28 ή 29 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ
(υπάρχει και η εκδοχή της 22ας Σεπτεμβρίου)
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
«Εάν η Δύση είχε γενέθλια, αυτά θα ήταν σήμερα»
Ντόμινικ Σέλγουντ, Άγγλος ιστορικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικηγόρος
Σημαντικότατο σταθμό στην Αρχαία Ελληνική και Παγκόσμια Ιστορία αποτελούν οι αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Περσών για την προάσπιση της ελευθερίας τους. Οι λαμπρές νίκες κατά των εκάστοτε εισβολέων επέτρεψαν στο Ελληνικό έθνος να περάσει από την εφηβική ηλικία στην ωριμότητα, ν’ αποκτήσει συνείδηση της δύναμης του και να δημιουργήσει τον κλασικό πολιτισμό του οποίου οι αρχές και τα ιδεώδη αποτέλεσαν τα θεμέλια του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, επειδή ακριβώς οι αρχαίοι Έλληνες έζησαν και δημιούργησαν σε μια ελεύθερη κοινωνία.
Οι μεγάλοι αυτοί εθνικοί πόλεμοι είναι πόλεμοι καθαρά αμυντικοί, τους προκάλεσαν οι Πέρσες στην προσπάθεια τους να υποτάξουν τη ΝΑ Ευρώπη. Από την πλευρά της Ελληνικής ιστορίας τα Μηδικά, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται αυτές οι συγκρούσεις, είναι κυρίως οι τρεις περσικές εκστρατείες:
Α) του Μαρδόνιου στη Θράκη και τη Μακεδονία (492π.Χ.)
Β) του Δάτη και του Αρταφέρνη στο Αιγαίο και την Αττική (490π.Χ.) και
Γ) του Ξέρξη στην Κεντρική Ελλάδα (480 – 479π.Χ.).
Οι σημαντικότεροι σταθμοί της τρίτης αυτής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας ήταν η μάχη των Θερμοπυλών, η ναυμαχία του Αρτεμισίου, η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η μάχη των Πλαταιών.
Πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Μετά την κατάληψη του στενού των Θερμοπυλών απ’ τους Πέρσες και την λήξη της Ναυμαχίας του Αρτεμισίου χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα, ο Ελληνικός στόλος εγκατέλειψε την θαλάσσια περιοχή στα Βόρεια της Εύβοιας κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Αττικής και έτσι άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον στρατό του Ξέρξη. Σ’ αυτή την περίσταση ο ρόλος του Θεμιστοκλή υπήρξε οπωσδήποτε αποφασιστικός, κατόρθωσε να πείσει τους Αθηναίους να εκκενώσουν την Αττική με την προστασία του Ελληνικού στόλου ο οποίος αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα για να προστατεύσει αυτήν την επιχείρηση.
Οι δυνάμεις των Αντιπάλων
Για τη δύναμη του Περσικού στόλου οι πηγές μάς δίνουν διάφορες πληροφορίες, ασφαλώς υπερβολικές στο σύνολο τους, όχι όμως και τελείως αντιφατικές. Ο Αισχύλος στους “Πέρσες” αναφέρει ότι ο εχθρός διέθετε 1.207 πλοία, αριθμό τον οποίο δίνει και ο Ηρόδοτος για τον στόλο όμως που συγκεντρώθηκε στην αρχή της εκστρατείας. Επειδή όμως μεταξύ αυτού του χρονικού σημείου και της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας οι Πέρσες είχαν για διάφορους λόγους απώλειες της τάξεως των 670 περίπου πλοίων, οι οποίες αναπληρώθηκαν μόνο με 125 νέα, οι δυνάμεις που παρέταξαν στη Σαλαμίνα ήταν περίπου 670 πλοία. Εάν όμως αφαιρέσουμε τα Περσικά πλοία που περιπολούσαν στην άλλη άκρη της Σαλαμίνας πριν από τη Ναυμαχία τότε η υπεροχή του Περσικού στόλου πρέπει να ήταν 2:1.
Ο Ελληνικός στόλος που αγωνίσθηκε στη Σαλαμίνα υπολογίζεται από τον Ηρόδοτο σε 378 τριήρεις, αν και το άθροισμα των πλοίων που ο ίδιος αναφέρει ανέρχεται μόνο σε 366 τριήρεις. Απ’ αυτές οι Αθηναίοι πρόσφεραν 200, οι Κορίνθιοι 40, οι Αιγινήτες 30, οι Μεγαρείς 20, οι Λακεδαιμόνιοι 16, οι Σικυώνοι 15, οι Επιδαύριοι 10, οι Αμβρακιώτες 7, οι Ερετριείς 7, οι Τροιζήνιοι 5, οι Νάξιοι 4, οι Ερμίονες 3, οι Λευκάδιοι 3, οι Κείοι 2, οι στυρείς 2, οι Κυθνίοι 1 και οι Κροτωνιάτες επίσης 1.
Σχέδια των Αντιπάλων
Ο Ελληνικός στόλος, μετά την κατάληψη της Αττικής απ’ τους Πέρσες, συγκεντρώθηκε σε τρία σημεία: ο κύριος όγκος του στα σημερινά Αμπελάκια, απ’ όπου φαίνονταν η Αθήνα παραδομένη στης φλόγες, ένα μικρότερο τμήμα αποτελούμενο από αιγινήτικα πλοία έμεινε να φυλάει την Αίγινα και ένα τρίτο τμήμα κατευθύνθηκε στον Πώγωνα, τον σημερινό Πόρο.
Απ’ την άλλη πλευρά ο Περσικός στόλος έπρεπε να βρίσκεται πάντοτε κοντά σε λιμάνια κατεχόμενα από τον Περσικό στρατό, για να τα χρησιμοποιήσει ως βάσεις. Έτσι ο Ξέρξης στάθμευσε στη νότια παράλια της Αττικής έχοντας το στρατηγείο του στο Φάληρο. Οι Πέρσες, στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ευνοϊκή έκβαση του αγώνος, συνέβαλαν το σχέδιο να καταστρέψουν αιφνιδιαστικά τα ελληνικά πλοία που ήταν συρμένα στις αμμουδιές ή αγκυροβολημένα στους κόλπους της ΒΑ ακτής της Σαλαμίνας και σε μια δεύτερη φάση να καταλάβουν τη Σαλαμίνα, που την υπεράσπιζε ένα πολύ μικρό τμήμα του Αθηναϊκού στρατού. Ενδεχόμενη επιτυχία σ’ αυτό το σχέδιο θα τους άνοιγε ασφαλώς το δρόμο για τον Ισθμό και την κατάληψη έπειτα της υπόλοιπης Ελλάδας.
Από την ελληνική πλευρά ο Θεμιστοκλής αντιλήφθηκε αμέσως τα μεγάλα πλεονεκτήματα της θαλάσσιας αμυντικής γραμμής και ιδιαίτερα της Σαλαμίνας. Το νησί αυτό, το μόνο εδαφικό τμήμα του Αθηναϊκού κράτους που δεν υποδουλώθηκε στους Πέρσες, χρησίμευε ως καταφύγιο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αττικής, ως στρατιωτική βάση στα νώτα του Περσικού στρατού σε περίπτωση προελάσεως από τον Ισθμό και αποτελούσε, με τις προφυλαγμένες από τους ανέμους ακτές του απέναντι από την Αττική, ιδεώδη βάση για το Ελληνικό ναυτικό που κάλυπτε από τη Θάλασσα τον Ισθμό. Σε μια ή περισσότερες συσκέψεις των αρχηγών των στόλων των πόλεων ο Θεμιστοκλής, επιδεικνύοντας την εξαιρετική μεγαλοφυΐα και το απαράμιλλο σθένος του, κατόρθωσε να κάμψει τις αντιρρήσεις του Κορίνθιου στρατηγού Αδείμαντου και την αναποφασιστικότητα του Λακεδαιμόνιου Ναυάρχου Ευρυβιάδη πείθοντας τους για την καταλληλότητα της θέσεως στη Σαλαμίνα.
Η Διεξαγωγή της Ναυμαχίας
Η ναυμαχία διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου (21-22 Βοηδρομιώνος) του 480π.Χ. Τη νύχτα μιάς από αυτές τις μέρες ο Περσικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά, ενώ τμήμα του Περσικού στρατού αποβιβάσθηκε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια με σκοπό, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, την περισυλλογή των Περσών ναυαγών και την εξόντωση των Ελλήνων ναυαγών. Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα τα Περσικά πλοία προχωρούσαν κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά: Φοινικικά και Αιγυπτιακά προς το μέρος της Ελευσίνας, κατόπιν τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας και της Παμφυλίας και τέλος προς τον Πειραιά, τα Καρικά και τα πλοία της Ιωνίας.
Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τις κινήσεις του Περσικού στόλου από τον Αριστείδη, που ήλθε νύχτα από την Αίγινα. Έτσι οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού όταν, σύμφωνα με την περιγραφή του Αισχύλου, άκουσαν ξαφνικά, με την ανατολή του ηλίου, τους ήχους της σάλπιγγας και τον Παιάνα να αντηχεί από όλα τα Ελληνικά πλοία:
“Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρί ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ παντών αγών”
Είχε λοιπόν ήδη βγει ο ήλιος όταν δόθηκε η διαταγή από τον Ευρυβιάδη, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων, να αναπτυχθεί ο Ελληνικός στόλος προς την κατεύθυνση των Περσών. Τη δεξιά πτέρυγα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Αίγινας και των Μεγάρων. Οι τριήρεις των μικρότερων ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους.
Πλέοντας όμως ο Ελληνικός στόλος προς τα εμπρός θα συναντούσε σύντομα τον Περσικό, στο μέσο περίπου του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοικτό και συνεπώς ευνοϊκότερο για τους Πέρσες, οι οποίοι θα είχαν έτσι την ευχέρεια χρησιμοποιήσεως του συνόλου σχεδόν των πλοίων τους και τη δυνατότητα κυκλωτικών ελιγμών από τα δύο άκρα του Ελληνικού στόλου. Για να αποτραπεί ακριβώς αυτή η συνάντηση των δύο στόλων στο μέσον του στενού, τα Ελληνικά πλοία ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω, κωπηλατώντας ανάποδα προς τη Σαλαμίνα, χωρίς να αναστρέψουν, διατηρώντας σταθερά τις πλώρες προ τον εχθρό, σε τάξη, χωρίς να χαθεί η συνοχή του στόλου, συνεχίσθηκε δε ως μία γραμμή κοντά στις ακτές της Σαλαμίνας, όπου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι οπλίτες, εκεί ο στόλος παρατεταγμένος σε μέτωπο με στήριγμα προς τα δεξιά την Κυνόσουρα και προς τα αριστερά το σημερινό νησί του Αγίου Γεωργίου, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος κυκλώσεως, σταμάτησε για να συγκρουστεί με τον εχθρό.
Φάση Ι
Η στενότητα του χώρου και η περιορισμένη έκταση του μετώπου δεν επέτρεπε στους Πέρσες να χρησιμοποιούν στην πρώτη γραμμή περισσότερα πλοία από τα Ελληνικά, τα οποία συνεπώς αντιμετώπιζαν στη σύγκρουση ίσο περίπου αριθμό πλοίων έτσι στον αγώνα έπαιζε σημαντικό ρόλο η ανδρεία και η επιδεξιότητα των αξιωματικών και των πληρωμάτων καθώς και η τακτική των αντιπάλων στόλων. Οι ελεύθεροι πολίτες των Ελληνικών πόλεων στις οποίες η ευψυχία μαζί με την ελευθερία ήταν οι υπέρτατες αξίες, αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών με ανδρεία και αυταπάρνηση που ενέτεινε η μεταξύ τους και μεταξύ των πόλεων άμιλλα. Αλλά και οι Πέρσες πολεμούσαν με εξαιρετική γενναιότητα, γιατί ήθελαν να φανούν ευάρεστοι στον Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, αλλά και γιατί φοβόνταν την οργή του αν υστερούσαν.
Φάση II
Έτσι στην αρχή η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και οι Πέρσες κρατούσαν, μάλιστα στη δεξιά πλευρά οι Ίωνες πίεζαν σοβαρά του Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινήτες, οι δε Σάμιοι κυρίευσαν μερικές Ελληνικές τριήρεις. Όσο προχωρούσε η ώρα άρχισε να επικρατεί η εξαιρετική επιδεξιότητα των Ελληνικών πληρωμάτων και η ανώτερη τακτική των Ελλήνων και πρώτα στο αριστερό μέρος τη Ελληνικής παράταξης, όπου βρισκόταν η ισχυρότατη μοίρα των 200 Αθηναίων τριήρεων έχοντας απέναντι της τα πλοία των Φοινίκων. Η τακτική των Φοινίκων ήταν κυρίως να πολεμούν ρίχνοντας βροχή βελών και ακοντίων από τα ψηλά καταστρώματα τους καθώς μάλιστα διέθεταν 30 τοξότες σε κάθε πλοίο. Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι διέθεταν 4 τοξότες και 14 οπλίτες σε κάθε τριήρη, πλεονεκτούσαν όμως στη χρήση του εμβόλου, έτσι εκμεταλλευόμενοι τον κλυδωνισμό των Φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να αστοχούν τα τοξεύματα, ορμούσαν εναντίον τους και είτε έθραυαν τα κουπιά και ακινητοποιούσαν τα εχθρικά πλοία είτε τα κτυπούσαν με τα έμβολα στα πλευρά. Έπειτα οι Αθηναίοι οπλίτες πηδούσαν στο κατάστρωμα και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα ή άφηναν τα πλοία να βυθιστούν από τα ρήγματα των εμβόλων.
Φάση ΙΙΙ
Ύστερα λοιπόν από την καταβύθιση των πρώτων Φοινικικών πλοίων, η πρώτη γραμμή του Φοινικικού στόλου αποδιοργανώθηκε και τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, άλλα προς τις απέναντι ακτές της Αττικής κι άλλα προς τα ανατολικά, πολλά όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν γιατί στην προσπάθεια τους αυτή συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και βυθίστηκαν. Σε λίγο η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε στο κέντρο και το αριστερό μέρος του Περσικού στόλου, διότι οι Αθηναϊκές τριήρεις, διαθέσιμες μετά την κατανίκη των Φοινίκων άρχισαν να επιτίθενται προς τα εκεί. Η ναυμαχία εξελίχθηκε τότε ραγδαία σε βάρος των Περσών και σε λίγο και ο υπόλοιπος Περσικός στόλος, που είχε συνθλιβεί στην Περιοχή του στενού προς την Κυνόσουρα και τη ΝΑ έξοδο, άρχισε, να τρέπεται σε φυγή με κατεύθυνση το Φάληρο, ενώ καταδιώκονταν από τον Ελληνικό στόλο. Η καταδίωξη εξακολούθησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, “μέχρι δείλης”.
Προς το τέλος της Ναυμαχίας, ο Αριστείδης, με Αθηναίους οπλίτες από τους παρατεταγμένους στην ακτη της Σαλαμίνας, αποβιβάσθηκε στην Ψυτάλλεια και εξόντωσε την εκεί απομονωμένη Περσική φρουρά.
Φάση IV
Κατά τον Έφορο οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40, η αναλογία όμως απωλειών σε άνδρες ήταν βαρύτερη για τους Πέρσες γιατί αυτοί, καθώς δεν ήξεραν να κολυμπούν, πνίγονταν μετά τη βύθιση των πλοίων τους.
Η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας υπήρξε μέγιστη διότι προκάλεσε την κατάρρευση του ηθικού της Περσικής ηγεσίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εγκαταλείψει ουσιαστικά τον αγώνα, αν και διέθετε ακόμα υπερτριπλάσιο σχεδόν στόλο από το Ελληνικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το βράδυ της επόμενης της μάχης ο Ξέρξης, επικεφαλής του Περσικού στόλου φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέφοντες τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει, τον αποκλείσουν στην Ευρώπη, απέπλευσε από το Φάληρο και παραπλέοντας τις ακτές κατευθύνθηκε προς Βορρά.
Ο κλασσικός πίνακας του Kaulbach Wilhelm για τη ναυμαχία |
Οι κυριότεροι παράγοντες της Ελληνικής νίκης στην Σαλαμίνα ήταν οι εξής:
Το γεγονός ότι οι Πέρσες παρασύρθηκαν να ναυμαχήσουν σε θαλάσσια περιοχή που είχε επιλέξει ο αντίπαλος γιατί παρουσίαζε εξαιρετικά πλεονεκτήματα για αυτόν, η στενότητα του χώρου εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή του Περσικού στόλου, ενώ αντίθετα ήταν ιδεώδης για τον Ελληνικό στόλο. Παρασύρθηκαν οι Πέρσες γιατί είχαν ανάγκη να συντρίψουν τον Ελληνικό στόλο ώστε να μπορούν τα δικά τους πλοία να παραπλεύουν απερίσπαστα τις Ελληνικές ακτές, για να εφοδιάζουν τον Περσικό στρατό και να ενεργεί αποβάσεις στα μετόπισθεν των Ελληνικών αμυντικών γραμμών.
Οι Πέρσες υποτίμησαν τον αντίπαλο και εκτίμησαν εσφαλμένα τις μαχητικές δυνατότητες και τις προθέσεις του.
Η
κατάλληλη στρατηγική του Ελληνικού στόλου στη Ναυμαχία, όπως τον
συνέλαβαν και εφήρμοσαν ο Θεμιστοκλής και οι λοιποί Έλληνες Ναύαρχοι.
Τέλος, ο ζήλος και η ανδρεία όλων των Ελλήνων που αγωνίσθηκαν στη Σαλαμίνα.
Η
Ναυμαχία της Σαλαμίνας έληξε με θρίαμβο των Ελλήνων, πέρασε γρήγορα στο
θρύλο, έγινε θέμα για τους ρήτορες και τους μεγάλους τραγικούς (οι
Φοίνισσες του Φρυνίχου και οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν ως σημείο
αναφοράς τη νίκη των Ελλήνων), αποτέλεσε δίδαγμα για τους λαούς και
καθιερώθηκε ως η αφετηρία όχι μόνο της Ελληνικής, αλλά και της
παγκόσμιας Ναυτικής ιστορίας. Εκείνο που έγραψε ο Πλούταρχος στο βίο του
Θεμιστοκλή, “Ουθ Έλλησιν ούτε βάρβαρος ενάλιον έργον είργασται λαμπρότερον”, μπορούμε ανεπιφύλακτα να το επαναλάβουμε και σήμερα.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ
Διόδωρο Σικελιώτη
Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη
Καταστροφή των γύρω περιοχών – Συζήτηση για τη θέση άμυνας
14. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ξέρξης, έχοντας πάρει τον στρατό από τις Θερμοπύλες, προχώρησε μέσα από την περιοχή των Φωκέων, κατακτώντας τις πόλεις και καταστρέφοντας τις περιουσίες στην ύπαιθρο. Οι Φωκείς, που είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων, βλέποντας ότι οι ίδιοι δεν ήταν αξιόμαχοι, εγκατέλειψαν όλες τους τις πόλεις πανδημεί και κατέφυγαν στις δύσβατες περιοχές του Παρνασσού. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς πέρασε μέσα από την περιοχή των Δωριέων, χωρίς να πειράξει κανένα, γιατί οι Δωριείς είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Εκεί, άφησε μέρος της δύναμής του, το οποίο πρόσταξε να πάει στους Δελφούς, να κάψει το τέμενος του Απόλλωνα και να συλήσει τα αναθήματα, ενώ ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους βαρβάρους προχώρησε μέχρι τη Βοιωτία όπου και στρατοπέδευσε. Εκείνοι που είχαν σταλεί να συλήσουν το μαντείο, προχώρησαν μεν μέχρι το ναό της Προναίας Αθηνάς, αλλά εκεί, κατά παράδοξο τρόπο, άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή και πολλοί κεραυνοί από τον ουρανό και, επιπλέον, η καταιγίδα ξεκόλλησε και έριξε στο στρατόπεδο των βαρβάρων μεγάλα βράχια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μεγάλος αριθμός Περσών, οπότε όλοι, κατατρομαγμένοι από την ενέργεια των θεών, έφυγαν άρον άρον από την περιοχή. Έτσι, το μαντείο των Δελφών, με τη φροντίδα κάποιας θεϊκής δύναμης, διέφυγε τη σύληση. Οι Δελφοί, θέλοντας να αφήσουν στους μεταγενέστερους αθάνατη υπόμνηση της εμφάνισης των θεών, έστησαν τρόπαιο πλάι στο ιερό της Προναίας Αθηνάς, στο οποίο χάραξαν το ακόλουθο ελεγειακό ποίημα:
Μνήμη του πολέμου που προφυλάσσει τους άντρες και μάρτυρα της νίκης,
οι Δελφοί με έστησαν, ευχαριστώντας το Δία
και το Φοίβο που απώθησαν τις γραμμές των Μήδων
και προφύλαξαν το χαλκοστεφανωμένο τέμενος.
Στο μεταξύ, ο Ξέρξης περνώντας μέσα από τη Βοιωτία κατέστρεψε εντελώς την περιοχή των Θεσπιέων και τις Πλαταιές, που ήταν έρημες, τις πυρπόλησε. Γιατί οι κάτοικοι εκείνων των πόλεων είχαν φύγει όλοι για την Πελοπόννησο. Μετά από αυτά, εισέβαλαν στην Αττική, όπου ερήμωσαν την ύπαιθρο, ενώ την Αθήνα την ισοπέδωσαν και πυρπόλησαν τους ναούς των θεών. Ενώ ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με αυτά, κατέπλευσε ο στόλος από την Εύβοια στην Αττική, έχοντας λεηλατήσει τόσο την Εύβοια όσο και τα παράλια της Αττικής.
15. (…) Οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, βλέποντας την Αττική να καίγεται και μαθαίνοντας ότι το τέμενος της Αθηνάς είχε ισοπεδωθεί, αποθαρρύνθηκαν εντελώς. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι υπόλοιποι Έλληνες, που είχαν συγκεντρωθεί από κάθε γωνιά μόνο στην Πελοπόννησο, είχαν καταληφθεί από μεγάλο φόβο. Θεώρησαν λοιπόν καλό να συνεδριάσουν όλοι όσοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση και να αποφασίσουν σε ποιους τόπους συνέφερε να κάνουν τη ναυμαχία. Ειπώθηκαν πολλές και ποικίλες ιδέες, και οι Πελοποννήσιοι, φροντίζοντας για τη δική τους μόνο ασφάλεια, ισχυρίζονταν ότι ο αγώνας έπρεπε να δοθεί στην περιοχή του Ισθμού, γιατί, επειδή είχε ισχυρό τείχος, αν κάτι δεν πήγαινε καλά στη ναυμαχία, οι ηττημένοι θα μπορούσαν να καταφύγουν αμέσως σε ασφαλές μέρος στην Πελοπόννησο, ενώ αν κλείνονταν όλοι μαζί στο μικρό νησί της Σαλαμίνας, θα περιέπιπταν σε δεινά από τα οποία δύσκολα θα γλίτωναν. Ο Θεμιστοκλής όμως συμβούλεψε να δοθεί στη Σαλαμίνα η μάχη των πλοίων, γιατί θα είχαν μεγάλο πλεονέκτημα εκείνοι που θα αγωνίζονταν με λίγα πλοία εναντίον πολύ περισσότερων στα στενά. Γενικά, απέδειξε ότι η υπεροχή του Ισθμού ήταν εντελώς ακατάλληλη για τη ναυμαχία, γιατί ο αγώνας θα δινόταν σε ανοιχτό πέλαγος και οι Πέρσες, λόγω της ευρυχωρίας, θα καταπονούσαν εύκολα τα λίγα πλοία με τα πολύ περισσότερα δικά τους. Με πολλά άλλα παρόμοια επιχειρήματα που ταίριαζαν στην περίσταση, τους έπεισε όλους να ψηφίσουν υπέρ του δικού του σχεδίου.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας
16. Όταν τελικά λήφθηκε η κοινή απόφαση να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι Έλληνες άρχισαν τις προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των Περσών και των κινδύνων. Ο Ευρυβιάδης, λοιπόν, συνοδευόμενος από τον Θεμιστοκλή, ανέλαβε να παρακινήσει τα πληρώματα και να τα προτρέψει να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο. Ωστόσο, οι άντρες δεν υπάκουγαν και, επειδή ήταν όλοι κατατρομαγμένοι από το μέγεθος των Περσικών δυνάμεων, δεν έδιναν σημασία στους αρχηγούς, αλλά καθένας έσπευδε να αποπλεύσει από τη Σαλαμίνα για την Πελοπόννησο. Αλλά και το πεζικό των Ελλήνων δε φοβόταν λιγότερο τις δυνάμεις των εχθρών, καθώς τους τρόμαζε η απώλεια των πιο αξιόλογων ανδρών στις Θερμοπύλες, και ταυτόχρονα οι καταστροφές στην Αττική που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους προκαλούσαν μεγάλη λιποψυχία στους Έλληνες. Τα μέλη του συνεδρίου των Ελλήνων, βλέποντας την ταραχή των μαζών και το γενικό φόβο, ψήφισαν να χτιστεί τείχος κατά μήκος του Ισθμού. Τα έργα συντελέστηκαν με ταχύτητα λόγω του ζήλου και του πλήθους των εργαζομένων. Οι Πελοποννήσιοι ισχυροποιούσαν το τείχος, που εκτεινόταν επί σαράντα στάδια, από Λέχαιο μέχρι τις Κεγχρεές, ενώ εκείνοι του βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, μαζί με όλο τον στόλο, ήταν τόσο φοβισμένοι που δεν πειθαρχούσαν πια στους αρχηγούς τους.
17. 0 Θεμιστοκλής, βλέποντας τον ναύαρχο Ευρυβιάδη να μη μπορεί να καταβάλει την ορμή του πλήθους αλλά βλέποντας επίσης ότι τα στενά της Σαλαμίνας μπορούσαν να συμβάλουν κατά πολύ στη νίκη, μηχανεύτηκε το εξής. Έπεισε κάποιον να αυτομολήσει προς τον Ξέρξη και να τον διαβεβαιώσει ότι τα πλοία επρόκειτο να φύγουν κρυφά από εκείνη την περιοχή και να συγκεντρωθούν στον Ισθμό. Έτσι ο βασιλιάς, που πίστεψε αυτά που του ανακοινώθηκαν, επειδή έμοιαζαν πιθανά, βιάστηκε να εμποδίσει τις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων να πλησιάσουν τις δυνάμεις του πεζικού. Έστειλε λοιπόν αμέσως το ναυτικό των Αιγυπτίων, προστάζοντάς τους να φράξουν το πέρασμα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στην περιοχή της Μεγαρίδας. Το υπόλοιπο πλήθος των πλοίων το έστειλε στη Σαλαμίνα, δίνοντας εντολή να προκαλέσουν τους εχθρούς και να κριθεί ο αγώνας με ναυμαχία. Οι τριήρεις ήταν διατεταγμένες κατά σειρά εθνών, ώστε λόγω της ίδιας γλώσσας και της γνωριμίας μεταξύ τους να βοηθούν με προθυμία ο ένας τον άλλον. Όταν ο στόλος παρατάχθηκε με αυτό τον τρόπο, το δεξιό κέρας το κατείχαν οι Φοίνικες ενώ το αριστερό οι Έλληνες που ήταν με το μέρος των Περσών. Οι αρχηγοί των Ιώνων έστειλαν ένα άντρα από τη Σάμο στους Έλληνες για να τους πληροφορήσει λεπτομερώς για τα όσα είχε αποφασίσει να κάνει ο βασιλιάς και ,για τη διάταξη των δυνάμεων, καθώς επίσης και για το ότι κατά τη διάρκεια της μάχης θα αποστατούσαν από τους βαρβάρους. Όταν ο Σάμιος, αφού ήρθε κρυφά κολυμπώντας, πληροφόρησε τον Ευρυβιάδη σχετικά με τούτο, ο Θεμιστοκλής, διαπιστώνοντας ότι το στρατήγημά του εξελισσόταν όπως είχε κατά νου, ήταν περιχαρής και παρακινούσε τα πληρώματα στον αγώνα. Ο Έλληνες, παίρνοντας θάρρος από την υπόσχεση των Ιώνων, καθόσον και η περίσταση τους ανάγκαζε να ναυμαχήσουν έστω και παρά τη δική τους θέληση, κατέβηκαν όλοι μαζί με προθυμία από τη Σαλαμίνα για τη ναυμαχία.
18. Τέλος, όταν οι άνδρες του Ευρυβιάδη και του Θεμιστοκλή παρέταξαν τις δυνάμεις τους, το αριστερό μέρος κατείχαν Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι, απέναντι από πλοία των Φοινίκων, γιατί οι Φοίνικες είχαν μεγάλη υπεροχή τόσο από τον μεγάλο αριθμό πλοίων όσο και από την πείρα που είχαν από τους προγόνους τους στα ναυτικά έργα. Οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς καταλάμβαναν δεξιό κέρας, γιατί αυτοί θεωρούνταν οι καλύτεροι ναυτικοί μετά τους Αθηναίους και ότι θα φιλοτιμούνταν περισσότερο από όλους, επειδή ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες που δεν θα είχαν κανένα καταφύγιο αν κάτι πήγαινε στραβά στη ναυμαχία. Το μέσον το καταλάμβανε το υπόλοιπο πλήθος των Ελλήνων. Μ’ αυτή τη σύνταξη λοιπόν σάλπαραν και κατέλαβαν το στενό πέρασμα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και το Ηρακλείο Ο βασιλιάς πρόσταξε το ναύαρχο να πλεύσει εναντίον των εχθρών, ενώ ο ίδιος πέρασε απέναντι από τη Σαλαμίνα, σ ένα σημείο από όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την πορεία της ναυμαχίας. Οι Πέρσες, στην αρχή της πλεύσης τους, διατηρούσαν τον σχηματισμό τους, καθώς είχαν πολλή ευρυχωρία. Μόλις όμως έφτασαν στο στενό, αναγκάστηκαν να αποσπάσουν μερικά πλοία από τον σχηματισμό, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Ο ναύαρχος, που προηγούνταν του σχηματισμού και ήταν ο πρώτος που συνήψε μάχη, σκοτώθηκε έχοντας αγωνιστεί λαμπρά. Όταν βυθίστηκε το πλοίο του, το ναυτικό των βαρβάρων καταλήφθηκε από σύγχυση, γιατί προστάζοντες ήταν τώρα πολλοί και δεν έδιναν όλοι τις ίδιες διαταγές. Γι’ αυτό σταμάτησαν την προς τα μπρος πορεία κι έκοψαν ταχύτητα για να επιστρέψουν στην ευρυχωρία. Οι Αθηναίοι, βλέποντας τη σύγχυση των βαρβάρων, τους ακολουθούσαν κι άλλα πλοία τα χτυπούσαν με τα έμβολα ενώ από άλλα παρέσυραν τις σειράς των κουπιών. Καθώς οι κωπηλάτες δεν μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους, πολλές από τις τριήρεις των Περσών γύρισαν στο πλάι και εμβολίζονταν απανωτά. Γι’ αυτό έπαψαν να οπισθοχωρούν απλώς και, κάνοντας στροφή, τράπηκαν σε φυγή πλέοντας μ’ όλη τους την ταχύτητα.
19. Όταν τα Φοινικικά και Κυπριακά πλοία νικήθηκαν από τους Αθηναίους, τα πλοία των Κιλίκων και των Παμφύλων, καθώς επίσης και των Λυκίων, που βρίσκονταν αμέσως μετά από τα πρώτα στη σειρά, αρχικά αντιστέκονταν ρωμαλέα, αλλά μόλις είδαν τα πιο ισχυρά πλοία να έχουν τραπεί σε φυγή, εγκατέλειψαν κι αυτά τη μάχη. Στο άλλο κέρας, δόθηκε ισχυρή ναυμαχία και για κάποιο χρονικό διάστημα η μάχη ήταν ισόρροπη. Μόλις όμως οι Αθηναίοι, αφού είχαν καταδιώξει τους Φοίνικες και τους Κύπριους μέχρι την ξηρά, επέστρεψαν, οι βάρβαροι εξαναγκάστηκαν από αυτούς να κάνουν στροφή και έχασαν πολλά πλοία. Μ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο επικράτησαν οι Έλληνες νικώντας τους βαρβάρους σε περίλαμπρη ναυμαχία. Κατά τη μάχη, καταστράφηκαν σαράντα πλοία των Ελλήνων, ενώ των Περσών περισσότερα από διακόσια, χωρίς να υπολογίσουμε εκείνα που αιχμαλωτίστηκαν αύτανδρα. Ο βασιλιάς, που είχε αναπάντεχα ηττηθεί, εκτέλεσε τους Φοίνικες, όσους ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για την αρχή της φυγής, και απείλησε να επιβάλει και στους υπόλοιπους την προσήκουσα τιμωρία. Οι Φοίνικες, φοβισμένοι από τις απειλές, αρχικά κατέπλευσαν στην Αττική και, όταν νύχτωσε, άνοιξαν πανιά για την Ασία. Ο Θεμιστοκλής τώρα, που θεωρήθηκε ο αίτιος της νίκης, επινόησε άλλο, όχι κατώτερο στρατήγημα από αυτό που περιγράψαμε. Γιατί, επειδή οι Έλληνες φοβούνταν να αγωνιστούν στην ξηρά εναντίον τόσων πολλών μυριάδων, μείωσε δραστικά τις χερσαίες δυνάμεις των Περσών με τον εξής τρόπο: έστειλε τον παιδαγωγό των ίδιων του των γιων στον Ξέρξη για να τον πληροφορήσει ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να πλεύσουν στο ζεύγμα που είχε σχηματίσει με τα πλοία και να το καταστρέψουν. Γι’ αυτό τον λόγο ο βασιλιάς, που πίστεψε τα λόγια του επειδή του φάνηκαν πιθανά, τρόμαξε μήπως στερηθεί τη δυνατότητα επανόδου στην Ασία, αφού οι Έλληνες ήλεγχαν τη Θάλασσα, και αποφάσισε να περάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν από την Ευρώπη στην Ασία, αφήνοντας τον Μαρδόνιο στην Ελλάδα μαζί με τους άριστους ιππείς και πεζούς, των οποίων ο συνολικός αριθμός δεν ήταν μικρότερος από τετρακόσιες χιλιάδες. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, με δυο στρατηγήματα έγινε αίτιος μεγάλων πλεονεκτημάτων για τους Έλληνες. Αυτά ήταν, λοιπόν, τα όσα έγιναν στην Ελλάδα.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Ούτε ο Ηρόδοτος ούτε ο Αισχύλος κάνουν λόγο για τις απώλειες της σύγκρουσης, προτιµώντας να µιλήσουν µε αοριστίες και να αφήσουν έτσι ανοικτό το πεδίο σε κάθε είδους υπερβολές (500 βυθισµένα περσικά πλοία κλπ.). Ο Έφορος µας έδωσε τους αριθµούς, οι οποίοι γίνονται δεκτοί και από τους σύγχρονους ιστορικούς. Σύµφωνα µε αυτούς, οι ηττηµένοι Πέρσες έχασαν τουλάχιστον 200 πλοία, βυθισµένα και κατεστραµµένα, έναντι 40 των νικητών Ελλήνων. Μερικοί συγγραφείς εκτιµούν ότι υπήρξε και άγνωστος αριθµός αιχµαλωτισµένων περσικών πλοίων, αλλά αυτό δεν µπορεί να εξακριβωθεί, και αν υπήρξαν, σίγουρα δεν ήταν τόσα ώστε να τύχουν ιδιαίτερης µνείας από τους ιστορικούς ή τους ποιητές. Οι αριθµοί αυτοί (200 περσικά έναντι 40 ελληνικών) φαίνονται λογικοί και σύµφωνοι µε τη γενική πορεία της µάχης.
Η ελληνική πλευρά όµως είχε ένα ακόµα, σηµαντικότατο πλεονέκτηµα. Αφού σχεδόν όλοι οι Ελληνες ναυτικοί γνώριζαν κολύµβηση, µπόρεσαν να φθάσουν σε κάποιο φιλικό έδαφος ή να επιζήσουν µέχρι να τους περισυλλέξουν φίλιες τριήρεις. Από τους 8.000 άνδρες συνεπώς που είχαν την ατυχία να βρεθούν στα νερά του Σαρωνικού (40 πλοία επί 200 άτοµα), λιγότεροι από τους µισούς χάθηκαν σε αυτά (1-2.000), ενώ στον συνολικό αριθµό απωλειών πρέπει να υπολογιστούν και εκείνοι (άγνωστος αριθµός) που κτυπήθηκαν πάνω σε πλοία που δεν βυθίστηκαν.
Αντίθετα ο βασιλικός στόλος, τα πληρώµατα του οποίου σε µεγάλο αριθµό, σύµφωνα µε τις αρχαίες πηγές, δεν γνώριζαν να κολυµπούν (για τους ναύτες αυτό είναι µάλλον υπερβολικό, προπάντων για τους Φοίνικες και τους Ιωνες, αλλά ίσχυε προφανώς για όσους είχαν επιβιβαστεί στα σκάφη ως αγήµατα εµβολής, στρατιώτες από τις χώρες του ιρανικού οροπεδίου), θρήνησε τεράστιο αριθµό νεκρών λόγω πνιγµού µαχητών, σχεδόν την πλειοψηφία των 44.000 άτυχων που βρέθηκαν στη θάλασσα (200 πλοία επί 220 κατά µέσον όρο άτοµα). Ανάλογη τύχη επεφυλάχθηκε βέβαια και σε όσους Πέρσες κατόρθωναν να κολυµπήσουν ως την ακτή της Σαλαµίνας, όπου τους περίµεναν οι Αθηναίοι οπλίτες για να τους θανατώσουν επιτόπου ή στην ευτυχέστερη περίπτωση να τους αιχµαλωτίσουν.
Οµοια τύχη περίµενε, όπως είδαµε, και ολόκληρη τη φρουρά της Ψυττάλειας (4.000 άνδρες).
Ο τελικός απολογισµός δείχνει την περσική πλευρά να έχει υποστεί πανωλεθρία. Εχασε το 1/3 των σκαφών (τουλάχιστον 200 πλοία) και το 1/4 των πληρωµάτων τους (περί τους 30-35.000 άνδρες), ενώ το ηθικό των υπολοίπων, όπως και της ηγεσίας τους, είχε καταρρεύσει.
Μονοµαχία Αθηναίου οπλίτη και Πέρση. Ο Αθηναίος φέρει όλο τον οπλισµό του (ασπίδα τύπου “όπλον”, περικεφαλαία, λινοθώρακα, κνηµίδες), αλλά αντί για δόρυ κρατά κοπίδα. Ο Πέρσης στρατιώτης φορά πολύχρωµη στολή, δεν γίνεται φανερό αν φέρει θώρακα ή όχι, αλλά κρατά και αυτός ξίφος τύπου σπάθας. Αναµφίβολα, πολλές τέτοιες σκηνές µάχης θα διαδραµατίστηκαν στη Σαλαµίνα πάνω στις εµπλεκόµενες τριήρεις (Εδιµβούργο, Βασιλικό Μουσείο). |
«Στο χέρι σου είναι σήµερα να σώσεις την Ελλάδα, αν ακούσεις εµένα και µείνεις εδώ να ναυµαχήσεις και δεν σε πείσουν τα λόγια εκείνων ώστε να επαναφέρεις τα πλοία στον Ισθµό. Ακουσε τα δύο σχέδια και σύγκρινε τα. Αν δώσεις µάχη στον Ισθµό, θα ναυµαχήσεις σε ανοιχτό πέλαγος, που δεν µάς συµφέρει και θα χάσεις τη Σαλαµίνα, τα Μέγαρα και την Αίγινα, ακόµη και αν στα άλλα η τύχη µάς ευνοήσει. Μαζί µε το ναυτικό, θα ακολουθήσει ο στρατός των βαρβάρων και έτσι θα τους οδηγήσεις εσύ ο ίδιος κατά της Πελοποννήσου και θα εκθέσεις σε κίνδυνο ολόκληρη την Ελλάδα. Αν όµως κάνεις αυτά που σου προτείνω, να τα πλεονεκτήµατα που θα έχεις: καταρχάς, θα πολεµήσουµε σε µέρος στενό, µε λίγα πλοία δικά µας εναντίον πολλών, και εάν η έκβαση της µάχης είναι αυτή που φαίνεται πιθανή, θα κερδίσουµε λαµπρή νίκη. ∆ιότι το να ναυµαχήσουµε σε στενό µέρος είναι υπέρ µας, ενώ (θα) είναι υπέρ των αντιπάλων να ναυµαχήσουµε σε ανοιχτό µέρος… Και το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα είναι πως ίδια θα ναυµαχήσεις για την Πελοπόννησο παραµένοντας εδώ, όπως και εάν ναυµαχούσες στον Ισθµό. Αν σκεφτείς ώριµα δεν θα φέρεις ο ίδιος τον εχθρό να χτυπήσει την Πελοπόννησο…». Ο Θεµιστοκλής |
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ
Η συντριπτική ήττα του βασιλικού στόλου που πραγµατοποιήθηκε µπροστά στα µάτια του ίδιου του ηγεµόνα του, έπληξε όχι µόνο το κύρος αλλά προπάντων το ηθικό των ασιατικών στρατευµάτων. Μάλιστα, επηρεάσθηκε το ηθικό όχι µόνο των απλών στρατιωτών που υπέστησαν (όπως συµβαίνει πάντα σε όλους τους πολέµους) το σύνολο των δυσµενών αποτελεσµάτων µιας µάχης (τραυµατισµοί, απώλεια αγαπητών φίλων, συστρατιωτών, καταστροφή χρήσιµων υλικών κλπ.), αλλά και της ηγεσίας τους. Ο ίδιος ο Ξέρξης προβλη- µατίσθηκε ιδιαίτερα για το τι έπρεπε πλέον να πράξει, αφού είχε περιέλθει σε δυσχερή θέση, λόγω της ήττας και του επερχόµενου χειµώνα. Η τελική απόφαση του να αποσυρθεί ο ίδιος και να αφήσει τον Μαρδόνιο να επαναλάβει την εκστρατεία τον επόµενο χρόνο, ήταν αποτέλεσµα του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε. Πιθανότατα, ο Σίκκινος µε τις κατάλληλες συµβουλές-έµµεσες απειλές του Θεµιστοκλή να έπαιξε και εδώ καταλυτικό ρόλο, αλλά το σίγουρο είναι πως µε τις θαλάσσιες γραµµές συγκοινωνιών-ανεφοδιασµού του να κινδυνεύουν από τον νικητή ελληνικό στόλο, η θέση του στρατεύµατος του εντός µιας εχθρικής χώρας, χωρίς πολλούς πόρους, ήταν ιδιαίτερα επισφαλής.
Όπως γίνεται γενικά δεκτό, σε περίπτωση περσικής επιτυχίας στη ναυµαχία, ο ελληνικός κόσµος θα βρισκόταν σε απελπιστική θέση. Με τα στρατιωτικοπολιτικά δεδοµένα της εποχής, θα ήταν εύκολη υπόθεση η επίθεση στην Πελοπόννησο, όχι βέβαια από τον φυλασσόµενο Ισθµό, αλλά από κάποια ανατολική παραλία την οποία οι Πέρσες θα µπορούσαν να προσεγγίσουν µε ευκολία έχοντας πλέον τη ναυτική κυριαρχία. Η γενική κατάρρευση τότε θα ήταν µόνο θέµα χρόνου. Αν συνέβαινε αυτό και η Ελλάδα µετατρεπόταν σε κατακτηµένη χώρα, όπως έγινε µε την Ιωνία λίγα χρόνια νωρίτερα, η πολιτιστική δηµιουργία θα ανακοπτόταν. Με δεδοµένες βέβαια τις γνώσεις µας για τα ελληνικά πολιτιστικά επιτεύγµατα των αιώνων που ακολούθησαν, µπορούµε να φανταστούµε ότι οι συνέπειες για τον κόσµο ολόκληρο θα ήταν καταλυτικές. Προς µεγάλη ανακούφιση λοιπόν των Ελλήνων, λίγες ηµέρες µετά τη ναυµαχία (αρχές Οκτωβρίου του 480 π.Χ.), οι Πέρσες, στρατός και στόλος, αποχώρησαν από την Αττική, στην οποία επανήλθαν οι κάτοικοι της. ∆εν ήταν όµως πια οι ίδιοι άνθρωποι, οι καταπτοηµένοι, πικραµένοι, κατηφείς πρόσφυγες που έφευγαν µε τα λίγα υπάρχοντα τους πριν από µερικές εβδοµάδες, αποθέτοντας τις ελπίδες τους στις απόψεις ενός στρατηγού. Ήταν πλέον οι γεµάτοι υπερηφάνεια, χαµογελαστοί, παλαίµαχοι της Σαλαµίνας. Ήταν εκείνοι που την κρίσιµη ιστορική ώρα φώναξαν ένα βροντερό “παρών” και µε τις αποφάσεις και τα µπράτσα τους, που ανεβοκατέβαζαν τα µακριά κουπιά και έσκιζαν τη θάλασσα οδηγώντας προς τη νίκη, έγραψαν οι ίδιοι την ιστορία της σωτηρίας της πατρίδας τους.
Οµοίωµα (ελληνικής) τριήρους εξελιγµένου τύπου. Πιθανόν τέτοιες διέθεταν οι Ιωνες που βρίσκονταν στο περσικό στρατόπεδο (Ναυτικό Μουσείο Πειραιά). |
ΤΑ «ΞΥΛΙΝΑ ΤΕΙΧΗ»
Εν τω µεταξύ, το περσικό σχέδιο είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται και Πέρσες είχαν φθάσει στην Ελλάδα προκειµένου να ζητήσουν «γη και ύδωρ» (481 π.Χ.). Ο Θεµιστοκλής όµως διέταξε την εκτέλεση του διερµηνέα µε το πρόσχηµα ότι χρησιµοποίησε την ελληνική γλώσσα για βάρβαρες διαταγές, ενώ διέταξε επίσης να καταγραφεί στους άτιµους ο απεσταλµένος των Περσών Αρθµιος και οι απόγονοι του, που κατάγονταν από την πόλη Ζελεία (ανάµεσα στον Πόντο και στην Καππαδοκία), επειδή εστάλη από τους Πέρσες έχοντας χρυσό στην κατοχή του για να δωροδοκήσει ελληνικές πόλεις. Την περίοδο εκείνη συνήλθε στον Ισθµό συνέδριο, στο οποίο προΐστατο η Σπάρτη, προκειµένου να προετοιµαστεί σχέδιο κοινής άµυνας και απόκρουσης της περσικής επίθεσης. Ο Θεµιστοκλής, αφού έκανε λόγο για την ανάγκη συµφιλίωσης όλων των ελληνικών πόλεων µπροστά στον κοινό εχθρό, εξελέγη στρατηγός των Αθηναίων.
Παράλληλα µε τη σύγκληση του συνεδρίου στον Ισθµό, µια οµάδα ατόµων είχε µεταβεί στο µαντείο των ∆ελφών για να λάβει χρησµό σχετικά µε την έκβαση του αποτελέσµατος της συνεργασίας τους και της περσικής εκστρατείας. Η πρώτη απάντηση του µαντείου ήταν εντελώς αποκαρδιωτική, καθώς προέτρεπε την αποστολή να εγκαταλείψει το άδυτο. Φοβούµενοι εκείνοι να επιστρέψουν στην Αθήνα µε τέτοια απάντηση, αποφάσισαν να ξαναδοκιµάσουν την τύχη τους προσφέροντας καινούρια αναθήµατα και δηλώνοντας αποφασισµένοι να µείνουν ακόµη και αν τους περίµενε ο θάνατος. Η Πυθία στον δεύτερο χρησµό τούς προφήτεψε διφορούµενα ότι απόρθητο θα έµενε µόνο το ξύλινο τείχος και κατέληξε µε τα λόγια «Ω Θείη Σλαµίνα, εσύ θα εξολοθρεύσεις µανάδων παιδιά ή στης σποράς ή στης συγκοµιδής τον καιρό».
Η ερµηνεία ενός χρησµού ήταν πάντοτε µια επίπονη διαδικασία µε επισφαλή αποτελέσµατα και στην περίπτωση αυτή το ενδεχόµενο λάθους θα είχε καταστροφικά αποτελέσµατα για την έκβαση των πολεµικών επιχειρήσεων. Κάποιοι Αθηναίοι ερµήνευσαν τα λόγια της Πυθίας θεωρώντας ότι το ξύλινο τείχος αναφερόταν στην Ακρόπολη, το παλαιό τείχος της οποίας ήταν ξύλινο, ενώ ο Θεµιστοκλής επέµενε στην άποψη ότι αναφερόταν στο ναυτικό τους, ισχυριζόµενος ότι ο χρησµός προέβλεπε την περσική ήττα και όχι την ελληνική, στοιχειοθετώντας την ερµηνεία του στο γεγονός ότι η Πυθία χρησιµοποίησε το επίθετο «θείη» αντί του «σχετλίη». Τελικά, κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους και, θέλοντας να µαταιώσει την εκλογή στο αξίωµα του άρχοντα του δηµαγωγού Επικύδη, ανθρώπου φαύλου και ανίκανου να διαχειριστεί την πολιτική κατάσταση εκείνη την κρίσιµη περίοδο, δεν δίστασε να τον χρηµατίσει προκειµένου να µη λάβει µέρος στις επερχόµενες εκλογές.
Ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος ήταν Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Υπήρξε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης στην κλασική Αθήνα. |
ΤΟ «ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΙΟ ΤΡΟΠΑΙΟ»
ΚΑΙ Ο «ΤΥΜΒΟΣ ΤΩΝ ΣΑΛΑΜΙΝΟΜΑΧΩΝ»
Ο χώρος όπου ετάφησαν οι Έλληνες (νεκροί της µάχης δεν αναφέρεται από τον Ηρόδοτο. Οποιες µαρτυρίες διαθέτουµε είναι αρκετά µετ αγενέστερες, µε ό,τι αυτό µπορεί να συνεπάγεται για την αξιοπιστία τους. Γνωρίζουµε πως λίγα χρόνια µετά τη ναυµαχία, Αθηναίοι έφηβοι χόρεψαν γύρω από το τρόπαιο µε τη συνοδεία λύρας. Ανάµεσα τους και ο δεκαπεντάχρονος τότε Σοφοκλής, ο µετέπειτα µεγάλος τραγικός ποιητής. Αργότερα οι Αθηναίοι έφηβοι συµµετείχαν σε µια τελετουργική αποστολή κάθε χρόνο: κωπηλατούσαν ως την αρχαία πόλη της Σαλαµίνας για να θυσιάσουν στον Αίαντα και επιστρέφοντας περνούσαν και από το τρόπαιο της ναυµαχίας, όπου θυσίαζαν στον ∆ία. Μια αποσπασµατική επιγραφή των χρόνων του Οκταβιανού Αυγούστου, κάνει λόγο για το «Θεµιστοκλέους τρόπαιον» και το κοντινό «πολυάνδρειον». Με το τελευταίο εννοείται προφανώς ο κοινός τάφος όλων των Αθηναίων νεκρών της µάχης…
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑ!
Σε µια σύγκρουση τέτοιας σηµασίας, στα γεγονότα που προηγήθηκαν και σε αυτά που ακολούθησαν, είναι απολύτως κατανοητό ότι δόθηκαν µεγάλες διαστάσεις, ενώ πολλά γράφηκαν για τα διάφορα επεισόδια της, πραγµατικά ή φανταστικά.
Πολλά από αυτά διασώθηκαν χάρη στον Πλούταρχο.
Πολύ πριν από την ένδοξη σύγκρουση στη Σαλαµίνα, ο φιλόδοξος Θεµιστοκλής, πολιτευόµενος µεταξύ των Αθηναίων, τόνιζε στους φίλους του ότι δεν τον άφηνε να κοιµηθεί η επιτυχία που είχε σηµειώσει στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης (“ως καθεύδειν αυτόν ουκ το του Μιλτιάδου τρόπαιον” κατά τον Πλούταρχο).
Κατά τη µεγάλη σύρραξη µεταξύ Ελλήνων και Ασιατών, το µαντείο των ∆ελφών, αναµετρώντας µε ψυχρό ρεαλισµό τις δυνάµεις των δύο αντιπάλων, είχε ταχθεί εµφανώς µε το µέρος των Περσών, προτρέποντας τους Έλληνες να συνάψουν ειρήνη µε τους εισβολείς!
Το µαντείο έδωσε διάφορους χρησµούς, όλους προς αυτή την κατεύθυνση, ωστόσο σε αυτόν που έδωσε στους αποφασισµένους απεσταλµένους της Αθήνας άφησε και κάποια περιθώρια ελπίδας για νίκη. Εκανε µάλιστα λόγο για τη νήσο Σαλαµίνα, γεγονός που προκάλεσε εντονότατες συζητήσεις. Ο χρησµός βέβαια, ως συνήθως, επιδεχόταν και τη µια και την άλλη ερµηνεία: “…Μιαν άλλην ώρα θα σταθείτε επίσης πρόσωπο µε πρόσωπο µε αυτούς (σ.σ. τους εισβολείς). Ω θεϊκή Σαλαµίς, εσύ θα καταστρέψεις παιδιά γυναικών ή τότε που το σιτάρι σπέρνεται ή τότε που θερίζεται”. Ποια ακριβώς ήταν τα παιδιά γυναικών που θα καταστρέφονταν στα νερά της Σαλαµίνας δεν διευκρινιζόταν, ούτε ο ακριβής χρόνος (φθινόπωρο ή καλοκαίρι). Η αναφορά αυτή πάντως στάθηκε αρκετή για έναν δυναµικό ηγέτη σαν τον Θεµιστοκλή, ώστε να τη χρησιµοποιήσει όπως τον εξυπηρετούσε και να προβάλει τη δική του εκδοχή.
Κατά τις δραµατικές ώρες της εγκατάλειψης της Αθήνας από τους πολίτες της, ο εκ των ηγετών της δηµοκρατικής µερίδας Ξάνθιππος (πατέρας του Περικλή) µε την οικογένεια του και τα λίγα πράγµατα που µπορούσαν να µεταφέρουν, επιβιβάσθηκαν σε ένα πλοίο και απέπλευσαν, αφήνοντας βέβαια το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα τους στο έλεος των εισβολέων. Ο πιστός σκύλος του όµως, που άκουγε στο όνοµα Ξούθος, δεν θέλησε να µείνει και προτίµησε να συνοδεύσει τους κυρίους του. Ακολούθησε έτσι την πορεία τους και βούτηξε στη θάλασσα, όπου κολύµπησε δίπλα στο πλοίο µέχρι τη Σαλαµίνα. Εκεί, αποκαµωµένος, άφησε την τελευταία του πνοή, κοντά στους συγκινηµένους ιδιοκτήτες του. Οι τελευταίοι έθαψαν το πιστό ζώο κοντά στο αγκυροβόλιο τους και ίσως γι’ αυτό το συγκεκριµένο σηµείο της νήσου να ονοµάσθηκε κυνός σήµα.
Τις κρίσιµες εκείνες ώρες, ο Θεµιστοκλής επέδειξε για ακόµα µια φορά την οξύνοιά του (σύµφωνα µε µαρτυρία που κατέγραψε ο Πλούταρχος). Επειδή η πολιτεία είχε µεγάλη ανάγκη χρηµάτων, υποχρέωσε τους πιο εύπορους πολίτες να συνεισφέρουν. Κατά µια εκδοχή, την ώρα που οι πολίτες έφευγαν διαδόθηκε ότι εξαφανίσθηκε το Γοργόνειον από το άγαλµα της Αθηνάς. Ο Θεµιστοκλής διέταξε τότε, µε πρόσχηµα την έρευνα για την ανακάλυψη του κλέφτη, να εξετασθούν όλες οι αποσκευές που είχαν µαζί τους οι Αθηναίοι. Με αυτό τον τρόπο ανακάλυψε πολλά χρήµατα, τα οποία κατέσχεσε και µοίρασε αργότερα στους πολεµιστές. Κατά µια άλλη εκδοχή ωστόσο, την οποία σηµειώνει ο Αριστοτέλης, ο ίδιος ο Άρειος Πάγος (που αποτελείτο από τους παλαιούς αριστοκράτες) έδωσε οικειοθελώς οκτώ οβολούς σε κάθε µάχιµο πολίτη.
Η διχογνωµία των Ελλήνων διοικητών πριν από τη ναυµαχία αποτέλεσε πηγή για αρκετά λεκτικά επεισόδια. Στο πιο χαρακτηριστικό και γνωστό από αυτά, ο Ευρυβιάδης, που είχε εκνευριστεί ιδιαίτερα από την επιµονή του Θεµιστοκλή, ίσως και από κάποια περιφρονητικά λόγια του τελευταίου, σήκωσε τη σπαρτιατική του ράβδο για να τον κτυπήσει. Τότε ο Θεµιστοκλής µε ψυχραιµία τού απάντησε, “πάταξον µεν άκουσον δε”.
Σε κάποια άλλη στιγµή, κατά την έναρξη της δεύτερης συζήτησης που συγκάλεσε ο Ευρυβιάδης, ο Θεµιστοκλής έλαβε αµέσως τον λόγο και εξέθεσε την άποψη του. Ο Κορίνθιος Αδείµαντος τότε του επισήµανε πως “στους αγώνες, τους αθλητές που ξεκινούν πριν να δοθεί το σύνθηµα τους χαστουκίζουν”, για να πάρει από τον ετοιµόλογο Αθηναίο την άµεση απάντηση “ναι, αλλά όσοι καθυστερούν δεν κερδίζουν τη νίκη”. Σύµφωνα µε τον Πλούταρχο, η στιχοµυθία αυτή διηµείφθη µεταξύ Θεµιστοκλή και Ευρυβιάδη και όχι µε τον Αδείµαντο. Στη συνέχεια, µάλιστα, παραθέτει και το επεισόδιο µε το κτύπηµα, θέλοντας να τονίσει την οργή που προκάλεσε στον Σπαρτιάτη η απάντηση που έλαβε.
Από τέτοια επεισόδια γίνεται φανερή αφενός η ευφυΐα του Θεµιστοκλή και αφετέρου η σηµαντική εµπειρία που είχε αποκτήσει από ανάλογες προσωπικές επιθέσεις-αντεγκλήσεις στην Εκκλησία του ∆ήµου της Αθήνας.
Σε εκείνα τα πολεµικά συµβούλια φαίνεται πως ο Θεµιστοκλής δεν έτυχε της υποστήριξης που προσδοκούσε από τους Έλληνες των οποίων οι πόλεις κινδύνευαν άµεσα (Χαλκίδα, Ερέτρια, Μέγαρα, Αίγινα). Γι’ αυτό, όταν ο διοικητής των Ερετριέων διατύπωσε κάποια γνώµη, τον επιτίµησε αµέσως λέγοντας: “Μιλάτε και εσείς για πόλεµο, που σαν τα καλαµάρια έχετε µαχαίρι, αλλά δεν έχετε καρδιά”.
Ο Πλούταρχος όµως καταγράφει και µια παράξενη ιστορία.
Παραδίδει, λοιπόν, πως την ώρα που ο Θεµιστοκλής ετοιµαζόταν να θυσιάσει στους θεούς, λίγο πριν από τη ναυµαχία, ο µάντης Ευφραντίδης τού πρότεινε να χρησιµοποιήσει ως σφάγια τρεις επιφανείς Πέρσες αιχµαλώτους, παιδιά του Αρταύκτη και της Σανδάκης, αδελφής του Ξέρξη, γιατί δήθεν αυτό θα προδιέθετε ευνοϊκά τον θεό ∆ιόνυσο έναντι των Ελλήνων. Οι τρεις αιχµάλωτοι είχαν συλληφθεί κατά την έφοδο των ανδρών του Αριστείδη στην Ψυττάλεια. Ετσι, πραγµατοποιήθηκε η ανθρωποθυσία, παρότι αρχικά ο Αθηναίος ηγέτης δεν συµφωνούσε, αλλά πείσθηκε από τις πιέσεις των στρατιωτών του που είχαν επηρεαστεί από τις προβλέψεις του µάντη… Η ιστορία αυτή έφθασε στον Πλούταρχο µέσω του Φανία του Λεσβίου, ο οποίος την είχε ανακαλύψει στα “Περσικά” του Κτησία από την Κνίδο. ∆εδοµένου όµως ότι η επίθεση των Ελλήνων στην Ψυττάλεια πραγµατοποιήθηκε µετά την κυρίως σύγκρουση στα στενά, ήταν αδύνατο να έχουν συλλάβει εκεί προηγουµένως αιχµαλώτους και, επιπλέον, επειδή ο Κτησίας λόγω των υπερβολών του δεν αποτελεί από µόνος του αξιόπιστη πηγή, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι πιθανότατα το περιστατικό αυτό δεν αληθεύει.
Λίγο πριν από τη ναυµαχία, το βράδυ που οι περσικές τριήρεις απέκλεισαν τους Έλληνες, ο Αθηναίος πολιτικός Αριστείδης του Λυσιµάχου, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Αίγινα, αντιλήφθηκε την κίνηση των Ασιατών και έσπευσε µε ένα πλοιάριο στη Σαλαµίνα για να ειδοποιήσει τον συµµαχικό στόλο. Οταν τελείωσε το πολεµικό συµβούλιο, έχοντας λάβει την απόφαση της σύγκρουσης, βρέθηκαν µόνοι οι δύο σηµαντικοί πολιτικοί αντίπαλοι: ο Θεµιστοκλής των δηµοκρατικών και ο Αριστείδης των αριστοκρατικών. Με σπάνια οµοθυµία οι δύο άνδρες συµφώνησαν να συµπαραταχθούν προς όφελος της πατρίδας! Ο Πλούταρχος µάλιστα σηµειώνει πως ο Θεµιστοκλής, “αναγνωρίζοντας την τιµιότητα του (σ.σ. του Αριστείδη, κάτι που ήταν ευρέως γνωστό) και γεµάτος θαυµασµό που είχε δεχθεί εκείνη την ώρα να έλθει κοντά του, του φανέρωσε το µυστικό µε τον Σίκκινο και τον προέτρεψε θερµά να βοηθήσει και αυτός να καταφέρουν τους Έλληνες και να δείξει την ίδια προθυµία µε αυτόν στο σχέδιο του, ώστε να δώσουν τη µάχη µέσα στα στενά… Ο Αριστείδης συµφώνησε μαζί του και πήγαινε στους άλλους στρατηγούς και τριηράρχους και τους παρακινούσε να δώσουν εκεί τη µάχη.
Οι Ίωνες, οι οποίοι παρατάχθηκαν στην αριστερή πτέρυγα της περσικής διάταξης (150-200 πλοία), αν και Έλληνες εναντίον Ελλήνων, δεν παρουσίασαν µειωµένη απόδοση, όπως τους προέτρεπε µετά το Αρτεµίσιο ο Θεµιστοκλής, αντίθετα αποδείχθηκαν ικανότατοι αντίπαλοι των συµπατριωτών τους… Πολέµησαν σκληρά και επέφεραν αρκετές απώλειες στη συµµαχική δύναµη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση µιας τριήρους από τη Σαµοθράκη που εµβόλισε και βύθισε ένα αθηναϊκό σκάφος, για να πληγεί στη συνέχεια και να καταστραφεί από µια αιγινίτικη τριήρη που είχε στο µεταξύ σπεύσει. Οι επιβαίνοντες όµως, έµπειροι ακοντιστές, µε συνεχείς βολές ενόσω το σκάφος τους βυθιζόταν, φόνευσαν όλο το πλήρωµα της αιγινίτικης τριήρους, την κυρίευσαν και στη συνέχεια διέφυγαν µε το αιχµαλωτισµένο πλοίο. Βέβαια, το πιο πιθανό είναι ότι σκότωσαν τους ναύτες και τους επιβάτες και όχι όλους τους κωπηλάτες, αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ χρόνο που µάλλον δεν διέθεταν τη στιγµή που το δικό τους σκάφος βυθιζόταν. Η στάση αυτή των Ιώνων, όπως και η ανάλογη των Βοιωτών-Θεσσαλών και λοιπών που τάχθηκαν µε τον Μαρδόνιο στις Πλαταιές πολεµώντας κατά της πανστρατιάς των συµπατριωτών τους, φωτίζουν ιδιαίτερα τη σηµασία της συµµετοχής Ελλήνων µισθοφόρων στις τάξεις των Περσών, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην πανελλήνια εξόρµηση του Αλεξάνδρου. Όσοι εκπλήσσονται από τη συµµετοχή αυτή, προφανώς δεν γνωρίζουν καλά την ιστορία των ελληνοπερσικών αγώνων του 5ου αι. π.Χ.
Από το σύνολο των 382 ελληνικών πολεµικών πλοίων (368 τριήρεις και 14 πεντηκόντοροι), η συντριπτική πλειοψηφία ανήκε στις πολιτείες της µητροπολιτικής Ελλάδας (τα 379), ενώ ένα µόνο σκάφος είχε έλθει από τις αποικίες της ∆ύσης, η τριήρης του Φάϋλλου από τον Κρότωνα της Σικελίας, και δύο τριήρεις από την Ανατολή (µία της Λήµνου και µία της Τήνου ή Τενέδου µε κυβερνήτη τον Παναίτιο).
Πρωταγωνίστρια πολλών επεισοδίων ήταν η υποτελής στον Ξέρξη βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεµισία. Καταρχάς, στα περσικά συµβούλια µιλούσε πάντα µε θάρρος και δεν δίσταζε να εναντιωθεί, ακόµα και να διαφωνήσει µε τον βασιλιά. Σχετικά, δε, µε την απόφα- ση για την είσοδο στα στενά ήταν η µόνη που είχε αντίρρηση. Κατά τη γνώµη της, έπρεπε να αφήσουν τους Έλληνες να διαλυθούν µόνοι τους από τη µεταξύ τους διχόνοια και τον άκρατο τοπικισµό. Όταν αργότερα βρέθηκε και η ίδια (!) στη µάχη, επικεφαλής της µικρής µοίρας της, επέδειξε θάρρος αλλά και πονηριά. Προφανώς γι’ αυτά της τα προτερήµατα, οι Αθηναίοι την είχαν επικηρύξει προκαταβολικά µε ένα σεβαστό χρηµατικό ποσό (10.000 αττικές δραχµές!).
Τη στιγµή της περσικής υποχώρησης, ένα αθηναϊκό πλοίο (µε κυβερνήτη τον Αµεινία από τη ∆εκέλεια) την εντόπισε και την καταδίωξε. Η πανούργα βασίλισσα όµως, προκειµένου να διαφύγει, όρµησε ξαφνικά και εµβόλισε το πλοίο που βρέθηκε µπροστά της, παρότι ανήκε στη δική της παράταξη! Ήταν το πλοίο του βασιλιά των Καλυνδίων, το οποίο αιφνιδιασµένο βυθίστηκε αύτανδρο. Η Αρτεµισία, µε τη δόλια αυτή πράξη της, δηµιούργησε µέσα στη γενική σύγχυση αντιφατικές εντυπώσεις, στον µεν Αθηναίο κυβερνήτη ότι είχε µπροστά του κάποιο φιλικό πλοίο, οπότε δεν επέµεινε στην καταδίωξη, στον δε Ξέρξη, που παρακολουθούσε µε αγωνία την ήττα του στόλου του, ότι πολεµούσε µε γενναιότητα! Φαίνεται πως η ακριβής διάκριση φίλων και εχθρών µέσα στον κυκεώνα της συµπλοκής σχεδόν όµοιων σκαφών δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η Αρτεµισία πάντως κέρδισε την εύνοια του βασιλιά της, ο οποίος είπε αναστενάζοντας: “Οι άνδρες µου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες µου άνδρες”.
Αλλά πέρα από το αρνητικό αυτό επεισόδιο, ο Ξέρξης είχε και άλλη ευκαιρία να εκτιµήσει την πονηρή βασίλισσα, όταν εντόπισε και ανέσυρε από τη θάλασσα τον νεκρό ναύαρχο Αριαµένη, αδελφό του Πέρση βασιλιά.
Κατά τις δραµατικές στιγµές της καταδίωξης των Ασιατών που είχαν τραπεί σε φυγή, η τριήρης του διοικητή των Αθηναίων Θεµιστοκλή βρέθηκε κοντά σε µια τριήρη των Αιγινιτών, την οποία κυβερνούσε ο γενναίος και ικανότατος Πολύκριτος.
Ο τελευταίος, αναγνωρίζοντας το πλοίο του Αθηναίου ναυάρχου (από σήµατα που ενδεχοµένως έφερε;), βρήκε την ευκαιρία να του φωνάξει: “Θεµιστοκλή, ποιος είπε ότι οι Αιγινίτες µηδίζουν;“.
Ο Ηρόδοτος κατέγραψε επίσης τη µαρτυρία του Αθηναίου εξόριστου ∆ίκαιου του Θεοκύδη, σύµφωνα µε την οποία, καθώς αυτός (ο ∆ίκαιος) µαζί µε τον Σπαρτιάτη ∆ηµάρατο επισκέπτονταν -λίγο πριν από τη µεγάλη
σύγκρουση- το Θριάσιο πεδίο, είδαν ένα περίεργο φαινόµενο. Μεγάλη σκόνη είχε σηκωθεί, όπως ακριβώς κατά την ποµπή προς την Ελευσίνα των 30.000 Αθηναίων που ακολουθούσαν την Ιερά οδό. Ταυτόχρονα, άκουσαν µυστηριώδεις φωνές, σαν αυτές που άκουγαν οι πιστοί όταν έκαναν επικλήσεις στον Ίακχο. Οι δύο Ελληνες εξόριστοι θορυβήθηκαν και συµφώνησαν να µην αναφέρουν τίποτα στον Πέρση βασιλιά, γιατί θεώρησαν πως τα σηµάδια αυτά προµήνυαν συµφορά των Ασιατών και νίκη των Ελλήνων στην προσεχή σύγκρουση. Το µεγάλο σύννεφο σκόνης, απ’ όπου ακουγόταν και η φωνή, υψώθηκε και κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο των Ελλήνων στη Σαλαµίνα. “Ετσι κατάλαβαν, λέει, αυτοί ότι το ναυτικό του Ξέρξη ήταν µοιραίο να καταστραφεί”. Την ίδια ιστορία παραδίδει και ο Πλούταρχος σχετικά διαφοροποιηµένη, καθώς προσθέτει ότι “άλλοι πάλι πίστευαν πως είδαν καθαρά φαντάσµατα και σκιές οπλισµένων ανδρών που έρχονταν µε τα χέρια απλωµένα από την Αίγινα κατά τη µεριά που ήταν τα ελληνικά καράβια.
Οι Αιακίδες έλεγαν πως ήταν οι οπλοφόροι, που τους είχαν καλέσει σε βοήθεια τους οι Έλληνες πριν από τη µάχη”. • Μετά την κοσµοϊστορικής σηµασίας σύγκρουση, κατά τους εορτασµούς της νίκης, οι Έλληνες αποφάσισαν να απονείµουν βραβεία (“αριστεία”) στην πόλη και στους άνδρες που διακρίθηκαν. Το πρώτο βραβείο µεταξύ των πόλεων έλαβε η Αίγινα. Άριστοι από τους κυβερνήτες αναδείχθηκαν ο Αθηναίος Αµεινίας µαζί µε τον Αιγινίτη Πολύκριτο.
Χαρακτηριστική ήταν η κατάληξη της διαδικασίας για την επιλογή του άριστου ηγέτη. Καθώς όλοι οι στρατηγοί ψήφισαν καθένας τον …εαυτό του, δεν αναδείχθηκε πρώτος νικητής. Επειδή όµως, ως δεύτερο ψήφισαν όλοι τον Θεµιστοκλή, εξελέγη αυτός ο καλύτερος, έστω και ως …δεύτερος!
Αυτό όµως που ο εγωισµός δεν άφηνε τους στρατιωτικούς ηγέτες να αναγνωρίσουν, το έκανε µε περισσή εκδηλωτικότητα ο απλός λαός.
Κατά τους Ολυµπιακούς αγώνες εκείνου του έτους (480 π.Χ.), που προφανώς διεξήχθησαν µε καθυστέρηση, όταν ο Θεµιστοκλής εισήλθε στο στάδιο όπου τελούντο τα αγωνίσµατα, σύσσωµοι οι θεατές “έπαψαν να ενδιαφέρονται για τους αθλητές και όλη την ηµέρα κοίταζαν εκείνον και τον έδειχναν στους ξένους και τον χειροκροτούσαν γεµάτοι θαυµασµό” (Πλούταρχος). Οµοίως, οι περήφανοι Σπαρτιάτες, αποδεικνύοντας ότι ήξεραν να αναγνωρίζουν τις αξίες, κάλεσαν τον Αθηναίο ηγέτη στην πόλη τους (κάτι που συνέβαινε εξαιρετικά σπάνια) για να προσφέρουν στον µεν Ευρυβιάδη το αριστείο της ανδρείας, στον δε Θεµιστοκλή το αριστείο της σοφίας, ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς! Επιπλέον, του δώρισαν το καλύτερο άρµα που είχε κατασκευάσει η πόλη τους (που ήταν γνωστή για την ποιότητα των σχετικών αρµάτων), και, κατά την αναχώρηση του, τον συνόδευσαν ως τα σύνορα της Λακωνικής οι 300 επίλεκτοι πολεµιστές τους (οι “ιππείς”). Κωνσταντίνος Παπαδηµητρίου ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΣΕΙΡΑ: ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΑΧΕΣ – Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Οπτικοακουστικό υλικό ΕΔΩ
ΠΗΓΕΣ:
Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – Τόμος Β’ Αθήνα, 1971
Σίμψα Μάριου, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων – Τόμος Α’ Αθήνα, 1982
Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Βιβλίο Τρίτο, Αθήνα, 1992
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΣΕΙΡΑ: ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΑΧΕΣ – Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