοι μοιχοί καί μέθυσοι καί χαρτοπαῖκτες, πόσοι διεφθαρμένοι καί χυδαῖοι! Ἐρευνεῖσθε τά οἰκογενεια­κά ἤθη. Εἶναι πιό ἁγνά ἀπό τήν ζωή τῶν εἰδωλολατρῶν; Καί κατέληγε: «Οὔτε ὅλα τά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἔλβα δέν θά ἦταν ἀρκετά γιά νά κλάψη κανείς τό κακό, πού ἔφερε ἡ μεταρρύθμισις».

Εἶχε  πλέον σαφῶς κατανοήσει ὁ Λούθηρος ὅτι ἐξ αἰτίας του αὐτός ὁ λαός εὑρισκόταν σέ τέτοια ἠθική ἐξαθλίωσι. Καταλάβαινε ὅτι εἶχαν δί­καιο, αὐτοί πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἐμόρφωσε μιά γενεά ἀνθρώπων «ἀναιδῆ, ἀναρχικήν, αὐθάδη». Ὁσάκις τολμοῦσε νά συμβουλεύση τούς ὁπαδούς του, ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ δέν μᾶς ἐδίδαξες ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος μόνος του νά πράξη τό καλό καί νά δικαιωθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν καί ἄλλα  σκάνδαλα, ἀπελπισμένος καί μέ μιά πικρή εἰρωνεία ἀναφωνοῦσε: "Ζήτω ἡ μυστική παλλακεία, οἱ γυναῖκες τῶν Γερμανῶν εἶναι ἀδιάντροπες γουροῦνες». Ἡ πόλις Βυτεμβέργη, ὅπου ἔλαβαν χώραν οἱ ἀλλοπρόσαλλες αὐτές μεταρρυθμίσεις εἶχε καταντήσει Σόδομα καί Γόμορρα. Ἐνῶ οἱ κάτοικοί της εἶχαν καταντήσει «ἀγνώμονα ζῶα, κλέπτες, ληστές καί τοκογλύφοι».

Τά ἀποτελέσματα αὐτά κρατοῦσαν τόν Λούθηρο σέ συνεχῆ ὑπερέντασι καί ἀϋπνία. Ἄλλοτε ἔπεφτε σέ μελαγχολία καί ἄλλοτε καταλαμβανόταν ἀπό ἀσυγ­κράτητη ὀργή. Προέβλεπε ὅτι θά συμβοῦν μεγάλα σχίσματα στούς ὁπαδούς του καί διαιρέσεις. Στόν φίλο του Μελάγχθωνα ἔλεγε: «Πόσους καί πόσους διαφορετικούς διδασκάλους δέ θά παρουσιάση ὁ προσεχής αἰώναςί. Ἡ σύγχυσις θά φθάση στό ἀπροχώρητο. Κανένας δέν θά θέλη νά ὑποταχθῆ στήν γνώμη καί στήν ἐξουσία τοῦ ἄλλου. Καθένας θά παρουσιάζη τόν ἑαυτό του σάν τόν μονα­δικό διδάσκαλο. Καί ἡ πρόβλεψίς του αὐτή ἐκπληρώθηκε πολύ σύντομα. Καί ὅταν ἀκόμη ζοῦσε, μαθητές καί πρώην θαυμαστές του τόν ἀρνήθηκαν, τόν ἀπεκήρυξαν σάν πλανεμένο καί ἐπίστευσαν τόν ἑαυτόν τους ὡς ἀλάθητο διδάσκαλο τῆς ἀληθείας. Ὁ πρώην ὁπαδός του Θωμᾶς Μύνστερ ἐπανεστάτησε ἐναντίον του καί προκάλεσε ἐμφύλιο πόλεμο. Τότε ὁ Λούθηρος ὠργισμένος καί ταραγμένος διέταξε τούς ὁπαδούς του: «Κτυπῆστε, σκοτῶστε, σφάξτε, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, χωρίς ποτέ νά λησμονῆτε ὅτι τίποτε δέν εἶναι τόσο δη­λητηριασμένο, ἐπιζήμιο καί σατανικό ἀπό τόν ἐπαναστάτη. Ἡ περίπτωσις εἶναι ἴδια μέ ἐκεῖνον πού σκοτώνει ἕνα λυσσασμένο σκυλί. Ἄν δέν τό κτυπήσης, θά σέ κτυπήση πρῶτο αὐτό καί μαζί μέ σένα τήν γῆ πέρα ὡς πέρα».

Ἔχασε μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τελείως τήν ψυχική του εἰρήνη καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἡσύχαζε μέ τήν συντροφιά κανενός, οὔτε τῆς συζύγου του, οὔτε τόν φίλων καί στενῶν ὁπαδῶν του. Τούς πάντες περιέλουε μέ χυδαῖο
ὑβρεολόγιο, καθολικούς καί πρώην ὁπαδούς του.

Κατά τήν νύκτα τῆς 17ης πρός Ι8ην Φεβρουαρίου τοῦ 1546 προσβλήθηκε ἀπό κεραυνο­βόλο ἡμιπληγία καί πνευμονική συμφόρησι. Οἱ γιατροί δέν ἠμπόρεσαν νά τοῦ προσφέρουν τίποτε. Παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Δίκαιο Κριτή τήν 3ην πρωϊνήν, ψιθυρίζοντας τά ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον (Ἰωάν 3,16).

            Αὐτή ἦταν ἐν συντομίᾳ ἡ πολυκύμαντη ζωή τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Μεταρρθμίσεως Μαρτίνου Λουθήρου. Ἀγωνίσθηκε δυστυχῶς μέ πολλή αὐτοπεποίθησι γι᾿ αὐτό καί ἔπεσε σέ πολλές πλάνες. Ἔννοιωθε ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί μέ φρίκη ἀναρρωτιώταν: «Ἡ καρδιά μου φρίττει καί διερωτῶμαι: Σύ μόνος ἔχεις δίκαιο καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πλανῶνται; Καί, ἄν παρέσυρες στήν καταδί­κη τόσες ψυχές;» Ταραγμένος προσπαθοῦσε νά πείση τόν ἑαυτό του ὅτι εἶχε δίκαιο. Τελικά εἶχε ἄδικο καί ἔγινε ὁ μέγας αἱρεσιάρχης ἑκαττομυρίων σήμερα χριστιανῶν, πού ἔχασαν τόν δρόμο τῆς σωτηρίας τους.

 

ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ

Ὅταν ἀκοῦμε τήν λέξι Διαμαρτυρόμενοι νά μή νομίζουμε ὅτι πρόκειται γιά μία ἑνιαία ἐκκλησία ἀνθρώπων, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστι, τίς αὐτές χριστιανικές τελετές καί τόν ἴδιο κανόνα χριστιανικῆς ζωῆς. Δέν ἔχουν ἑνότητα οὔτε στήν πίστι, οὔτε στήν λατρεία καί ζωή. Καί ὁσάκις ἀπαγγέλ­λουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, θά πρέπει νά αἰσθάνωνται ἐντροπή, ὅταν λέγουν τό ἄρθρο: «Καί εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, διότι δέν εἶναι μία Ἐκκλησία, ἀλλά πολλές χιλιάδες θρησκευτικές Κοινότητες. Λέγω Κοινότητες καί ὄχι ἐκκλησία, διότι δέν ἔχουν μία δογματική καί διοικητική ἑνότητα, δέν ἔχουν Μυστήρια καί λατρευτική ζωή. Ἴσως νά ἔχουν φθάσει σήμερα σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο τίς 25000 Κοινότητες, πού ἡ κάθε μία διαφέρει ἀπό τήν ἄλλη καί πιστεύει ὅτι κατέχει τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀναφέρουμε μερικά ἀπό τά ὀνόματά τους γιά νά γνωρίζετε καί νά μή πλανηθῆτε ἀπό τυχόν ὀνομασίες τους μέ ὀρθόδοξες ἐκφράσεις. Ἐκκλησία τῶν Λουθηρανῶν, Καλβινική Ἐκκλησία, Γερμανική Εὐαγγελική, Ἀγγλικανική, Εὐαγγελιστές, Λαΐκός Ὅμιλος ἱεραποστολικῆς Κινήσεως, ἡ ἀποκαταλλαγή τῶν πάντων, οἱ Ἀντβεντιστές τῆς 7ης Ἡμέρας, οἱ Σαββατιανοί, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, Διεθνής Ἐκκλησία τοῦ Τετραγωνικοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Χριστιανικῆς Ἐπιστήμης, ἡ Ἀνατολική Ἀποστολική Ἐκκλησία, Χριστιανοί Ἀδελφοί, ἡ Ἐλευθέρα Εὐαγγελική Ἐκκλησία, οἱ Βαπτιστές, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανοί ἤ Ἀναβαπτιστές, Διακονία, Ἐμμαούς, Πρεσβυτεριανοί, Μορμόνοι, Ἐπισκοπιανοί, Κουάκεροι, Ἀρμινιανοί, Μεννονίτες, Μεταρρυθμισμένοι ἤ Ρεφορμιστές, Συναθροιστές, Ἀντιτριαδικοί ἤ Οὐνιτάριοι, Μεθοδιστές, Βοημοί Ἀδελφοί, Μοραβιανοί, Πλημμούθιοι, Στρατός Σωτηρίας, Χριστάδελφοι Ἐκκλη­σία Ναζαρηνῶν, Θεραπευτές Χριστιανικῆς Ἐπιστήμης, Ἠθικός ἐπανεξοπλισμός, Πεντηκοστιανική Κίνησις καί ἄλλες καί ἄλλες πολλές.

Καί τώρα, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά εἰσέλθουμε νά ἐξετάσουμε μέ τό φῶς τῆς σοφίας τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τίς πολυπλη­θεῖς πλάνες, στίς ὁποῖες ἔχουν περιπέσει οἱ συμπαθεῖς προτεστάντες. Καί ἀρχίζουμε μέ τό κεφάλαιο:

 

ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Οἱ Προτεστάντες λέγουν ὅτι Ἐκκλησία σημαίνει συνάθροισις, κοινωνία ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στόν Χριστό.

Οἱ Ὀρθόδοξοι τούς ἀπαντοῦμε: Κατά τόν μεγάλο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, Ἔθνος ἅγιον, οἰκοδομή ἁγία, κοινωνία θεώσεως. Εἶναι ὁ Λυτρωτής Χριστός, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ καί οἱ Φίλοι τοῦ Λυτρωτῆ. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς μία συνάθροισις, ἕνα μπουλοῦκι ἀνθρώπων μέ μόνο χαρακτηριστικό τήν πίστι στόν Χριστό. Εἶναι ἐπί πλέον ὠργανωμένη κοινωνία μέ Ἀποστόλους, Ἐπισκόπους, Πρεσβυ­τέρους, διακόνους καί Λαό. Εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός μέ Κεφαλή τόν Χριστό καί μέλη ὅσους πιστεύουν στήν διδασκαλία της καί εἶναι βαπτισμένοι στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἰδού τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῶ ποιμνίω, ἐν ὧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιποιήσατο διά τοῦ αἵμα­τος τοῦ ἰὁίου". (Πράξ.20,28). Ἀπό τότε μᾶς εἶναι γνωστοί οἱ βαθμοί της ἱερωσύνης, τούς ὁποίους ἀρνοῦνται οἱ Προτεστάντες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του γράφει (1,1) «σύν ἐπισκόποις καί διακόνοις». Στή Α΄πρός Τιμόθεον 3,2 ὁρίζει τά προσόντα τῶν διακόνων.

Στήν Α΄πρός Τιμόθ. 4,22 καί στήν πρός Τίτ.1,6 λέγει στούς μαθητάς του νά ἐγκαθιστοῦν νέους κληρικούς μέ χειροτονία καί πολλή προσοχή: Χεῖρας ταχέως μηδενί ἐπιτίθει» καί στόν Τίτο: «ἵνα καταστήσῃ κατά πόλιν πρεσβυ­τέρους» ἀσφαλῶς  καί διακόνους.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι μέσῳ τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τούς Ἀποστόλους καί φθάνει, μέχρι σήμερα, ἔχουμε αὐτούς τούς τρεῖς βαθ­μούς τῆς Ἱερωσύνης καί εἴμεθα ὀργανωμένη Ἐκκλησία.

Οἱ προτεσταντικές Κοινότητες ἐμφανίσθηκαν γιά πρώτη φορά περί τό Ι530. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπῆρχε λοιπόν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πρίν ἀπ᾿ αὐτή τήν χρονολογία;

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τούς ἐρωτοῦμε: Εἶναι δυνατόν νά μήν ὑπῆρξε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἡμέρα ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους της καί λοιπούς μαθητάς; Καί πῶς ἐξηγεῖται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Καί πῦλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ.16, 18);

Καθεμία προτεσταντική Κοινότης διεκδικεῖ τό πρωτεῖο ὅτι αὐτή κατέ­χει τήν Ἀλήθεια καί καμμία ἄλλη.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τούς ἀπαντοῦμε ὅτι μόνο ἡ Μία Ἐκκλησία πού ἄφησε ἐξ ἀρχῆς στόν κόσμο ὁ Χριστός κατέχει ὁλόκληρη καί ἀνόθευτη τήν Ἀλήθεια καί θά τήν κρατήση στούς αἰῶνες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄Τιμοθ. 3,15 λέγει ὅτι ἡ ἐκκλησία τοῦ ζῶντος Θεοῦ εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Ὁ Κύριος δίνει τόση σημασία στήν Ἐκκλησία, ὥστε λέγει: «Ἐάν ὁ ἀδελφός σου παρακούση τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικός καί ὁ τελώνης» (Ματθ. Ι8,17), δηλαδή κάποιον πού δέν ὑπακούει στήν Ἐκκλησία νά τόν ἀποφεύγωμεν, ὅπως ἀπέφευγον οἱ Ἰουδαῖοι τούς ἁμαρτωλούς τελῶνες καί τούς ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες.

Ἠ Ἐκκλησία μας λοιπόν ἔχει τά ἑξῆς τρία χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα δέν ἔχει καμμία ἀπό τίς προτεσταντικές Κοινότητες. Δηλαδή εἶναι ὀργα­νωμένη χριστιανική κοινωνία, ἔχει τό ἀκατάλυτον καί ἔχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας.

Οἱ Προτεστάντες δέν παραδέχονται τήν ὁρατή μορφή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά μόνο τήν ἀόρατη. Γιατί μᾶς λέγουν, ὅτι δέν μποροῦν νά δεχθοῦν μία ἐκκλησία πού τά μέλη της εἶναι μεγάλοι ἁμαρτωλοί καί ἐγκληματίες. Τήν γνώμη τους αὐτή τήν στηρίζουν στό χωρίο (Ἐφες.5,27). Ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία γιά μένα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἔνδοξη «μή ἔχουσα σπῖλον ἤ ρυτίδα ἤ τί τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ἦ ἁγία καί ἄμωμος» Μᾶς λέγουν λοιπόν τέτοια ἐκκλησία εἶναι μόνο ἡ ἀόρατη, τῆς ὁποίας τά μέλη γνωρίζει μόνο ὁ Θεός καί ἐκεῖ ἀγωνίζονται νά μήν ἔχουν κάποιο σπῖλο καί ρυτίδα ἀσχέτως σέ ποιά ἐκκλησία ἀνῆκαν.

Συνοπτικά μᾶς λέγουν:  α) Ἡ ἐκκλησία νά εἶναι ἀόρατη, β) τά μέλη της νά εἶναι ἄμωμα καί γ) νά εἶναι ἀδιάφορη στίς αἱρέσεις.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀπαντοῦμε μέ τήν σειρά μας. Ὅταν ὁ Κύριος ἀναφέρεται συμβουλευτικά στήν ἀδελφική ἀγάπη τῶν Χριστιανῶν, τούς λέγει: «Εἰπέ τῆ ἐκκλησία» (Ματθ.Ι8, Ι7). Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι ὑπάρχει ὁρατή ἐκκλησία. Ὅταν ὁ Κύριος δίνει βαθμούς Ἱερωσύνης στούς Ἀποστόλους Του, γιά ποιόν σκοπό τό κάνει; Ὄχι γιά νά ὑπηρετήσουν τά ἐπί τῆς γῆς μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του;  Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν τούς μαθητάς τους στίς ἐπί μέρους καί κατά τόπους ἐκκλησίες, ἀσφαλῶς τούς χειροτονοῦ­σαν γιά τό ἐπίγειο ἔργο τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν εἴμεθα μόνο ψυχή, ἀλλά καί σῶμα. Ποῦ λοιπόν θά κατοικῆ τό σῶμα μας; Ἡ ὁρατή λοιπόν μορφή τής Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐπί γῆς καί περιλαμβάνει τούς πιστούς πού ἀγωνίζονται νά νικήσουν τίς δυνάμεις τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Κατόπιν διά τοῦ θανάτου θά μεταβοῦν στήν ἀόρατη μορφή, τήν λεγομένη θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τίς σεσωσμένες ψυχές νά συναγάλλωνται μέ τούς ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους στήν δόξα τοῦ παραδείσου. Ἑπομένως, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία μέ δύο μέρη: Τήν στρατευομένη ἐπί τῆς γῆς καί τήν θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς. Ἡ πρώτη ἔχει τούς ζῶντες καί ἡ δεύτερη τούς κεκοιμημένους καί σεσωσμένους, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται γιά τήν σωτηρία ὅλων μας ἀναλόγως τῆς παρρησίας πού ἔχουν  πρός τόν Θεόν.

Μᾶς λέγουν: Δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ὅτι θά σωθοῦν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐκεῖνοι πού ἀνήκουν σ᾿ Αὐτήν, ἀλλά εἶναι ἁμαρτωλοί καί ἀμετανόητοι.

Τούς ἀπαντοῦμε: Μόνη ὁδός σωτηρίας εἶναι ἡ ὁρατή Ἐκκλησία, ἀλλά δέν θά σωθοῦν ὅλοι, ὅσοι προσέρχονται σ᾿ αὐτήν. Θά σωθοῦν μόνο, ὅσοι ἐπιτελέ­σουν ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας, ἐνῶ τά σάπια μέλη θά κολασθοῦν, ὅπως τά ζιζάνια πού ρίχνει ὁ γεωργός στήν φωτιά. Ὁ Θεός μᾶς συνιστᾶ νά ποθοῦμε τήν ἁγιότητα καί τελειότητα: «Ἔσεσθε οὖν τέλειοι, ὡς ὁ Πατήρ ὑμῶν τέλειος ἐστί». (Ματθ.5,48). Ἀλλά κανείς δέν εἶναι τέλειος καί ἀναμάρτητος, ὅπως ὁ Θεός. Ὀφείλουμε ὅμως, ἀτενίζοντας «εἰς τόν ἀρχηγόν τῆς πίστεως καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβραίους Ι2, 2) νά ἀγωνιζώμεθα προοδεύοντες στίς ἀρετές καί τήν μετάνοια. Ἔτσι, σταδιακά γινόμεθα καθαροί καί γνήσια μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καί ἄξια σωτηρίας. Ἐν ὅσῳ  εἴμεθα σαπρά μέλη, δέν ση­μαίνει ὅτι δέν εἴμεθα ἄξιοι νά ζοῦμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διότι πῶς θά σωθοῦμε καί μέ ποιά Μυστήρια θά ἁγιασθοῦμε; Ὁ Κύριος εἶχε στόν κύκλο τῶν Μαθητῶν Του τόν προδότη Ἰούδα. Δέν τόν ἔδιωξε, ἀλλά τόν ἄφησε νά φύγη μόνος του. Τί τό παράδοξο λοιπόν,νά ὑπάρχουν καί τέτοιοι ἄνθρωποι στήν Ἐκκλησία; Δέν πρόκειται αὐτοί μέ τήν παρουσία τους νά μολύνουν τόν θεοΰφαντον χιτῶνα τῆς Ἐκκλησίας. Δύνανται νά μεταβληθοῦν καί μεταμορφωθοῦν ψυχικά, ἀλλά ποτέ δέν μποροῦν νά μεταβάλλουν καί ἀλλοιώσουν τήν Ἐκκλησία.

Οἱ Παραβολές τοῦ Κυρίου, τῆς σαγήνης (Ματθ. Ι3, 7), τῶν ζιζανίων (Ματθ· 13,24),τοῦ βασιλικοῦ γάμου (Ματθ.22,11), περί τοῦ ἀνθρώπου πού δέν εἶχε ἔνδυ­μα γάμου καί τῶν Δέκα Παρθένων (Ματθ. 25 Ι-Ι4 μᾶς δείχνουν ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ὀνομάζει Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὑπάρχουν καί τά σαπρά μέλη, οἱ ἁμαρτωλοί, τούς ὁποίους δέν ἀποβάλει ὁ Χριστός, ἐφ᾿ ὅσον γι᾿ αὐτούς ἦλθε στόν κόσμο. Στήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ, δηλαδή τῆς Μελλούσης Κρίσεως θά ξεχωρίση τόν καλό σῖτο (τούς εὐσεβεῖς) ἀπό τά ζιζάνια (τούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς)·

Νεκρά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στήν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, ἐπί παραδείγματι, ὑπῆρχε ἕνας αἱμομίκτης. Ἀνῆκε στήν ἐκκλησία, δέν ἦταν ἐκτός αὐτῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: Ἤδη κέκρικα ὡς παρών τόν οὕτως τοῦτο κατεργασάμενον... παραδοῦναι τῶ Σατανᾶ...(Α.Κοριν.5. 3-5). Δέν ἦταν μόνο αὐτός, ἀλλά καί ἄλλοι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος: «Ὅλως ἀκούεται ὑμῖν πορνεία". Ξεχωρίζει τούς ἐντός τῆς ἐκκλησίας φαύλους, ἀπό τούς ἁγνούς χριστιανούς, μέχρις ὅτου μετανοήσουν ζῶντες σέ ἀπόστασι ἀπό τούς ἄλλους πιστούς. (Α.Κοριν. 5,9-ΙΙ)· Ἄρα γε οἱ ἁμαρτωλοί δέν πρέπει νά ἐξουδενώνονται, διότι θά περιπέσουν σέ ἀπελπισία. Μόνο νά ἀπέχουν ἀπό ὡρισμένα χριστιανικά τους καθήκοντα καί τοῦτο γιά νά σωφρονισθοῦν καί μετανοήσουν, κατόπιν τῆς ὑποδείξεως τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός.

Μᾶς λέγουν ὅτι δέν πειράζει, ἄν στήν ἐκκλησία συμμετέχουν καί αἱρετικοί καί ὅτι ἡ αἵρεσις δέν κλονίζει, τά θεμέλια τῆς ἐκκλησίας.

Ἐμεῖς τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ λέξις αἱρετικός προέρχεται ἀπό τό ἑλληνικό ρῆμα αἵρω, πού σημαίνει σηκώνω, μεταθέτω. Ἀλλοῦ, λέγεται ὁ ἄνθρωπος πού ἀρνεῖται, ἕνα ἤ περισσότερα ἀπό τά δόγματα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεώς μας, προβάλλοντας δικές του ἑρμηνεῖες, πού εἶναι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας του, τοῦ ἐγωϊσμοῦ του ἤ τῆς ἡμιμαθείας του. Ὁ Κύριος ἀπαγορεύει ρητῶς ὅποι­ον τολμήση καί διαστρέψη μία ἀπό τίς ἐντολές του, διότι θά εἶναι  ἐλά­χιστος στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 5,19). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τόν μαθητή του Τίτο (3,10) ὡς ἑξῆς: «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὥστε ἁμαρτάνει ὄχι μόνο ὁ ἄσωτος καί φαῦλος, ἀλλά καί ὁ αἱρετικός. Στήν πρός Γαλάτας (5,20) Παῦλος ὀνομάζει τίς αἱρέσεις ἔργα τῆς σαρκός λέγοντας: «φανερά ἐστί τά ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινα ἐστί πορνεία, ἀκαθαρσία, διχοστασία, αἱρέσει». Στήν Β΄Πέτρ. 2,1) λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅτι οἱ αἱρετικοί διδάσκαλοι θά διδάξουν «αἱρέσεις ἀπωλείας», προκαλοῦντες ταχέως τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τους. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ κάποιος πού εἶναι ἀμετανόητος στήν αἱρετική του διδασκαλία, νά σωθῆ, ἔστω καί ἄν ἀνήκη στήν ὀρθόδοξη ἀληθι­νή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται καί ὁ καθαρός βίος καί ἡ σωστή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἐπιτύχουμε τήν σωτηρία μας.

 Τώρα, ἄς ἀνακεφαλαιώσουμε, τά ὅσα εἴπαμε γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργανωμένη, ἀκατάλυτη καί ταμεῖον τῆς ἀληθείας.  Εἶναι μία μέ δύο μέρη, τό ἐπίγειο ἤ ὁρατό καί τό οὐράνιο καί ἀόρατο. Στήν πραγματική Ἐκκλησία ἀντίκεινται ἡ αἵρεσις καί ὁ ἄσωτος βίος.  Στήν ὁρατή ἀνήκουν ὄχι οἱ αἱρετικοί, ἀλλά οἱ Ὀρθόδοξοι, ἄλλοι τῶν ὁποίων εἶναι τά ἅγια μέλη καί ἄλλοι εἶναι τά νεκρά. Ὁ χωρισμός τους θά γίνη στήν Μέλλουσα Κρίσι.  Τέτοια Ἐκκλησία μέ τά παραπάνω γνωρίσματα καί Ἀποστολική διαδοχή εἶναι μόνο μία, ἡ Ὀρθόδοξη. Ἐνῶ οἱ «ἐκκλησίες» τῶν προτεσταντῶν ἐμφανίσθηκαν τόν 16ον αἰῶνα.

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

Ὅταν λέγουμε Ἁγία Γραφή ἐννοοῦμε τό σύνολο τῶν ἱερῶν Βιβλίων πού γράφθη­καν μέ τήν φοίτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σ᾿ ἕνα χρονικό διάστημα περίπου 1500 ἐτόῶ, δηλαδή ἀπό τοῦ Μωϋσέως, Ι400 χρόνια πρό Χριστοῦ, μέχρι τοῦ συγγραφέως τῆς Ἀποκαλύψεως, Ι00 περίπου χρόνια μετά Χριστόν.

Οἱ Προτεστάντες παραδέχονται καί μελετοῦν μόνο τήν Ἁγία Γραφή. Ἐπειδή ἀρνοῦνται τήν Ἱερά Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία θά μιλήσουμε ἐκτενέστερα στό ἑπόμενο κεφάλαιο, ἑρμηνεύουν τά χωρία της,  κατά τίς δικές τους καθένας προσωπικές ἀντιλήψεις. Ἔτσι, ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυσις, λόγῳ τῆς πληθώρας τῶν ἑρμηνειῶν πού καθένας προτείνει.

Ἀποροῦν καί μᾶς ἐρωτοῦν γιατί ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἐπιτρέπει στούς πιστούς της νά ἑρμηνεύουν τόν θεῖο Νόμο καί νά τόν κηρύττουν δημοσίως. Τούς ἀπαντοῦμε: Κάθε χριστιανός ἔχει καθῆκον νά διαβάζη τήν Γραφή, ἀλλά ὄχι καί τό δικαίωμα νά τήν ἑρμηνεύει ὑπεύθυνα. Τό δικαίωμα αὐτό τό ἔχει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἱερέων καί θεολόγων της πού ἔχουν καθῆκον νά διδάσκουν τόν λαό ὡς ἐπίσκοποι ἱερεῖς καί θεολόγοι καί ὄχι ὁ κάθε πιστός, πού κατέχει τήν θέσι τῆς μαθητείας (Ματθ.28, 20). Ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος λέγει: «Μή πάντες ἀπόστολοι, μή πάντες προφῆται, μή πάντες διδάσκαλοι; (Α. Κοριν. Ι2,29). Οἱ διδάσκαλοι καί ποιμένες διδάσκουν αὐτό πού λέγει ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι αὐτό πού θέλουν αὐτοί. Διδάσκουν ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Χριστοῦ.

Καί ὅμως μᾶς ἀπαντοῦν, στηριζόμενοι στό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Α. Ἰωάν. 2,20 καί 27), ὅτι κάθε χριστιανός γνωρίζει νά μεταφράζη τήν Ἁγία Γραφή.

Τούς ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα βαθύ πηγάδι. Ὁ διψασμέ­νος δέν θά πέση μέσα γιά νά σβήση τήν δίψα του, ἀλλά μέ τόν κουβᾶ καί ὕστερα  μέ τό κύπελλο θά πιῆ νά ξεδιψάση. Διαφορετικά θά πνιγῆ. Ἔτσι καί ἐδῶ στίς Ἅγιες Γραφές. Δέν ἠμπορεῖ ὁ καθένας νά κατανοήση καί ἑρμηνεύση τήν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ, διότι εὑρίσκεται σέ διαφορετικό μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις ξεκίνησαν ἀπό τήν Γραφή, διότι οἱ ἀρχηγοί τους ἀπομόνωσαν διάφορα χωριά, τά ἐξηγοῦσαν ὅπως αὐτοί τά κατανοοῦσαν καί ἔγιναν ὑπαίτιοι ἀπωλείας χιλιάδων ψυχῶν. Ὁ εὐνοῦχος τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων  Κανδάκης, ὅταν τόν ἐπλησίασε ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος,  τοῦ ἀπήντησε μέ εἰλικρίνεια: «πῶς γάρ ἄν δυναίμην, ἐάν μή τις ὁδηγήσει με» (Πράξ. 8,3Ι)· Ἡ φράσις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «οἴδατε πάντα» στό παραπάνω χωρίο, σημαίνει ὅτι ἔχει σχέσι μέ τόν Ἀντίχριστο καί τούς ὁπαδούς του γιά τόν ὁποῖον γίνεται λόγος στούς ἑπομένους στίχους τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάνου.

Ἡ Ἁγία Γραφή κατανοεῖται μέ τρεῖς  τρόπους: α) Μέ τήν κατά γράμμα ννοια, δηλαδή τήν ἐξωτερική καί ἱστορική, β) τήν ἀλληγορική ἤ μεταφορι­κή, πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προηγούμενη καί γ) τήν πνευματική καί ἐσωτερική, στήν ὁποία εἰσχωροῦν ὅσοι ἔχουν τήν σοφία τοὺ Ἁγίου Πνεύ­ματος.

Ἐπιμένουν πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς νά μᾶς προτείνουν καί ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός πολλές φορές ἀποκρύπτει τά Μυστήρια τῶν νοημάτων τῶν Γραφῶν ἀπό τούς σοφούς καί τά ἀποκαλύπτει στούς μικρούς καί τά νήπια (Ματθ.11,25). 

Τούς ἀπαντοῦμε: Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τό θέλημα Του σ᾿ αὐτούς πού εἶναι νήπια στήν καρδιά, λόγῳ τῆς ἀθωότητος καί καθαρότητός τους, καί ὄχι σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν νηπιώδη νοῦ καί σύνεσι. Ὁ Παῦλος λέγει στούς Κοριν­θίους: «Ἀδελφοί, μή παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλά τῆ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δέ φρεσί τέλειοι γίνεσθε» (Α. Κοριν.Ι4, 20).

Στήν ἐπιμονή τους νά θεωροῦν ὅτι μόνο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή θά βροῦν τήν σωτηρία τους, τούς ἀπαντοῦμε, ὡς ἑξῆς: Ὅπως ὁ ἄνθρωπος δέν τρώγει κάθε ἡμέρα τό ἴδιο φαγητό, ἔτσι αἰσθάνεται κορεσμό, ὅταν διαβάζει πάντο­τε τό ἴδιο βιβλίο. Ἡ μέλισσα τρέχει σ᾿ ὅλα τά λουλούδια γιά νά πάρη τό νέκταρ καί νά φτιάξη τήν κηρύθρα καί τό μέλι καί ἐμεῖς ἀπό πολλά βιβλία θά ἀντλήσουμε τό νέκταρ τῆς θείας Χάριτος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἐφώτισε μόνο τούς συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά συνεχίζει νά φωτίζη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τούς πιστούς της, οἱ ὁποῖοι βιώνουν τίς χριστιανικές ἀλήθειες καί μποροῦν νά τίς μεταδώσουν διά γραφίδος καί στούς άλλους.

 

ΠΕΡΙ ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ

 Ἡ Ἱερά Παράδοσις γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ δευτέρα Πηγή τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί ἰσότιμη μέ τήν Ἁγία Γραφή. Εἶναι ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ μέ ζῶσα φωνή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας  ἕνα  μέρος γράφθηκε ἀργότερα.

Ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τέλους τοῦ Ἀβραάμ ἐπέρασαν, σύμφωνα μέ παλαιούς χρονογράφους (Κεδρηνός καί ἄλλοι) 3678 χρόνια, στά ὁποῖα, ἐάν προσθέσουμε 430 χρόνια, ὅσα ἔμειναν οἱ Ἑβραῖοι στήν Αἴγυπτο, ἔχουμε 4108 χρόνια. Σ᾿ αὐτά οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή ὑπῆρξε οὔτε τό Σάββατο ὑπῆρξε ὡς ἑορτή ἀργία ἀπό κάποιον λαό. Ἐπί τόσα χρόνια οἱ ἐκλεκτοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ διδάχθη­καν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνο ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή ἀπό τήν περί Θεοῦ διδασκαλία, πού τήν δέχθηκαν μέ ζῶσα φωνή. Καί μόνο ἐπί 1400 χρόνια, δηλαδή ἀπό τοῦ Μωϋσέως μέχρι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου, καθοδηγή­θηκαν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ὁ πρῶτος πού μετέδωσε τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ ζῶσα φωνή ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπί τρία καί ἥμισυ χρόνια διέδωσε τό Εὐαγγέλιό Του χωρίς ὁ ἴδιος νά γράψη τίποτε. Οὔτε καί τούς Μαθητάς Του προέτρεψε νά γράψουν κάτι, παρά μόνο τούς ἔστειλε νά μεταβοῦν στόν κόσμο νά κηρύξουν καί βαπτίσουν τούς λαούς. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς της μέχρις ὅτου ἐγράφη τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἐκυβερνᾶτο μόνο μέ τήν προφορική Παράδοσι, μέρος τῆς ὁποίας καταγράφθηκε ἀργότερα.

Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία θεωροῦν ἀνθρώπινες ἐντολές καί διατάξεις τόν ἀνθρώπων. Ἐπικαλοῦνται τό ἑξῆς χωρίο: «Μάτην σέβονταί με διδάσκοντες διδασκαλίας καί ἐντάλμα­τα ἀνθρώπων» (Ματθ·15,9).

Τούς ἀπαντοῦμε: Στό (Ματθ. 15,6) ὁ Κύριος λέγει: «Ἡκυρώσατε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν». Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἐκείνη ἡ παράδοσις, ἡ δική τους εἶναι «ἐντάλματα ἀνθρώπων» καί πρέπει νά ἀπορρίπτεται, διότι εἶναι ἀντίθετη στήν Ἁγία Γραφή.

Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ Ἱερά Παράὁοσις εἶναι ἰσότιμος μέ τήν Ἁγία Γραφή καί ἰδού οἱ ἀποδείξεις: Ὁ Κύριος στό Ματθ. 28,20 λέγει στούς Ἀποστόλους Του ὅτι θά εἶναι μαζί τους μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. Οἱ Ἀπόστολοί του ὅμως μετά ἀπό λίγα χρόνια ἀπέθαναν. Μέ ποιούς ἐννοεῖ ὅτι θά εἶναι ὁ Κύριος «μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος;» Ἀσφαλῶς ἐννοεῖ τούς διαδόχους τους. Ποιοί εἶναι οἱ διάδοχοι τόν Ἀποστόλων ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ οἱ Προτεστάντες πού ἐμφανίσθηκαν τόν 16ο αἰῶνα;» Ἡ Ἀποστολική διαδοχή ἄρχισε ἀμέσως ἀπό τήν Ἀποστολική ἐποχή μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου: «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Δέν λέγει «ἔσομαι» δηλ. θά εἶμαι, ἀλλά εἰμι δηλ. εἶμαι ἀπό τώρα. Τέτοια διαδοχή ἔχει λοιπόν μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἄλλη ἀπόδειξις: Ἡ Ἁγία Γραφή πιστεύουμε ὅτι εἶναι θεόπνευστη. Μᾶς τό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πᾶσα γραφή Θεόπνευστος» (Β. Τιμ.3, Ι6). Ἐννοεῖ ἀσφα­λῶς τήν Παλαιά Διαθήκη, διότι τότε πού ἔγραφε τήν ἐπιστολή του ὁ Παῦλος δέν ὑπῆρχαν τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πῶς ἀποδεικνύεται ἡ θεοπνευστία τῆς Καινῆς Διαθήκης; Οἱ Ἀπόστολοι διηγήθηκαν ὅσα εἶδαν καί ἄκουσαν στήν τριετῆ ἀναστροφή τους μέ τόν Χριστό. Ἄλλωστε αὐτό λέγει καί ὁ Λουκᾶς: (10,16) «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει». Ἄρα ὅ,τι, ἔγραψαν οἱ Ἀπόστολοι εἶναι λόγια καί ἔργα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι θεόπνευστα. Ἀνάμεσα στούς ἱερούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπῆρχαν καί μερικοί πού δέν ἦταν μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μαθητές τῶν Μαθητῶν Του, ὅπως ὁ Μᾶρκος, ὁ Λουκᾶς καί ἄλλοι. Ἐρωτοῦμε τούς Προτεστάντες: Τά Εὐαγγέλια τῶν Μάρκου καί Λουκᾶ εἶναι θεόπνευστα; Ἐάν ναί ποῦ στηρίζονται καί τό ἀποδεικνύουν; Πῶς καί γιατί συμπεριελήφθηκαν ἀνάμεσα στά ἄλλα Εὐαγγέλια καί ποιός τά καταχώρησε ἐκεῖ;  Ἀκόμη μία ἀπορία μας: Ὁ Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης, ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ἦταν μαθηταί τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἔγραψαν καί αὐτοί ἐπιστολές καί βιβλία. Γιατί τά δικά τους βιβλία δέν μπῆκαν μέσα στήν Καινή Διαθήκη, ἐνῶ τά Εὐαγγέλια τῶν Μάρκου καί Λουκᾶ συμπεριελήφθηκαν; Ποιός ἔκανε αὐτό τό ξεχώρισμα καί ἄλλα δέχθηκε καί ἄλλα ἀπέρριψε;

Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλῆ καί γνωστή. Τό ἔργο αὐτό τό ἔκανε ἡ Ἱερά Παράδοσις. Γιά τούς Προτεστάντες πού ἀρνοῦνται τήν Ἱερά Παράδοσι ποιός ἔκανε αὐτό τό ἔργο; Ζητοῦμε ἀπάντησι.

Ἄλλη ἀπόδειξις: Ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική του προσευχή παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του γιά τήν ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν μέ τά λόγια: «Οὐ περί τούτων ἐρωτῶ μόνον ἀλλά καί περί τῶν πιστευσόντῶν διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἕν ὧσι.». (Ἰωάν. 17,20-21). Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τήν βοήθεια τῆς Παραδόσεως πού ἑρμηνεύει καί διασαφηνίζει τήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε ἑνότητα στήν Ἐκκλησία. Δέν ἐξηγεῖ ὁ καθένας μόνος του καί τό ἐπιβάλει στούς ἄλλους φτιάχνοντας δική του κοινότητα. Αὐτό τό κάνουν οἱ Προτεστάντες διότι ἀρνοῦνται τήν Ἱερά Παράδοσι καί γι᾿ αὐτό σήμερα δέν ἔχουν ἑνότητα οὔτε στήν πίστι, οὔτε στήν διοίκησι τῶν χιλιάδων «ἐκκλησιῶν» τους. Χωρίς νά τό ἔχουν καταλάβει εἶναι ἐνάντιοι στήν προσευχή αὐτή τοῦ Κυρίου, πού ζητεῖ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν σέ μία ποίμνη. Διατείνονται οἱ  Προτεστάντες ὅτι παραδέχονται μόνο τήν Ἁγία Γραφή καί μόνο αὐτήν ἐφαρμόζουν. Καί ὅμως ψεύδονται. Ἰδού ἡ ἀπόδειξις: Ἡ Καινή Διαθήκη στό (Πραξ. 6,3) μιλάει γιά τούς ἑπτά διακόνους, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό (Α. Τιμ.5,9) γιά τό τάγμα τῶν χηρῶν. Στό (Α.Κοριν.11, 3) λέγει ὅτι οἱ γυναῖκες πρέπει νά προσεύχωνται μέ σκεπασμένο τό κεφάλι τους.  Ἐπίσης ὁ Κύριος ἔνιψε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, δίνοντάς τους ἐντολή καί αὐτοί νά κάνουν τό ἴδιο μεταξύ τους (Ἰωάν.13,14)· Ὅλα αὐτά ἐρωτοῦμε τούς Προτεστάντες, τά ἐφαρμόζουν; Ἀσφαλῶς, ὄχι. Ποῦ στηρίζονται καί τά ἀρνοῦνται; Ζητοῦμε ἀπάντησι. Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ὑπάρχει ἡ Ἱερά Παράδοσις, ἡ ὁποία δέν μᾶς μετέδωσε αὐτά τά πράγματα καί ἄρα δέν τά ἔχουμε.

Ἡ Ἁγία Γραφή δέν γράφει πουθενά γιά ἀργία τῆς Κυριακῆς, παρά μόνο γιά ἀργία τοῦ Σαββάτου. Οἱ Προτεστάντες δέχονται καί αὐτοί, ὅπως καί ἐμεῖς τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Γιατί, ἀφοῦ δέν ἔχει γραφθῆ πουθενά στήν Ἁγία Γραφή,  ποιός τούς ὥρισε ὡς ἀργία τήν Κυριακή;

Ὁ Χριστός στέλλοντας τούς Μαθητάς του στόν κόσμο, τούς εἶπε νά βαπτίζουν τούς προσερχομένους στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν τούς καθώρισε μέ λεπτομέρειες πῶς νά ἐπιτελοῦν τό βάπτισμα. Αὐτά μᾶς τά πα­ρέδωσε ἡ Ἱερά Παράδοσις, δηλαδή νά βυθίζεται ὁ βαπτιζόμενος τρεῖς φορές. Στήν πρώτη ὁ ἱερεύς νά λέγη: Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός, στήν δεύτερη καί τοῦ Υἱοῦ καί στήν τρίτη καί τοῦ Ἁγίου ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Ἡ Γραφή γιά τήν ἑνότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα λέγει τά  ἑξῆς: Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμέν»  (Ἰωάν. 10,30). Ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότητα πού ἀναφέρεται; Στό ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἀγέννητοι; Ἔρχεται ἡ Παράδοσις καί διά τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου μᾶς διεσάφησε ὅτι αὐτή ἡ ἑνότητα ἀναφέρεται, στήν οὐσία τῶν Προσώπων.  Μάλιστα μᾶς χάρισε καί τόν ὅρο «ὁμοούσιος».

Οἱ ἴδιοι οἱ Προτεστάντες στίς συνάξεις καί ὁμιλίες τους κάνουν διάφορα πράγματα πού εἶναι ἄγνωστα στήν Ἁγία Γραφή. Χρησιμοποιοῦν ὑμνολογικά κείμενα καί  προσευχές, τά ὁποῖα δέν περιέχονται στήν Γραφή. Κλείνουν τά μάτια, ἔχουν τά χέρια τους σέ ὁρισμένη στάσι κατά  τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τους, χρησιμοποιοῦν μέ ἑρμηνεία τήν Γραφή, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά διαβάζουν τήν Γραφή ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο.

