«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὡδήγησε γιά δεύτερη φορά τά βήματά μου στήν Ἱερά Μονή Ξενοφῶντος, τήν ἄνοιξι τοῦ 1981. Ἐκεῖ ἔμαθα ἀπό τούς νέους Πατέρες, ὅτι εὑρίσκετο στήν Μονή τους, ἕνα ἁγιασμένο Γεροντάκι, μέ τυφλούς τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος, ἀλλά ἀνοικτούς τούς τῆς ψυχῆς. Ζήτησα νά τόν ἐπισκεφθῶ, διότι σίγουρα ἐπίστευα ὅτι θά ἀναχωροῦσα μέ ἄλλο πνεῦμα καί λιγώτερη ἀκηδία ἀπ᾿ αὐτή πού μέ κυριαρχοῦσε.
Μετά τό ἁγιορείτικο χαιρετισμό, μπῆκα στό ταπεινό, μά πεντακάθαρο κελλάκι του, καί τόν βρῆκα νά κάθεται στήν καρέκλα του. Τόν περιγράφω ὅπως τόν εἶδα:
Εἶχε τήν ὄψι μικροῦ παιδιοῦ. ῏Ηταν λευκότριχος, μά φωτεινός καί ἐξαγνισμένος. Τά μικρά του μάτια, παρότι δέν ἔβλεπαν, ἔλαμπαν ἀπό μιά ἐσωτερική καθαρότητα, ἐνῶ τά μάγουλά του ἐκείνη τήν στιγμή, εἶχαν ποτισθεῖ ἀπό τά θερμά του δάκρυα. ῟Ηταν τά δάκρυα τῆς ἀγάπης του γιά τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τόν Χριστό. Σέ κάθε ἐρώτησί μου, ἔδινε χωρίς χρονοτριβή, αὐθόρμητα καί ταπεινά τήν ἀπάντησι, γιά τήν ὁποίαν ἦταν σίγουροςς ὅτι ἦτο σωστή.
῾Ως συνήθως, μ᾿ ἐνδιέφερε νά μάθω λίγα ἀπό τά βιογραφικά του στοιχεῖα, σάν ἀπαραίτητα γιά τήν ἐξ ἀνθρωπίνης πλευρᾶς γνωριμία μας μαζί του, καί κατόπιν τοῦ ἔθεσα ἐρωτήσεις γιά τά τόσα μοναχικά μας προβλήματα, πού ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα ἐμᾶς τούς νέους Μοναχούς.
-Ἀπό ποῦ κατάγεσθε, Γέροντα, καί πῶς ἐγίνατε Μοναχός;
-Γεννήθηκα στήν Κεφαλληνία τό 1893. Οἱ γονεῖς μου, Γεράσιμος καί Πηνελόπη, ἦσαν εὐσεβεῖς καί ἀπό τήν μικρή μου ἡλικία μέ ὡδήγησαν ν᾿ ἀκολουθήσω τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τό ὄνομά μου στήν βάπτισι, ἦταν Σπυρίδων. Οἱ γονεῖς μου μετανάστευσαν στήν Πάτρα, ὅπου ἐκεῖ κι ἐγώ ἐμεγάλωσα καί ἐπῆγα στό σχολεῖο. ῞Οταν ἤμουν νέος ἐπῆγα στό στρατό. ῾Υπηρέτησα κατά τήν περίοδο τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στήν Θεσσαλονίκη ἐπί δέκα (10) χρόνια. Ἐκεῖ ἐτελείωσα καί τό γυμνάσιο. ῞Οταν ἐπέστρεψα στήν πατρίδα μου, παντρεύθηκα καί ἀπέκτησα ἕνα ἀγόρι. Ἐπειδή τά κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστα, τό παιδί μου πέθανε σέ ἡλικία 20 ἐτῶν. Μετά ἕνα χρόνο, ἐντελῶς ξαφνικά, μ᾿ ἐγκατέλειψε καί ἡ σύζυγός μου καί ἀκολούθησε τόν δρόμον τοῦ παιδιοῦ μας. Ἀπό τότε, ἔμεινα πλέον ἔρημος στόν κόσμο, καραβοτσακισμένος, μετά ἀπό τίς οἰκογενειακές μου δοκιμασίες πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔλθουν στήν ζωή μου. Ἀπό τήν στενοχώρια μου καί γιά νά ξεχάσω λίγο τά ἀποθαμένα πλέον προσφιλῆ μου πρόσωπα, ἔφυγα γιά τά καράβια. Δούλεψα ἐκεῖ πολλά χρόνια. Κουράσθηκα. Ἐπεθύμησα ξηρά καί λίγη ἡσυχία γιά προσευχή καί περισυλλογή. Κάποιοι μοῦ ὡμίλησαν νά δουλέψω σάν ἐργάτης στό ῞Αγιον ῎Ορος, καί ἀπεφάσισα καί ἦλθα.
Κατ᾿ ἀρχήν ἐπῆγα στήν Μονή Βατοπαιδίου. Τότε εἶχε 70 πατέρες. Μέ προσέλαβον ὡς ἐργάτη στούς κήπους. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ἰδιόρρυθμο, ἔφυγα κι ἐπῆγα σάν ἐργάτης στό Μετόχι τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς ἁγίου Παύλου, πού λέγεται «Μονοξυλίτης», καί εἶναι μετά τήν εἴσοδόν μας στό ῎Ορος ἀπό τήν πλευρά τῆς Δάφνης.
Κατόπιν ἐργάσθηκα στήν Μονή Κωνσταμονίτου ἐπί ἡγουμενίας τοῦ ἀρχιμ. Φιλαρέτου, καί στήν συνέχεια ἐγκατεστάθηκα ὁριστικά στήν Μονή Ξενοφῶντος. Καί ἐδῶ γιά πολλά χρόνια ἐργάσθηκα ὡς λαϊκός, καί μόλις στά 55 χρόνια μου ἀπεφάσισα νά φορέσω τό μοναχικό σχῆμα.
-Τί ἐμπειρίες ἔχετε νά μοῦ πῆτε ἀπό τήν μοναχική σας ζωή, πάτερ Συμεών;
῞Οπως κάθε Καλόγερος, παρηγορεῖται ἀπό τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἔτσι κι ἐγώ πάντοτε νοιώθω τήν χάρι τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά μου. Ἰδιαίτερα τήν αἰσθάνομαι, ὅταν κάνω κομβοσχοίνι μέσα στό κελλί μου. Γιά νά μάθῃς προσευχή, πρέπει νά μή κατακρίνῃς κανέναν καί νά συγκεντρώνῃς τόν νοῦ σου, ὅταν σκορπίζεται πρός τά ἔξω. Ἐπίσης, ὅ,τι καλό κάνῃς νά μή τό διαλαλῇς στούς ἄλλους, ὅτι κατώρθωσες κάτι μεγάλο, διότι δέν τό ἔκανες μέ τίς δικές σου δυνάμεις. ῾Ο φιλάνθρωπος Κύριος, πού θυσιάσθηκε γιά μᾶς, εἶναι κοντά μας καί μᾶς ἐνισχύει στόν κάθε ἀγῶνα μας. Αὐτόν πρῶτα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε, νά δοξολογοῦμε καί νά προσέχουμε νά μή Τόν πικραίνωμε. Τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας τήν αἰθανόμεθα πρό παντός μετά τήν νοερά καρδιακή προσευχή. ῾Η καρδιακή προσευχή, εἶναι πράγματι καθαρή, ἀπηλλαγμένη ἀπό σκέψεις καί αἰσθήματα ἁμαρτωλά. Ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή πηγάζει μέσα μας ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό.
-Ποίους ῾Αγίους εὐλαβεῖσθε περισσότερο καί γιατί;
Εὐλαβοῦμαι πρῶτα τήν Παναγία μας, μετά τόν ἅγιο Σπυρίδωνα καί τούς Προστάτας τῆς Μονῆς μας, τόν Μυροβλύτη Δημήτριο καί τόν Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Ἀλλά γιά τήν Παναγία μας, δέν μπορῶ οὔτε στό ἐλάχιστο νά ἀνταποδώσω τίς εὐχαριστίες μου, διότι μέ ἐθεράπευσε πρό ἐτῶν ἀπό ἕνα ἐξόγκωμα πού παρουσιάσθηκε στήν κοιλιά μου. Θυμᾶμαι, τότε ἐδούλευα στόν κῆπο τῆς Μονῆς καί λόγῳ κοπώσεως, πρίσθηκε ἡ κοιλιά μου. Ἀμέσως ἐξάπλωσα στό κρεβάτι μου καί προσευχόμουν στήν Παναγία μας.
῞Ενα ἀπόγευμα, ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ Κελλιοῦ μου. Δέν ἄκουσα ἀπ᾿ ἔξω τό: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ῾Αγίων...» γιά ν᾿ ἀπαντήσω ἐγώ μέ τό «Ἀμήν», καί ἔτσι νά μπῇ ὁ ἐπισκέπτης μέσα. Παραξενεύτηκα λοιπόν ποῖος νά ἦτο ὁ Ἐπισκέπτης πού ἔμπαινε μέσα, χωρίς νά κτυπήσῃ τήν πόρτα. Ἀνοίγω τά μάτια μου, καί βλέπω νά μπαίνῃ μέσα ἡ Κυρία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τό πρόσωπον ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Στάθηκε ἐπάνω ἀπό τό κρεββάτι μου. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού στεκόταν στόν ἀέρα. Δέν πατοῦσε πουθενά, καί μέ κύτταζε στά μάτια. Ἐγώ ἀπό τόν φόβον μου ἔτρεμα καί δέν τῆς εἶπα τίποτε. Ἐκείνη, ἐσταύρωσε τό μέρος ὅπου πονοῦσα, μέ εὐλόγησε καί ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό ταβάνι. Ναί, ἀλήθεια, σοῦ λέγω παιδί μου, εἶδα ὅτι ἄνοιξε τό ταβάνι καί ἔφυγε.
῎Αλλοτε πάλι, θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν 55-60 ἐτῶν, εἶχα μία μεγάλη ἀπορία. ῎Ηθελα νά μάθω πῶς εἶναι ὁ Χριστός. Προσεύχομαι συνεχῶς, ἀλλά ποτέ δέν τόν εἶδα μέ τά μάτια μου πῶς εἶναι. Εἶναι ἄραγε, ἄνθρωπος ὅμοιος μέ ἐμένα; ῎Ετσι συχνά ἐρωτοῦσα τόν Χριστό μέ τόν λογισμό μου: «Πῶς εἶσαι Χριστέ μου; ῎Εχεις στόμα, χέρια μάτια, πόδια; Περπατᾶς ὅπως ἐμεῖς; Τώρα ποῦ εὑρίσκεσαι καί ἀπό ποῦ ἔρχεσαι ὅταν σέ καλῶ στήν προσευχή μου; Πῶς εἶσαι ἐδῶ καί συγχρόνως βρίσκεσαι καί στούς Οὐρανούς;
῾Οπότε, μία νύκτα, πρίν κτυπήσῃ ἡ καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ ῎Ορθρου καί τῆς θείας Λειτουργίας, ἄκουσα στήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ μου δύο-τρεῖς κτύπους. Σηκώθηκα, ἄνοιξα, καί τί βλέπω μπροστά μου; ῏Ηταν ἕνας Ἀρχιερέας, νέος στήν ἡλικία, μαυρογένειος, ντυμένος τά χρυσοποίκιλτα ἀρχιερατικά του ἄμφια. Τό πρόσωπό του ἦταν λουσμένο μέσα σ᾿ ἕνα ὑπερκόσμιο καί ὑπερφυσικό φῶς. ῞Οταν Τόν εἶδα, (τότε δέν εἶχα χάσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου), θαμπώθηκα ἀπό τήν λάμψι του. ῎Εκανα δύο τρία βήματα πρός τά πίσω φοβούμενος, καί ψιθύρισα τό «Κύριε ἐλέησον». ῎Εκανα ἐναγωνίως τόν σταυρό μου καί τόν ἐρώτησα διστακτικά:
-Ποῖος εἶσαι, Ἄνθρωπέ μου; Πῶς ἦλθες τέτοια ὥρα στό κελλί μου; Δέν μοιάζεις γιά ἁπλός ἄνθρωπος. Κάποιος ῞Αγιος Δεσπότης θά εἶσαι. Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;
-Ἐγώ εἶμαι Ἐκεῖνος πού ἐπιθυμοῦσες νά γνωρίσῃς. Θά σέ ἐπισκεφθῶ γιά δεύτερη καί τελευταία φορά στό τέλος τῆς ζωῆς σου γιά νά σέ πάρω κοντά μου.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια ἐξαφανίσθηκε ἀπό κοντά μου. Κατάλαβα, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Δεσπότης Χριστός, τοῦ ὁποίου τήν ἀνθρώπινη μορφή ἤθελα νά γνωρίσω τόν τελευταῖο καιρό. Μετά τήν ἀναχώρησί Του, ἡ καρδιά μου γέμισε ἀπό μία ἀπερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα. Τόν ἐδόξασα καί Τόν εὐχαριστοῦσα γι᾿ αὐτή τήν μεγάλη ἐπίσκεψί Του σ᾿ ἐμένα τόν ἄθλιο καί ἄσωτο.
Πάτερ Συμεών, ἔχετε ἀκούσει κάτι σχετικό μέ τήν ζωή ἄλλων ἐδῶ ἐναρέτων Πατέρων τῆς Μονῆς σας;
Ναί, εἴχαμε κάποιον Γέρο Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ἔμενε στό διπλανό κελλί. ῏Ηταν μεγάλος ἀγωνιστής. Τά καλοκαίρια κοιμόταν ἔξω στά πεζούλια καί τίς πλάκες τῆς αὐλῆς. ῞Ενα βράδυ, ἄκουσα ψαλμωδίες στό κελλί του. Γινόταν ἡ θεία Λειτουργία, διότι ἄκουσα τά σχετικά λόγια καί ψαλσίματα. Φοβήθηκα καί δέν ἐπῆγα νά ἰδῶ τί γίνεται. Ἐπῆγα ὅμως τό πρωῒ στόν ῾Ηγούμενο καί ἀνέφερα τό γεγονός. Αὐτός σκέφθηκε νά δώσῃ τήν Θεία Κοινωνία στόν Γέρο Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἀπό μία χρόνια πάθησι καί ἦταν τόν τελευταῖον καιρό κατάκοιτος στό κρεβάτι. Ἐπῆγα, λοιπόν, ἐγώ νά εἰδοποιήσω τόν ἀσθενῆ, ὅτι θά ἔλθῃ ὁ παπᾶς μέ τήν Θεία Κοινωνία, καί νά εἶναι ἕτοιμος νά κοινωνήση. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Ἀπό Θεία Κοινωνία εἶμαι ἐντάξει, μή κάνετε τίποτα, μόνο εὐχηθῆτε νά γίνῃ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό βράδυ, ῎Αγγελοι ἐτέλεσαν τήν θείαν Λειτουργία στό κελλί μου καί ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς μοῦ ἔφερε μέ τήν λαβίδα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χρστοῦ καί κοινώνησα».
Δέν ἐπέρασε πολλή ὥρα, καί ὁ ἀγγελομίμητος Μοναχός Γέρο-Τιμόθεος, κατατάχθηκε στίς Οὐράνιες στρατιές τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Μία ἄλλη φορά, ἕνας Μοναχός μέ προέτρεπε νά ἀλλάξω κελλί καί νά πάρω τό ἀπέναντι ἀπό τό δικό μου. Ἐκείνη τήν βραδυά λοιπόν πού ἐπεχείρησα νά ξεκλειδώσω γιά νά ἰδῶ, ἐάν μοῦ ἀρέσῃ τό καινούργιο κελλί, ἄκουσα μέσα ψαλμωδίες, σάν αὐτές πού λέμε μέσα στήν ἐκκλησία. Προσπάθησα νά τό ἀνοίξῳ, ἀλλά ἦταν ἀδύνατον. ῎Εκτοτε αὐτό τό κελλί παραμένει ἀκόμη σφραγισμένο.
-Πῶς θά καθαρισθοῦμε ἀπό τούς κακούς λογισμούς, Γέροντα;
-Μέ τήν ὑπομονή καί τήν εὐχή. Ἐγώ πολύ κουράσθηκα στόν ἀγῶνα αὐτόν καί μόλις στά 65 χρόνια μου ἔπαυσα νά ἔχω παντός εἴδους λογισμούς καί σατανικές ἐνοχλήσεις. Τώρα εἶμαι τελείως ἐλεύθερος, νεκρός κατά τό σαρκικό φρόνημα καί καθαρός. Ἐλπίζω νά σωθῶ, διότι καθαρίσθηκα καί βλέπω τόν Θεό μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μου.
-Πῶς αἰσθάνεται αὐτός πού εἶναι κοντά στόν Θεό;
Αἰσθάνεται, ὅτι εἶναι μέσα στόν παράδεισο, καί συγχρόνως ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
-Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή;
-Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη. Νά ἐφευρίσκῃς τρόπους γιά νά κάνῃς τό καλό στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
῞Οταν εἶπα στόν Παπποῦ γιά τήν περίπωσι ἑνός Χριστιανοῦ, ὀνόματι Ἀθανάσιος, ὅτι ἔχῃ οἰκογενειακά προβλήματα, μοῦ εἶπε αὐθόρμητα: «Τώρα μόλις θά κάνω ὅλον τόν κανόνα μου γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο". ῎Εκανε δηλαδή ἐκείνη τήν ἡμέρα 12 κομβοσχοίνια τῶν 100 κόμβων. ῎Εδινε πολλή σημασία στήν σιωπή, γιά τήν ὁποία μοῦ ἔλεγε: «Ὅλα τά προστατεύει ἡ σιωπή. Αὐτή συγκρατεῖ τήν Θεία Χάρι μέσα μας ἀμείωτη. Αὐτή διευκολύνει τήν ἐνέργεια τῆς εὐχῆς. Αὐτή βοηθεῖ στήν ἀνύστακτη παρακολούθησι τῶν λογισμῶν. Μᾶς ἀνοίγει τούς Οὐρανούς καί μᾶς ἀποκαλύπτει Οὐράνια Μυστήρια».
Ἀπέφευγε συναντήσεις καί συνομιλίες, καί, ὅσοι τόν χαιρετοῦσαν, τούς χαιρετοῦσε κι αὐτός ἐγκαρδίως.
῾Η φήμη τῆς ἀρετῆς του, εἶχε ξαπλωθῆ σέ πολύ κόσμο, πού τόν ἐπισκέπτοντο γιά κάποια συμβουλή. ῾Ο ἴδιος, ὁ Γέρο-Συμεών, παρότι δέν ἔδιωχνε κανέναν, ἔλεγε ὅμως κατόπιν στόν Μοναχό πού τόν ὑπηρετοῦσε: «Τί τούς θέλεις, μωρέ, καί τούς φέρνεις σέ ἐμένα; Τί νά ἰδοῦν ἀπό ἐμένα καί τί ἔχω νά τούς εἰπῶ;». Ἀμέσως ὅμως ἔπιανε τό κομβοσχοίνι καί προσευχόταν γι᾿ αὐτούς νύκτα καί ἡμέρα. Τούς συμβούλευε λίγα πράγματα ἀπό τήν πεῖρα του καί μόνο σέ ὅ,τι τόν ρωτοῦσαν ἔδιδε ἀπαντήσεις. Ἀπέφευγε ἐντελῶς νά ἀνοίγῃ αὐτός συζητήσεις, γιατί ἀγαποῦσε τήν σιωπή καί τήν καρδιακή προσευχή.
Κάποια φορά, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἀρχιμ. π. Ἀλέξιος, εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς γιά κάποιο θέμα. Εἶπε στόν Γέρο-Συμεών νά προσευχηθῇ. Ἐκεῖνος ἔκαμε ὑπακοή καί ἐθυσίασε γιά τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντός του μία ὁλόκληρη νύκτα. Προσευχήθηκε, κάμνοντας 300 κομβοσχοίνια. Τό πιό εὐχάριστο εἶναι, ὅτι τό ἀποτέλεσμα τοῦ προβλήματος πού ἀπασχολοῦσε τόν Γέροντα καί ῾Ηγούμενο, ἦταν θετικώτατο.
-Πάτερ Συμεών, τώρα στά γεράματα προσεύχεσθε πολύ;
-Πάντοτε προσεύχομαι παιδί μου. ῎Εκανα καί μετάνοιες, ἄλλά ὄντας τώρα 89 ἐτῶν, ὅταν δοκιμάζω νά κάνω, πέφτω κάτω. Ἀλλά ἀντί γιά μετάνοιες κάνω 12 κομβοσχοίνια. Τό κομβοσχοίνι εἶναι γιά τό κελλί, ἐνῶ γιά τήν ἐκκλησία οἱ Ἀκολουθίες.
Ἀγαποῦσε ὑπερβολικά τίς Ἀκολουθίες, γιατί ἔνοιωθε, ὅτι εἶναι μέ τούς ἄλλους ὡς μία ποίμνη ἑνωμένη μέ τόν Ἀρχιποιμένα Δεσπότη Χριστό. Κάποτε ὁ ἰατρός τῆς Νέας Σκήτης π. Δημόκλητος, τοῦ ἀπηγόρευσε γιά μία ἑβδομάδα νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία, ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε λυπημένος: «Τί λές, μωρέ, καί τώρα ἐγώ δέν θά πηγαίνω στήν ἐκκλησία;».
῎Εμπαινε πρῶτος κι ἔφευγε τελευταῖος. Προσκυνοῦσε ὅλες τίς εἰκόνες, ὅσες ἔφθανε, βαδίζοντας μέ τό ἀργόσυρτο γεροντικό του βῆμα. Τόν ῾Ηγούμενο τόν ὑπεραγαποῦσε, τόν εὐλαβεῖτο καί τοῦ ἔβαζε ἐδαφιαία μετάνοια. Μερικές φορές ἔπεφτε τά μπρούμητα μπροστά του, λόγω τῆς ἀορασίας του. Δέν ἐστενοχωρεῖτο ὅμως καθόλου πού δέν ἔβλεπε. Μόνιμα ἐπεμελεῖτο τήν εὐχή, χωρίς νά γογγύζῃ γιά κανένα πρᾶγμα.
-Γέρο Συμών, πηγαίνετε καί τώρα στίς ἀγρυπνίες;
Καί βέβαια πηγαίνω. Κουράζομαι ὅμως καί μερικές φορές δέν ξέρω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. ῞Οταν ἐπιστρέφω στό κελλί μου, μετά ἀπό τήν ἀγρυπνία, ἀκούω γύρω μου ὡραῖες ψαλμωδίες. ῞Οταν μετά ξαπλώνω, ἀκούω στ᾿ αὐτιά μου τούς ὕμνους πού ἄκουσα στήν Ἀκολουθία, ἀλλά μέ πολύ γλυκύτερες φωνές.
-Γέροντα, φοβᾶσθε τόν θάνατον;
-Δέν φοβοῦμαι τόν θάνατον, ἀλλά τόν περιμένω μέ χαρά, διότι καθαρίσθηκα. Δέν ἔχω ἀγωνία γιά τίποτε. Οὔτε γιά τό φαγητό, οὔτε γιά τόν ὕπνο, οὔτε γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐπίγειο πρᾶγμα. ῎Εχω βαθειά εἰρήνη στήν καρδιά μου καί μόνο τήν προσευχή ἀγαπῶ καί δέν τήν σταματῶ. Τήν λέγω, ὅσο μπορῶ περισσότερο.
-῞Οταν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι μᾶς κατακρίνουν καί μᾶς περιφρονοῦν ἀδίκως, ἐμεῖς τί πρέπει ν·ά κάνουμε;
-Νά τούς κάνετε κομβοσχοίνι καί αὐτό πού εἴπαμε πρίν. Νά εὑρίσκετε τρόπους νά ἐκδηλώνετε τήν ἀγάπη σας σ᾿ αὐτούς.
-Πῶς μποροῦμε νά βοηθήσουμε τούς ἀδελφούς λαϊκούς πού ἔρχονται στό Μοναστήρι;
-Νά τούς μιλᾶτε μέ εὐγένεια καί καλωσύνη. ῾Η βαρβαρότης τῶν τρόπων δέν φέρνει τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα. Νά τούς βοηθᾶτε καί ὑλικῶς μέ εὐλογία τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς σας, καί μάλιστα αὐτούς πού ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη.
Μοῦ ἀνακοίνωσε μέ χαρά, ὅτι γνώρισε καί ἐπῆρε τήν εὐχή τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου Αἰγίνης. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος εὑρισκόταν γιά νοσηλεία στό Ἀρεταίειο Νοσοκομεῖο, ἦλθε μιά ὁμάδα στρατιωτῶν πού ἐπέστρεφαν ἀπό τό μέτωπο νά τόν ἐπισκεφθῇ. Οἱ ἰατροί δέν τούς ἐπέτρεψαν νά μποῦν μέσα, λόγῳ τῆς πολυκοσμίας. Μία νοσοκόμα, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τοῦ ῾Αγίου καί τούς εἶπε: «Κυττάξτε μέσα, αὐτός εἶναι ὁ Νεκτάριος, ὁ Δεσπότης ἀπό τήν Αἴγινα».῾Ο ἴδιος ὅμως, ὁ Γέρο-Συμεών, νεαρός τότε, κατώρθωσε ἀπό κάποιο παράθυρο καί μπῆκε μέσα. Πῆρε τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου ῾Αγίου Νεκταρίου καί πάλι βγῆκε χωρίς νά τοῦ κάνουν παρατηρήσεις οἱ ἰατροί.
῾Ο Πανάγαθος Θεός, ἐπροίκισε τόν Γέροντα Συμεών στά τελευταῖα του καί μέ τό προορατικό χάρισμα. Τό διεπίστωσα πολλές φορές. Θά ἀναφέρω δύο περιστατικά. ῞Ενας Ἀδελφός τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, εἶχε κάποτε λογισμούς καί τούς ἐξωμολογήθηκε στόν ῾Ηγούμενο Γέροντα π. Ἀλέξιο. Ἐκεῖνος τόν συμβούλευσε καταλλήλως. Κατόπν ὁ ἐν λόγῳ Μοναχός, ἐπῆγε στόν Γέρο-Συμεών καί χωρίς νά τοῦ ἀνακοινώσῃ τούς λογισμούς του, ἄκουσε ἀπό τό στόμα του τίς ἴδιες συμβουλές πού ἄκουσε πρό ὀλίγου ἀπό τόν Γέροντά του.
῎Αλλοτε πάλι, ἕνας Ἀρχιμανδρίτης πού ζοῦσε στόν κόσμο, ἐπεθύμησε νά κοινοβιάσῃ στήν Μονή τοῦ Παπποῦ. ῎Εμαθε γιά τήν ἀρετή του καί πῆγε νά τόν συμβουλευθῆ. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Νά μήν ἔλθῃς, διότι εἶσαι ἄρρωστος καί γρήγορα θά φύγῃς».
Στά γεράματα, ὁ Θεός συναντιέται μέ τόν καθένα μας κυρίως μέ τίς ἀσθένειες. ῾Ο παπποῦς Συμεών, ἐκτός ἀπό τόν καταρράκτη τῶν ματιῶν του, ἔπασχε καί ἀπό νευροπίεσι καί κήλη. Περίμενε ὅμως μέ χαρά τόν θάνατο. Συχνά ἐπεκαλεῖτο τήν Κυρία Θεοτόκο, στίς ὑποσχέσεις τῆς ὁποίας ἤλπιζε σταθερά. Κοινωνοῦσε συχνά. Ζητοῦσε καί ἔδινε συγχώρησι στούς Πατέρες.
Σάν ὑψιπέτης ἀετός ἔφυγε ἀπό τήν ζωή στίς 12 Νοεμβρίου 1983 καί προσετέθη στίς χορεῖες τῶν ῾Οσίων ῾Αγιορειτῶν Πατέρων.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ὁσιώτατε Γέροντα Συμών. Νά ἔχωμε τήν εὐχή σου. Ἀμήν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου