Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία εις την Ευαγγελική περικοπή του Σπορέως)

Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μιὰ μεγάλη παραβολή. Εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ ἀμέτρητες παραβολές. Ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα του δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐφήμερο παραμύθι. Ὁ πνευματικὸς πυρῆνας ποὺ κρύβεται ἀνάμεσα στὶς γραμμὲς κάθε παραβολῆς ὅμως εἶναι διαρκής, δὲν ὑφίσταται παρακμή. Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν παραβολῶν τέρπονται μόνο μὲ τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά τους, δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὸν πυρῆνα καὶ παραμένουν πνευματικὰ νηστικοὶ καὶ πεινασμένοι. Τὸ πνεῦμα τρέφεται μόνο μὲ τὸν πυρῆνα τῶν παραβολῶν. Ἕνας μὴ πνευματικὸς καὶ αἰσθησιακὸς ἄνθρωπος τρέφεται μόνο μὲ τὰ πράσινα φύλλα πολλῶν παραβολῶν καὶ παραμένει πάντα πεινασμένος Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὸν πυρῆνα, τὴν οὐσία τῶν παραβολῶν, τρέφεται μ’ αὐτήν, ἱκανοποιεῖται καὶ διατηρεῖται εἰρηνικός. Ὅλα τὰ ὑπαρκτὰ πράγματα εἶναι παραβολές. Ὅλα εἶναι σὰν πράσινα φύλλα, τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὸν κρυμμένο πυρῆνα. Ὅλα ὅσα γίνονται εἶναι ἡ ὕλη τῆς παραβολῆς, εἶναι τὸ περιτύλιγμα τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου, τοῦ πυρῆνα.

Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο περιτριγυρισμένος ἀπὸ μιὰ θάλασσα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράζεται μὲ παραβολές. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὴ σοφία αὐτὴ μόνο μὲ τὰ μάτια του δὲ βλέπει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ περιτύλιγμα ποὺ καλύπτει τὴν κρυμμένη σοφία. Κοιτάζει καὶ βλέπει τὸ ἔνδυμα τῆς φύσης, δὲ βλέπει ὅμως τὸ πνεῦμα, τὴν οὐσία της. Ἀφουγκράζεται γιὰ ν’ ἀκούσει τὴ φύση, μὰ ἀκούει μόνο ἄδειες φωνές, ποὺ δὲν καταλαβαίνει τὸ νόημά τους. Τὸ μάτι δὲ δόθηκε γιὰ νὰ βλέπει τὸν πυρῆνα τῆς φύσης, οὔτε τὸ αὐτὶ γιὰ ν’ ἀκούει τὸ μήνυμά της. Τὸ πνεῦμα συναντᾶ τὸ πνεῦμα. Ἡ οὐσία συναντᾶ τὴν οὐσία. Ἡ κατανόηση συναντᾶ τὴν κατανόηση. Ἡ ἀγάπη νιώθει τὴν ἀγάπη.

Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ φτωχός, ἕνας θλιβερὸς τόπος. Ὅλα εἶναι βιαστικά, παροδικά. Αὐτὸς ποὺ προσκολλᾶται σ’ αὐτὸν σὰ νά ‘τανε κάτι οὐσιαστικὸ ἀπὸ μόνος του, ἀναπόφευκτα θ’ ἀποτύχει καὶ θὰ κραυγάσει μὲ πόνο καὶ ντροπή. Ό κόσμος αὐτὸς ὅμως εἶναι καὶ πλούσιος θησαυρὸς διδαχῶν μὲ παραβολές. Ὅποιος ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο καὶ τὸν χρησιμοποιεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲ θὰ ντροπιαστεῖ, δὲ θ’ ἀποτύχει.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε συχνὰ χρήση παραβολῶν ἀπὸ τὴ φύση, ἀπὸ πράγματα καὶ περιστατικὰ ποὺ συμβαίνουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Χρησιμοποίησε τίς παραβολὲς ὼς μέσα, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Συχνὰ χρησιμοποιοῦσε συνηθισμένα γεγονότα στὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ δείξει τὸ νόημα ποὺ ἔχουν οἱ πυρῆνες τους καὶ τὸ βάθος ποὺ κρύβεται μέσα τους. Οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἀναζητοῦν κάποιο νόημα σὲ περίεργα καὶ σπάνια γεγονότα, ὅπως στοὺς διάτoντες ἀστέρες, στοὺς σεισμούς, στοὺς μεγάλους πολέμους κ.τ.ό. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν καὶ βρίσκουν πνευματικὸ νόημα στὰ συνηθισμένα καὶ καθημερινὰ γεγονότα, εἶναι σπάνιοι.

Ὁ σπανιότερος ἀπ’ ὅλους τοὺς σπάνιους ποὺ περπάτησε ποτὲ στὴ γῆ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, πῆρε σκόπιμα τὰ πιὸ συνηθισμένα πράγματα ἀπὸ τὴ ζωή, γιὰ ν’ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυστήρια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τί εἶναι πιὸ συνηθισμένο ἀπὸ τὸ ἁλάτι, τὴ ζύμη, ἕνα δέντρο ποὺ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν κόκκο σινάπεως, τὸν ἥλιο, τὰ σπουργίτια, τὰ χόρτα καὶ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, τὸ ψωμί, τὴν πέτρα καὶ τὴν ἄμμο; Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν κάθε μέρα μὲ τὰ μάτια τους τὰ πράγματα αὐτὰ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ν’ ἀναζητήσει μέσα τους τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως σταμάτησε δίπλα σ’ αὐτὰ καὶ κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὰ προσέξουν, τοὺς φανέρωσε τ’ ἀμέτρητα οὐράνια μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημά τους. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὰ ἁπλᾶ καὶ συνηθισμένα γεγονότα γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ νὰ ἐξηγήσει ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη τὴν ἱστορία τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτηρίας του, τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὴν Τελικὴ Κρίση καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν γιὰ αἰῶνες νὰ συμβαίνουν περιστατικὰ σὰν κι αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὶς παραβολὲς τοῦ Σπορέα, τῆς ζύμης καὶ τοῦ ἄρτου, τῶν ταλάντων καὶ τοῦ “Ἄσωτου Υἱοῦ. Κανένας ὅμως δὲ φαντάστηκε πῶς κάτω ἀπὸ τὰ φύλλα τῶν γεγονότων αὐτῶν ὑπῆρχαν τέτοιοι πυρῆνες γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡσότου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διηγηθεῖ τίς παραβολὲς αὐτές, ἐξηγήσει τὴν οὐσία κι ἀποκαλύψει τὸν πυρῆνα τους.

Tο σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀναπτύσσει τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Σπορέα.

Ἐπιφανειακὰ εἶναι ἕνα συνηθισμένο γεγονός, μέσα στὸν πυρῆνα του ὅμως κρύβει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, καθὼς καὶ τίς πηγὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς ἀπώλειας ἢ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Κι όλ’ αὐτὰ μὲ μιὰ διδαχή.

«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων του σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ» (Λουκ. ἡ’5). Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ οὐσιαστικὸ ξεκίνημα! Ἦρθε ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς. Ὁ πάγος καὶ τὸ χιόνι ἔχουν προετοιμάσει τὸ ἔδαφος, ὁ ἄνθρωπος τὸ ὄργωσε. Ἡ ἄνοιξη ἔφτασε κι ὁ σπορέας πῆγε γιὰ νὰ σπείρει το σπόρο του. Ὁ σπορέας βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του, πηγαίνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ σπείρει το σπόρο. Πηγαίνει στὸ δικό του ἀγρό, ὄχι σὲ ἄλλον.

Ἐδῶ ἔχουμε ἁπλᾶ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ μεγάλα ἐσωτερικὰ βάθη. Σπορέας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ σπόρος εἶναι ἡ ζωηφόρα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προετοιμαστεῖ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια δοκιμασιῶν καὶ βασάνων, περιπλανήσεων κι ἀναζητήσεων, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὸ θεϊκὸ σπόρο τῆς ζωηφόρας διδασκαλίας. Οἱ προφῆτες εἶχαν ὀργώσει τὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ὁ Χριστὸς ἔλαμψε σὰν τὴν ἄνοιξη μετὰ ἀπὸ ἕναν μακρὺ καὶ παγωμένο χειμῶνα καὶ βγῆκε σὰν Σπορέας νὰ σπείρει. Οἱ προφῆτες εἶναι οἱ ζευγολάτες, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σπορέας. “Ἄν οἱ προφῆτες φύτεψαν κάπου κάπου ἕνα μικρὸ σπόρο, αὐτὸς δὲν ἦταν δικός τους, τὸν δανείστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς βγῆκε νὰ σπείρει τὸ δικό του σπόρο. Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό εἶχαν λάβει το σπόρο ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ τὸν ἔσπειραν στὸν κόσμο σὰν δικό τους Ό Χριστὸς δὲ δανείστηκε ἀπὸ κανέναν. “Ἔσπειρε πραγματικὰ τὸ δικό του σπόρο.

Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων. Πῶς βγῆκε κι ἀπὸ ποῦ; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ βγῆκε ἀπὸ τοὺς αἰώνιους κόλπους τοῦ Πατέρα, χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Βγῆκε φορῶντας ἀνθρώπινη σάρκα, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἄνθρωπος. Βγῆκε ὅπως τὸ φὼς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν ἥλιο, χωρὶς ν’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴν πηγή του. Βγῆκε ὅπως τὸ δέντρο ἀπὸ τὴ ρίζα του, χωρὶς ν’ ἀποχωριστεῖ ἀπ’ αὐτήν. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ ἀγρός Του, κι Ἐκεῖνος τὸν ἐπισκέπτεται. «Ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» (βλ. Ἰωάν. ἅ’10). Κι Αὐτὸς ἦρθε στὸν κόσμο Του. Ἄφησε τὸ σπίτι Του καὶ πῆγε στὸν ἀγρό Του γιὰ νὰ σπείρει το σπόρο Του. Εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σπορέας, περιβαλλόμενος μὲ εἰρήνη ἀπὸ κάθε πλευρά, λόγῳ τῆς ἀδιαμφισβήτητης ἰδιοκτησίας καὶ τῆς δικαιοσύνης Του. Δὲν εἶναι σὰν τὸ δοῦλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ ξένο σπίτι, πηγαίνει σὲ ξένο ἀγρὸ καὶ κάποτε ποὺ ἔχει κακὴ διάθεση ξεχνάει ὅτι ὁ ἀγρὸς εἶναι ξένος καὶ τὸν λογαριάζει γιὰ δικό του. Κι ἀπὸ τότε κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀδιαφορία κι ἀμέλεια.

«Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν καὶ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό, καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ικμάδα καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν,ἕν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτὸ καί ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει» ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Λουκ. ἠ8). Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ δείχνουν πῶς ἢ παραβολὴ ἔχει ἕνα μυστικό, ἕνα κρυφὸ νόημα. “Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτιὰ καὶ μποροῦν εὔκολα ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια τῆς παραβολῆς. Δὲν ἔχουν ὅλοι ὅμως πνευματικὴ ἀκοὴ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ Πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα τους. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Ἡ παραβολὴ ὁλόκληρη εἶναι σαφής, ἀκριβής, ἀκόμα κι ἂν τὴ δεῖ κανεὶς σὰν περιγραφὴ κάποιας συνηθισμένης ἐργασίας. Κάθε ἀγρότης θὰ μποροῦσε νὰ βεβαιώσει ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία πῶς αὐτὸ ἀκριβῶς γίνεται ὅταν ὁ σπόρος σπέρνεται σ’ ἕναν ἀγρό. Κι ὅλοι μποροῦν νὰ σᾶς ποὺν γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τίς δυσκολίες ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες, ὅπως νὰ κλείσει τὰ μονοπάτια ποὺ τὸν διαπερνοῦν, νὰ τὸν καθαρίσει ἀπὸ τίς πέτρες, νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ κάψει τ’ ἀγκάθια, γιὰ νὰ κάνει ἔτσι γόνιμο τὸν ἀγρό. Ἡ παραβολὴ αὐτὴ ὅμως δὲν εἰπώθηκε γιὰ κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουν, ἀλλὰ γιὰ τὸ κρυφὸ μήνυμά της, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια ποὺ εἶναι κρυμμένη μέσα της.

Ὁ ἀγρὸς σημαίνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ διάφορα κομμάτια τοῦ ἀγροῦ σημαίνουν τίς διάφορες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Μερικὲς εἶναι σὰν τὴ γῆ ποὺ βρίσκεται δίπλα στὸ δρόμο, ἄλλες με πετρῶδες ἔδαφος κι πάλι σάν γῆ γεμάτη μέ ἀγκάθια. Εἶναι κι ἄλλες ὅμως πού μοιάζουν μέ καλή γῆ, μακριά ἀπό το δρόμο καί καθαρή ἀπό πέτρες κι ἀγκάθια. Γιατί ὁ γεωργός δέ σπέρνει το σπόρο του μόνο στή καλή γῆ κι ὄχι στό πετρῶδες ἔδαφος ἤ σ’ ἐκεῖνο πού εἶναι γεμᾶτο ἀγκάθια; Ἐπειδή τά καλά νέα τοῦ εὐαγγελίου εἶναι κοινά σέ ὅλους. Δέν εἶναι κρυφά, δέν περιορίζονται καί δέν εἶναι γνωστά μόνο σέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, ὅπως γινόταν μέ τή σκοτεινή καί «μαγική» διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Αἰγυπτίων, πού σκοπό τους εἶχαν τήν ἀπόκτηση δύναμης ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά νά στραφεῖ ἐναντίον ἄλλου ἀνθρώπου ἤ σέ ὁμάδα ἀνθρώπων. Σκοπός τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. «Ὁ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί. καί εἰς τό οὔς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπί τῶν δωμάτων» (Ματθ. ἰ’ 27). Αὐτές τίς ἐντολές δίνει ὁ Κύριος στούς μαθητές Του. Ὁ Μέγας Σπορέας δίνει ἐντολή στούς σποριάδες. Ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (ATιμ. β’ 4), «μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι» (Β’ Πέτρ. Υ 9). “Ἄν ὁ Κύριος εἶχε σπείρει τή διδασκαλία Του μόνο σέ καλούς ἀνθρώπους, οἱ κακοί θά εἶχαν τή δικαιολογία πῶς δέν ἄκουσαν ποτέ τό εὐαγγέλιο καί θά χρέωναν τήν ἀπώλειά τους στό Θεό κι ὄχι στή δική τους ἀμαρτωλότητα. Κανένας καί ποτέ δέ θά χαθεῖ ἀπό σφάλμα ἤ λάθος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί δέν μπορεῖ κανένα λάθος νά σκιάσει τό φῶς τῆς δικαιοσύνης Του.

Τό γεγονός ὅτι τά τρία μέρη τοῦ σπόρου θά χαθοῦν δέν εἶναι λάθος οὔτε τοῦ σπόρου οὔτε τοῦ σπορέα, ἀλλά τῆς γῆς. Οὔτε ὁ Χριστός οὔτε ἤ θεία διδασκαλία Του φταῖνε ἐπειδή χάνονται πολλοί ἄνθρωποι. Τό σφάλμα εἶναι τῶν ἴδιων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἐπειδή δέν ἀφοσιώθηκαν καί δέν ἀσχολήθηκαν μέ ἀγάπη στή φροντίδα τοῦ σπόρου πού δέχτηκαν, δέν τόν προστάτεψαν ἀπό τ’ ἀγκάθια, δέν τό ἔβαλαν βαθιά μέσα στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ψυχῆς καί δέν τό πρόσεξαν ὡσότου ἔρθει ὁ καιρός τῆς καρποφορίας καί τοῦ θερισμοῦ. Μ’ ὅλο ὅμως πού τά τρία τέταρτα τοῦ ἀγροῦ δέν καρποφόρησαν, ὁ Θεός ἔδρεψε πλούσια καρποφορία ἀπό το λόγο Του. Εἶπε μέσῳ τοῦ προφήτη Του: «Οὕτως ἔσται τό ρῆμα μου, καί ἐάν ἐξέλθη ἐκ τοῦ στόματός μου, οὐ,οὗ μή ἀποστραφῆ. ἕως ἄν τελεσθῆ ὅσα ἄν ἠθέλησα καί εὐοδώσω τάς ὁδούς μου καί τά ἐντάλματά μου» (Ψαλμ. νέ’ 11). “Ἄν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού δέν κάνουν χρήση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δέ σημαίνει πῶς ὁ λόγος αὐτός ἔπεσε στό κενό. Γιά το Θεό τά πάντα εἶναι δυνατά. Μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ πῶς ὁ θερισμός ἀπό τήν καλή γῆ εἶναι καλλίτερος. Στή χειρότερη περίπτωση ὁ λόγος Του θά γυρίσει στόν ἴδιο. Θά συμβεῖ αὐτό πού ἔγινε μέ τό τάλαντο ποῦ ἔκρυψε στή γῆ ὁ πονηρός καί ὀκνηρός δοῦλος ἤ σάν τήν εἰρήνη πού ἐπισκέφτηκε ἕνα σπίτι καί δέ τή δέχτηκαν. Ὁ Κύριος εἶπε στούς ἀποστόλους νά ἐπικαλεστοῦν τήν εἰρήνη σέ κάθε σπίτι πού θά ἐπισκεφτοῦν: «καί ἐάν μέν ἤ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὕμῶν ἐπ’ αὐτήν: ἐάν δέ μή ἤ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπιστραφήτω» (Ματθ. ἰ’ 13).

Εἶναι καλύτερα ὅμως ν’ ἀκούσουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ν’ ἀποκαλύπτει τό μυστικό νόημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς. Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς σπάνιες παραβολές τοῦ εὐαγγελίου πού ὁ Χριστός τήν ἐξήγησε ὁ ἴδιος. Καί τό ἔκανε αὐτό ἐπειδή του τό ζήτησαν οἱ ἀπόστολοι:

«Ἔπηρώτων δέ αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἤ παραβολή αὕτη; ὁ δέ εἶπεν ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δέ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἶνα,ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή συνιώσιν» (Λουκ. ἡ’ 9,10). Τήν παραβολή αὐτή, ἴσως ἐπειδή ἦταν πολύ ἁπλή, ἦταν δύσκολο στούς ἀποστόλους νά τήν ἐξηγήσουν καί νά τήν συνδέσουν μέ τήν πνευματική ζωή. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, οἱ μαθητές ρώτησαν πρῶτα: «Διατί ἕν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;» (Ματθ. ἴγ’ 10). Ὁ Λουκᾶς παραλείπει τήν ἐρώτηση αὐτή κι ἀναφέρει μιά ἄλλη: τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη; Ὁ Χριστός ἀπάντησε καί στίς δυό ἐρωτήσεις. Πρῶτα ἔκανε τή διάκριση ἀνάμεσα στούς μαθητές του πού τόν ἄκουγαν διαρκῶς καί στούς ἄλλους πού τόν ἄκουσαν τότε. Οἱ μαθητές Του ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, εἶχαν ὅμως τή χάρη τοῦ Θεοῦ. “Ἄν καί τότε δέν εἶχαν τελειοποιηθεῖ ἀκόμα, τά πνευματικά μάτια τους ἦταν ἀρκετά ἀνοιχτά γιά νά κατανοοῦν τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορές τούς μιλοῦσε ἄμεσα, χωρίς παραβολές, σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά γίνει. Τό ὅτι δέν ἦταν πάντα δυνατό νά μιλᾶ στούς ἀποστόλους χωρίς παραβολές, φαίνεται ἀπό τήν τελευταία συζήτηση πού εἶχε μαζί τους πρίν ἀπό τό πάθος καί τό θάνατό Τοῦ: «Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλά παρρησία περί τοῦ πατρός ἀναγγελῶ ὑμῖν» (Ἰωάν. ἴστ’ 25).

Γιατί ὁ Χριστός μιλοῦσε μέ παραβολές στό λαό; Ἶνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή συνιώσιν. Αὐτό σημαίνει: “Ἄν τούς εἶχε μιλήσει καθαρά, χωρίς παραβολές, θά κοίταζαν μέ τά σωματικά μάτια τους καί δέ θά ἔβλεπαν τίποτα. Θ’ ἄκουγαν μέ τά σωματικά αὐτιά τους καί δέ θά καταλάβαιναν τίποτα. Τά πνευματικά πράγματα δέν μπορεῖ νά τά δεῖ κανείς μέ τή σωματική ὅραση, οὔτε καί νά τ’ ἀκούσει μέ τή σωματική ἀκοή. Τό ὅτι τά λόγια Του ἔχουν τή σημασία αὐτή εἶναι φανερό ἀπό τόν τρόπο πού χρησιμοποιεῖ διαφορετικά τά λόγια αὐτά ὁ Ματθαῖος στό εὐαγγέλιό του: «…ἕνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή ἀκούωσι μηδὲ συνώσι» (ἴγ 13).

“Ὅταν ὁ Θεός λέει καθαρά τίς πνευματικές ἀλήθειες, χωρίς νά τίς καλύψει μέ παραβολές καί νά τίς συνδέσει μέ πράγματα καί γεγονότα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο, οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν οὔτε νά δοῦν τήν ἀλήθεια οὔτε καί νά τήν κατανοήσουν.

Οἱ πνευματικές ἀλήθειες ἔχουν νά κάνουν μέ τόν ἄλλο κόσμο, τόν πνευματικό καί οὐράνιο. Ό ἄνθρωπος μπορεῖ νά τίς συλλάβει καί νά τίς κατανοήσει μόνο μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις (ὅραση, ἀκοή καί ἀντίληψη). Οἱ πνευματικές ἀλήθειες ἐμφανίζονται στόν κόσμο μέ τή μορφή πραγμάτων καί περιστατικῶν. Πολλοί ἔχουν χάσει τήν ὅραση, τήν ἀκοή καί τήν κατανόηση τῶν πνευματικῶν ἀληθειῶν. Πολλοί βλέπουν μόνο τόν τύπο, ἀκοῦνε μόνο τήν ἐξωτερική φωνή καί καταλαβαίνουν μόνο τό ἐξωτερικό, τό ἐπιφανειακό περιεχόμενο, τόν τύπο καί τή φύση τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων. Αὐτή εἶναι σωματική ὅραση, σωματική ἀκοή καί σωματική ἀντίληψη. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τήν τυφλότητα τῶν ἀνθρώπων καί γι’ αὐτό, ὡς πάνσοφος Διδάσκαλος, τούς ὁδηγοῦσε ἀπό τά ὑλικά πράγματα κι ἀπό τά φυσικά γεγονότα στά πνευματικά. Γι’ αὐτό καί τούς μιλοῦσε μέ παραβολές, μ’ ἕναν τρόπο πού μποροῦσαν νά δοῦν, ν’ ἀκούσουν καί νά κατανοήσουν.

Ὁ Κύριος ἀπάντησε στήν πρώτη ἐρώτησή τους κι ἔπειτα προχώρησε στή δεύτερη: «Ἔστι δέ αὕτη ἤ παραβολή ὁ σπόρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: οἱ δέ παρά τήν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες. εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καί αἴρει,αἵρει τόν λόγον ἀπό τῆς καρδίας αὐτῶν, ἶνα μή πιστεύσαντες σωθῶσιν» (Λουκ. ἡ 11,12). “Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε ἀπευθυνθεῖ στό λαό εἶχε πεῖ «καί κατεπατήθη καί τά πετεινά κατέφαγεν αὐτά». Στούς μαθητές Του ὅμως εἶπε, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καί αἴρει,αἵρει τόν λόγον ἀπό τῆς καρδίας αὐτῶν. Καί οἱ δύο ἐκφράσεις ἔχουν τό ἴδιο νόημα, ἤ μιά ἐξηγεῖ τήν ἄλλη. “Ὅπως οἱ ἄνθρωποι ποδοπατοῦν το σπόρο πού ἔπεσε δίπλα στό δρόμο καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ τόν τσιμπᾶνε, ἔτσι κι ὁ διάβολος ποδοπατεῖ καί τσιμπάει το σπόρο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή το λόγο Του, ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ σοφός ἰδιοκτήτης φράζει τόν ἀγρό του καί κλείνει τίς εἰσόδους. Ἔτσι κι ὁ σοφός ἄνθρωπος φράζει τούς δρόμους τῆς καρδιᾶς του γιά νά μήν περάσει τό πονηρό πνεῦμα, νά μήν ποδοπατήσει καί νά μήν καταστρέψει ὅλα ὅσα ἔσπειρε ἐκεῖ ὁ Θεός. “Ὅταν φτιάχνουμε μιά δίοδο στήν καρδιά μας, τήν ἀνοίγουμε σ’ ἕνα συρφετό ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Τότε ὁ θεϊκός σπόρος σαπίζει καί χαλάει. Κι ὁ πονηρός ὄχι μόνο ποδοπατεῖ καί καταστρέφει τό θεϊκό σπόρο, μά σπέρνει καί τό δικό του διαβολικό σπόρο. Τέτοια καρδιά πού εἶναι ἀνοιχτή στούς περαστικούς κι ἐπηρεάζεται ἀπ’ αὐτούς, εἶναι ὅπως ἡ ἐλεύθερη κι ἀχαλίνωτη γυναῖκα πού ἀπιστεῖ στό σύζυγό της καί μοιάζει μέ σωρό σκουπιδιῶν πού μυρίζει ἤ μέ μονοπάτι πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά, μέ ἁρπακτικά όρνια (δηλαδή δαίμονες) πού ἐπιπίπτουν στό θήραμά τους. Γι’ αὐτούς καμιά ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἶναι τόσο πολύτιμη ὅσο ἐκεῖνες πού τούς ἐπιτρέπουν τήν εἴσοδο ἐλεύθερα.

Ὁ σπόρος πού ἔπεσε στό πετρῶδες ἔδαφος ἤ ἀνάμεσα στ’ ἀγκάθια δέν ἀναπτύσσεται σχεδόν καθόλου. Ἐκεῖνος πού πέφτει δίπλα στό δρόμο ὅμως δέν μπορεῖ οὔτε νά φυτρώσει γιατί ποδοπατιέται ἀπό τούς ταξιδιῶτες καί τούς περαστικούς κι οἱ δαίμονες τούς ἁρπάζουν. Ὁ θεϊκός σπόρος καρποφορεῖ μόνο στήν παρθενική ψυχή πού δέν ἀνοίγει εἰσόδους, ἀλλά εἶναι φραγμένη καί δέν ἐπιτρέπει νά τήν ποδοπατοῦν. Ἄν χρειαζόταν μιά παραβολή γιά νά ἐξηγήσει μιάν ἄλλη, τότε ἡ παραβολή αὐτή γιά το σπόρο πού ἔπεσε δίπλα στό δρόμο θά ἦταν τό καλλίτερο σχόλιο γιά τήν παραβολή μιᾶς ἁμαρτωλῆς καί ἄσεμνης γυναίκας.

Γιατί ὁ πονηρός ἀφαιρεῖ το λόγο ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων; Ὁ Κύριος τό ἐξηγεῖ αὐτό μέ τά ἀκόλουθα λόγια: ἶνα μή πιστεύσαντες σωθῶσιν. Ἀπό τά λόγια αὐτά εἶναι φανερό πῶς ἤ πίστη στό λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ρίζα τῆς σωτηρίας μας. Ἐκεῖνος πού δέ φυλάει το λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά του, μόνο τό λόγο τοῦ Θεού, τίποτ’ ἄλλο, δέν μπορεῖ νά θερμάνει τήν καρδιά του μέ πίστη κι ἑπομένως ἡ ψυχή του δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ὅσο ἡ καρδιά του δέν ἔχει θερμανθεῖ ἀπό το λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ διάβολος καραδοκεῖ νά τόν ἁρπάξει καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν καρδιά. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού τηρεῖ το λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά του ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό καί δέν ἀφήνει οὔτε τούς ἀνθρώπους οὔτε τούς δαίμονες νά ποδοπατήσουν τόν ἱερό αὐτό σπόρο ἤ νά τόν κλέψουν.

«Οἱ δέ ἐπί τῆς πέτρας οἴ ὅταν ἀκούσωσι. μετά χαρᾶς,χαράς δέχονται τόν λόγον, καί οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἴ πρός καιρόν πιστεύουσι καί ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται» (Λουκ. ἡ’13). Αὐτοί εἶναι πού στήν ἀρχή δέχονται το λόγο τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί πού πρόσκαιρα πιστεύουν. Τελικά ὅμως ἀπομακρύνονται ἀπό φόβο, ὅπως ὁ σκλάβος πού πέρασε πολλά χρόνια στή φυλακή κι ὅταν βλέπει πῶς κάποιος τοῦ ἀνοίγει τήν πόρτα καί τοῦ φωνάζει: «Φύγε, εἶσαι ἐλεύθερος!», στήν ἀρχή χαίρεται κι ἑτοιμάζεται νά φύγει. “Ὅταν ὅμως συνειδητοποιεῖ πῶς θά πρέπει τώρα ν’ ἀκολουθήσει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς καί νά δουλέψει, φοβᾶται γι’ αὐτήν τήν καινούργια ζωή καί προτιμᾶ νά γυρίσει πίσω στή φυλακή, κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα.

Ἡ καρδιά πού εἶναι βαθιά προσκολλημένη στή γῆ φοβᾶται. Ἡ προσκόλληση αὐτή τήν κάνει σκληρή σάν πέτρα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναπτύσσεται εὐκολότερα μέ ἐξωτερικές καταιγίδες καί ἀνέμους, ὅπως τά πεῦκα στά βουνά. Ὁ φοβισμένος ἄνθρωπος ὅμως πού δέχτηκε το λόγο τοῦ Θεοῦ μέ χαρά, νιώθει τρομοκρατημένος ἀπό τίς καταιγίδες καί τούς ἀνέμους κι ἐγκαταλείπει το λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν ἀπορρίπτει καί ξαναγυρίζει στά γήινα. Ἡ γῆ ἀποδίδει συντομότερα, γιά νά δεχτεῖ τήν καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅμως πρέπει νά περιμένει. Τόν φοβισμένο ἄνθρωπο τόν κατατρώει ἤ ἀμφιβολία: «Ἄν ἐγκαταλείψω τούς γήινους αὐτούς καρπούς πού ἔχω στά χέρια μου, ποιός ξέρει ἄν θά ζήσω γιά νά γευτῶ τούς καρπούς πού μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;» Αὐτό δείχνει πῶς ὁ φοβισμένος ἄνθρωπος ἀμφιβάλλει γιά το Θεό, ἐνῶ εἶναι σίγουρος γιά τή γῆ. Ἄμφιβάλλει γιά τήν ἀλήθεια καί πείθεται ἀπό τό ψέμα. Ἡ πίστη ὅμως δέ ριζώνει στήν πέτρινη καρδιά του κι ἐξαφανίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού σπάρθηκε στήν καρδιά του ξαναγυρίζει στό Σπορέα.

Ἀνάμεσά μας σήμερα ὑπάρχουν πολλοί τέτοιου ἄνθρωποι. Ἡ πίστη στό Θεό βοηθάει ν’ ἀναπτυχθεῖ λίγο πράσινο στήν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς τους, τό χῶμα ὅμως εἶναι πολύ ρηχό κι ἀπό κάτω ὑπάρχει βράχος σκληρός. “Ὅταν ὁ δυνατός ἥλιος τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους, στό φώς του βλέπουν πῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναζητᾶ χῶμα βαθύ γιά ν’ ἁπλώσει τίς ρίζες του στήν καρδιά τους, στό νοῦ καί τήν ψυχή τους. Καί τότε φοβοῦνται. Εἶναι ἕτοιμοι νά δεχτοῦν το Θεό στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τους, ἀλλά κρατοῦν τ’ ἄλλα δωμάτια κλειστά γιά τόν ἑαυτό τους. Ὅταν βλέπουν τό μεγαλεῖο τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ καί πῶς δέν ὑπάρχει κανένα δωμάτιο πού μπορεῖ νά μείνει σκοτεινό μέ τήν παρουσία του, τούς κυριεύει ὁ φόβος. “Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται πῶς μπορεῖ νά τόν διώξουν γιά χάρη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (καταιγίδες καί ἄνεμοι), κάνει ἀμέσως πίσω. Ἡ ἀσυνέπεια στήν πίστη εἶναι ὑπηρεσία στόν ἕνα κύριο, ἐνῶ ἔχει ὑποσχεθεῖ νά ὑπηρετήσει τόν ἄλλον. Οἱ ἀσυνεπεῖς στήν πραγματικότητα ὑπηρετοῦν τό διάβολο, ἐνῶ ὑπόσχονται νά ὑπηρετήσουν το Θεό. Πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά δώσει ἐμπιστοσύνη στίς ὑποσχέσεις τους, ὅταν ἐκεῖνοι δέν ἔχουν πιστέψει τίς ἐπαγγελίες τῶν λόγων Του;

«Τό δέ εἰς τάς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοι εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καί ὑπό μεριμνῶν καί πλούτου καί ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί οὐ,οὗ τελεσφοροῦσι» (Λουκ. 14). Οἱ μέριμνες εἶναι ἀγκάθια. Εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τά πλούτη καί τίς ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει ἀνάμεσα στ’ ἀγκάθια, ἀρχίζει νά φυτρώνει. Δέ μεγαλώνει ὅμως, δέν ὡριμάζει. Τόν πνίγουν τ’ ἀγκάθια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ καμία σκιά. Μπορεῖ ν’ ἀναπτυχθεῖ μόνο στόν ἀγρό ὅπου εἶναι ὁ κυρίαρχος σπόρος κι ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι στή σκιά. Μέ τίς μέριμνες ἐννοεῖ ἐδῶ τίς φροντίδες γιά τήν ἐπίγεια ζωή μας. Μέ τά πλούτη, τόν ἐξωτερικό πλουτισμό. Μέ τίς ἡδονές, τίς κοσμικές, σωματικές κι ἐφήμερες ἀπολαύσεις. Αὐτά εἶναι τά ζιζάνια, ἀνάμεσα στά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀναπτυχθεῖ τό ἁγνό φυτό τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει: «Πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτό μέλει περί ὑμῶν» (Ἀπέτρ. ἔ’ 7). Ὁ Χριστός ἀφήνει μιά μόνο καί μοναδική μέριμνα σέ μας: τή φροντίδα γιά τήν ψυχή μας καί τή σωτηρία της. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέριμνα. Κι ὅταν ἐπικεντρωθοῦμε σ’ αὐτήν, ὅλες οἱ ἄλλες ἐξυπηρετοῦνται μόνες τους. “Ὅλες οἱ ἄλλες μικρομέριμνες πνίγουν τόν σπόρο τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς μέριμνας, τῆς μέγιστης. Κι ὅταν ἀμελοῦμε τή μέριμνα αὐτή ὅλες οἱ ἄλλες μένουν ἐγκαταλειμμένες, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μαζί τους στή γῆ χίλια χρόνια.

Σχετικά μέ τά πλούτη τώρα: Τ’ ἀληθινά πλούτη στέλνονται ἀπό το Θεό, δέν ἀποχτιοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους ἤ ἀπό τή φύση. «Ὁ πεποιθώς ἐπί πλοῦτο οὗτος πεσεῖται» (Παρ. ἰα’ 28). Ὁ ἄνθρωπος πού ἐξαρτᾶ τά πάντα στόν πλοῦτο θά ἔχει πικρό θάνατο, θά πεθάνει ἀνικανοποίητος καί θά ἐμφανιστεῖ στήν Κρίση τοῦ Θεοῦ σάν ἐπαίτης. μέ ἄδεια χέρια.

Τί νά ποῦμε τώρα πρί τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου; Δέν εἶναι κι αὐτές ζιζάνια κι ἀγκάθια πού καταπνίγουν το λόγο τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἐπίγειες ἡδονές σ’ αὐτούς πού τίς ἐπιθυμοῦν καί τίς γυρεύουν, εἶναι αὐτές πού θά ἤθελαν νά εἶναι; “Ἄς ἀκούσουμε κάποιον πού εἶχε βυθιστεῖ μέσα στίς ἡδονές τοῦ βίου, το βασιλιᾶ Σολομῶντα, νά ἐξομολογεῖται: «Καί πάν, ό ἤτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ’ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τήν καρδίαν μοῦ ἀπό πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη… καί ἐπέβλεψα ἐγῶ…και ἰδού τά πάντα ματαιότης καί προαίρεσις πνεύματος, καί οὐκ ἔστι περισσεία ὑπό τόν ἥλιον» (Ἐκκλ. β’ 10-11). Κι ὁ πατέρας του, πού ἦταν σοφότερος ἀπό τό Σολομώντα, εἶπε: «Τά δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν» (Ψαλμ. ἰη’ 9): «Ἐκληρονόμησα τά μαρτύριά σου εἰς τόν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μοῦ εἶσιν,εἷσιν» (Ψαλμ. ριη 111), «Ἀγαλλιάσομαι ἐγώ ἐπί τά λόγια σου, ὡς ὁ εὑρίσκων σκύλα πολλά» (Ψαλμ. ριη’ 162).

Ἡ ἀληθινή ἡδονή, τά πλούτη κι ἡ εὐφροσύνη βρίσκονται στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οἱ ἡδονές κι οἱ χαρές του, εἶναι ἁπλά μιᾷ χλωμῇ εἰκόνα τοῦ πλούτου, τῆς ἡδονῆς καί τῆς χαρᾶς τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

«Τό δέ ἐν τῇ καλῇ γῆ, οὗτοι εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλή καί ἀγαθή ἀκούσαντες τόν λόγον κατέχουσι καί καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ» (Λουκ. ἡ’ 15). Καί «ταῦτα λέγων ἔφώνει» ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Λουκ. 18). Καλή γῆ εἶναι οἱ καλές ψυχές πού διψᾶνε γιά τήν ἀλήθεια καί πεινᾶνε γι’ ἀγάπη. Ὅπως τό διψασμένο ἐλάφι τρέχει στίς πηγές γιά νά βρεῖ νερό (βλ. Ψαλμ. μά’ 1), ἔτσι καί οἱ καλές ψυχές τρέχουν στήν ἄνυδρη ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναζητῶντας νερό γιά νά κορέσουν τή δίψα τους μέ πνευματικές ἀλήθειες καί ἀληθινή ἀγάπη.

Ὅταν ἡ πρωινή δρόσος καί τό οὐράνιο μάννα πέφτουν σέ τέτοιες ψυχές ἀπό τά χείλη τοῦ Χριστοῦ, τότε αὐτές γεμίζουν χαρά, ἀναπτύσσονται, ἐκτείνονται πρός τόν οὐρανό καί καρποφοροῦν πλούσια. Ἀπό τέτοιες ψυχές μόνο ἕνας δρόμος περνάει: ὁ δρόμος πού βαδίζει ὁ Χριστός. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι κλειστός σέ ὅλους τούς ἄλλους ταξιδιῶτες καί περαστικούς. Στίς ψυχές αὐτές δέν ὑπάρχουν σωροί ἀπό πέτρες, πυκνοί θάμνοι ἤ ἀγκάθια, ἀλλά μόνο καθαρή γῆ, εὔφορη, ὅπου μόνο ἕνας σπόρος ἀναπτύσσεται: αὐτός πού ἔσπειρε ὁ Χριστός. Τόν σπόρο αὐτό τόν φυλλάσσουν σέ τίμια καί ἀγαθή καρδιά. Οἱ καλοί ἄνθρωποι δέν τηροῦν το λόγο τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι γραμμένος σέ χαρτί. Τό χαρτί εἶναι ἔξω από τόν ἄνθρωπο κι εὔκολα χάνεται. Δέν τόν τηροῦν οὔτε στό νοῦ τους. Ὁ νοῦς βρίσκεται στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἀνθρώπου καί μπορεῖ νά ξεχαστεῖ. Τόν τηροῦν μέσα τους, στήν καρδιά τους, σέ μιά τίμια καί ἀγαθή καρδιά, ὅπου δέ χάνεται οὔτε ξεχνιέται, ἀλλ’ ἀναπτύσσεται σάν τή ζύμη καί καρποφορεῖ ὅπως τό σιτάρι, κάνει τόν ἄνθρωπο χαρούμενο, ὅπως τόν κάνει τό κρασί καί εἶναι σά νά χρίει ὁλόκληρη τή ζωή του μέ λάδι, γιά νά λάμπει σάν τόν ἥλιο.

Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ στήν καλή γῆ; «…καρποφορεῖ καί ποιεῖ ὁ μέν ἑκατόν, ό δέ ἑξήκοντα, ὁ δέ τριάκοντα» (Ματθ. ἴγ’ 23). Ὁ Κύριος τό εἶπε αὐτό ἀπό τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί τή συγκατάβασή Του πρός τό ἀνθρώπινο γένος. Δέν ἀπαιτεῖ τό ἴδιο ἐξίσου ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀπ’ ἄλλους ζητάει περισσότερα κι ἀπ’ ἄλλους λιγότερα, ὥστε νά σωθοῦν ὅσο τό δυνατό περισσότεροι καί νά κληρονομήσουν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τόν ἑκατονταπλάσιο καρπό πού ἀποδίδει ὁ σπόρος πού ἔπεσε στήν ἀγαθή γῆ, γιά ν’ ἀποδείξει τό μεγαλεῖο τῆς γῆς αὐτῆς. Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος δέ μιλᾶνε μόνο γιά τήν πλούσια ἀπόδοση τῆς ἀγαθῆς γῆς, ἀλλά καί γιά τίς τρεῖς κατηγορίες ἀπόδοσης πού ἱκανοποιοῦν τόν οἰκοδεσπότη. Ἔτσι ἔχουμε τό ἴδιο νόημα καί παίρνουμε κι ἐδῶ τό ἴδιο μάθημα πού πήραμε μέ τήν παραβολή τῶν ταλάντων. Ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τά ἴδια λόγια γιά τό δοῦλο πού πῆρε τά δέκα τάλαντα καί γιά τόν ἄλλον πού πῆρε τά πέντε. Καί στούς δυό ἔδωσε τήν ἴδια ὑπόσχεση: «Εὔ, δοῦλε, ἀγαθέ καί πιστέ…εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κέ’ 21, 23). Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει διαβαθμίσεις μεγαλοσύνης καί ἀπόλαυσης. Δέ βρίσκονται ὅλοι οἱ σωζόμενοι στό ἴδιο ἐπίπεδο, μ’ ὅλο πού ὅλοι θ’ ἀπολαμβάνουν ἀνέκφραστη λαμπρότητα κι ἀνεκλάλητη χαρά.

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω! Μέ τά λόγια αὐτά τέλειωσε ὁ Κύριος τήν ἐξήγηση 2 τῆς παραβολῆς Του, ὅπως νωρίτερα τήν εἶχε τελειώσει ὅταν τήν διηγήθηκε στόν κόσμο. Καί μάλιστα δέν τά εἶπε ἁπλά τά λόγια αὐτά, ἀλλά ἔφώνει, τά φώναξε δυνατά. Καί ὅταν τήν διηγήθηκε τήν παραβολή καί ὅταν τήν ἐξήγησε, στό τέλος ἔφώνει. Γιατί; Γιά νά διεγείρει τά ἐσωτερικά αὐτιά τῶν κουφῶν. Γιά ν’ ἀντηχεῖ ἡ ἠχώ τῆς σοφίας του ἀνά τούς αἰῶνες, ὥστε νά τήν ἀκοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ώς τή συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἐπανέλαβε τήν κραυγή, πού ξαναεῖπε τά ἴδια λόγια:

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω! Αὐτή ἦταν ἡ κραυγή τοῦ στοργικοῦ φίλου τῶν ἀνθρώπων, τοῦ μοναδικοῦ φίλου ἐκείνων ἐναντίον τῶν ὁποίων εἶχαν ἐπιπέσει τά μαῦρα κοράκια τῆς κόλασης. Ἦταν κραυγή-προειδοποίηση γιά τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Ἦταν κραυγή γιά νά ὑποδείξει τόν ἕνα καί μοναδικό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία καί νά προφυλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν κίνδυνο καί τόν ἀποπνικτικό καπνό αὐτοῦ τοῦ κόσμου. “Ἦταν ἡ κραυγή τοῦ πράου καί ταπεινοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἤθελε ἔτσι νά προειδοποιήσει πῶς αὐτό πού διακυβευόταν ἐδῶ ἦταν ἡ σωτηρία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦταν γιά τά ροῦχα του, γιά τά σπίτια ἤ γιά τήν περιουσία του, ἀλλά γιά τή ζωή του. Ἡ κραυγή του δέν προερχόταν ἀπό ὀργή ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν ἡ κραυγή τῆς στοργικῆς μάνας πού βλέπει τά παιδιά της τριγυρισμένα ἀπό φίδια καί τά φωνάζει. Τά παιδιά παίζουν, δέν παρατηροῦν τά φίδια, ἤ μάνα ὅμως τά βλέπει. “Ὅταν τά παιδιά βλέπουν τά φίδια δέν ξέρουν ἀπό ποιό δρόμο νά τούς ξεφύγουν γιά νά σωθοῦν. Ἤ μάνα ὅμως ξέρει, γι’ αὐτό καί φωνάζει. Γι’ αὐτό κραυγάζει κι ὁ Χριστός στούς ἀνθρώπους, ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἱστορίας ώς τή συντέλεια: Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω!

Δόξα καί αἶνος στόν Ζωοποιό καί Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.