Οἱ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τήν ὕπαρξι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι πολλές. Ἀναφέρουμε λίγες: «Ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά, ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἅτινα ἐάν γράφητε καθ᾿ ἕν οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρίσαι τά γραφόμενα βιβλία ἀμήν» (Ἰωάν·21,25). Καί ἀλλοῦ: Ἰωάν.20. 30 καί Β΄Ἰωάν.12 καί Γ΄ Ἰωάν. 13-14). Τά ὅσα ἔγραψαν οἱ Εὐαγγελιστές δέν ἀποτελοῦν συστηματική ἱστορική ἔκθεσι ὅλων τῶν λόγων καί ἔργων τοῦ Κυρίου. Ἀλλά εἶναι ἀπομνημονεύματα, πού περιέχουν σποραδικές πληροφορίες ἀπό τήν ζωή καί τό ἔργο Του. Ὅτι δέν γράφθηκε λοιπόν, ἀποτελεῖ τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας·

Ἰδιαίτερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ θερμά στούς τότε χριστιανούς του νά κρατοῦν τίς παραδόσεις καί τήν διδασκαλία πού τούς ἔδινε μέ τήν ἀπειλή καί  ἀναθέματος ἀκόμη. «εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὧ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»(Γαλ.1,9). Ἰδού πῶς τούς προτρέπει γιά τήν Παράδοσι:

1) «Ἄρα οὖν ἀδελφοί στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε,  εἴτε διά λόγου, εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β.Θεσ. 2,15).

2) «Παραγγέλομεν δέ ὑμῖν ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν,ἥν παρέλαβον παρ᾿ ἡμῶν» (Β.Θεσ. 3,6)

3) «Ἐπαινῶ δέ ὑμᾶς ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε, καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις κατέχετε» (Α.Κοριν.11,2).

4) «Τά δέ λοιπά ὡς ἄν ἔλθω διατάξομαι»(Α. Κοριν.11,34).

5) "Παρέδωκα δέ ὑμῖν ἐν πρώτοις   καί παρέλαβον" (Α. Κοριν.15,3)

6) Καί ἅ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διά πολλῶν μαρτύρων ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοί ἔσονται καί ἑτέρους διδάξαι"(Β. Τιμ. 2,2). Στό χωρίο αὐτό φανερώνεται ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά μεταδίδεται καί σέ ἄλλους ἡ παράδοσις.

 7) «Καταστήσεις κατά πόλεις πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοί διεταξάμην" (Τίτον 1,5) 8) «Ἅ καί ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί ἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε" (Φιλιπ.4,9).

9) «Καθώς παρέδωσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ἀρχῆς αὐτόπται καί ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου...περί ὧν κατηχήθης λόγων τήν ἀσφάλειαν» (Λουκ.1,2).

10) «Οἷς καί περέστησεν ἑαυτόν ζῶντα, μετά τό παθεῖν αὐτόν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καί λέγων τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 1,3). Τί τούς ἔλεγε ὁ Κύριος γιά τήν Βασιλεία Του ἐπί 40 ἡμέρες; Ἄς ἀπαντήσουν οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι δέν παραδέχονται τίποτε ἀπό ὅσα γράφει ἡ Ἁγία Γραφή.

II) «Διό γρηγορεῖτε μνημονεύοντες ὅλην τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. 20,31). Τί τούς ἔλεγε ὁ Παῦλος ἐπί τρία χρόνια; Σέ ποιά βιβλία εἶναι αὐτά γραμμένα; Ἀσφαλῶς πουθενά. Εἶναι ὅμως γραμμένα μέσα στίς καρδιές τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τά ἄκουσαν καί τά μετέδωσαν στούς διαδόχους των.

Πότε μία διδασκαλία τῆς Παραδόσεως εἶναι γνήσια καί ἀμετάτρεπτη;

1).Ὅταν δέν ἀντιφάσκει μέ ἄλλη διδασκαλία τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά συμφωνῆ μέ τήν Ἁγία Γραφή μόνο νά μή διαφωνῆ.

2)Ὅταν προέρχεται ἀπό τόν Σωτῆρα ἤ τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέ κατευθεῖαν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

3).Νά περιφρουρῆται ἀπό τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία καί νά ἔχη ἀδιάκοπη διαδοχή μέχρι σήμερα.

3) Νά ἀναγνωρίζεται καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

4) Νά εἶναι σύμφωνη μέ τήν διδασκαλία τῶν περισσοτέρων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγραφέων.

Ὅταν μία παράδοσις δέν ἐκπληρώνει αὐτούς τούς ὅρους δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή καί ἁγία καί συνεπῶς παραδεκτή καί ἀκολουθητέα.

Ἔχουμε ἀκόμη καί μαρτυρίες Ἀποστολικῶν Πατέρων πού γράφουν ὅτι ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἀπαραίτητη στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος Καισαρείας γράφει ὅτι ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Κλήμης, μαθητής τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος εἶχε πάντα πρό τῶν ὀφθαλμῶν του τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί τήν παράδοσιν. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει στίς ἐπιστολές του πρός Ἐφεσίους καί Φιλαδελφεῖς ὅτι πρέπει οἱ Χριστιανοί νά εἶναι ἑνωμένοι, νά φεύγουν τίς κακοδιδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν καί ὅπου ὑπάρχει ὁ ποιμένας ἐκεῖ ν᾿ ἀκολουθοῦν σάν τά πρόβατα καί αὐτοί. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος (202 μ.Χ.) καί ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (2Ι5 μ.Χ) λέγουν: «Ἐκεῖνοι πού ἐξηγοῦν τήν Γραφή χωρίς τήν βοήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καταστρέφουν τό νόημα τῆς ἀληθείας» Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος (403 μ.Χ) ἔγραφε: «Πρέπει νά διατηρηθῆ ἡ παράδοσις, διότι δέν εἶναι δυνατόν νά εὑρίσκωνται ὅλα στήν Ἁγία Γραφή. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μερικά διέδωσαν μέ τόν γραπτό λόγο, ἐνῶ τά ἄλλα μέ τόν προφορικό». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (394 μ.Χ) ἔγραφε: «Ἔχουμε τήν παράδοσι πού ξεκινᾶ ἀπό τούς Πατέρες σάν μία κληρονομιά μέ ἀποστολική διαδοχή καί μεταδίδεται διά μέσου τῶν Ἁγίων. Ἐνῶ ὁ Μέγας Βασίλειος (379 μ.Χ) ἔχει  τήν ἑξῆς μαρτυρία στά γραπτά του: «Μεταξύ τῶν δογμάτων καί κηρυ­γμάτων πού διαφυλάσσονται στήν Ἐκκλησία, μερικά τά ἔχουμε ἀπό τήν γραπτή διδασκαλία, ἐνῶ ἄλλα τά παρελάβαμε ἀπό τήν Παράδοσι τῶν Ἀποστό­λων μέ μυστική διαδοχή προφορικά, καί αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ μέ τά γραπτά κείμενα». Λέγει πάλι ὁ ἴδιος Πατήρ: «Ἐάν ἐγκαταλείψουμε τίς ἄγραφες παραδόσεις λόγῳ συνηθείας, μέ τήν πρόφασι ὅτι δέν ἔχουν μεγάλη ἀξία, σφάλλουμε σ᾿ αὐτά τά μεγάλα καί ὑψηλά ἀπορρίπτοντες τό Εὐαγγέλιο».

Ἀνακεφαλαιώνοντας λέγομε ὅτι Πηγές τῆς θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι καί καί οἱ  ὁύο μαζί ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἰσόκυρες, ἰσότιμες καί ἰσοστάσιες. Ἡ μία ἑρμηνεύει καί συμπληρώνει τήν ἄλλη. Τυχόν ἀπόρριψις τῆς μιᾶς, μᾶς ὁδηγεῖ σέ πλάνες καί ἀπώλεια τῆς σωτηρίας μας.

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΣΜΑΤΟΣ

 Ἡ λέξις, μυστήριο προέρχεται, ἀπό τό ἑλληνικό ρῆμα μύω, πού σημαίνει κλείνω τά μάτια. Μυστήριο λοιπόν εἶναι τό πρᾶγμα ἐκείνο στό ὁποῖο τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κλεισμένα. Δέν ἠμποροῦν νά ἰδοῦν καί ἐξηγή­σουν λογικά μερικές μυστηριώδεις ἐνέργειες πού ἔχουν θεία προέλευσι καί εἶναι πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική. Εἰδικώτερα μυστήριο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ μετάδοσις τῆς ἀοράτου θείας Χάριτος μέ ὁρατά σημεῖα. Λέγεται μυστήριο διότι ἡ σύνδεσις τῆς ἀοράτου Θείας Χάριτος μέ κάποιο ὁρατό στοιχεῖο εἶναι ἀνεξήγητη καί ἀκατάληπτη στόν νοῦ τοῦ ἀνθρωπου. Παραδείγματος χάριν: Στό βάπτισμα κατέρχεται τό ἀόρατο στοιχεῖο, ἡ Θεία Χάρις στό ὁρατό στοιχεῖο, τό νερό, ἀλλά πῶς ἐνεργεῖται ἡ ἀπαλλαγή τοῦ βαπτιζομένου ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν του δέν γίνεται ἀντιληπτό στήν ἀνθρώ­πινη σκέψι.

 Ἡ Ἐκκλησία, τέτοια Μυστήρια πού μεταδίδουν ἀνεξήγητα τήν Θεία Χάρι στόν πιστό λαό ἔχει τόν ἀριθμό ἑπτά. Τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα,τήν Μετάνοια,τήν Θεία Εὐχαριστία, τήν Ἱερωσύνη, τόν Γάμο καί τό Εὐχέλαιο. Τά τέσσαρα πρῶτα εἶναι ὑποχρεωτικά, ἐνῶ τά ἄλλα προαιρετικά. Μέγα κατ᾿ ἐξοχήν Μυστήριο εἶναι ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου, τό ὁποῖο δέν κατανοεῖται μέ τόν νοῦ οὔτε περιγράφεται. Μυστήριο ἀκόμη λέγεται καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅτι κατ᾿ ἀποκάλυψιν ἐγνώρισέ μοι τό μυστήριον. (Ἐφεσ.3,3). Καί  ἡ πίστις σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, λέγεται μυστήριο: «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον» . (Τιμ.3,16). Μυστήρια ἀκόμη λέγονται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος, ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν νεκρῶν, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἄλλα. Ἀλλά, ὅταν μιλᾶμε γιά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε τίς παραπάνω ἱερές τελετές πού θεμελιώθηκαν ἀπό τόν Σωτῆρα μας Χριστό καί μᾶς παρέχουν τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός οἰκοδομήν τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι τό Μυστήριο ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο ὁ βαπτιζόμενος κατέρχεται καί ἀνέρχεται ἀπό τήν κολυμβήθρα τρεῖς φορές στό Ὄνομα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί καθα­ρίζεται ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καθώς καί ἀπό τίς προσωπικές του ἁμαρτίες, πού διέπραξε μέχρι ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Μέ τήν βοήθεια τῆς καθαρτικῆς καί φωτιστικῆς Χάριτος ἀναγεννᾶται σέ μία καινούργια ζωή καί γίνεται μέλος τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.

Θεμέλια στά ὁποῖα στηρίζεται αὐτό τό Μυστήριο στήν Ἁγία Γραφή εἶναι τά ἑξῆς· Ὁ Κύριος στόν διάλογο πού εἶχε μέ τόν κρυφό του μαθητή Νικόδημο γιά τήν ἄνωθεν γέννησι καί τήν εἴσοδο στήν Βασιλεία Του, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω σοι, ἄν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν.3,5). Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητάς Του: «Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό Εὐαγγέλιον πάσῃ τῆ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. Ι6,15-16). Τήν ἴδια ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Ἀποστόλους Του ἔχουμε καί στό (Ματθ. 28,19-20)·

Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται τήν θεία προέλευσι τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Πιστεύουν ὅτι δέν παρέχει τήν Θεία Χάρι, εἶναι μία ἁπλή τελε­τή, μία συμβολική πρᾶξις, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει γιά νά μπῆ στήν ἀόρατη ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐξαλείφει τήν προπατορική ἁμαρτία, δέν ἀναγεννᾶ, οὔτε ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Μέ τό βάπτισμα πού κάνουν οἱ Προτεστάντες, (ὄχι ὅλες οἱ παραφυάδες) ὁμολογοῦν δημόσια ὅτι εἶναι σεσωσμένοι, διότι ἔλαβαν ἐπίσημα τήν πίστι στόν Χριστό, ἡ ὁποία ἀρκεῖ γιά τήν σωτηρία τους. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτούς ἔχουν τό βάπτισμα, δέν βαπτίζουν τά παιδιά τούς στήν μικρή τους ἡλικία, διότι, λένε, δέν καταλαβαίνουν τίποτε. Μάλιστα δέν τά θεωροῦν κοινωνά μέλη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ᾿ ὅσον θά σωθοῦν μέ μόνη τήν πίστι, ποιά θέσι ἔχει  γι᾿ αὐτούς τό βάπτισμα τό ὁποῖο ἀπογυμνώνουν ἀπό τήν θεία Χάρι; Ἐνῶ τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει μέ σαφήνεια νά γίνεται βάπτισις, δηλαδή βύθισις μέσα στό νερό, οἱ Προτεστάν­τες ἀκολουθοῦντες ἐδῶ τούς παπικούς τό ἐπιτελοῦν μέ ραντισμό. Γιατί μᾶς λέγουν, ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά βαπτισθοῦν μέσα σέ μία ἡμέρα, τῆς Πεντηκοστῆς, τρεῖς χιλιάδες χριστιανοί. (Πράξ.2,4). Αὐτό δέν εἶναι λογικό ἐπιχείρημα διότι στήν Ἱερουσαλήμ ὑπῆρχαν πηγές νεροῦ, ὅπως ἡ Προβατική Κολυμβήθρα (Ἰωάν.5, 2), ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ (Ἰωάν.5,7) καί ἴσως καί ἄλλες. Μετά, ἐάν δέν ἐπρόλαβαν νά βαπτισθοῦν ὅλοι τήν ἡμέρα τῆς Πεν­τηκοστῆς, ἀσφαλῶς θά συνέχισαν νά βαπτίζωνται καί τίς ἄλλες ἡμέρες. Ὀ Ἀπόστολος Φίλιππος δέν ἐράντισε, ἀλλά ἐβάπτισε τόν εὐνοῦχο τῆς βασι­λίσσης Κανδάκης τῆς Αἰθιοπίας. «Ἰδού τί εἶπε ὁ ἴδιος ὁ εὐνοῦχος: «Ἰδού ὕδωρ, τί κωλύει με βαπτισθῆναι...» (Πράξ.8,36).

Ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς στούς Προτεστάντες γιά τίς παραπάνω πλάνες τους σχετιζόμενες μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

Δέν εἶναι σύμβολο καί τύπος τό Βάπτισμα, ἀλλά φορέας τῆς θείας Χάρι­τος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶπε στά πλήθη τῶν ἀνθρώπων πού πίστευσαν στό πρῶτο κήρυγμα του: "Μετανοήσατε καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπί τῶ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί λήψεσθε τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 2,38). Αὐτοί πού  τόν ἐρώτησαν «τί νά κάνωμεν γιά νά σωθοῦμε» εἶχαν πίστι, ἡ ἄφεσις ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν τους θά δοθῆ μέ τό βάπτισμα. Ἄρα, δέν ἀρκεῖ ἡ πίστις γιά τήν σωτηρία μας, ὅπως λέγουν οἱ Προτεστάντες.

Ἄλλη ἀπόδειξις στό χωρίο τῶν Πράξεων (19,1-5) βλέπουμε ὅτι αὐτοί πού ἔλαβαν τό συμβολικό βάπτισμα τῆς μετανοίας τοῦ Ἰωάννου, ἀναβαπτίζονται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ἴδιος τούς ἐρωτᾶ: «εἰ Πνεῦμα ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δέ εἶπον πρός αὐτόν: οὐδέ Πνεῦμα Ἅγιον ἐστίν ἠκούσαμεν». Καί ὁ Παῦλος τούς ἐρωτᾶ: «εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε;» Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι τό βάπτισμα ἔδινε τό ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἦταν σύμβολο ἀλλά χορηγός τῆς Θείας Χάριτος. Πολύ καλλίτερα φαίνεται ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο στό (Πράξ. 10,44-48). Οἱ ἀκροατές τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐπίστευσαν στόν Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἐπισκέφθηκε. Ὅμως δέν θεώρησαν περιττό νά λάβουν καί τό ἅγιο Βάπτισμα.

Ἄλλη ἀπόδειξις: Ὁ Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του (3,27) μᾶς λέγει: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ἐάν τό βά­πτισμα εἶναι εἰκονική πρᾶξις καί ὄχι μία πραγματικότητα, τότε καί ἡ ἔνδυσις τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰκονική καί ὄχι πραγματική. Ἀλλ᾿ ὅμως εἶναι πραγματική ἡ ἔνδυσις τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ λοιπόν τό βάπτισμα νά εἶναι ἕνα σύμβολο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Πῶς ξέρουμε, μᾶς λένε, ὅτι εἶναι πραγματική ἡ ἔνδυσις μέ τόν Χριστό; Στό (Ρωμ.6,3-4) ὁ Ἀπόστολος γράφει: «Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν συνταφέντες οὖν αὐτῶ διά τοῦ  βαπτίσματος». Ἐδῶ ἡ πρόθεσις «διά» δέν εἶναι μιά εἰκόνα συμβολική, ἀλλά μέσον μιᾶς πραγματικότητος. Ὅπως ὁ Χριστός μπῆκε στόν τάφο καί βγῆκε καινούργιος καί ὡραῖος, ἔτσι καί ἐμεῖς μπαί­νουμε καί βγαίνουμε ἀπό τό νερό τελείως ἀναγεννημένοι. Ἄρα, τό Βάπτι­σμα μᾶς χαριτώνει, μᾶς καθαρίζει ἀπό τίς ἁμαρτίες μᾶς καί μᾶς κάνει μετόχους ὅλων τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ διά τῆς Ἐκκλησίας Του.

Ἐπίσης ὁ Παῦλος στήν πρός (Ἐφεσ. 5,26) ἐπιστολή του λέγει ὅτι ὁ Χριστός καθάρισε τήν Ἐκκλησία του διά τοῦ λουτροῦ τοῦ ὕδατος. Λουτρόν  τοῦ ὕδατος εἶναι τό Βάπτισμα, τό ὁποῖον δέν εἶναι τύπος,  ἀλλά φορέας τῆς Χάριτος. Ἀλλοῦ ὁ Παῦλος (Τίτ. 3, 5) ὀνομάζει τό βάπτισμα λουτρό παλιγγενεσίας.  Πῶς ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο, ἐάν δέν παρέχει θεία Χάρι καί εἶναι μόνο τύ­πος καί σύμβολο;

Ἔχουμε καί μαρτυρίες ἁγίων Πατέρων καί συγγραφέων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης περί Βαπτίσματος.

Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἐπίσκοπός στό Λούγδουνο (σημερινή Λυών) τῆς Γαλλίας, πού γεννήθηκε τό 140 μ.Χ ἀναφέρει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι μέσον ἀναγεννήσεως. Ὁ Τερτυλλιανός, πού γεννήθηκε τό 155 μ.Χ λέγει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι μέσον ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός πού γεννήθηκε τό 329 μ.Χ γράφει τά ἑξῆς: «Τό φώτισμα (βάπτισμα) εἶναι λαμπρότης τῆς ψυχῆς, ἀπόθεσις τῆς σαρκός, πνεύματος, ἀκολούθησις, κατακλυσμός ἁμαρτίας, φωτός μετουσία, σκότους κατάλυσις, δεσμῶν ἔκλυσις. Φώτισμα ἐστι τῶν τοῦ Θεοῦ δωρεῶν τό κάλλιστον καί μεγαλοπρεπέστατον». Ὁ Μέγας Βασίλειος σ᾿ ἕνα λόγο του πρός τό βάπτισμα γράφει:  «Βάπτισμα αἰχμαλώτοις λύτρον, ὀφλημάτῶν ἄφεσις, θάνατος ἁμαρτίας, παλιγγενεσία ψυχῆς, ἔνδυμα φωτεινόν, σφραγίς ἀχειροποίητος, ὄχημα πρός οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον, υἱοθεσίας χάρισμα». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (335 μ.Χ) γράφει κόσμου καί ἀναγεννή­σεως αἰτία». Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γράφει: Ἐάν πόρνος κἄν εἰδωλολάτρης κἄν ἅπασαν τήν ἐν ἀνθρώποις πονηρίαν ἔχῃ  τίς ἐμπεσών εἰς τήν τῶν ὑδά­τῶν κολυμβήθραν, τῶν ἡλιακῶν ὑδάτων καθαρώτερος ἄνεισι (ἀνέρχεται) ἀπό τῶν θείων ναμάτων, οὐ γάρ ἀποσμήχει (σπογγίζει) μόνον τό σκεῦος, ἀλλά ὁλόκληρον αὐτό ἀναχωνεύει πάλιν».

Αὐτές εἶναι μερικές ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων. Δέν θά πρέπει, νομίζομεν, νά τολμοῦν οἱ Προτεστάντες νά ἀμφιβάλλουν ἤ νά ἀπορίπτουν τά ἀδειάσειστα αὐτά ἐπιχειρή­ματα καί νά ἐπιμένουν νά θεωροῦν τό βάπτισμα ὡς συμβολική πρᾶξι.

 

Περί Νηπιοβαπτισμοῦ

            Μᾶς λέγουν οἱ Προτεστάντες ὅτι τό νήπιο, ἀφοῦ δέν μπορεῖ, λόγῳ τῆς ἡλι­κίας του, νά πιστεύση, δέν μπορεῖ καί νά βαπτισθῆ.

Τούς ἀπαντοῦμε: Ὁ Κύριος στήν ἐπί γῆς τριετῆ διακονία Του δεχόταν τά παιδιά καί τά εὐλογοῦσε. «Ἄφετε τά παιδία ἔρχεσθαι πρός με καί μή κωλύετε αὐτά, τῶν γάρ τοιούτων ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Ι8,16).  Αὐτό δείχνει ὅτι πρέπει νά λαμβάνουμε τήν θεία Χάρι ἀπό μικρά παιδιά. Ἀφοῦ ὁ Χριστός τόσο πολύ τ᾿ ἀγαποῦσε καί τά εὐλογοῦσε μεταδίδοντάς τους τήν Χάρι τοῦ Πνεύματός Του, γιατί ἡ Ἐκκλησία νά τά στερήση τῆς Χάριτος τοῦ βαπτίσματος, μέ τό ὁποῖο λαμβάνουν τήν ἄφεσι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί μποροῦν νά μεταλαμβάνουν κατόπιν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου πρός σωτηρία καί ἁγιασμόν τους;

Ὁ Κύριος μέ τά λόγια πού ἀπευθύνει στόν Νικόδημο:»Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 3,5) δέν ἀναφέρεται μόνο στούς ὡρίμους ἀνθρώπους, ἀλλά γενικά. Ἀσφαλῶς καί πρός τά μικρά παιδιά, τά ὁποῖα, ἐάν δέν βαπτισθοῦν, δέν σώζονται.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει στό (Κοριν.1,16): «Ἐβάπτισα τόν Στεφανᾶ οἶκον» καί στό (Πράξ.16,33), λέγει: «ἐλάλησα αὐτοῖς τόν λόγον τοῦ Θεοῦ σύν πᾶσι τοῖς ἐν τῆ οἰκίᾳ αὐτοῦ...ἐβαπτίσθη αὐτός καί οἱ αὐτοῦ ἅπαντες». Μέσα σ᾿ αὐτές τίς οἰκογένειες δέν θά ὑπῆρχαν καί μικρά παιδιά;

Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὅλα τά ἀρσενικά παιδιά περιετέμνοντο τήν ὀγδόη ἡμέρα. Αὐτή ἡ πρᾶξις ἦταν συμβολική τοῦ βαπτίσμα­τος πού ἦλθε στόν Νόμο τῆς Χάριτος καί ἀντικατέστησε τήν Περιτομή. Γιατί λοιπόν τώρα, στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης νά μή γίνεται τό βάπτισμα στά μικρά παιδιά;                                                      

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά μικρά παιδιά, λόγῳ τῆς ἡλικίας τους, δέν καταλα­βαίνουν κάτι ἀπό τό Μυστήριο αὐτό. Ἀλλά, ἐρωτᾶμε τούς Προτεστάντες μή­πως καταλαβαίνουν οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία, πῶς ἐπενεργεῖ τό Μυστήριο αὐτό τήν ἄφεσι τόν ἁμαρτιῶν μας; Πῶς ἀναγεννᾶ τήν ὕπαρξί μας, πῶς μᾶς κάνει μετόχους τῶν θείων δωρεῶν; Τά παιδιά δέν κατακρίνονται ἀπό τόν Κύριο, διότι παίρνουν τήν θεία Χάρι στήν μικρή τους ἡλικία, ἀλλά αὐτοί πού ἀρνοῦνται τήν Χάρι. Ἔτσι δέν λέγει ἡ Γραφή; «Ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ.16,16). Ἡ Θεία Χάρις δέν ἐμποδίζεται, λόγω τῆς μικρᾶς ἡλικίας τους να τά ἐπισκιάση.

Τό προπατορικό ἁμάρτημα μπῆκε στό νήπιο ἀσυνείδητα. Δέν εἶναι ἔτσι; Γιατί εἶναι παράλογο νά ἐξέλθη μέ τό βάπτισμα, ἐνῶ τό παιδί ἔχει ἀκόμη τό ἀσυνείδητο τῶν πράξεων του;

Ἀντί τῶν παιδιῶν, πού δέν διαθέτουν στήν ἡλικία τους αὐτή τήν δυνατότητα νά πιστεύσουν, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τόν θεσμό τῶν ἀναδόχων. Αὐτοί εἶναι πνευματικοί πατέρες τῶν βρεφῶν, ὁμολογοῦν τήν πίστι ἀντί αὐτῶν καί τά ἀναδέχονται ἀπό τό Βάπτισμα σέ μιά καινούργια ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Μαρτυρίες ἀπό τήν Γραφή γι᾿ αὐτό τόν θεσμό ἔχουμε τίς ἑξῆς: Ὁ Κύριος λέγει: «...ἐπί στόματος δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα». (Ματθ. Ι8,Ι6 καί Α. Τιμόθ. 5,Ι9). Ἄλλοτε ὁ Κύριος παίρνοντας στήν ἀγκαλιά του ἕνα παιδί, τό ἔβαλε ἀνάμεσα στούς ἀκροατάς Του καί τούς εἶπε: «Ὅς ἐάν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἕν ἐπί τῶ  ὀνόματί μου, ἐμέ δέχεται» (Ματθ.Ι8, 5). Συνεπῶς, μέ τήν πίστι τῶν γονέων, τῶν ἀναδόχων καί λοιπῶν μαρτύρων γίνεται τό βάπτισμα τῶν νηπίων ἀπό τόν ἱερέα.

Μᾶς ἐρωτοῦν οἱ Προτεστάντες: Καί μπορεῖ ἡ πίστις τοῦ ἀναδόχου νά σώση τό νήπιο;

            Ἀπαντοῦμε: Ναί. Ἰδού καί ἄλλες μαρτυρίες: Μέ τήν πίστι του ὁ ρωμαῖ­ος ἑκατόνταρχος πού εἶχε στόν Χριστό, θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του. (Ματθ. 8,Ι3). Τέσσαρεις ἄνθρωποι μετέφεραν ἕνα παράλυτο στόν Χριστόν. «Ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν λέγει τῶ παραλυτικῶ: τέκνον, ἀφέονταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου" (Μαρκ.2,3-5). Ἡ πίστις τῶν τεσσάρων καί ὄχι τοῦ παρα­λυτικοῦ τόν ἔσωσε  ψυχικά καί σωματικά. Ὁ Κύριος μέ βάσι τήν πίστι τοῦ Ἰαείρου ἔσωσε  τήν κόρη του. (Ματθ. 9,Ι8). Ἐθεράπευσε ἕνα  δαιμονισμέ­νο καί κωφό (Ματθ. 9,32). Χάρις στήν πίστι τῆς Χαναναίας θεράπευσε τήν θυγατέρα της, ἀπό τό δαιμόνιο (Ματθ. 15, 21). Χάρις στήν πίστι τοῦ πατέρα θεράπευσε ὁ Κύριος τό σεληνιαζόμενο παιδί του (Ματθ.17,14). Κάτι παρόμοιο λέγει καί ὁ Παῦλος:  «Ἡγίασται γάρ ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος ἐν τῆ γυναικί  καί ἡγίασται ἡ γυνή ἡ ἄπιστος ἐν τῶ ἀνδρί» (Α. Κοριν.7,14).

Μᾶς  λέγουν οἱ Προτεστάντες: Γιατί ὁ Χριστός βαπτίσθηκε 30 ἐτῶν;  Δέν θά πρέπει καί ἐμεῖς νά βαπτιζώμεθα σέ ὥριμη ἡλικία;

Τούς ἀπαντοῦμε: Τό βάπτισμα πούλαβε ὁ Χριστός, ἀπό τόν Ἰωάννη ἦταν βάπτισμα ἐν ὕδατι, ἐνῶ τό χριστιανικό Βάπτισμα πού ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Χριστό εἶναι «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος». Ὁ Χριστός δέν βαπτί­σθηκε γιά νά μετανοήση καί καθαρισθῆ, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Τό ἔκανε ὅμως γιά νά ἐκπληρώση «πᾶσαν δικαιοσύνην» καί νά δώση σ᾿ ἐμᾶς ὑπόδειγμα νά βαπτιζώμεθα καί ἐμεῖς πρός καθαρισμόν τῶν παθῶν μας.  Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε τόν Χριστό γιά νά Τόν φανερώση στόν κόσμο. «Ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ...οὗτος ἐστι περί οὗ ἐγώ εἶπον..» (Ἰωάν.Ι, 29-30). Ἀλλά καί ὁ Θεός Πατήρ τόν μαρτύρησε μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή ὅλης τῆς Τριάδος.

            Ὁ Χριστός δέν καθώρισε σέ ποιά ἡλικία νά βαπτιζώμεθα. Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ Προτεστάντες, ὅσοι βαπτίζονται, δέν τό λαμβάνουν στά 30 τους χρόνια,ἀλλά ὅποτε θέλουν.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μία φορά τελεῖται τό βάπτισμα στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»(Ἐφεσ.4,5). Μόνον ἐάν βαπτίσθηκαν ἀπό αἱρετικούς, τούς βαπτίζουμε πάλι, ἐνῶ στούς προτεστάντες δέν ἀπαγορεύεται νά τό ἐπαναλάβουν καί δεύτερη φορά.

Ὅλοι οἱ ἄνθρώποι ἔχουν ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος γιά νά καθαρισθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία. Τί κρίμα ὅταν σκεπτώμαστε ὅτι ἑκατομμύρια προτεστάν­τες εἶναι οὐσιαστικά ἀβάπτιστοι καί ἀποκλεισμένοι ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς λέγουν ἀκόμη οἱ Προτεστάντες ὅτι τά μικρά παιδιά εἶναι ἅγια καί μποροῦν νά σωθοῦν καί χωρίς τό βάπτισμα. Ἐπικαλοῦνται τό χωρίο τοῦ Παύλου (Α'Κοριν.7, 14) «ἡγίασται γάρ ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος...ἐπεί ἄρα τά τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτα ἐστι, νῦν δέ ἅγιά ἐστιν». Δηλαδή, λέγουν,  ἐάν οἱ γονεῖς εἶναι ἅγιοι (βαπτισμένοι) τότε καί τά παιδιά τους εἶναι ἅγια.

Τούς ἀπαντοῦμε δέν εἶναι σωστός αὐτός ὁ συλλογισμός τους, διότι «τό γεγεννημένον ἐκ  τῆς σαρκός σάρξ ἐστι. (Ἰωάν.3,6). Ὁπότε τά ἀβάπτιστα παιδιά εἶναι μόνο σάρκα καί ὄχι καί Πνεῦμα, διότι δέν ἀναγεννήθη­καν «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος». Φέρουν ἐπάνω τους τήν ἐνοχή τοῦ προπα­τορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖον σάν μολυσματική νόσος ἔχει προσβάλει ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. «Δι᾿ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». (Ρωμ.5,Ι2). Οἱ βαπτιζόμενοι ὁποιασδήποτε ἡλικίας, ἐνδύονται τόν Χριστό.

Τά παιδιά εἶναι ἁμαρτωλά, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἦλθαν στόν κόσμο καί ἔχουν ἀνάγκη τοῦ καθαρτικοῦ καί φωτιστικοῦ βαπτίσματος. Ἰδού μερικές μαρτυρίες: Ἰωάν. 3,6  Ρωμ.3,10  Α. Ἰωάν.1,8  Ἡσαΐου 48,8  Ψαλμ.50,5 καί ἄλλες.

 

ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ

Τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος εἶναι ἡ θεοσύστατη ἐκείνη τελετή μέ τήν ὁποία ὁ ἱερεύς χρίει μέ ἁγιασμένο μῦρο σέ διάφορα μέλη τοῦ σώματός του τόν νεοβάπτιστον ἐπιλέγοντας τήν προσευχή: «Σφραγίς δω­ρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου Ἀμήν». Ὁ χρισμένος, μέ τήν βάπτισί του μπαίνει στήν ἐν Χριστῶ καινούργια ζωή καί μέ τό Χρῖσμα λαμβάνει τήν τελειωτική Χάρι καί κατόπιν μέ τήν θεία Εὐχαριστία ἁγιάζεται. Τό Βάπτισμα ἀφαιρεῖ ἁμαρτίες, ἐνῶ τό Χρῖσμα πλουτίζει μέ θεῖες δωρεές γιά νά ἀναπτυχθῆ ἡ νέα πνευματική ζωή.

Οἱ Προτεστάντες δέν δέχονται τό Χρῖσμα ὄχι μόνο σάν Μυστήριο, ἀλλά οὔτε σάν ἁπλῆ ἱεροπραξία ἤ συμβολική πρᾶξι. Γράφουν στά βιβλία τους ὅτι «οὐδεμίαν θέσιν ἤ βάσιν εὑρίσκομεν ἐν τῶ  Εὐαγγελίῳ οὐ μόνον ὡς μυστηρίου, ἀλλά καί ὡς διατάξεως ἤ ἁπλῆς τελετῆς».

Τούς ἀπαντοῦμε: Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρονται δύο σαφέ­στατα γεγονότα, στά ὁποῖα φαίνεται ὅτι, μετά τό Βάπτισμα, οἱ Ἀπόστολοι τελοῦσαν καί μία ἄλλη τελετή, ἕνα ἄλλο μυστήριο, πού μετέδιδε τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει Ὁ Λουκᾶς: «Ἀκούσαντες δέ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀπόστολοι, ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρός αὐτούς Πέτρον καί Ἰωάννην, οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αὐτόν, ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον. Οὐδέπω γάρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενί πεπτωκός, μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησου. Τότε ἐπετίθεσαν τάς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς καί ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον» (Πράξ·8,Ι4-Ι7). Ἀπό τό χωρίο αὐτό μαθαίνουμε ὅτι ἄλλο πρᾶγμα ἦταν τό βάπτισμα καί ἄλλο ἡ χορήγησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων. Ἐπίσης στό χωρίο (Πράξ.16,2-6) ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ἀκούσαντες δέ ἐβαπτίσθησαν εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐπιθέντος τοῦ Παύλου τάς χεῖρας ἦλθεν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς». Καί ἐδῶ βλέπουμε δύο διαφορετικά μυστήρια, τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἐπιβεβαιώ­νει ὅτι τό Μυστήριο αὐτό δινόταν ἀμέσως μετά τό ἅγιο Βάπτισμα: «Καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ὧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως (Ἐφες.4,30).

Πολύ ἐνωρίς, ἀπ'αὐτούς ἀκόμη τούς Ἀποστολικούς χρόνους τό Μυστήριο αὐτό έτελεῖτο καί μέ χρίσι. Αὐτό ὀφείλεται στό πλῆθος τῶν χριστιανῶν στούς ὁποίους δέν ἦταν δυνατόν οἱ λίγοι Ἀπόστολοι νά βάζουν ἐπάνω στά κεφάλια τους τά χέρια τους δίνοντάς τους τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι οἱ Ἀπόστολοι εὐλογοῦσαν τό ἁγιασμένο αὐτό μῦρο μέ τό ὁποῖο ἐν συνε­χείᾳ οἱ ἱερεῖς τελοῦσαν τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος στίς ἐνορίες τους. Στά χωρία (Β' Κοριν.1,21-22,  Α' Ἰωάν.2,20 καί 27) γίνεται λόγος γιά «χρίσμα καί χρίσι». Παρότι ἀναφέρονται στήν ἐσωτερική ἐνίσχυσι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προϋποθέτουν ὅμως καί τήν ἐξωτερική χρίσι, μέ τήν ὁποία συμμετέχει κάποιος τῆς Χάριτος.

Ἐπίθεσις τῶν χειρῶν γιά τούς βαπτισμένους καί χρίσις μέ ἅγιο Μύ­ρο εἶναι ἕνα καί τό αὐτό Μυστήριο, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν παλαιά ἐποχή μέ τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων.

            Ἡ οὐσία σ᾿ αὐτό τό Μυστήριο εἶναι ἡ ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἡ χρίσις, ὡς ἐξωτερική πρᾶξις εἶναι κάτι τό δευτερεῦον. Τελεῖται μία φορά στόν βαπτιζόμενον καί ἐπαναλαμβάνεται σ᾿ ἐκείνους πού περιέπεσαν σέ αἱρετικές  «ἐκκλησίες» καί ἐπιθυμοῦν νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη, ἀπ᾿ ὅπου ἀπεσκίρτησαν .

Ἐκτός  τῆς Ἁγίας Γραφῆς μαρτυροῦν γιά τήν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου καί οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων.

1) Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας (169-Ι80) γράφει: «Τοιγαροῦν ἡμεῖς τούτου ἕνεκεν καλούμεθα χριστιανοί ὅτι χριόμεθα ἐλαίῳ».

2) Ὁ Τερτυλλιανός (155-240) γράφει: «Ἐξελθόντες ἐκ τοῦ λουτροῦ τοῦ βαπτίσματος ἐχρίσθημεν ἁγίῳ ἐλαίῳ ἑπόμενοι τῆ ἀρχαίᾳ τελεσιουργίᾳ. Σωματικῶς τελεῖται ἐφ᾿ ἡμᾶς τό χρίσμα....ἔπειτα ἐπιτίθεται ἡ χείρ,  ἥτις διά τῆς εὐλογίας ἐπικαλεῖται καί καταβιβάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα».  

3) Ἡ ἐν Καρχηδόνι Σύνοδος τό 258, στήν ὁποία συμμετεῖχε ὁ ἅγιος Κυ­πριανός καί 84 ἄλλοι ἐπίσκοποι, ἀπεφάσισε τά ἑξῆς: «Ἀνάγκη χρίεσθαι τόν βεβαπτισμένον, ἵνα λαβών χρίσμα μέτοχος γένηται Χριστοῦ. Ἁγιάσαι ἔλαιον οὐ δύνανται αἱρετικοί».

4)Ὁ Κύριλλος Ἰεροσολύμων (312-386)γράφει: «Καί ὑμῖν ὁμοίως ἀναβε-βηκόσι ἐκ τῆς κολυμβήθρας τῶν ἱερῶν ναμάτων ἐδόθη χρίσμα. Καί τῶ μέν φαινομένῳ μύρῳ τό σῶμα χρίεται, τῶ δέ ἁγίῳ καί ζωοποιῶ πνεύματι ἡ ψυχή ἁγιάζεται».

5) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος (329-390) γράφει: «Τό Βάπτισμα (ὀνομά­ζεται οὕτω) διότι ἡ ἁμαρτία ἐν τῶ ὕδατι θάπτεται τό χρίσμα (ὀνομάζεται οὕτω) διότι εἶναι ἱερόν καί βασιλικόν (δι᾿ αὐτοῦ ἐχρίοντο ἱερεῖς καί βασι­λεῖς) φῶς, διότι εἶναι στιλπνότης καί λαμπρότης (ψυχῆς).  

6) Ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος τοῦ 364 λέγει τά ἑξῆς στόν 7ον Κανόνα της: «περί τοῦ τούς ἐκ τῶν αἱρέσεων ἐπιστρεφομένους...χρισθέντας τῶ ἁγίω χρίσματι οὕτω κοινωνεῖν τῶν ἁγίων Μυστηρίων», ἐνῶ ὁ 48ος γράφει: «τούς πιστούς, χρίεσθαι χρίσματι ἐπουρανίῳ».

7) Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Ὁσοι τοίνυν κατηξιώθημεν τῆς σφραγίδος, ὅσοι τῆς , θυσίας ἀπηλαύσαμεν, ὅσοι τῆς ἀθανάτου τραπέζης μετέσχομεν,  μένωμεν, φυλάττωμεν τήν εὐγένειαν καί τήν τιμήν».

Συμπερασματικά λέγομεν ὅτι τό Ἱερό Χρίσμα ἔχει Ἀποστολική προέλευσι. Στήν ἀρχή ἐτελεῖτο μέ τήν ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων καί κατόπιν μέ τήν χρίσι διά ἁγιασμένου ἐλαίου. Μέ αὐτό παρέχονται στόν νεοβάπτιστο οἱ δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σήμερα τό Μῦρο αὐτό παρασκευάζεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Τετάρτης καί χορηγεῖται στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί σ᾿ ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἀποτελεῖται ἀπό 40 ἀρωματώδεις οὐ­σίες  πού συμβολίζουν τό πλῆθος τῶν χαρισμάτῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

Ἡ Θεία Εὐχαριστία ἤ Μετάληψις ἤ Θεία Κοινωνία εἶναι τό Μυστήριο ἐκεῖνο στό ὁποῖο μέ τήν μορφή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ λαμβάνει ὁ πιστός τό Σῶμα  καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του καί ζωήν τήν αἰώνιο.

Οἱ Προτεστάντες τό ἀπορρίπτουν μέ φανατισμό λέγοντας ὅτι δέν εἶναι μυστήριο. Εἶναι μία συμβολική πρᾶξις, μία ἀνάμνησις τοῦ Μυστικοῦ δεῖπνου, πού ἐπετέλεσε ὁ Χριστός τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Κάνουν ἀκριβῶς τόν ἑξῆς συλλογισμό: «Ἐμεῖς ἐπικοινωνοῦμε πνευματικά μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός κατοικεῖ διά τῆς πίστεως στίς ψυχές μας, ἄρα εἶναι περιττή ἡ θεία Εὐχαριστία. Καί ἀφοῦ εἶναι περιττή, ἄρα δέν ὑπάρχει, ἄρα δέν εἶναι μυστήριο. Στό ὄνομα τῆς λογικῆς τους ἀπορρίπτουν θεόσδοτα Μυστήρια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι μία συμβολική πρᾶξις, ἀλλά ἀναίμακτη θυσία. Μία φορά ἔγινε ἐπάνω στόν Σταυρό ἡ αἱματηρή θυσία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτή ἡ θυσία ἐπαναλαμβάνεται ἀναίμακτα στά ἅγια θυσιαστήρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅταν τελεῖται τό Μυστήριο τῆς Θεία Εὐχαριστίας. Ὁ Κύριος δύο φορές κάνει σαφῶς λόγο γι᾿ αὐτό τό Μυστήριο. Τήν πρώτη φορά τό συνιστᾶ ὡς ἀναγκαῖο ἐφόδιο γιά τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Ἰδού τό χωρίο: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον. Ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστί βρῶσις, καί τό αἷμα μου ἀληθῶς ἐστί πόσις. Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ». (Ἰωάν.6,52-57). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι τέσσερεις φορές ὁ Κύριος τονίζει ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι θυσία καί ὅτι μιλάει ξεχωριστά γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του.

Πολλοί Προτεστάντες ἀκούοντας αὐτό τό χωρίο λέγουν ὅτι «τρώγω τήν σάρκα» σημαίνει ἐπικοινωνῶ πνευματικά μέ τόν Χριστό καί ἔχω ζωή αἰώνιο, ἐνῶ, ἐάν δέν τρώγω τήν σάρκα καί δέν πίνω τό αἷμα τοῦ Κυρίου, δηλα­δή δέν ἐπικοινωνῶ πνευματικά, δέν ἔχω μέ τόν Ἰησοῦ αἰώνιο ζωή.

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἐάν ὁ Κύριος ἐννοοῦσε τήν πνευματική κοι­νωνία μαζί Του, μέσα ἀπό τά εἴδη τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ, γιατί σκανδαλίσθηκαν οἱ ἀκροατές του, μάλιστα μερικοί ἀπό τούς μαθητές Του εἶπαν: «Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν» (Ἰωάν. 6,60). Ἐάν ὁ Κύριος ἐννοοῦσε πνευματική καί ὄχι πραγματική ἐπικοινωνία μέ τήν βρῶσι καί τήν πόσι τοῦ Σώματος καί Αἵματός Του, γιά ποιόν λόγο νά σκανδαλισθοῦν οἱ ἀκροατές καί μαθητές Του; Παρότι «οἱ Ἰουδαῖοι ἐμάχοντο πρός ἀλλήλους λέγοντες πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τήν σάρκα φαγεῖν» (Ἰωάν. 6,52), ὁ Κύριος τούς ἐβεβαίωνε ἐπίμονα, μπορῶ νά πῶ καί ἀπειλητικά ὅτι, ἐάν δέν φάγουν καί δέν πιοῦν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του δέν θά ἔχουν αἰώνιο ζωή. Ἡ ἐπιμονή του δείχνει ὅτι ἡ βρῶσις καί ἡ πόσις τῆς σαρκός καί τοῦ Αἵματός Του λέγονται μέ πραγματική καί ὄχι πνευματική ἤ ἀλληγορική ἔννοια. Πολλοί ἀπό τούς μαθητές Του στό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς παραδόξου διδασκαλίας Του «ἀπῆλθον εἰς τά ὀπίσω καί οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν» (Ἰωάν. 6,66). Ὁ Χριστός δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν φυγήν τους οὔτε ἐλαττώνει τό παράδοξο γιά τούς μαθητές Του ὕψος τῆς διδασκαλίας Του. Ἀντιθέτως,τούς προκαλεῖ, ἐάν θέλουν νά φύγουν καί αὐτοί (στίχος 67). Αὐτή ἡ κατηγορηματική στάσις τοῦ Ἰησοῦ, πού ἀδιαφορεῖ γιά τόν σκανδαλισμό καί τήν φυγή, ἀκόμη καί ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί μαθητῶν Του, δείχνει ὅτι δέν μιλάει ἀλληγορικά, ἀλλά βεβαιώνει πραγματικά γιά τήν χορήγησι τοῦ Σώματός Του πρός ζωήν αἰώνιο.

Τήν δεύτερη φορά ὁ Κύριος παρέδωσε ὁ ἴδιος τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του στόν Μυστικό δεῖπνο. Εἶπε στούς μαθητές Του: «Λάβετε φάγετε τοῦτο ἐστι τό Σῶμα μου, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο ἐστι τό αἷμα μου τό τῆς Καινῆς Διαθήκης τό ὑπέρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»(Ματθ.26, 26-27). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι πρόκειται  σαφῶς περί θυσίας καί ὄχι ἀλληγο­ρίας, διότι καταλήγει εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ὑπάρχει σαφής χωρισμός σώματος καί αἵματος. Οἱ Προτεστάντες ἐπιμένουν λέγοντας ὅτι τό ρῆμα «ἐστι» σημαίνει συμβολίζει. Διότι ἔτσι  λέγει καί ἀλλοῦ ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή....» Ἀπαντοῦμε ὅτι σ᾿ αὐτό τό χωρίο δέν πρέπει τό ρῆμα «εἰμί» νά ληφθῆ μέ ἀλληγορική ἔννοια, διότι ὁ Κύριος ἦταν πράγματι πνευματική ἄμπελος τῆς ὁποίας γεωργός ἦταν ὁ Θεός. Μέ ἀλληγορική λοιπόν ἔννοια μποροῦμε νά ἐκλάβουμε τήν λέξι «ἄμπελος» καί ὄχι τό ρῆμα «εἰμί».

            Οἱ  Προτεστάντες ἐπικαλούμενοι τά χωρία (Λουκ. 22,Ι9 καί Α. Κοριν. 11,24) λέγουν ὅτι τό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου ἦταν ἕνα ἀναμνηστικό συμπόσιο, μία φιλική τράπεζα μέ τούς μαθητές Του στούς ὁποίους προσφέρθηκε ψωμί καί κρασί πρός ἀνάμνησι τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

            Τούς ἀπαντοῦμε: Ὁ Χριστός δέν εἶπε: «Λάβετε φάγετε» διότι αὐτό εἶναι ἕνα σύμβολο τοῦ Σώματός μου, ἀλλά τί εἶπε: «τοῦτο (ὁ ἄρτος) ἐστι τό Σῶμα μου» καί «τοῦτο (τό κρασί) ἐστι τό Αἷμα μου (Ματθ. 26,26-28) καί Λουκ. 22,Ι9). Ἄς ἔλθουμε εἰδικώτερα στό δεύτερο χωρίο τοῦ Λουκᾶ. Ὁ Κύριος λέγει: «τοῦτο τό ποτήριον ἐστιν ἡ Καινή διαθήκη» (22,20), δέν λέγει αὐτό τό ποτήριο εἶναι ἀναμνηστικό τῆς νέας Διαθήκης. Ἐδῶ δηλώνει μέ σαφήνεια ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ Ποτηρίου εἶναι τό Αἷμα του. Στό προηγούμενο στίχο (19) δέν λέγει τοῦτο ἐστι τό σύμβολο τοῦ σώματός μου, ἀλλά «τοῦτο ἐστι τό Σῶμα μου τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον». Ἐδῶ μᾶς λέγει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο μᾶς δίνει τό Σῶμα του μέ τά λόγια «τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος συμπληρώνει καλλίτερα (26,27) «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Κατόπιν λέγει ὁ Λουκᾶς: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν».

Αὐτή ἡ φράσις σκανδαλίζει πολύ τούς Προτεστάντες. Τήν ἀφαιροῦν ἀπό ὅλα τά παραπάνω χωρία, στά ὁποῖα βλέπουμε τήν οὐσία τοῦ Μυστηρίου καί μᾶς λέγουν: «νά, τό Μυστικό Δεῖπνο εἶναι μία ἀναμνηστική τελετή». Ἀλλά τούς ἀπαντᾶμε σχετικά: Ἡ θεία Εὐχαριστία, ἐπειδή προσφέρεται ἀναίμακτα, δηλαδή ὄχι ὡς κρέας καί αἷμα, ἀλλά μέ τήν μορφή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ, εἶναι πραγματική καί ἀναμνηστική. Εἶναι πραγματική θυσία διότι σαφῶς ὁμολογεῖται ἀπό τόν Κύριο ὅτι εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Του. Εἶναι καί ἀναμνηστική διότι ἔχει  τήν μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, διά τῶν ὁποίων ἐνθυμούμεθα τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ,πού ἔγινε μία φορά.  Ἐάν ἐπαναλαμβανόταν ἡ θυσία Του στόν Γολγοθᾶ, αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι δέν μποροῦσε νά πετύχη τό προσδοκώμενο ἀποτέλεσμα καί θά ἦταν ὅμοια μέ τίς θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅσον ἡ θυσία Του στόν Γολγοθᾶ ἦταν ἐξιλαστήρια, ὁποιαδήποτε ἐπανάληψίς της δέν θά εἶχε κανένα νόημα. Στά θυσιαστήρια τῶν ἐκκλησιῶν προσφέρεται αὐτή ἡ θυσία μέ ἀναίμακτο τρόπο μέ τήν μορφή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ καί θά συνεχίση νά προσφέρεται μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του (Λουκ. 22,19 καί Α. Κοριν. 11,25).

            Μέσα στήν Γραφή ἔχομε καί χωρία, πού μιλοῦν σαφῶς γιά θυσία καί θυσιαστήριο τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (Ι3,10) λέγει: «Ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν ἐξουσίαν οὐκ ἔχουσι οἱ τήν σκηνήν λατρεύοντες». Ἀφοῦ ἔχουμε θυσιαστήριο, πρέπει νά ὑπάρχη καί ἱερατεῖο καί θυσία.

            Οἱ Προτεστάντες ἀνθίστανται καί μᾶς λέγουν ὅτι θυσιαστήριο δέν εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα μιᾶς ἐκκλησίας, ἀλλά ὁ Γολγοθᾶς. Καί ὅτι τό «ἐξ οὗ φαγεῖν» δέν σημαίνει τρώγω ἀλλά μέ ἀλληγορική ἔννοια, πού σημαίνει πιστεύω.

Ἄς ἐπιχειρήσουμε λοιπόν μέ βάσι τίς ἐξηγήσεις τῶν Προτεσταντῶν νά βγάλουμε νόημα ἀπό τό χωρίο αὐτό τοῦ Παύλου. Δηλαδή: θυσιαστήριο σημαίνει Γολγοθᾶς, τρώγω σημαίνει πιστεύω καί «οἱ ἐν τῆ σκηνῆ λατρεύοντες» εἶναι οἱ Ἰσραηλίτες. Ἄρα λέγομεν ἔχομεν τόν Γολγοθᾶν στόν ὁποῖον δέν ἔχουν δικαίωμα νά πιστεύσουν οἱ Ἰσραηλίτες. Ἀλλά, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός δέν δέχεται τούς Ἰσραηλίτες στήν πίστι; Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν φανατικός Ἰσραηλίτης καί ἔγινε ὄχι μόνο Χριστιανός, ἀλλά καί σκεῦος ἐκλογῆς. Βλέπετε, ἀδελφοί Προτεστάντες σέ τί συμπέρασμα φθάνουμε, ἐάν δεχθοῦμε τίς δικές σας ἑρμηνεῖες;

            Βάσει τοῦ χωρίου τοῦ Παύλου ( Ἑβρ.10,Ι2-14) μᾶς λέγουν οἱ Προτεστάντες ὅτι μία θυσία προσέφερε ὁ Χριστός καί ὄχι δύο πού ἔχετε ἐσεῖς, μία τήν τοῦ Γολγοθᾶ καί μία τήν ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης.

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ καί τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι μία καί ἡ αὐτή. Ἄρχισε ἀπό τόν Γολγοθᾶ καί συνεχίζεται στήν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ἴδιες ὡς πρός τήν φύσι καί διαφέρουν ὡς πρός τόν τρόπο καί τόν σκοπό τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ὁ ἕνας Χριστός θυσιάζεται καί στόν Γολγοθᾶ καί στήν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλά ἡ πρώτη θυσία ἦταν αἱματηρά, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀναίμακτη.  Ἡ πρώτη, στόν Γολγοθᾶ εἶναι ἀντικειμενική, γενική γιά ὅλους, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὑποκειμενική, γιά ὅσους μόνο ἐπιθυμοῦν.  Ἡ θυσία τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι καί σχετική, διότι ἐξαρτᾶται ἀπό τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ θυσία τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι σύμβολο καί πραγματικότης τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Σύμβολο, γιατί εἶναι ἀναίμακτος ὁ τρόπος τῆς προσφορᾶς ἄρτου καί οἴνου, πού συμβολίζει τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶναι καί πραγματικότης, διότι αὐτός ὁ συμβολισμός δέν εἶναι φανταστικός, ἀλλά πραγματικός ὁ θυσιαζόμενος στόν Γολγοθᾶ Ἰησοῦς.

Τό κακό δέν προῆλθε ἀπό τούς σημερινούς Προτεστάντες, ἀλλά ἀπό τούς ἀρχηγούς τους, οἱ ὁποῖοι ἐν ὀνόματι τῆς ἀπογυμνωμένης ἀπό ἀγαθά ἔργα πίστεως, διεκήρυξαν ὅτι θά σωθοῦν δι᾿ αὐτῆς καί ἀπέβαλαν ὅλη τήν ὑπόλοιπη διδασκαλία καί παράδοσι τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.

Ὁ Λούθηρος δέν ἐπίστευε ὅτι στό Μυστήριο αὐτό γίνεται θαῦμα. Ἀρνεῖτο ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετα­βάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Λέγουν οἱ βιογράφοι του ὅτι τόσο πολύ τόν συνετάραξαν οἱ συζητήσεις γύρω ἀπό τό θέμα τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὥστε τοῦ δημιούργησαν ἰσχυρό ἐκνευρισμό, τοῦ ἐκλόνισαν τήν ὑγεία καί τόν ἔφεραν ἐνωρίτερα στόν τάφο.

Ὁ δεύτερος μεταρρυθμιστής τους Ἰωάννης Καλβῖνος ἔλεγε  τά ἑξῆς: Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος εἶναι ὁρατά σημεῖα, τά ὁποῖα παριστάνουν, συμβο­λίζουν τό Σῶμα καί τό αἷμα. Εἶναι διαβολική πλάνη νά πιστεύωμεν ὅτι ὁ ἄρτος, μετά τήν εὐλογία ἀπό τόν ἱερέα, μεταβάλλεται σέ Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ οἶνος σέ Αἷμα. Εἶναι διαβολική ἀπάτη καί  κατάχρησις ἡ διδασκαλία περί σωματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στήν θεία Εὐχαριστία. Εἶναι μία βδελυρή εἰδωλολατρεία» ἔγραφε μέ ἀλαζονεία καί ὁ Ζβίγγλιος.

Τόσο φοβερά καί βλάσφημα ἦταν αὐτά πού ἐδίδαξαν οἱ ἀρχηγοί τῆς μεταρ­ρυθμίσεως ὥστε, ὅταν ὁ Λούθηρος πληροφορήθηκε τόν τραγικό φόνο τοῦ Ζβιγγλίου, εἶπε: «Τέτοιος θάνατος ἔπρεπε σ᾿αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τέτοια σατανική διδασκαλία γιά τήν Θεία Εὐχαριστία»

Σήμερα οἱ Προτεστάντες, ὅσοι κρατοῦν τό μέγα αὐτό Μυστήριο, σάν ἁπλῆ συμβολική τελετή, καυχῶνται διότι δέν ἔχουν ἅγιες Τράπεζες, οὔτε λιβανωτό, οὔτε μυσταγωγίες, οὔτε  λαβίδες, οὔτε ἀντιμήνσια, οὔτε ἐξομολόγησι, οὔτε  τίποτε ἄλλο, ἀπό ὅσα μέ βαθειά εὐλάβεια καί σεβασμό κατέχει καί χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐξακολουθοῦν νά πιστεύουν ὅτι μέ τήν μετάληψι τοῦ ἁπλοῦ ἄρτου καί οἴνου γίνονται μέτοχοι τῶν οὐρανίων δωρεῶν τῆς ἀοράτου παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, τούς ἐρωτοῦμε, πῶς τό κοινό ψωμί καί κρασί τούς δίνει τέτοια προνόμια;

Ὁμόφωνη εἶναι καί ἡ ἀρχαία παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας σχετικά μέ τό Μυστήριο αὐτό. Θά ἀρκεσθῶ σέ μερικές μαρτυρίες τῶν πρώτων Πατέρων:

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, πού ἀπέθανε τό 107 μ.Χ γράφει στήν ἐπιστολή του πρός τούς χριστιανούς τῆς Σμύρνης: «Εὐχαριστίας ἀπέχονται οἱ δοκῆται, (αἱρετικοί ἐκείνης τῆς ἐποχῆς) διά τό μή ὁμολογεῖν τήν εὐχαριστίαν σάρκα εἶναι τοῦ Σωτῆρος τήν ὑπέρ ἁμαρτιῶν ἡμῶν παθοῦσαν».

Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, πού γεννήθηκε περί τό 100 μ.Χ γράφει: «Προσφέρομεν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ θυσίαν ἥν ὁ Κύριος Ἰησοῦς διέταξε προσενεχθῆναι τουτέστιν ἐν τῆ εὐχαριστίᾳ τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Ἀπό τό βιβλίο του: Διάλογος πρός Τρύφωνα.

            Ὁ Κύριλλος Ἰεροσολύμων, πού γεννήθηκε τό 3Ι2 μ.Χ γράφει τά ἑξῆς στήν 22α Κατήχησί του: «Ὁ φαινόμενος ἄρτος οὐκ ἄρτος ἐστιν εἴ καί τῆ γεύσει αἰσθητός, ἀλλά σῶμα Χριστοῦ, καί ὁ φαινόμενος οἶνος οὐκ οἶνος ἐστι εἰ καί γεῦσις τοῦτο βούλεται, ἀλλά αἷμα Χριστοῦ"·

Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Λειτουργία του λέγει: «Τά προκείμενα δῶρα ταῦτα εὐλογῆσαι ἀναδεῖξαι τόν μέν ἄρτον τοῦτον αὐτό τό τίμιον Σῶμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τό δέ ἐν τῶ ποτηρίῳ τούτῳ αὐτό τό τίμιον αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμων Ἰησου Χριστοῦ».

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στήν Λειτουργία του γράφει: «Ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου τό δέ ἐν τῶ ποτηρίῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου μεταβαλών τῶ  Πνεύματί σου τῶ Ἁγίῳ». Ἔτσι, ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Παράδοσις τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων μᾶς μαρτυροῦν γιά τήν σύστασι καί ἐξάπλωσι ἀνά τίς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Πῶς μπορεῖ ἕνας ἱερεύς, μᾶς ἐρωτοῦν οἱ Προτεστάντες, πού εἶναι καί αὐτός ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, νά ἐπιτελῆ ἕνα θαῦμα σάν αὐτό, τήν μεταβολή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ σέ Σῶμα καί Αἷμα Κυρίου.

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Οἱ ἱερεῖς μπορεῖ νά εἶναι ἁμαρτωλοί, ὅπως ὅλοι οἱ  ἄνθρωποι, ὄχι ὅμως τόσον ἁμαρτωλοί, ὅσο κατηγοροῦνται. Δέν εἶναι ὅμως οἱ ἱερεῖς πού μετατρέπουν τό ψωμί καί τό κρασί σέ Σῶμα καί Αἷμα Κυρίου, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Αὐτοί προσεύχονται καί ὁ Θεός στέλνει τό Πνεῦμα Του. Μόνο αὐτοί ἔχουν τό εἰδικό χάρισμα πού ἔλαβαν στήν χειροτονία τους νά ἐπιτελοῦν αὐτό, καθώς καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.

Πρός ἐνημέρωσι τῶν χριστιανῶν γιά τήν καλλίτερη προετοιμασία τους στήν Μετάληψι τῶν θείων δώρων παραθέτουμε στήν συνέχεια τά ἑξῆς: Ἡ προετοιμασία γιά τήν Θεία Κοινωνία εἶναι δύο εἰδῶν: Σωματική καί  ψυχική. Αὐτή συνίσταται στά ἑξῆς:

Ι. Στήν ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά κοινωνήση κανείς. Μόνο τά παιδιά μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν ἑπτά ἐτῶν μποροῦν νά κοινωνοῦν χωρίς ἐξομολόγησι.

2. Στήν συμφιλίωσι μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐάν ἔχει ἐπέλθη διατάραξις τῶν σχέσεων μας μέ κάποιον, πρέπει νά συμφιλιωθοῦμε τό ταχύτερο. Χωρίς τήν ἀγάπη μέ τόν συνάνθρώπο ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι φωτιά ὄχι τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά τῆς ψυχῆς μας.

3. Ἀποχή ἀπ᾿ ὅλα τά κακά ἔργα, ἰδιαίτερα   τά πάθη τῆς σαρκός τά ὁποῖα μολύνουν ὅλον τόν ἄνθρωπο, ψυχικά καί σωματικά. Ἐπίσης ἀπαιτεῖται κάποια ἐγκράτεια τροφῶν καί ποτῶν καί τελεία νηστεία τό πρωί τῆς ἡμέρας πού θά πᾶμε στήν ἐκκλησία γιά τήν Κοινωνία. Μόνο στούς ἑτοιμοθανάτους καί πολύ ἀσθενεῖς προσφέρεται ἡ Θεία Κοινωνία χωρίς νηστεία.

4. Νά ἔχη διαβάση, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά κοινωνήση, τήν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως. Σέ περίπτωσι ἐλλείψεως αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, νά ἔχη κάνη ἐπί ἀρκετή ὥρα προσευχή μετά συντριβῆς καρδίας καί  συναισθήσεως τοῦ Μεγάλου Μυστηρίου πού πρόκειται σέ λίγο νά ἀξιωθῆ.

 

ΠΕΡΙ ΙΕΡΑΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

Μετάνοια ἤ ἐξομολόγησις εἶναι τό Μυστήριο μέ τό ὁποῖο συγχωροῦνται μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, οἱ ἁμαρτίες τῶν χριστιανῶν, πού μετα­νοοῦν εἰλικρινά καί ἐξομολογοῦνται ἐνώπιον τοῦ ἐξομολόγου.

Μετάνοια, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό εἶναι ἡ ἐπιστροφή ἀπό τό παρά φύσι στό κατά φύσι, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό διά τῆς ἀσκή­σεως καί τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἡ Μετάνοια περιέχει τά ἑξῆς τέσσερα μέρη:

Ι. Τήν μεταμέλεια, 2. τήν ἐξαγόρευσι τῶν ἁμαρτιῶν μέ ζῶσα φωνή, 3. τήν ἐκπλήρωσι τοῦ διορισμένου κανόνος (ἐπιτίμιο) ἀπό τόν Πνευματικό καί 4. τήν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν. Κανείς Πνευματικός δέν μπορεῖ νά λύση τίς ἁμαρτίες κάποιου, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται νά ἐκπληρώση τόν κανόνα πού τοῦ ἐπεβλήθηκε.

Οἱ Προτεστάντες δέν δέχονται ὡς μυστήριο οὔτε τήν ἐξομολόγησι καί τήν μετάνοια. Λέγουν ὅτι, ὅπως οἱ ἄνθρωποι ἐξομολογοῦνται στίς κοσμικές σχέσεις μεταξύ τους τά παραπτώματα καί τίς ἐπιτυχίες τους, ἀναγνωρίζουν σέ κάτι ὅτι ἔσφαλλαν, ζητοῦν συγχώρησι καί συμφιλιώνονται, ἔτσι καί στήν χριστιανική τους ζωή μποροῦν νά λέγουν ὅ,τι τούς βαρύνει, κατ᾿ εὐ­θεῖαν στόν Θεό, νά παίρνουν τήν συγχώρησι χωρίς τήν μεσολάβησι κάποιου ἱερέως. Ἡ ἐξομολόγησις καί μετάνοια, λέγουν, ἀνακαλύφθηκε τόν 5ον αἰῶνα.

Ὁ Καλβῖνος, σύγχρονος μέ τόν Λούθηρο μεταρρυθμιστής, γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει ἄλλη ἐξομολόγησι γιά τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, παρά μόνο ἐκείνη πού γίνεται μπροστά στόν Θεό, οὔτε καμμία λύσι ἐνοχῆς, ἐκτός ἀπό ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι σ᾿ αὐτόν μόνο πρέπει νά ἐξομολογούμεθα, διότι εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά συγχωρῆ ἁμαρτίες. Αὐτή ἡ ἐξομολόγησις μπορεῖ να γίνεται μυστικά στόν Θεό ἤ δημόσια ἐνώπιον καί ἄλλων πιστῶν. Ἀκόμη καί σ᾿ ἕνα ἁπλό χριστιανό ἤ καί στόν πάστορα τῆς ἐνορίας, ἐάν θέλη. Πάντως ἡ ἐνώπιον τῶν ἄλλων ἐξομολόγησις δέν εἶναι καθόλου ὑποχρεωτική.

Στό σημεῖο αὐτό ὅπως καί στά ἄλλα, οἱ Προτεστάντες ἔχουν πέσει  ἔξω.  Στήν φανατική τους προσπάθεια νά πολεμήσουν τά συγχωροχάρτια τῆς παπι­κῆς ἐκκλησίας καί τίς ἄλλες καταχρήσεις της, κατήργησαν καί αὐτό τό Μυστήριο, ἀρνούμενοι νά λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους τό πλῆρες περιεχόμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης.

            Οἱ Προτεστάντες λέγουν ὅτι δέν ἔχουν ἀνάγκη ἐξομολογήσεως, διότι εἶναι κοντά στόν Χριστό καί δέν ἁμαρτάνουν. Ἐπικαλοῦνται τά ἑξῆς χω­ρία: «πᾶς ὁ ἐν αὐτῶ μένων οὐχ ἁμαρτάνει" (Α. Ἰωάν.3, 6). Στόν στίχο 9 τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος συγγραφεύς λέγει: "Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ.. οὐ δύναται ἁμαρτάνειν» Ἀλλοῦ στό (5,18) τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς του γράφει: «Ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει». Δηλαδή, αὐτός πού ἔχει ἀναγεννηθῆ καί μένει πλησίον τοῦ Χριστοῦ δέν ἁμαρτάνει.

Ἀπαντοῦμε στούς φίλους Προτεστάντες ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή σέ πολλά μέρη λέγει ὅτι ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί καί καθημερινά ἁμαρτάνουμε. Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος στήν ἐπιστολή του (3,1) λέγει: "μή πολλοί γίνεσθε διδάσκαλοι, ὅτι μεῖζον κρίμα ληψόμεθα. Πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες». Ὁ Κύριος στήν προσευχή πού μᾶς ἔδωσε, τονίζει νά λέμε τά ἑξῆς: Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ὀφειλέτης εἶναι ὁ ἁμαρτωλός καί ὀφειλή εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἐπίσης ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Α' ἐπιστολή του (Ι,8) γράφει: «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν,πιστός ἐστι καί δίκαιος ἵνα ἀφῆ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας. Τεκνία μου ταῦτα γράφω ὑμῖν, ἵνα μή ἁμάρτητε. Καί ἄν τις ἁμάρτῃ Παράκλητον ἔχομεν πρός τόν πατέρα Ἰησοῦν Χριστόν δίκαιον».

Μᾶς ἐρωτοῦν: Καί πῶς ἐξηγεῖται τό χωρίο τῆς πρώτης ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου (5,18) ὅτι «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει». Τούς ἀπαντοῦμε: Δεχόμεθα τά παραπάνω χωρία τῆς Γραφῆς ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ἁμαρτωλοί καί πάντοτε ἁμαρτάνομε, ἔστω καί μία ἡμέρα νά εἶναι ἡ ζωή μας στήν γῆ. Ἀλλά νά κάνουμε τήν ἑξῆς διευκρίνισι: Ὅλοι εἶναι γνήσια μέλη τοῦ Χριστοῦ, βέβαια δέν εἶναι ἀναμάρτητα, ἀλλά ἁμαρτά­νουν πολύ λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτούς πού εἶναι νεκρά  μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἁμαρτάνουν χωρίς ἐντροπή καί συστολή. Οἱ πρῶτοι ἁμαρτάνουν ἀπό ἀδυναμία, ἐνῶ οἱ δεύτεροι ἀπό ἐπιθυμία. Στό χωρίο (Α. Ἰωάν. 2,Ι) «Ἐάν τίς ἁμάρτῃ, Παράκλητον ἔχομεν πρός τόν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστόν δίκαιον», ἐννοεῖ αὐτούς πού ἁμαρτάνουν ἀραιά, ἐλαφρά καί ἀπό ἀδυναμία. Δηλαδή δέν ἁμαρ­τάνουν συνεχῶς. Ἐνῶ ὅταν λέγει: (Α'Ἰωάν.5,18): «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει» ἐννοεῖ ὅτι δέν ἁμαρτάνει συνεχῶς. Ἐάν δεχθοῦμε ὅτι ποτέ δέν ἁμαρτάνει, τότε ἐρχόμεθα σέ ἀντίφασι μέ τό χωρίο (Α.Ἰωάν.1,8-9). «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,  πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας».

Νομίζουν ὅτι πουθενά δέν γίνεται λόγος περί μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως στήν Ἁγία Γραφή, ὁπότε εἶναι ἀρκετή, λέγουν, ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί τῆς δημόσιας συνομιλίας μέ ἄλλους πιστούς.

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς συγχωρήση καί ὅταν προσευχώμεθα κατευθεῖαν ἐνώπιόν Του, ἀλλά γιά λόγους πού μόνο ἡ δική Του ἀγάπη γνωρίζει, ὥρισε ἄλλο  τρόπο, μέσῳ τῶν Ἀποστόλων Του καί στήν συνέχεια μέσῳ τῶν ἐπισκόπων καί ἱερέων του. Ἰδού τί μᾶς λέγει ἀκριβῶς στό Εὐαγγέλιο «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τίνων  κρατεῖτε κεκράτηνται»( Ἰωάν. 20,23. Τό ἴδιο νόημα ἔχουν καί τά λόγια πού εἶπε στούς  μαθητές Του πρίν σταυρωθῆ: Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί  τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς». (Ματθ. Ι8, 18). Αὐτά ἐδῶ τά χωρία μᾶς λέγουν ὅτι ὁ Κύριος ἔδωκε εἰδική ἐξουσία στούς Ἀποστόλους Του καί στούς διαδόχους των, νά συγχωροῦν τά ἁμαρτήματα τῶν μετανοούντων ἀνθρώπων. Κάθε ἁμαρτωλός λοιπόν πού συναιθάνεται τ᾿ ἁμαρτήματά του καί θέλη νά λάβη ἄφεσι, θά πρέπει νά συμμορφωθῆ μέ τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Χριστοῦ. Θά εἶναι μεγάλος ἐγωϊσμός καί περιφρόνησι νά ἐπιννοοῦμε ἐμεῖς ἄλλους τρόπους, συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας παρα­μερίζοντας τά θεῖα προστάγματα.

Ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας, εἶναι γνωστό, ὅτι προῆλθε ἀπό τό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ πού τό ἔχυσε ἐπάνω στόν Σταυρό. Αὐτή ἡ ἄφεσις εἶναι γενική καί ὅλοι ἔχουν τό δικαίωμα νά τήν οἰκειοποιηθοῦν, ἀλλά μέ ποιό τρόπο; Ἐκεῖ  εἶναι ἡ πηγή, ἀλλά πῶς θά ἀντλήσουμε τό νερό τῆς πηγῆς; Οἱ Προτεστάντες μᾶς λέγουν ὅτι μόνο μέ τήν πίστι στόν Χριστό. Τῆ πίστει καθαρίσας τάς καρδίας αὐτῶν» (Πράξ.Ι5, 9). Δηλαδή, ἄν πιστέψουμε, θά συγχωρηθοῦμε. Καί ὅμως στήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε καί ἄλλους τρόπους ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας. Γιά παράδειγμα: Στήν Κυριακή Προσευχή λέμε: «καί ἄφες  ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς...». Στό χωρίο (Πράξ. 2,38) ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει στούς συγκεντρωμένους Ἑβραίους, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν...εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὑμῶν». Ἐπίσης καί τό χωρίο (Μάρκ 16,16 καί  Ἐφεσ.5,26) μᾶς λέγουν ὅτι λαμβάνουμε ἄφεσι ἁμαρτιῶν διά τοῦ βαπτίσματος. Τά χωρία (Λουκᾶ 11,41 καί Ματθ. 6,4) γράφουν γιά ἄφεσι ἁμαρτιῶν,μέσῳ τῆς ἐλεημοσύνης. Στό χωρίο τοῦ Ἰακώβου( 5,16) διαβάζουμε: «Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τά παραπτώματα, καί εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε». Ἐδῶ λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὅτι θά γιατρευθοῦμε ψυχικά, ἐάν ἐξομολογούμεθα μεταξύ μας τά ἁμαρτήματα μας, ἐνῶ, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει γιά τό συγκεκριμένο Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μέ τά λόγια: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς....»(20,23).

"Ολα τά ἀνωτέρω χωρία μᾶς δείχνουν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί τρόποι γιά τήν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Οἱ Προτεστάντες ἁρπάζουν τόν ἕνα τρόπο, δηλαδή μέσω τῆς πίστεως, καί δέν ἐξετάζουν γιά τούς ἄλλους, οὔτε δέχονται νά δώσουν κάποια ἑρμηνεία σ᾿ αὐτά τά χωρία. Ὑπάκουουν τυφλά στόν ἀρχηγό τους τόν Λούθηρο, γιατί ἔτσι τούς συμφέρει καί ἱκανοποιεῖ τά ἐγωϊστικά τους φρονήματα.

Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό πρόβλημα δέν εἶναι ἁπλό. Νά δεχώμεθα καί νά ἀπορρίπτουμε χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία πιστεύουμε ὅτι ὁλόκληρη εἶναι θεόπνευστη. Πρέπει νά βροῦμε τήν ἀλήθεια, ἔτσι  στε νά μή άλληλοκαταργοῦνται τά παραπάνω χωρία, ἀλλά νά ἐναρμονίζωνται καί νά ἀλληλοσυμπληρώνονται.

Ἡ πίστις καί τό βάπτισμα εἶναι μέσα συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, γι᾿ αὐτές πού ἐκάναμε πρίν πιστεύσουμε καί πρίν βαπτισθοῦμε. Ὁ Χριστιανός ὅμως καί μετά τήν βάπτισί του, θ᾿ ἁμαρτήση καί πάλι. Ἐπειδή ὅμως τό βάπτισμα τό παίρνουμε μία φορά, σύμφωνα μέ τό χωρίο: «Μία πίστις, εἷς Κύριος, ἕν βάπτισμα (Ἐφεσ,4,5) ἔχουμε τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τό ὁποῖο συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας πού θά κάνουμε μετά τό βάπτισμα. Οἱ προηγούμενοι τρόποι συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν, διά τῆς προσευχῆς ἐλεημο­σύνης καί ἀδελφικῆς συνεξηγήσεως, εἶναι μέσα μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἐμπνέει στήν ψυχή αἰσθήματα μετανοίας γιά νά ὁδηγηθῆ κατόπιν προετοιμασμέ­νη στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὁ Χριστός μέ τά λόγια του στούς Ἀποστόλους: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας», συνιστᾶ συγκεκριμένο Μυστήριο ὑποσχόμενος τό "Αγιο Πνεῦμα, μέ τήν δύναμι τοῦ Ὁποίου οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοί τους, θά δένουν καί θά λύνουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.                                                              

Τό Ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς λέγουν οἱ Προτεστάντες, δέν τό ἔδωσε ὁ Χριστός δύο καί τρεῖς φορές, παρά μία φορά, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πῶς ἐδῶ ἐθέσπισε μυστηριακή ἐξομολόγησι ἀποστέλλοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀμέσως μετά τήν Ἀνάστασί Του, σύμφωνα μέ τό χωρίο τοῦ (Ἰωάν. 20,23).

Τούς ἀπαντοῦμε τά ἑξῆς: Τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως του δέν ἐχορήγησε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τούς ἔδωσε ὑπόσχεσι νά τούς τό χορηγήση. Τούς προετοίμαζε πρίν πολλές ἡμέρες γιά τόν ἐρχομό τοῦ Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς συμβουλεύοντάς τους νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ, ἕως ὅτου λάβουν οὐράνια δύναμι μετά ἀπό λίγες ἡμέρες. Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά τήν θεία Εὐχαριστία. Ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τό Πάθος του, ἐδίδασκε τούς Μαθητές Του καί τόν λαό γιά τό Μυστήριο αὐτό. Δέν τούς τό ἔδωσε τότε, ἀλλά τούς προετοίμαζε νά τό δεχθοῦν, σύμφωνα μέ τό χωρίο (Ἰωάν. 6,52-67). Οἱ Ἀπόστολοι ἄρχισαν νά ἐπιτελοῦν αὐτά τά Μυστήρια, ἀφ᾿ ὅτου ἔφυγε  σωματικά ἀπό ἀνάμεσα τους ὁ διδάσκαλός τους καί εἶχαν λάβει τήν ἐξ ὕψους  δύναμι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἡ φράσις τοῦ (Ἰωάν. 20,23): «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο», δέν σημαίνει ὅτι ἐκείνη τήν στιγμή τούς ἔδωσε  τό Πνεῦμα, ἀλλά ὅτι τούς ἔκανε δεκτι­κούς τῆς λήψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία, ἀλλά ὄχι καί τήν Χάρι τοῦ "δεσμεῖν καί λύειν", τήν ὁποία ἔλαβαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ὅταν ὁ Κύριος τούς εἶπε: τό «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἔλειπε ἀπό τόν κύκλο τῶν Μαθητῶν, θά ποῦμε λοιπόν, ὅτι αὐτός δέν ἔλαβε τήν ἐξουσία καί τήν Χάρι αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου; Ἔλαβε τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στήν ὁποία ἦταν παρών, παρότι δέν ἔλαβε τήν ὑπόσχεσι τότε μαζί μέ τούς ἄλλους Μαθητάς.

Μᾶς λέγουν οἱ Προτεστάντες γιά ν᾿ ἀπορρίψουν τό μυστήριο τῆς ἐξομο-λογήσεως ὅτι, δέν ἀναφέρει πουθενά ἡ Καινή Διαθήκη παραδείγματα ἀνθρώ­πων πού ἐπήγαιναν στούς Ἀποστόλους νά ἐξομολογηθοῦν.

Τούς ἀπαντοῦμε. Ναί, καί αὐτό ὀφείλεται σέ τρεῖς λόγους: Πρῶτον, οἱ Ἀπόστολοι τότε εἶχαν νά κάνουν μέ ἀπίστούς ἀνθρώπους. Οἱ πρό τοῦ βαπτίσματος ἁμαρτίες τους, ἐσυγχωροῦντο μέ τό Βάπτισμα καί ἡ ἐξομολόγησίς τους δέν ἦταν ὑποχρεωτική, ἀλλά προαιρετική, δεδομένου ὅτι τό μυ­στήριο τῆς ἐξομολογήσεως δόθηκε γιά τίς μετά τό Βάπτισμα ἁμαρτίες. Δεύτερον: Τό παράδειγμα τοῦ αἰφνιδίου θανάτου τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας (Πράξ. 5,1-Ι0) καί ἄλλων ἐκτάκτων θαυμαστῶν ἔργων τῶν Ἀποστόλων κρατοῦ­σαν τούς πιστούς σέ μία συνεχῆ ἐγρήγορση καί καθαρότητα ζωῆς, ὥστε νά μήν ἔχουν  μεγάλη ἀνάγκη ἐξομολογήσεως. Τρίτον: Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι συ­στηματικό βιβλίο πού νά γράφει ὅλα ὅσα ἔγιναν, σύμφωνα μέ τό (Ἰωάν 2Ι,25).  Γι᾿ αὐτούς, νομίζω, τούς λόγους, δέν ἔχουμε συγκεκριμένο παράδειγμα μυστηρια­κῆς ἐξομολογήσεως. Πάντως ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ στό (Ἰωάν.20,28) δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ἀπαιτεῖται ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτιῶν μας στούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς.

Μᾶς ἐρωτοῦν μέ φανερή τήν πολεμική τους οἱ Προτεστάντες κατά τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ. Γιατί ὁ Απόστολος Παῦλος δέν εἶπε στόν Σίμωνα τόν Μάγο «Ἔλα  νά σέ ἐξομολογήσω, ἀλλά: «Δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου»;

Τούς ἀπαντοῦμε: Τό Μυστήριο αὐτό συγχωρεῖ  τίς μετά τό Βάπτισμα ἁμαρτίες. Ὁ Σίμων δέν εἶχε εἰλικρινά πιστεύσει, οὔτε εἶχε πολύ περισσότερο βαπτισθῆ. Πάντως ὁ Σίμων μέ τά λόγια του: «Δεήθητε ὑπέρ ἐμοῦ πρός Κύριον...» (Πράξ. 8,22) ἀναγνωρίζει στούς Ἀποστόλους Ἰωάννη καί Πέτρο ὅτι ἔχουν κάποια ἐξουσία μέ τήν ὁποία μποροῦν ν᾿ ἀπαλλάξουν τόν ἀνθρώπο ἀπό τίς κακίες καί ἁμαρτίες του, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

Στήν ἀπορία τῶν Προτεσταντῶν γιατί σήμερα ἡ ἐξομολόγησις γίνεται μυστικά καί ὄχι δημόσια, ὅπως εἶχε καθιερωθῆ στά πρῶτα χρόνια, τούς ἀπαντοῦμε γιά νά ἀποφύγη ἡ Ἐκκλησία τό δημόσιο σκάνδαλο καί τίς ἄτοπες πράξεις ἀπελπισίας, πού μποροῦν νά κάνουν τά μέλη της, οἱ χριστιανοί.

Ὅπως καί στά ἄλλα Μυστήρια, ἔτσι καί στήν ἐξομολόγησι, δέν ἐπηρεάζει ἡ ζωή τοῦ ἱερέως τήν χορήγησι ἤ μή τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος τό Μυστήριο οὔτε ἡ Χάρις προέρχεται ἀπ᾿ αὐτόν. Μόνο ὁ ἴδιος βαρύνεται μπροστά στόν Θεό γιά τίς προσωπικές του ἁμαρτίες, ἐνῶ σάν ἱερεύς παρέχει στούς χριστιανούς τίς δωρεές τοῦ Πνεύματος, τό Ὁποῖον ἐνεργεῖ καί ἀπό ἀνάξια χέρια ἱερέως. Ἡ χάρις λοιπόν εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού καταδέχεται νά κατοικῆ καί μέσα σέ ὀστράκινα σκεύη (Β. Κοριν. 4,7).

Ὄχι μόνο ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, ἀλλά καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Θά μνημονεύσουμε τίς γνῶμες τῶν παλαιοτέρων ἐξ αὐτῶν γιά νά μή ὑπάρχη ἀμφιβολία ὅτι τό Μυστήριο αὐτό ἔχουν οἱ πάντες ἀνάγκη καί ὅτι ἔχει θεία τήν προέλευσι.

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας γράφει στήν ἐπιστολή του πρός τούς Φιλαδελφεῖς: «Πᾶσιν οὖν μετανοοῦσιν ἀφίησι ὁ Κύριος ἐάν μετανοήσωσι εἰς ἑνότητα Χριστοῦ Θεοῦ καί συνέδριον ἐπισκόπου», τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι οἱ ἁμαρτήσαντες πρέπει νά μετανοήσουν ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἑνότητα καί ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν κληρικῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίσκοπο.

Ὁ Τερτυλλιανός (Ι45-220) γράφει τά ἑξῆς: «Ἡ ἐξομολόγησις λοιπόν εἶναι παιδεία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά προσπέση καί νά ταπεινωθῆ. Καί ἐκτός τοῦ σάκκου καί τῆς στάκτης, μεθ᾿ ὅν πρέπει νά σκληραγωγῆται τό σῶμα, καί τοῦ πένθους,  ὅπερ πρέπει νά αἰσθανθῆ διά τά ἡμαρτημένα, ὀφεί­λει καί νά προσπίπτη πρό τῶν ποδῶν τῶν πρεσβυτέρων».

Ὁ Ἰππόλυτος Ρώμης (Ι70~236) σέ ἕνα σύγγραμμά του, πού λέγεται Αἰγυπτιακή Διάταξις περιέχει εὐχή γιά τήν χειροτονία ἐπισκόπου. Σ᾿ αὐτήν μεταξύ τῶν ἄλλων λέγει: «Καί τῶ πνεύματι τῶ ἀρχιερατικῶ ἔχειν ἐξουσίαν ἀφιέναι ἁμαρτίας κατά τήν ἐντολήν σου (Κύριε) διδόναι κλήρους κατά τό πρόσταγμα σου, λύειν τε πάντα σύνδεσμον κατά τήν ἐξουσίαν, ἥν ἔδωκας τοῖς ἀποστόλοις».  Αὐτή ἡ μαρτυρία μέ τήν ὁποία δίνεται ἐξουσία στόν ἐπίσκοπο νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, κατά τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία διότι ἀνάγε­ται στό 230 μ.Χ καί προέρχεται ἀπό σπουδαῖο ἐκκλησιαστικό συγγραφέα.

Ὁ Ὠριγένης, ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς, πού ἔζησε (Ι85-254) μ.Χ. μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Ἔπεται λοιπόν ἵνα κατά τήν εἰκόνα τοῦτου (Κυρίου), ὅστις τήν ἱερωσύνην τῆ Ἐκκλησίᾳ δέδωκε, καί οἱ λειτουργοί καί οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἀναδέχονται τά ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ καί μιμούμενοι καί αὐτοί τοῦ διδασκάλου ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶ λαῶ ἀπονέμωσι» Σέ ἄλλο μέρος τῶν ἔργων του γράφει: Ἐάν ἁμάρτῃ Ἰσραηλίτης, τουτέστιν ὁ λαϊκός δέν δύ­ναται αὐτός τό ἁμάρτημά του νά ἀφαιρέσῃ, ἀλλά ζητεῖ τόν λευΐτην ἔχων ἀνάγκην τοῦ ἱερέως, πολλῶ μᾶλλον ἀφοῦ ζητεῖ κάτι ἀνώτερον τούτων ἔργον τοῦ ἀρχιερέως ἐστι». Ἀλλοῦ γράφει: «Ὑπάρχει ἀκόμη καί ἄλλη δυσχερής ἡ διά μετανοίας ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅταν ὁ ἁμαρτωλός πλένη τήν στρωμνή του μέ τά δάκρυά του καί γίνονται γι᾿ αὐτόν ἄρτος ἡμέρας καί νυκτός καί ὅταν δέν αἰσχύνεται νά δείξη εἰς τόν ἱερέα τήν ἁμαρτίαν του καί νά ζητήσῃ φάρμακον, κατά τόν εἰπόντα: «Εἶπα ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῶ Κυρίῳ καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου». Ἀπό τά χωρία αὐτά τοῦ Ὠριγένους βεβαιούμεθα ὅτι ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ὑποχρεωτική, διότι ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο.

            Ὁ ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπός Καρχηδόνος (200-258) μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοί ἄς ἐξομολογῆται ἕκαστος τά ἁμαρτήματά του, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον δύναται νά γίνῃ δεκτή ἡ ἐξομολόγησις τοῦτου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον εἶναι εὐάρεστος τῶ Κυρίῳ ἡ ἱκανοποίησις καί ἡ διά τῶν ἱερέων ἄφεσις.

            Ἀλλοῦ λέγει σαφέστερα τά ἑξῆς: «Εἰς μικρότερα ἁμαρτήματα ἄγουσιν οἱ ἁμαρτωλοί μετάνοιαν κατά δίκαιον χρόνον καί κατά τήν τάξιν τῆς παιδαγω­γίας πρός τήν ἐξομολόγησιν ἔρχονται καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῆς χειρός τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ κλήρου τό δικαίωμα τῆς ἐπικοινωνίας λαμβάνουσι». «Ἄρα μᾶς λέγει σαφῶς ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὅτι γίνεται ἐξομολόγησις τῶν πιστῶν ἐνώπιον τοῦ ἱερέως.

            Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει πολλές μαρτυρίες πού βρίσκουμε μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συγγραμμάτων του. Στήν 182 ἐπιστολή πρός τόν Ἀμφιλόχιο ἐπί­σκοπο Ἰκονίου, τοῦ γράφει: «Τούς δέ ἐν τριάκοντα ἔτεσι μετανοήσαντας ἐπί τῆ ἀκαθαρσίᾳ, ἥν ἐν ἀγνοίᾳ ἔπραξαν, οὐδ᾿ἀμφιβάλλειν ἡμᾶς προσῆκον εἰς τό παραδέξασθαι. Ἡ τε γάρ ἄγνοια συγγνώμην ἀξίους αὐτούς ποιεῖ καί τό ἑκούσιον τῆς ἐξαγορεύσεως καί ἡ παράτασις ἐν τοσούτω χρόνῳ γενομένη. Ὥστε κέλευσον αὐτούς ἤδη ἀνυπερθέτως δεχθῆναι, μάλιστα εἰ καί δάκρυα ἔχουσι δυσωποῦντα σου τήν εὐσπλαγχνίαν». Ἐδῶ ἡ λέξις «ἐξαγόρευσις» δηλώνει τήν μυστηριακή ἐξομολόγησι. Καί ἡ λύσις τοῦ ἐπιτιμίου γίνεται μέ ἐντολή τοῦ ἐπισκόπου: «Κέλευσον, (σύ ὦ Ἀμφιλόχιε...). Στήν 74ην ἐπιστολή του πρός Ἀμφιλόχιο γράφει: «Ἐάν μέντοι γε ἕκαστος τῶν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις ἁμαρτήμασι γενομένων, σπουδαῖος γένηται ἐξομολογούμενος, ὁ πιστευθείς παρά τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας λύειν καί δεσμεῖν, εἰ φιλανθρωπότερος γένηται, τό ὑπερβάλλον τῆς ἐξομολογήσεως ὁρῶν τοῦ ἡμαρτηκότος εἰς τό ἐλαττῶσαι τόν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων οὐκ ἔσται καταγνώσεως ἄξιος». Ἐδῶ ἔχουμε καθαρά τά πράγματα. Ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος γιά ἐπιτίμια, ἐξομολόγησι, ἀξίωμα τοῦ δεσμεῖν καί λύειν καί ἐξουσία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός νά γίνεται πιό εὐσπλαγχνικός πρός τόν ἐξομολογούμένον καί νά ἐλαττώνη τό ἐπιτίμιο. Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ έξομολόγησις γινόταν καί τότε, ὅπως καί τώρα μέ ὅλα τά στοιχεῖα της.

            Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων (333 μ.Χ) γνωρίζουμε ἀπό τήν βιογραφία του ὅτι μέ τήν ἐπισκοπική του ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἀπηγόρευσε στόν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιον νά κοινωνήση, διότι εἶχε γίνει αἴτιος φόνου ἑπτά χιλιάδων κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ ἴδιος γράφει καί τά ἑξῆς: «Τό δικαίωμα τοῦτο (τῆς ἀφέ­σεως ἁμαρτιῶν) ὀρθῶς τό διεκδικεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς. Δέν δύναται νά τό διεκδικήσῃ ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία δέν ἔχει τούς ἱερεῖς  τοῦ Θεοῦ». Μέ λίγα λόγια μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὅτι οἱ αἱρετικοί ἐπειδή δέν ἔχουν ἀληθινή ἱερωσύνη, δέν μποροῦν νά παράσχουν ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Ἄρα μᾶς μιλάει σαφῶς περί μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (344-407) σέ πολλά σημεῖα τῶν ἔργων του ἀναφέ­ρεται στήν Ἱερά ἐξομολόγησι. Ἰδού τί λέγει σέ ἕνα χωρίο του: «Οἱ τήν γῆν οἰκοῦντες καί ἐν ταῦτῃ ποιούμενοι τήν διατριβήν τά ἐν οὐρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν καί ἐξουσίαν ἔλαβον, ἥν οὔτε ἀγγέλοις οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός. Οὐ γάρ πρός ἐκείνους εἴρηται ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τῶ οὐρανῶ. Οὗτος ὁ δεσμός αὐτῆς ἅπτεται τῆς ψυχῆς καί διαβαίνει τούς οὐρανούς καί ἅπερ ἄν ἐργάσωνται κάτω οἱ ἱερεῖς, ταῦτα ὁ Θεός ἄνω κυροῖ καί τήν τῶν δούλων γνώμην ὁ δεσπότης βεβαιοῖ». Στήν 86η ὁμιλία λέγει πάλι ὁ ἴδιος Πατήρ: «Μεγάλη ἡ τῶν ἱερέων  ἀξία, ὧν ἄν  ἀφῆτε, φησίν, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι. Καί τί λέγω; Οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος ἐργάσασθαι τι δύναται. Ἀλλά Πατήρ καί Υἱός καί Πνεῦμα πάντα οἰκονομεῖ. Ὁ δέ ἱερεύς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶσσαν καί τήν αὐτοῦ παρέχει χεῖρα». Μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὅτι οἱ ἱερεῖς συγχωροῦν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ἁμαρτίες, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν μπο­ροῦν νά κάνουν οὔτε οἱ γγελοι, οὔτε οἱ Ἀρχάγγελοι. Ἐνῶ ἡ Ἁγία Τριάς Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, λαμβάνουν τήν χεῖρα τοῦ ἱερέως καί συγχω­ροῦν τίς ἁμαρτίες. Σημειώνω καί τρίτο χωρίο του παρμένο ἀπό τήν Ι4ην ὁμιλία του στήν Β' πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «Οὕτω καί ἐπί τῶν ἁμαρτανόντων ποίησον. Δῆσον τόν πλημμελήσαντα, ἕως ἄν ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν. Μή ἀφῆς λελυμένον ἵνα μή πλέον δεθῆ τῆ τοῦ Θεοῦ ὀργῆ. Ἄν ἐγώ δήσω ὁ Θεός οὐκέτι (τῆ ὀργῆ) δεσμεῖ. Ἄν δέ ἐγώ μή δήσω, τά ἄρρηκτα αὐτόν μένει δεσμά». Ἐδῶ φαίνεται καθαρά ἡ ἱερατική ἐξουσία τοῦ ἱερέως  νά λύνη καί νά δένη τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ἐξομολόγησις γιά νά γίνεται δεκτή ἀπό τόν Θεό πρέπει νά ἔχη τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:

            Ι)Νά εἶναι πλήρης, δηλαδή νά λέγωνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες, πού ἔγιναν στό διάστημα ἀπό τήν προηγουμένη ἐξομολόγησι, χωρίς τήν πονηρή πρόθεσι νά ἀποκρύψουμε μερικές, τίς πιό σκανδαλώδεις καί βαρειές.

            2) Νά εἶναι εἰλικρινής καί καλοπροαίρετη. Νά μή γίνεται σάν ἀγγαρεία καί ἐπειδή μᾶς τό ἐπέβαλε κάποιος ἄλλος.

            3) Νά εἶναι μυστική. Ἡ δημόσια ἐξομολόγησις ἐξέλειπε ἀπό τήν Ἀποστο­λική ἀκόμη ἐποχή γιά πολλούς καί εὐνόητους λόγους.

            4)Νά γίνεται μέ συναίσθησι καί συντριβή γιά τίς ἁμαρ­τίες πού διέπραξε ὁ χριστιανός. Νά μή γίνεται μηχανικά, τυπικά καί μέ διάθεσι νά κατηγορήσουμε ἄλλους, ἀλλά μόνο τόν ἑαυτό μας. Τό πιό βασικό στόν ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νά προσπαθεῖ νά μή ἐπαναλάβη τά παλιά του ἁμαρτήματα διορθώνοντας ἔτσι  τόν ἑαυτόν του καί ἀποκτών­τας τίς ἀρετές.

Συμπερασματικά λέμε ἐδῶ ὅτι ρυθμιστές τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ δέν εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οἱ Ἀρχηγοί Αὐτῆς, δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι καί μετά ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Ὁ Χριστός φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο ὑποσχέθηκε στούς Μαθητές Του «ὅτι μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Οἱ Ἀπόστολοι ἀπέθαναν, ἀλλά τούς διαδέχθηκαν οἱ μαθητές τους καί μέχρι σήμερα ὑπάρ­χουν οἱ ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Μέ αὐτούς εἶναι καί θά εἶναι ὁ Κύριος καί μέ τούς διαδόχους αὐτῶν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἄρα αὐτοί ἔχουν τό δικαίωμα νά λύνουν καί νά δένουν τίς ἁμαρτίες τῶν πιστῶν καί ὄχι οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίσθηκαν τόν Ι6ον αἰῶνα καί δέν εἶχαν τόν Χριστό μαζί τους ἐπί 1600 χρόνια. Οὔτε καί στόν μέλλον θά τόν ἔχουν, διότι ὁ Χριστός εὐλογεῖ καί κατοικεῖ σέ μία Ἐκκλησία, τήν ἰδική Του, αὐτήν πού ἄφησε στόν κόσμο, ἀφ᾿ ὅτου ἦλθε. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία σήμερα λέγεται Ὀρθόδοξος καί αὐτή θά παραμείνη στούς αἰῶνες ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ὁ γάμος εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό ὁποῖο ἕνας ἄνδρας καί μία γυναῖκα συμφωνοῦν ἐλεύθερα νά ζήσουν μία ἀπό κοινοῦ ζωή βοηθώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον στήν γέννησι καί ἀνάπτυξι τῶν παιδιῶν τους, ἀλλά καί στήν μεταξύ τους πνευματική πρόοδο καί τελειότητα δι᾿ ἀγώνων χριστιανικῶν. Γιά τήν πραγματοποίησι αὐτῶν τῶν σκοπῶν λαμβά­νουν τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ ὀρθοδόξου ἱερέως ὁ ὁποῖος ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τούς παρέχει τήν Θεία Χάρι.

            Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται αὐτό ὡς Μυστήριο, ἀκόμη καί σάν ἐκκλησια­στική πρᾶξι. Τί πιστεύουν λοιπόν γι᾿ αὐτό; Λέγουν τά ἑξῆς: «Ὁ Γάμος εἶναι ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός ἐνώπιον μαρτύρων κατά τούς νόμους τοῦ τόπου. Θεωρεῖται ἔγκυρος μόνον ὅταν γίνεται ἐνώπιον μαρτύρων τῆς πολιτικῆς Ἀρχῆς». Μέ τόν ὁρισμό αὐτό δέν γνωρίζουν τέτοιο μυστήριο, παρά μόνο τόν λεγόμενο πολιτικό γάμο, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἀναγνωρίσθηκε καί στήν Ἑλλάδα σάν ἔγκυρος, γι᾿ αὐτούς πού δέν πιστεύουν στόν Θεό καί θέλουν νά ὁμολογήσουν τήν συγκατάθεσί τους γιά νά παντρευθοῦν στό δημαρχεῖο τῆς περιοχῆς τους.

Τί ἀπάντησι δίνει σ᾿ αὐτούς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ὁ Γάμος γιά ἐμᾶς εἶναι Μυστήριο καί μάλιστα Μέγα. Μυστήριο σημαί­νει ὅτι σ᾿ αὐτό ἐνεργεῖ καί μεταδίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ ὁποία ἑνώνει τό ἀνδρόγυνο σέ μία ἕνωσι, πέραν ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως. Πρίν παντρευθοῦν τί ἦταν ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα; Τελείως ἄγνωστοι καί χωρισμένοι μεταξύ τους, δύο ὑπάρξεις μέ δύο ξεχωριστά σώματα. Μέσα στόν γάμο ὅμως μέ τήν θεία εὐλογία καί μέ μυστηριώδη καί ἀκατάληπτο τρόπο, τά δύο σώματα γίνονται ἕνα. Καί αὐτό ὄχι τόσο μέ τήν ταπεινή καί ἁμαρτωλή ἔννοια τῆς σαρκικῆς μίξεως, ἀλλά μέ τήν ἠθική, πνευματική καί ἀπόρητη ἔννοια τῆς ἑνώσεως. Καί αὐτό τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γένεσ.2,24). Καί ἐνῶ τό ἀνδρόγυνο παραμένει μετά τόν γάμο τους δύο ξεχωριστά σώματα, ὁ Θεός τούς ὀνομάζει ἕνα Σῶμα. Ἐδῶ λοιπόν φαίνεται ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου, τοῦ ἀνεξήγητου γιά τήν ἀνθρώπινη λογική.

Τό Μυστήριο αὐτό καθιερώθηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό χωρίο (Γένεσ.2,18) διαβάζουμε: «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αὐτῶ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν».  Καί ἀμέσως ὁ Θεός ἔπλασε στόν Ἀδάμ τήν γυναίκα του παίρνοντας σάρκα ἀπό τήν σάρκα του (Γένεσ. 2,21-24). Ἀφοῦ τούς ἔπλασε, τούς εὐλόγησε καί τούς εἶπε: Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε». (Γένεσ.1,27~28).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραβάλλει τήν ἕνωσι ἀνδρός καί γυναικός μέ τήν ἕνωσι Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Λέγει στό (Ἐφες. 5, 22-23). Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε, ὡς τῶ Κυρίῳ. Ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλή τῆς γυναικός, ὡς καί ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας». Στόν παρακάτω στίχο 29-30 λέγει: «Οὐδείς γάρ ποτέ τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν, καθώς καί ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησίαν. Σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο λοιπόν μέσα στόν γάμο ἡ γυναίκα εἶναι γιά τόν ἄνδρα της σάρκα του καί ὁ ἄνδρας ἔχει τήν θέσι τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στήν γυναίκα του, ἐνῶ ἡ γυναίκα ἔχει  τήν θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στόν ἄνδρα της. Αὐτή ἡ σύζευξις μεταξύ ἀνδρογύνου, ἀλλά καί μεταξύ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι Μυστήριο. Εἶναι ἀκατανόητο, δηλαδή, πῶς ὁ Χριστός ἄφησε τόν Οὐράνιο Πατέρα Του, ἦλθε στήν γῆ καί νυμφεύθηκε τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας μέλη εἴμεθα ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, πρίν ἔλθη ὁ Χριστός εἴμασταν ὄχι μόνο ξένοι ἀλλά καί ἐχθροί Του.

            Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Γάμος δέν εἶναι ἁπλῶς μυστήριο, ἀλλά μεγάλο Μυστήριο; «Τό μυστήριο τοῦτο μέγα ἐστι. Ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς Ἐκκλησίαν»(Ἐφες.5,33). Λέγοντας αὐτά ὁ Παῦλος ἀσφαλῶς ἀναφέρεται στόν χριστιανικό γάμο καί ὄχι σέ ὁποιονδήπότε γάμο. Ἐνῶ οἱ Προτεστάντες γάμο ἐννοοῦν καί τόν μή χριστιανικό, καί τόν προχριστιανικό, δηλαδή αὐτόν πού προέρχεται ἀπό τήν ἀμοιβαία ἕλξι δύο ὁποιων­δήποτε ἑτεροφύλων προσώπων. Ἄλλωστε τήν ἐπιστολή του αὐτή τήν στέλλει στούς χριστιανούς τῆς πόλεως Ἐφέσου καί ὄχι σέ εἰδωλολάτρες.

            Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται, ὅπως εἴπαμε, τήν ὕπαρξι τοῦ ἀοράτου στοιχείου, δηλαδή τῆς Θείας Χάριτος, στό Μυστήριο αὐτό. Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζητεῖ ἀπό τούς νεονύμφους νά ζοῦν μέ ἀγάπη καί ὑπακοή, ὅπως ζῆ ὁ Χριστός μέ τήν νύμφη Ἐκκλησία Του. «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τάς γυναίκας ἑαυτῶν καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν Ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς». Ἐνῶ γιά τίς γυναῖκες λέγει νά ὑποτάσσωνται στούς ἄνδρες τους, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται στόν Χριστό. (Ἐφεσ.5,24). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν Του καί ἡ ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας Του πρός Αὐτόν δέν εἶναι κάτι τό φυσικό, ἀλλά κάτι τό ὑπερφυσικό. Αὐτός ὁ ὑπερφυσικός δεσμός θά πρέπει νά ὑπάρχη καί μεταξύ τῶν συζύγων. Ἀλλά, ἐρωτοῦμε τούς Προτεστάντες, χωρίς τήν θεία δύναμι καί Χάρι εἶναι δυνατόν νά ζήσουν οἱ σύζυγοι, ἄνθρωποι καί αὐτοί ὅπως ὅλοι μας ἀδύναμοι πνευματικά καί ἐμπαθεῖς, μία ὑπέρ φύσιν χριστιανική ζωή, χωρίς διενέξεις, σκάνδαλα καί δοκιμασίες; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ Θεία Χάρις νά δώση στόν φυσικό δεσμό τοῦ γάμο ὑπερφυσικό χαρακτῆρα καί σκοπό.

Ὁ γάμος ὅπως καθωρίσθηκε ἀπό τόν Θεό στήν Παλαιά Διαθήκη: «καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται τῆ ἰδίᾳ γυναικί. (Γέν. 2,24) εἶναι τύπος καί εἰκόνα τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἐνῶ ὁ  χριστιανικός γάμος ἔχει σάν πρότυπο τόν γάμο Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας Του. Ἔτσι μεταξύ τοῦ γάμου ὡς τύπου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ χριστιανικοῦ γάμου τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπάρχει σάν κέντρο ὁ γάμος Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας Του, ὁ ὁποῖος εἶναι τό πρότυπο, τό ὑπόδειγμα τοῦ χριστιανικοῦ βίου. Αὐτή ἡ σχέσις ὑπάρχει στά τρία αὐτά εἴδη γάμων πού συναντᾶμε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι, γιά νά φθάση ὁ χριστιανικός γάμος τόν πρότυπο γάμο Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό  Ἐφεσίους 5, 22-25), ἔχει ὁπωσδήποτε ἀνάγκη ἀπό εἰδική θεία Χάρι καί δύναμι. Γι᾿ αὐτό ὁ γάμος τῶν δύο συζύγων ὀνομάζεται μέγα Μυστήριο ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, διότι ἀποβλέπει νά μιμηθῆ τά χαρακτη­ριστικά τοῦ πνευματικοῦ δεσμοῦ πού ἔχει ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία Του.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει τά ἑξῆς συμβουλευτικά γιά τήν ζωή τῶν συζύγων: «(Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος, πόρνους δέ καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός» (Ἑβραίους13,4). Οἱ μέθυσοι καί οἱ ζῶντες μέ ἀσέλγειες ἐπισύρουν ἐπάνω τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ (Α. Πέτρ·4-,3-6). Σέ περίπτωσι θανάτου ἑνός τῶν συζύγων, μπορεῖ ὁ ἄλλος νά στεφανωθῆ, χωρίς καμμιά ἁμαρτία (Ρωμ.7,2-8), ἀλλά ὅποιος ζήσει μέ γυναίκα ἀστεφάνωτος, χωρίς τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, τότε ζῆ στήν ἀκολασία (Α'Κοριν.6,Ι6-20). Οἱ ἄνδρες πρέπει ν᾿ ἀγαποῦν τίς συζύγους τους, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ γυναῖκες νά φοβοῦνται τούς ἄνδρες τους καί νά ὑποτάσσωνται σ᾿ αὐτούς ὡσάν στόν Κύριο (Ἐφες.5, 22-33).

Μερικές ἀπό τίς θρησκευτικές Κοινότητες τῶν Προτεσταντῶν λένε ὅτι τά συνοικέσια δέν ἀρκεῖ μόνο νά ἐπιβεβαιώνονται στό Ληξιαρχεῖο τῆς πε­ριοχῆς μπροστά στόν ἁρμόδιο ὑπάλληλο, ἀλλά καί μέσα στόν ναό μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἴσως θά μᾶς εἴπουν μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ὅτι πηγαίνουν καί στήν Ἐκκλησία. Ὅμως, Ἀδελφοί ὀρθόδοξοι, μήν ἐξαπατᾶσθε ἀπ᾿ αὐτούς, ἀφ᾿ ὅσον δέν παραδέχονται ὡς Μυστήριο τόν Γάμο. Ὅσες εὐχές νά τούς διαβάση ὁ "πάστορας τους", ὁ ὁποῖος εἶναι κι αὐτός λαϊκός χωρίς τήν ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέποτε μπορεῖ νά νοηθῆ ἱερολογία αὐτῆς τῆς τελετῆς σάν μυστηρίου. Ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν στέκει οὔτε ἡ παραμικρή τελετή χωρίς τήν χρῆσι καί εὐλογία τοῦ τιμίου Σταυροῦ.  Πῶς αὐτοί πού ἀρνοῦνται τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, μποροῦν νά ἱεροπράττουν;

Ό ταλαίπωρος ἀρχηγός τους Μαρτῖνος Λούθηρος ὄχι μόνο ἀρνεῖτο, ἀλλά ἐξευτέλιζε τόν γάμο σέ τέτοιο σημεῖο πού νά τόν παρουσιάζη ὅμοιο μέ τήν σεξουαλική πρᾶξι τῶν ἀλόγων ζώων καί ὅτι ἀποσκοπεῖ στήν ἐξάπλωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δέν ἔβλεπε στόν γάμο κανένα ἀνώτερο σκοπό παρά μόνο τήν ἱκανοποίησι τῶν ἐμφύτων τάσεων καί ὁρμῶν. Ἀρνεῖτο τούς ἐκκλη­σιαστικούς κανόνες περί βαθμῶν συγγενείας ἀνάμεσα στούς συζύγους, δηλαδή ἐπέτρεπε νά παντρεύωνται τά πρῶτα ἐξαδέλφια, ὁ θεῖος τήν ἀνιψιά του κλπ. Ἀργότερα ὅμως οἱ ὁπαδοί του σεβάσθηκαν τούς βαθμούς συγγενείας καί δέν ἐπιτρέπουν νά παντρεύωνται στενοί συγγενεῖς μεταξύ τους.

Ἡ ἐπιτέλεσις τοῦ Γάμου, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά γίνη στίς ἑξῆς περιόδους τοῦ ἔτους: Στίς τέσσερεις περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἔτους, τήν Τετάρτη καί Παρασκευή, τήν ἡμέρα τοῦ Τιμίου Σταυ­ροῦ, τήν Ἀποτομή τῆς Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου (29η Αὐγούστου). Αὐτή ἡ ἀπαγόρευσις θεσπίσθηκε, διότι στίς ἀνωτέρω ἡμερομηνίες δέν ταιριάζουν φαγο­πότια, τραγούδια καί χοροί, ἀλλά μετάνοια, ἐγκράτεια παθῶν καί τροφῶν καί τακτική φοίτησις στίς ἐκκλησίες. Στήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ Πάσχα μπο­ροῦν νά γίνουν ἀρραβῶνες τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀρκεῖ νά μή πέφτη στήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν ἤ τήν Κυριακή τῶν Βαΐων.

Μαρτυρίες γιά τόν γάμο ὡς Μυστήριο, μᾶς δίνει πολλές ἡ Ἱερά Παράδοσις, ἡ ὁποία γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους εἶναι σπουδαῖο καί ἀσφαλές κατα­φύγιο. Ἰδού τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Γράφει τά ἑξῆς στόν Πολύκαρπο, ἐπίσκοπο Σμύρνης: «Πρέπει δέ τοῖς γαμοῦσι καί ταῖς γαμουμέναις (αὐτούς καί αὐτές πού θέλουν νά παντρευθοῦν) μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος γένηται κατά Θεόν καί μή κατ᾿ ἐπιθυμίαν». Ἐνῶ ὁ Τερτυλλιανός (240μ. Χ) γράφει: «τόν γάμον ἡ Ἐκκλησία συνάπτει, ἡ προσφορά βεβαιοῖ, ἡ εὐλογία σφραγίζει, ἄγγελοι ἀναγγέλλουσι, ὁ Πατήρ κυροῖ».

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος (397 μ.Χ) γράφει: «Ἐπειδή αὐτός ὁ γάμος πρέπει νά ἁγιάζεται διά τῆς ἱερατικῆς εὐλογίας». Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ἑξαήμερο (βιβλίο του) κέφ. 7,5 γράφει: «ὁ τῆς φύσεως δεσμός ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός». Ἐνῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει: «δέον τούς ἱερεῖς καλεῖν καί δι᾿ εὐχῶν καί εὐλογιῶν τήν ὁμόνοιαν τοῦ συνοικεσίου συσφίγγειν, ἵνα ὁ πόθος τοῦ νυμφίου αὔξηται καί ἡ σωφροσύνη τῆς κόρης ἐπιτείνεται».

Ἄς μάθουν λοιπόν συμπερασματικά οἱ φίλοι μας Προτεστάντες ὅτι ὁ Γάμος εἶναι Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι περιέχει τήν θεία Χάρι στούς μελλονύμφους, ὅτι ἔχει ὁρατά στοιχεῖα τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν συγκατάθεσι τῶν νέων καί ὅτι ἡ Παράδοσις μᾶς βεβαιοῖ μέ ἀναρίθμητες μαρτυρίες μέχρι σήμερα. Διαπράττουν λοιπόν πορνεία καί ὄχι γάμο τόσον αὐτοί ὅσον καί μερικοί Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πού τρέχουν στό δημαρχεῖο νά κάνουν τόν γάμο τους καί ὄχι στήν Ἐκκλησία πού τούς ἐβάπτισε, τούς ἐγαλούχησε καί στό τέλος...θά τούς κηδεύση.

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἔμεινε γιά πάντα στήν γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός Του. Ἦταν ὅμως ὑποχρεωμένος ἐκ τῶν πραγμάτων νά ἀφήση καταλλήλους ἀνθρώπους γιά νά συνεχίσουν τό ἔργο πού τούς ἄφησε, νά τελέσουν τήν θυσία Του στόν Γολγοθᾶ, νά λύσουν καί νά δέσουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, νά βαπτίσουν καί νά κατηχήσουν τούς ἀνθρώπους. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὀνομάζου­με Κληρικούς καί εἶναι τρεῖς οἱ βαθμοί τους,τοῦ ἀρχιερέως, τοῦ πρεσβυτέ­ρου καί τοῦ διακόνου. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ὁρατή, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὁρατά ὄργανα, στά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνέθεσε τήν διακυβέρνησί της·

Οἱ φίλοι μας Προτεστάντες μέ κανένα τρόπο δέν θέλουν νά παραδεχθοῦν εἰδική τάξι ἱερωσύνης. Μάλιστα τήν θεωροῦν σατανική ἐπινόησι. Καί μιλοῦν μέ ἀγανάκτησι ἐναντίον τῶν ἱερέων. Αὐτό τό μῖσος τους ξεκίνησε ἀπό τόν ἀρχηγό τους Λούθηρο, ὁ ὁποῖος δέν ἀρκέσθηκε νά καταφερθῆ καί καταδικάση τόν Κλῆρο τῆς παπικῆς ἐκκλησίας, ἀλλά μετέφερε τήν πολεμική του μανία καί ἐναντίον του θεσμοῦ τῆς ἱερωσύνης. Δηλαδή, δέν περιωρίσθηκε νά βροντοφωνάξη «κάτω οἱ ἀνάξιοι ἱερεῖς, ἀλλά ἐφώναξε καί «κάτω τό μυστή­ριο τῆς ἱερωσύνης». Μάλιστα γιά νά φανῆ καί ὁ ἴδιος συνεπής στήν παράνομη αὐτή καινοτομία του, ἐνῶ ἦταν ἱερεύς, ἀρνήθηκε τήν ἱερωσύνη του γιά νά ἀπολαύση τήν ἐλεύθερη ζωή τοῦ ἐγγάμου λαϊκοῦ.

Ἰδού πῶς σκέπτονται καί τί μᾶς λέγουν: «Δέν ὑπάρχει ἰδιαίτερη ἱε­ρατική τάξις, διότι, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, ὅλοι εἴμεθα ἱερεῖς. Μᾶς πα­ρουσιάζουν καί τά χωρία τους. «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν···» (Α'Πέτρ.2,9) «Καί ἐποίησας αὐτούς τῶ Θεῶ ἡμῶν βασιλεῖς καί ἱερεῖς, καί βασιλεύσουσιν ἐπί τῆς γῆς» (Ἀποκάλ. 5,Ι0) καί «καί ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς  τῶ Θεῶ καί Πατρί αὐτοῦ···» (Ἀποκ.Ι,6).

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Στήν Παλαιά Διαθήκη (Ἔξοδος 19,6 καί 23,22) ἀναφέρεται ἡ φράσις «βασίλειον ἱεράτευμα» καί ἐννοεῖτο ὁ ἠλεημένος  ἰσραηλιτικός λαός τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἡ φυλή τῶν Λευιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τήν τάξι τῶν ἱερέων τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἐρωτοῦμε τούς Προτε­στάντες: Γιατί παραδέχονται  στήν Παλαιά Διαθήκη καί τό «βασίλειο ἱεράτευμα», δηλαδή τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τήν εἰδική ἱερωσύνη τῶν Λευϊτῶν, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη παραδέχονται μόνο τό «βασίλειο ἱεράτευμα», δηλαδή τήν γενική ἱερωσύνη; Ζητοῦν ἀποδείξεις, ἄν ὑπάρχη εἰδική ἱερωσύνη στήν Καινή Διαθήκη. Τούς ἀπαντοῦμε καί πάλι: Ὅταν ὁ Χριστός παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, εἶπε στούς Μαθητάς Του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. (καί παρακάτω λέγει) «Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν  πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Α'Κοριν. 11,24-25), θά πρέπει ὑποχρεωτικά νά δεχθοῦμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἱερεῖς. Ὁ Παῦλος λέγει στούς Κορινθίους (Ι0,Ι6) «τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ  εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία του αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστί; τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν;» Πῶς λέγει τά λόγια «ὅν  εὐλογοῦμεν» καί «ὅν κλῶμεν» ἐάν ὁ ἴδιος δέν ἦταν ἱερεύς τοῦ Χριστοῦ;  Ἄν δεχθοῦμε, ὅπως λέγουν οι Προτε­στάντες, μόνο γενική ἱερωσύνη, γιατί ὁ Χριστός δέν εἶπε τά λόγια: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς...» (Ματθ.28,19) σέ ὅλο τόν λαό Του, παρά μόνο σέ μερικούς καταλλήλους ἀνθρώπους, τούς μαθητές Του; Γιατί ὑποσχέθηκε νά δώση τό Ἅγιο Πνεῦμα μόνο στούς Ἀποστόλους Του γιά νά λύνουν καί νά δένουν τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καί ὄχι σ᾿ ὁλόκληρο τόν λαό; (Ἰωάν. 20,22-23). Ἀσφαλῶς διότι ξεχώρισε ἀπό τόν λαό αὐτούς τούς θείους ἄνδρες ἐπιφορτίζοντάς τους μέ τό εἰδικό ἀξίωμα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ λαοῦ καί τῆς τελέσεως τῶν θείων Μυστηρίων.             Αὐτή ἡ ἐξουσία δέν δόθηκε ἀποκλειστικά μόνο στούς Ἀποστόλους, ἀλλά δόθηκε στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μέσῳ τῶν αἰώνων θά ἀναδεικνύῃ κατάλ­ληλα στελέχη γιά τήν ὑψηλή της ἀποστολή. Ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τῶν Ἀποστόλων ἔχουμε διάκρισι τῶν τριῶν  βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης. Οἱ ἑπτά διάκονοι ἐντάχθηκαν στόν πρῶτο βαθμό. Δέν ἀποκλεί­εται μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς νά ἔγιναν κατόπιν ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι. Ὁ Παῦλος, μᾶς λέγει ὁ συγγραφεύς τῶν Πράξεων (14,23) χειροτονοῦσε στίς διάφορες ἐκκλησίες πρεσβυτέρους καί διακόνους ( Β΄Κορινθ.8,19). Ό ἴδιος ἐγκατέστησε ἐπισκό­πους τόν μέν Τίτο στήν Κρήτη, τόν δέ Τιμόθεο στήν Ἔφεσο παραγγέλοντάς του νά ἀνανεώνη τό πῦρ τοῦ χαρίσματος, δηλαδή τήν ἱερωσύνη, τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό τά χέρια του (Β'Τιμόθ.1,6). Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τήν ἴδια ἐντολή ἔδωκε καί σέ ἄλλους ἐπισκόπους νά μεταδίδουν δηλαδή τήν χάρι τῆς ἱερωσύνης στούς καταλλήλους καί εὐσεβεῖς νέους γιά νά διαιω­νίζεται ἔτσι τό θεῖο αὐτό χάρισμα πρός ἁγιασμό τῶν χριστιανῶν.

Ὑπάρχει λοιπόν εἰδική ἱερωσύνη καί εἰδική τάξις ἀνθρώπων, πού εἶναι οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἔχοντες ἀπό τόν Θεό τήν εἰδική αὐτή ἐξουσία καί ὄχι ἐκλεγόμενοι ἀπό τούς ἀνθρώπους, σάν διοικητικοί ὑπάλληλοι, ὅπως συμβαίνει μέ τούς πάστορες τῶν θρησκευτικῶν προτεσταντικῶν Κοινοτήτων.  Ὅταν παραγγέλλει ὁ Παῦλος στόν Τιμόθεο (Τιμ. 4,Ι4): «Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι διά προφητείας μετά ἐπιθέσε­ως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου».  Καί ἀλλοῦ : «Ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐν σοί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» (Β, Τιμόθ.1,6) Καί ἀλλοῦ: «Χεῖρας ταχέως μηδενί ἐπιτίθει»(Α. Τιμ. 5, 22) τί θέλει νά μᾶς εἰπῆ;  Ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ἱερωσύνη εἶναι χάρισμα του Θεοῦ,  ὅτι μεταδίδεται μέ τήν χειροτονία καί ὅτι τήν χειροτονία ἐπιτελοῦν οἱ  ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μερικές προτεσταντικές ὁμάδες ὀνομάζουν τούς πάστορες τους, ἐπισκόπους, ἱερεῖς καί διακόνους. Ἄς μή νομίση κανείς ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὅτι αὐτοί ἔχουν λάβει τό εἰδικό χάρισμα τῆς ἱερω­σύνης μέ τό Μυστήριο τῆς χειροτονίας, διότι δέν ἔχουν στίς «ἐκκλησίες» τους ἀποστολική διαδοχή. Ἁπλῶς κάνουν μία διοικητική ὑπηρεσία στήν κοινότητα τους, στήν ὁποία διωρίσθηκαν ἀπό τά μέλη τῆς ὁμάδος τους. Τό ὅτι δέν ἔχουν ἱερωσύνη φαίνεται καί ἀπό τό γεγονὁς ὅτι οἱ πάστορές τους δέν ἐπιτελοῦν σ᾿ ὅλη τους τήν ζωή τό ἔργο τους, ἀλλά παύονται μετά ἀπό ἕνα  χρονικό διάστημα καί ἐκλέγονται ἄλλοι, οἱ ἔχοντες διάφορες μορφωτικές κυρίως προϋποθέσεις.

Στήν Ἀγγλία ὑπάρχει ἡ Ἐπισκοπιανή ἤ Ἀγγλικανική «ἐκκλησία» ἡ ὁποία ἔχει τούς γνωστούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Προσπαθοῦν τώρα οἱ Ἐπισκοπιανοί ν᾿ ἀποδείξουν ὅτι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ἀγ­γλικανικής «ἐκκλησίας» τους εἶχε ἔγκυρη τήν χειροτονία ἀπό τήν ἀλληλοδιάδοχη σειρά τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα τά μυστήρια πού ἔχουν εἶναι ἔγκυρα. Ἀλλά μάταια κοπιάζουν, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστου δέν ἀρχίζει τόν 16ον αἰῶνα, πού ἐμφανίσθηκαν αὐτοί, ἀλλά τόν πρῶτον αἰῶνα.

Ἄλλο ἀκόμη πιό θλιβερὁ γεγονός εἶναι ὅτι ἡ Ἀγγλικανική «ἐκκλησία» τῆς διασπορᾶς στήν Ἀμερική προέβη καί στήν χειροτονία γυναικῶν ὄχι μόνο σέ πάστορες, ἀλλά καί προσφάτως σέ ἐπισκόπους, παρά τίς ἐντολές του Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ἡ γυναίκα στήν ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπεται νά κηρύττη, πολύ περισσότερο νά ἱερουργῆ. (Α.Τιμόθ. 2,Ι2).

Μία προτεσταντική κοινότης ἡ «ἐκκλησία τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ» διώρισε σάν πάστορα μία νέα κοπέλλα ἡλικίας 19 ἐτῶν. Αὐτή στό πρῶτο κήρυγμά της ἐμίλησε για τά κοντά φορέματα, τά κοντά μαλλιά, τά βαψί­ματα τῶν γυναικῶν, τόν σκανδαλώδη στολισμό τους, τήν ἐπίδοσι στούς χορούς καί στίς διασκεδάσεις.  Ἤδη πολλές «ἐκκλησίες» τους στήν Εὐρώ­πη ἔχουν σάν πάστορες γυναῖκες. Τά φαινόμενα αὐτά δείχνουν σέ τί μεγάλη σύγχυσι ἔχουν περιπέσει οἱ Διαμαρτυρόμενοι. Καί ἔπαθαν αὐτά τά ρεζιλίκια ἀπό τήν μεγάλη πεποίθησι πού τρέφουν στόν ἑαυτόν τους καί τήν ἄρνησί τους νά ἀσπασθοῦν τήν ζωή καί τήν Παράδοσι τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Μᾶς κατηγοροῦν πολλοί Προτεστάντες, ἀλλά καί ἄλλοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι πολλοί ἀπό τούς ἱερεῖς  μας εἶναι ἁμαρτωλοί. Τούς ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἁγία καί ἀμίαντος καί δέν προσβάλλεται οὔτε ἀπό τίς ἁμαρτίες κάποιου ἱερέως, οὔτε ἀπό τίς τυχόν μεγάλες ἁμαρτίες τῶν μελῶν της. Ἄλλωστε ὁ Χριστός γι᾿ αὐτό ἦλθε στόν κόσμο, νά ὁδηγήση τούς ἁμαρτωλούς στήν μετάνοια. Τό βασικότερο ὅμως εἶναι, ὅπως καί ἀλλοῦ ἐτονίσαμε, ὅτι τό κῦρος τῶν Μυστη­ρίων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἱερέως, ἀλλά ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία ἔλαβε ὁ κάθε ἱερεύς μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ὑποκριτές καί ἁμαρτωλοί καί μάλιστα οἱ μεγαλύτεροι ἀνάμεσα σέ ἄλλους. Ὁ Χριστός τούς ἔλεγξε, ἀλλά δέν ἐδίκασε καί τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τούς ἀκολουθοῦσε. Μόνο τούς εἶπε «πάντα οὖν ὅσα ἄν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν,τηρεῖτε καί ποιεῖτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε» (Ματθ. 23,3) δηλαδή,νά κάνετε αὐτά πού σᾶς λέγουν, ἀλλά νά μή κάνετε αὐτά πού κάνουν αὐτοί. Αὐτή ἡ ἀπάντησις μπορεῖ νά δοθῆ σ᾿ ἐκείνους πού κατηγοροῦν μερικούς κληρικούς γιά κάποια ἁμαρτία τους, ἀλλά ἄς μή ξεχνοῦν νά βλέπουν καί τό δικό τους δοκάρι πού ἔχει τυφλώσει τά μάτια τους (Ματθ.7, 3-4).

            Οἱ χειροτονίες τελοῦνται ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐνῶ οἱ χειροθεσίες μπροστά στήν Ὡραία Πύλη ἤ στόν ἐπισκοπικό θρόνο, σέ κάποια καθωρισμένη στιγμή τῆς Θείας Λειτουργίας του Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἤ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.    

Σέ μία Λειτουργία μποροῦν, νά γίνουν δύο χειροτονίες, μία τοῦ διακόνου καί  μία τοῦ πρεσβυτέρου, ἀλλά ποτέ δύο χειροτονίες στόν ἴδιο βαθμό.  Ἐνῶ χειροθεσίες μποροῦν νά γίνουν περισσότερες τῆς μιᾶς στήν ἴδια Θεία  Λειτουργία.

Ἕνα ἐπί πλέον ἀδικαιολόγητο σκάνδαλο δημιουργεῖται καί σέ Ὀρθοδόξους ἀκόμη χριστιανούς ἀπό τήν ἐνδυμασία τῶν ἱερέων καί τήν ἀμοιβή τους.

Γιά τό θέμα τῆς ἐνδυμασίας ἔχομεν νά ποῦμε τά ἑξῆς:  Ὁ Χριστός στήν ἐποχή του καυτηρίασε τήν τάξι τῶν Φαρισαίων καί Γραμματέων, ὄχι γιά τά πολυτελῆ τους ἱμάτια, διότι αὐτά τά εἶχε διατάξει  ἡ Παλαιά Διαθήκη (Ἀριθμ. Ι5,38), ἀλλά γιά τήν ἀλαζονεία τους, διότι φοροῦσαν τά διατε­ταγμένα ροῦχα ὄχι μέ εὐλάβεια, ἀλλά μέ ὑπερηφάνεια. Ὁπότε, καί ὁ σημε­ρινός κληρικός,δέν θά πρέπει νά ὑπεραίρεται γιά τά ροῦχα πού ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε, ἀλλά μέ ἄκρα ταπείνωσι καί φόβο Θεοῦ νά ζῆ  καί νά περιφέ­ρεται ἀνάμεσα στόν λαό. Τά μακριά ράσα τῶν κληρικῶν μᾶς ὑπενθυμίζουν τό ἐπίμηκες ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ, πού λέγεται χιτών (Ἰωάν.19,23). Οἱ ἱερεῖς φέρουν καλυμμαύχιο καί οἱ ἐπίσκοποι μίτραν στήν κεφαλή τους, ὅταν λειτουργοῦν. Αὐτό τό κάνουν κατά τό παράδειγμα τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἀριθμ. 6). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε καί αὐτός τήν ἐπαγγελία τῶν Ναζιραίων (Πράξ.18,Ι8 καί 21,20-24). Σύμφωνα μέ τήν παράδοσί τους αὐτή οἱ Ναζιραῖοι δέν ἔκοβαν τά μαλλιά καί τό γένειό τους. Στό Λευϊτικό βλέπουμε ὁ Θεός νά διατάζη τούς ἱερεῖς νά μή κόβουν τά μαλλιά τους καί τά γένειά τους (Λευϊτ. 21,5). Ἀλλά καί ὅλοι οἱ Προφῆτες, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀπόστολοι καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας ἔφεραν μία εἰδική ἐνδυμα­σία καί διατηροῦσαν τά γένια καί τά μαλλιά τους.

Ἡ μεγαλοπρεπής στολή τῶν ἀρχιερέων εἶναι γνωστή ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Στόν βίο του ἁγίου Παγκρατίου, ἐπισκόπου Ταυρομενίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν πρῶτον αἰῶνα, διαβάζουμε τά ἑξῆς: «Ὅταν μετέ­βη ὁ ἡγεμόνας νά συναντήση τόν Παγκράτιο, τόν βρῆκε ντυμένον μέ τήν ἱερατική του στολή νά κάθεται σέ ὑψηλό θρόνο ἔχοντας μπροστά του τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τόν Σταυρό. Ὅταν τόν ἀντίκρυσε ἔπεσε μέ τό πρόσωπό του κάτω στήν γῆ για νά τόν προσκυνήση. Ἀποροῦσε γιά τό ἐξαίσιο ἐκεῖνο φῶς πού εἶχε περικυκλώσει τόν Ἅγιο καί τό ὁποῖον δέν ἠμποροῦσε νά τόν ἀντικρύση κατάματα. Ὁ Ἅγιος τόν σήκωσε, τόν ἀσπάσθη­κε καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ταραγμένος: «Μέγας εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν. Πιστεύω σέ σένα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, Θεέ ἀληθέστατε.

Ὁ Ἅγιος τόν εὐλόγησε καί τόν πρόσταξε νά καθίση κοντά του. Ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε: «Πῶς νά σέ πλησιάσω, ἀφοῦ βλέπω τήν φλόγα νά σέ ἔχῃ περικυκλώσει: Ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι αὐτό τό φῶς ἦταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ  ὁποία ἔλαμπε μέσα ἀπό τήν στολή του· Ὅταν ἔβγαλε τά ἄμφιά του, τότε δέν ἔβλεπε πλέον ὁ ἡγεμόνας Βονιφάτιος ἐκεῖνο τό φῶς. Ἡ λαμπρά ἀμφίεσις τοῦ ἀρχιερέως καί ἱερέως στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἱερουργεῖ, δέν πρέπει νά μᾶς σκανδαλίζη καί γιά ἕνα ἄλλο σοβαρό λόγο. Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι τό ἐπίγειο θυσιαστήριο ἀποτελεῖ τύπο καί εἰκόνα τοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου. Ὁ ἐνδεδυμένος τά λαμπρά του ἄμφια ἀρχιερεύς εἶναι στόν τόπο καί τύπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἡ ἐπιβλητική καί σεμνή παρουσία του μᾶς προεικονίζει τήν δόξα τοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου, τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ χάριν τῆς δόξης τοῦ ὁποίου φορεῖ αὐτά τά πολυτελῆ ἄμφια. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὅταν ἐνδυόταν νά λειτουργήση, εἶχε τήν αἴσθησι ὅτι ἐνδύεται ἀντί τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε  χαρακτηριστικά: «Τώρα ἐνδύεται Χρι­στός, ὁ Βασίλειος». δηλαδή ἐνδύεται τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τῶν ἀμφίων του, πού ἔχουν μεγάλη, ὅπως βλέπουμε ἐδῶ, συμβολική σημασία.

Γιά τήν δεύτερη κατηγορία, ἐναντίον τῶν κληρικῶν μας, ὅτι δηλαδή ἀμείβονται, ἔχουμε νά ποῦμε τά ἑξῆς: Οἱ ἱερεῖς δέν πληρώνονται γιά τό χάρισμα πού ἔχουν, ἀλλά γιά τόν κόπο τους. «Ἄξιος γάρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτου» (Λουκ.10,4-7 καί Ματθ.10,9-14). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει στήν (Α΄Κορινθ.9,13-14). Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τά ἱερά ἐργαζόμε­νοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν; Οἱ τῶ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῶ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται».Στό (Α΄Τιμοθ. 5,17) λέγει τά ἑξῆς: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καί διδασκαλίᾳ....οὐ φιμώσης βοῦν ἁλοῶντα».

            'Εάν ὅμως ὑπάρχουν κληρικοί πού ἐξ ἀπροσεξίας τους περεκτράπησαν καί ἔγιναν φιλάργυροι καί ἀλαζόνες ἄς μή κατηγοροῦμε ὅμως τόν θεσμό.  Οὔτε καί νά σκανδαλιζώμεθα ἀπό τήν ζωή τους, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής. «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε (Ματθ. 7,Ι-5). Καί τό βασικώτερο: Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἐμποδίζεται νά ἁγιάζη τούς πιστούς ἀκόμη καί ἀπό ἀνάξια χέρια ἑνός ἱερέως. Τό πρόβλημα εἶναι μόνο τοῦ ἱερέως, γιά τό ὁποῖο θ᾿ ἀπολογηθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὅλοι μας γιά τά δικά μας παραπτώματα.

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ

Ἀπορρίπτουν καί αὐτό τό Μυστήριο οἱ Διαμαρτυρόμενοι. Ὑποστηρίζουν καί διδάσκουν ὅτι τό Εὐχέλαιο εἶναι μία ἰδιωτική τελετή, ἡ ὁποία εἶναι κα­τάλληλη γιά τήν περίπτωσι ἀσθενείας κάποιου ἀνθρώπου, ἀλλά κατ᾿ οὐδένα τρόπο εἶναι μυστήριο, διότι δέν παρέχεται στόν ἀσθενῆ κάποια μυστική θεία Χάρις.

Ἡ λέξις Εὐχέλαιο προέρχεται ἀπό τίς λέξεις: εὐχή καί ἔλαιον καί σημαίνει τό Μυστήριο ἐκεῖνο στό ὁποῖο οἱ ἱερεῖς διαβάζουν εἰδική ἀκο­λουθία καί στό τέλος ἀλείφουν μέ λάδι τόν ἄρρωστο ἀδελφό ἐπικαλούμε­νοι τήν θεραπευτική Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς ψυχικές καί σωματικές ἀσθένειες του.

Γιά τό Μυστήριο αὐτό διαβάζουμε τήν ἑξῆς βασική πηγή ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. (5,14-16). «Ἀσθενεῖς τις ἐν ὑμῖν προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καί προσευξάσθωσαν ἐπ᾿ αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῶ ὀνόματι τοῦ Κυρίου,καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ  Κύριος, κἄν ἁμαρτίας ἦ πεποιηκώς ἀφεθήσεται αὐτῶ».  Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς προτρέ­πει, ὅταν κάποιος εἶναι ἀσθενής, νά προσκαλέση τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νά προσευχηθοῦν γι᾿ αὐτόν καί νά τόν ἀλείψουν μέ λάδι στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Αὐτή ἡ προσευχή πού θά γίνη μέ πίστι, θά θεραπεύση τόν ἀσθενῆ ἀπό τόν κίνδυνο στόν ὁποῖο εὑρίσκεται καί θά τόν σηκώση ἀπό τό κρεββάτι του. Ἀκόμη καί, ἐάν ἔχη διαπράξει, ἁμαρτίες, θά τοῦ συγχωρηθοῦν.

  Τά ὁρατά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἐμφανίζονται σ᾿ αὐτό τό Μυστήριο εἶναι τό λάδι καί ἡ προσευχή τῶν πρεσβυτέρων. Γιά τούς Προτεστάντες ὅμως δέν εἶναι τό λάδι ὁρατό στοιχεῖο τῆς ἀοράτου Χάριτος, διότι ἀνέκαθεν, λένε, ἦταν ἀντιφλογιστικό, ἀνακουφιστικό καί μαλακτικό μέσον καί εἶχε σπουδαία θέσι στήν ἰατρική ἐπιστήμη. Εἶναι φυσιολογικό θεραπευτικό μέσον.

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε νά ἀντιπαραθέσουμε τά ἑξῆς.  Πρῶτον: Ἀφοῦ τό λάδι ἔχει τίς παραπάνω θεραπευτικές ἰδιότητες γιατί ὁρίζει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος νά κάνουν τό ἄλλειμα ὡρισμένοι μόνο ἄνθρωποι, οἱ  πρεσβύτεροι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τοῦ ἀρ­ρώστου;

Δεύτερον: Τό λάδι στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου παρουσιάζεται σάν θεραπευτικό ἀπό κάθε ἀσθένεια. Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά μᾶς βεβαιώση ὅτι τό λάδι ἐθεράπευε ὅλες τίς ἀσθένειες καί στό παρελθόν καί τώρα;

Τρίτον: Μᾶς λένε οἱ Προτεστάντες ὅτι δέν ἤξεραν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι τό λάδι δέν θεραπεύει ὅλες τίς ἀσθένειες. Τό  γιο Πνεῦμα ὅμως πού ὁμιλεῖ μέ τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου κάνει τό λάδι μέ τήν θεία Χάρι νά θεραπεύη κάθε ἀσθένεια. Μόνο του τό λάδι, χωρίς τίς εὐ­χές τῆς Ἐκκλησίας, διατηρεῖ τίς φυσικές του θεραπευτικές ἰδιότητες, ἀλλά δέν θεραπεύει  «πᾶσαν νόσον».

 Ἄρα Τέταρτον: Ἡ εὐχή τῆς πίστεως εἶναι ἐκείνη πού σώζει τόν ἀσθενῆ καί ἡ ἐπάλειψις μέ ἔλαιο βεβαιώνει αὐτή τήν θεραπεία σάν ὁρατό στοιχεῖο.          Πέμπτον: Ὁ Ἀπόστολος μᾶς λέγει ἐδῶ καί γιά συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀσθενοῦς. Ἀλλά, δέν εἶναι δυνα­τόν τό λάδι, σάν φυσιολογικό μέσον θεραπείας νά ἔχη κάποια σχέσι μέ συγχώρησι ἁμαρτιῶν. Ἄρα,γι᾿ αὐτούς τούς πέντε παραπάνω λόγους θά πρέπει ἐδῶ νά δοῦμε τό λάδι ὄχι σάν φυσιολογικό μέσο θεραπείας, ἀλλά σάν κάτι ἄλλο.

Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό λάδι αὐτό δέν εἶναι τύπος καί σύμβολο, ἀλλά αἰσθητό σημεῖο τῆς Χάριτος, διότι εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς εὐχῆς τῆς πίστεως καί ταὐτόχρονα τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς θεραπείας του ἀσθενοῦς. Ἡ Χάρις πού μεταδίδεται δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου ἀποβλέπει σέ δύο ἔργα: Στήν σωματική καί ψυχική θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς. Στήν ἀπορία πολλῶν Προτεσταντῶν, ἀλλά καί ὀλιγοπίστων Ὀρθοδόξων ὅτι δέν εἶδαν νά γίνωνται θαύματα σωματικῆς ἀσθενείας μέ τήν εὐχή αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, τούς ἀπαντοῦμε τά ἑξῆς: Τά θαύματα ἐπιτελεῖ οὐσια­στικά ὁ Θεός καί Αὐτός θά κρίνη, ἐάν πρέπει νά θεραπευθῆ ἀμέσως ἤ ἀργό­τερα ἤ καθόλου ὁ ἀσθενής, διότι μόνο Αὐτός γνωρίζει ποιό εἶναι τό συμφερώτερο γιά τήν σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του. Γίνεται ὅμως βελτίωσις, ἐνίοτε καί τελεία θεραπεία πολλῶν ἀσθενῶν μέ τό Εὐχέλαιο, διότι ἔτσι ὁ Θεός εὐδόκησε. Δέν μποροῦμε ν᾿ ἀρνηθοῦμε αὐτές τίς εὐλογίες τῆς Χάριτος, διότι τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ψεύδεται, ὅταν λέγει, μέ τό στόμα του Ἀποστό­λου: «Καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος». Ἐδῶ βλέπουμε καί τήν σταδιακή βελτίωσι τοῦ ἀρρώστου.

Στήν ἀπορία πολλῶν Προτεσταντῶν ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ ἐννοεῖ κάποιο χάρισμα θαυματουργίας πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, σύμφωνα μέ τό (Μάρκ. 6,Ι3) «Ἤλειφον ἐλαίῳ πολλούς ἀρρώστούς καί ἐθεράπευον», τούς ἀπαντοῦμε: Τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων (Α.Κοριν. Ι2, 9) εἶχαν δοθῆ σέ ὡρισμένους καί σέ ἔκτακτο χρόνο, δέν ὑπῆρχαν δηλαδή γιά πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος μᾶς συνιστᾶ νά καταφεύγουμε σέ περίοδο κάποιας ἀσθενείας μας στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό μπορεῖ νά γίνεται, ὄχι σέ ἔκτακτες περιπτώσεις, ἀλλά κάθε φορά. Πρόκειται περί τακτικοῦ πράγματος καί σέ ὡρισμένους ἀνθρώπους, πού ὑπάρχουν μόνιμα στήν Ἐκκλησία, τούς Πρεσβυτέρους. Ἐνῶ τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων ἔχει ἀτονήσει στήν ἐποχή μας γιά πολλούς λόγους.

Τό Εὐχέλαιο, ὡς γνωστόν, δέν θεραπεύει κάθε ἀρρώστεια, διότι ἔτσι θέ­λει ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως ἐθεράπευε, τότε θά καταργεῖτο καί ὁ θάνατος, ἀλλά αὐτό δέν συμβαίνει διότι λέγει ὁ Παῦλος στό (Α'Κορινθ·15,26) ὅτι «ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος», δηλαδή μετά τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ἐάν ἐθεράπευε ὅλες τίς ἀσθένειες, τότε θά κατηργεῖτο ἡ ἰατρική ἐπιστή­μη, ἡ ὁποία ἔχει  καί αὐτή δοθῆ ἀπό τόν Θεό.

Καί ὅταν ἀκόμη δέν θεραπευθῆ σωματικά ὁ ἀσθενής, θά θεραπευθῆ ψυχικά, σύμφωνα μέ τό χωρίο του Ἀποστόλου Ἰακώβου: «κἄν ἁμαρτίας ἦ πεποιηκώς ἀφεθήσεται αὐτῶ».

Τό χωρίο αὐτό δέν ἀντιφάσκει μέ ἄλλα χωρία, τά ὁποῖα συνιστοῦν τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀλλά ἐναρμονίζεται ὡς ἑξῆς: Εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί «εἰς πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες» μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (3,2). Πῶς ὅμως λέγει στό χωρίο «κἄν ἁμαρτίας ἦ πεποιηκώς....»,  δηλαδή καί ἄν ἔχει  διαπράξει ἁμαρτίες...». Θέτει σέ ἀμφισβήτησι τήν πανθομολογούμενη αὐτή ἀλήθεια ὅτι ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Μέ τό «κἄν ἁμαρτίας...» θέλει νά μᾶς εἰπῆ γιά τίς ἁμαρτίες πού δυνατόν νά προκάλεσαν τήν ἀσθένεια τοῦ ἀσθενοῦς. Ἕνα παράδειγμα: Ὅταν ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τόν παράλυτο (Ἰωάν. 5, 14) τοῦ εἶπε στήν συνέχεια: «Μηκέτι ἁμάρτανε ἵνα μή τι χεῖρον σοι γένηται». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει στό (Α'Κορινθ. 11,30) τά ἑξῆς: «διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί». Ἄρα, τό Εὐχέλαιο, καί ὅταν δέν θεραπεύση σωματικά τόν ἀσθενῆ τόν θεραπεύει ψυχικά ἀπό τήν ἁμαρτία πού προκάλεσε τήν ἀρρώστεια του.

Εἶναι ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πού δόθηκε στούς Ἀποστόλους νά ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας. Ἀλλά πόσες ἁμαρτίες δέν κάνουμε ἀπό συναρπαγή, ἀπό ἄγνοια ἀπό ἀπροσεξία καί ἀσυνείδητα. Πόσες διαφεύγουν τῆς προσοχῆς μας, ἐνῶ ἄλλες τίς βλέπει τό μάτι τῆς ψυχῆς μας ὡς μικρές καί ἀσήμαντες.  Καί ποιός μπορεῖ νά μᾶς ἀποκλείση ὅτι ἴσως τέτοιες ἁμαρτίες νά προκάλεσαν καί τήν ἀσθένεια κάποιου ἀσθενοῦς; Αὐτές λοιπόν οἱ λεγό­μενες μικρές ἁμαρτίες συγχωροῦνται μέ τό Εὐχέλαιο, τό ὁποίο συμπληρώνει τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.  Στήν ἐξομολόγησι θά ἐξαγορεύση ὁ πιστός τίς ἁμαρτίες πού θυμᾶται, γιά τίς ἄλλες παρέχει τήν ἄφεσι τό Εὐχέλαιο.  Γι᾿ αὐτό στήν ἀρχαιότητα πολύ ὀρθά τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γινόταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως καί πρίν ἀπό τήν θεία Κοινωνία.  Παρότι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου εἶναι σαφής στήν Καινή Διαθήκη, ὅμως ἀναφέρουμε καί μερικές μαρτυρίες ἀπό ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων.

Ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης, πού γεννήθηκε τό 150 μ.Χ. στό ἔργο του: «Ἀποστολική Διάταξις» γράφει σέ μία εὐχή τά ἑξῆς: «Ἵνα τό ἔλαιον τοῦτο ἁγιάζων δώσεις, ὦ Θεέ, ὑγείαν εἰς τούς ἔχοντας ἀνάγκην καί λαμβάνοντας τοῦτο. Ὡς ἔχρισαν βασιλεῖς, ἱερεῖς, προφήτας, οὕτω καί εἰς πάντας τούς γευομένους αὐτου καί ἔχοντας ἀνάγκην τούτου παράσχης ὑγείαν».

Ὠριγένης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 185 μ. Χ. γράφει τά ἑξῆς σέ μία ὁμιλία του: «Ἄκουσον, νῦν πόσαι εἰσί ἀφέσεις ἁμαρτιῶν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις. Πρώτη εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποίαν βαπτιζόμεθα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Εἰς τοῦτο πληροῦται καί ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶπε ὁ Ἀπόστολος Ἰά­κωβος, «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας», κλπ. Ἑπομένως σαφῶς λέγει ἐδῶ ὁ Ὠριγένης γιά τήν ἄφεσι ἁμαρτιῶν πού χορηγεῖ καί τό εὐχέλαιο.

Ὁ Σεραπίων Θμούεως πού γεννήθηκε τό 300 μ.Χ μᾶς ἄφησε ἕνα Εὐχολό­γιο, μέ τριάντα εὐχές σέ διάφορες περιστάσεις, μυστήρια καί τελετές τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές τίς εὐχές, ὑπάρχουν καί δύο ὡς ἑξῆς: «Εὐχή εἰς ἔλαιον νοσούντων καί εἰς ἄρτον ἤ εἰς ὕδωρ».

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στόν περί ἱερωσύνης λόγο του Κεφ.3,6 γράφει τά ἑξῆς: «οὐ γάρ ὅταν ἡμᾶς ἀναγεννῶσι διά τοῦ βαπτίσματος μόνον, ἀλλά καί τά μετά ταῦτα συγχωρεῖν ἔχουσιν ἐξουσίαν ἁμαρτήματα. Ἀσθενεῖ τις, φησίν, ἐν ὑμῖν, προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας κλπ. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ γιά τό Εὐχέλαιο σάν μέσο ἀφέσεως ἁμαρτιῶν.

Τό βιβλίο «Ἀποστολικαί Διαταγαί " γράφει στό κεφ.8,29 τά ἑξῆς: «Εὐλογείτω ὁ ἐπίσκοπος τό ὕδωρ ἤ τό ἔλαιον. Ἐάν μή παρῆ εὐλογείτω ὁ πρεσβύτερος παρεστῶτος τοῦ διακόνου». Εὐχή: «Κύριε Σαβαώθ Θεέ τῶν δυνάμεων οἰκτίρμον καί φιλάνθρωπε, Κτίστα τῶν ὑδάτων χορηγέ τοῦ ἐλαίου ἵνα ἁγιασθῆ τό ὕδωρ τοῦτο καί τό ἔλαιον ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ προσκομίσαντος» καί δώσει εἰς αὐτόν ὁ Κύριος διά Χριστοῦ δύναμιν ὑγείας ἐμποιητικήν νόσων ἀπελαστικήν δαιμόνων φυγαδευτικήν, πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν».

Συμπερασματικά λέγομεν ὅτι τό Εὐχέλαιο εἶναι Μυστήριο, φέρει τά δύο ἀπαραίτητα συστατικά: τά ὁρατά στοιχεῖα, τό ἔλαιον καί τήν προσευχή καί τό ἀόρατο πού εἶναι ἡ χορήγησις τῆς θείας Χάριτος. Οἱ μαρτυρίες καί ἀπό τήν Παράδοσι τῆς ἀρχαιότητος δέν μᾶς ἀφήνουν ἀμφιβολίες ὅτι πρόκειται περί ξεχωριστοῦ Μυστηρίου, πού παρέχει σωματική καί ψυχική ὑγεία,  κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ

Ἡ Δυτική ἐκκλησία ἀπέδωκε ὑπερβολικές τιμές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέχρι βαθμοῦ νά ἐπισκιασθῆ τό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Θέλοντας οἱ Προτεστάν­τες νά περιορίσουν αὐτές, κατέληξαν στό ἄλλο ἄκρο, νά ἀρνηθοῦν τήν ἀειπαρθενία της παρερμηνεύοντας τά σχετικά χωρία τῆς Γραφῆς. Ἐπί πλέον ἀρνοῦνται τήν προσκύνησί της, τήν πρεσβεία της, τά θαύματα της, τίς εἰκόνες της καί τήν ὀνομασία "Θεοτόκος.

Ἄς ἀρχίσουμε νά ἐξετάζουμε τό Ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Ὅλες οἱ θρησκευτικές Κοινότητες τῶν Προτεσταντῶν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρ­θενία τῆς Θεοτόκου ὑποστηρίζοντες ὅτι ἡ Παναγία, μετά τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔμεινε παρθένος, ἀλλά ἐγέννησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ. Καί ἀναφέρουν τά χωρία πού μιλοῦν πράγματι γιά «ἀδελφούς» τοῦ Χριστοῦ. Ἰδού ποιά εἶναι: «Ματθ.12,46 Μάρκ.6,3-7,3 καί Πράξ.1,14).

Τούς ἀπαντοῦμε τά ἑξῆς: Ἡ λέξις ἀδελφός ἔχει εὐρύτερη  ἔννοια στήν Ἁγία Γραφή. Δέν σημαίνει μόνο τόν ἀδελφό, ἀλλά καί τόν ἀνιψιό, τόν ἐξάδελφο. Π.χ. ὁ Λώτ ὀνομάζεται ἀδελφός τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ εἶναι ἀνεψιός του. (Γένεσ· 14, 14). Ὁ Ἰακώβ ὀνομάζεται ἀδελφός, ἐνῶ εἶναι ἀνεψιός τοῦ θείου του Λάβαν (Γένεσ.27,43 καί 29,Ι5). Τά παιδιά τοῦ Κίς ὀνομάζονται ἀδέλφια, ἐνῶ εἶναι ἐξαδέλφια τῶν θυγατέρων του Ἐλεάζαρ (Α'Παραλειπομ. 23,21-22). Ἀσφαλῶς ἐδῶ πρόκειται γιά συγγένειες μέ εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι οὔτε  ἑβραϊκή, οὔτε ἡ ἀραμαϊκή γλῶσσα δέν ἔχουν εἰδική λέξι γιά τόν ἐξάδελφο. Περιφραστικά τό ὄνομα ἐξάδελφος θά τό εἴπουν: «γυιός τοῦ θείου»ἤ γυιός τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας. Ἐνῶ μονολεκτικά «ἐξάδελφος» ἐκφράζεται μέ τήν λέξι ἀδελφός. Ἀπό τά συμφραζόμἕνα λοιπόν θά γνωρίσουμε, ἐάν εἶναι ἀδελφός ἤ συγγενής ἄλλου στενοῦ βαθμοῦ συγγενείας.

Γιά τήν περίπτωσι τῶν λεγομένων «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου ἔχουμε νά ἐκθέσουμε τά ἑξῆς: Ἡ λέξις «ἀδελφοί» χρησιμοποιεῖται μέ τήν εὐρεία καί ὄχι τήν στενή ἔννοια, διότι, ἐάν ἦταν ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ κατά σάρκα, γιατί δέν ἀναφέρονται καί υἱοί τῆς Θεοτόκου, παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς; Ὁ Μᾶρκος στό 6,3 λέγει: «Οὐχ οὗτος ἐστίν ὁ τέκτων, ὁ υἱός τῆς Μαρίας, δελφός δέ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ καί  Ἰούδα καί Σίμωνος;» Γιατί δέν ὀνομάζονται τά λεγόμενα αὐτά ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ καί παιδιά τῆς Παναγίας, παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς;

Ἡ Καινή Διαθήκη μία μόνο φορά ὀνομάζει τήν Μαρία γυναίκα του Ἰωσήφ στό (Ματθ. Ι,20) καί μάλιστα πρίν ἀπό τήν γέννησι τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωσήφ τότε, ἐπειδή ἦταν δίκαιος ἄνδρας καί δέν ἤθελε νά διαπομπεύ­ση δημόσια τήν Παρθένο Μαρία, σκέφθηκε κρυφά νά τήν διώξη. Τότε τόν καθησύχασε ὁ ἄγγελος γιά τίς ὑπόνοιες πού εἶχε, λέγοντάς του νά μή διστάση νά πάρη στό σπίτι του τήν «γυναίκα» του Μαρία, διότι αὐτό πού θά γεννηθῆ, προέρχεται ἀπό τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύμα­τος. Σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις, εἰκοσιεννέα φορές, τήν ὀνομάζουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές «μητέρα τοῦ παιδίου» καί αὐτό γιά νά δηλώσουν σαφέστατα ὅτι οὐδέποτε ἡ Μαρία ὑπῆρξε σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ, οὔτε πρίν οὔτε καί μετά τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός, πρίν τελειωθῆ ἐπάνω στόν Σταυρό, ἐκάλεσε τόν μαθητή του Ἰωάννη νά παραλάβη ὑπό τήν προστασία του τήν Μητέρα του. Ἐρωτοῦμε, τούς Προτεστάντες: Ἐάν ἡ Παναγία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, γιατί ὁ Χριστός δέν ἀνέθεσε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτά τήν προστασία της, ἀλλά στόν μαθητή Του;

Ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ τήν ἐπισκέφθηκε στήν Ναζαρέτ νά τῆς φέρη τό μεγάλο μήνυμα, τῆς εἶπε: «Χαῖρε κεχαριτωμένη...καί εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λουκ. 1,28). Ἐκείνη τρόμαξε στά λόγια του καί ὁ ἄγγελος τήν καθησύχασε, ὅτι, παρότι δέν γνωρίζει ἄνδρα, τό Ἅγιο Πνεῦμα θά τήν ἐπισκιάση καί θά γεννήση τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 1,29-35). Αὐτή, λοιπόν, πού ὁ Ἡσαΐας τήν ὠνόμασε Παρθένο: Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται Υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἡσ.7,14). Ὁ προφήτης Δαβίδ τήν ἐκάλεσε Βασίλισσα πού στέκεται στά δεξιά τοῦ Κυρίου (Ψαλμ.44,9). Ὁ Ἰεζεκιήλ Πύλη κεκλει­σμένη (Ἰεζ. 44,1-3), ὁ Μωϋσῆς τήν λέγει Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, διά τῆς ὁποίας κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός, πῶς ἦταν δυνατόν νά μολύνη καί διακόψη τήν παρθενία της; Αὐτή πού ἐγνώριζε ὅτι ἐγέννησε τόν Θεό καί ἦταν ὡς ἐκ τούτου Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πῶς θά καταδεχόταν νά ἔλθη σέ συνάφεια μέ ἕνα δίκαιο ἄνδρα, τόν 'Ιωσήφ;

Ἡ Εὔα γνωρίζουμε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή (Γένεσ.2,23) πλάσθηκε ἀπό τό παρθένο σῶμα τοῦ Ἀδάμ, χωρίς τήν σωματική συνάφεια μέ γυναίκα.  Λοιπόν, ἐάν ἡ Εὔα πλάσθηκε παρθένος ἀπό τόν Θεό ὁ Ὁποῖος μαζί μέ τόν Ἀδάμ τήν ὀνομάζουν γυναίκα, πῶς θέλουν οἱ Προτεστάντες ἡ Μαρία νά εἶναι παντρεμένη, ἐπειδή ὠνομάσθηκε μία φορά ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο, γυναίκα; Ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ τήν προσφώνησε μέ τά  λόγια: «εὐλο­γημένη ἐν γυναιξί», δηλαδή τήν ὠνόμασε γυναίκα, ἀλλά πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ λέξις «γυναίκα» δέν λέγεται ἐδῶ μέ τήν ἔννοια τῆς παντρεμένης, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς γυναικείας φύσεως. Καί ὅπως ὁ Ἀδάμ, χωρίς τήν συνουσία μέ γυναίκα, ἐγέννησε ἐν παρθενίᾳ ἀπό τό σῶμα του γυναίκα, ἔτσι  καί ἡ Παρθένος Μαρία, χωρίς τήν συνουσία ἀνδρός ἐγέννησε ἐκ Πνεύματος  Ἁγίου τόν νέον Ἀδάμ, τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀλλά ἡ πιό ζωντανή προφητεία γιά τήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου εὑρίσκε­ται στήν Γένεσι 3,Ι5). Ἐκεῖ διαβάζουμε: «Καί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀνά μέσν τῆς γυναικός καί ἀνά  μέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς». Ἐδῶ ὁ Θεός λέγει, ὅτι θά βάλη ἔχθρα ἀνάμεσα στόν σατανᾶ καί στήν γυναίκα τήν Θεοτόκον, καί πάλι ἀνάμεσα στόν σατανᾶ καί τόν Ἰησοῦ. Τότε ὁ Ἰησοῦς θά συντρίψη τήν κεφαλή τοῦ σατανᾶ, ἐνῶ ὁ σατανᾶς θά τόν πληγώση στήν πτέρνα, ἐννοώντας τόν σταυρικό του θάνατο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ Χριστός ὠνομάσθηκε «σπέρμα τῆς γυναικός» (Γένεσ.3, 15). Ἀλλά  δέν γεννήθηκε ἀπό σπέρμα ἀνδρός, ἀλλά ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά πανάχραντα αἵματα τῆς Παναγίας Παρθένου.

Σκανδαλίζονται οἱ Προτεστάντες καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἤ Χιλιαστές ἐπειδή ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ πρωτότοκον (Ματθ.1,25). Ἄρα, λένε, θά ἀκολουθοῦν καί ἄλλα παιδιά τῆς Μαρίας. Τούς ἀπαντοῦμε βά­σει τῆς Γραφῆς, ὡς ἑξῆς: Ἡ λέξις πρωτότοκος στήν Ἁγία Γραφή δέν σημαίνει ὅτι γεννήθηκε πρῶτος, ἐν ἀντιθέσει μέ ἄλλους πού γεννήθηκαν μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλά σημαίνει αὐτόν πού πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα τῆς μητέρας του.  Αὐτό φαίνεται καί στό χωρίο: (Ἔξοδ.13,2).  «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτογενές διανοῖγον μήτραν» καί στό (Ἀριθμοί 3,12) «ἀντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν», ὅπου σαφῶς ἀναφέρεται ὅτι πρωτότοκος λέγεται αὐτός πού πρῶτος διήνοιξε τήν μήτρα, ἀδιάφορα ἄν θά γεννηθοῦν καί ἄλλα παιδιά. Ἡ λέξις πρωτότοκος ἔχει ἀκόμη τήν ἔννοια τοῦ μόνου καί τοῦ μονογενοῦς, τοῦ μονοτόκου, ὅπως μᾶς μαρτυρεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...»  (3,Ι6). Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: «ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγη τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην, λέγει καί προσκυνησάτωσαν αὐτόν πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Ἑβραίους 1,6). Δέν ἀντιφάσκουν ἐδῶ οἱ δύο Ἱεροί συγγραφεῖς λέγοντες τόν Ἰησοῦ μονογενῆ καί πρωτότοκον, διότι πρόκειται περί ταυτότητος τῆς ἐννοίας, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰησοῦς εἶναι μόνος καί μονογενής.

Ἀλλά καί ἀπό ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς βεβαιωνόμεθα ὅτι πρωτότοκος ση­μαίνει μονογενής. Ἡ Σοφία Σολομῶντος (7,1 καί 10,1), ὀνομάζει τόν Ἀδάμ πρωτόπλαστον, ἐνῶ εἶναι ὁ μόνος δηλαδή πού πλάσθηκε ἀπό χῶμα. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῶν Προτεσταντῶν θά ἔπρεπε νά ἀκολουθῆ καί δευτερόπλαστος καί τριτόπλαστος, μετά ἀπό τόν «πρωτόπλαστο» Ἀδάμ, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι μόνο ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό χῶμα. Ἄρα ἡ λέξις «πρῶτος» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «μόνος», ἐφ᾿ ὅσον δέν ὑπάρχει «δεύτερος» καί «τρίτος». Μέ τήν ἴδια σημασία ὀνομάζεται καί ὁ Θεός Πρῶτος ἀπό τόν προφήτη Ἡσαΐα (41,6). «Ἐγώ Πρῶτος καί ἐγώ μετά ταῦτα, πλήν Ἐμοῦ οὐκ ἔστι  Θεός». Δηλαδή, ὁ Θεός λέγεται Πρῶτος μέ τήν ἔννοια τοῦ μόνος, ἐφ᾿ ὅσον, ὅπως λέγει ὁ Ἡσαΐας, δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός ἀπ᾿ Αὐτόν.       Ἀλλά καί σέ ἄλλα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Χριστός λέγεται πρω­τότοκος. Ἔτσι ἠθέλησε ὁ Θεός Πατέρας νά εἶναι ὁ μονογενής Του Υἱός «ἐν πᾶσιν αὐτός πρωτεύων (Κολασ.1,18).                                                               

Ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι:

Πρωτότοκος του  Θεοῦ Πατρός (Ἑβραίους 1,6).

Πρωτότοκος τῆς Μητρός Αὐτοῦ (Ματθ.1,25).

Πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς (Ρωμ.8,26).

Πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν. (Κολασ. 1,18 καί Ἀποκάλ.1,5)

Πρωτότοκος πάσης κτίσεως, (Κολασ.1,15 καί Δημιουργός τῶν πάντων.

            Οἱ Προτεστάντες ἐπιμένουν νά ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε συζυγικές σχέσεις μέ τόν δίκαιο Ἰωσήφ, μετά τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Ἐπικαλοῦνται τό ἑξῆς χωρίο: «Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκεν τόν υἱὁν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». (Ματθ.1,25).

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς; Πράγματι τό χωρίο μπορεῖ νά σκανδαλίση καί ὁδηγήση σέ τέτοιες σκέψεις αὐτούς πού δέν κάνουν σωστή καί ἀντικειμενική ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Ἡ φράσις «ἕως οὗ» εἶναι ἑβραϊσμός καί σημαίνει κάτι τό αἰώνιο σέ σχέσι μέ τό παρελθόν καί ὄχι μέ τό μέλλον. Δηλαδή, θέλει νά μᾶς εἰπῆ ὁ ἱερός συγγραφεύς ἐδῶ ὅτι ἡ Θεοτόκος μέ­χρι τοῦ τοκετοῦ της παρέμεινε ἀνέπαφος, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι μετά τόν τοκετό της ἦλθε σέ κάποια σαρκική σχέσι μέ τον Ἰωσήφ. Αὐτή τήν ἑρμηνεία μᾶς τήν βεβαιώνουν καί ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς. Καί ἰδού:

1. «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῆ ἡ σελήνη» (Ψαλμ.71,7). Ἐδῶ τό «ἕως οὗ» ἔχει τήν ἑρμηνεία πού δίνουν οἱ Προτεστάντες καί οἱ Χιλιαστές, ὁπότε μετά τήν ἐξάλειψι τῆς Σελήνης, πρέπει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ νά ἔχη μετατραπῆ σέ ἀδικία.

2. «Οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτου, ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ···» (Ἰωάν. 9,Ι8) Τό «ἕως ὅτου» ἐδῶ δέν σημαίνει ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν ἐφώναξαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπίστευσαν ὅτι πρίν ἦταν τυφλός καί ἀνάβλεψε, διότι καί μετά πού ἦλθαν οἱ γονεῖς του, δέν ἐπίστευσαν.

3. «Εἶπεν ὁ Κύριος τῶ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» (Ψαλμ.109,1 καί Ματθ.22,44 καί Πράξ.2,35). Καί ἐδῶ τό «ἕως οὗ» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ παντοτινοῦ, διότι ὁ Κύριος δέν θά ἔλθη ποτέ καιρός πού θά παύση νά εὑρίσκεται πλησίον τοῦ Θεοῦ.

4. «Τό δέ ὕδωρ ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός» (Γένεσ.8,5). Καί ἐδῶ τό «ἕως» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ μονίμου, τοῦ παντοτινοῦ καί ὄχι τῆς ἀλλαγῆς. Ἐάν ἑρμηνεύσουμε, ὅπως οἱ Προτεστάντες, ὅτι τό νερό ἐλαττωνόταν μέχρι τόν δέκατο, μήνα καί μετά ἔπαυσε νά ἐλαττώ­νεται, τότε δέν θά ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος σήμερα στήν γῆ, οὔτε οἱ κύριοι Προτεστάντες.

5. «Καί ἀπέστειλε τόν κόρακα καί ἐξελθών οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ ἀπό τῆς γῆς» (Γένεσ.8,7). Ὁ Νῶε ἀπό τήν Κιβωτό ἔστειλε τόν κόρακα νά διαπιστώση, ἐάν ξηράθηκε  τό νερό του κατακλυσμοῦ. Λέγει λοιπόν τό χωρίο αὐτό ὅτι ὁ κόρακας δέν ἐπέστρεψε μέχρις ὅτου ἀπεξηράθηκε τό νερό. Ἄρα γε, μετά τήν ἀποξήρανσι τοῦ νεροῦ ἐπέστρεψε; Ἔτσι πρέπει νά ἐξηγήσουμε τό «ἕως» σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῶν Προτεσταντῶν; ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόρακας δέν ἐπέστρεψε πάλι στήν Κιβωτό. Ἄρα τό «ἕως» ἐδῶ σημαίνει κάτι τό μόνιμο.

6. «Καί τῆ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέ­ρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» (Β. Βασιλ. ἤ Σαμουήλ 6,23). Ἐδῶ μᾶς λέγει τό χωρίο ὅτι ἡ Μελχόλ, θυγατέρα τοῦ Σαούλ δέν ἐγέννησε παιδί μέχρις ὅτου ἀπέθανε. Ρωτᾶμε τούς Προτεστάντες, μήπως γέννησε παιδί μετά τόν θάνατό της;

7.«Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ.28,20). Μήπως μετά τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος θά παύση ὁ Χριστός νά εἶναι κοντά στούς Ἀποστόλους Του στούς οὐρανούς;

Ὅλα τά παραπάνω χωρία μᾶς πείθουν ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία δέν γέννησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ. Ὁπότε οἱ λεγόμενοι ἀδελφοί καί ἀδελφές τοῦ Ἰησοῦ, σύμφωνα μέ τά χωρία: (Ματθ. 13,55-56 καί Μαρκ.6,3) ἔχουν ἄλλη συγγένεια μέ τόν Ἰησοῦ. Τήν παλαιότερη μαρτυρία ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι γιά τήν συγγένεια μεταξύ τους ἔχουμε τοῦ Ἡγησίππου Ρώμης (110-180)μ.Χ.) Αὐτός μᾶς λέγει:»Μετά τό μαρτυρῆσαι τόν Ἰάκωβον τόν δίκαιον ὡς καί ὁ Κύριος ἐπί τῶ αὐτῶ λόγω πάλιν ὁ ἐκ θείου αὐτοῦ Συμεών ὁ τοῦ Κλωπᾶ καθίσταται ἐπίσκοπος, ὅν προέθεντό πάντες ὄντα ἀνεψιόν τοῦ Κυρίου δεύτερον». Ἐδῶ ὁ Ἡγήσιππος θεωρεῖ τόν Ἰάκωβο, τόν Σίμωνα τούς λεγο­μένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου υἱούς τοῦ Κλωπᾶ, τόν δέ Κλωπᾶν ἀδελφό τοῦ Ἰωσήφ. Ἄρα οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί Σίμων καί Ἰάκωβος εἶναι ἐξαδέλφια τοῦ Κυρίου. Ἡ λέξις ἀνεψιός στό παραπάνω χωρίο τοῦ Ἡγησίππου σημαί­νει ἐξάδελφος καί βεβαιώνεται ἀπό τόν χαρακτηρισμό τοῦ Κλωπᾶ σάν θείου τοῦ Ἰησοῦ ἤ σάν ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ. Ἄρα, βάσει αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, τοῦ 180 μ.Χ οἱ φερόμενοι σάν ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐξαδέλφια του.

Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (Ι50-211 μ.Χ.) σχολιάζοντας τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰούδα, μᾶς λέγει ὅτι «ὁ Ἰούδας πού ἦταν ἀδελφός τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰωσήφ, ἄν καί γνώριζε τήν συγγένειά του πρός τόν Κύριο, δέν ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του ἀδελφό τοῦ Κυρίου, ἀλλά πῶς αὐτοονομάζεται; «Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δέ ακώβου...». Καί αὐτή ἡ μαρτυρία μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἰούδας καί ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδέλφια καί φέρονται  σάν ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ ἀπό πατέρα καί ὄχι ἀπό μητέρα.

Πολύ σημαντικές εἶναι καί οἱ μαρτυρίες τοῦ Ὠριγένη, πού ἔζησε τό (185-250 μ·Χ). Αὐτός στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου (Ἰωάν.2,11) λέγει τά ἑξῆς: «Ζητεῖται παρά πολλοῖς περί τῶν ἀδελφῶν Ἰησοῦ πῶς εἶχεν τούτους, τῆς Μαρίας μέχρι τελευτῆς Παρθένου διαμεινάσης. Ἀδελφούς μέν οὐκ εἶχε φύσει οὔτε τῆς Παρθένου τεκούσης ἕτερον, οὐδ᾿αὐτός ἐκ τοῦ Ἰωσήφ τυγχάνων. Νόμῳ τοιγαροῦν ἐχρημάτισαν αὐτοῦ ἀδελφοί υἱοί τοῦ Ἰωσήφ ὄντες πρό τεθνηκυίας γυναικός». Ἐνῶ στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου: (Ματθ. 13,55) ὁ ἴδιος γράφει: «Τούς δέ ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ φασί...εἶναι υἱούς ἐκ προτέρας γυναικός συνῳκηκυίας αὐτῶ πρό τῆς Μαρίας». Αὐτές οἱ δύο ἀρχαιότατες μαρτυρίες μᾶς δηλώνουν σαφῶς ὅτι ἡ Θεοτόκος παρέμει­νε Παρθένος σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή της καί ὅτι τά λεγόμενα ἀδέλφια του δέν εἶναι παιδιά τῆς Θεοτόκου, ἀλλά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό ἄλλη γυναίκα, ἡ ὁποία προφανῶς εἶχε πεθάνει. Ὑπάρχει καί ἡ ἐκδοχή πού λέγει ὁ Ἡγήσιππος νά ἦταν καί ἐξαδέλφια τοῦ Ἰησοῦ, διότι ἡ λέξις ἀδελφός στήν Ἁγία Γραφή σημαίνει καί ἐξάδελφος, ὅπως στό (Γένεσ.11,27)· Ποτέ ὅμως δέν μποροῦμε νά παραδεχτοῦμε ὅτι ἦταν παιδιά τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία παρέμεινε Παρθένος πρό τοῦ τόκου της καί μετά τόν τόκο σ᾿ ὅλη τήν ζωή της. Ἰδού μερικές μαρτυρίες ἀπό τήν Παράδοσι γιά τήν παρθενία της:

Ὁ Μέγας Αθανάσιος  (295-366μ.Χ) τήν ὀνομάζει στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου: (Λουκ. 11,27) "Καί αὐτή Κυριοτόκος Μαρία καί ἀειπάρθενος".

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος τῆς Κύπρου (313-402)μ. Χ) γράφει :  «Οὐ συνήφθη σαρκί μετά τήν κύησιν οὐδέ πρό τῆς κυήσεως, ἀλλά περέμεινεν ἁγία καί ἄμωμος».

Ὁ Γρηγόριος Νύσσης (335~394μ.Χ) γράφει: «Τόμον καινόν νοοῦμεν τήν Παρθένον. Ὥσπερ γάρ ὁ χάρτης καινός ἐστι καθαρός ἄγραφος ὤν οὕτως καί ἡ Παρθένος ἁγία, ἀμύητος ἀνδρός».

Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος (354-430μ.Χ.) γράφει: «Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος ἐγέννησε καί Παρθένος μετά ταῦτα ἔμεινε».

Ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379μ.Χ) γράφει: «Τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος». Δηλαδή, οἱ χριστιανοί δέν καταδέχονται οὔτε ν᾿ ἀκούσουν ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔπαυσε ποτέ νά εἶναι Παρθένος.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (645-750 μ.Χ) γράφει: «Μένει τοίνυν καί μετά τόκον παρθένος ἡ ἀειπάρθενος, οὐδαμῶς ἀνδρί μέχρι θανάτου προσομι-λήσασα».

            Εἴμαστε λοιπόν ὑποχρεωμένοι, βάσει καί τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νά παραδεχθοῦμε τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου.

 

Περί τῆς τιμῆς τῆς Παναγίας

 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδει τιμητική, δουλική καί εὐλαβική προσκύνησι στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἔγινε ἡ γέφυρα πού ἥνωσε τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια. Γι᾿αὐτό τήν ἔχει τοποθετήσει στά δεξιά τοῦ Κυρίου καί ἐπικαλεῖται τίς πρεσβεῖες της.

Οἱ Προτεστάντες ὅμως ἀρνοῦνται αὐτή τήν τιμή στό πρόσωπό της, διότι καί ὁ Ἰδιος ὁ Χριστός, λέγουν, δέν τήν τιμοῦσε καί τήν ὠνόμαζε ἁπλῶς γυναῖκα. Ἐπικαλοῦνται τά ἑξῆς χωρία: Ὅταν κάποια γυναίκα μέσα ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀκροατῶν του Χρστοῦ, εἶπε τά λόγια: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε...» καί ἐννοοῦσε τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁ Χριστός τῆς ἀπήντησε: «Μενοῦν γε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ.11,27-28). Μενοῦν γε σημαίνει περισσότερο, ἄρα ὁ Κύριος ἐμακάρισε περισσότερο ἀπό τήν Μητέρα του κάθε ἄνθρωπο, πού θά ἀκούη τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς σ᾿ αὐτή τήν ἀπορία τῶν Προτεσταντῶν: Στό χωρίο αὐτό ὁ Χριστός ἀπευθύνεται στήν νοοτροπία τῆς γυναικός καί  ὄχι στήν ἀξία τῆς Μητέρας Του. Αὐτή ἡ ἁπλῆ γυναῖκα μέσα ἀπό τόν ὄχλο, χωρίς νά γνωρίζη ποιά εἶναι ἡ Μητέρα αὐτοῦ τοῦ διδασκάλου, τήν μακαρίζει, ὅπως θά μποροῦσε καί σήμερα νά πῆ τά ἴδια περίπου λόγια μία ἁπλῆ κοσμική γυναῖκα. Δηλαδή: Εὐτυχισμένη νά εἶναι ἡ μάννα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε, ἀσχέτως ἄν αὐτή ἡ μάννα ἔχει ἀπό τόν Θεό τήν ἀξία της καί δέν ἔχει  ἀνάγκη εὐχῶν καί  ἐγκωμίων.

Τό ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἀπό τόν Θεό δοξασμένη φαίνεται ἀπό τά ἑξῆς χωρία: Ὁ ἄγγελος τήν ὠνόμασε «κεχαριτωμένη» καί «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λουκ.1,28). Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος προφητεύει γιά τόν ἑαυτόν της. «Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ  γενεαί» (Λουκ. 1,48). Ἡ Ἐλισάβετ, ὅταν συναντήθηκε μέ τήν Θεοτόκο, τῆς εἶπε: «Εὐλογημέ­νη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Καί πό­θεν μοι τοῦτο ἵνα  ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ.1,42). Τιμοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν Θεοτόκο, ὅπως τήν ἐτίμησε καί τήν προσκύνησε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ μεταφέροντάς της τό μήνυμα ὅτι θά γεννήση τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ (Λουκ.1,29).

Οἱ Προτεστάντες προβάλλουν ἄλλο  χωρίο ἐπιμένοντες ὅτι ὁ Κύριος συμπεριφερόταν περιφρονητικά πρός τήν Μητέρα Του. Λέγουν, ὅτι ὁ Κύ­ριος στόν ἐν Κανᾶ γάμον, ἐπετίμησε τήν Μητέρα Του μέ τά λόγια:  «Τί ἐμοί καί σοί, γύναι; Οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου». (Ἰωάν.2,4).

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἐάν τήν εἶχε μαλώσει ὁ Χριστός, δέν θά τολμοῦσε ἡ Θεοτόκος νά πῆ στούς ἐκεῖ ἀνθρώπους: «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», ὅ,τι θά σᾶς εἰπῆ νά τό κάνετε, θά ἔπρεπε νά εἶχε σουφρώση καί νά μή τολμοῦσε ν᾿ ἀνοίξη τό στόμα της γιά συζητήσεις καί ὑποδείξεις. Τό σπουδαιότερο ἐπί πλέον εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐκπληρώνει την αἴτησί της καί μεταβάλλει τό νερό σέ κρασί. Ἐγνώριζε ἡ Παναγία ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε νά θαυματουργήση, γι᾿ αὐτό καί τοῦ  ἀνεκοίνωσε ταπεινά καί δου­λικά: «οἶνον οὐκ  ἔχουσι». Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς θέλοντας ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή νά δείξη τήν θεία του καταγωγή, τήν ἐπιτέλεσι θαυμάτων καί ἄλλων ση­μείων στόν κόσμο γιά νά δοξασθῆ ὁ Θεός Πατήρ ἐν τῶ Προσώπῳ Του, τῆς λέγει: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι; δηλαδή, τί κοινό ὑπάρχει, ὦ γυναῖκα, μεταξύ μας τώρα πού σάν Μεσσίας διαχειρίζομαι τήν θεία δύναμι τοῦ Πατρός μου; Ἀκόμη δέν ἦλθε ἡ ὥρα νά κάμω θαύματα καί νά φανερωθῶ δημόσια σάν Μεσσίας». Ὁ Ἴδιος λέγει: Δέν ἦλθε ἡ ὥρα μου, ἐνῶ ἀπό ἐκείνη τήν στι­γμή, κάνοντας ὑπακοή στήν Μητέρα Του, ἄρχισε νά κάνη τά θαύματα Του. Δέν ἤθελε ὅμως ἡ Παναγία Μητέρα Του νά τοῦ προτείνη τήνἔναρξι τῶν θαυμάτων, διότι γι᾿ αὐτά ὁ Κύριος θά ἔπαιρνε ἐντολή μόνο ἀπό τόν Θεό Πατέρα.

            Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι ἡ ἐπιτίμησις τοῦ Ἰησοῦ πρός τήν Μητέρα Του δέν ἦταν οὐσιαστική καί ἀπό ἔλλειψι σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός Αὐτήν. Τό ὅτι ὁ Χριστός τῆς ἔκανε ὑπακοή καί ἐθαυματούργησε δείχνει πόσο τήν ἀγαποῦσε καί τήν ὑπάκουε.

            Ἄλλωστε ἡ λέξις, «γύναι», δέν εἶναι ὑβριστική καί δηλώνει ἁπλᾶ τήν φύσι τοῦ φύλου,ὅτι ἀνῆκε στό γυναικεῖο φύλο. Καί ἀλλοῦ συναντοῦμε αὐτή τήν λέξι: Ὄντας ὁ Κύριος ἐπάνω στόν σταυρό, λέγει στήν Μητέρα Του: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰωάν. Ι9,26). Δέν τήν ὑβρίζει, οὔτε τήν ὑποτιμᾶ. Ἀλλά καί στήν τότε ἐποχή ἡ λέξις «γυναῖκα» ἦταν ἰσοδύναμη μέ τήν σημερινή λέξι «Κυρία» καί μάλιστα «ἀξιότιμη Κυρία». Π.χ.ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης Αὔγουστος ἔγραφε τά ἑξῆς στήν ἀγαπημένη του Κλε­οπάτρα, βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου: «Θάρσει, γύναι, καί θυμόν ἔχε ἀγαθόν». Ἀλλά καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐρωτᾶ τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή μέ τά λόγια: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς; (Ἰωάν.20,15), ἀσφαλῶς δέν τήν ἐρωτᾶ μέ θυμό καί κακία, ἀλλά μέ στοργή καί πατρική ἀγάπη.

Καί γιά ἕνα ἄλλο λόγο ἡ συμπεριφορά τοῦ Ἰησοῦ μπροστά στά πλήθη τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν Φαρισαίων καί Γραμματέων, ἦταν δῆθεν περιφρονητική πρός τήν Μητέρα του. Ὁ Χριστός διεκήρυττε ὅτι «Ἐγώ εἰ­μί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰωάν.6,51) «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή»  (Ἰωάν.11,25). «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν.Ι4,6). Οἱ Ἰουδαῖοι ἀκούοντας αὐτά ἀποροῦσαν καί διερωτῶντο: «Οὐχ οὗτος ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ..;» (Ματθ.13,55). Ἐδημιουργεῖτο μεγάλη σύγχυσις μεταξύ τους γι᾿ αὐτά πού ἄκουγαν καί δικαίως ἀναρωτιῶντο: «Πῶς αὐτός (ὁ Ἰησοῦς) εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς..», ἀφοῦ εἶναι γυιός τῆς τάδε Μητέρας καί ἔχει τά τάδε ἀδέλφια καί ὑπακούει σ᾿ αὐτούς καί αὐτοί συνέχεια Τόν ἀκολουθοῦν;  Δέν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς στά φανερά νά ἐξαρτᾶται ἀπό τό «συγγενολόϊ του», οὔτε νά τούς ὀνομάζει «Μητέρα» καί «ἀδελφούς» γιά νά μή δίνη ὑπόνοιες στούς ἀκροατές καί τούς πολλούς ἐχθρούς του, οἱ ὁποῖοι τελικά τόν θεώρησαν ὡς ἀπατεώνα, λαοπλάνο καί τόν σταύρωσαν.

            Μᾶς ἐρωτοῦν οἱ Προτεστάντες: πῶς ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνωτέρα ὅλων τῶν ἁγίων, ὥστε νά τήν ὀνομάζετε Παναγία; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει στό (Ρωμ.8,17): «Εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα  καί συνδοξασθῶμεν». Ποιός περισ-σότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους συνέπαθε καί συνεθλίβετο δίπλα στόν ἐσταυρωμένο Γυιό της, ὅσο ἡ Μητέρα Του, ἡ Θεοτόκος Μαρία; Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος στό (Λουκ.2,35) λέγει στήν Παναγία: «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία», πού δείχνει τήν μεγάλη δοκιμασία πού αἰσθάνθηκε, βλέποντας στόν Σταυρό τόν Ἰησοῦ. Πῶς λοιπόν αὐτή, πού τόσο ἐπόνεσε, πού τόσο ἀγάπησε τόν κόσμο, τόσο καθαρή καί ἀμόλυντη ἔμεινε σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, αὐτή πού ἔγινε τό κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ,νά μή συνδοξασθῆ μέ τόν Υἱόν Της καί νά μή εἶναι ἀνωτέρα πάντων τῶν ἁγίων;

Ἀρνοῦνται τήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου οἱ Προτεστάντες, στηριζόμενοι στό χωρίο: «Εἷς γάρ Θεός, εἷς καί μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς» (Α. Τιμοθ.2,5). Λέγουν μόνο ὁ Ἰησοῦς εἶναι Μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὁπότε ἀπορίπτεται ἡ Θεοτόκος.

Τό χωρίο αὐτό, τούς ἀπαντοῦμε, μιλάει γιά Μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί ὄχι μεταξύ Ἰησοῦ καί ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κανείς δέν εἶναι Μεσίτης τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Πατρός, παρά μόνο ὁ Χριστός. Μόνο Αὐτός προσέφερε τόν Ἑαυτόν Του θυσία ὑπέρ τοῦ κόσμου. Ὅταν ἐμεῖς προσευχόμεθα στήν Παναγία, ζητοῦμε νά μεσαλοβήση στόν Υἱό της, ὡς Μητέ­ρα Του πού εἶναι γιά νά μᾶς βοηθήση καί νά μᾶς σώση. Ὁπότε τήν Παναγία τήν χρησιμοποιοῦμε σάν μεσίτρια μεταξύ Ἰησοῦ καί ἀνθρώπων καί ὄχι μεταξύ Θεοῦ Πατρός καί ἀνθρώπων, θέσι στήν ὁποία εὑρίσκεται ὡς μοναδικός Μεσίτης, δηλαδή, Σωτήρας ὁ Χριστός. Ἔτσι οἱ προσευχές μας πρός Αὐτήν: Ὅπως Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». «Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω, λοιπόν, καί σωθήσομαι; Εἰς σέ μόνην ἐλπί­ζω. Εἰς σέ μόνην καυχῶμαι...» (Τροπάριο 9ης ὠδῆς Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος τῆς Παναγίας) ἔχουν τήν ἑξῆς ἔννοια: «Δέν ἔχουμε ἄλλο βοηθό πού νά μπορῆ νά μᾶς βοηθῆ περισσότερο ἀπό Σένα, Μητέρα τοῦ Σωῆρος μας» «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», σημαίνει: Παρακάλεσε τόν Υἱόν σου νά μᾶς σώση.  Παναγία μου, λύτρωσέ μας» Στήν ἑλληνική γλῶσσα ἡ λέξις «σώζω» σημαίνει πολλά πράγματα, ὅπως λυτρώνω ἀπό τόν πειρασμό, ἀπό τήν στενοχώ­ρια, ἀπό κάποια δοκιμασία, ἀπό ἕνα  κακό, μία ἀνάγκη. «Σῶσον ἡμᾶς» δέν ση­μαίνει «συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας», διότι ἡ Παναγία δέν συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀλλά ἐννοοῦμε: Παρακάλεσε τόν Υίόν σου γιά τήν σωτηρία μας. Ὁ σεβασμός μας πρός τήν Παναγία οὐδέποτε ὑπερβαίνει τόν σεβασμό μας πρός τόν Υἱόν της, ὁ ὁποῖος τήν ἐξέλεξε, τήν ἁγίασε καί τήν ἔκανε Μητέρα Του.

Τό ὅτι ἡ Παναγία δέν σώζει, τό λέγει καί ἡ ἴδια ὁμολογώντας τόν Χριστό ὡς Σωτῆρα της. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό Πνεῦμα μου ἐπί τῶ Θεῶ τῶ σωτῆρι μου» (Λουκ.1,46-47). Σαφέστερα μᾶς λέγει τά ἑξῆς μία εὐχή τῆς Προσκομιδῆς τῆς Ἐκκλησίας μας: «Σταυρωθέντος Σου Χριστέ ἀνηρέθη ἡ τυραννίς. Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος ἔσωσεν ἡμᾶς, ἀλλά Αὐτός ὁ Κύριος». Ἑπομένως οὔτε ἡ Θεοτόκος ὡς ἄνθρωπος δέν εἶναι εἶναι πηγή τῆς σωτηρίας μας.

 

Γιατί τήν Παναγία ὀνομάζουμε ἐμεῖς οἱ  Ὀρθόδοξοι Θεοτόκο;

Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται νά ὀνομάσουν τήν Παναγία Θεοτόκο, διότι, λέγουν, δέν ὑπάρχει πουθενά αὐτή ἡ λέξις στήν Ἁγία Γραφή. Βέβαια δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ λέξις στήν Γραφή, ὑπάρχει ὅμως στά συγράμματα τῶν Πατέρων τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων. Γνωρίζουμε ἀπό τήν Γραφή ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν μόνο Θεός, ἀλλά οὔτε καί μόνο ἄνθρωπος. Ἦταν Θεάνθρωπος. Καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν λέμε, ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Θεοτόκος δέν ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ἔδωσε ἀρχή στόν ἐκ φύσεως Ἄναρχο Υἱόν της. Αὐτό θά ἦταν μεγάλη ἐκ μέρους μας βλασφημία. Εἶναι Θεοτόκος διότι ἐγέννησε τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι μαζί Θεός καί Ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει πρός τούς Ἰουδαίους στό (Ἰωάν.8,58) ὅτι: «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ ἦν». Μέ τήν φράσι «ἐγώ ἦν» δηλαδή ἐγώ ἤμουν θέλει νά δηλώση τήν θεότητά Του, τό προάναρχο τῆς θείας φύσεως του. Ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος τότε ἦταν ἡλικίας 30 ἐτῶν, ἐνῶ ὁ Ἀβραάμ ὑπῆρχε πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια. Ἄρα, τό «ἐγώ» ἀναφέρεται στήν θεότητά Του.

Τήν δογματική κατοχύρωσι τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» ἔκαμε ἡ Τρίτη Οἰκουμε­νική Σύνοδος, πού ἔγινε στήν Ἔφεσο τό 430 μ.Χ. Ἀλλά καί πρό τῆς Συνάξεως τῶν Πατέρων ἔχουμε μαρτυρίες ἱερῶν συγγραφέων, πού μᾶς τήν ὀνομάζουν Θεοτόκο. Ἰδού μερικές:

Ὁ Ὠριγένης, 230μ·Χ, δηλαδή δύο αἰῶνες πρίν ἀπό τήν Γ. Οἰκουμενική Σύνοδο, γράφει: «Τήν Κόρη μεμνηστευμένη γυναῖκα καλεῖ. Οὕτω καί ἐπί Ἰω­σήφ καί τῆς Θεοτόκου ἐλέχθη.

Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, τό 250 μ.Χ. Αὐτός γράφει πρός Παῦλον τόν Σαμοσατέα τά ἑξῆς: «Τόν σαρκωθέντα ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου καί Θεοτόκου                                                                                 Μαρίας».                                                                             

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός, (275 μ.Χ) , γράφει:  «Ταύτης τῆς προφητείας τήν ὠδήν ἡ ἁγία Θεοτόκος ἀνέπεμπεν».

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Καί αὐτός ὁ ἄγγελος ὁρώμενος ὁμολογεῖ ἀπεστάλθαι παρά τοῦ Δεσπότου ὡς ἐπί Ζαχαρίαν ὁ Γαβριήλ καί ἐπί τῆς Θεοτόκου Μαρίας».

Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν ὅτι ποτέ ἐπαύσατο παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος ἐκείνας ἡγοῦ­μαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».

Ό ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Εἰ τις οὐ Θεοτόκον Μαρίαν ὑπολαμβάνει χωρίς ἔστι  τῆς Θεότητος".

            Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἶον ἡ Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῶ λογισμῶ εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου».

Ἡ Γ'Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τίς ἀρχαῖες αὐτές μαρτυ­ρίες, ἀναθεμάτισε τόν Νεστόριο καί τούς ὁπαδούς του, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν νά τήν ὀνομάζουν Θεοτόκον.

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Ἐάν μέ τέτοιο ὑποτιμητικό τρόπο ἐκφράζωνται οἱ Προτεστάντες γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πολύ περισσότερο ἐκφράζονται γιά τούς Ἁγίους μας. Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται τήν πρεσβεία τῶν Ἁγίων καί τήν τιμητική προσκύνησι πρός αὐτούς. Οἱ ἴδιοι γράφουν στά βιβλία τους ὅτι δέν προσεύχονται σέ ἁγίους, δέν στηρίζονται σέ ἁγίους, δέν ἐλπίζουν σέ ἁγίους, οὔτε ἑορτές ἁγίων ἔχουν. Καί συνεχίζουν: ἄνθρωποι οἰκογενειάρχες μέ τίς γυναῖκες τους καί τά παιδιά τους, ἐλέγοντο στήν ἀποστολική ἐποχή ἅγιοι. Στήν σημερινή ἐποχή, ὅσοι εἰλικρινά μετανοήσουν καί πιστεύ­σουν στόν Χριστό σάν ἀτομικό τους Σωτῆρα, εἶναι ἅγιοι. Οἱ ψυχές τῶν ἀν­θρώπων πού σώθηκαν διά τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί πού σώζονται κάθε ἡμέρα καί αὐτοί πού θά σωθοῦν μέχρι τό τέλος του κόσμου, ὅλοι αὐτοί εἶναι ἅγιοι».

Ἀπό τά λόγια τους αὐτά βλέπουμε ὅτι δέν κάνουν διακρίσεις μεταξύ τῶν ἁγίων. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι δικαιώνονται μόνο διά τῆς πίστεως. Μόνη ἡ πίστις, λέγουν, φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖον παίρνει καί τήν δικαίωσι. Οἱ ἅγιοι δέν ἔχουν τό δικαί­ωμα οὔτε καί τό καθῆκον νά πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς. Ἀκόμη, λέγουν, ὅτι μπο­ροῦμε ἐμεῖς νά προσευχώμεθα κατ᾿ εὐθεῖαν στόν Θεό, χωρίς νά παρεμβάλλωνται ἅγιοι. Καί προσθέτουν: «Εἷς μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χρι­στός Ἰησοῦς, ὁ δούς ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων» (Α.Τιμόθ.2,5-6).

Ἀρχίζουμε νά ἀνασκευάζουμε τίς πλάνες τους γιά τό θέμα περί Ἁγί­ων ἀναφερόμενοι στήν διάκρισι τῶν Ἁγίων.

Ὅπως ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν ἀστέρων, σύμφωνα μέ τό: «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α' Κορινθ.15,41), ἔτσι ὑπάρχουν καί κατηγορίες  ἁγίων ἀνάλογα μέ τήν δόξα πού ἀπολαμβάνουν στούς οὐρανούς. Ἐφ᾿ ὅσον ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί τόποι κατοικίας τῶν δικαίων, σύμφωνα μέ τό «ἐν τῆ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσίν» (Ἰωάν.14, 2).

Ἡ λέξις ἅγιος ἑρμηνεύεται ἁγνός, ἱερός, σεβάσμιος, ἀποχωρισμένος ἀπό τόν κόσμο καί ἀφιερωμένος στόν Θεό. Ἡ Ἁγία Γραφή ὀνομάζει ἁγίους αὐτούς πού ἀναστήθηκαν ἀπό τά μνημεῖα, στήν σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ (Ματθ.27,52), τίς γυναῖκες πού ὑπετάσσοντο στούς ἄνδρες τους, ὅπως ἡ Σάρρα (Α' Πέτρ.3,5), τούς χριστιανούς πού εὑρίσκοντο στήν Ρώμη (Ρωμ.1,7), στήν Κόρινθο (Α'Κορ.1,2), στήν Ἔφεσο, στούς Φιλίππους κλπ.

Κατά κανόνα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὀνομάζει ἅγιον, ἐκεῖνον πού μεριμνᾶ πῶς νά ἀρέσῃ στόν Κύριο (Α'Κοριν·7,33-34),  δηλαδή αὐτόν πού ἐπέρασε τήν ζωή του μέ καθαρότητα ψυχῆς καί σώματος, μέ ἀσκητικούς ἀγῶνες καί ἔργα ἀγάπης.

Ἀκόμη ὁ ὅρος Ἅγιος ἀπεδόθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία στούς μάρτυρες τῆς πίστεως, ἐφ᾿ ὅσον πρῶτος «πιστός καί ἀληθινός μάρτυς» (Ἀποκάλ.1,5) εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «ἐμαρτύρησεν ἐπί Ποντίου Πιλάτου τήν καλήν ὁμολογίαν» (Α'Τιμοθ.6,13). Ἄρα, μάρτυς εἶναι καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μέ τήν θυσία τῆς ζωῆς του ἐπισφραγίζει τήν ὁμολογία τῆς πί­στεως του στόν Χριστό.

Οἱ ἅγιοι, μᾶς λέγουν οἱ Προτεστάντες, δέν ἔχουν δικαίωμα νά πρεσβεύ­ουν γιά μᾶς. Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Οἱ ἅγιοι καί, ὅταν ἀκόμη ζοῦσαν στόν κόσμο, προσηύχοντο γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Ἀβραάμ προσεύχεται στόν Θεό ὑπέρ τοῦ Ἀβιμέλεχ, βασιλέως τῶν Γεράρων καί ὁ Θεός θεραπεύει αὐτόν, τήν γυναῖκα του καί τίς δοῦλες του (Γέν.20,7 καί 17). Στό βιβλίο (Ἔξοδος 8,17-Ι8) ὁ Φαραώ παρακαλεῖ τόν Μωϋσῆ νά προσευχηθῆ στόν Θεό γιά νά ἐξαφανίση τήν κυνόμυια. Οἱ Ἰσραηλίτες κατασκευάζουν χρυσό μοσχάρι καί τό λατρεύουν σάν Θεό. Ὁ Θεός ὀργίζεται καί θέλει νά τούς συντρίψη. Ἐπεμβαίνει ὁ Μωϋσῆς καί μέ τήν προσευχή του ἐξιλεώνει τόν Θεό ὑπέρ τοῦ λαοῦ του (Ἔξοδος 32,1-Ι4). Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε: «Ὁ μέν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῆ φυλακῆ.  Προσευχή δέ ἦν  ἐκτενής γενομένη ὑπό τῆς ἐκκλησίας πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτοῦ (Πράξ. 12,5). Οἱ χριστιανοί τῶν Ἰεροσολύμων ἐγνώριζαν ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε μεγάλη παρρησία στόν Κύριο. Καί ὅμως, εὑρισκόμενος ἐκεῖνος  στήν φυλακή, παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἐλευθεώση.  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στό (Α Τιμόθ. 2,Ι-2): «Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπέρ βασιλέων καί πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῆ ὄντων». Καί προσθέτει: «Τοῦτο γάρ καλόν καί ἀποδεκτόν ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ. (στίχος 3). Αὐτή ἡ σαφής διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀφοπλί­ζει τούς Προτεστάντες καί ὅλους μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δικαίωμα καί καθῆκον νά προσευχώμεθα οἱ μέν γιά τούς δέ, διότι «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακώβ.5 ,Ι6)

Ἄς προσθέσουμε καί ἕνα ἄλλο σαφέστατο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν ἐπιστολή του στούς Ρωμαίους 15,30-32. «Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοί, διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος, συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπέρ ἐμοῦ πρός τόν Θεόν, ἵνα ρυσθῶ ἀπό τῶν ἀπειθούντων ἐν τῆ Ἰουδαίᾳ καί ἵνα ἡ διακονία μου ἡ εἰς Ἰερουσαλήμ εὐπρόσδεκτος γένηται τοῖς ἁγίοις, ἵνα ἐν χαρᾶ ἔλθω πρός ὑμᾶς διά θελήματος Θεοῦ καί συναπαύσωμαι ὑμῖν». Ἐδῶ δέν ζητεῖ ὁ Παῦλος ἀπό τούς Χριστιανούς νά προσευχηθοῦν μόνο γι᾿ αὐτόν. Τούς παρακαλεῖ, τούς ἐξορκίζει κατά κάποιο τρόπο στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά συναγωνισθοῦν μαζί του, νά τόν βοηθήσουν στόν μεγάλο ἀγῶνα του μέ τίς προσευχές τους πού θα ἔκαναν ὑπέρ αὐτοῦ στόν Θεό. Γιά ποιόν σκοπό; Πρῶτον, νά τόν γλυτώση ὁ Θεός ἀπό τούς Ἰουδαίους, πού ἤθελαν νά τόν ἐξοντώσουν. Δεύτερον, νά γίνη δεκτή ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς Ἰερουσαλήμ ἡ ὑπηρεσία πού θά τούς ἐπρόσφερε. Καί τρίτον, νά τόν βοηθήση ὁ Θεός νά ἐπισκεφθῆ τούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης καί εὕρη ἀνάπαυσι μεταξύ τους.

Οἱ Χριστιανοί θεωροῦσαν καθῆκον τους νά προσεύχωνται στόν Θεό γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τούς Ἀποστόλους. Βλέπετε τά παρακάτω χωρία: (Πράξ.12,5-12. Ἐφεσ.6,18-20. Φιλήμ.22. Β'Θεσ·3,1~2 κλπ.

Ὁ Χριστός, ὅταν περνοῦσε τίς ἀγωνιώδεις στιγμές Του ὡς ἄνθρωπος, πρίν ἀπό τό Πάθος Του, προσευχήθηκε στόν  Θεό νά Τόν ἐνισχύση. Καί τί λέγει ἡ Γραφή; «Ὤφθη δέ αὐτῶ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. 22,43). Ἄν ὁ Χριστός εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς χρειαζόμαστε τήν πρεσβεία τῶν Ἁγίων, καί μάλιστα, ὅταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς δίνει τό παράδειγμα;

Καί ἐμεῖς προσευχόμεθα γιά τούς ἄλλους, μᾶς ἀπαντοῦν οἱ Προτεστάν­τες, ἀλλά δέν παρακαλοῦμε ἁγίους, διότι αὐτοί ἀπέθαναν καί δέν ὑπάρχουν πλέον.

            Αὐτός ὅμως ὁ λόγος τους εἶναι  βλασφημία, διότι  «οὐκ ἔστιν ὁ Θεός Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων (Ματθ.22,32). Μάρκ.12,26-27 καί Λουκ. 22,37-39). Ὁ Κύριος ἀλλοῦ λέγει: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν,ὅτι ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τῶ  πέμψαντί με ἔχει   ζωήν αἰώνιον, καί εἰς κρίσιν   οὐκρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». (Ἰωάν.5,24) καί «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν  ἀποθάνει ζήσεται καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς  μέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν.11,26). Ἄς μάθουν, λοιπόν, οἱ  φίλοι Προτεστάντες, ἄν δέν τό ἤξεραν μέχρι τώρα, ὅτι, ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, δέν καταδικάζονται, οὔτε πεθαίνουν, ἀλλά ζοῦν αἰώνια.

Ἐφ᾿ ὅσον λοιπόν ὑπάρχουν καί μετά θάνατον, αὐτοί πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, ἀπολαμβάνοντας τήν δόξα Του στούς οὐρανούς, τί τούς ἐμποδίζει καί ἐκεῖ νά προσεύχωνται γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν ἀκόμη στήν γῆ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὄντας ἀκόμη στήν γῆ, γονάτιζε καί προσευχόταν θερμά γιά τούς Χριστιανούς (Ρωμ.1,8-10. Ἐφεσ.3,14,16-17. Ἐφες.1,15). Πῶς τώρα, πού εἶναι ἀπερίσπαστος στόν οὐρανό σταμάτησε αὐτό τό ἔργο  τῆς προσευχῆς του γιά τούς ἄλλους; Μήπως τελείωσε ἡ ἀγάπη του πού εἶχε γιά τούς ἀδελφούς του; Μήπως ἀπορροφημένος ἀπό τήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ δέν τούς σκέπτεται καθόλου; Μήπως εἶναι ὁ Θεός μακριά του καί δέν τόν ἀκούει ἤ  τοῦ ἀπηγόρευσε ὁ Θεός αὐτή τήν προσευχή; Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί οἱ ἔχοντες παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ προσεύχονται γιά ὅλο τόν κόσμο.  Ἰδού καί ἄλλες μαρτυρίες: «Τά τέσσερα ζῶα καί οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρε­σβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καί φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαί τῶν ἁγίων. (Ἀποκάλ.5,8).Ὅσο ἀλληγορικά καί νά ἐξηγηθοῦν αὐτά, γεγονός ἀναντίρρητον εἶναι ὅτι οἱ εὑρισκόμενοι στόν οὐρανό ἅγιοι προσεύχονται γιά ἐμᾶς τούς ζώντας. Ἀκόμη τό ἄλλο χωρίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει: Εἶδον ὑποκάτω τοῦ Θυσιαστηρίου τάς ψυχάς τῶν ἐσφαγμένων διά  τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ καί διά τήν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἥν  εἶχον καί ἔκραξαν φωνῆ μεγάλῃ λέγοντες ἕως πότε ὁ Δεσπότης ὁ Ἅγιος καί ἀληθινός, οὐ κρίνεις καί ἐκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπί τῆς γῆς; (Ἀποκάλ.6,9-Ι0). Ἐδῶ λέγει ὅτι οἱ ψυχές πού ἐσφάγησαν γιά τήν μαρτυρία τοῦ Ἀρνίου (Χριστοῦ) προσεύχονται στόν Θεό νά κρίνη καί δικάση τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς πού ἀπεστάτησαν. Ἐνῶ στό χωρίο (Ἀποκάλ.8,3-4) διαβάζουμε ὅτι οἱ προσευχές τῶν ἁγίων, ὄχι μόνον γίνονται, ἀλλά καί προσάγονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διά τῶν ἀγγέλων Του.

Μή μπορώντας οἱ Προτεστάντες ν᾿ ἀντικρούσουν τά χωρία αὐτά, ἰσχυρί­ζονται μέ πολλήν ἀνοησία ὅτι δέν εἶναι σέ θέσι νά γνωρίζουν ὅσα γίνον­ται στήν γῆ οὔτε καί τίς προσευχές μας ἀκοῦνε. Καί ὅμως τούς ἀπαντοῦμε μέ χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι οἱ Ἅγιοι παρακολουθοῦν καί ἐνδια­φέρονται γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν γῆ. Ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἐπεθύμησε νά ἴδη τήν ἡμέρα τῆς ἐνανθρωπήσεως Του. Καί προσθέτει: «καί εἶδε καί ἐχάρη»  (Ἰωάν.8,56). Δηλαδή ἀπό τόν τόπο τῆς πνευματικῆς εὐφροσύνης πού εὑρισκόταν εἶδε τήν Σάρκωσι τοῦ Κυρίου καί χάρηκε. Ἐπίσης στήν παραβολή τοῦ ἀπολωλότος προβάτου μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος ὅτι: «χαρά γίνεται ἐν τῶ οὐρανῶ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,7-10). Στήν Παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ὁ Ἀβραάμ εἶπε στόν πλούσιο: «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τά ἀγαθά σου ἐν τῆ ζωῆ σου καί ὁ Λάζαρος τά κακά» (Λουκ.Ι6,25). Ἀπό ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἀβραάμ, χωρίς  νά εἶναι πανταχοῦ παρών, ἐγνώριζε τήν ζωή στόν κόσμο καί τοῦ πλου­σίου καί τοῦ Λαζάρου. Ἐπίσης στό χωρίο (Πράξ.5) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀνανίας καί ἡ Σαπφείρα ἀπεφάσισαν νά πουλήσουν τό κτῆμα τους, νά εἰποῦν ψέμματα στόν Ἀπόστολο Πέτρο ὅτι ἐπῆραν τόσα χρήματα ἀπό τήν πώλησι, δηλαδή λιγώτερα, γιά νά κρατήσουν δικά τους τά ὑπόλοιπα καί νά φανοῦν μπροστά στήν τότε Ἀδελφότητα τῶν Χριστιανῶν ὡς ἀληθινοί καί εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅμως, χωρίς νά εἶναι πανταχοῦ παρών, μέ τήν φώτισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμαθε γιά τήν ἀπάτη αὐτοῦ τοῦ ζεύγους, καί, ἀφοῦ τούς ἤλεγξε, τούς ἐπετίμησε καί ἀπέθαναν.

Ἄλλος ἀνόητος ἰσχυρισμός τῶν Προτεσταντῶν εἶναι καί αὐτός: Μᾶς λέ­γουν ὅτι δέν μᾶς χρειάζονται γιά τήν σωτηρία μας οἱ πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, ἐφ᾿ὅσον ὁ Θεός, πού εἶναι παντοδύναμος, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήση καίρια καί νά μᾶς σώση καί χωρίς αὐτούς. Βεβαίως, τούς ἀπαντοῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ μόνον Αὐτός νά μᾶς σώση, ἄλλωστε αὐτό δηλοῖ καί τό χωρίο: Εἷς μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς, ὁ δούς ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων» (Α Τιμόθ.2,5~6). Ἀλλά ἡ πρεσβεία τῶν Ἁγίων δέν καταργεῖ, ἀλλά προϋποθέτει τήν μεσιτεία τοῦ Κυρίου. Αὐτός πού σώζει εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονται στόν Χριστό γιά τήν σωτηρία μας, χωρίς νά μᾶς τήν δίνουν οἱ ἴδιοι. Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν προσκυνοῦμε τούς ἁγίους καί ἀγγέλους, ὅπως τόν Θεό, στόν Ὁποῖον ἀνήκει λατρευτική προσκύνησις. Ἐνῶ στούς Ἁγίους προσφέρεται τιμητική καί εὐλαβική, ὡς φίλους καί οἰκείους τοῦ Θεοῦ.

Παρότι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Λυτρωτής τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως γιά τήν  οἰκειοποίησι καί χορήγησι αὐτῆς τῆς σωτηρίας χρησιμοποιεῖ τούς ἀνθρώ­πους σάν ὄργανά Του. Ἐδῶ στήν γῆ ἐμεῖς, μέσῳ ἄλλων πνευματικῶν ἀνθρώ­πων καί διδασκάλων τοῦ Εὐαγγελίου, μαθαίνουμε νά ἐφαρμόζουμε τό θέλημα Του. Ἐκεῖνος ἀκούει τίς προσευχές τους πού κάνουν γιά ἐμᾶς καί γενικά, χάριν τέτοιων ὁμοφύλων ἀνθρώπων, μᾶς καλεῖ στόν δρόμο τῆς ἀληθείας, χω­ρίς νά μειώνεται καθόλου ἡ παντοδυναμία Του.

Ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἄς ἐκθέσουμε στήν συνέχεια καί μερικές μαρ­τυρίες ἀπό ἱερούς Συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ.  

Ὁ Ὡριγένης γράφει: «Αἱ ψυχαί τῶν πεπελεκισμένων, ἕνεκα τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἰησοῦ, μή μάτην τῶ ἐν οὐρανοῖς θυσιαστηρίῳ προσεδρεύουσαι, διακονοῦσι τοῖς εὐχομένοις ἄφεσιν ἁμαρτημάτων». Τόν φίλο του Ἀμβρόσιον προτρέ­πει στό μαρτύριο γράφοντας του ὅτι, ἐάν μαρτυρήση, θά γίνη εὐεργετικώτερος πρός τούς κατοικοῦντας στήν γῆ, διότι θά ἔχη παρρησίαν ὄντως φίλος τοῦ Θεοῦ καί θά προσεύχεται γι᾿ αὐτούς».

Ὁ ἅγιος Κυπριανός γράφει στόν πιστό φίλο του Κορνήλιο ὅτι, παρότι θά χωρισθοῦν διά τοῦ θανάτου σωματικά, ὅμως θά ἔχη τήν παρηγοριά ὅτι θά προσεύχεται ὁ μεταστάς στούς οὐρανούς γιά τούς ἐναπομείναντας στήν γῆ. Ἀναμιμνησκόμεθα ἀλλήλων. Προσευχώμεθα ὁ εἷς ὑπέρ τοῦ ἄλλου ἑκατέρωθεν ὁ ἐν οὐρανοῖς ὑπέρ τοῦ ἐπί γῆς, καί ὁ ἐπί γῆς ὑπέρ τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Εἴτε δέ ὁ εἷς εἴτε ὁ ἄλλος προπορευθῆ τῆ χάριτι τοῦ Θεοῦ, ἄς ἐξακολουθοῦμεν ἀγαπώμενοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί προσευχόμενοι ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν πρό τοῦ ἱλαστηρίου τοῦ κοινοῦ Πατρός».

Ὁ Μέγας Βασίλειος χαιρετίζει μέ τά ἑξῆς ἐγκωμιαστικά λόγια τούς τεσσαράκοντα Μάρτυρες: Ὤ χορός ἅγιος! Σύνταγμα ἱερόν, ὤ συνασπισμός ἀρραγής, ὤ κοινοί φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἀγαθοί κοινωνοί φρο­ντίδων, δεήσεως συνεργοί, πρεσβευταί δυνατώτατοι».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει γιά τόν κοιμηθέντα φίλον του Μέγα Βασίλειο: «Καί νῦν ὁ  μέν ἐστι ἐν οὐρανοῖς κἀκεῖ τάς ὑπέρ ἡμῶν, ὡς οἶμαι, προσφέρων θυσίας καί τοῦ λαοῦ προσευχόμενος.

Συμπερασματικά τονίζουμε τά ἑξῆς στό κεφάλαιο αὐτό περί Ἁγίων. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Μεσίτης καί πρεσβευτές γιά τούς ἀνθρώπους ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἡ πρεσβεία δέν εἶναι μεσιτεία, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτήν. Χωρίς τήν μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε καί πρεσβεία τῶν Ἁγίων. Ἡ πρεσβεία τῶν Ἁγίων εἶναι ἰσχυρώτερη τῆς προσευχῆς, διότι γίνεται ἀπό ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, λόγω τῶν βασάνων καί θλίψεων πού ὑπέστησαν στήν γῆ. Πρεσβευτές τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχουν στόν οὐρανό καί λιγώτεροι στήν γῆ.Ἔτσι, κατά σειράν ἔχουμε: Μεσιτεία Χριστοῦ, πρεσβεία ἁγίων, προσευχή τῶν πιστῶν χριστιανῶν.

 

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

            Μᾶς κατηγοροῦν οἱ Προτεστάντες ὅτι ἀποδίδουμε λατρεία στίς ἅγιες εἰκόνες καί τά Ἱερά Λείψανα.  Τούς πληροφοροῦμε ὅτι δέν ἀποδίδουμε λατρεία, ἀλλά τιμητική προσκύνησι καί σεβασμό καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ λατρευτική προσκύνησις ἀνήκει μόνον στόν Τριαδικό μας Θεό. Ἐκεῖνοι στηρίζουν τήν πλάνη τους στήν ἐντολή τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου πού λέγει τά ἑξῆς: «Οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα ὅσα ἐν τῶ οὐρανῶ ἄνω καί ὅσα ἐν τῆ γῆ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι ὑποκάτω τῆς γῆς, οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσης αὐτοῖς. Ἐγώ γάρ εἰμί  Κύριος ὁ Θεός καί...    (Ἐξόδ.20,4-5).

Ἀναλύουμε τό χωρίο αὐτό. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, δηλαδή νά μή κατασκευάσης ποτέ γιά τόν ἑαυτόν σου εἴδωλα, τά ὁποῖα καί θά προσκυ­νήσης σάν θεούς, διότι ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου. Ἐδῶ δέν ὁμιλεῖ γιά εἰκόνες, ἀλλά γιά εἴδωλα, δηλαδή, ὁμοιώματα ἀνυπάρκτων ὄντων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι ὁμοιώματα ὑπαρκτῶν ὄντων π.χ τό εἴδωλο τοῦ βοός τῶν Αἰγυπτίων, τό ὁποῖον θεωροῦσαν σάν Θεό, ἦταν ὁμοίωμα ἀνυπάρκτου θεοῦ, ἐνῶ οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων εἶναι ὁμοιώμα­τα ὑπαρκτῶν προσώπων. Τά εἴδωλα λοιπόν καί ὄχι τίς εἰκόνες ἀπαγορεύει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ νά κατασκευάζουμε. Εἶναι φανερόν ὅτι τό κύριο βάρος τῆς σημασίας πέφτει στήν φράσι: «Ἐγώ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου». Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ Ἑβραϊκός λαός ζοῦσε ἀνάμεσα σέ εἰδωλαλατρικούς λαούς καί ὁ Θεός θέλοντας νά τόν κρατήση στήν λατρεία τοῦ Ἑνός καί Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπηγόρευσε τήν κατασκευή εἰδωλικῶν θεοτήτων, διότι δέν εἶναι θεοί, ἀλλά δαιμόνια. Αὐτό μᾶς λέγει καί ὁ  Προφήτης Δαβίδ: «Πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια, ὁ δέ Κύριος τούς οὐρανούς ἐποίησεν» (Ψαλμ.95,5).

Ἐνῶ ἀπαγορεύει ὁ Θεός τήν κατασκευή εἰδώλων, ἐπιτρέπει στούς Ἰσραηλίτες τήν κατασκευή ἄλλων ὁμοιωμάτων, ὅπως ἀγγέλων, ζώων, φυτῶν  καί μάλιστα ἐντός τοῦ λατρευτικοῦ χώρου. Ἔτσι, κατασκευάζονται μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ δύο Χερουβείμ μέ ἁπλωμένα τά χέρια πάνω στό ἱλαστήριο (Ἔξοδος 25,17-19). Δύο ἄλλα τεράστια Χερουβείμ τοποθετήθηκαν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος (Γ'Βασιλειῶν 6,23~28). Τά αντικείμενα καί σύμβολα αὐτά δέν λατρεύονται,οὔτε καί τιμῶνται ξεχωριστά ἀπό τήν σχέσι τους μέ τόν Θεό.

Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ἄϋλος, ἀλλά καί αἰσθητός, διότι φέρει φθαρτό σῶμα, ἔχει ἀνάγκη νά ἀπεικονίζη τόν Θεό καί μέ αἰσθητά πράγματα. Ἀφοῦ λοιπόν σαρκώθηκε ὁ Θεός στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε ἐμεῖς νά εἰκονίσουμε τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ ἐμᾶς, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας. Στήν παλαιά ἐποχή, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, δέν μποροῦσε νά εἰκονισθῆ διότι δέν εἶχε λάβει οὔτε σῶμα, οὔτε μορφή. Αὐτό ὅμως πού εἰκονίζουμε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἡ θεία φύσις Του, ἀλλά ἡ ὑπόστασίς του, δηλαδή τό ἅγιο καί ἀναμάρτητο Πρόσωπό Του. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ὁρατό σημεῖο τῆς ἀοράτου παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ τιμή τῶν εἰκόνων ἄρα, στηρίζεται στό πλέον βασικό δόγμα τῆς πίστεώς μας, στήν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἀλη­θινή παρουσία Του ἀνάμεσα μας. Προσκυνώντας τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τόν λατρεύουμε ὡς Θεόν ἀληθινό, Τόν ὁμολογοῦμε ὡς Σωτῆρα μας καί Λυτρωτή καί Τόν προσκυνοῦμε ὡς Θεόν καί ἄνθρωπον. Ἡ τιμή μας πρός τήν εἰκόνα δέν ἀπευθύνεται στά ὑλικά, ἀπό τά ὁποῖα εἶναι κατασκευασμένη, ἀλλά στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί μέ τίς φωτογραφίες γνωστῶν ἤ προσφιλῶν μας προσώπων. Τίς ἀσπαζόμεθα ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό τιμῶντες τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα καί ὄχι τό χαρτί τῆς εἰκόνας. Δέν ταὐτίζουμε τήν εἰκόνα μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, διότι αὐτό θά ἦταν θεοποίησις τῆς εἰκόνας, ἄρα βλασφημία καί ἁμαρτία. Ἀλλά τί κάνουμε; Προσκυνοῦμε τήν μορφή τοῦ ἁγίου καί ἀναγόμεθα στήν ζωντανή του μορφή, ὅπως εἶναι στόν Παράδεισο. Γι᾿ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε ὅτι «οἱ εἰκόνες εἶναι τά βιβλία τῶν ἀγραμμάτων». Αὐτή ἦταν καί ἡ διδασκαλία τῆς 7ης Οἰκουμενι­κῆς Συνόδου,πού ἔγινε τό 787 στήν Κωνσταντινούπολι καί ἀπεσόβησε τόν ἐξεγερθέντα εἰκονομαχικό σάλο, πού κράτησε 130 περίπου χρόνια. Ἰδού τό ἀκριβές κείμενο: Ταῦτα γάρ συνεχῶς δι᾿ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται (τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα), τοσοῦτον καί οἱ ταύταις θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν καί ταύταις ἀσπασμόν καί τιμητικήν προσκύνησιν ἀπονέμειν, οὐ μήν τήν κατά πίστιν ἡμῶν ἀληθινήν λατρείαν, πρέπει μόνῃ τῆ θείᾳ φύσει,..ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῆ τοῦ ἐγγρα­φομένου τήν ὑπόστασιν».

Ἐκτός  ἀπό τίς εἰκόνες οἱ Προτεστάντες καί Χιλιαστές καταφέρονται καί ἐναντίον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Λέγουν ὅτι, ἄλλο εἶναι ὁ Σταυρός καί ἄλλο ἡ Σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός ἦταν καταραμένος, διότι ἦταν μέσον τιμωρίας καί ἐκτελέσεως τῶν πιό κακούργων ἀνθρώπων.

Τούς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ Γραφή μᾶς λέγει στό (Δευτερονόμιο 21,23) «ὅτι ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» καί στό (Γαλάτας 3,13) διαβάζουμε ὅτι ὁ Χριστός «ἐγένετο κατάρα ὑπέρ ἡμῶν». Εἶναι πράγματι κα­ταραμένος καί ὁ Χριστός; Ὄχι βέβαια. «Ἐγένετο ὁ Χριστός ὑπέρ ἡμῶν κα­τάρα» σημαίνει ὅτι ἀνέλαβε τήν δική μας κατάρα καί τήν μετέβαλε σέ εὐ­λογία. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός ἔγινε καταραμένος γιά τήν σωτηρία μας καί ἀφοῦ μετέβαλε τήν κατάρα σέ εὐλογία, γιατί καί ὁ Σταυρός του νά μή μεταβληθῆ ἀπό καταραμένο ξύλο σέ εὐλογημένο; Ἐφ᾿ ὅσον πάνω σ᾿ Αὐτό ἔρρευσε τό Αἷμα Του καί ξαπλώθηκε τό Πανάχραντο Σῶμα Του;  Ἐάν τά σουδάρια καί σιμικίνθια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου θαυματουργοῦν (Πράξ.Ι9 12) γιατί νά στερηθῆ ἀπ᾿ αὐτήν τήν χάρι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, πού ποτί­σθηκε μέ τό Αἷμα Του;

            Ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ βλέπουμε νά προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τήν ὕψωσι τοῦ χαλκίνου φιδιοῦ (Ἀριθμοί 21,8). Ὡς γνωστόν, στήν πορεία του πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας οἱ Ἰσραηλίτες προσβλήθηκαν κάποια περίοδο ἀπό δηλητηριώδη φίδια καί ἀπέθνησκον. Ὁ Μωϋσῆς μετά ἀπό προσευχή στόν Θεό, ἐπῆρε ἐντολή νά κατασκευάση χάλκινο φίδι καί νά τό ὑψώση στό κέντρο τοῦ στρατοπέδου τοῦ λαοῦ. Ὅσοι λοιπόν ἐδαγκώνοντο ἀπό τά φίδια, θά ἐλυτρώνοντο, ἐάν ἐκύτταζαν μόνο τό χάλκινο αὐτό φίδι.  Αὐτό τό χάλκινο φίδι ἔγινε τό σύμβολο τῆς νίκης στήν περίοδο τῆς νέας Διαθήκης σέ ἕνα   ἄλλο σύμβολο, τόν τίμιο Σταυρό. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγει: «Καί καθώς ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῆ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν.3 ,14-15)

Ὁ Σταυρός πλέον δέν εἶναι τό σύμβολο τῆς ντροπῆς καί τῆς κατάρας, ἀλλά πηγή ζωῆς αἰωνίου. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἔκφρασι ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Σταυρόν, ὅπου θανατούμενος ἀνέστησε τόν παλαιό κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία καί συμφιλίωσε τόν ἄνθρωπο μέ Τόν δημιουργό του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς λέγει ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νά δοξασθῆ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναφερόταν στήν ὕψωσί του ἐπί τοῦ Σταυροῦ (Ἰωάν. 12, 23). Καί ἀκόμη μᾶς εἶπε ὅτι, ὅταν ὑψωθῆ ἀπό τήν γῆ, θά ἑλκύση ὅλους πρός τόν Ἑαυτό Του. Λέγοντας αὐτό ἐννοοῦσε μέ ποιόν θάνατο ἐπρόκειτο νά ἀποθάνη (Ἰωάν·12,31-32).

Ὁ Σταυρός εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καί ἀντλεῖ τήν δύναμι καί τήν χάρι Του ἀπό τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐννοώντας ὄχι μόνο αὐτό τό γεγονός τῆς σταυρώσεως, ἀλλά καί αὐτό τό τίμιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Ἀκόμη ὁ Σταυρός ἀποτελεῖ τό ἐξωτερικό σημεῖο μέ τό ὁποῖο σφραγίζον­ται ὅλα ἀνεξαιρέτως τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τά ὁποῖα πρα­γματοποιεῖται ἡ σωτηρία μας. Δέν πρόκειται γιά μαγικό ὄργανο ἀσφαλῶς, ἀλλά γιά τήν ζωοποιό δύναμι τῶν θείων ἐνεργειῶν. Αὐτήν τήν δύναμι δέν τήν μεταδίδει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καθ᾿ ἑαυτό, ἀλλά ἡ σχέσις τοῦ σημείου αὐτοῦ μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συνέβαινε καί μέ τόν χάλκινο φίδι. Δέν ἐσώζοντο οἱ Ἰσραηλίτες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ συμβόλου καθ᾿ ἑαυτό, ἀλλ᾿ ἐξ αἰτίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Σωτῆρας ὅλων μας. Ἔτσι, ὁ Σταυρός ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς νίκης καί τοῦ θριάμ­βου κατά τοῦ διαβόλου καί κατά τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου. Καί κατά τούς ἐσχάτους χρόνους θά εἶναι ἐξασφαλισμένη ἡ σωτηρία γιά ἐκεῖνους μόνο πού θά φέρουν τό σημεῖο αὐτό του Θεοῦ.

Ή βαθύτερη ἔννοια τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ εἶναι νά σταυρώσουμε τά πάθη μας, νά δεχθοῦμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσουμε συνειδητά τήν ζωή τῆς ἐν Χριστῶ μεταμορφώσεως. (Βλέπε καί τό χωρίο: Μάρκ.8,34 καί Ματθ. 10,38)·

 

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ

Ἐφ᾿ ὅσον ἀρνοῦνται   οἱ Προτεστάντες τούς Ἁγίους καί τίς εἰκόνες τους, εἶναι ἑπόμενο νά ἀρνοῦνται καί τά ἅγια Λείψανά τους, πολλά ἀπό τά ὁποῖα μυροβλύζουν, εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν σ᾿ αὐτούς πού προ­σέρχονται μέ πίστι καί τά προσκυνοῦν.

Ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ δέν ἁγιάζει μόνο τίς ψυχές, ἀλλά καί τά σώματα τῶν πιστῶν καί εὐλαβῶν ὀρθοδόξωυ Χριστιανῶν. Ἔτσι, βλέπουμε μέχρι σήμερα Λείψανα μερικῶν Ἁγίων νά εἶναι εὐωδιάζοντα  καί ἄφθαρτα, χωρίς καμμία ἀλλοίωσι ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου, οὔτε νά γίνεται ἡ διατήρησί τους μέ χημικές καί ἄλλες οὐσίες. Ὀ θεῖος Παῦλος μᾶς λέγει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν; (Α.Κοριν.6,19). Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τά θαύματα διά τῶν ἁγίων, ὅταν ἦταν σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί μετά τόν θάνατό τους.Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ἀναφέρει θαύματα νεκρῶν  σωμάτῶν ἁγίων σέ ἄλλους νεκρούς. Στό Βιβλίο τῶν Βασιλειῶν 13,20 ἀναφέρεται ὅτι: «ἀπέθανε Ἐλισαιέ καί ἔθαψαν αὐτόν καί μονόζωνοι Μωάβ ἦλθον ἐν τῆ γῆ ἐλθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ. Καί ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντῶν τόν ἄνδρα καί ἰδού εἶδον τόν μονοζωνον καί ἔρριψαν τόν ἄνδρα ἐν τῶ τάφῳ Ἐλισαιέ. Καί ἐπορεύθη καί ἥψατο τῶν ὀστέων Ἐλισαιέ καί ἔζησε καί ἀνέστη ἐπί τούς πόδας αὐτοῦ». Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἔριξαν κάποιον νεκρό  Μωαβίτη στόν τάφο τοῦ Ἐλισαιέ καί ὅταν ἤγγισε τά ὀστᾶ του, ἀναστήθηκε. Ἀλλά καί στήν Καινή Διαθήκη βλέπουμε τό ἑξῆς: «Παρεκάλουν αὐτόν (δηλ·τόν Ἰησοῦν) ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ ἱματίου τοῦ κρασπέδου αὐτοῦ καί ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν» (Ματθ·14,36).Ὄχι μόνο τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Κυρίου εἶχε  γιαστική δύναμι, ἀλλά καί τά σουδάρια (ὕφασμα μέ τό ὁποῖο ἐτύλιγαν τό κεφάλι) ἤ σιμικίνθια (μαντήλια), τά ὁποῖα εἶχαν ἀγγίσει τό Σῶμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καί ἰδού: «Δυνάμεις τε οὐ τάς τυχούσας ἐποίει ὁ Θεός διά τῶν χειρῶν τοῦ Παύλου ὥστε καί ἐπί τούς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπό τοῦ χρωτός αὐτοῦ σουδάρια ἤ σιμικίνθια καί ἀπαλάσσεσθαι ἀπ᾿αὐτῶν τάς νόσους, τά τε πνεύματα τά πονηρά ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿αὐτῶν» (Πράξ.19. 11,13). Ὄχι μόνο τό χάλκινο φίδι, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, καί τά Λείψανα τοῦ Ἐλισαιέ στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί τά σουδάρια καί τά σιμικίνθια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Καινή Διαθήκη ἐνεργοῦσαν θαύματα, ἀκόμη καί αὐτή ἡ σκιά τοῦ Πέτρου, «κατά τάς πλατείας ἐκφέρειν τούς ἀσθενεῖς καί τιθέναι ἐπί κλινῶν καί κραββάτων, ἵνα ἐρχομένου τοῦ Πέτρου, κἄν ἡ σκιά ἐπισκιάσει τινί αὐτῶν...».  (Πράξ.5,12 καί 15-16).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ  Παλαμᾶς μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Προσκυνοῦμε τά ἱερά Λείψανα ἐπειδή δέν ἀφηρέθηκε ἀπ᾿αὐτά ἡ ἁγιαστική δύναμις, ὅπως δέν ἀποχωρίσθηκε ἡ θεότης ἀπό τό δεσποτικό Σῶμα τοῦ Κυρίου κατά τόν τριήμερο θάνατό Του. Αὐτή ἡ ἁγιαστική δύναμι τους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σχέσεως τῶν ἁγίων μέ τόν Χριστό, μέ τό ἅγιο Σῶμα Του, τό ὁποῖο ντύ­θηκαν οἱ ἅγιοι στό ἱερό βάπτισμα (Γαλάτ.3,27) καί τό κράτησαν καθαρό καί ἁγνό μέχρι τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τους (Α.Θεσ·5,23).

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς λέγει τά ἑξῆς: Ἡ ψυχή πού ἀξιώθηκε νά λάβη τήν Θεία Χάρι, κατ᾿ ἀνάγκη ἁγιάζει καί ὅλο  τό κορμί της, μέσα στά μέλη τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται.Ἔτσι ἡ Θεία Χάρις, ὅπως οἰκειοποιεῖ­ται τήν ψυχή,ἔτσι οἰκειοποιεῖται καί τό σῶμα της. Ὅταν ἡ ψυχή χωρισθῆ ἀπό τό κορμί της, εὑρίσκεται μαζί μέ ὅλη τήν θεότητα, δηλαδή τήν θεία Χάρι. Τό σῶμα ἀπομένει μόνο του χωρίς τήν ψυχή καί ἑνωμένο μόνο μέ τήν Θεότητα, δηλ. τήν Θεία Χάρι καί φανερώνει στούς ἀνθρώπους τήν θεία ἐνέργεια καί τά θαύ­ματα. Ἀφ᾿ ὅτου λυθοῦν τό σῶμα καί ἡ ψυχή μέ τόν θάνατο, δέν ἔχουν πλέον καμμία σωματική ἀνάγκη, κανένα πειρασμό καί θλῖψι. Τό καθένα εἶναι ἑνω­μένο μέ τήν θεία Χάρι, τήν ὁποία ἔλαβαν μέ τό ἅγιο βίο πού ἔκαναν σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, ὅταν ἦταν μαζί. Στόν καιρό τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως θά πάρη καί τό κορμί τήν ἀφθαρσία, πού ἐχάρισε   Θεός στήν ψυχή, ἡ ὁποία ἁγιάσθηκε.

Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τά Ἱερά  Λείψανα ἀπό   τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ἔκτιζε πρός τιμήν τους ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀργότερα ἐθέσπισε στά ἐγκαί­νια τῶν ναῶν νά τίθεται ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου  στό μέσον τῆς Ἁγίας Τραπέζης.

Ἀπό τήν Παράδοσι τῶν πρώτων αἰώνων λαμβάνουμε τίς ἑξῆς μαρτυρίες μερικῶν συγγραφέων γιά τήν τιμή τῶν ἁγίων λειψάνων.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Οὐκ ἠδέσθης τά ὑπέρ Χριστοῦ σφάγια Ἰωάννην, Πέτρον, Παῦλον, Ἰάκωβον ὧν τά σώματα μόνον ἴσα δύνανται ταῖς ἁγίαις ψυχαῖς ἤ ἐπαφόμενα ἤ τιμώμενα, ὧν ρανίδες αἵματος μό­νον καί μικρά σύμβολα πάθους ἴσα ὁρῶσι τοῖ σώμασι». «Ὄχι μόνο τά νεκρά σώματα τῶν Ἀποστόλων, θεραπεύουν ὅταν τά ἐγγίση κάποιος, ἀλλά καί τεμά­χια τῶν Λειψάνων τους  σταγόνες ἀπό τό αἷμα τους καί ἄλλα σύμβολα, δηλ· ὄργανα τοῦ πάθους τους·

Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Ὁ ἁψάμενος ὀστοῦ μάρτυρος λαμβάνει τινά μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τοῦ σώματος παρεδρευούσης χάριτος». Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στόν λόγο του πρός τόν μάρτυρα Βαβύλα γράφει τά ἑξῆς: «Νεκροῖς σώμασι καί διαλυθεῖσιν εἰς κόνιν μείζονα τῶν ζώντων ἁπάντων δύναμιν ὁ Θεός ἐχαρίσατο». Τά λείψανα δηλαδή τῶν μαρτύρων ἔχουν με­γαλύτερη δύναμι ἀπό ἐκείνη πού ἔχουν οἱ ζῶντες ἅγιοι.

Τιμοῦμε λοιπόν τά λείψανα τῶν Μαρτύρων καί ὅλων τῶν Ἁγίων γιά νά λατρεύσουμε Αὐτόν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι δούλοι του καί τιμοῦμε τούς δούλους Του μέ τόν ἴδιο τρόπο, διότι ἡ τιμή πρός αὐτούς μεταβαίνει στόν Δεσπότη Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: Ὁ   δεχόμενος ὑμᾶς ἐμέ δέχεται». Ἐννοεῖται ὅτι ἡ τιμή τῶν Ἁγίων Λειψάνων ἀπευθύνεται καί πρός τόν Θεό, τοῦ Ὁποίου ἡ θεία δύναμις ἀναπαύεται σ᾿ αὐτά.

 

ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ

Στήν ἐπιθυμία τους οἱ Προτεστάντες νά καταργήσουν τίς καταχρήσεις καί πλάνες τῆς παπικῆς ἐκκλησίας  τίς σχετιζόμενες μέ τό καθαρτήριο πῦρ, τίς ἀξιομισθίες καί ἀφέσεις μέ τά συγχωροχάρτια, κατήργησαν ἐντελῶς τίς προσευχές καί τά μνημόσυνα γιά τούς κοιμηθέντες Ἀδελφούς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά συγχωρήση μέ τίς εὐχές της θανάσιμα ἁμαρτήματα, οὔτε νά πρεσβεύση γιά τήν σωτηρία τῶν ἀσεβῶν. Ἀλλά προσεύχεται γι᾿ αὐτούς πού ἔζησαν μέ εὐσέβεια καί πίστι παρακαλώντας τόν Θεό νά συγχωρήση τυχόν μικρά τους ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματα, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἔγινε ἀκόμη ἡ τελική Κρίσις καί ὁριστική ἀποκατάστασις πάντων.

Οἱ ἴδιοι οἱ νεκροί δέν μποροῦν νά βοηθήσουν τόν ἑαυτόν τους, διότι στόν Ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τό ἔργο αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τούς μνημονεύει, στήν Προσκομιδή. Ἐκεῖ    μερίδα πού βγαίνει δίπλα στόν Ἀμνό (τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ) ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί κοινωνεῖ μαζί Του μέ ἀόρατο τρόπο. Ἔτσι, παρηγοροῦνται οἱ ψυχές πού ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή μέ μετάνοια, ἀλλά καί οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων χαίρονται γι᾿ αὐτές τίς μνημονεύσεις πού γίνονται σ᾿ αὐτούς, διότι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό καί κοινωνοῦν μέσῳ τῆς Θείας Λειτουργίας καθαρώτερα καί λαμπρότερα.

Μαρτυρίες περί μνημοσύνων ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε στό δεύτερο βιβλίο τόν Μακκαβαίων (12,40-45). Στό χωρίο αὐτό διαβάζουμε ὅτι ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος ἔστειλε στά Ἰεροσόλυμα χρήματα γιά νά προσφερθῆ θυσία γιά τήν συγχώρησι ἁμαρτιῶν πολλῶν στρατιωτῶν του πού ἔπεσαν σέ κάποια μάχη, διότι ἐπίστευε στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Καί λέγει ρητῶς: Εἰ γάρ μή τούς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα περισσόν ἕν  καί ληρῶδες ὑπέρ νεκρῶν  προσεύχεσθαι». Ἐπίσης, ἐπειδή στά ροῦχα τῶν στρατιωτῶν βρέθηκαν μερικά εἰδωλολατρικά ἀγαλματίδια, τά ὁποῖα εἶχαν λαφυραγωγήσει ἀπό τούς ἐχθρούς, καί τά ὁποῖα ἀπηγορεύοντο ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, διέταξε ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος νά γίνη δέησις γιά νά συγχωρήση ὁ Κύριος αὐτή τήν ἁμαρτία τους. Καί λοιπόν οἱ Ἑβραῖοι «εἰς ἱκεσίαν ἐτράπησαν ἀξιώσαντες τό γεγονός ἁμάρτημα τελείως ἐξαλειφθῆναι». Καί προσθέτει τό ἱερόν βιβλίο: «Ὁσία καί εὐσεβής ἡ ἐπίνοια, ὅθεν περί τῶν τεθνηκότων τόν ἐξιλασμόν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι».

Ἐπίσης στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ὅτι ἐνήστευαν οἱ Ἑβραῖοι γιά τούς νεκρούς τους καί μάλιστα στήν ταφή τους ἐμοίραζαν κομμάτια ψωμιοῦ, ὅπως γίνεται σήμερα καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά τήν τέλεσι μνημοσύνων (Α'Βασιλ.31,13 καί Β, Βασιλ. 1,12). Τό θεωροῦσαν ἀτυχία καί περιφρόνησι πρός τόν νεκρόν  νά μή μοιράσουν τεμάχια ψωμιοῦ στόν ἐνταφιασμό του. Ὁ Ἰερεμίας τό ἀναφέρει ὡς ἑξῆς: «Οὐ μή κλασθῆ ἄρτος ἐν πένθει αὐτῶν εἰς παράκλησιν ἐπί τεθνηκότι» (Ἰερεμ.16,7). Στό βιβλίο τοῦ Νεεμίου ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες μετά ἀπό νηστεία ἐξωμολογοῦντο στόν Θεό, γιά νά λάβουν ἄφεσι, ὄχι μόνο γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά καί γιά  ἐκεῖνες τῶν πατέρων καί προγόνων τους, πού εἶχαν πεθάνει. «Ἔστησαν καί ἐξηγόρευσαν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί τάς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν»(Ἰερεμ. 9,1-3).

Μία ἄλλη ἔνδειξις γιά μνημόσυνα ὑπάρχει στήν Καινή Διαθήκη, στήν ἐπιστολή Β'πρός Τιμόθεον τοῦ Παύλου. Ἐκεῖ ὁ Παῦλος εὔχεται γιά τόν λίαν άγαπητό του Ὀνησιφόρον γράφοντας τά ἑξῆς· «Δώη αὐτῶ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρά Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρα» (1,18). Ἀλλά, ὅπως φαίνεται ἀπό τό γεγονὁς ὅτι ὁ Παῦλος δέν τόν ἀναφέρει στούς χαιρετι­σμούς του, εἶχε πεθάνει πλέον.Τά λόγια λοιπόν τοῦ Παύλου ἐκφράζουν μία εὐχή, μία προσευχή πρός τόν Θεό γιά νά ἐλεήση τόν κοιμηθέντα Ὀνησιφόρον.

Ἀλλά ἐκεῖ πού μποροῦμε νά ἐκθέσουμε πολλές, ὄχι ἐνδείξεις, ἀλλά μαρτυ­ρίες, γιά τό θέμα μας περί μνημοσύνων, εἶναι τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων μας τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Ὁ Τερτυλλιανός, 200 μ.Χ, λέγει τά ἑξῆς: «ποιοῦμεν δεήσεις καί θυσίας ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ποιοῦμεν ἰδίως  ἐν τῆ ἐπετείῳ ἡμέρᾳ τῶν γενεθλί­ων». Ὁ Ὠριγένης, πού ἔζησε τό 250 μ.Χ.γράφει τά ἑξῆς: «δίκαιον ἐστι καί ὠφέλιμον τό ποιεῖν ἐν δημοσίαις προσευχαῖς μνημόσυνα ὑπέρ τῶν ἁγίων».

Ὁ Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, πού ἔζησε ἐπίσης τό 250 μ.Χ βεβαιώνει ὅτι στά χρόνια του οἱ  Χριστιανοί θεωροῦσαν ἀναπόφευκτο κα­θῆκον τους νά προσφέρουν θυσίες καί νά δέωνται ὑπέρ τῶν μαρτύρων.

 Ὁ Ἀρνόβιος, 305 μ.Χ,λέγει: «Οἱ Χριστιανοί ἐν ταῖς ἱερουργίαις αὐτῶν ἐποίουν δεήσεις ὑπέρ ἀναπαύσεως καί σωτηρίας τῶν τεθνεώτων».

Ὁ Αὐγουστῖνος 354-430 μ.Χ ἔγραψε ὁλόκληρο βιβλίο στό ὁποῖο ἀποδει­κνύει ὅτι ὑπῆρχε συνήθεια στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ νά εὔχεται καί νά προσφέρη θυσίες ὑπέρ τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία ἀποδίδει στήν ἀποστολική παράδοσι. Ὁ Κύριλλος Ἰεροσολύμων γράφει: «Ἔτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν προκεκοιμημένων ἁγίων Πατέρων καί ἐπισκόπων καί πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων μεγίστην ὄνησιν πιστεύοντες ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Μή ἀμφέβαλε ὅτι καρπώνεσαι τί χρηστόν, οὐχ ἁπλῶς ὁ διάκονος βοᾶ ὑπέρ τῶν ἐν Χριστῶ κεκοιμημένων, οὐχ ὁ διάκονος ἐστι ὁ τήν φωνήν ταύτην ἀφιείς, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον».

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει: «Κἄν  εἰς ἀέρα ὁ ἐν εὐσεβείᾳ τελειωθείς κατατέθη μή ἀπαναίνου ἔλαιον καί κηρούς. Δεκτά γάρ ταῦτα τῶ Θεῶ καί πολλήν ἐξ αὐτοῦ φέροντα τήν ἀντίδοσιν. Τό γάρ ἔλαιον καί ὁ κηρός ὁλοκαύτωσις ἡ δέ γε θεία καί ἀναίμακτος θυσία ἐξιλασμός ἡ δέ πρός πένη­τας προσθήκη πάσης ἀγαθῆς ἀντιδόσεως».

Ὁ ἅγιος Εὐφραίμ ὁ Σύρος γράφει τά ἑξῆς στήν Διαθήκη του: «Καί νῦν βούλομαι, ἀδελφοί μου, ἵνα μετά τήν ἔξοδόν μου μνείαν μου ποιεῖσθαι ἐν ταῖς δεήσεσιν ὑμῶν. Ἠνίκα ποιήσω τριακοστήν ποιήσατέ μου τήν μνήμην. Εὐεργετοῦνται γάρ οἱ θνητοί ἐν προσφοραῖς ἀναμνήσεως παρά τῶν ζώντων ἁγίων».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει τά ἑξῆς: «Κάθε ἄνθρωπος πού εἶχε μικρή ζύμη ἀρετῶν καί δέν πρόφθασε ὅμως νά τήν μεταβάλη σέ ἄρτο, ἄν  καί τό θέλησε διότι ἐμποδίσθηκε ἀπό τήν ραθυμία ἤ τήν ἀμέλεια ἤ τήν δειλία ἤ τήν ἀναβολή ἀπό ἡμέρας σέ ἡμέρα καί σ᾿ αὐτήν τήν κατάστασι ἀπέθανε, δέν θά τόν καταδικάση ὁ Κύριος. Οἱ οἰκεῖοι, οἱ συγγενεῖς καί φίλοι του ἄς ἀναπληρώσουν τά ὑστερήματα ἐκείνου».

Γενικά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει ὅτι οἱ προσευχές μας γιά τούς ζῶντες πρέπει νά συνοδεύωνται μέ πίστι καί ἀγάπη. Ἔτσι πρέ­πει νά γίνεται καί γιά τούς νεκρούς. Ἐφ᾿ ὅσον οἱ προσφιλεῖς νεκροί μας εἶχαν πίστι καί ἐμεῖς μέ πίστι καί ἀγάπη γι᾿ αὐτούς προσευχόμεθα, ἔρχε­ται μία μεγάλη βοήθεια ἀπό τόν Θεό, σάν καρπός αὐτῆς τῆς ζωντανῆς πίστεως.

Τά μνημόσυνα ὠφελοῦν ὄχι μόνο τούς νεκρούς, ἀλλά καί τούς ζωντανούς. Τούς διατηροῦν τήν ἀγάπη πρός ἐκείνους πού ἐξεδήμησαν καί αἰσθάνονται ἑνωμένη πνευματικά κάτω ἀπό μία Ἐκκλησία μέ Κεφαλή τόν Χριστό. Ἀκόμη μᾶς θυμίζουν τά πρόσκαιρα καί μᾶς προετοιμάζουν γιά τά αἰώνια. Ἀλλά καί ἡ προσευχή πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς μας, πρῶτα βοηθεῖ ἐμᾶς. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἀξίζει νά τελοῦμε τά μνημόσυνα καί νά προσευχώμεθα ὑπέρ τῶν νεκρῶν μας.

 

ΠΕΡΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

Ἡ νηστεία, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἶναι ἡ παλαιό­τερη ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Πρωτοπλάστούς. Τούς εἶπε ἀκρι­βῶς: «Ἀπ᾿ ὅλα τά δένδρα τοῦ Παραδείσου μπορεῖς νά φάγης, ἀλλά ἀπό τό δέν­δρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί του κακοῦ νά μή φάγης, διότι, ἐάν φάγης, θά πεθάνης» (Γέν.2,17)

Νηστεία σημαίνει ἐγκράτεια ἀπό ὡρισμένα φαγητά γιά ὡρισμένες περιό­δους τοῦ ἔτους καί ἐγκράτεια ἀπό τίς κακές ἐπιθυμίες, ὥστε ὁ Χριστιανός νά ἀποκτήση τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμενος καί μέ τήν μετάνοια, τήν προ­σευχή καί τήν μυστηριακή κοινωνία τῆς ἐκκλησίας. Ἡ νηστεία λοιπόν εἶναι μέσον ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν, παθοκτόνος καί ὄχι σωματοκτόνος.  Ἀποβλέπει νά βοηθήση τό Σῶμα νά πειθαρχήση στίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς γιά νά ἐπιτευχθῆ ἡ κάθαρσις καί ὁ ἁγιασμός.

Παράδειγμα νηστείας μᾶς ἔδωσε ὁ  Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευσε στήν ἔρημο 40 ἡμέρες. Μᾶς ἐδίδαξε ἀκόμη ὅτι τό γένος τῶν δαιμόνων δέν ἐξέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία (Ματθ.17,21).

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐπιτελοῦσαν τό λειτουργικό τους ἔργο μέ νηστεία. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῶ Κυρίῳ καί νηστευόντων...». Καί πάλι: «Τότε νη-στεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν». (Πράξ.13,1-4). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, παρά τίς ἀποστολικές ταλαιπωρίες του, δέν ἄφηνε καί τίς νηστεῖες του (Β.Κορινθ.6,5).

Οἱ Προτεστάντες ἔχουν καταργήσει τελείως τίς νηστεῖες καί συκοφαν­τοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι εἶναι αἱρετική, διότι καταδικάζει τήν χρῆσι μερικῶν τροφῶν, ἐπικαλούμενοι τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α' Τιμόθ. 4,3).  Ἀλλά ὁ Παῦλος ἐδῶ μιλάει γιά ἐκείνους πού θεωροῦσαν γιά πάντα μερικές τροφές ὡς ἀκάθαρτες καί τίς εἶχαν παντοτεινά ἀπαγορεύσει. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιτρέπει νά τρῶμε ἀπ᾿ ὅλες τίς τροφές, τίς ὁποῖες δέν θεωρεῖ ἀκάθαρ­τες, ὡρισμένες ἀπ᾿ αὐτές ὀφείλουμε νά τίς νηστεύουμε γιά μία χρονική περίοδο τοῦ ἔτους καί γιά λόγους θρησκευτικούς καί πνευματικούς. Μερικοί ἀπό τούς Προτεστάντες παραδέχονται τήν νηστεία, ἀλλά σάν προαιρετική. Ἀρνοῦνται ὅτι ἡ νηστεία Τετάρτης καί Παρασκευῆς εἶναι ἀρχαιότατη καί ἀνεφέρεται στό βιβλίο «Διδαχή τῶν 12 Ἀποστόλων», πού γράφθηκε τήν περίοδο 100-160 μ·Χ· Ἐπίσης ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς πού ἔζησε τό 150-210 μ.Χ. γράφει στό βιβλίο του «Στρωματεῖς» γιά τήν ὑπο­χρεωτική νηστεία Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Ἐνῶ ἡ νηστεία τῶν 40 ἡμερῶν πρίν ἀπό τό Πάσχα καθωρίσθηκε ἀπό τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ.

Ἐπαναλαμβάνουμε συμπερασματικά ὅτι ἡ νηστεία ἔχει θεσπισθῆ ἀπό τόν Θεό στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοσι, εἶναι μέσον ἁγιασμοῦ, ὑποχρεωτική γιά κάθε συνειδητό Χριστιανό καί ἐπιβάλλεται μέ τήν εὐ­λογία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, καθ᾿ ὅσον δέν μποροῦν ὅλοι νά νηστεύουν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ

ΟΙ ΜΕΘΟΔΙΣΤΕΣ

Ἡ ὀνομασία αὐτη δόθηκε  στόν  Ἰωάννη Γουέσλεϋ μέ τούς ἕξι φίλους του τό 1728, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν μέλη τῆς Μεθοδιστικῆς Ὁμάδος, πού εἶχε συγκροτηθῆ στήν Ὀξφόρδη τῆς Ἀγγλίας. Ὠνομάσθηκαν Μεθοδιστές ἀπό τό ἑλληνικὁ ρῆμα «μεθοδεύω». Πρώτη φορά μία ὁμάδα θεολόγων τῆς Γαλλίας οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν μέ τήν μέθοδο τῶν διατυπώσεων στίς ἀρχές του 17ου αἰῶνος νά ἑνώσουν τούς Οὐγενότους μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτό τό ὄνομα ἐπῆραν κατόπιν ὁ Γουέσλεϋ μέ τήν ὁμάδα του, τό ὁποῖον χρησιμοποιοῦσαν καί οἱ  ἴδιοι ὁριστικά ἀπό τό 1744.

Ἡ Κίνησις τῶν Μεθοδιστῶν εἶναι ἀποτέλεσμα εὐσεβισμοῦ πού ἦλθε ἀπό τήν Γερμανία στήν Ἀγγλία, ὅπου καί ὠργανώθηκαν θρησκευτικές Κοι­νωνίες. Ὁ Ἰωάννης Γουέσλεϋ μέ τόν ἀδελφό του Κάρολο, ἐπειδή ἀνῆκε σέ τέτοιες Κοινωνίες, μέ ἕξι φίλους του ἵδρυσε δική του θρησκευτική Κοινότητα. Στούς ὁπαδούς του αὔξησε τίς θρησκευτικές τους ὑποχρεώσεις μέ τίς ἑξῆς προσθῆκες:

Ι) Μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 2) Ἐπισκέψεις στούς ἀσθενεῖς. 3) Νηστεία Τετάρτης καί Παρασκευῆς. 4) Συχνότερη θεία Μετάληψι.  

Ἡ ὁμάδα αὐτή τό 1735 εἶχε 35 μέλη. Γρήγορα μέ κέντρο της τό Λονδίνο ἐπεκτάθηκε καί σ᾿ ἄλλα μέρη τῆς Ἀγγλίας μέ ἑκατοντάδες μέλη. Ἀρχηγός τῆς ὁμάδος, εἴπαμε, ἦταν ὁ Ἰωάννης Γουέσλεϋ,ὁ ὁποῖος, ὄντας ἱερεύς τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας, ἀποσχίσθηκε ἀπ᾿ αὐτήν, ἐπιθυμώντας νά δράση ἀνε­ξάρτητα ἀπό τήν ἐκλησία του. Τό πρῶτο βῆμα του γιά τήν ἀπόσχισί ἀπό τήν ἐκκλησία του ἦταν ἡ ἵδρυσι αἰθουσῶν κηρύγματος, στίς ὁποῖες ἐγίνοντο κηρύγματα καί αὐτοσχέδιες προσευχές, χωρίς τήν ἐπίβλεψι τῆς ἐκκλησίας του. Στίς αἴθουσες διωρίζοντο λαϊκοί ἱεροκήρυκες, χωρίς τήν συγκατάθεσι τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀπό τήν Κεντρική διεύθυνσι τῆς Μεθοδιστικῆς Κινήσεως, πού ἱδρύθηκε ἐπίσημα τό 1739.

Τό δεύτερο βῆμα πρός τόν χωρισμό ἦταν ὁ διορισμός λαϊκῶν ἱεροκηρύκων καί τό τρίτο ἦταν ὅταν ὁ Γουέσλεϋ στίς 2 Σεπτεμβρίου 1784, ἐνῶ ἦταν ἱερεύς, χειροτόνησε μόνος του δύο ἐπισκόπους, τούς ὁποίους καί ἔστειλε γιά ἱεραποστολή στήν Ἀμερική. Τό τέταρτο βῆμα τελικοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τήν ἀγγλικανική ἐκκλησία ἔγινε τό 1786 μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Εὐχολογίου τῆς ἐκκλησίας ἀπό τόν Γουέσλεϋ στίς αἴθουσες κηρυγμάτων.

Λίγο ἀργότερα μερικοί λαϊκοί ἱεροκήρυκες ἐτέλεσαν τήν θεία Εὐχαριστία. Παρότι αὐτοί ἀποβλήθηκαν ἀπό τόν Γουέσλέϋ, οἱ ἑπόμενοι χωρίς δισταγμό τελοῦσαν τήν θεία Εὐχαριστία. Μετά τόν θάνατο τοῦ Γουέσλεϋ πού συνέβη τό 1791, ἄρχισαν διχογνωμίες ἀνάμεσα τους οἱ ὁποῖες ὠδήγησαν σέ πολλές ὑποδιαιρέσεις. Τό 1794 τό Μεθοδιστικὁ συνέδριο ἀπηγόρευσε στούς λαϊκούς ἱεροκήρυκες τήν τέλεσι τοῦ βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, παρά μόνο ἐάν τό ἐπιθυμοῦσε ἡ ἐπιτόπια Ἀδελφότητα. Ἡ θεία Εὐχαριστία ὡρίσθηκε νά γίνεται κάθε Κυριακή βράδυ, σύμφωνα μέ τό Εὐχολόγιο τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας. Τό 1836 εἰσήχθηκε ἕνα εἶδος χειροτονίας μέ ἐπίθεσι τῶν χειρῶν, γι᾿ αὐτούς πού ἦταν ἱεροκήρυκες καί ἤθελαν νά τελοῦν καί τά δύο αὐτά Μυστήρια.

Ἀπό τό 1797 μπαίνουμε στήν περίοδο διασπάσεως τῶν Μεθοδιστῶν σέ ἄλλα θρησκευτικά  Σώματα. Τό 1932 οἱ «Ἀρχέγονοι Μεθοδιστές» καί ἡ «Γουεσλιανική Μεθοδιστική ἐκκλησία», ἑνώθηκαν μέ τό ὄνομα «Μεθοδιστική ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Βρεττανίας», ἡ ὁποία εἶναι ὁ πυρήνας ὅλων τῶν Μεθοδιστικων Κοινοτήτων στήν Ἀγγλία, Αὐστραλία καί Ἀφρική.

Ἀπό τήν κοιτίδα τους, τήν Ἀγγλία, σήμερα οἱ Μεθοδιστές ἐξαπλώθηκαν στήν Ἰρλανδία καί στήν Ἀμερική. Σήμερα στήν Ἀμερική ὑπάρχουν 30 Μεθοδιστικά Σώματα μέ διάφορα ὀνόματα καί μέ μικρές ἤ μεγάλες διαφορές στήν διδασκαλία καί τά λοιπά προβλήματα τους. Τό μεγαλύτερο Σῶμα εἶναι ἡ «Μεθοδιστική ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἔχει 10 ἑκατομμύρια ὁπαδούς.  Οἱ Κοινότητες τῶν Μεθοδιστικῶν ἐκκλησιῶν» διοικοῦνται ἀπό συμβού­λιο μέχρι δέκα ἀτόμων. Αὐτοί συνέρχονται μία φορά τήν ἑβδομάδα σέ τακτή ὥρα γιά συζήτησι, ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν τους καί παροχή συμβου­λῶν. Ἀρχίζουν πάντα μέ αὐτοσχέδιες προσευχές. Κάνουν ἐρωτήσεις στά ἑξῆς θέματα γιά νά λάβουν τίς κατάλληλες ἀπαντήσεις.

1) Πιά ἁμαρτήματα διαπράχθηκαν ἀπό τήν τελευταία συνάντησί τους.

2) Ποιοί πειρασμοί τούς ἐνώχλησαν κατά τήν περίοδο αὐτήν.

3) Πῶς ἀντιμετωπίσθηκαν οἱ τυχόν πει­ρασμοί.

4) Τί σκέψεις ἐπεκράτησαν κατά τό διάστημα αὐτό γιά τίς ἁμαρτί­ες, κατά πόσον δηλαδή, εἶναι ἤ δέν εἶναι μεγάλες.

Αὐτές οἱ συνάξεις ἀποτελοῦν τό ὑπόδειγμα γιά ἄλλες κατώτερες ὁμάδες, πού λέγονται «Τάξεις». Αὐτές ἀποτελοῦνται ἀπό 30 περίπου ἄτομα. Συνέρχον­ται μία φορά τήν ἑβδομάδα μέ τήν ἐποπτεία καί καθοδήγησι ὁδηγοῦ, πού τόν ἐκλέγουν οἱ ἴδιοι. Σκοπός τους εἶναι νά βοηθήση ὁ  ἕνας τόν ἄλλον γιά τήν καλλίτερη διάγνωσι τῆς πνευματικῆς τους καταστάσεως. Τά μέλη συνεισφέρουν κατά δύναμι γιά τήν οἰκονομική ὑποστήριξι τῆς Μεθοδιστικῆς Ὁμολογίας. Πολλές Τάξεις ἀποτελοῦν τό «ἐκκλησίασμα».

Οἱ «Κύκλοι» ἀποτελοῦνται ἀπό Ἀδελφότητες καί καλύπτουν μία περιοχή ἤ πόλι. Διορίζονται μέχρι πέντε πάστορες, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἐπί δύο χρόνια καί κατόπιν μετατίθενται. Ἀντίθετα οἱ τοπικοί λαϊκοί ἱεροκήρυκες παραμένουν ἐκεῖ γιά ὅλη τους τήν ζωή.

Πολλοί «Κύκλοι» ἀποτελοῦν τίς «Περιοχές». Αὐτές δημιουργήθηκαν γιά νά συνάζωνται οἱ ἱεροκήρυκες σέ κοινό Συμβούλιο γιά τήν διευθέτησι προβλημάτων τους, οἰκονομικῶν καί διοικητικῶν. Κάθε «Περιοχή», δηλαδή συνέδριο, ἔχει πρόεδρο καί γραμματέα, πού ἀσχολοῦνται μέ τά οἰκονομικά.

Ὑπάρχει καί τό Συμβούλιο τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονται σέ συνελεύσεις λαϊκῶν καί παστόρων. Ὁ αὐτοονομαζόμενος ἐπίσκοπος προε­δρεύει σέ μία περιοχή, διορίζει τούς πάστορες καί ἱεροκήρυκες στίς διάφορες ἐνορίες. Ὅπως εἶναι γνωστό οἱ ἐπίσκοποι καί πάστορες δέν ἔχουν ἱερωσύνη, ἀλλά εἶναι ἁπλοί λαϊκοί χωρίς χειροτονία, διότι δέν ἔχουν τήν Ἀποστολική διαδοχή καί τήν πληρότητα τῆς ἀληθείας.

Ὅπως ὅλοι οἱ Προτεστάντες ἔχουν καί αὐτοί τίς ἴδιες βασικά κακοδοξίες. Ειδικώτερα ὑποστηρίζουν τά ἑξῆς:

Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἡ ἀνωτάτη αὐθεντία πού περιέχει ὅλα τά στοι­χεῖα γιά τήν σωτηρία.

Δέν ἐνδιαφέρονται ουσιαστικά γιά τήν πίστι στήν Ἁγία Τριάδα. Δέν πιστεύουν στήν ἱερωσύνη, οὔτε στά Μυστήρια.  Τελοῦν μόνο συμβολικά τό βάπτισμα καί τήν θεία Εὐχαριστία, ἀλλά μέ προτεσταντική ἔννοια καί πίστι.

Δέν πιστεύουν  στήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου, δέν τιμοῦν τούς ἁγίους, οὔτε τούς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους. Πιστεύουν στήν σωτηρία μόνο διά τῆς πίστεως.

            Οἱ Μεθοδιστές εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προτεσταντικά  Σώματα σέ ὅλο τόν κόσμο. Στήν Ἀφρική, ἀνάμεσα στούς Μεθοδιστές ὑπάρχει καί μία ἄλλη θρησκευτική Κοινότης μέ τήν ἰδιότυπη ὀνομασία: Ἀφρικανική Ὀρθόδοξη Ἀποστολική Ἐκκλησία».

 

 

 

ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ

Οἱ Εὐαγγελικοί εἶναι γνωστοί καί μέ ἄλλη ὀνομασία,  «Πρεσβυτερια­νοί». Αὐτοί κατήργησαν τόν βαθμό τοῦ διακόνου καί ἐπισκόπου καί ἐκράτησαν μόνο τόν τοῦ πρεσβυτέρου, μέ τήν γνωστή προτεσταντική ἔννοια.

Πρέπει ἐδῶ ἐξ ἀρχῆς νά τονισθῆ ὅτι οἱ  Εὐαγγελικοί δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τούς «Εὐαγγελιστές», οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅ,τι καί οἱ Χιλιαστές καί προσπαθοῦν νά κρύβουν τίς δοξασίες τους.

Οἱ Εὐαγγελικοί ἤ Πρεσβυτεριανοί εἶναι καρπός τῆς διδασκαλίας ἑνός ἄλλου  μεταρρυθμιστοῦ, συγχρόνου τοῦ Λουθήρου, τοῦ Ἰωάννου Καλβίνου. Τό διοικητικό σύστημά τους ἐφαρμόσθηκε γιά πρώτη φορά στήν Γενεύη ἀπό τόν ἴδιο τόν Καλβῖνο τό Ι54Ι. Αὐτός κατήργησε τούς ἐπισκόπους, τούς διακό­νους ἔθεσε σάν ὑπεύθυνους γιά τήν φιλανθρωπία καί κράτησε τόν βαθμό τοῦ πρεσβυτέρου, ἀλλά περισσότερο σάν διοικητικό καί ὄχι σάν  λειτουρ­γικό βαθμό. Πατρίδα τοῦ Πρεσβυτεριανισμοῦ εἶναι ἡ Σκωτία.

Ὁ μαθητής τοῦ Καλβίνου Ἰωάννης Νόξ ὠργάνωσε τόν Πρεσβυτεριανισμό στήν Σκωτία τό 1560 καί τόν ὠνόμασε «Σκωτική ἐκκλησία». Αὐτήν ἀνεγνώ­ρισε καί τό Κοινοβούλιο τῆς Σκωτίας ὡς ἐπίσημη ἐκκλησία τῆς Σκωτίας.

Ἀπό τό 1746 ἄρχισαν οἱ πρῶτες διασπάσεις καί ἱδρύσεις νέων ἐκκλη­σιῶν. Οἱ λόγοι ἦταν ἐπειδή ἡ ἐκκλησία ἔγινε κρατική καί δεύτερον λόγῳ τῆς διαφθορᾶς τῶν «πρεσβυτέρων».

Οἱ Πρεσβυτεριανοί ἀποχωρίσθηκαν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀγγλικανική ἤ  ἐπισκοπιανική λεγομένη ἐκκλησία καί ἀπό τό 1689 ἄρχισαν νά κτίζωνται ἀθρόα πολλοί πρεσβυτεριανικοί ναοί στήν Ἀγγλία. Πρεσβυτεριανοί στήν Ἀμερική ἐμφανίσθηκαν γιά πρώτη φορά τό Ι611 στήν Βιργινία. Σήμερα στήν Ἀμερική ὑπάρχουν περί τά 10 Σώματα Πρεσβυτεριανῶν, τῶν ὁποίων ἡ διδασκαλία εἶναι καλβινική.

Ἡ διδασκαλία του Καλβίνου περιληπτικά ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ὁ Θεός εἶναι κυβερνήτης του κόσμου. Οἱ ἄνθρώποι κυριαρχοῦνται ἐντε­λῶς ἀπό τόν Θεό καί ἐξαρτῶνται ἀπόλυτα ἀπ᾿ Αὐτόν. Ὁ Χριστός εἶναι Κύριος τῆς σωτηρίας καί σταυρώθηκε μόνο γιά τούς ἐκλεκτούς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐντελῶς διεστραμμένοι καί ἀνίκανοι νά σώσουν τούς ἑαυτούς τους.  Ὁ Θεός ἐκλέγει μερικούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους προορίζει γιά τήν σωτηρία, ἐνῶ αὐτοί πού δέν εἶναι ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ προορίζονται γιά ἀπώ­λεια. Οὔτε τά νήπια θά ἐξαιρεθοῦν ἀπό τήν καταδίκη σέ ἀπώλεια, ἐνῶ οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ θά γνωρίζουν ὅτι συγκαταλέγονται μέ τούς ἐκλεκτούς. Σ᾿ αὐτούς ὁ  Θεός θά χαρίση μέχρι τέλους τό δῶρο τοῦ νά ἀποφύγουν ν᾿ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ᾿ αὐτόν, ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα γιά ποῦ προορίζονται, ἔχουν ὡρισμένα καθήκοντα καί δικαιώματα. Μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὑπάρ­χει μία Διαθήκη, μία Συμφωνία, τήν ὁποίαν οἱ  ἄνθρωποι πρέπει νά σεβασθοῦν ἄσχετα γιά τό ποῦ ἀνήκουν ὁ καθένας τους. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει ἀκόμη νά τηροῦν τήν πίστι τους στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί στήν ὑψίστη ἀγαθότητα Του. Ἀπ᾿ αὐτή τήν διδασκαλία ἐπιγραμματικά σημειώνουμε τά ἑξῆς πέντε στοιχεῖα:

1) Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐντελῶς ἀνίκανοι γιά τήν σωτηρία τους.

2).Οἱ ἄνθρωποι προορίζονται ἀπό πρίν, ποιοί θά σωθοῦν καί ποιοί θά κολασθοῦν.

3) Ἡ σωτηρία περιορίζεται μόνο στούς ἐκλεκτούς.

4). Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτούς πού προορίζονται νά σωθοῦν, εἶναι ἀκαταμάχητη, δηλαδή, εἶναι τόσο ἐκβιαστική, πού ὁ ἄνθρωπος καί νά μή θέλη, θά σωθῆ ἐξάπαντος, ἐπειδή τόν προώρισε ὁ Θεός.

5) Οἱ ἐκλεκτοί μέ τήν παρέμβασι τῆς θείας Προνοίας θά μείνουν μέχρι τέλους κοντά στόν Θεό, πού τούς ἐξέλεξε.

 

ΟΙ ΑΝΤΒΕΝΤΙΣΤΕΣ

Οἱ Ἀντβεντιστές ὠνομάσθηκαν ἔτσι ἀπό τήν λατινική λέξι ΑΝΤΒΕΝΤUS πού σημαίνει ἔλευσις, στήν προκειμένη δέ περίπτωσι τήν Δευτέρα Παρου­σία τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζονται καί Σαββατιστές ἤ Σαββατιανοί, διότι τιμοῦν ἰδιαίτερα τό Σάββατο, ἀντί τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας ἀργίας.

Ἱδρυτής τοῦ Ἀντβεντισμοῦ εἶναι ὁ Γουλιέλμος Μίλλερ, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν προτεσταντική ὁμολογία τῶν Βαπτιστῶν. Γεννήθηκε στήν Ἀμε­ρική τό 1772, διέθετε μέτρια μόρφωσι καί ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοκτηματία. Μελέτησε λίγο τήν Ἁγία Γραφή καί τό 1831 ἄρχισε νά κηρύττη πρῶτα κοντά στά γειτονικά χωριά τῆς γενετείρας του καί κατόπιν εὐρύτερα.

Τό  κήρυγμά του βασικά ἦταν μία αὐθαίρετη διακήρυξις ὅτι οἱ προφητεῖες τοῦ Προφήτου Δανιήλ καί τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάνου περί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ θά ἐπαλήθευαν τό ἔτος 1843. Ἐπίστευε λοιπόν ὁ Μίλλερ ὅτι στίς 21 Μαρτίου 1843 θά ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐπί τῶν νεφε­λῶν μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς καί θά ἔκρινε στήν γῆ ζῶντες καί νεκρούς.

Ἀλλά  ἡ 21η Μαρτίου ἀνέτειλε καί ἔδυσε μέ ἠρεμία, χωρίς νά ἐκπληρω­θοῦν ὅσα εἶχε διακηρύξει ὁ Μίλλερ. Ἀπογοήτευσι κατέλαβε τίς χιλιάδες τῶν ἀφελῶν ὁπαδῶν του, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τήν ἡμέρα περίμεναν στούς λόφους νά ἴδουν τήν συντέλεια τοῦ κόσμου καί ἄλλοι περίμεναν ἔξω  ἀπό τά νεκροταφεῖα γιά νά ἴδουν πρῶτοι τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν.

Πρῶτος ἐξευτελίσθηκε στούς ὁπαδούς του ὁ νεοπροφήτης Μίλλερ. Ἔσπευσε ὅμως νά καθησυχάση τούς ὁπαδούς ὅτι ἔκανε λάθος στούς ὑπολογισμούς του καί ὅτι τό γεγονός πού περιμένουν θά γίνη ἐξάπαντος στίς 22 Ὀκτωβρίου Ι844. Ἀλλά πέρασε καί αὐτή ἡ ἡμέρα καί οὔτε Χριστός, οὔτε νεφέλες φάνη­καν στόν οὐρανό.

Ἀπό τότε ἔπαυσε ὁ Μίλλερ νά ἀσχολεῖται μέ χρονικούς προσδιορισμούς γεγονότων, πού ἀνῆκαν στήν ἐξουσία μόνο τοῦ Θεοῦ (Μάρκ.Ι3,32 καί Ματθ.24,36). Ὅμως δέν ἔπαυσαν οἱ ὁπαδοί του νά προσδοκοῦν στήν σύντομη δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς.

Λόγῳ μή ἐκπληρώσεως τῶν προφητειῶν τους, διασπάσθηκαν μεταξύ τους σέ ἄλλες ὁμάδες τό 1846. Ἔτσι δημιουργήθηκαν νέα Σώματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Ἑρμηνεύουν τήν Ἁγία Γραφή, σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους, χωρίς νά ἔχουν ὅριο στίς αὐθαιρεσίες τους. Ἔχουν πάστορες γιά τίς τελετές καί τήν διδαχή, δέν πιστεύουν στήν ἱερωσύνη, οὔτε στά λοιπά μυστήρια. Ἔχουν εὐκτήριους οἴκους, τό δέ Βάπτισμα καί τήν Εὐχαριστία τά παραδέχονται σάν ἁπλές τελετές  καί οἱ βαπτιζὁμενοι εἶναι ἐνήλικες.

Οἱ Ἀντβεντιστές τῆς 7ης Ἡμέρας εἶναι μία ἀπό τίς πολλές ὑποδιαι­ρέσεις τῶν Ἀντβεντιστῶν, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τό 1846. Εἶναι ἡ πρώτη Κοινότης μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔχει μεγάλη ἐξάπλωσι καί δρᾶ προπαγανδιστι­κά.

Ὠνομάσθηκαν ἔτσι ἀπό τήν τήρησι ὡς ἀργίας τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, δηλαδή τοῦ Σαββάτου ἀντί τῆς Κυριακῆς. Ἰδρυτής εἶναι ἡ κ.Ἑλένη Γουάΐτ Χάρμον. Διεκήρυξε ὅτι πράγματι ὁ Χριστός ἦλθε τό 1844, ἀλλά ὄχι στήν γη. Μπῆκε στόν οὐρανό νά τόν ἐξαγνίση. Μάλιστα, λέγει ἡ ἴδια, ὅτι ἀνέβηκε κι αὐτή στόν οὐρανό μέ θαυματουργική δύναμι, ὅπου καί παρηκολούθησε προσωπικά ὅσα ἐκεῖ διεδραματίσθηκαν. Ὑποδιαιρέσεις αὐτῆς τῆς ὑποδιαιρέσεως στήν Ἀμερική εἶναι δέκα ὀκτώ.

Τί  πιστεύουν;

Πέραν τῆς γνωστῆς προτεσταντικῆς διδασκαλίας τους, πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἄρχισε τόν ἐξαγνισμὁ του Ἱεροῦ τῶν Οὐρα­νῶν καί τήν τελική Κρίσι, ἀπό τήν ὁποία θά ἀποκλείση ὅσους δέν παραδέ­χονται ὅτι ἦλθε τό 1844. Θά σωθοῦν μόνο ὅσοι πιστεύουν στόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ τό 1844 καί στήν τήρησι τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Σαββάτου, ἀντί τῆς Κυριακῆς. Οἱ ἀρνούμενοι, ὄχι μόνο δέν θά μποῦν στήν αἰώνια ζωή, ἀλλά θά παύσουν καί νά ὑπάρχουν, θά ἐκμηδενισθοῦν σωματικά καί ψυχικά. Ἀκόμη πιστεύουν ὅτι οἱ ἄλλες «ἐκκλησίες», οἱ Χριστιανικές ὁμολογίες καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί φέρουν τό χάραγμα τοῦ θηρίου (Ἀποκ. 2&. 13,17) .

 Ἡ κ. Γουάϊτ λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστός δέν τελείωσε τό ἔργο Του στήν γῆ. Ἐμφανίσθηκε μόνο σάν μέγας Ἀρχιερεύς. Πρέπει νά ἐμφανισθῆ πάλι, κατά τήν γνώμη της, σάν Μέγας Βασιλεύς γιά νά ἀποτελειώση τό ἔργο Του. Γιά τήν τήρησι τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου διδάσκει στούς ὁπαδούς της ὅτι, ὅταν ἐπῆγε στούς οὐρανούς, τῆς ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἐκείνη εἶδε τίς πλάκες τοῦ Δεκαλόγου καί μέ ἔκπληξί της τήν τετάρτη ἐντολή. Ἦταν στό κέντρο τῶν ἄλλων ἐντολῶν καί περιβαλλόταν μέ φωτοστέφανο. Ἔτσι, οἱ Ἀντβεντιστές τῆς 7ης Ἡμέρας πιστεύουν ἀκράδαντα στά ὁράματα τῆς πλανεμένης ἱδρυτρίας τους καί ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Λαοδικείας, πού καθιέρωσε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, εὑρίσκε­ται σέ ἀποστασία. Ἀκόμη πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἐπῆρε τήν φύσι μας ἁμαρτωλή ὅπως ἦταν, γιά νά ὁμοιάζη τέλεια μέ ἐμᾶς καί σιγά-σιγά ἔγινε τέλειος καί Σωτῆρας μας.

Γιά τήν ψυχή πιστεύουν ὅτι μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, σωπαίνει, κοιμᾶται καί βρίσκεται σέ πλήρη ἀναισθησία. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι κατά φύσι ἀθάνατος, ἀλλά, λέγουν, θά δοθῆ σάν δῶρο στούς σωσμένους, μετά τήν ἀνάστασι. Ἡ Κρίσις γι᾿ αὐτούς ἄρχισε τό 1844. Στήν πρώτη ἀνάστασι, πού θά γίνη μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ 144.000 σωσμένοι, θά ἀναληφθοῦν μέ τόν Χριστό καί θά ζήσουν εὐτυχισμένα χίλια χρόνια.Στό διάστημα αὐτό θά ἐρημωθῆ ἡ γῆ καί θά γίνη φυλακή τοῦ σατανᾶ. Κατόπιν θά γίνη ἡ δεύτερη ἀνάστασι, στήν ὁποία θ᾿ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιά νά κριθοῦν καί νά ἐκμηδενισθοῦν. Μετά θά καταστραφῆ ὁ σατα­νᾶς, ἡ γῆ, μετά τήν ἐξαφάνισι τῶν ἁμαρτωλῶν, θά καθαρισθῆ μέ φωτιά. Τότε θά κατέβουν οἱ 144.000 σωσμένοι καί θά κατοικήσουν στήν γῆ μέ ὑλικά σώματα, ἀλλά ἄφθαρτα καί τέλεια.

Αὐτές εἶναι σέ γενικές γραμμές οἱ ἀκρότητες τῶν διαφόρων ἀντβεντιστικῶν ἀποχρώσεων (ὁμάδων), ἡ πίστις τῶν ὁποίων στά ὑπόλοιπα εἶναι κατά βάσιν προτεσταντική, δηλαδή, ἀπορρίπτουν τήν ἱερωσύνη, τά μυστήρια, τίς ἐπικλήσεις πρός τούς ἁγίους, πρός τήν Θεοτόκο κλπ.

 

ΟΙ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΙ

Ἡ αἵρεσις τῶν Πεντηκοστιανῶν ἐπῆρε τό ὄνομά της ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἡμέρα δηλαδή πού τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε στούς Ἀποστόλους μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν. Πιστεύουν καί αὐτοί ὅτι κατεβαί­νει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω τους, δίνοντάς τους χαρίσματα, ὅπως τό τῆς γλωσσολαλίας, ὁράματα, ἐκστάσεις, προφητεῖες κλπ. Πιστοί γι᾿ αὐτούς λοιπόν εἶναι ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ στό Ἅγιο Πνεῦμα.

Οἱ Πεντηκοστιανοί προέρχονται ἀπό τίς Κινήσεις Ἁγιότητος πού ἐμφανίσθηκαν στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική μέ ἀρχηγούς τόν Μοῦντι καί τόν Σάνκεϋ, κατά τό τελευταῖο τέταρτο του 19ου αἰῶνος. Ἀποκρυσταλλώθη­καν στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας καί ἀμέσως ἄρχισαν νά χωρίζονται σέ και­νούργιες παραφυάδες μέ διάφορες ὀνομασίες καί διδασκαλία. Μόνο στήν Ἀμερική ὑπάρχουν περί τίς 200 διαφορετικές Πεντηκοστιανικές Κινήσεις. Τό σπουδαιότερο παρακλάδι τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι «Ἡ διεθνής Ἐκκλησία τοῦ Τετραγωνικοῦ Εὐαγγελίου», τῆς ὁποίας ἱδρυτής εἶναι ἡ κ. Αϊμή Σέμπλ. Αὐτή γεννήθηκε τό 1890 στό Ὀντάριο Καναδᾶ. Ἔκανε ταξίδια στό ἐξωτερικό, προσείλκυσε χιλιάδες ὁπαδούς καί ἐπίστευε ὅτι ἦταν ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγησι τοῦ Θεοῦ. Μόνο στήν Ἀμερική ἔχουν 600 ἐνορί­ες μέ 80.000 πιστούς. Ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἴδια μέ τήν τῶν Πεντηκο­στιανῶν, δηλαδή, θεωροῦν ἀπαραίτητο τό βάπτισμα τοῦ πυρός, τήν γλωσσολαλία, τίς θεῖες θεραπεῖες καί τίς θαυματουργίες καί τίς προφητεῖες.

Οἱ Πεντηκοστιανοί μποροῦν νά ὀνομασθοῦν καί Ἐνθουσιαστές, διότι ἔχουν ἀνεπτυγμένα σέ μεγάλο βαθμό τά ἐνθουσιαστικά φαινόμενα. Στίς ὁμαδικές τους δηλαδή συγκεντρώσεις βγάζουν κραυγές   κάνουν συσπάσεις τοῦ σώματος. Ἀπορρίπτουν κάθε τι πού θεωροῦν κοσμικό, δέν ἐκτιμοῦν γενικά τήν μόρφωσι, γι᾿ αὐτό οἱ πάστορες καί ἱεροκήρυκές τους δέν ἐκπαιδεύον­ται πουθενά. Πληρώνουν τό ἕνα δέκατο τῶν ἐσόδων τους γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐκκλησίας τους. Νηστεύουν γιά ἕνα διάστημα μέ τελεία ἀποχή, ἀνάλογα μέ τήν ἀντοχή τοῦ καθενός. Δέν φοροῦν κοσμήματα καί πολυτελῆ ροῦχα, ἀποφεύγουν τό ποτό, ἐκτός τοῦ κρασιοῦ πού εὐλόγησε ὁ Χριστός. Ἀπορ­ρίπτουν κάθε εἶδος ψυχαγωγίας καί δέν καπνίζουν.

Πιστεύουν ὅτι ἀνώτατη δωρεά γιά τόν πιστό εἶναι τό Χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τό λένε καί Βάπτισμα, πρίν ἀπό τό βάπτισμα στό νερό. Καρπός αὐτῆς τῆς βαπτίσεως στό  Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ πρῶτο τήν γλωσσολαλία, ὅπως περιγράφονται στό (Α.Κοριν.12,8). Πιστεύουν ὅτι ἡ γνήσια ἐκκλησία εἶναι μόνο ἡ δική τους ἡ ὁποία ἔχει τήν ἀρχή της κατευθεῖαν ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Θεωροῦν τήν ἐκκλησία τους σάν τήν μόνη βάσι γιά τήν ἕνωσι ὅλων τῶν ἄλλων  ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν διαφθαρῆ καί ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν βιβλική διδασκαλία.

Πιστεύουν, ὅπως καί οἱ Χιλιαστές, σέ χιλιετῆ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ, πρίν ἀπό τήν ὁποία ὅλοι οἱ Πεντηκοστιανοί θ᾿ ἁρπαχθοῦν στόν ἀέρα, διότι στήν γῆ τότε θά γίνη μεγάλη θλῖψις. Τότε θά γίνη ὁ πόλεμος Ἀρμαγεδών μεταξύ Ἰσραηλιτῶν καί τῶν ὑπολοίπων ἐθνῶν. Κατόπιν θά ἱδρυ­θῆ ἡ χιλιετής βασιλεία καί θά ἔλθη στόν κόσμο ἡ εἰρήνη. Στό τέλος αὐτῆς τῆς Βασιλείας, θά ἐλευθερωθῆ γιά λίγο ὁ διάβολος, θά ἀκολουθήση ἡ κρίσις ζώντων καί νεκρῶν  καί θά δοθοῦν αἰώνιες ἀμοιβές καί τιμωρίες. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά ἀνακαινισθοῦν μέ φωτιά καί θά ὑπάρξη γιά πάντα δικαιοσύνη. Δέν παραδέχονται τήν ἀειπαρθενία καί μεσιτεία τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων πρός τόν Χριστό, ἐνῶ τήν τιμή τῶν εἰκόνων  θεωροῦν εἰδωλολατρία.

 

Ἀναίρεσις τῆς κακοδοξίας τους, περί Γλωσσολαλίας

Ἡ γλωσσολαλία εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δόθηκε γιά πρώτη φορά στούς Ἀποστόλους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. (Πράξ. 2,1-13). Σημαίνει τήν ἱκανότητα νά ὁμιλῆ κάποιος μία ξένη γλῶσσα, χωρίς νά τήν γνωρίζη πρίν. Τό  φαινόμενο αὐτό ἀπαντᾶται καί σέ ἄλλες  περιπτώσεις στήν πρώτη Χριστια­νική ἐκκλησία, ὅπως μᾶς, λέγει ἡ Γραφή, ὅπως (Α.Κοριν.κεφ·Ι4 Πράξ.10, 44-46  ΙΙράξ.19,5-6 Α'Κοριν.12,281-3,1).

Τό φαινόμενο τῆς γλωσσολαλίας στήν Καινή Διαθήκη ἔχει  τό χαρακτηριστι­κό τοῦ μοναδικοῦ, διότι ἡ ἔλευσις τοῦ Πνεύματος συνοδευόταν μέ τήν μορφή τῶν πυρίνων γλωσσῶν, πού ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ὁρατές. Ἐξωτερικά ἐκδηλώθηκε ἀκό­μη μέ τήν βίαιη πνοή πού ἀκούστηκε ἀπ᾿ ὅλους καί τρίτον, οἱ γλῶσσες πού μιλοῦσαν τότε οἱ Ἀπόστολοι τίς καταλάβαινε ἡ κάθε ὁμάδα τῶν ἀκροατῶν πού εἶχαν μαζευθῆ ἀπό διάφορα σημεῖα τοῦ κόσμου στά Ἰεροσόλυμα. Καμμία ἄλλη περίπτωσις γλωσσολαλίας στήν Καινή Διαθήκη δέν μπορεῖ νά συγκεντρώ­ση αὐτά τά παραπάνω χαρακτηριστικά.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό χωρίο (Α. Κοριν.13,8) ὁμιλεῖ γιά τό γεγονός τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, στό ὁποῖο, ἀφοῦ θά μείνουν ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίδα, τά ὑπόλοιπα θά καταργηθοῦν, δηλ. οἱ προφητεῖες καί οἱ γλῶσσες σάν ἄχρηστα, διότι δέν θά ἔχουν λόγο ὑπάρξεως. Στό χωρίο (Α.Κοριν. 14,18) παρότι ὁ ἴδιος εἶχε τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, δέν προτρέπει σ᾿αὐτό καί προ­τιμᾶ τήν προφητεία (Α'Κ0ριν.14,1-5) ἀντί τῆς γλωσσολαλίας. Δέν τό τοποθετεῖ στήν πρώτη σειρά τῶν χαρισμάτων, ἀλλά σέ κατώτερη ἤ μᾶλλον στό τέλος (Α'Κοριν.12,8-10  ,28,13,1  1,14,5 καί 19,39). Συνιστᾶ ὁ ἴδιος ἡ γλωσ­σολαλία νά γίνεται μέ σύνεσι, ἀλλιῶς εἶναι ἐπιβλαβής (Α'Κοριθν.12,10 καί 14,5 14,26-28). Τέλος ἡ γλωσσολαλία δέν παρέχει μεγάλη ὠφέλεια καί οἰκοδομή (Α'Κοριθν. 14,2-13). Ἐδῶ στήν γλωσσολαλία τῆς Κορίνθου παρατηροῦμε τά ἑξῆς: Ὅτι ἡ γλωσσολαλία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα βαπτίσματος καί ὅτι προξένησε πολλές ἀνωμαλίες μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέμβη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν γραφίδα του γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς γαλήνης στήν ἐκεῖ ἐκκλησία.

Ἔτσι τώρα μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι τό φαινόμενο τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ἐξαίσιο καί μοναδικό, ἐνδεικτικό τῆς θείας δυνάμεως πού ἐμφανίσθηκε ἐκτάκτως γιά ὡρισμένους πνευματικούς σκοπούς κατά τήν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους.

Στό πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία πολύ λίγο ἐνδιαφέρθηκε γι᾿ αὐτό τό χάρισμα μή λησμονώντας τίς σοφές συμβουλές τοῦ Παύλου γιά προσοχή καί ἐξέτασι τῶν πνευμάτων, ποιά δηλαδή εἶναι ἀπό τόν Θεό καί ποιά δέν εἶναι.

Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, μάρτυς καί φιλόσοφος, πού ἔζησε τόν πρῶτον αἰῶνα, στό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα», ἀναφέρει τά  ἑξῆς χαρίσματα τοῦ Πνεύματος: «Ὁ μέν λαμβάνει συνέσεως Πνεῦμα, ὁ δέ βουλῆς, ὁ δέ ἰσχύος, ὁ δέ ἰάσεως, ὁ δέ προγνώσεως, ὁ δέ διδασκαλίας, ὁ δέ φόβου Θεοῦ». Μᾶς κάνει ἐντύπωσι, διότι δέν ἀναφέρει καθόλου τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Ἀλλοῦ μιλάει γιά ὕπαρξι προφητικῶν χαρισμάτων , ἀλλά ὄχι γιά γλωσσολαλία.

Ὁ Τερτυλλιανός κάνει λόγο στά ἔργα του γιά χάρισμα προφητείας καί ὄχι γλωσσολογίας, πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη (200 μ.Χ) δέν ἦταν σέ ἀκμή ἡ γλωσσολαλία. Ἐνῶ κατά τήν ἐποχή τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει ἐκλείψει. Ὁ ἴδιος γράφει τά ἑξῆς: Ἡ Χάρις μέ τήν ὁποία ἀφανίζονται τά ἁμαρτήματα καί καθαρίζεται ἡ ψυχή εἶναι ἀόρατη, γινόταν ὅμως συχνά ὁρατή, σάν σημεῖο γιά τούς ἀπίστους, ὅπως π·χ· μέ τήν γλωσσολαλία (Λόγος στήν Πεντηκοστή).

Τά φαινόμενα γλωσσολαλίας τῶν σημερινῶν Πεντηκοστιανῶν, δέν εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι δέν ἔχουν τά στοιχεῖα τῆς γλωσ­σολαλίας τῶν Ἀποστόλων, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κάνουν λάθος νά πιστεύουν ὅτι ὅλοι λαλοῦν γλῶσσες, ἐφ᾿ ὅσον ἡ γλωσσολαλία δέν εἶναι τό μόνο χάρισμα πού ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:  «ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσςῶν (Α'Κορινθ·12,8). Πῶς λαλοῦν ὅλοι  οἱ Πεντηκοστιανοί γλῶσσες, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Παῦλος τούς διαψεύδει:«Μή πάντες γλώσσας λαλοῦσι;...»(Α. Κοριν· 12,30). Ἄρα, τά δικά τους εἶναι φαινόμενα κάποιας ἐκστατικῆς καταστάσεως καί ἀποτελέσματα θρησκευτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ ὄχι καλῆς ποιότητος.

Ἐάν πρόκειται γιά ἀληθινό χάρισμα, θά πρέπει νά δίνεται γιά πάντα (Α.Κοριν·12,8). Τά χαρίσματα δέν δίνονται γιά μιά στιγμή ἀλλά γιά ὅλη τήν χριστιανική ζωή τοῦ πιστοῦ. Ὅμως ἀπό τήν πρᾶξι τῶν Πεντηκοστιανῶν διαπιστώνεται ὅτι τό «χάρισμα»   πού παίρνουν εἶναι γιά ὅλους, ἀλλά ὄχι μόνιμα καί ὅτι δίνεται σάν ἐνδεικτικό σημεῖο, ὅτι βαπτίσθηκαν στό Πνεῦμα.  Αὐτά καί ἀληθινά νά τά θεωρήσουμε, ἔρχονται ὅμως σέ ἀντίθεσι ἀπ᾿αὐτά πού μᾶς διηγεῖται ἡ Καινή Διαθήκη.

Τέτοια ὅμως ἐκστατικά φαινόμενα, πού θεωροῦνται φαινόμενα γλωσσολα­λίας ἀπό τούς Πεντηκοστιανούς, παρατηροῦμε καί στήν ἀρχαιότητα. Ὁ Πλού­ταρχος μᾶς περιγράφει τέτοια φαινόμενα στούς χρησμούς τῆς Πυθίας, ὁ Εὐριπίδης στό ἔργο του «Βάκχες», ὁ Πλάτωνας «Στόν Τίμαιο» κλπ. Οἱ ἱερεῖς  καί ἱέρειες τῶν μαντείων μιλοῦσαν μέ ἀκατάληπτα λόγια καί μέ προφητεῖες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀνάγκη ἀπό διερμηνέα. Ἠ θεομανία, ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ Πλάτωνας, ἦταν πολύ διαδεδομένη στόν τότε ἑλληνικό καί ἀσιατικό κόσμο.

Ὁ ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς Εὐσέβειος μᾶς λέγει στήν ἱστορία του ὅτι καί ὁ αἱρετικός Μοντανός παρουσίαζε ἐκστάσεις, ὁράματα, προφητεῖες κλπ. ἀκόμη καί τό φαινόμενο τῆς γλωσσολαλίας. Τά ἴδια φαινόμενα παρουσιάσθηκαν τόν Ι5ον αἰῶνα στήν Γερμανία ἀπό ἐνθουσιαστές μεταξύ τῶν ἀμορφώτων τάξεων. Ἀργότερα τόν 17ον αἰῶνα στήν Γαλλία.Τόν Ι8ο αἰῶνα οἱ ἐνθουσιαστές ξαπλώθηκαν στό Βέλγιο καί ἐπίστευαν ὅτι τά φαινόμενα αὐτά ἦταν καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τά ἴδια παρατη­ρήθηκαν καί στούς ὁπαδούς τοῦ ἱδρυτοῦ τῶν Μεθοδιστῶν Ἰωάννου Γουέσλεϋ στήν Ἀγγλία τόν 18ον αἰῶνα.

Οἱ ἐμπειρίες λοιπόν τῶν Πεντηκοστιανῶν δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐφ᾿ ὅσον ἀπουσιάζει ἡ ταπείνωσις, πού εἶναι κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τό θεμέλιο γιά κάθε πνευματικό ἔργο. Εἶναι ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος θέλει την ἀπομάκρυνσι καί τόν σκορπισμό τῶν ἀνθρώπων ἔξω ἀπό τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη. Τό ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας ὑπάρχουν μόνο στήν Ἀμερική περί τίς 500 Πεντηκοστιανικές Κοινότητες σημαίνει ὅτι δέν τούς κυβερνᾶ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἑνώνει τούς ἀνθρώπους καί τούς φωτίζει νά ζοῦν σέ μία Ἐκκλησία, μέ μία πίστι, ἕνα Βάπτισμα μία θεία Εὐχαριστία.

Ἐπίσης ὁ τρόπος τῶν προσευχῶν τους δέν δίνει τήν ἐντύπωσι προσευχομένων ἀνθρώπων. Ἀντίθετα νομίζει κανείς ὅτι ἔχουν καταληφθῆ ἀπό νευρικό κλονισμό. Φωνασκοῦν, ξεσποῦν σέ ἀσυνάρτητες ὁμιλίες, διακατέχον­ται ἀπό ἔντονα ἐνθουσιαστικά συναισθήματα, τά ὁποῖα ὅλα αὐτά δέν ἔχουν κάποια λογική ἀκολουθία. Δέν ὑπάρχει ἡ εἰρήνη, σάν καρπός τοῦ Πνεύματος οὔτε στήν καρδιά τους, οὔτε στίς συγκεντρώσεις τους καί γενικά στήν ζωή τους.  Οἱ ἄναρθρες κραυγές τους δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν σάν χάρι­σμα γλωσσολαλίας, ἐφ᾿ὅσον δέν καταλαβαίνουν οὔτε  οἱ ἀκροατές τους οὔτε οἱ ἴδιοι τί λέγουν καί τί ἐννοοῦν μέ αὐτά πού κραυγάζουν.

Χωρίς Σταυρό δέν ὑπάρχει Ἀνάστασις. Χωρίς νά σταυρωθῆ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν νηστεία, τήν μετάνοια, τήν ταπείνωσι, τήν ἄσκησι, μπορεῖ νά ἴδη τόν Θεό;  Ἐνῶ αὐτοί θέλουν χαρίσματα πνευματικά, χωρίς νά σταυρώσουν τόν ἑαυτόν του διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως τῆς νηστείας, τῆς ὑπακοῆς στήν Ἐκκλησία. Γι᾿αὐτό δέν εἶναι αὐτοί μέ τίς πολυάριθμες Κοινότητες τους ἡ ἀληθινή ἐκκλησία. Ἀληθινή Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξος. Αὐτή περιέχει ὅλα τά γεγονότα τῆς  σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, καί δέν ἀπομονώνει ἕνα ὑπερτονίζοντάς το.

Σέ κάθε Λειτουργία μας ἔχουμε Πεντηκοστή. Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνονται Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Νά, ἡ Πεντηκοστή! Κάθε Ἁγία Τράπεζα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι καί Ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς. Σέ κάθε Βάπτισμα ἔχουμε Πεντηκοστή. Κάθε χειροτονία, ἰδιαίτερα τοῦ ἐπισκόπου, εἶναι μία νέα Πεντηκοστή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει καί κάνει ἕναν ἄνθρωπο Λειτουργό τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἐξομολόγησις εἶναι Πεντηκοστή, τήν ὥρα πού ὁ Πνευματικός διαβάζει τήν συγχωρητική εὐχή τοῦ εἰλικρινά μετανοοῦντος χριστιανοῦ. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἄρχεται καί τοῦ χαρίζει τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του.

Κάθε σύναξις καί Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς. Γι᾿ αὐτό ὅλες οἱ τελετές καί Ἱερές Ἀκολουθίες μας ἀρχίζουν μέ τήν ἐπίκλησι τῆς χορηγήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε,τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας.. ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν...».

Κάθε ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πνευματεμφόρος γεμᾶτος ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τῆς Πεντηκοστῆς, πού μέ τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας μιλάει στόν λαό τοῦ Θεοῦ γιά τά μεγαλεῖα Του.

Τό αἴτημα ἀπό τήν Κυριακή Προσευχή: «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου..», σημαίνει ἀκριβῶς τήν ἔλευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καί μέ τό «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν...». ζητοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπίσης μέ τήν προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ζητοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον τόν Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». (Α'Κοριν.12,3). Κανείς δέν μπορεῖ νά εἰπῆ Κύριον τόν Ἰησοῦν παρά μόνον μέ τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μέσα στήν Ἐκκλησία μας λοιπόν ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν οἱ θεοφώτιστοι Ἅγιοι, ὑπάρχουν τά ἄφθαρτα Λείψανα, γεμᾶτα καί ἅγια μέ τήν ἄφθαρτη Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μυροβλύζουν, εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν. Ποῦ ἀκούσθηκε αὐτό σέ ἄλλη ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθόδοξη, νά βγάζουν σώματα χριστιανῶν ἀπό τούς τάφους ἄθικτα ἀπό τήν φθορά καί εὐωδιάζοντα. Στήν Ρωσία διατηροῦνται ἀδιαλώβητα 118 Λείψανα ἁγίων. Εὑρίσκονται στίς ὑπόγειες σπηλιές τοῦ Κιέβου τῆς Οὐκρανίας ἔχοντας τό καθένα τό δικό του δωμάτιο μέ ἀναμμένο μπροστά τό καντηλάκι. Στήν Ἑλλάδα ὑπάρχουν πάνω ἀπό 20 ὁλόσωμα Λείψανα σέ διάφορα μέρη τῆς πατρίδος μας, τά ὁποῖα προσελκύουν πολύ κόσμο γιά προσκύνημα προσευχές καί ἱκεσίες. Ἀλλά καί στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες ὑπάρχουν τέτοια Λείψανα, ὅπως στήν Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία καί ἀλλοῦ. Αὐτά εἶναι τά ὑπερφυσικά χαρίσματα καί μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού γίνονται μόνο στήν ἁγία Πίστι τῶν Ὀρθοδόξων.

Πῶς νά ἀφήσουμε τήν Ὀρθόδοξη Πίστι μας μέ τήν ἱστορία τῶν 2000 χρόνων γιά νά ἀκολουθήσουμε τούς νεοφανεῖς «σωτῆρες» τοῦ κόσμου, τούς Πεντηκοστιανούς πού ἦλθαν στόν κόσμο ἀρχές τοῦ  20οῦ αἰῶνος μας;

Εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί, ἀλλά μέσα στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία μας, ἐλπί­ζουμε νά βροῦμε τήν σωτηρία μας. Ἀντίθετα, καί δίκαιοι νά εἴμεθα, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, δέν σωζόμεθα, χωρίς τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγησι, τήν θεία Εὐχαριστία. Μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε ἐλπίδα σωτηρίας. Ἄς μείνουμε λοιπόν σταθεροί στήν πίστι πού μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας καί θά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός νά πετύχουμε τόν σκοπό γιά τον ὁποῖον εὑρισκόμεθα σ᾿ αὐτή τήν πολυβασανισμένη γῆ.

Βιβλιογραφία

Διαλογική Συζήτησις Εὐαγγελικῶν καί Ὀρθοδόξων. π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου

Ἀντιαιρετικοί διάλογοι Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἠλίε.

Οἱ Διαμαρτυρόμενοι Ἰωάννου Κολιτσάρα

Ἀντιευγγελικοί οἱ Εὐαγγελικοί Δημητρίου Παναγοπούλου

Οἱ Αἱρετικοί Προτεστάντες, Μητροπολίτου Κορινθίας Παντελεήμονος Καρανικόλα.

 Γνήσιες καί νόθες ἐμπειρίες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀρχιμ.Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου.

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος                                                                                τ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Μαρτῖνος Λούθηρος, ὁ ἱδρυτής τοῦ Προτεσταντισμοῦ

Ἀφορμές καί αἴτια τῆς διαμαρτυρίας τοῦ Λουθήρου

Τά ἀποτελέσματα τῆς Μεταρρυθμίσεως

Οἱ Πλάνες τῶν Διαμαρτυρομένων                                 

Περί Ἐκκλησίας                                        

Περί Ἁγίας Γραφῆς

Περί Ἱερᾶς Παραδόσεως

Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος

Περί Νηπιοβαπτισμοῦ

Περί Χρίσματος

Περί Θείας Εὐχαριστίας

Περί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως

Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου

Περί τῆς Ἱερωσύνης

Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου

Περί τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας

Περί τῆς τιμῆς τῆς Παναγίας

Γιατί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὀνομάζουμε τήν Παναγία Θεοτόκο

Περί τῆς πρεσβείας τῶν  Ἁγίων

Περί προσκυνήσεως τῶν Εἰκόνων καί τοῦ  Τιμίου Σταυροῦ

Περί προσκυνήσεως τῶν ἁγίων Λειψάνων

Περί Μνημοσύνων

Περί Νηστείας

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ    Β

Οἱ μεγαλύτερες Θρησκευτικές Κοινότητες τῶν Προτεσταντῶν

Οἱ Μεθοδιστές

Οἱ Εὐαγγελικοί

Οἱ Ἀντβεντιστές

Οἱ Πεντηκοστιανοί

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου