Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΡΑΦΑΗΛ ΝΟΪΚΑ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ

 Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΚΑΙ Η

ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ

   

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΥΠΟ ΜΟΝ. Π. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΆΤΟΥ 2005

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ἡ Ὀρθοδοξία στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι

 

Τό παρόν βιβλίο εἶναι μαρτυρία ἑνός ὀρθοδόξου μοναχοῦ τῆς Δύσεως, πού ἔζησε στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στό  Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Εἶναι ὁ πατήρ Ραφαήλ Νόϊκα, γυιός τοῦ φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα, πού γεννήθηκε ὀρθόδοξος. Ὁ μοναχός αὐτός δίνει μαρτυρία γιά τήν ζωή καί τήν πίστι του.

Ὅταν τόν ἐκάλεσα στήν Ρουμανία, μαζί μέ τόν ἐλβετικῆς καταγωγῆς, προσήλυτο στήν ὀρθόδοξη πίστι, ἱερομόναχο π. Συμεών Μπρουσκουέϊλερ, εἶχα τήν σκέψι πρίν ἀπ᾿ ὅλα, τήν πνευματική ὠφέλεια, τήν ὁποίαν αὐτόί οἱ μοναχοί θά ἠμποροῦσαν νά δώσουν, μέσῳ τῆς μαρτυρίας τους, προπαντός στούς νέους μας, οἱ ὁποῖοι λαχταροῦν ὄχι, τόσο τήν θεωρία καί τήν θεολογική εὐρυμάθεια, ὅσο τά ζωντανά παραδείγματα, ἀπό τά ὁποῖα πηγάζουν λόγοι πολλῆς δυνάμεως, ἀναμφίβολα ἱκανοί νά κατεβάσουν τόν νοῦ στήν καρδιά γιά νά οἰκοδομηθῆ ὁ πραγματικός πιστός Χριστιανός. Γι᾿ αὐτό τό προσκύνημα τό ὁποῖον ἔκανα μαζί τους στήν Ρουμανία, εἶχα ὑπ᾿ ὄψιν μου, κατ᾿ ἀρχήν τούς τόπους στούς ὁποίους οἱ νέοι μας ζητοῦν νά πραγματοποιήσουν τά ὄνειρα τῆς ζωῆς τους, δηλαδή τά μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα, καθώς καί μερικά ἐκκλησιαστικά λύκεια καί  θεολογικά σεμινάρια.

Παντοῦ συνήντησα μία μεγάλη ἀνταπόκρισι καί μία βαθειά θρησκευτική δίψα, στήν ὁποία ὁ πατήρ Ραφαήλ καί ὁ π. Συμεών ἀπήντησαν μέ αὐθεν­τικότητα καί μέ τήν ἐμπειρία τους, σάν ὀρθόδοξοι μοναχοί, πού ἔζησαν στόν κόσμο τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος μαγεύει τούς ἀνθρώπους διά τοῦ πλούτου καί τοῦ πολιτισμοῦ του, ἀλλ᾿ ὅμως στό ἴδιο μέτρο ἀπογοητεύει αὐτόν πού τόν γνωρίζει ἀπό κοντά.

Ἡ χιονοστιβάδα τῶν ἐρωτήσεων, πού κατακλύσθηκαν οἱ φιλοξε­νούμενοί μας,  συνίστατο, ἐκτός ἀπό τό ἐνδιαφέρον τους γιά τήν Ὀρθο­δοξία καί ἡ ἐπιθυμία διαφωτίσεώς τους σχετικά μέ ἄλλες μορφές πνευματικότητος στήν σημερινή ἐποχή, μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989. Ἐπίσης ἐζήτησαν νά ἐνημερωθοῦν ἀναφορικά μέ τόν χωρισμό τῶν χριστιανῶν, πού εἶναι ἀκατανόητος στούς πολλούς καί στούς καλοπρο­αιρέτους, καθώς καί γιά τίς  ἄλλες θρησκευτικές ὁμολογίες.

Οἱ γραμμές αὐτές προσπαθοῦν νά φέρουν ἕνα μικρό φῶς σ᾿ αὐτές τίς ἀνησυχίες τῶν νέων μας, κάνοντας μία μικρή ἀναφορά τῆς ἐξελίξεως τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, μετά τόν χωρισμόν του, τό 1054. Ἔτσι ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε καί τόν ρόλο τόν ὁποῖον ἔπαιξε ἡ Ὀρθοδοξία, διά τῆς προσηλώσεώς της στήν Παράδοσι τῆς πρώτης χιλιετίας καί στήν ἰσορροπία τῆς θεολογίας της, τήν ὁποία ἠμπορεῖ νά ἔχη στήν ἐπανένωσι τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία μέχρι τό μεγάλο Σχίσμα τοῦ 1054, διετήρησε τήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική της ἑνότη­­τα, παρ᾿ ὅλες τίς σποραδικές ἐντάσεις, πού σημειώθηκαν καί ἀπό τίς δύο περιοχές Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Σ᾿ ὅλη αὐτή τήν περίοδο γεννήθηκε μέσα μας  ἡ ἐπιθυμία νά ὀνομάζεται τοῦ λοιποῦ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνειδητά ὡς Ὀρθοδοξία, λόγῳ τῆς καθολικότητός της, τῆς ἐσωτερικῆς της ὑπάρξεως καί τῆς δυνατῆς μαρτυρίας της στόν κόσμο.

Μόνο μετά τό Σχίσμα ἡ «Ἐκκλησία» τῆς Δύσεως ὀνομάζεται «Καθολική» (μέ τήν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητός της, τοῦ γεωγραφικοῦ πλάτους τῆς ἐξαπλώσεώς της. Ἡ πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως «καθολική» εἶναι ποιοτική καί σημαίνει τό πλήρωμα ἤ τήν ὁλοκλήρωσι τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ. Ἐνῶ στήν Ἀνατολή ἡ λέξις «Ὀρθοδοξία» (Ὀρθοδοξία στήν ἑλληνική γλῶσσα προέρχεται ἀπό δύο λέξεις: ὀρθός, δηλαδή δίκαιος, ἀληθινός καί δόξα, δηλαδή γνώμη, δοξασία, πίστις, ἀκόμη τιμή καί ἔπαινος. Ὁπότε, σημαίνει  ἀληθινή πίστις καί ἀληθινή τιμή τοῦ Θεοῦ).

Ἀλλ᾿ ἐπειδή εἶναι μία καί ἀδιαίρετη στήν ὕπαρξί της, καθ᾿ ὅσον καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἡ Κεφαλή της, εἶναι Ἕνας καί ἀδιαίρετος, ἡ Ἐκκλησία δέν διῃρέθηκε. Αὐτή συνέχισε καί συνεχίζει νά εἶναι ὁλόκληρη καί τέλεια στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διετήρησε, ὁλόκληρο καί καθαρό, τόν θησαυρό τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ Ὀρθοδοξία  ἔχει λοιπόν τήν συνείδησι τῆς ἀδιακόπου ἀποστολικῆς χάριτος στήν λατρεία, στήν Παράδοσι καί στήν διδασκαλία της. Ὁ τρόπος τόν ὁποῖον αὐτή κατανοεῖ καί ζῆ ἐν Χριστῷ καί διά Χριστοῦ, τόν Θεό τῶν Τριῶν Προσώπων, τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν δημιουργία σέ μία τέλεια ἑνότητα, χωρίς τήν παραμικρή σκιά πανθεϊσμοῦ (ὁ ὁποῖος συγχέει φύσι καί Θεό), τοῦ Πλατωνισμοῦ (μέ τήν ἀντίθεσί του ἀνάμεσα στό πνεῦμα καί τήν ὕλη) ἤ ἀπό τόν δεϊσμό (ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖ τήν ἰδέα σ᾿ ἕνα ἀπρόσωπο Θεό), αὐτός ὁ τρόπος ἀνταποκρίνεται στό πλήρωμα τῆς εὐαγγελικῆς καί πατερικῆς πνευματικότητος.

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ μεγαλύτερος πόλεμος τῆς Ἐκκλησίας στήν πρώτη χιλιετία δόθηκε γιά τήν προστασία τῆς καθαρότητος τῆς πίστεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔχοντας συνείδησι ὅτι μόνο ἡ πίστις συνιστᾶ τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ὅτι ἡ παραμικρή ἀλλαγή στήν πίστι ἠμπορεῖ νά ἐκθέση τήν χριστιανική ἐμπειρία τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, ὁ πατήρ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ (+1993), ὁ θεμελιωτής καί πνευματικός καθοδηγητής τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπό ὅπου προέρχεται ὁ ἱερομόναχος π. Ραφαήλ, ἦτο πολύ κατηγορηματικός.

Ὅσον ἀφορᾷ τήν Δυτική «Ἐκκλησία» αὐτή  ἐξελίχθηκε μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 σέ μία ἰδιωτική γραμμή, τήν ὁποία εἶχε χαράξει, πρίν ἀκόμη ἔλθη τό τραγικό αὐτό γεγονός τοῦ χωρισμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Χωρίς ἰσορροπία, τήν ὁποία ἔφερε μέχρι τότε ἡ χριστιανική Ἀνατολή, ἡ Καθολική «Ἐκκλησία» ἀποξενώθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν ὀργάνωσί της, στήν λατρεία καί στήν θεολογία ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς στενῆς ἐπικοινωνίας  μέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίσκοπό τους, πού κάθεται στόν θρόνο τοῦ Πέτρου (κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης (+258), αὐτή ἐξελίχθηκε σέ μία «Ἐκκλησία» θεσμική, πυραμιδοειδῆ, μέ ἐπικεφαλῆς τόν πάπα τῆς Ρώμης, πού θεωρεῖται «ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων». Ἡ καθολική θεολογία ἐξελίχθηκε καί αὐτή ἐπάνω στήν γραμμή ἑνός ὑπερβολικοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὁ ὁποῖος μεταβλήθηκε ἀπό θεολογία, σάν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐπιστημονική θεολογία καί ἀποξενώθηκε ἀπό τό εὐαγγελικό καί  τό πατερικό πνεῦμα. Ἀγνοώντας σέ μεγάλο βαθμό τούς Ἀνατολικούς Πατέρες, πού ἦσαν καί οἱ πρῶτοι δημιουργοί τῆς χριστιανικῆς θεολογίας τῆς πρώτης θεολογίας καί ἀφήνοντας ἐλεύθερη  ἐπάνω της τήν ἐπίδρασι τῆς φιλοσοφίας, ἰδιαίτερα τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ μεσαιωνική σχολαστική θεολογία ἐγλίστρησε ἀναπόφευκτα πρός τήν ἀντίληψι ἑνός Θεοῦ, ἀπομακρυσμένου ἀπό τόν κόσμο, καθαρά οὐσία, ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο·  ἀντίληψις ἡ ὁποία κατεύθυνε τόν οὐμανισμό τοῦ 16ου αἰῶνος,  ἐπιτήδεια μορφή τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά φθαρῆ ὁριστικά στόν βίαιο ἀθεϊσμό τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ αἰῶνος τοῦ διαφωτισμοῦ (19ος).

Ἡ ἴδια θεολογία, καθώς καί μερικές πρακτικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν Παπική «Ἐκκλησία» ὡδήγησαν στήν μεταρρύθμισι τοῦ Λουθήρου,, πού ἄρχισε ἀπό τόν 15ο αἰῶνα. Ἀλλά ἀκόμη μία φορά, ἡ ἔλλειψις τῆς ἰσορροπημένης ἀνατολικῆς πατερικῆς θεολογίας προκάλεσε τό γεγονός  ὥστε ἡ Μεταρρύθμισις μέ ὅλες τίς ὑψηλές της προθέσεις, νά μή πλησιάση τόν σκοπό, ἀλλά, ἀπεναντίας, νά προκαλέση-μέσῳ τῶν σπουδαιοτέρων βασικῶν προβιβασμῶν στήν ἀτομοκρατία: «μόνον ἡ πίστις», «μόνον ἡ Γραφή»...ἕνα ἐξευτελισμό τῆς θεολογίας, ἕνα πλῆθος θεολογικῶν παρερμηνειῶν, οἱ ὁποῖες ἀποκλειστικά ὡδήγησαν στήν ἐμφάνισι τόσων ὁμολογιῶν καί χριστιανικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.

Ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας συνεχίζει νά παραμένη ἀναλλοίωτη στήν πίστι, στήν λατρεία καί στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἠμποροῦμε νά λέγωμεν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054, δέν ὑπῆρχε καί δέν ἔχει προορισμό, ὁπότε ὁδηγεῖ καί ἡ ἴδια στήν τραγωδία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἐάν ἡ Δύσις ὑπέφερε μετά τό Σχίσμα, λόγῳ τῆς πνευματικῆς της διαιρέσεως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ὑπέφερε διά τό γεγονός ὅτι, χωρίς τήν βοήθεια τῆς Δύσεως, ἔπεσε εὐκολώτερα καί παραδόθηκε στούς τούρκους καί κατόπιν στόν κομμουνισμό.

Ἀλλά ἡ διαίρεσις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι μία ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία ὅλοι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά αἰσθάνωνται ὑπεύθυνοι. Κανείς Χριστιανός καί καμμιά Ἐκκλησία, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὀρθο­δοξίας, δέν ἠμπορεῖ νά δηλώνη ἀδιαφορία. Αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι εἴμεθα ἀναίσθητοι στήν προσευχή πρός τόν Σωτῆρα, πού εἶπε πρό τοῦ Πάθους Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν.17,21). Ὁ χωρισμός τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἕνα ἁμάρτημα ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ καί ταυτόχρονα, μία ἀρνητική μαρτυρία μπροστά στόν ἀντιχριστιανικό καί ἀθεϊστικό κόσμο, ἡ ὁποία θά διστάση νά ἀκολουθήση τόν Χριστό,  διότι ἀκριβῶς εἶναι σκανδαλισμένη ἀπό τά αἴτια τοῦ χωρισμοῦ. Ἀλλά τό σκάνδαλο τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Χριστιανῶν τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες δέν καταλαβαίνουν καί οὔτε ἠμποροῦν νά καταλάβουν τά πάντα σχετικά μέ τίς πάμπολλες ἐξηγήσεις τῶν θεολόγων.

Ἡ μεταφύτευσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Δύσι, μετά τά τραγικά γεγονότα στήν Ρωσσία, τό 1917, καί μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, φαίνονται στούς πολλούς σάν ἕνα προφανές γεγονός προσεγγίσεως τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων. Ὁ Θεός, σίγουρα ἐπέτρεψε γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἐγκαθίδρυσι τῶν κομμουνιστικῶν δικτατοριῶν στήν Ἀνατολή, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων χιλιάδες μετανάστες ἐξῆλθαν πρός τήν Δύσι καί τήν Ἀμερική, ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ρωσσία. Αὐτοί οἱ μετανάστες πρός τήν Δύσι ὠργανώθηκαν ἀπό ἀπόψεως θρησκείας σέ ὀρθόδοξες ἐπισκοπές καί ἐνορίες, μέ μοναστήρια καί θεολογικές σχολές, τά ὁποῖα ἀπέκτησαν γρήγορα μία παγκόσμια φήμη. Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία γίνεται γνωστή στήν Δύσι, μέσῳ τῆς Λειτουργίας, τῆς πνευματικότητος, τῆς θεολογίας της, ἡ ὁποία πολλούς ἐντυπωσιάζει καί τούς ἑλκύει στούς κόλπους της. Ἀλλά καί αὐτή ἐπωφελεῖται ἀπό τήν παράδοσι τῆς Δύσεως, καθώς καί ἀπό τήν διανοητική προσήλωσί της, γιά νά γνωρίζη καί νά προσδιορίζη καλλίτερα τά ἰδικά της θέματα καί  νά ἀξιοποιῆ περισσότερο τόν ἰδικόν της θησαυρό.

Ἡ Δύσις φανερώνει σήμερα τήν πνευματική παράδοσι τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, πού διατηρήθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ ἐπικοινωνία μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύσις ἐνδιαφέρεται γιά τούς Ἁγίους Πατέρες, τῶν ὁποίων τά συγγράμματα ἐκδίδει μέ κριτική στήν συλλογή: «Χριστιανικές Πηγές» (μέ 400 σελίδες ὁ τόμος), ἀπό τούς ὁποίους ἐπωφελοῦνται καί οἱ ὀρθόδοξοι· μετέφρασαν τήν φιλοκαλία σέ διάφορες γλῶσσες μεγάλης κυκλοφορίας καί διαποτίζονται σιγά-σιγά ἀπό τό πνεῦμα της, προπαντός μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ· ἀποκαλύπτεται ἡ ἀξία τῶν εἰκόνων καί εἰσάγονται στίς ἐκκλησίες τά τέμπλα, οἱ νηστεῖες, ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί ἄλλα.

Ἀλλά καί οἱ ὀρθόδοξοι, εὑρισκόμενοι σέ ἐπικοινωνία μέ τήν Δύσι, ἐμβαθύνουν περισσότερο στήν ἰδική τους Παράδοσι. Ἀντιλαμβάνονται  τήν «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» (Γεώργιος Φλωρόφσκυ), πού ἀσκεῖται ἐπάνω τους, μέσῳ τῶν σχολαστικῶν θεολόγων τοῦ Μεσαίωνος. Καί ἀπό τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισί τους οἱ πρῶτες θεολογικές Ἀκαδημίες τῆς Ἀνατολῆς (στό Κίεβο, ἱδρύθηκε ἀπό τόν μητροπολίτη Πέτρο Μοβίλα-18ος αἰῶνας) καί ἐπιχειρεῖται μία ἀναγένησις τῆς θεολογίας, διά τοῦ παραμερισμοῦ τῆς σχολαστικῆς πνευματικότητος, τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὁ ὁποῖος τήν μετέτρεψε σέ ἀφηρημένη ἐπιστήμη καί τήν ἐπαναφορά της στήν εὐαγγελική καί πατερική πνευματικότητα, στήν βιωματική θεολογία καί στήν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, μεγάλοι ρῶσσοι θεολόγοι ἀπό τίς θεολογικές σχολές τοῦ ἁγίου Σεργίου τῶν Παρισσίων καί τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Νέας Ὑόρκης εἶναι συγγραφεῖς τῆς ἀναγεννημένης συγχρόνου ὀρθοδόξου θεολογίας σ᾿ ὅλους τούς κλάδους της. Ἀναφέρω τούς πλέον διαπρεπεῖς: Εἶναι οἱ Βλαδίμηρος Λόσκυ καί π. Σέργιος Μπουλγκάγκωβ (δογματική), οἱ Παῦλος Εὐδοκίμωφ καί Κλήμης Ὀλιβιέρ-γάλλοι (Πατρολογία), οἱ π. Νικόλαος Ἀθανασίου καί π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν (Λειτουργική), ὁ π. Ἰωάννης Μέγεντωρφ (Ἐκκλησιαστική ἱστορία) καί ἄλλοι.

Τά συγράμματα αὐτῶν τῶν μεγάλων θεολόγων ἦσαν καί εἶναι περιζήτητα ὄχι μόνο στόν ὀρθόδοξο κόσμο, ἀλλά καί στόν καθολικό καί στόν προτεσταντικό. Αὐτά ἐνέπνευσαν τήν Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) στήν ἀνακάλυψι τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί στήν ἐπικοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πού συγκροτοῦν τήν Εὐχαριστία (Λειτουργία), ἡ ὁποία συγκεντρώνει ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἕνα τόπο μέ τόν Ἐπίσκοπό του, γύρω ἀπό τόν Χριστό καί παράλληλα στήν προαγωγή (ὅμως μόνο μερικῶς) τοῦ πνεύματος συνδιαλλαγῆς στήν Ἐκκλησία.

Οἱ ἴδιοι θεολόγοι ἔπαιξαν κι ἕνα μεγάλο ρόλο στήν οἰκουμενική κίνησι, ἰδιαίτερα στίς ἀρχές της, καθορίζοντες τά θέματα τῶν διαφόρων θεολογικῶν ὁμάδων γιά τήν ὑγιᾶ ἀναζήτησι τῆς χριστιανικῆς ἑνώσεως, διά τῆς ἐμβαθύνσεως στήν πίστι (αὐτό τό ὁποῖον γίνεται στό τμῆμα «Πίστις καί Ὀργάνωσις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν).

Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διά τῆς Λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητός της, πού εἶναι ἐκ φύσεως ἡσυχαστική, διά τῆς βαθειᾶς θεολογίας της καί τῆς ἐλλείψεως τοῦ ὁποιουδήποτε πνεύματος προση­λυτισμοῦ, ἠμπορεῖ νά ἱδρύση μία γέφυρα μεταξύ τῶν δύο κόσμων: Τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς. Ἠμπορεῖ ἀκόμη νά συμβάλη, περισσότερον στήν εἰρήνευσι καί στήν ἑνότητά τους.

 

Μητροπολίτης Γερμανίας καί Κεντρικῆς Εὐρώπης Σεραφείμ

τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας

 


ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

 

Ἡ ἔκδοσις αὐτοῦ τοῦ βιβλίου πιστεύουμε ὅτι εἶναι προφανής. Ὁ συναγωνισμός τῶν γεγονότων στά ὁποῖα θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια, ἡ χάρις αὐτῶν τῶν ζωντανῶν λόγων, πού προέρχονται ἀπό ἕναν  ἀσκητή τῆς Δύσεως, περιλαμβάνεται στίς σελίδες τοῦ παρόντος βιβλίου πού δίνει τώρα τούς καρπούς του σ᾿ αὐτούς πού θά σκύψουν μέ καλή διάθεσι καί ἐνδιαφέρον ἐπάνω σ᾿ αὐτές.

Τόν Μάϊο-Ἰούνιο τοῦ 1993 ὁ θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Φαγκαρᾶς καί βοηθός τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Σιμπίου κ. Σεραφείμ (νῦν μητροπολίτης Γερμανίας) ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκύνημα στά μεγαλύτερα πνευ­μα­τικά κέντρα τῆς Χώρας μας (Ρουμανίας) συνοδευόμενος σ᾿ αὐτή τήν πορεία γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως ἀπό δύο ὀρθοδόξους ἱερομονάχους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Ἀγγλίας. Εἶναι οἱ π. Ραφαήλ Νόϊκα, γυιός τοῦ ἀειμνήστου ρουμάνου φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα καί ὁ π. Συμεών Μπρουσκουέϊλερ, ἐλβετικῆς καταγωγῆς. Τό καθορισμένο δρομολόγιο δέν περιεῖχε καί τήν περιοχή τῆς κάτω Μολδαβίας. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι τό ξεπέρασε τό πρόβλημα αὐτό ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἡ ἐξιστόρησις, πού ἔγινε στήν ἐπισκοπική καθεδρική ἐκκλησία τοῦ Γαλατσίου Ρουμανίας ἀπό τόν θεοφιλέστατο Σεραφείμ.

«Προχθές (17ῃ Μαΐου 1993 τοῦ νέου ἡμ.) μαζί μέ τούς δύο ἀγαπητούς φιλοξενουμένους μας εὑρεθήκαμε στό μοναστήρι Νεάμτς, μέ σκοπό νά κατευθυνθοῦμε τήν δεύτερη ἡμέρα στό Ἰάσιο καί κατόπιν νά συνεχίσουμε τόν δρόμο μας πρός τίς πόλεις Μπρασώβ καί Βουκουρέστι, ὅπου μᾶς περίμεναν νέοι καί ἀπό ἐκεῖ οἱ δύο Πατέρες νά ἐπιστρέψουν στήν Ἀγγλία. Ἔλαβα ἕνα τηλεφώνημα ἀπό τόν ἐπίσκοπο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κάτω Δουνάβεως, θεοφιλέστατο κ. Κασσιανό, ὁ ὁποῖος μᾶς παρεκάλεσε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, νά ἀλλάξουμε τό πρόγραμμά μας καί νά μεταβοῦμε ὁπωσδήποτε καί στό Γαλάτσι. Χωρίς δισταγμό, δεχθήκαμε, ἀπαντῶντας καταφατικά στόν Ἐπίσκοπο: «Ναί, θεοφι­λέστατε, θά ἔλθουμε καί στό Γαλάτσι, διότι γνωρίζω ὅτι ἐκεῖ ἔχετε πολύ καλούς πιστούς καί ἰδιαίτερα νέους πού λαχταροῦν ν᾿ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τούς φιλοξενουμένους μας. Ὅπως τότε πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εὑρισκόμενος στήν πόλι Τρωάδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶδε σέ ὅραμα τήν νύκτα ἕνα ἄνδρα Μακεδόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔλεγε ν᾿ ἀφήση τόν δρόμο πού εἶχε ἀποφασίσει   καί νά περάση στήν Μακεδονία γιά νά τούς βοηθήση (Πράξ.16,8-10), ἔτσι κι ἐμεῖς ἀλλάξαμε τό πρόγραμμά μας καί ἐφθάσαμε ἐδῶ στό Γαλάτσι, γιά νά σᾶς βοηθήσουμε πνευματικά καί νά βοηθηθοῦμε καί ἐμεῖς ἀπό ἐσᾶς.

Ὁ θεοφιλέστατος Σεραφείμ μᾶς ἔδωσε μέ μεγαλοφροσύνη τήν εὐλογία του νά μαγνητοφωνἠσουμε ὅλες τίς διαλέξεις καί συζητήσεις τῶν δύο πατέρων, Ραφαήλ καί Συμεών, καθ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς παραμονῆς τους στήν Ρουμανία. Ὅταν κατόπιν τίς ἀκούσαμε μᾶς γεννήθηκε ἡ ἰδέα νά τίς ἀξιοποιήσουμε, ἔργο τό ὁποῖο ἐπιφορτισθήκαμε. Καί, πιστεύουμε, ὅτι ἡ προσφορά τους θά εἶναι μεγάλη, χάρις στόν πλοῦτο καί στό βάθος τῶν θεολογικῶν συζητήσεων, πού προσφέρθηκαν σ᾿ ἐμᾶς ἀπό τούς δύο Πατέρες.

Ἡ ἴδια ἐντύπωσις δημιουργήθηκε καί στόν διάλογο τῶν Πατέρων μαζί μέ  τούς  φοιτητές τό βράδυ ἐκεῖνο τῆς 19ης Μαΐου στήν καθεδρική ἐκκλησία καί στήν αἴθουσα τῆς σχολῆς μηχανουργικῆς τῆς πόλεως Γαλάτσι. Ἀναπτύχθηκαν θέματα πού ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν καλλιέργεια τοῦ πνεύματος. Ἀπό τότε μᾶς γεννήθηκε ἡ ἰδέα δημο­σιεύσεως ὅλων αὐτῶν τῶν  περιεκτικῶν ἀπαντήσεών τους σέ βιβλίο.

Ἔτσι, λοιπόν, ἄρχισε ἡ λεπτή καί κοπιώδης ἐργασία νά χαράξουμε στό χαρτί, μέ μία καθαρή καί ταξινομημένη  μορφή τό πλῆθος τῶν θεμάτων καί τῶν ἰδεῶν πού ἀριθμοῦσαν πάνω ἀπό 25 κασσέτες. Προσπαθήσαμε στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ νά προβοῦμε στήν τελειοποίησι τοῦ κειμένου. Τά θέματα τά ἐμπιστευθήκαμε σέ πιστούς συνεργάτες  γιά τήν μηχανο­γράφησί  τους, τά ὁποῖα καί ἔγιναν γρήγορα ἐντρύφημα τῶν Χριστιανῶν μας διά τῆς δημοσιεύσεώς τους στόν τοπικό τύπο. Ἡ ἀπήχησίς τους ἦτο παραπάνω ἀπό τήν προσδοκωμένη. Εὐχαριστοῦμεν τούς πρώτους ἀναγνῶστες μας, οἱ ὁποῖοι μέ τίς εὐμενεῖς κρίσεις τους καί τόν ἐνθουσιασμό τους, μέ τόν ὁποῖον ὑπεδέχθηκαν τά βιωματικά αὐτά κείμενα, μᾶς ἐνθαρρύνουν τώρα καί στήν ἐκτύπωσί τους σέ χιλιάδες  ἀντίτυπα πρός μεγαλύτερη πνευματική ὠφέλεια τοῦ εὐλογημένου ρουμανικοῦ μας λαοῦ.

 

π. Εὐγένιος Ντραγκόϊ

π. Νεῖλος Τσουγκούϊ

Ἡ ἀποδημία μου πρός τήν ἀλήθεια

 

Δέν ξέρω ἀπό  ποῦ ν᾿ ἀρχίσω, ἀλλά θά σᾶς εἰπῶ μερικά ἀπό τήν ζωή μου. Ἀπό τό σπίτι μου ἔλαβα κάποια χριστιανική διδασκαλία. Ἐπήγαινα κἄπου-κἄπου στήν ἐκκλησία, προπαντός τό Πάσχα, ἄναβα κεριά, κατόπιν ἐπέστρεφα στό σπίτι καί ἐτσουγκρίζαμε τ᾿ αὐγά.  Κάποια ἡμέρα, ὅταν ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅτι ὑπάρχει ὄχι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ Καθολική, ὑπάρχουν καί ἄλλες θρησκευτικές ὁμάδες, οἱ προτεσταντικές αἱρέσεις, ἐρώτησα τήν μητέρα μου γιατί ὑπάρχουν τόσες ἐκκλησίες στόν κόσμο. Πρέπει νά σᾶς εἰπῶ ὅτι ἡ μητέρα μου, ἦτο ἀγγλίδα, εἶχε βαπτισθῆ ἀγγλικανή. Ἔζησε 40 χρόνια στήν Ρουμανία.  Ἔψαλλε στόν ὀρθόδοξο χορό τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπου ἐκεῖ ἦτο ἱερεύς, ἕνας φίλος τῆς οἰκογενείας μας. Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος πολύ καλός, στόν ὁποῖον τώρα αἰσθάνομαι  πολύ ὑποχρεωμένος γιά τήν εὐεργετική ἐπίδρασι τῆς παρουσίας του στήν οἰκογένειά μου.

Παρότι ἡ μητέρα μου ἔζησε σέ χριστιανικό περιβάλλον, ἐν τούτοις δέν καταλάβαινε τήν βαθύτερη ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁπότε οὔτε κι ἐγώ εἶχα μία βαθειά χριστιανική ἀγωγή. Ὁ πατέρας της ἦτο ψάλτης σ᾿ ἕνα χορό ἀγγλικανικῆς «ἐκκλησίας» τοῦ Κοβέντρι, ἡ ὁποία βομβαρδίσθηκε στόν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο, ἀλλ᾿ ὅμως πολλοί ἄλλοι τῆς γενεᾶς του, ἔγιναν ἄθεοι. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἦτο καλός ἄνθρωπος καί ἀπέθανε μέ τήν Βίβλο στό χέρι. Ἔτσι οὔτε ἡ μητέρα μου εἶχε μία πνευματική ἀγωγή. Ὅμως καί ἡ μητέρα μου καί ὁ πατέρας μου μέ ἐδίδαξαν τόν σεβασμό πρός τά Ἅγια, καί γι᾿ αὐτό τό ἔργο τους τούς εἶμαι εὐγνώμων.

Κάποια ἡμέρα ἐρώτησα τήν μητέρα μου γιατί ὑπάρχουν πολ­λές­ ἐκκλησίες: Ὀρθόδοξη, Καθολική, Προτεσταντικές κλπ. καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τους; Καί ἡ μητέρα μου, μοῦ εἶπε, ἡ καημένη: «Παιδί μου, ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ἰδιαίτερα οἱ ὀρθόδοξοι καί οἱ  καθολικοί σκέπτονται ὅτι πρέπει νά ὑπηρετῆ ὁ κάθένας μας  τόν Θεό μέ ὅλη τήν μεγαλοπρέπεια πού ἐχάρισε στόν κόσμο. Νά λατρεύουν Αὐτόν ὁ Ὁποῖος τόν ἔπλασε, μέ τίς εἰκόνες, μέ τήν μουσική, μέ κάθε τι τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι ὡραῖο, τήν στιγμή πού οἱ προτεστάντες σκέπτονται ὅτι πρέπει ν᾿ ἀφήσης ὅλα αὐτά, διότι δέν εἶναι οὐσιαστικά καί νά ἐπικεντρώσης τό ἐνδιαφέρον σου στήν προσευχή, μέ μία ἁπλῆ μορφή, πού τήν ἀπογυμνώνουν ἀπό κάθε τί πού δέν εἶναι οὐσιαστικό»!

Πρέπει ἀκόμη νά σᾶς εἰπῶ ὅτι σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία πού εὑρίσκομαι τώρα, εἶχα μία κλίσι πρός τό ἁπλό, πρός τό οὐσιῶδες. Καί μέ ἐντυπωσίασε αὐτός ὁ λόγος τῆς μητέρας μου, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου παρέμεινα πάντοτε μέ κάποια συμπάθεια ἀπέναντι στόν προτεσταντισμό. Φθάνοντας στήν Ἀγγλία, ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ὀρθόδοξη ρουμανική ἐκκλησία. Ὑπῆρχαν μία ἤ δύο ρωσικές καί μερικές ἑλληνικές, ἀλλά δέν ἐσκεπτόμουν νά πάω ὁπουδήποτε, ἐφ᾿ ὅσον δέν καταλάβαινα τήν γλῶσσα. Ἐπήγαινα μέ τήν μητέρα μου πολλές φορές στήν ἀγγλικανική ἐκκλησία. Ἐκεῖ  κατα­λάβαινα τήν γλῶσσα, ἀλλά ἡ ἀτμόσφαιρα ἦτο πολύ πτωχή, πολύ κρύα κι ἀκόμη πληκτική. Δέν σέ τραβοῦσε καθόλου ἡ χαώδης ἐκκλησία, ἀλλ᾿ οὔτε σοῦ ἔδινε καμμία τροφή γιά τήν ψυχή. Ἡ ἀναζήτησίς μου πέρασε μέσα ἀπό πολλές κρίσεις. Ἰδού μία ἀπ᾿ αὐτές: Γιατί πρέπει νά πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία γιά νά προσευχώμεθα;  Δέν ἠμποροῦμε νά προσευχηθοῦμε στό σπίτι μας; Τήν ἐρώτησι αὐτή τήν κάνουν πολλοί, ἀκόμη καί σήμερα, ἀλλά τήν ἐπαναλάμβαναν πολλοί καί στήν γενεά μου καί εὕρισκαν τήν ἀπάντησι ὅτι εἶναι ἀρκετό νά προσευχώμεθα στό σπίτι. Ἔτσι περίπου ἄρχισα τίς ἀναζητήσεις μου. Δέν προσευχόμουν, ὅπως ἐμεῖς ὀνομάζουμε τό ἔργο τῆς προσευχῆς, ἀλλά εὑρισκόμουν συνεχῶς σέ ἀναζήτησι. Εἶχα μία συνάντησι καί  ἐπικοινωνία μέ ἕναν Βαπτιστή. Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ἀληθινά σπουδαῖος.

Πρέπει νά εἰπῶ ὅτι οἱ αἱρέσεις καί οἱ καθολικοί στήν Δύσι, δέν  εἶναι αὐτό πού ἐσεῖς γνωρίζετε ἐδῶ, διότι αὐτοί δέν εἶναι ἄνθρωποι πού ξεκολλοῦν εὔκολα ἀπό τήν πίστι τους, ὅπως συμβαίνει μέ πολλούς ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐκεῖ αὐτοί δέν γνωρίζουν κάτι ἄλλο. Ἔχουν μόνο αὐτό πού ἔλαβαν, μέ τόν τρόπο πού τό κληρονόμησαν ἀπό τούς ἄλλους. Καί, βέβαια αὐτό τό πνεῦμα δέν εἶναι καταδικαστέο, τό ὁποῖον ὑπάρχει καί σέ μία ὀρθόδοξη χώρα, ὅπου πολλοί ἀπεσκίρτησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἕνεκα διαφόρων λόγων·  καί ἔρχονται συνήθως ἀπό ἔξω, ὅπως γίνεται τώρα, καί ἐδῶ προσπαθοῦν νά ἁλιεύσουν στά ὀρθόδοξα νερά τά ψάρια τῆς Ἐκκλησίας.

Συμμετεῖχα σέ μία θρησκευτική ζωή, μέ τήν σκέψι, ὅτι εὑρῆκα στόν τύπο αὐτόν, τόν βαπτιστικό, ὅπως λεγόταν καί ἡ ἐκκλησία τους μία μορφή κεκαθαρμένη, πιό ἁπλοϊκή γιά τήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Παρέμεινα  ἐκεῖ ἕνα καί ἥμισυ χρόνο, μέχρις ὅτου ἔφθασα σέ πνευματικώτερες ἀναζητήσεις στήν Γαλλία, σέ μία μικρή ρουμανική ἐκκλησιαστική κοινότητα. (στήν Ἀγγλία ἤμουν μόνος· ἦσαν τότε μερικοί ρουμᾶνοι καί ἐβλεπόμασταν ἐνίοτε, ἀλλά ἀκόμη δέν ὑπῆρχε ὀρθόδοξη ρουμανική ἐκκλησία. Ὁ ἱερεύς εἶχε ἀναχωρήσει στήν Ἀμερική καί δέν εἶχε  ἀκόμη δημιουργηθῆ μεγάλη ρουμανική ἐνορία μεταναστῶν ἐκεῖ στήν δεκαετία τοῦ ᾿50).

Ἔτσι, στήν Γαλλία ἔμενα σ᾿ ἕνα ρουμανικό περιβάλλον, ὅπου συνέχιζα τίς ἀναζητήσεις μου, ἰδιαίτερα συζητήσεις μ᾿ ἕνα ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον εἶχα πλησιάσει πάρα πολύ γιά τήν ἁπλότητα, τήν ταπείνωσι καί γιά τά βαθειά  του βιώματα. Κι ἔτσι λοιπόν, μέσῳ τῶν συζητήσεων, μέσα ἀπό μιά σκληρή δοκιμασία, κατέληξα στόν Ἰησοῦ Χριστό. Σιγά-σιγά μέ «ἐτράβηξε» ἡ Θεοτόκος πίσω στήν Ἐκκλησία στήν ὁποία γεννήθηκα καί βαπτίσθηκα, μέ μία ἀποκάλυψι σάν αὐτή, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι μία Ἐκκλησία ἀνάμεσα στίς ἄλλες, ἀλλά εἶναι ἡ μόνη καθαρή καί ἁπλῆ, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Θεός διά τόν ἄνθρωπο. Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας ταιριάζει  στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπῆρε στήν ἱστορία τήν ὀνομασία τῆς ὀρθῆς δόξης (δοξασία)· ὄνομα πολύ ὡραῖο καί ὑποβλητικό, τό ὁποῖο μαρτυρεῖ, ἐάν θέλης, αὐτό πού ἀναζητοῦσαν οἱ ἀληθινοί Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δέν ζητοῦσαν τήν κοσμική δόξα, οὔτε τήν πιό σωστή φιλοσοφία, ἀλλά ζητοῦσαν ἕνα καί μοναδικό ἔργο: Νά παραμείνουν στήν ἀληθινή δόξα (δοξασία, πίστι), πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό·  Κι ἔτσι προσπάθησαν νά διατηρήσουν ἀναλλοίωτη τήν ἀντίληψι αὐτῆς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Γιά τήν θεραπεία αὐτῆς τῆς φύσεως, ἡ ὁποία πληγώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἦτο ἀνάγκη, ὅπως ὁ  Ἴδιος ὁ Θεός ἐνανθρωπίση καί νά γίνη ἀληθινός ἄνθρωπος, δηλαδή ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει σάρκα καί κόκκαλα, ἀλλά χωρίς ἁμαρτία, ἄνθρωπο χωρίς τό σκάνδαλο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ. Αὐτός ὁ Ἀδάμ ἦτο σέ θέσι, μέσῳ τοῦ θανάτου καί τοῦ ἄδου νά ὁλοκληρώση τήν πορεία, τήν ὁποία ὁ πρῶτος Ἀδάμ δέν ὁλοκλήρωσε.  Ἔτσι, ἀφοῦ ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα κατά τάς Γραφάς καί μετά 40 ἡμέρες ἀνελήφθη στούς οὐρανούς σάν ἄνθρωπος καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός, ἐτίμησε καί ἐδόξασε τήν ἀνθρώπινη φύσι. Καί τώρα, γιά πρώτη φορά μέσα στήν Δημιουργία, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτή εἶναι ἡ ἀντίληψις, τήν ὁποίαν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι καί τήν διετήρησαν οἱ Πατέρες μας, παραμένοντες στήν ἱστορία μέ τό ὄνομα ὀρθόδοξοι. Οἱ ἄλλοι (παπικοί)  ἤθελαν νά γίνουν παγκόσμιοι, οἱ ἄλλοι (προτεστάντες) διεμαρτυρήθησαν, ὁ καθένας μέ τήν φιλοσοφία τους καί τούς λογισμούς τους.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Καλός Θεός μ᾿ ἐλέησε-ἐνῶ θά ἔπρεπε νά στενοχω­ρηθῆ γιά τίς κακίες μου-ὅπως ἐλεήθηκε καί ὁ ἄσωτος γυιός ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος δέν τόν ἄφησε  «νά ἐπαναλαμβάνη τά λόγια τῆς μετανοίας μέχρι τό κεφάλι του», ἀλλά τόν ἐστόλισε μέ ὅλες τίς κληρονομικές στολές, κληρονομιές, τίς ὁποῖες εἶχε κλωτσήσει μέχρι τότε. Ἔτσι καί μένα μ᾿ ἐλέησε ὁ Θεός μ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη καί στοργή Του. Καί κάθε χρόνο, μοῦ ἐπεβεβαίωνε, ὅλο καί περισσότερο, ὄντας ἀκόμη στήν Δύσι, ὅπου εἴμασταν συγκεντρωμένοι καί καταδιωγμένοι  ἀπό «ὅλα τά ρεύματα τῶν ἀνέμων», πού ὑπάρχουν στήν γῆ, ἀπό τά πιό ἀθῶα πιθανῶς, μέχρι τά πιό δαιμονικά, σατανιστικά καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ζοῦσα ὅλο καί περισσότερο κάθε χρόνο τήν εὐχή καί τήν θεία Λειτουργία μας ἐκεῖ. Μᾶς ἐδίδαξε καί ὁ π. Σωφρόνιος1 νά μή φοβούμεθα κανέναν καί τίποτε. Δέν ἐκηρύτταμε μέ τήν παράνοια τοῦ προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ὅποιος ἤθελε μᾶς εὕρισκε, καθένας μέ τήν νοοτροπία του, μέ τήν ζωή καί μέ τίς πατρογονικές ρίζες του ἀπό τίς ὁποῖες ἐξερχόταν. Καί δόξα στόν Θεό, διότι εὕρισκε μαζί μας παρηγοριά καί κατανόησι, μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο πολύ σκοτεινό καί δυσκίνητο πνευματικά.

Ἐμεῖς στό μοναστήρι μας, τιμοῦμε πάρα  πολύ τίς σχέσεις μέ τίς ἄλλες ὀρθόδοξες  χῶρες καί τούς λαούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐνισχύουν στήν ζωή καί στίς δυσκολίες, τίς ὁποῖες ἔχουμε νά περάσουμε. Καί ἐγώ, ἐπειδή μέ γνωρίζετε μέ τ᾿ ὄνομά μου, θά σᾶς εἶμαι εὐγνώμων, ἐάν μέ μνημονεύετε ἐνίοτε στίς ἅγιες προσευχές σας.

 

Θά ἠθέλαμε νά ἀναφερθῆτε ἐκτενέστερα στίς διακυμάνσεις πού ἐδοκιμάσατε στήν ἀρχή καί στήν πνευματική ἐξέλιξι πού εἴχατε τελευταῖα.

 

Εἶχαν διαζευχθῆ οἱ γονεῖς μου, διότι ἡ μητέρα μου έπῆρε πάλι τήν ἀγγλική της ἐθνικότητα καί ἦτο ἐνδεχόμενο νά ἐπηγαίναμε στήν Δύσι. Οἱ γονεῖς ἤθελαν νά δώσουν σ᾿ ἐμᾶς (ἔχω καί μία ἀδελφή) ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία μία ἐλεύθερη ἀγωγή, παρά νά μᾶς ἀνακοινώσουν ὅτι θά μείνουν ἤ ὄχι στήν χώρα μας. Τό ἔτος 1955 ἀνεχώρησα στήν Δύσι μέ τήν ἐλπίδα τῆς καλλίτερης ζωῆς, τήν ὁποία εὕρισκα πολλές φορές καί σέ ἄλλους, πού ἤρχοντο ἀπό τίς χῶρες τους ἐκεῖ. Καί ὅλοι σχεδόν ἐπέρασαν, μέσα ἀπό πολλές δυσκολίες καί ἀπογοητεύσεις.

Ἤμουν παιδί καί χωρίς μεγάλη πνευματική ἀγωγή. Συνέχεα τήν ἐλευθερία, ἔτσι ὅπως τήν κατανοοῦμε ἐμεῖς σήμερα-δηλαδή τήν ἐλευθερία τῆς ἐκφράσεως, τήν δυνατότητα νά κάνης ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι σοῦ ἀρέσει-μέ τήν ἐν πνεύματι ἐλευθερία, τήν προσευχή καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἀλλά, ἀφ᾿ ὅτου ἤμουν μικρό παιδί, ἦτο κάτι σέ μένα τό ὁποῖο μέ τραβοῦσε πρός τά πνευματικά καί πιστεύω ὅτι-- μόνο ὁ Θεός γνωρίζει ἀπό ποῦ ν᾿ ἀρχίσω νά ὁμιλῶ-ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μου ἔχει σχέσι μέ μία στιγμή τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, τήν ὁποία καί ἐνθυμοῦμαι. Δέν γνωρίζω πῶς ἄρχισε, ἀλλά κρατῶ στήν μνήμη μου ὅτι εἶχε κάποια δεδομένη στιγμή τό αἴσθημα τοῦ θανάτου, ἕνα αἴσθημα ἀμυδρό, σκιῶδες. Κάποιος μοῦ εἶχε ὁμιλήσει γι᾿ αὐτό, ἴσως ἡ μητέρα μου καί ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἶχα μία ἀπέχθεια πρός τόν θάνατο, ὅπως ἄλλωστε ἔχουμε ὅλοι. Καί  ἀναρωτήθηκα: «Ἐάν γεννώμεθα, γιατί πρέπει νά πεθαίνουμε; ἤ, μή ἔχοντας ἐπαρκῆ πνευματική ἀγωγή, δέν ἐγνώριζα τότε (τό ἔργο αὐτό τό ἔμαθα κατόπιν) ὅτι δέν ἔφτιαξε ὁ Θεός τόν θάνατο καί ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἀρρώστεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου. Καί προσπαθοῦσα κι ἐγώ νά παρηγορηθῶ, ἔτσι ὅπως ἔκαναν καί οἱ φίλοι μου, ὅτι τά πάντα πεθαίνουν, ὅτι ἔτσι εἶναι δημιουργημένος ὁ κόσμος, ὅπως καί τά ζῶα, καί τά φροῦτα καί τά ἄνθη· ὅλα ἔχουν ἕνα τέλος, ἔτσι, γιατί νά μήν ἔχω κι ἐγώ;

Ἀλλά ὁ θάνατος δέν ἦτο μόνον ἕνα εἶδος ἐφιάλτου στήν ζωή μου· χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνομαι τότε, ἤμουν σ᾿ ἕνα δρόμο πνευματικῆς ἀναζητήσεως· ὑπάρχει κάτι στήν ψυχή, τό ὁποῖον δέν ἠμπορῶ νά  τό δια­τυ­πώσω τώρα, τό ὁποῖον φυσικά δέν τό εἶχα ἐπιτύχει ποτέ: ἦτο μία αἴσθησις πού μέ ὠδηγοῦσε στήν ἄτοπο ἀπαγωγή. Ὁ θάνατος ἦτο κάτι τό τελείως παράλογο στήν ζωή. Ἡ ἐρώτησις, τήν ὁποία ἠμποροῦσα νά διατυπώσω τότε στήν ἡλικία τῶν 6-7 ἐτῶν (ἴσως καί ἐνωρίτερα, δέν ἐνθυμοῦμαι), ἦτο: «Ἐάν τό πᾶν τελειώνη μέ τόν θάνατο, τότε ἡ ζωή μου ἔχει κάποιο νόημα;» Ἀλλά ἐπειδή, εἴτε γιά καλό εἴτε γιά κακό, ἐπίστευα στόν Θεό, ὁπότε καί στήν αἰωνιότητα, ἤλπιζα δυνατά ὅτι εἶναι ἀληθινή αὐτή ἡ αἰωνιότης. Μοῦ φαινόταν ἀδύνατη καί ἀληθινά χωρίς νόημα ἡ πραγματικότης τοῦ θανάτου,. Ἐάν πραγματικά ὑπάρχη ἕνας Θεός καί ἡ ζωή ἐπιστρέφει στόν θάνατο, τότε ὁ θάνατος πρέπει νά κρύβη κάτι, ἴσως ἀκριβῶς τήν ἔννοια τῆς ζωῆς.

Ὅταν ἔχης ἕνα πρόβλημα καί δέν ἠμπορεῖς νά εὕρης τό ἀποτέλεσμα, ἐρωτᾶς δεξιά-ἀριστερά καί οἱ ἐρωτήσεις σου ἐνίοτε δέν ἔχουν τίποτε νά κάνουν μ᾿ αὐτό τό πρόβλημα. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἤμουν 7 ἐτῶν καί θά ἐπήγαινα στό σχολεῖο, ἐρωτοῦσα: «Γιατί πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος στό σχολεῖο;» Αἰσθανόμουν ὅτι ἦτο χαμένος χρόνος, μία χαμένη παιδική ἡλικία, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν μέ ἱκανοποιοῦσε ἡ ἀπάντησι σ᾿ αὐτό πού ἐγώ ζητοῦσα. Κανείς δέν ἤξερε νά μοῦ ἀπαντήση, διότι δέν καταλάβαινε κανείς τί ἦτο μέσα στήν καρδιά μου. Γιά μένα ἡ ἐρώτησίς μου θά ἠμποροῦσε νά μεταφερθῆ ἔτσι:  Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς καί τί προσφέρει τό σχολεῖο, ἡ διδασκαλία σ᾿ αὐτή τήν ἔννοια τῆς ζωῆς;

Μοῦ ἔλεγαν ὅτι μοῦ χρειάζεται μία βάσις, μία καλλιέργεια καί δέν  ἠμποροῦσα νά ξέρω ποιά ἔργα εἶναι πειστικά. Αἰσθανόμουν, ἀλλά δέν ἐγνώριζα πῶς νά ὑποστηρίξω στήν ἡλικία τῶν 7--8 ἤ 10 ἐτῶν ὅτι ἡ ἀπάντησις σ᾿ ὅλη αὐτή τήν ταραχή μου ἦτο ὁ Θεός. Καί μέ ἐπέρασε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μου, μέσῳ παντός εἴδους περιπλανήσεων μέχρι νά φθάσω, ὅπως βλέπετε, στήν καλογερική ζωή. Πότε μοῦ ἀπεκαλύφθηκε αὐτή ἡ ὁδός-μοναχική-τό αἰσθάνθηκα πράγματι, σάν μία ἀναζήτησι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία.

Στά χρόνια ἐκεῖνα πού περιπλανήθηκα καί  ἄρχισα νά πιστεύω, δέν εἶχα συνείδησι τί εἶναι αὐτό πού λέγεται Ἐκκλησία. Δέν καταλάβαινα γιατί ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες. Ἐπίστευα, πολύ ἤ ὀλίγο ὅτι ὅλες εἶναι σωστές καί μέχρις ἑνός σημεῖο ἦτο αὐτό μία ἀλήθεια. Ὅμως τό χαρακτηριστικό πρᾶγμα, τό ὁποῖον δέν κατανοοῦσα, ἦτο ἡ Κοινωνία, ἡ Θεία Μετάληψις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπίστευα ὅτι εἶναι ἕνα σύμβολο, καί, ἐάν εἶναι σύμβολο-θαυμαστό ἤ ὄχι-τό ψωμί σάν σῶμα καί τό κρασί σάν αἷμα, ἤμουν ἕτοιμος (ἴσως νά ἐκοινώνησα καί σέ ἄλλες «ἐκκλησίες δέν ἐνθυμοῦμαι) νά κοινωνήσω καί σέ ἄλλες «ἐκκλησίες» καί, ἐάν ὁ Κύριος εἶπε νά κάνουμε ἔτσι, ἐγώ ἔκανα ἔτσι. Ἀλλά δέν καταλάβαινα τό γιατί. Μέ ἄφησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἐπέρασα μέσα ἀπό τόν προτεσταντισμό, καί σάν καλός προτεστάντης, ἄρχισα νά διαβάζω τήν Ἁγία Γραφή. Καί, στήν Γραφή ἐσκόνταψα ἀκριβῶς στό κεφάλαιο ἕξι (6) τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πολύ καθαρά καί ἀνοικτά γιά τήν Θεία Κοινωνία. Αὐτός ὁμιλεῖ ἐκεῖ γιά τό Σῶμα Του, λέγοντας ὅτι, ὅποιος δέν φάγη τό Σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καί δέν πιεῖ τό Αἷμα Του, δέν ἔχει ζωή ἐπάνω του (Πρβλ .Ἰω­άν.6,53) . Κι ἐγώ προσπάθησα νά καταλάβω τί σημαίνει αὐτό, γιατί ὁμιλεῖ ἔτσι τόσο συγκεκριμένα; Ὅμως παρηγορήθηκα ἀμέσως λίγο, διότι καί οἱ Ἀπόστολοι σκανδαλίσθηκαν ἀπό αὐτό τόν δυσνόητο λόγο, διότι μερικοί Τόν ἐγκατέλειψαν λέγοντας: «Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (6,60). Καί ὁ Κύριος ἐστράφη πρός τούς 12 μαθητάς καί τούς ἐρώτησε; «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τοῦ ἀπήντησε: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (6,68) . Κι ἐγώ «γατζώθηκα» μέ τά νύχια καί τά δόντια ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἀπ. Πέτρου καί ἔμεινα, ὅπως λέγομεν, ἀσκανδάλιστος. Ἔτσι ἐπερίμενα μέχρις ὅτου ὁ Κύριος μοῦ ἔδειξε τόν δρόμο.

Μέσα ἀπό μιά μακρά διήγησι, μέ πολλές ἀμφιβολίες, τίς ὁποῖες βλέπω τώρα μέ πολύ ἐνδιαφέρον (τότε μέ πολύ πόνο καί δυσκολίες-ὅπως λέγεται-μέ βαθειά ἀνησυχία καί ταραχή, τά ὁποῖα ἐπέρασα) μοῦ ἔδειξε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέχρι τέλους τί σημαίνει Κοινωνία. Καί ἰδού πῶς:

Ἀφ᾿ ὅτου ἤμουν ἀκόμη προτεστάντης, παρεκάλεσα ἕνα Ὀρθόδοξο νά μοῦ εἰπῆ γιατί οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δείχνουν τόση εὐλάβεια στούς ἱερεῖς τους, ὥστε νά τούς φιλοῦν ἀκόμη καί τό χέρι. Καί, αὐτός πολύ ταπεινός καί πρᾶος., μοῦ εἶπε:

-Ἀδελφέ μου, δέν ξέρω· ἐγώ φιλῶ τό χέρι, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά μοῦ δώση ἐκεῖνο πού δέν ἠμπορεῖ ἄλλος νά μοῦ τό δώση, ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα.

-Κι ἐγώ τόν ἐρώτησα: Τί εἶναι αὐτό; Τί ἠμπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά σοῦ δώση, ὄντας καί ἐσύ ἄνθρωπος ὅμοιος μ᾿ αὐτόν, πού δέν ἠμπορεῖς νά τό ἔχης;

-Καί μοῦ ἀπήντησε μέ τήν ἴδια πραότητα καί ταπείνωσι: Τό Πάντιμο καί Πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Καί τότε μοῦ ἔδωσε νά καταλάβω μέ μία φορά, τί ἦτο ἡ λέξις πού ὠνομάζαμε ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία «Μυστήριο» καί γιά πρώτη φορά κατάλαβα πλέον συγκεκριμένα καί συνειδητά, τί σημαίνει Μυστήριο. Καί ἐγώ ἐπίστευα στό Μυστήριο. Ὅλα τά μυστήρια στήν ζωή αὐτή, μέχρι καί τό τῆς δημιουργίας, μέχρι, ἠμπορῶ ἀκόμη νά εἰπῶ,  καί τό τῆς πληρο­φορικῆς, τῆς σημερινῆς ἐποχῆς ( κι ἐγώ στό μοναστήρι, ἐργάσθηκα καί μέ τόν ὑπολογιστή καί εὑρῆκα ἐκεῖ αὐτό τό μεγάλο «μυστήριο» πού ἀπεκα­λύφθηκε στόν ἄνθρωπο). Ἀλλά, προφανῶς, τότε ὁ λόγος ἦτο γιά τό Πνεῦμα καί γιά τόν Θεό, γιά τήν αἰωνιότητα. Αὐτά εἶναι Μυστήρια ἑνός ἄλλου ἐπιπέδου.

Συνεπῶς, γιά νά συνδέσω, ὅσα ἔλεγα προηγουμένως, ἐζήτησα ἐκεῖνον τόν Χριστιανό, μέσῳ τοῦ ὁποίου μέ τραυμάτισε στήν ψυχή ὁ Κύριος τῆς δόξης Χριστός μέ «πάσσαλο στό κεφάλι», νά συνομιλήση μέ ἱερέα γιά νά ἐξομολογηθῶ καί νά μέ κοινωνήση καί ἀπό τότε ἔμεινα γιά πάντα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἐκεῖ τότε συνέβη ἕνα γεγονός, τό ὁποῖον ἴσως νά εἶναι τό πιό σπουδαῖο τῆς ζωῆς μου. Στίς κρίσεις μου ἐπάνω, ἐπιζητοῦσα ἐπί πλέον νά καταλάβω γιατί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι πιό ἀληθινή ἀπό τόν προτεσταντισμό, στόν ὁποῖον ἐπίστευα μέχρι τότε καί τόν ἐθεωροῦσα σάν τήν καθαρώτερη μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐνῶ μέχρι τότε ἡ Ὀρθοδοξία μοῦ φαινόταν ἀποκλεισμένη στά δικά της γνωρίσματα, μέ τίς εἰκόνες, τόν διάκοσμό της, τούς ὡραίους ὕμνους της, τίς τελετές καί τά τυπικά της. Ἐγώ ἐπίστευα ὅτι ὁ προτεσταντισμός ἦτο ἕνας οὐσιαστικός  χριστιανισμός καί, παρατη­ροῦσα, ὅτι μέ ἐνδιέφερε πάντοτε ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων. Πιστεύοντας χωρίς ἀμφιβολία αὐτά, ἐνεθάρρυνα πάντοτε καί τούς ἄλλους νέους, μέ τούς ὁποίους συνωμιλοῦσα, ὅτι πρέπει νά κατανοοῦν τά πράγματα στό βάθος τους καί ὄχι περιφερειακά.

Ἀναζητοῦσα ἀχόρταγα τήν ἀληθινή ζωή, σ᾿ ὅλες τίς κατευθύνσεις τῆς ζωῆς μας, μέσα δηλαδή ἀπό τήν κουλτούρα, ἀπό τά πνευματικά μας ταξίδια, ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί μέσα ἀπό τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τελικά τόν ἀληθινό προορισμό του. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι  ἀλήθεια καί γι᾿ αὐτό, αὐτό τό ὁποῖο ὁ Κύριος δέν μᾶς τό ἔδωσε σάν ἐντολή, ἐμεῖς τό ὀνομάζουμε ἁμαρτία, ὄχι μέ τήν ἠθική ἔννοια, ἀλλά μέ τήν ὀντολογική, τήν ἔννοια τῆς φύσεως. Ἀκόμη κι ὅταν ἐμεῖς δέν κατανοοῦμε πλήρως τίς ἐντολές, ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀπεκάλυψε αὐτό πού Ἐκεῖνος γνωρίζει καλλίτερα, ὅ,τι μᾶς χρειάζεται, διότι Αὐτός μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀπεκάλυψε διά τοῦ λόγου Του, ποιοί εἶναι οἱ πόθοι μας καί ποῦ θά εὕρωμεν τήν τροφή πού ἀναζητοῦμε μέ τόση ἐπιθυμία, δηλαδή τήν αἰώνια ζωή.

Καί σέ λίγο χρόνο, μετά τήν ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία, μοῦ ἦλθε ἡ κλίσις γιά τήν καλογερική ζωή, τήν ὁποία αἰσθάνθηκα σάν μία ἀπάντησι στήν ἐρώτησι πού εἶχα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Μέ τόν καιρό κατάλαβα ὅτι ὁ θάνατος περιέχει τήν ἔννοια τῆς ζωῆς καί βλέπω ὅτι ἡ ὕπαρξίς μας ἐδῶ στήν γῆ, δέν εἶναι παρά ἡ δεύτερη θητεία τῆς διαμονῆς μας στήν ἀνυπαρξία, ἀπ᾿ ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Θεός στήν αἰωνιότητα.

Ἡ πρώτη θητεία ἦτο ἡ ζωή μας στήν κοιλία τῆς μητέρας μας. Ἦτο μία κυοφορία «μηχανική», ὅπου δημιουργεῖται τό σῶμα τοῦ νέου ἀνθρώπου, γιά νά ἠμπορῆ νά ζήση στήν γῆ, τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτή τήν ἐπίγεια ὕπαρξί μας διερχόμεθα τήν δεύτερη κυοφορία μας· πεθαίνουμε γιά νά γεννηθοῦμε ἐδῶ, πεθαίνουμε κατά τήν προηγούμενη ζωή μας, στήν κοιλία τῆς μητέρας μας καί τώρα ἀρχίζουμε, μετά τήν γέννησί μας τήν δεύτερη κυοφορία μας, ὅπου διαγράφεται ἡ προσωπικότητά μας, ὁ διάλογός μας μέ τόν Θεό. Ἀπό τώρα, ὁ Θεός δέν κάνει πλέον τίποτε στήν ζωή μας, παρά μόνο ἐάν  Τόν ἀφήσουμε, ἐάν εἰποῦμε: «Ἀμήν» στόν λόγο Του. Ἐάν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτόν. Μέ ὅλους τούς τρόπους τούς ὁποίους μᾶς ἔδωσε στήν ἱστορία, ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ. Μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά Τόν ἐμπιστευώμεθα, μᾶς δείχνει τί ἠμπορεῖ καί τί θέλει νά κάνη μέ ἐμᾶς· καί, μέσῳ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου, μεταξύ τῆς ψυχῆς μας καί τοῦ Θεοῦ, ὁ Οὐράνιος Πατήρ συνεχίζει τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τήν στιγμή αὐτή, μέ τήν ἄδεια τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε δέν κάνει, χωρίς τήν ἄδειά μας (εἶναι πολύ σπουδαία ἐδῶ ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου)· ὁ Θεός μᾶς καλεῖ, μέσῳ τῆς ἐλευθερίας μας καί μᾶς διδάσκει στήν ζωή αὐτή ὅτι κι αὐτή εἶναι μία «κυοφορία» γιά τήν ζωή πού θά ἔλθη, δηλαδή τήν αἰώνια ζωή. Στήν κοιλία τῆς μητέρας μας ἐσχηματίζοντο τά μέλη, ἀπό τά ὁποῖα δέν ἔχουμε ἀνάγκη στήν ἄλλη ἐκεῖ ζωή. Διότι τί ζητοῦν ἐκεῖ τά χέρια καί τά πόδια;  Τί ἔχουμε νά κάνουμε μέ τήν μύτη, τά μάτια ἤ τό στόμα μας; Αὐτά χρειά­ζονται βεβαίως γιά τήν ζωή πού ἔρχεται μετά τήν γέννησί μας ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας μας.

Πολλοί μεταξύ τῶν διανοουμένων μας σκανδαλίζονται καί δέν πιστεύουν στήν προσευχή, δέν πιστεύουν στήν πνευματική ζωή κι αὐτά τούς φαίνονται φυσιολογικά. Ὅταν ἡ διάνοια παραμένει στά ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά ἰδῆ τά πνευματικά ἔργα, ἐπειδή αὐτά εἶναι τά μέλη τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία θά ἔλθη. Πρός διάκρισιν ὅμως ἀπό τήν ἐξωτερική κατάστασι τῆς γεννήσεως, ὁ Θεός δέν μᾶς σχηματίζει τά «μέλη» αὐτά, παρά μόνο μέ τήν ἄδεια τῆς θελήσεώς μας, πού ἐκφράζεται ἐλεύθερα διά τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία ἐνισχύει στήν ζωή μας ὁ Θεός γιά νά ζοῦμε καί νά ἐργαζώμεθα δι᾿ αὐτῆς. Λέγουν ὅτι ὁ Θεός τήν καλλιεργεῖ σ᾿ ἐμᾶς, περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐμεῖς. Ὁπότε, ἀπαντώντας, μέσῳ τῆς ἐλευθερίας μας, σάν διαιτητές στόν Θεό, Τοῦ δίνουμε τήν δυνατότητα νά συνεχίση σ᾿ ἐμᾶς τήν δημιουργία Του· ὁ Θεός μᾶς διδάσκει στήν ζωή αὐτή ν᾿ ἀρχίσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά κόψουμε τόν ὀμφάλιο λῶρο ἀνάμεσά μας καί ἀπό τήν κοιλιά αὐτῆς τῆς δημιουργίας. Καί ἐδῶ ἀρχίζει, στήν ἁμαρτωλή κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πόνος καί ἡ τραγικότης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία πρέπει νά φαίνεται σάν  προοπτική τῆς αἰωνίου ζωῆς. Καί, ὅπως τό βρέφος, στήν κοιλία τῆς μητέρας του, δέν ξέρει τίποτε, ἀλλά ἀφήνει τήν ὕπαρξί του νά κάνει αὐτό πού ξέρει αὐτή μ᾿ αὐτό (βρέφος) ἔτσι  κι ἐμεῖς, στήν κοιλία ὄντες αὐτῆς τῆς ζωῆς, νά ἐμπιστευώμεθα τά πάντα  στόν Θεό.

Ἐπιβάλλεται ἀκόμη, νά συνεργαζώμεθα, διά τῆς προσευχῆς καί τῆς συμμετοχῆς μας στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα εἶναι ἐνέργειες τῆς ζωῆς πού θά ἔλθη. Ἀρχίζοντας ἀπό τό Βάπτισμα, γιά τό ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι εἶναι σάν τόν θάνατο ἐν Χριστῷ (Ρωμ.6,3-6) κατεβαίνουμε στόν θάνατο, στό νερό τοῦ βαπτίσματος καί ἐξερχόμεθα ἀπ᾿ αὐτό ἀναγεννημένοι σέ μιά νέα ζωή ἐν Χριστῷ· μέ τίς ἀσκητικές προσπάθειες τῆς ζωῆς μας, διδασκόμεθα λίγο-λίγο νά ἀπομακρυνώμεθα, νά ἀποσπώμεθα, κατά τό μέτρο πού μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀπό τά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά γευώμεθα κάτι ἀπό τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή  ἀπό τό τρίτο καί τελευταῖο στάδιο. Θά ἀποθάνουμε στό τέλος σωματικά, θά ἀποθάνουμε ὁριστικά στήν ζωή αὐτή γιά νά ἠμποροῦμε νά γεννηθοῦμε ὁριστικά στήν ζωή πού θά ἀκολουθήση κατόπιν.


 

Πάτερ Ραφαήλ, ποιά ἦτο ἡ μεγαλύτερη κρίσις πού

ἐπεράσατε;

Σκέπτομαι πολύ καί δέν εὑρῆκα ἀκόμη μία πλήρη ἀπάντησι. Τί νά σᾶς εἰπῶ τώρα; Δέν εἶναι μία μαθηματική ἀπάντησι. Κάθε κρίσις, ὅταν ἔρχεται, εἶναι καί ἡ δυνατώτερη. Ἐνθυμοῦμαι τώρα τόν λόγο τοῦ Γέροντός μου, π. Σωφρονίου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας εἶναι μία ἀνάβασις στόν Γολγοθᾶ. Διότι, σέ κάθε βῆμα καταβάλλεις μία προσπάθεια νά ἀνέβης πιό ψηλά, μέ τίς ἴδιες δυσκολίες, στίς ὁποῖες σοῦ προστίθεται, ὅπως λέγω ἐγώ, καί περισσότερος κόπος.

Κάθε κρίσις πού ἔρχεται στόν ἄνθρωπο γιά πρώτη φορά, ἀρχίζω νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅτι ἦτο στ᾿ ἀλήθεια μία συνέχισις τοῦ δρόμου. Πολύ σπουδαῖο εἶναι τό γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχει κρίσις πού νά μήν ἔρχεται μέ πλούτη (πνευματικά). Καί εὐχαριστῶ αὐτόν πού μοῦ ἔκανε αὐτή τήν ἐρώτησι, ἐπειδή ἀκριβῶς μέ βοήθησε νά συνειδητοποιήσω αὐτόν τόν πλουτισμό. Κάθε τι πού εἶναι πόνος σ᾿ αὐτή τήν ζωή, δέν εἶναι παρά μία γέννησις, ἀρχίζοντας κιόλας ἀπό τήν πρώτη κατάρα, τήν ὁποία ὑπέφερε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσι. Ὁ Θεός εἶπε στήν Εὔα ὅτι μέ πόνους θά γεννᾶς τά παιδιά σου (Γεν.3,16) . Καί παρετήρησα-καί τώρα ὅλο καί περισσότερο γίνεται καθαρώτερο μέσα μου-ὄχι μόνον μέ πόνους νά γεν­νοῦν τέκνα, ἀλλά ὅτι κάθε πόνος εἶναι καί μία γέννησις τοῦ παιδιοῦ καί ἐκεῖνο τό παιδί εἶσαι ἐσύ, τό ὁποῖον ὑποφέρεις τόν πόνο, ὅταν περνᾶς κάποια κρίσι. Ἔτσι, ἕνας καθηγητής τῆς θεολογίας στό Παρίσι ἐξηγεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ λέξις αὐτή εἶναι ἑλληνική καί σημαίνει κρίσις, δοκιμασία, ἀμφιβολία, ἐπίκρισις, δίκη. Στήν κρίσι, ὁ Θεός κρίνει τήν ζωή μου. Συνεπῶς-, κρίσις εἶναι μία δίκη τήν ὁποία κάνει ὁ Θεός ἐνώπιόν μου καί ἐνώπιον ἑνός ἔθνους (ὁ καθηγητής ἐκεῖνος ὡμιλοῦσε γιά τίς κρίσεις καί περιπλανήσεις, τίς ὁποῖες ἐπέρασε ὁ ἰσραηλιτικός λαός στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τίς αἰχμαλωσίες του ἀπό ἄλλους λαούς κλπ), διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός μέ προσκαλεῖ νά κρίνω καί ἐγώ τήν ζωή μου. Μέσῳ τῆς κρίσεως, ἡ σκέψις τοῦ Θεοῦ εἶναι νά βλέπω ἐγώ στήν ζωή μου τί εἶναι ἀληθινό καί τί δέν εἶναι. Ὁπότε κρίσις εἶναι ἡ στιγμή, στήν ὁποία ἠμποροῦμε καί ἐμεῖς νά κρίνουμε πῶς ἐκδηλώνεται ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ταυτόχρονα λόγος περί προ­κλήσεως καί προσκλίσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γιά νά ὁδηγούμεθα μακρύτερα. Καί, πράγματι, κάθε κρίσις εἶναι καί ἕνα βῆμα πρός τά ἐμπρός· κάθε κρίσις, ἐπειδή ἀκόμη δέν τήν ἐπέρασες, εἶναι ἀκόμη ἡ μεγαλύτερη. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, μέ τρόμο καί ἀγωνία περιμένεις τί ἄλλες κρίσεις θά ἔλθουν στόν δρόμο τῆς ζωῆς σου.

 Ἠμπορῶ, λοιπόν, νά εἰπῶ καί ἐγώ ὅτι περιμένω. Περιμένω μέ ἐλπίδα καί ἄλλες εὐλογίες καί πλούτη καί παραμένω στήν προσευχή μου λέγοντας : «Κύριε, ὅπως ἐσύ γνωρίζεις, ἐλέησόν μας ὅλους».

 

Ἐγράψατε κάποιο βιβλίο στήν Δύσι;

 

Ἔγραψα μόνο ἕνα βιβλίο πού ἔχει τόν τίτλο: «Σκέψεις». Τό ἔγραψα μέ τήν συνεχῆ προτροπή κάποιου, ὁ ὁποῖος περίμενε νά ἰδῆ ὅτι καί ὁ γυιός τοῦ φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα (ὁ πατέρας μου) ἠμπορεῖ νά γράψη ἕνα βιβλίο. Καί, ὅταν ἄνοιξε αὐτό τό βιβλίο, ἡ πρώτη σελίδα ἦτο λευκή, ἡ δεύτερη λευκή, τό ἴδιο καί οἱ ἄλλες. Τώρα στό τέλος τῆς ζωῆς μου, σκέπτομαι νά γράψω ἄλλο βιβλίο, τό ὁποῖον νά ὀνομάζε­ται: «Ἀνα­μνήσεις», διότι ἔτσι συνειθίζουν νά γράφουν πολλοί ἄνθρωποι. Ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐγώ ἔχασα τήν μνήμη μου, καί τό βιβλίο αὐτό θά εἶναι παρόμοιο μέ τό πρῶτο.

 

Ἀναμφιβόλως, ἔχετε πολλά νά μᾶς μεταδώσετε μέσα ἀπό τόν χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θέλουμε νά ἀναφερθῆτε στίς μορφές τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς ψυχῆς.

 

Ἀρχίζουμε ἀπό τήν φιλοσοφία, ἐπειδή πολλοί ἀκούσατε γιά τόν φιλόσοφο Νόϊκα. Πολλοί γνωρίζετε ἴσως ὅτι αὐτή ἡ λέξις «φιλοσοφία» σημαίνει στά ἑλληνικά «ἀγάπη τῆς σοφίας». Ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς σοφία εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί γιά ἐμᾶς δέν ὑπάρχει ἄλλη σοφία. Καί, ἐάν αὐτή ἡ σοφία εἶναι τρέλλα (Α΄Κορ.1,18) -καί εἶναι πράγματι τρέλλα γιά τόν κόσμο αὐτόν-τότε εἴμεθα καί ἐμεῖς «τρελλοί», ἐπειδή ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου κατέστρεψε τόν ἄνθρωπο.

Ἡ ἀγάπη εἶναι λέξις στήν ὁποία ἠμποροῦμε νά περικλείσουμε ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν, Αὐτός ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ, γνωρίζει, χωρίς ἀμφιβολία, γιατί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, τί ζητεῖ, γιατί ζῆ ὁ ἄνθρωπος καί προπαντός γιατί πεθαίνει. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν καί πρός τόν πλησίον μας. Μέ τήν λέξι «ἀγάπη», λέγει ὁ Κύριος, περιέχονται ὅλοι οἱ νόμοι καί οἱ Προφῆτες (Ματ.22,36-40)  καί, ἠμποροῦμε νά προσθέσουμε, καί τά ὑπόλοιπα. Γιατί; Διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἄλλη λέξις τήν ὁποία ἐνθυμήθηκα ἦτο μία λέξις τήν ὁποίαν εἶπε ὁ π. Σωφρόνιος στόν λόγο του πού ἀπηύθυνε τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς μου σέ μοναχό, τό 1965.  Ἕνα μέρος τοῦ λόγου του δέν τό ἄκουσα, διότι ὁ νοῦς μου σκεφτόταν ἄλλα πράγματα. Ἀλλά μέ ἐξύπνησε ἕνας λόγος πού μοῦ εἶπε καί συγκεκριμένα αὐτός: «ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μή νικοῦμε». Ὁπότε ἐζήτησα ἀπό τόν Κύριο νά μέ βοηθήση νά καταλάβω στήν μοναχική μου ζωή, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά νικοῦμε. Καί πιστεύω ὅτι κατάλαβα. Εἶναι λόγος πού προέρχεται ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου μας.

Διεπεράσατε μέσῳ κολάσεως, χωρίς αὐτό νά ἔγινε μία φορά, διότι τό ἔθνος μας, καθώς καί ἄλλα ἔθνη, ἰδιαίτερα τά ὀρθόδοξα, διῆλθον πραγματικά, μέσῳ τῆς κολάσεως. Ὁ διάβολος γνωρίζει ποῦ καί πῶς νά ἐπιτίθεται. Ἀλλ᾿ ἐάν δεχθοῦμε, ὅπως ὁ Ἰώβ καί ὁ Ἰωσήφ στήν Παλαιά Διαθήκη, τό ἔργο αὐτό τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται κατά παραχώρησιν, εἶναι ἀδύνατον νά μή νικήσουμε. Μόνο νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό!

Ἡ περιπλάνησίς μου μέ βοήθησε σ᾿ ἕνα ἔργο πολύ σπουδαῖο. Πάντοτε εἶχα ἕνα μικρό πρόβλημα μ᾿ ἕνα ὑπερπατριωτικό καί ὑπερεθνικό αἴσθημα. Ἐσκεπτόμουν ὅτι, ἐάν ἐγεννώμην σέ ἄλλο ἔθνος, θά εἶχα τήν ἴδια προσκόλλησι-«γάτζωμα»-ἀπέναντι στό ἔθνος ἐκεῖνο, ὅπου γεν­νήθηκα. Στήν περιπλάνησί μου αὐτή, μέσα στήν δεκαετία τοῦ ᾿70 προσπάθησα νά κάνω κι ἐγώ κάτι γιά τό ἔθνος μου, γιά τήν γλῶσσα μου καί ἤθελα νά ματαφράσω στά ρουμανικά τήν ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου.2 Πρέπει νά σᾶς εἰπῶ ὅτι ἐσκόνταψα στήν πρώτη λέξι· ἀκριβῶς στήν πρώτη λέξι πού συνήντησα καί κατενόησα ὅτι δέν ἤμουν παρά ἕνας ξένος, διότι δέν εἶχαν μείνει πολλά μέσα μου ἀπό τόν ρουμανισμό μου (ρουμανική καταγωγή μου).

Στήν δεκαετία τοῦ ᾿80 ἦλθα σέ ἐπαφή μέ τήν ρουμανική λογοτεχνία καί ἀνανεώθηκε μέσα μου ἡ ρουμανική γλῶσσα. Ἐνῶ ἡ δεκαετία τοῦ ᾿70 ἦτο ἡ πλέον πτωχή περίοδος. Σχεδόν εἶχα ξεχάσει τήν γλῶσσα μου, διότι δέν εἶχα συνειθίσει ποτέ νά τήν χρησιμοποιῶ στήν Δύσι. Τό 1972 ὁ πατέρας μου ἦλθε νά μᾶς ἐπισκεφθῆ καί συνωμιλοῦσα μαζί του ρουμανικά, ὅμως μέ πολλή δυσκολία. Δέν εὕρισκα τίς λέξεις. Εἶχε σκουριάσει ἡ μνήμη μου γιά τήν ἀνεύρεσι τοῦ ρουμανικοῦ λεξιλογίου.

Ὁπότε, σκοντάφτοντας στήν πρώτη λέξι καί ἀνακαλύπτοντας ὅτι δέν εἶμαι τίποτε παρά ἕνας ξένος καί ὅτι ὅλες οἱ γλῶσσες πού γνωρίζω, δέν εἶναι τίποτε, παρά ξένες γλῶσσες, ἔζησα τόν πόνο τόν ὁποῖον προκαλεῖ αὐτή ἡ διαπίστωσις καί αἰσθάνθηκα ἕνα εἶδος ἐλευθερίας, ὅτι ἡ καταγωγή δέν εἶναι τό σπουδαιότερο πρᾶγμα στόν ἄνθρωπο, ἀλλά  τό γε­γο­νός τῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι δέν πλουτίζει περιφρονώντας τήν ὁποιαδήποτε πραγματικότητα. Ἀλλά καί ὅλες οἱ πραγματικότητες δέν ἔχουν πολλή σπουδαιότητα καί ἀξία. Ἡ καταγωγή ὅμως εἶναι ἡ φωλεά, ὅπως τῶν πτηνῶν. Τό πουλί γεννᾶται σέ μία φωλεά μέχρις ὅτου βγάλει τά φτερά του καί κατόπιν πετᾶ. Μεγαλώνει στήν φωλεά του, ἀλλά, ἀφοῦ πετάξει, δέν ἐπιστρέφει σχεδόν ποτέ στήν φωλεά, ὅπου γεννήθηκε καί μεγάλωσε. Ὁ ἄνθρωπος στήν ὁποιαδήποτε περί­πτωσι, ὅταν βγάλη πνευματικά φτερά, πετᾶ πρός τά ἐκεῖ, πρός τήν αἰωνιότητα. Καί αὐτό ἦτο ἕνα βῆμα στήν ἀναζήτησί μου, γιατί πολλές φορές δέν εἶχα συνειδητοποιήσει τό αἰώνιο καί οὐσιῶδες, τό ὁποῖον εἶναι μυστικό μήνυμα, πού διέρχεται μέσα ἀπό τόν θάνατο μέ ὅλη του τήν  ἀπερίγραπτη τρομερότητα. 

Βλέπετε ὅτι οἱ ἀναζητήσεις μου μέ ὡδήγησαν στήν καλογερική ζωή. Ἐπέρασα μέσα ἀπό πολλές φάσεις, ἀλλά οὐδέποτε μέσα ἀπό τόν ἀθεϊσμό. Εἶχα καί ἐκεῖ μία διαίσθησι, ἡ ὁποία δέν μέ ἄφησε νά πνιγῶ, δηλαδή νά ἀντιπαραταχθῶ στήν σκέψι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά εἶχα ὅμως πολλές ἀμφιβολίες καί ἀκατανόητα πράγματα στόν νοῦ μου. Ἐπέρασα, ὅπως καί ὅλος σχεδόν ὁ κόσμος, πού ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, μέσα ἀπό κρίσεις συνειδησιακές, περισσότερο ἤ ὀλιγώτερο βαθειές, οἱ ὁποῖες μέ ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ἀποτέ­λεσμα, περισσότερο ἤ ὀλιγώτερο θεαματικό. Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, ἴσως τό μεγαλύτερο ἦτο ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ὁ Καλός Θεός, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀνοησία μου, ἀντί νά μέ παιδεύση, ὅπως σκεπτόμεθα ἐμεῖς ὅτι κάνει ὁ Θεός (ἐπειδή κι ἐμεῖς, τίς περισσότερες φορές, κάνουμε ἕνα θεό, κατά τήν μορφή καί τήν ὁμοίωσί μας) μοῦ ἀπεκάλυψε τήν Ὀρθοδοξία, ὅτι αὐτή μόνη ταιριάζει στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου.

Διά τῆς πτώσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἐξῆλθε ἀπ᾿ αὐτή τήν φύσι, ἔπεσε ἀπό τήν φύσι του καί χρειάσθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά ἔλθη στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καί νά τοῦ εἰπῆ: «Βλέπε, ὦ ἄνθρωπε, ἔρχομαι Ἐγώ καί γίνομαι ἄνθρωπος, διότι ἐσύ δέν ἔμαθες, δέν ἤξερες ποιός εἶσαι». Ὁ Θεός ἦλθε στήν ἱστορία ὡς ἄνθρωπος, ἔζησε ὅλες τίς στενοχώριες μας καί ὅλα τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεώς μας. Ἔπρεπε νά ζήση καί τόν θάνατό μας νά περάση μέσα καί ἀπό τόν ἄδη καί ἐκεῖ ὁ Θεός ἔδωσε τό μοναδικό κτύπημα. Μέχρι τότε ὁ Θεός ἦτο πρᾶος σάν Ἀμνός, ἀλλά κατόπιν ὁ Ἀμνός ἔσπασε τίς πόρτες τοῦ ἄδου καί, ὅπως ψάλλουμε στήν Ἀνάστασι, μέ τόν θάνατό Του ἐνίκησε τόν θάνατο. Ἐπετέλεσε ἕνα ἔργο τό ὁποῖο πρῶτος ὁ Ἀδάμ δέν ἤξερε κι οὔτε ἠμποροῦσε νά τό ἐπιτελέση, ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεώς του. Ἀλλά διά τῆς Ἀναστάσεως, Ἀναλήψεως καί ἐγκατα­στάσεώς Του εἰς τά δεξιά τοῦ Πατρός, Αὐτός διήνυσε τόν δρόμο, πού θά χρειαζόταν νά τόν κάνη ἕνας ἄνθρωπος καί Αὐτός ἦτο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τελειώθηκε καί μεταμορφώθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Θά ἤθελα νά σᾶς προτρέψω ὅλους νά ἰδῆτε αὐτό πού εἶναι στό βάθος καί στήν οὐσία, ἐπειδή, ὅταν φθάνη σ᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος, δέν ἠμπο­ρεῖ νά πεθάνη. Καί αὐτά εἶναι τά λόγια τά ὁποῖα ὁ π. Σωφρόνιος μᾶς ἔλεγε πολλές φορές, ἰδιαίτερα τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια. Γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει θάνατος, ἀκόμη καί στίς τραγικώτερες στιγμές τῆς ζωῆς του, ἄσχετα τί εἴδους τραγικότης εἶναι. Ἡ μεγαλύτερη παρηγορία εἶναι ἡ πίστις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά πεθάνη. Μεγάλη παρηγοριά εἶναι νά γνωρίζης ὅτι ὅλες οἱ φουρτοῦνες τῆς ζωῆς εἶναι προσωρινές. Ἐνώπιον τοῦ χρόνου, στόν ὁποῖον αἰσθανόμουν τήν τραγωδία αὐτή, κλείνω τά μάτια μου σ᾿ ὅλη τήν κοσμική ὡραιότητα καί βλέπω ὁλονέν καί περισσότερο ὅτι ἡ ὡραιότης αὐτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα σύμβολο τῆς τελευταίας πραγματικότητος. Ὁπότε τήν παροῦσα ζωή τήν βλέπω μέ δύο ὄψεις: Τήν μία ὄψι ἠμπορῶ νά τήν ὀνομάσω λειτουργική. Γιά παρά­δειγμα: Τό φαγητό, τό ποτό καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα τά ὁποῖα σέ κρατοῦν στήν ζωή, ἀποτελοῦν μία λειτουργία. Ἀκόμη καί τά πράγματα τά ὁποῖα μᾶς μεθύουν μέ τίς ὡραιότητές τους καί κάθε εἶδος πού μᾶς ἑλκύει, εἶναι ἐπιτελούμενες πράξεις. Χωρίς αὐτά, στό ὁποιοδήποτε μέτρο, πεθαί­νουμε. Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη συμβολική ὄψις, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ κάτι ἀπό τήν αἰωνιότητα. Καί ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου γατζώνεται ἀπό τό σύμβολο μέ τόν πόθο πῶς θά γίνη πραγματοποιήσιμος.

Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μητέρα μας, μᾶς γεννᾶ μέσα στήν αἰωνιότητα, δείχνοντάς μας ὅτι πρέπει νά ἀποκολληθοῦμε ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή. Αἰωνιότης, μέ τά ἀνθρώπινα δεδομένα δέν εἶναι παρά μερικές ἀποκα­λύψεις μέ μιά ἐλαττωμένη μορφή, τίς ὁποῖες ὀφθαλμός δέν ἠμπορεῖ νά ἰδῆ, αὐτί νά τίς ἀκούση καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἠμποροῦν νά εἰσέλθουν, (Α΄Κορ.2,9) δηλαδή σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν. Ἔτσι σ᾿ αὐτά ἐδῶ σταματῶ.

Τήν Ἐκκλησία τήν ἔζησα σάν τήν κοιλία τῆς μητέρας μου καί ὅλος ὁ κόσμος εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν ἔννοια τῆς κοιλίας. Ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί ἡ φωνή Του καλεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι καί ἀπό τήν ὕπαρξι στήν Ἐκκλησία καί πάλι στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ αὐτή τήν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ καί ὅπου καλλιεργοῦνται, οἱ πιό πραγματικές μορφές ἁγιασμοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίου προσφέρεται ἡ αἰωνιότητα. Σκέπτομαι τήν εἰκονογραφία, τήν λειτουργική ποίησι, τήν ἐκκλησιαστική μουσική. Τί ἠμπορῶ ἐπί πλέον νά εἴπω γιά τά οὐσιώδη ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν προσευχή, πού εἶναι προσωπική συνο­μιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τά Ἅγια Μυστήρια, τά ὁποῖα εἶναι ἡ τροφή καί ἡ δύναμις αὐτῶν τῶν θείων ἐργασιῶν, τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐπιτελοῦμε, διότι δέν ἠμπορεῖ νά τίς ἐπιτελέση μόνος του ὁ ἄνθρωπος!

Διότι κι αὐτό πρέπει νά γνωρίζουμε, αὐτό τό ὁποῖο μᾶς ζητεῖται νά τό ἐκπληρώσουμε στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι δύσκολο. Εἶναι δυνατόν. Ἀλλά αὐτό τό ὁποῖο ἦτο ἀδύνατον στόν ἄνθρωπο, τό ἐξεπλήρωσε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Καί ἐδῶ μεσολαβοῦν τά Ἅγια Μυστήρια καί ἡ δύναμίς τους τρέφει αὐτή τήν γέννησι καί αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος-κάθε ψυχή-γιά τήν αἰωνιότητα.

 

Ὀρθοδοξία-τό μεγάλο θέμα τῆς ζωῆς μας

 

Πάτερ Ραφαήλ, θεωρῶ ὅτι εἶσθε ὁ πιό εἰδικευμένος νά μᾶς εἰπῆτε πῶς ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φθάση στήν Ὀρθοδοξία, μέσῳ πολλῶν ἀναζητήσεων. Εἶπα ὅτι εἶσθε εἰδικός νά μᾶς ὁμιλήσετε γιά τό θέμα αὐτό, διότι μοῦ φαίνεται, πῶς εἴπατε, ὅτι δέν εἶσθε οὔτε ρουμᾶνος, οὔτε ἐγγλέζος, οὔτε μεγαλώσατε  μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι, ἴσως, μία ἀδιάκριτη ἐρώτησις, ἀλλά πιστεύω ὅτι τήν ἔχουν πολλοί ἀπό ἐμᾶς. Μέσῳ ποιᾶς κρίσεως καί ποιᾶς θρησκευτικῆς ὁμολογίας καί πῶς ἀνακαλύψατε τόν Θεό στήν Ὀρθοδοξία; Σᾶς ὑπενθυμίζω τό φρόνημα ὅλων τῶν θρησκειῶν καί ὁμολογιῶν πού λέγουν, ἡ κάθε μία ὅτι ἀνεκάλυψαν τόν Θεό καί ἡ ὁδός πρός Αὐτόν, περνᾶ μέσα ἀπό τήν δική τους πίστι. Συνεπῶς, λοιπόν, ἠμπορεῖτε νά μᾶς εἰπῆτε ἐσεῖς, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινή ὁδός; Πῶς θά ἠμπορέσετε νά μᾶς πείσετε γι᾿ αὐτό;

 

Ἡ ἐπιστροφή στήν ἀλήθεια, ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἀληθείας, τό κριτήριο τό ὁποῖον ἐγώ ἀναζητοῦσα, δέν εἶναι ἕνα συνειθισμένο σέ ἀνθρώπους γεγονός. Τό κριτήριο τῆς ἀληθείας μοῦ ἀπεκαλύφθηκε στήν καρδιά μ᾿ ἕνα λόγο πού πέρασε κατ᾿ εὐθεῖαν στήν καρδιά μου. Ὁ Θεός κάνει μία ἐσωτερική συνομιλία, προσωπική, μέ τήν κάθε καρδιά. Ὁπότε, ἐάν εἴσασταν κάτι ἄλλο ἀπό ὀρθόδοξοι, δέν πιστεύω ὅτι θά καταλάβετε τόν λόγο πού θέλω νά σᾶς εἰπῶ. Ἀλλά θά προσπαθήσω μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά εὕρω ἕνα τρόπο λεκτικό, πού νά αἰσθάνομαι ὅτι μπορεῖ νά σᾶς πληροφορήση γι᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἀλλά ποιά λέξι νά εὕρω, δέν ἠξεύρω.

Θά σᾶς κάνω μιά ἄλλη ὁμολογία: Ἡ προσευχή μου πρός τόν Θεό εἶναι αὐτή: «Κύριε, δός μου νά εἰπῶ αὐτό πού πρέπει!» Ἐπειδή δέν ζητῶ κάτι γενικά. Κάθε τι πρέπει νά εὑρίσκεται μέ τήν προσευχή, μέ τόν λόγο, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καί γιατί εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια. Καί αὐτό τό ἔργο μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ μέ τά λόγια τά ὁποῖα σᾶς εἶπα πρό ὀλίγου: «Κύριε, τί εἶναι ἀλήθεια καί γιατί εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια; Εἰπέ στήν καρδιά μου. Ζητῶ νά πείσης τήν ἀνόητη ὕπαρξί μου»! Αὐτή ἦτο μία ἀπό τίς προσευχές μου, τότε, ὅταν ἀναζητοῦσα τήν ἀλήθεια. Τώρα προσπαθῶ νά ἔλθω κοντά στίς ἐρωτήσεις σας, ἀναφερόμενος στήν πρώτη κρίσι, τήν ὁποία ἀντιμετώπισα.

Τό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως ἤ ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ μοῦ παρουσι­άσθηκε ὑπό τήν μορφή κρίσεως, μόλις ἔφθασα στήν Δύσι. Ὅταν ἤμουν στήν Ρουμανία, παιδί ἀκόμη, ἐπίστευα καί μέ ἱκανοποιοῦσε ἡ ἀπάντησις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ὅτι πρέπει νά πιστεύης σ᾿ Αὐτόν, ἔστω καί νά μήν ἔχης καμμία ἀπόδειξι. Στήν Ἀγγλία-ἴσως καί διότι ἐκεῖ μεγάλωσα κατά τήν ἡλικία-μοῦ τέθηκε τό πρόβλημα μέσα μου: Ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει Θεός; Ἤμουν τότε στήν ἐφηβεία μου, ὅταν ἔπρεπε νά δώσω τήν ἀπάντησι: Ναί ἤ ὄχι!  Καί μπῆκα στήν κρίσι, διότι εἶδα ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ζωή, ἐάν ὑπάρχη Θεός καί ἄλλη, ἐάν δέν ὑπάρχη. Ἐγώ ποιό εἶδος ζωῆς ν᾿ ἀκολουθήσω; Δέν ἠμποροῦσα ν᾿ ἀπαντήσω σ᾿ αὐτή τήν κρίσι, ἐπειδή δέν εἶχα ἀποδείξεις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί ἐκείνη τήν περίοδο τῆς βαθειᾶς μου κρίσεως δέν εὕρισκα μέσα μου εἰρήνη, παρά στήν σκέψι ὅτι ἐμένα μοῦ ἀρέσει νά ζήσω, σάν νά ὑπάρχη Θεός καί ὄχι σάν νά μή ὑπάρχη. Προσωρινά ζοῦσα μέ τήν σκέψι ὅτι ὑπάρχει Θεός καί, ἐάν Αὐτός ὑπάρχη ἀληθινά, ἴσως εὕρω καί τόν δρόμο, ὁ ὁποῖος θά μέ ὁδηγήση σ᾿

Αὐτόν.­

Τότε δέν εἶχα τήν σοφία νά κάνω προσευχή, τήν ὁποία, μεταγενέστερα, ὄχι μόνο συνιστοῦσα στούς πολλούς, ἀλλά τήν εὑρῆκα κυρίως στόν ἅγιο Σιλουανό, ὅστις οὐσιαστικά συνιστᾶ μ᾿ αὐτό τόν τύπο: «Κύριε, ἐάν Σύ ὑπάρχης, ἄνοιξε τήν ὁδό καί ἔλα νά μιλήσης στήν καρδιά μου». Ἀλλά τότε δέν ἤξερα νά κάνω αὐτή τήν προσευχή. Ὁ Θεός ὅμως «ἤκουσε» ὅ,τι ἐγώ δέν ἤξερα νά ἐκφράσω μέσα στήν ἀνοησία καί ἀδυναμία μου, στίς ἁμαρτίες καί στά σκοτάδια μου πού εὑρισκόμουν καί, μετά ἀπό ἕνα καί ἥμισυ χρόνο, νομίζω, μοῦ ἔδωσε ἀποδείξεις γιά τήν παρουσία Του στήν δημιουργία, ἀποδείξεις πού δέν εἶναι ἕνα ἔργο ἐξαιρετικό, ἀλλά, μ᾿ ἐκεῖνα τά δεδομένα τῆς ψυχῆς μου τότε, μέ ἔπεισε καί κατενόησα ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει. Ἔτσι ἀπό τότε δέν κλονίσθηκε στό σημεῖο αὐτό ἡ πίστις μου. Αὐτή ἦτο ἡ πρώτη κρίσις.

Συνέχισα ὅμως νά Τόν ἐρωτῶ: «Κύριε, πῶς εἶσαι; Ποῦ εὑρίσκεσαι;  Δεῖξαι μου τόν δρόμον Σου!»

Στήν ἀρχή τῶν ἀναζητήσεών μου δέν ἐγνώριζα ἐάν ὑπάρχη διαφορά ἤ ὄχι μεταξύ τῶν διαφόρων μορφῶν δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Εὑρέθηκα πολλές φορές στήν ἀγγλικανική ἐκκλησία, ὅπου μέ ἐπήγαινε ἡ μητέρα μου-οὖσα αὐτή ἀγγλικανή-καί δέν μέ ἐτράβηξε σχεδόν καθόλου ἡ ψαλμωδία τους. Ἐπισκέφθηκα σέ κάποια δεδομένη στιγμή ὅλες τίς ἐκκλησίες πού εὑρίσκοντο στήν περιοχή, ὅπου ζοῦσα τότε στό Λονδίνο· ἐγνώρισα τούς πεντηκοστιανούς,3 τούς κονγκρεσιοναλιστές,4 τόν Στρατό τῆς Σωτηρίας5 καί ἄλλες κοινότητες καί τελικά-ἔτσι συνέβη στήν ζωή μου-μέ εἰσήγαγε κάποιος στήν βαπτιστική ἐκκλησία, ὅπου παρέμεινα ἕνα καί ἥμισυ ἔτος, ἴσως καί δύο χρόνια. Ἔμεινα τόσο διάστημα ἐκεῖ, προπαντός διότι μέ εἵλκυσε τό κήρυγμα τοῦ πάστορος τῆς κοινότητος αὐτῆς, τόν ὁποῖον ἐκτιμῶ βαθειά μέχρι τώρα.

Μέ τά χρόνια, εἶχα σταματήσει καί τίς σπουδές μου καί ἕνας φίλος τοῦ πατέρα μου καί τῆς οἰκογενείας μου, βλέποντάς με πλανεμένον στήν ζωή, ἕνεκα φιλίας πρός τόν πατέρα μου καί πρός ἐμένα, σκέφθηκε νά κάνη κάτι γιά νά μέ βοηθήση νά ἐπιστρέψω στήν σχολή μου. Μ᾿ ἐκάλεσε στό σπίτι του, στήν Γαλλία, μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά μοῦ εὕρη μία ὑποτροφία, ἐάν ἤμουν κι ἐγώ σύμφωνος, γιά νά ἀρχίζω πάλι τίς σπουδές μου. Πράγματι, ἐπῆγα πάλι στό πανεπιστήμιο καί ἔβλεπα ὅτι ἐγινόμουν πιό σοβαρός στήν ζωή μου.

Μετά ἀπό δύο χρόνια πλανεμένης κοσμικῆς κουλτούρας, ἔβλεπα ὅτι ὡδηγούμην σέ μιά ἀδιέξοδο καί μέ χαρά δέχθηκα αὐτή τήν ὑπόδειξι. Ἀλλά ἦτο ἕνα πρόβλημα. Ἐγώ εἶχα ἀρχίσει νά παίρνω τώρα μία προτεστάντικη θεολογία μέ τήν ὁποία, ἀνάμεσα στά ἄλλα, ἀπέρριπτα τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων, θεωρώντας ὅτι ἦτο ἕνα εἶδος εἰδωλολατρίας καί ἐπί πλέον ἐσκεπτόμουν: Μήπως ἐπωφεληθῆ ὁ διάβολος,  ἐάν πάω τώρα στό Παρίσι, νά ζήσω τήν περίοδο αὐτή ἐκεῖ στήν κοινότητα τῶν ρουμάνων μεταναστῶν καί ἔτσι θά ἐπιστρέψω στήν «αἵρεσι τῶν ὀρθοδόξων»; Διότι ἐγνώριζα ὅτι εἶχα μέσα μου σπέρματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἤμουν διά τοῦ βαπτίσματός μου ὀρθόδοξος καί ἀφέθηκα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι παντοδύναμος. Εἶναι πολλές οἱ θαυμαστές λεπτομέρειες τίς ὁποῖες δέν ἠμπορῶ νά σᾶς τῆς ἐξιστορήσω, διότι δέν ὑπάρχει χρόνος. Ἤθελα νά εἰπῶ ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός ἐκδηλώνεται ἐνίοτε καί μέ πολύ χιοῦμορ. Πρέπει νά ἔχη, ἀφοῦ ὑπέφερε νά γεννηθῶ και ἐγώ!

Καί δέν ἠμποροῦσα νά ξεπεράσω οὔτε αὐτή τήν κρίσι γιά νά προστατευθῶ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Καί κάποια βραδυά, μέ πολύ φόβο γιά νά μή πέσω ἀπό τήν πίστι αὐτή «τήν καθαρή», (κοινότητα Βαπτιστῶν)6 τήν ὁποία μοῦ ἀπεκάλυψε, ἔτσι πίστευα, ὁ Θεός, ἄρχισα νά προσεύχωμαι πεισματικά στόν Κύριο, νά μέ διατηρήση μέ ὁποιονδήποτε τρόπο γιά νά μή πέσω στήν «αἵρεσι» ( στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία).

Καί παρακαλώντας Τον πεισματικά, μοῦ ἦλθε ἕνας λογισμός, ὅπως μέ πλησιάζει ἕνα φίδι, καί μοῦ λέγει: «Ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀληθινή καί ὁ προτεσταντισμός εἶναι μία παλαβωμάρα;» Ὅμως δέν δέχθηκα ν᾿ ἀπαντήσω, διότι δέν προέβλεπα τί ἀπάντησι νά δώσω, ὅμως δοκίμαζα τήν ἀσκητική: «Δέν πρέπει νά παραμείνω πιστός ὀπαδός τοῦ Θεοῦ;» Καί ἀπεμάκρυνα τόν λογισμό αὐτό. Ἀλλά ἦλθε ὁ λογισμός μέ ἄλλο τρόπο: «Ἀλλά ὁ Θεός τά ξέρει ὅλα, ἐνῶ ἐσύ δέν τά ξέρεις ὅλα. Ἐάν Αὐτός ξέρει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀληθινή;» Ἐσκεπτόμουν, ἀλλά δέν ἀπήντησα παρά αὐτό τόν λόγο: «Δέν εἶναι δυνατόν: Ἐγώ μένω στήν πίστι πού εἶμαι. Ὁ Θεός μοῦ τήν ἐφανέρωσε. Ἄφησε τίς βλακεῖες...»

Καί συνεχιζόταν ἡ μάχη μέ τούς λογισμούς μου πολλές φορές καί δέν ἠμποροῦσα νά λυτρωθῶ ἀπό τά φίδια αὐτά, τά ὁποῖα-ξεγλιστροῦσαν- δέν εἶναι ἔτσι; Πότε ἀριστερά καί πότε δεξιά μέ τραβοῦσαν, ἤρχοντο νά περιτυλιχθοῦν ἐπάνω μου, χωρίς νά ἠμπορῶ  νά λυτρωθῶ ἀπ᾿ αὐτά, μέχρις ὅτου ἔφθασα σ᾿ ἕνα εἶδος πανικοῦ. Ἐνόμιζα ὅτι τά φίδια αὐτά (λογισμοί) περιτυλίχθηκαν γύρω ἀπό τόν λαιμό μου. Λέγω τότε: «Κύριε, γιά Σένα νά παραμείνω πιστός. Ἐάν, πράγματι, ἠμποροῦσα νά πιστεύσω ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινή πίστις καί ὁ προτεσταντισμός δέν εἶναι, τότε πρέπει νά μέ πείσης. Ἀλλά θέλω νά μέ πείσης κατά θεϊκό τρόπο. Ἐσύ ὡς Θεός, ζητῶ νά ὁμιλήσης πρός ἐμέ τόν ἀνόητο. Ἐσύ ὡς Θεός, θέλω, νά κράξης μέσα στά μυστήρια τῆς καρδίας μου μ᾿ ἕνα τρόπο πού νά καταλαβαίνω κι ἐγώ ὁ ἀνόητος καί ὄχι ἄλλος. Ἐάν Ἐσύ δέν μέ πείσης, ἐγώ θά παραμείνω μέχρι θανάτου σ᾿ αὐτή τήν προτεστάντικη πίστι.

Ἔτσι, ἐπῆγα στό Παρίσι-ἡ διήγησις αὐτή εἶναι πολύ μακροσκελής, ἀλλά θά τήν συντομεύσω-καί ἐκεῖ ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά περάσω καί μιά ἄλλη κρίσι. Ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ τήν αἰτία τῆς κρίσεως. Ἐγώ ἤθελα νά διαλέγομαι σάν ὀρθόδοξος, διότι τήν πίστι αὐτή τήν ἐθαύμαζα πάρα πολύ καί κάθε τι πού αἰσθανόμουν γιά τήν πίστι αὐτή μέ ἐνίσχυε στήν προτεσταντική μου θεολογία. Ἐπιθυμοῦσα νά γνωρίσω μερικές ἀρχές γιά νά ἠμπορῶ νά καταλάβω τήν σύγχρονη Ὀρθοδοξία. Μάλιστα ἐσκεπτόμουν ἀκόμη ὅτι ἠμπορεῖ ὁ Θεός, μέσα στ᾿ ἄλλα μυστήρια, μέσῳ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, νά φωτίση και ἄλλους ἀνθρώπους. Διότι πῶς νά παραμείνουν καί οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί, ἔστω καί νά ἐγνώριζαν πολύ καλά τήν Βίβλο; Κι ἐγώ σάν προτεστάντης, εἶχα ἀρχίσει νά τήν διαβάζω ἀπό καιρό. Ἐπιθυμοῦσα νά κάνω μία σειρά συζητήσεων καί ἤδη ἤμουν στήν ἀρχή, ἀλλά οἱ συζητήσεις αὐτές πού γίνονται στό διανοητικό πεδίο δέν ὁδηγοῦν πολύ μακριά στά θέματα τῆς πίστεως. Ἦσαν ἐνδιαφέρουσες καί τίποτε περισσότερο.  Καί τώρα βλέπω τί εἶδα τότε μέ τίς συζητήσεις, οἱ ὁποῖες μέ ὡδηγοῦσαν στό πουθενά. Ἀλλά ἐπέτρεψε αὐτά, ἔτσι ὥστε οὔτε αὐτός ὁ φίλος μου μέ τό ἔργο του, οὔτε ἐγώ μέ τήν σχολή μου δέν ἠμπορέσαμε νά ἰδωθοῦμε κάποια ἄλλη φορά. Ἔτσι, ὁ Θεός μοῦ ἐπέτρεψε νά περάσω μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν κρίσι.

Κατόπιν, κάποια ἡμέρα, αἰσθάνθηκα κάτι τό ὁποῖον δέν ἠμπορῶ νά τό περιγράψω λεπτομερῶς. Θά ἠμποροῦσα νά μνημονεύσω πολλές στιγμές, ἀλλά δέν βλέπω οὔτε τώρα πῶς ὁ ἕνας πηγαίνει στόν ἄλλον, γιατί σέ μία ἡμέρα αἰσθάνθηκα, νά ἀνάβη σάν ἕνα φῶς μέσα στήν ψυχή μου καί ὁ λογισμός μου μέ ὠθοῦσε νά πλησιάσω πρός τήν Ὀρθοδοξία. Εἰρήνευα ὅλο καί περισσότερο μ᾿ αὐτή τήν ὤθησι πρός τήν Ὀρθοδοξία, χωρίς νά εὑρίσκω κάποια λογική ἐξήγησι. Μ᾿ αὐτή τήν σκέψι ἐρχόταν μιά βαθειά εἰρήνη μέσα μου, μέχρις ὅτου, κάποια ἡμέρα δέν ἄντεξα ἄλλο, κατέφυγα στόν Κύριο καί Ἐκεῖνος κατεύθυνε τά βήματά μου σέ συνάντησι μέ τόν φίλο μου. Ἰδωθήκαμε λοιπόν, μία ὁλόκληρη ἡμέρα καί προσπάθησα νά ὁμιλήσω μαζί του ὄχι γιά τίς θεολογικές μου ἀναζη­τήσεις καί ἐσωτερικές μου ζυμώσεις, ἀλλά νά ἐπιτύχω ἀπ᾿ αὐτόν κάποιο λόγο, ὁ ὁποῖος νά εἶναι σάν ὑπαινιγμός, σάν μία ἰδέα γιά τήν ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία.

Μέτριος καί ταπεινός ὅπως ἦτο, ἄνθρωπος θαυμαστός, δέν ἤθελε νά μέ πιέση σέ τίποτε, μέχρις ὅτου ἐγώ, μή ὑπομένοντας ἄλλο, εἶπα: «Τί νομίζεις, μήπως θά πρέπει νά ἐπιστρέψω στήν Ὀρθοδοξία;» Δέν κρατοῦσα τόν νοῦ μου ἀκριβῶς σ᾿ αὐτά πού ἔλεγα, ἀλλά ὡδηγούμην πρός αὐτή τήν κατεύθυνσι, οὕτως ὥστε, μέ τήν βοήθειά του, ἐπέστρεψα στήν Ὀρθοδοξία διά τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Κοινωνίας. Αἰσθάνθηκα ὅτι κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο πρέπει νά ἐπιστρέψω, διά τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας. Καί πρός κατάπληξίν μου, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες-δέν γνωρίζω ἐάν ἦτο μόνο ἡ πρώτη ἡμέρα ἤ καί οἱ ἐπόμενες-εἶχα ἕνα τέτοιο πνευματικό βίωμα, τό ὁποῖο δέν ἠμπορῶ πῶς νά τό περιγράψω. Ἦτο θά ἠμποροῦσα νά ἔλεγα ἕνα ἄνοιγμα, ἕνας φωτισμός καί κατάλαβα ἐμπει­ρικά ὅτι Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κάτι ἄλλο, παρά ὅ,τι ταιριάζει στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Τό λέγω μέ τά σημερινά μου λόγια, διότι τότε, δέν ἤξερα πῶς νά ἐκφρασθῶ, ἔτσι ὅπως αἰσθανόμουν.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεννημένος γιά νά ζῆ ὀρθόδοξος. Κινέζοι, Λιβανέζοι, οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς, οἱ ἐρυθρόδερμοι, ἀπό ὁποιοδήποτε γένος καί φυλή κι ἄν προέρχονται διά τῆς φύσεως τους εἶναι ὀρθόδοξοι.

Δέν ὑπῆρχε τώρα πλέον ἀνάγκη γιά διάλογο, ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀληθινή ἤ ὁ προτεσταντισμός, ἐάν εἶναι πιό ἀληθινή, καθαρά καί ἁπλή, εἶναι πιό βαθειά ἤ δέν εἶναι. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μοναδική πραγματικότης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ φύσις λίγο ἤ πολύ συνειδητοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχασε διά τῆς πτώσεώς του στήν ἁμαρτία καί ὁ ψαλμωδός κλαίει τόν ἄνθρωπο, διότι ὅλοι «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης»(Ψαλμ.115,2), ἀλλά, νομίζω, ὅτι πρέπει νά καταλάβουμε κἄπως ὅτι ἡ μετάφρασις στά σλαβωνικά εἶναι: «κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψέμμα».

Ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν εὑρίσκεται-γιά νά ὁμιλήσουμε μέ μία σύγ­χρονη γλῶσσα-ἡ ταυτότητά του, παραμένει στό ψέμμα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ψέμμα μέχρις ὅτου ἐν Χριστῷ γίνη ἀλήθεια, ὅπως καί ὁ Χριστός πού αὐτοαποκλήθηκε ἡ Ἀλήθεια. Καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἐπανεύρη τήν ταυτότητά του, νά ἐπανέλθη στήν φυσική του κατάστασι, ἔπρεπε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά ἐνσαρκωθῆ, νά γίνη ἄνθρωπος, νά ζήση τήν δυστυχία μας, νά ζήση ὅλες τίς συνέπειες τῆς πτώσεως μέχρι θανάτου καί μέχρις ἄδου. Ἔκαμε ἕνα ἔργο, τό ὁποῖον ὁ πρῶτος Ἀδάμ δέν τό ἤξερε. Διότι ἐπανερ­χόμενος διά τῆς Ἀναστάσεώς Του στήν ζωή, ἠμπόρεσε νά ὑψωθῆ στούς οὐρανούς καί νά καθίση στά δεξιά τοῦ Πατρός Του, τελειώνοντας τήν ὁδό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἐάν θέλετε τήν ὁδό ἐπαναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στήν φυσική του κατάστασι, μέχρι καί τῆς ἀναβάσεως του στά δεξιά τοῦ οὐρανίου Πατρός.

Μόνον ἐν Χριστῷ ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπανέλθη στήν φυσική του κατάστασι, στήν ἰδική του ταυτότητα, μόνο ἔτσι ἐπανευρίσκει τήν ἀληθινή του φύσι, ἔτσι ὅπως εἶχε ἐπινοηθῆ ἀπό τόν Θεό πρό πάντων τῶν αἰώνων, ὅταν σκέφθηκε νά δημιουργήση τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Αὐτοῦ.

Τώρα δυστυχῶς ἐρωτᾶ, ἐάν μοῦ ὑπόσχεται ὁ Θεός αὐτό τό πρᾶγμα, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτή ἡ ἐπαναφορά τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν φυσική της κατάστασι ἔγινε ἱστορικά ἐδῶ καί δύο καί πλέον χιλιάδες χρόνια καί γεωγραφικά στήν πόλι Ἰερουσαλήμ. Ὁ πολιτισμός ἐπέρασε, μέσῳ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί μέσῳ ὅλων τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, τά ὁποῖα ἔζησε ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ἀπό τίς σκέψεις τῶν φιλοσόφων καί τίς ἐνοράσεις τους. Λέγω δυστυχῶς, ἐπειδή στήν ἀρχή ὁ Χριστιανισμός ἦτο μία μικρή ὁμάδα ἀνθρώπων, πού ἐθεωρεῖτο σάν μία αἱρετική ὁμάδα, ὅπως λέγουν καί οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 5,35-39) , ἡ ὁποία φαίνεται κἄπως καί στίς περιόδους τῆς ἱστορίας.  Ἀλλά οἱ κακίες τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς σοφίας του (ἄς μή ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ Σταυροῦ ἔσωσε τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ζητεῖ τό πᾶν στήν σοφία καί στά σημεῖα) καί αἱ περίοδοι αὐτές τῆς ἱστορίας ἐβοήθησαν ὥστε ἡ μοναδική ἀλήθεια, ἡ μοναδική πραγματικότης τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου νά πάρη ἱστορική μορφή, ἕνα ἱστορικό ὄνομα νά ὀνομάζεται Ὀρθοδοξία .

Ἀλλά ἀπό πλευρᾶς οὐσίας καί βιώματος Ὀρθοδοξία εἶναι-τό ἔζησα κι ἐγώ τότε μέ κατάπληξι, μέ ἀπερίγραπτη χαρά, κατανοώντας τώρα αὐτή τήν κατάστασι, πού χαρακτηρίζεται ἀπό μία θερμότητα ἀγάπης πρός τόν Κύριο-ἡ ἀποκάλυψις τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν φύσι του-.

Ὁμιλώντας τώρα γιά πλάνες, σᾶς ὁμολογῶ τώρα πῶς ἔζησα ἐγώ τήν πλάνη. Εὑρισκόμουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας τήν ἀτμόσφαιρα τήν ἐγνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἤμουν στό σπίτι τοῦ Πατέρα μου, ἀλλά σάν ἕνας ξενητεμένος, ἔζησα τόν πόνο καί τήν χαρά τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τῆς παραβολῆς. Ἔζησα τόν πόνο, διότι ἔχασα τόσο πολύτιμο χρόνο. Ὁμιλώντας γιά πλάνη, ζοῦσα μέσα στήν πλάνη. Ἀλλά μέσα στίς διακυμάνσεις τῆς ζωῆς μου, ἴσως νά μήν εὕρισκα οὔτε τόν δρόμο, ὅμως (στήν ζωή μου ἄφησα μόνο τόν Θεό νά κρίνη) μόνο ὁ Θεός γνωρίζει σέ ποιό μέτρο ἤμουν στήν πλάνη καί σέ ποιό μέτρο ἦτο μέσα μου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ἐγώ ὀνομάζω πλάνη.  Ὁπότε, ἀντικειμενικά, ἡ ἀπομάκρυνσίς μου ἀπό τόν Θεό, εἶναι πλάνη καί ὑποκειμενικά μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τό μέγεθος τῆς πλάνης μου. Διότι, ἐάν δέν ἀπομακρυνόμουν, ἐάν δέν ζοῦσα τήν Ὀρθοδοξία σάν ἕνας νέος προσήλυτος, ἴσως νά μήν ἠμποροῦσα ποτέ νά ἰδῶ τίς πνευματικές της ὡραιότητες καί ὅτι δικαίως αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἀλήθεια τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Δέν πρέπει νά ἔχη οὔτε ὄνομα, δέν ἔπρεπε νά ἔχη οὔτε γεωγραφικά ὅρια, ἀλλά νά εἶναι ὅπως ἐμφανίσθηκε μέ μία παγκοσμιότητα.

Ἐπανερχόμενος στόν διάλογο μέ τούς ἄλλους, νομίζω ὅτι σέ πρώτη θέσι πρέπει νά σεβασθοῦμε τόν ἄνθρωπο ἀκόμη καί μέ τά σκάνδαλά του καί τίς ἀντιδράσεις του, διότι ποιός γνωρίζει ἀπό ποῦ ἔρχονται αὐτά καί ποῦ εἶναι ἡ πληγή; Πολλές φορές ἡ πληγή εἴμεθα ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουμε ἐσφαλμένα αὐτό πού πιστεύουμε. Συνεπῶς, ταπείνωσις! καί, ἐάν εἶναι δυνατόν-καί αὐτό τό αἰσθανόμεθα περισσότερο ἀπό ὅτι νά τό σκεφθοῦμε-στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού δέν ἠμπορεῖ νά εἰπῆ ἕνα λόγο. Ἐάν δέν εἶναι σίγουροι, τούς λέγω γενικά ἕνα λόγο αὐτοῦ τοῦ εἴδους: «Δέν ἠμπορεῖς νά πείσης τόν ἄνθρωπο, μή ζητῆς ἐμπιστοσύνη ἀπό τόν ἄνθρωπο· ἄρχισε μέ τήν προσευχή, ζήτησε ἀπό τόν Κύριο νά σέ πληροφορήση στήν καρδιά σου. Ἐγώ ἠμπορῶ νά εἰπῶ χιλιάδες λόγια, ἀλλά δέν θέλω νά σέ πείσω μέ τά λόγια μου, ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἀργότερα ἴσως σκανδαλισθῆς, ἰδιαίτερα τώρα πού βομβαρδίζεσαι ἀπό κάθε εἴδους ἰδεολογίες καί φιλοσοφίες καί μέ παραχαράξεις τῆς ἱστορίας.

Γενικά, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διετήρησε τήν ἔννοια τῆς ὑποστάσεως, τοῦ προσώπου, τό πρόβλημα πρέπει νά τοποθετηθῆ ὑποστατικά, προσωπικά. Γι᾿ αὐτό, κάθε πρόσωπο πρέπει νά εἰσέρχεται σέ οἰκεῖο καί ἐνδόμυχο διάλογο μέ τόν Θεό. Οὐσιαστικά ἐπανευρισκόμεθα μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, στόν  πραγματικό ἑαυτό μας. Πολλοί προτεστάντες καί ρωμαιοκαθολικοί μοῦ ἀνέφεραν τήν μεταστρο­φή τους στήν Ὀρθοδοξία ἤ στόν Θεό γενικά. Ἐγνώρισα πολλούς προσηλύ­τους, καί, ἄν ἀκόμη δέν ἔγιναν ὀρθόδοξοι, ἀνεγνώρισαν τήν ἐμπειρία πού ἔζησαν ἐκεῖνες τίς στιγμές, πού ἔζησα καί ἐγώ, ὅταν ὁ Θεός μ᾿ ἔπεισε ὅτι ὑπάρχει καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινή. Αὐτή τήν ἐμπειρία τήν διεπίστωσα καί στίς ἐξιστορήσεις τῆς ζωῆς καί τῶν ἄλλων, ὁπότε οἱ δικές τους μαρτυρίες δέν μοῦ χρειάζονται καθόλου καί ποτέ. Εἶδα ὅμως πῶς προσπάθησαν νά πείσουν τούς ἄλλους καί ἀνεγνώρισα τήν οὐσιαστική ἐκείνη στιγμή.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μοναδικός στήν ὕπαρξί του καί ἡ ἐμπειρία τοῦ καθενός ἀπό ἡμᾶς εἶναι ἐπίσης μοναδική. Οὐσιαστικά τήν ἐπιστροφή μου στόν Θεό τήν ἀνεγνώρισα σ᾿ ὅλους αὐτούς, ἔστω κι ἄν ἦτο διαφορετικός ὁ τρόπος τῆς ἐπιστροφῆς τους. Ὁ Θεός μπαίνει σέ προσωπικό διάλογο μέ τόν κάθε ἄνθρωπο.

 

Πῶς βλέπετε τήν σχέσι μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν;

 

Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὀρθόδοξος ἀπό τήν φύσι του, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία, ἔναντι στίς ἐξωτερικές θρησκευτικές ἀποχρώσεις, γιά νά εἰποῦμε ἔτσι, καί ἀπό πολιτιστικῆς, ἱστορικῆς, ἐθνικῆς πλευρᾶς κλπ. εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό εἶδα ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἔζησε ὅλες τίς φιλοσοφίες, δεδομένου ὅτι συνήντησε ὅλες τίς θρησκεῖες καί ὅλες τίς σοφίες καί τίς σκέψεις τοῦ κόσμου καί εἶδε μέ ἔκπληξι πόση ἀλήθεια ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί ὅτι πράγματι ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς φύσεώς του εἶναι ὀρθόδοξος καί πορεύεται φυσιολογικά πρός τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Πάντοτε πότε στόν ἕνα καί πότε στόν ἄλλο τόπο σκανδαλίζεται, ἐάν δέν εὕρη τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἐδῶ πάλιν ἠμποροῦμε νά ὁμιλήσουμε ἀντικειμενικά γιά τό κάθε εἶδος πλάνης καί σκανδάλου, ἀλλά νά εἴμεθα καί προσεκτικοί, διότι τότε, ὅταν γίνεται λόγος γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος πού στέκεται μπροστά μας, δέν γνωρίζουμε ἐάν εἶναι κακός ἤ ἐάν εἶναι ἕνας ἀμνός τοῦ Θεοῦ. Δέν γνωρίζω ἐπίσης ποιός-ἄκουσα τό ὄνομά του πολλές φορές, ἀλλά τό ἐξέχασα· αὐτός ζῆ καί νομίζω εἶναι ἱερεύς, μᾶλλον ἀρχιμανδρίτης-εἶπε ὅτι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἐάν γνωρίζουμε ποῦ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, δέν γνωρίζουμε ὅμως ποῦ δέν εἶναι. Δηλαδή, ἐάν ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά εὕρουμε, νά εἰποῦμε ποιά εἶναι ἡ ἀπλανής φιλοσοφία, δέν ἠμποροῦμε νά κρίνουμε βλέποντας τόν ἄνθρωπο ὑποκειμενικά, ἐάν εἶναι ἤ ὄχι οὐσιαστικά ὀρθόδοξος.  Αὐτό μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει. Γι᾿ αὐτό εὑρῆκα σ᾿ ὅλες τίς θρησκεῖες, στήν φύσι καί στήν φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων τάσεις πρός τήν Ὀρθοδοξία. Βέβαια εἶναι σαφές ὅτι πολλοί μπορεῖ νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι ὅλοι ἔχουν τήν ἀλήθεια. Ναί, ὅλοι δέν ἔχουν πλήρη τήν ἀλήθεια, ἀλλά μέρος τῆς ἀληθείας. Ὅμως μία εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια καί ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι μόλις προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐνίοτε εἶναι θαυμαστές στήν βάσι τους. Μέ ποιά ἔννοια εἶναι θαυμαστές; Θαυμάζω πόσο μακριά ἠμπορεῖ νά πάη ὁ ἄνθρωπος στήν διαίσθησί του χωρίς τόν Χριστό, ἀλλά ἀκόμη θαυμάζω τό γεγονός ὅτι οὐδέποτε φθάνει, ὅσο καί νά ποθῆ, στήν πληρότητα τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

 

Γιά τίς χριστιανικές ὁμολογίες ἔχει λυθῆ σαφῶς τό πρόβλημα: Ἄλλο πρᾶγμα ἡ αἵρεσις καί ἄλλο ἡ ἀληθινή ὁδός πρός σωτηρία (Ὀρθοδοξία). Δέν ἠμποροῦμε πλέον νά ὁμιλοῦμε γιά περισσότερες ὁδούς ἤ γιά περισσότερες ἀλήθειες;

 

Ὑπάρχουν δύο μόνο ἀπολύτως καθορισμένα πράγματα, τά ὁποῖα δέν ταιριάζουν πουθενά: ἡ ἀλήθεια καί ἡ αἵρεσις (πλάνη). Ἠμποροῦμε νά ἀναφέρουμε τήν παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Ὁ πλούσιος παρεκάλεσε τόν Ἀβραάμ ν᾿ ἀφήση τόν Λάζαρο νά πάη νά τόν βοηθήση (Λουκ.16,24. Στίς δύο ὅμως αὐτές καταστάσεις ὑπάρχει μέγα χάσμα μεταξύ τους, τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖ νά τό περάση κανείς. Ἀλλά στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος εἶναι «συνοθύλευμα»  ἀκατανόητο καί ἀπερίγραπτο, διότι μπορεῖ νά γίνη μεγάλος ἅγιος ἤ καί μεγάλος διάβολος. Μακριά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία. Καί ὅλοι οἱ ἀβάπτιστοι, ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστι, εἶναι στήν πλάνη τοῦ διαβόλου, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει μπῆ στήν ψυχή τους νά τούς καθαρίση καί διώξη τόν διάβολο ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἔχουν τήν δυνατότητα νά σωθοῦν, ἐάν τό θελήσουν. Οἱ Χριστιανοί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, δέν ἔχουν πληρότητα τῆς Χάριτος, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἔχουν πληρότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς  Μίας, Ἁγίας  καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας.


 

Καί πότε γίνεται λόγος γιά τήν πίστι, σάν ἀλήθεια, σάν δόγμα;

 

Στήν ζωή μας τά ἔργα μας πρέπει νά εἶναι φανερά καί ν᾿  ἀκολουθοῦν φυσικά τήν πίστι.

 

Γιατί θεωρεῖτε τίς νεοπροτεσταντικές θρησκευτικές ὁμάδες ἀπό τίς ὁποῖες ἄλλωστε καί περάσατε, ὅτι εἶναι πράγματι μία πλάνη;

 

Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι εἶναι μία πλάνη διαβολική, διότι ἐάν δέν ἦτο πλάνη, ποιός ὁ λόγος νά μέ ὁδηγήση καί πάλι ὁ Χριστός στήν Ὀρθοδοξία; Καί πῶς ἠμπορεῖ νά σταθῆ μία «ἐκκλησία» χωρίς τήν ἀποστολική διαδοχή καί τήν ὕπαρξι τῶν σωστικῶν Μυστηρίων;. Πῶς ἠμπορεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο, ἐφ᾿ ὅσον δέν ὑπάρχει ἱερωσύνη, ἡ ὁποία θά μεταφέρη τήν Χάρι ἐκ τῶν Ἀποστόλων στόν σημερινό ἄνθρωπο; Τά λεγόμενα μυστήρια πού ὑπάρχουν σέ μερικές προτεσταντικές ὁμάδες, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τους, δέν φέρουν τήν θεία Χάρι, δέν σώζουν, ἀλλά εἶναι ἁπλές ἀναμνηστικές τελετές. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀνάγεται τόν 16ον αἰῶνα. Ὅλες, λοιπόν, οἱ θρησκευτικές προτεσταντικές Κοινότητες δέν ἔχουν ἁποστολικές ρίζες, δέν ἔχουν τήν ἀρχή τους ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ἀπό τόν Μαρτίνο Λούθηρο, ὁ ὁποῖος ἐξῆλθε ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία του, τήν πολέμησε καί ὡδήγησε τούς ὁπαδούς του στήν ἀναρχία καί στό χάος. Στό ἴδιο χάος ἔχει ὁδηγήσει καί ὁ πάπας τήν ἐκκλησία του, ἀπό τήν στιγμή πού χωρίσθηκε ἀπό τόν κορμό τῆς Μίας καί Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας καί ἐθεοποίησε διά δόγματος τόν ἑαυτό του. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία του δέν σώζει, διότι τήν σωτηρία τήν λαμβάνει αὐτός πού ἔχει Θεό καί Σωτῆρα τόν Χριστό καί ὄχι ἕνα ἄνθρωπο. Στόν προτεσταντισμό κάθε προτεστάντης εἶναι πάπας, διότι ἑρμηνεύει καί ἀποφαίνεται σάν τόν ἀλάθητο πάπα τῆς Ρώμης, καταδικάζοντας κάθε ἄλλη διδασκαλία καί Κοινότητα ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἰδική του.

 

Ὅταν εὑρίσκομαι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζῶ ἕνα σύμπλεγμα (κόμπλεξ) μειονεξίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλησίας ἔναντι τῆς ρωμαιοκαθολικῆς. Δέν θά ἐγκα­ταλείψω ποτέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά, παρα­κα­λῶ, ἐνισχύ­σα­τέ­ με σ᾿ αὐτή τήν ὀρθόδοξη πίστι.

 

Κατ᾿ ἀρχήν, ἔτσι ὅπως λέγω σ᾿ ὅλους αὐτούς πού ἔρχονται νά ἐνισχυθοῦν ἤ σ᾿ αὐτούς πού θέλουν νά ἐγκαταλείψουν τήν παλαιά πίστι τους γιά κάποια ἄλλη (προφανῶς, ἔχω συναντήσει πάρα πολλούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ἔλθουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό ἄλλες «ἐκκλησίες»ἤ ἀκόμη καί ἀπό τήν ἀπιστία· μάλιστα ἔρχονται ἀκόμη καί ἀπό τόν παγανισμό, διότι συνάντησα μερικούς), ἐνίσχυσι, χωρίς νά ἠμπορῶ νά κάνω κάτι τέτοιο ἐγώ.

Συζητῶ μαζί σας, σᾶς μεταδίδω μερικά πράγματα, τά ὁποῖα ἔζησα κι ἐγώ, ἀλλά ζητῶ τόν Κύριο, ζητῶ ἰδιαιτέρως τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι Αὐτός θά σᾶς ἐνισχύση πνευματικά. Καί ἀρχίζω νά λέγω τά ἑξῆς: Γιά τήν πνευματική ἐνδυνάμωσι τῆς ψυχῆς μας χρειάζεται πρῶτα-πρῶτα ἡ προσευχή. Ἡ ψυχή πού σκέπτεται αὐτά, πού ἔχει αὐτές τίς ἐσωτερικές παρορμήσεις, παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Σύ, Κύριε, ἐάν εἶσαι ἡ Ἀλήθεια καί ἐάν μέ ἀκοῦς, Ἐσύ νά μοῦ ἀνοίξης τόν δρόμο, Ἐσύ νά θεμελιώσης τήν ψυχή μου καί τήν πίστι μου ἐπάνω στήν ἀλήθεια, ἔτσι ὥστε νά μή ἀμφιβάλλω ποτέ καί γιά τήν ἐκλογή τήν ὁποία κάνω στήν ζωή μου, ποτέ νά μή μετανοήσω, μέχρι τόν θάνατό μου».

Καί, ὅταν ἀπαγγέλλω αὐτή τήν προσευχή, ξέρει ὁ Κύριος ὅτι ἡ προσευχή μου αὐτή εἶναι τώρα καί γιά ἐσᾶς ὅλους, πού θέλετε νά σᾶς ἐνισχύση.

Νά μή μᾶς πιάνη τό ἐγωϊστικό πεῖσμα νά φθάσουμε σέ μιά κατάστασι ἠθική καί τέλεια, ἀλλά νά ζητᾶμε διά τῆς προσευχῆς, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά θεμελιώση σ᾿ ἐμᾶς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ζωή, τήν ὁποίαν Αὐτός ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτει σ᾿ ἐμᾶς, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα πρόβλημα ἠθικῆς φύσεως ἤ κοινωνικό, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή μας ἐν Χριστῷ.

Ἡ ἐκπλήρωσις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἔργο σχεδόν ἀδύνατον μέ μόνες τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἔρχωνται νέοι σέ μένα καί μοῦ λέγουν:  «Εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά προσευχηθῶ καί ν᾿ ἀλλάξω», ἐγώ τούς ἀπαντῶ: «Δέν εἶναι καθόλου δύσκολο· εἶναι τελείως ἀδύνατον!» Ἀλλά γιά νά καταλάβης, Ψυχή μου, γιατί σοῦ εἶναι τόσο δύσκολο, πρέπει νά γνωρίζης ὅτι αὐτό πού προσπαθεῖς νά κάνης εἶναι ἀδύνατον γιά σένα τόν ἴδιον καί γι᾿ αὐτό μ᾿ ἐρωτᾶς: «Πῶς νά φθάσω κάποτε σ᾿ αὐτήν; Ἡ λύσις στό πρόβλημα τῆς προσευχῆς εἶναι καί πάλι ἡ προσευχή. Καί ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι» (Λουκ.18,27) μᾶς ἔδωσε μία ὑπόσχεσι· πιστεύω ὅτι ἠμποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε μιά τέτοια ὑπόσχεσι καί νά ζητήσουμε  νά κάνη Κύριος στήν ψυχή μας, αὐτό τό ὁποῖον εἶναι ἀδύνατον νά τό κάνη ὁ ἄνθρωπος.

Γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς πίστεώς μας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θά ἐνθυμηθῶ τόν λόγο ἑνός  ρώσου θεολόγου (τοῦ Σεργίου Μπουλγκάκωφ)7,­ ­­ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πείθει τόσο, ὅσο γοητεύει, δηλαδή προσελκύει ὁλόκληρη τήν καρδιά καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐγώ θά ἤθελα νά συνυπογράψω τόν λόγο του αὐτόν, λέγοντας ὅτι αὐτή ἦτο καί ἡ δική μου ἐμπειρία. Σᾶς ὡμίλησα γιά τήν κρίσι τήν ὁποία ἐπέρασα, πού ἦτο πολύ περισσότερο ἀπό μία διανοητική πεποίθησι καί πρέπει νά σᾶς εἰπῶ ὅτι αὐτή ἡ κρίσις εἶναι μία βίωσις, διότι ἐγώ τότε ἀναζητοῦσα διανοητικά κριτήρια.

Τά κριτήρια μοῦ τά ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλά δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ. Καί αὐτή ἡ ὁδός εἶναι ἡ ὁδός τῆς ἐμπειρίας. Ὅταν ἀποκαλύπτεται «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» ἡ γοητευτική ἀλήθεια, δηλαδή ἡ αἴσθησις τῆς ἀληθείας ἀπό ὅλη τήν ὕπαρξι μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστέων. Καί αὐτή εἶναι ἡ δύναμις τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ὁποία αἰσθάνθηκα πολλές φορές. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει μία σχετική ἀλήθεια ἤ μία ἀλήθεια μεταβλητή, οὔτε μία τεθλασμένη ἤ «ἐκτροχιασμένη», ὅπως εὑρῆκα τίς ἀλήθειες σ᾿ ὅλες τίς ἄλλες θρησκευτικές ὁμολογίες καί θρησκεῖες, ἀπό τίς ὁποῖες ἄκουσα πολλές θρησκευτικές διδασκαλίες, ἀλλά ἡ πλήρης ἀλήθεια, πού εἶναι καί ἀλάνθαστη, ἀνήκει στήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.

Ὁπότε, ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ γοητευτική ἐσωτερική ἕλξις, τήν ὁποία αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλη τήν ὕπαρξί του. Κατ᾿ ἀρχήν ἑλκύονται ἡ ψυχή καί ἡ καρδία καί στήν συνέχεια ἀποδέχεται τήν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς. Διότι στά πνευματικά ὁ νοῦς συγκατατίθεται πιό ἀργά. Ὅμως μή σκανδαλίζεσθε ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια μου. Ζητεῖ ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές μία λογική ἀπόδειξι, ἀλλά ἡ λογική ὁμοιάζει μέ ράφια μέσα στά ὁποῖα βάζεις κάτι· ἐξαρτᾶται τί βάζεις. Λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι στήν λογική δέν ὑπάρχει τό θαῦμα. Ἀλλά ἐάν ἔχης ὑπαρκτή ἐμπειρία τοῦ θαύματος, ἡ λογική μεταμορφώνεται ἤ μεταβάλλεται, προοδεύει καί τότε περιέχεται μέσα καί τό θαῦμα. Ἀλλά τό θαῦμα δέν ἠμπορεῖς νά τό βάλης στό ράφι ὅπου εἶναι, νά εἰποῦμε, τῆς πληροφορικῆς, ἀλλά στό ράφι ἐκεῖνο, ὅπου εὑρίσκεται ἡ πίστις. Καί ἡ λογική «ἀναπτύσσεται καί μεγαλώνει». Νέα δωμάτια καί ράφια προστίθενται, δέν εἶναι ἔτσι; Καί αὐτά εἶναι οἱ καινούργιες ἐμπειρίες πού ἔρχονται σταδιακῶς. Συνεπῶς, πρώτη εἶναι ἡ ἐμπειρία, ἡ διαννόησις  καί ἡ λογική ἔρχονται κατόπιν καί ἐξηγοῦν τό φαινόμενο τῆς ἐμπειρίας, ἀλλά στήν ζωή μας πολλά ἐξηγοῦνται πολύ ἀργότερα. Πολλές φορές ἔχετε ἀκατανόητα μέ τήν λογική βιώματα σέ διάστημα πολλῶν ἐτῶν ἤ καί δεκάδων ἐτῶν καί μετά ἀπό 10 χρόνια, γιά παράδειγμα, ἔρχεται ἡ λογική ἐξήγησις τῆς ἐμπειρίας.

Ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τήν οὐσία ἤ τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης διά τοῦ βιώματος. Δέν μᾶς τό ἐξήγησε, πού λέγομε, μέ τό δάκτυλο, ἀλλά ὁ Θεός ἐνηνθρώπησε, μπῆκε στήν ἱστορία μας, ἔζησε τήν ζωή μας καί ἀπέθανε τό ἰδικό μας θάνατο καί μᾶς ἔδωσε, πρώτη φορά στήν ἱστορία, ἔργα τά ὁποῖα δέν ὑπῆρχαν μέχρι τότε στόν ἄνθρωπο: Τήν Ἀνάστασι, τήν Ἀνάληψι καί τήν ἐγκαθίδρυσί Του στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ὁ Ἰησοῦς ὄχι μόνον ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός (σάν Υἱός οὐδέποτε ἀποχωρίσθηκε ἀπό τόν Πατέρα). Διά τοῦ Ἰησοῦ, ὡς ἀνθρώπου κάθισε καί ὁ ἄνθρωπος δυνάμει στά δεξιά τοῦ Πατρός! Δηλαδή ἐμεῖς καθήμεθα στά δεξιά τοῦ Πατρός. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἀνθρωπολογία, τήν ὁποία μᾶς ἀπεκάλυψε στό πρόσωπό Του ὁ Ἰησοῦς.

Ναί, ἴσως εἴμεθα πιό μικροί καί πιό πτωχοί πνευματικά ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά σκέπτομαι καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει ὅτι, ἡ μαγιά στήν ζύμη εἶναι μικρή ποσότης, ἀλλά ζυμώνει ὅλη τήν ζύμη καί χωρίς τήν μαγιά δέν γίνεται καθόλου τό ψωμί. Ἔτσι ἀκριβῶς δέν πρέπει νά κλονιζόμεθα κι ἐμεῖς, ὅταν βλέπουμε ὅτι εἶναι μικρή καί ταπεινωμένη ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ἀκόμη κι ἄν ἐμφανίζεται τό ἔργο τοῦ Θεοῦ μικρό στήν Ὀρθοδοξία, στήν πραγματικότητα εἶναι πολύ μεγάλο, μόνο πού ὁ ἄνθρωπος δέν τό βλέπει. Ἔχουμε τμήματα ἀπό τήν μεγαλειότητα αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ, τμήματα ἀπό τά ὁποῖα θά ἐπονομάσω μερικά, γιατί τά ἔχω τώρα στήν σκέψι μου.

Μία παράδοσι τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους λέγει ὅτι, ἐάν μία ψυχή σώζεται μετά θάνατον, καί φθάνει στήν ζωή, οἱ πρόγονοί της μέχρι τήν δωδεκάτη γενεά κοινωνοῦν (λαμβάνουν πνευματικά ὠφέλη) ἀπ᾿ αὐτή τήν νίκη. Λαμβάνουν ἕνα τμῆμα ἀπό τήν ζωή του καί ἄν ἀκόμη αὐτοί οἱ ἴδιοι δέν ἐσώθησαν, ἠμποροῦν νά  σωθοῦν, μέσῳ αὐτῆς τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εὑρῆκε τήν σωτηρία. Ὁ π. Σωφρόνιος ἐξηγεῖ ὡς ἐξῆς αὐτή τήν παράδοσι: Αὐτός πού εὑρῆκε τήν σωτηρία, αὐτός πού μετενόησε, εὑρῆκε τήν ζωή. Ἐάν ἐγώ, ὁ ὁποιοσδήποτε ἐγώ, εὕρω τήν ζωή, σέ μένα καθαρίσθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μου, τίς ὁποῖες ἐκληρονόμησα. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες, πού φθάνει ἡ ἐπιρροή τους μέχρι τήν τρίτη γενεά (Ἔξοδ.20,5). Ἀλλά αὐτοί οἱ μοναχοί τοῦ Ἄθωνος διδάσκουν ὅτι μέχρι τήν δωδέκατη γενεά τῶν προγόνων τους βοηθοῦν μέ τήν προσευχή τους, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἐνεργεῖ μόνον μέχρι τήν τρίτη ἤ καί τήν τετάρτη γενεά.

Πολύ μεγαλύτερο εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀπό ὅσο φαίνεται. Καί πιστεύω ὅτι ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Κύριο, διότι γνωρίζει Αὐτός τί κάνει, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς δέν βλέπουμε, ἔστω κι ἄν στά μάτια μας δέν ὑπάρχει ὁρατότης, διότι Ἐκεῖνος γνωρίζει τί κάνει. Ὁ Κύριος δέν μᾶς ἐρωτᾶ, ὅμως γνωρίζει καλλίτερα ἀπό ἐμᾶς τό πρακτέο. Καί πιστεύω ὅτι, ἐάν ἐμεῖς ζοῦμε ταπεινά τήν ζωή μας μέ τήν ἀληθινή ἔννοια, αὐτή ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ ἀνοικτή πόρτα τῆς ἀγάπης καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Κυρίου. Ὁπότε, ζώντας μέσα στήν ἀγάπη, ζώντας στήν κατανόησι τοῦ πλησίον, τόν κατανοοῦμε καί ὅταν ἁμαρτάνει (ἐπειδή κι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός καί δέν πρέπει νά κρίνω) ἐκπληρώνοντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γίνεται στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς ἕνα ἔργο τοῦ ὁποίου τήν μεγαλειότητα δέν ἠμποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε. Μᾶς δίνει ὁ Θεός στιγμές ὁράσεως ἀπ᾿ αὐτά γιά νά παίρνουμε κουράγιο. Ἀλλά, ἐπειδή στήν ζωή αὐτή δέν ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε ὅλη τήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ, ἱκανοποιούμεθα μ᾿ αὐτές τίς στιγμιαῖες πνευματικές ἐμπειρίες, μέσῳ τῶν ὁποίων θεμελιώνουμε πολύ καλλίτερα τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό καί τήν ἐμπιστοσύνη ὅτι θά ζυμωθῆ τό ζυμάρι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐπειδή καί ὁ Κύριος, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τό τέλος τοῦ κόσμου λέγει: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ...ὁρᾶτε μή θροεῖσθε· δεῖ γάρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστί τό τέλος...καί κηρυχθήσεται τοῦτο τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, καί τότε ἥξει τό τέλος» (Ματ.24, 4,6,14). Ὁπότε καί ἐμεῖς νά μή σκανδαλιζώμεθα γιά τά πράγματα πού ἔρχονται, διότι ὅλα τά ἔργα εὑρίσκονται ἀοράτως στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός κάνει τό ἔργο Του στήν ἱστορία καί ἡ δύναμίς Του εἶναι φοβερά καί, ὅταν θά ἐκπληρώση τό ἔργο Του γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τότε θά ἔλθη τό τέλος. Τότε θά βάλη τέρμα στήν ἱστορία, μία χρονική στιγμή πού ἡ τραγωδία της δέν θά ἔχη ὁμοιότητα μέ κάποια ἄλλη καί ἡ ὁποία θά εἶναι τό τέλος τῶν αἰώνων.

 

Τί πνευματικές συμβουλές ἀπευθύνετε στούς νέους πού ἐπιθυμοῦν νά ὑπηρετήσουν τήν Ἐκκλησία;

 

Δέν ξέρω τί ἀκριβῶς πρέπει νά εἰπῶ γιά τούς νέους πού ἑτοιμάζονται νά ὑπηρετήσουν τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μοῦ ἦλθε τώρα στό μυαλό μία σκέψις. Σκέπτομαι στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή πού λέγει ὅτι ὁ Ἀρχιερεύς μας, ὁ Χριστός, δέν εἶναι ἕνας ὁ Ὁποῖος δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβη τήν ἀδυναμία μας, διότι καί αὐτός ὁ Ἴδιος πειράσθηκε, ὅπως καί ἐμεῖς (Ἑβρ.2,18), παρότι Αὐτός ἦτο ἀναμάρτητος. Καί ἐπειδή πειράσθηκε, πέρασε ἀπό τήν ζωή μας, μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἐλεήμων Ἀρχιερεύς, ὁ ὁποῖος γίνεται ἐξιλασμός γιά τίς ἁμαρτίες μας.

Δέν γνωρίζω καλά τήν Γραφή στά ρουμανικά. Στήν Ἀγγλία ἐπί πολλά χρόνια δέν εἶχα Γραφή στά ρουμανικά καί σκέπτομαι: Ἠμποροῦν νά εἶναι ὑπηρέτες τῆς Ἐκκλησίας ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καί διάκονοι, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀκριβῶς καί ὁ μεγάλος μας Ἀρχιερεύς Χριστός; Εἶδα πολλές φορές στήν ζωή ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀφήνει νά πειραζώμεθα, νά ἀγωνιζώμεθα μέ κάθε εἴδους ἔργα, ἀλλά τίς στιγμές τῶν πειρασμῶν δέν πρέπει νά χάνουμε τήν ψυχραιμία μας, νά μή ἀπελπιζώμεθα, ἐπειδή δέν ὑποφέρω μόνο ἐγώ ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν εἶναι μόνο ἡ δική μου στενοχώρια, τήν ὁποία ἐνίοτε δέν ἠμπορῶ νά τήν ὑπομέινω, ἀλλά εἶναι ἡ στενοχώρια καί ὁ πόνος ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Καί, κλονισμένος ἀπό τήν ἁμαρτία μου, εἴτε τήν ἐνίκησα εἴτε νικήθηκα ἀπ᾿ αὐτήν, περνῶντας μέσα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί ἀδικίες, ἔρχομαι στήν θέσι νά καταλαβαίνω τόν πλησίον μου. Ἔτσι ἀρχίζει νά προβάλλεται ἡ δεύτερη ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματ.22,39). Ὁ πλησίον σου εἴτε εἶναι καλός εἴτε κακός, εἴτε ἁμαρτωλός εἴτε ἅγιος, εἴτε ἀπό ὁπουδήποτε εἶναι, εἶναι ἕνας ἄλλος, δεύτερος ἑαυτός μου· ἐσύ εἶσαι ἕνα «ἐγώ», ἐσύ μέ γνωρίζεις μέχρι τέλους. Καί ἐγώ σέ γνωρίζω οὐσιαστικά· δέν εἶναι ἀνάγκη νά συναντηθοῦμε γιά νά γνωρισθοῦμε.

Κάποτε, ὅταν ἤμουν στό Ἅγιον Ὄρος, πρίν πολλά χρόνια, ἔμεινα ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν θέρμη μέ τήν ὁποία μέ ὑποδέχθηκαν οἱ μοναχοί. Τί φιλόξενοι πού ἦσαν! Τί κατανόησι ἔδειχναν στούς προσκυνητές! Καί εἶπα σ᾿ ἕνα μοναχό:

-Ὁπουδήποτε καί ἄν ἐπῆγα ἐδῶ, εἴτε σέ μοναστήρι εἴτε σέ σκήτη καί κελλί, ὅποιονδήποτε καί ἄν ἔβλεπα, ἐνόμιζα ὅτι τόν ἐγνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Τί μοῦ ἀπήντησε ὁ μοναχός:

-Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι γνωριζόμεθα, πρίν νά γνωρισθοῦμε σωματικά.

Καί κατάλαβα ὅτι ἦτο ἀληθινός ὁ λόγος του. Οὐσιαστικά γνωριζόμεθα, ὅσοι ἰδιαίτερα ζοῦμε μέ τήν προσευχή.

Τό ρουμανικό μας Ἔθνος ἐπέρασε πολλές δοκιμασίες καί συμφορές. Ἐγώ στήν παιδική μου ἡλικία, ἔχοντας μητέρα ἀγγλίδα, μέ δυνατότητες ν᾿ ἀναχωρήσω στήν Δύσι, ἤθελα καί προσευχόμουν νά γλυτώσω (ἀπό τόν διωγμό τότε τοῦ καθεστῶτος) Καί μοῦ τό ἔδωσε ὁ Κύριος καί λυτρώθηκα. Καί τώρα, αἰσθάνομαι κἄπως ντροπιασμένος. Αἰσθάνομαι ἄσχημα διότι δέν ἔζησα κοντά καί μαζί μέ τίς δικές σας ταλαιπωρίες. Σκέφθηκα ὅμως ὅτι δέν ἐξῆλθα ἀπό τήν Χώρα μας, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαίτερα τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Σκέφθηκα ὅτι ἴσως ἦτο μία πρόνοια, ἰδιαίτερα βλέποντας ὅτι ὁπουδήποτε πηγαίνεις νά κλονίζεσαι ἀπό τά ἴδια τά πράγματα. Τό πᾶν εἶσαι ἐσύ καί ὁ κόσμος εἶναι ὁ ἴδιος, ὁπουδήποτε καί νά ἔζησα. Εἶδα μέ πολλούς τρόπους ὅτι αὐτό τό ὁποῖο συμβαίνει ἐδῶ, αὐτό πού συμβαίνει στήν Ρωσία, συνέβαινε καί στήν Δύσι, ἀκόμη καί μέ καλή θέλησι. Διότι ἡ Δύσις δέν εἶχε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ὀρθόδοξη. Μή ἔχοντας Ὀρθοδοξία, πνευματικότητα ἡ Δύσις δέν εἶχε τήν δύναμι νά στηρίξη τόν κόσμο καί γι᾿ αὐτό στήν Δύσι ἀνοίχθηκαν ἐκκλησίες μέ ζῆλο, οἱ ὁποῖες στό τέλος μετετράπηκαν σέ μαγαζιά ἤ ἐγκαταλείφθηκαν...Συνέβη ἕνα εἶδος ἀπομακρύνσεως, ἀληθινά οὐσιαστικό, πιστεύω ὅτι λίγο θά ἠμπορέσετε νά καταλάβετε ἀπό τό λίγο διάστημα πού ἔζησα μαζί σας στήν παιδική μου ἡλικία καί ἀπό τήν ἐμπειρία τήν ὁποία ἀπεκόμισα στήν Δύσι. Ὁπότε ἐκεῖ δέν ἦτο τίποτε εὔκολο.

Στήν Δύσι σοῦ ἐδημιουργεῖτο ὁ λογισμός ὅτι ἠμπορεῖς νά κάνης ὅ, τι­ θέλεις, ἀλλά αὐτό σέ ἐμπόδιζε νά εἶσαι μέ τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό. Σ᾿ ἐμᾶς γιά παράδειγμα, εἶχε ἐξαπλωθῆ ἡ ἰδέα ὅτι τό πᾶν εἶναι ἐπιτρεπτό νά γίνεται, ἀπό τόν σατανισμό μέχρι τήν ἀρχαία φιλοσοφία· μόνον ἡ ταπείνωσις, ἡ μετάνοια καί ἄλλες πνευματικές ἐργασίες σάν αὐτές ἐθεωροῦντο ἀπαγορεύσιμες. Ψυχολογικά ἦσαν σάν ἐμπόδια στήν ζωή μας. Καί ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, ἐθεωρεῖτο ἀπηρχαιομένη μορφή. Διότι ὑπῆρχαν πολλοί χριστοί-καί δέν ὁμιλῶ μόνο γιά τούς ἀντιχρίστους πού ἐξαπατοῦν τόν κόσμο-ἀλλά μέ ἐσφαλμένες περί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ ἰδέες.

Ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο: Ἡ Δύσις ἔρχεται καί σ᾿ ἐμᾶς μέ ὅλα τά δικά της ἔργα, ἀλλά ἐσεῖς ἐδῶ στήν Ἀνατολή ἔχετε ἕνα θεμέλιο, τό ὁποῖον ἐγώ αἰσθάνθηκα, παρότι δέν τό ἔζησα στήν παιδική μου ἡλικία. Καί αὐτό εἶναι ὅτι ἔχετε δίπλα σας τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, θέλω νά εἰπῶ, μᾶς δίνει μερικές ἐνέργειες, διά τῶν ὁποίων κατανοοῦμε σίγουρα καί μόνοι μας συγκεκριμένα πράγματα. Μόνος μου κατάλαβα (μέχρι τήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ἤμουν στήν Ρουμανία) ὅτι δέν ὑπῆρχε ἡ παραμικρή ἀντίθεσις μεταξύ τῆς βιβλικῆς θεωρίας γιά τήν δημιουργία καί τῶν ἐπιστημονικῶν ἰδεῶν στό μέτρο στό ὁποῖο κατόπιν αὐτές ἦσαν ἀληθινές (διότι δέν εἶναι καθόλου ἀληθινές, ὅτι εἶναι μόνο θεωρίες, ὅτι εἶναι γιά παράδειγμα ἐξελίξεις, κι αὐτό τό κατάλαβα ἀργότερα). Ἡ Δύσις ὅμως δέν κατενόησε αὐτά τά πράγματα. Ἦτο σκανδαλισμένη σέ κάθε «ἐπιστημονική» θεωρία καί σέ κάθε βῆμα τῆς ἀνθρώπινης ἐπιστήμης καί ἔτσι οἱ ἄνθρωποι σκανδαλίσθηκαν καί ἐξέπεσαν ἀπό τήν πίστι τους στόν Θεό. Ἐνῶ, ἐάν θά ἦσαν ὀρθόδοξοι, δέν θά ἠμποροῦσαν νά συμβοῦν αὐτά. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία δίνει πνεῦμα καί ζωή καί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης: «Καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν.1,4). Ἡ Δύσις εἶναι περισσότερο σπουδή καί διανόησις. Τό φῶς τοῦ ἀνθρώπου ὅμως εἶναι ζωή, βίωμα. Γι᾿αὐτό οἱ Πατέρες, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ζητοῦν περισσότερο τά βιώματα παρά τήν διανοητική κατανόησι τῶν πραγμάτων. Γίνεται ὅ,τι λέγαμε προηγουμένως.

Αὐτό πού μᾶς ἐντυπωσίασε, ὅταν ἐπεστρέψαμε στήν Χώρα μας (Ρουμανία) ἦτο ἡ θερμή ὑποδοχή, ἡ θερμότης τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ἡ θερμή ὑποδοχή χρειάζεται νά διατηρηθῆ. Γιά νά κατανοοῦμε ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ τόν λόγο τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε σ᾿ ἐμᾶς καί πού χρειάζεται νά μᾶς κατευθύνη πρός τό φῶς τῶν δύο ἐντολῶν, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Διότι λέγει ὁ Κύριος ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐντολή ἀπ᾿ αὐτή, ἀπό τό ν᾿ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί τόν πλησίον σου. Ἡ διατήρησις τῆς ἀγάπης ὅμως διέρχεται μέσα ἀπό πολλές δυσκολίες, οἱ ὁποῖες μᾶς σκληραγωγοῦν πνευματικά. Μᾶς σκληραγωγοῦν κατά ἕνα τρόπο περίεργο, παράδοξο. Φθάνουμε ψηλά, ὄχι ὅταν αἰσθανώμεθα δυνατοί, ἀλλά ὅταν αἰσθανώμευα ἀδύνατοι, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄Κορ.12,9), τότε εἴμεθα δυνατοί. Εἴμεθα δυνατοί διότι ταπεινούμεθα καί καταλαβαίνουμε τόν πλησίον μας καί μπορεῖ νά γεννηθῆ στήν ψυχή μας στοργή ἀπέναντι στόν πλησίον μας. Διότι ἡ πρός τόν Κύριο ἀγάπη εἶναι στοργική, τρυφερή. Καί τότε, στήν ταπείνωσι καί τήν στοργή γιά τήν ὁποία ὁμιλοῦμε, μπορεῖ νά ἐργασθῆ ὄχι τό πεῖσμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ἄσκησίς μας· τότε ἐργάζεται στόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

 

Πότε μία θρησκεία εἶναι ἀληθινή σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο· στό μέτρο στό ὁποῖο τήν ζῆ; Δέν μποροῦν νά εἶναι ὀλιγώτερο ἀληθινές καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες;  Βοηθεῖ περισσότερο ἡ βίωσις μιᾶς θρησκείας, ὁσονδήποτε πλανεμένη καί νά εἶναι, ἀπό ὅ,τι ἡ Ὀρθοδοξία;

 

Πιστεύω ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος εἶπε, ἀφοῦ ὡμολόγησε πῶς πρέπει νά πιστεύουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστι, ὅτι αὐτός πού δέν πιστεύει κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἐκτός ἀπό πολλές παλαβωμάρες σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ὑπάρχει κίνδυνος ἀπωλείας τῆς αἰωνιότητος. Καί μοῦ ἄρεσε ἡ λέξις «κίνδυνος». Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε πῶς ὁ Θεός σώζει ἤ δικάζει τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ κίνδυνος εἶναι ἐκεῖ, στό συγκεκριμένο, στήν Δύσι. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐπίδειξις εἶναι μόνο ἐπίδειξις καί ὁ κίνδυνος ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἕνα βίωμα ἀρκετά ἐπιφανειακό, ἀρκετά ἀκατανόητο, εἶναι κίνδυνος καί αὐτό πρός ἀπώλεια ψυχῆς. Θέλω νά εἰπῶ, ὅπως εἶδα, ὅτι ἡ φιλοσοφική σκέψις, ἡ πνευματική ζωή στήν Δύσι χρεωκόπησε. Καί εἶδα καθαρά ὅτι τώρα ἡ Δύσις ζητεῖ περισσότερο τήν Ὀρθοδοξία. Ἔλεγε καί ὁ μητροπολίτης Γερμανίας Σεραφείμ (τοῦ ρουμανικοῦ πατριαρχείου) ὅτι ἑκατοντάδες , ἴσως καί χιλιάδες (ἐγώ συμφωνῶ ὅτι κατά χιλιάδες) εἶναι οἱ προσερχόμενοι στήν Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχουν καί αὐτοί πού δέν μεταστρέφονται, ἀλλά ἀναζητοῦν μέ ἀγάπη τήν Ὀρθοδοξία, εἴτε ἐπιδιώκουν μέ ἔντεχνο τρόπο νά ἐκμεταλλεύωνται τήν Ὀρθοδοξία γιά νά τούς δώση τό φρέσκο αἷμα της στό δικό τους ἀναιμικό σῶμα, πού πάσχει ἀπό καρκῖνο καί ἔχει στερηθῆ τήν ζωή. Καί συγχωρέστε με διότι ὁμιλῶ μέ τέτοια θρασύτητα, ἀλλά νομίζω ὅτι πρέπει νά τά εἰπῶ, διότι ἔτσι τά εἶδα καί τά ἔζησα.

Προφανῶς ἡ ἐπίδειξις εἶναι γεγονός ἀνόητο γιά τήν Ὀρθοδοξία. Τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἐπιδεικτικό, δέν εἶναι καθόλου προσηλυτιστικό. Τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐκφραστικό στήν Λειτουργία καί ἐπανέρχεται στήν ἰδέα αὐτή: Προσοχή στόν λειτουργικό λόγο, στόν λόγο τῆς προσευχῆς. Συνεπῶς, τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζεται στήν Λειτουργία. Ἐνθυμηθῆτε τήν φράσι τοῦ Κοινωνικοῦ τῆς Θ. Λειτουργίας: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»! Καί ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί προσπαθοῦμε μέ ταπείνωσι νά γευθοῦμε καί νά ἰδοῦμε ὅτι Καλός εἶναι ὁ Κύριος ἀντί νά καθήμεθα ἐπί τόν ποταμόν Βαβυλῶνος (τῆς Δύσεως) καί νά κλαίωμεν.

 

Ἡ σωτηρία εἶναι μία δυνατότης τοῦ ἀνθρώπου

 

Τί νά κάνουμε γιά νά σωθοῦμε;

 

Ἐνθυμοῦμαι τόν λόγο, τόν ὁποῖον ἤκουσα προσφάτως ἀπό τόν γέροντα Παΐσιο Ὀλάρου, ὅταν ἔκειτο στό κρεββάτι τοῦ θανάτου.  Τοῦ ἐζήτησαν νά δώση μία συμβουλή γιά τόν ρουμανικό λαό. Καί ἐκεῖνος στήν τελευταία του ἀναπνοή εἶπε τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Ματ.24,35).

Ἀναζητεῖτε κάθε λόγο μέσα ἀπό τίς ἅγιες προσευχές, στήν ἐκκλησία καί προσκυνεῖτε (ἐφαρμόζετε) τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό θά ἤθελα νά σᾶς διαβάσω ἕνα λόγο, πού εἶπε ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος σέ μία Ψυχή, πού εὑρισκόταν στήν ἀναζήτησι τῆς προσευχῆς. Μία ἀγγλίδα εὑρισκόταν στά πρόθυρα ἀρνήσεως τῆς προσευχῆς καί τοῦ Θεοῦ, διότι στήν ἐρώτησί της: «Πῶς νά εὕρω τήν προσευχή;» πιεζομένη ἀπό πολλά βάσανα, εἶχε λάβει ἀπό ἄλλους στερεότυπες ἀπαντήσεις. Ἀκούοντας ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος εἶχε πάει στήν Γαλλία, τόν ἀνεζή­τησε καί τόν ἐρώτησε καί αὐτόν. Ὁ π. Σωφρόνιος τῆς ἀπήντησε: «Μέ τόν Θεό δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά εἶσαι πολιτικός. Γύρισε πρός τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι στήν καρδιά σου, ἔτσι ὅπως εἶσαι». Καί εὑρῆκε τόσο δυνατή προσευχή, ὥστε, ἔλεγε γι᾿ αὐτήν ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι ὁλόκληρες ὧρες προσευχόταν μέ τό κεφάλι στήν γῆ. Αὐτό δέν εἶναι ὀλίγο πρᾶγμα γιά ἕνα δυτικό ἄνθρωπο. Ἡ κυρία αὐτή, εἶναι πρίν ἀπό πολύ χρόνο τώρα βαπτισμένη ὀρθόδοξη.

 

Ὑπάρχει κάποια πρόοδος ὅσον ἀφορᾷ τήν κατανόησι τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἐκδηλώνεται αὐτή;

 

Ἡ καλλιέργεια τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, ἐάν καταλαβαίνω καλά, εἶναι ἐπάνω ἀπό ὅλα ἡ καλλιέργεια τῆς καρδιᾶς μας. Περίεργο ἔργο ἴσως!  Ὁ πιό προσιτός τόπος, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο σέ ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο καί ἄν εὑρίσκεται (παιδί, ἐνήλικος, μορφωμένος ἤ ἀγράμματος), ἀπό τήν γέννησί του μέχρι τόν θάνατό του, πού εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ τόπος, ὅπου ἐπιβεβαιώνεται τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ καρδία. Δι᾿ αὐτῆς ὁ Χριστός  αὐτοαποδεικνύεται ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός καί ἄνθρωπος ἀληθινός, δεδομένου ὅτι γνωρίζει, πολύ καλά τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐάν διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή, προσευχώμεθα καί ἀντικρύζουμε τήν ζωή μας ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία, στό μέτρο πού ἔχουμε καταλάβει καί μᾶς ἐξηγήθηκαν ἔστω καί ἐλάχιστα τά στοιχεῖα αὐτά, ἀντιλαμβανόμεθα τό βάθος αὐτῆς τῆς βαθμίδος. Ὅταν ἤμουν παιδί, καταλάβαινα στό ἐπίπεδο τοῦ παιδιοῦ. Ἐάν ἡ ζωή δέν μᾶς ἐξαπατοῦσε τόσο πολύ καί δέν μᾶς ἐκυρίευε ἡ ὑπερηφάνεια, σέ κάθε φάσι τῆς ζωῆς μας, θά καταλαβαίναμε πιό βαθειά. Θά ἤθελα νά σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα. Ὅταν ἤμουν μικρός, εἶχα καταλάβει ὅτι ἔχω μπροστά μου νά ζήσω μιά ὁλόκληρη ζωή, καί ἐάν ζήσω καλά, θά πάω στόν παράδεισο. Ἐάν ζήσω ἐνάντια στόν τρόπο πού μοῦ ὑπέδειξε ὁ Θεός, θά πάω στήν κόλασι.

Ἐάν παραμείνω μέ τήν εἰκόνα αὐτή σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή μου, δέν πραγματοποίησα πολλά πράγματα· εἶναι σωστό, ἀλλά δέν εἶναι ἀληθινό. Τό παιδί δέν ἔχει περισσότερη δύναμι νά κρίνη, ἀλλά ἔχει περισσότερη διαίσθησι, ἡ ὁποία τό βοηθεῖ νά ζήση ἀληθινά καί ἔτσι ἠμπορεῖ νά λάβη τήν Χάρι  τοῦ Θεοῦ πολύ ἔντονα καί βαθειά καί ἐκφράζει γιά τά ἔργα βαθύ θαυμασμό εἴτε μέ ἐρωτήσεις, εἴτε μέ διαπιστώσεις ἤ ἀποκλειστικά καί ἀπό παιδιά. Ἀργότερα αὐτή ἡ εἰκόνα μπορεῖ νά κατανοηθῆ διαφορετικά. Παρακολουθοῦμε ἕνα πρᾶγμα, τό ὁποῖο θά ἠμποροῦσα νά τό εἰπῶ μέ μία  ρουμανική παροιμία: «ὅπως στρώσεις, θά πλαγιάσῃς». Ἐάν καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης δέν εἶναι ἕνας Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐπιλέγει, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε τόν παράδεισο καί κατόπιν τήν κόλασι καί κάνει μία ἐκλογή κἄπως αὐθαίρετη,  καταλαβαίνουμε ὅλο καί περισσότερο ὅτι μόνος του ὁ ἄνθρωπος φτιάχνει τό στρῶμα του καί ἔτσι κινδυνεύει, ὅταν θελήση νά κοιμηθῆ.

 

Ἀγαπητέ πάτερ Ραφαήλ, σάν γυιός τοῦ φιλοσόφου Κωνσταντίνου Νόϊκα, προπαντός σάν ρουμᾶνος, δέν νομίζετε ὅτι εἴχατε περισσότερο ἔργο νά κάνετε ἐδῶ στήν Ρουμανία, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

 

Δέν ἠμπορῶ νά σᾶς ἀπαντήσω καλλίτερα παρά νά σᾶς ὁμολογήσω ἀκόμη μία φορά τήν εὐγνωμοσύνη μου, τήν εὐχαριστία μου γιά τήν ἀγάπη σας καί τήν ὑποδοχή μέ τήν ὁποία μέ δεχθήκατε. Ἐγώ περιπλανήθηκα σάν ἕνας ξένος, σᾶς ἄφησα νά ζῆτε μόνοι σας στίς πιό δύσκολες ἡμέρες τῆς ἱστορίας τῆς Χώρας μας καί ἐπῆγα νά κάνω μία ζωή, ἔτσι ὅπως τήν ἐσκεπτόμουν ἐγώ τότε, πιό εὔκολη καί, ὅπως σᾶς εἶπα γιά τήν ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία, ἐζήτησα ἀπό τόν Κύριο νά ὁμιλήση στήν καρδιά μου σκεπτόμενος ὅτι εἶναι σάν ἕνας Θεός «ἐπαγγελματίας», ὁ Ὁποῖος γνωρίζει καί ἔχει κλειδί τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός.  Ἀλλά ἐπί τοῦ παρόντος, λέγω ὅπως ἔλεγα τότε: «ὅπως θέλει ὁ Κύριος» Ἀλλά βλέπω ὅτι ὁ Παντοκράτωρ σιωπᾶ, ἤ ἴσως ὅτι εἶναι δύσκολο νά πείση τήν «ἀνοησία μου». Ἐμπιστεύομαι ὅμως καί στίς προσευχές σας, διότι, εἶναι δίκαιο νά τό εἰπῶ, μέ «κεραυνοβόλησε» αὐτός ὁ λογισμός καί μένα ἐδῶ ἀρκετές φορές.

 

Σύμφωνα μέ τίς σημερινές πραγματικότητες, πῶς βλέπετε τό θέμα τῆς σωτηρίας; Δύσκολο ἤ εὔκολο;

 

Πάρα πολύ δύσκολο, ἄν ἐνθυμηθῶ καί τόν λόγο τοῦ πατρός Σωφρονίου, πού γράφει σέ κάποιο βιβλίο του: «Εἶναι ἕνα φοβερό προνόμιο», δεδομένου ὅτι, πιστεύουμε ὅτι ζοῦμε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἱστορίας, πού εἶναι ἀνάλογες μ᾿ ἐκεῖνες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ.

Ἡ σωτηρία εἶναι ἕνα ἔργο ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς, ἐάν εἶναι ἀδύνατο, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός τό κάνει ἔτσι καί γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσκολληθοῦμε στήν προσευχή καί στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα στήν Θεία Κοινωνία. Καί ἔτσι αὐτό τό ὁποῖον εἶναι ἀδύνατο στόν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατόν στόν Θεό (Ματ. 19,26).

 

Πάτερ Ραφαήλ, γνωρίζω ὅτι θά σωθοῦμε σάν ἔθνος. Πῶς βλέπετε ἡ Πανοσιότης σας, ἕνας ὀρθόδοξος ρουμᾶνος, ὁ ὁποῖος ζῆ σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Ἀγγλίας τήν σωτηρία σάν ἔθνος;

 

Ἐγώ δέν γνωρίζω ὅτι θά σωθοῦμε σάν ἔθνος. Ὅταν λέγω αὐτό δέν σημαίνει ὅτι περιφρονῶ τήν καταγωγή μας ἤ τά πραγματικά στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά δεθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου μέ τά παρόντα στοιχεῖα, ἐπειδή σέ μιά δεδομένη στιγμή, ἀποχωριζόμεθα ἀπ᾿ αὐτά. Σωζόμεθα σάν ἔθνος; Τί σημαίνει σωζόμεθα σάν ἔθνος; Ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ὁμιλεῖ ὡς πρόσωπο μέ ἐμᾶς. Ἐσύ, Ψυχή, πού ἔκανες αὐτή τήν ἐρωτησι, ἠμπορεῖς νά σωθῆς. Ἴσως νά εἶσαι τάταρος, δέν γνωρίζω· ξέρω ὅτι εἶσαι ρουμᾶνος, ἀφοῦ μέ ἐρώτησες στήν γλῶσσα μας, ἀλλά ἀπ᾿ ὅπου καί νά εἶσαι, ἐσύ εἶσαι αὐτός πού σώζεσαι.

Πρέπει νά ἰδοῦμε στό παρελθόν μέ τί ἐμεῖς συνδεόμεθα καί ἀπό τί χωριζόμεθα. Τό Ἔθνος μας καλεῖται Χριστός. Ἤ, ἐάν θέλης, τό ἔθνος μας καλεῖται Ἰσραήλ, δηλαδή λαός τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμεθα ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ πνευματικός Ἰσραήλ. Καί ἰδού ἐπιστρέφουμε στό θέμα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀληθείας. Πατρίδα μας δέν εἶναι ἡ Ρωσία, ἡ Ρουμανία ἤ ἡ Ἀγγλία, ἀλλά ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ· πατρίδα μας εἶναι αὐτή πού ἔρχεται καί ὄχι αὐτή, ὅπου γεννηθήκαμε. Γεννηθήκαμε σέ μιά «φωλιά», ὅπως τά πουλιά καί ζοῦμε σ᾿ αὐτήν μέχρις ὅτου μεγαλώσουν τά φτερά μας γιά νά πετάξουμε καί ἐμεῖς, μ᾿ ἕνα πέταγμα πρός τήν αἰωνιότητα. Καί πάλι, λέγω, δέν περιφρονοῦμε τό ἔθνος μας. Γιά μένα ἰδιαίτερα, πού γεννήθηκα ρουμᾶνος ἐσήμαινε ὅτι βαπτίσθηκα ὀρθόδοξος Χριστιανός καί γι᾿ αὐτό εἶμαι περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο εὐγνώμων ἀπέναντι στόν Θεό.

Ἀλλά παρατηρῶ ἀκόμη μερικά ἐνδιαφέροντα φαινόμενα. Αἰσθάνομαι πολύ πλησιέστερα ἐσᾶς ἀπό ὅ,τι ὅλα τά ἔθνη στά ὁποῖα ἔζησα μέ πολλή ἀγάπη καί μέ πολλές ἀνέσεις, κατά τίς περιπλανήσεις μου. Εὑρίσκομαι πολύ πιό κοντά σας, κατά τέτοιο τρόπο πού ἀκόμη καί τά ὀστᾶ μου πού, λόγῳ τῆς ἡλικίας μου, μέ βαρύνουν καί μέ πονοῦν, παρηγορήθηκαν, ὅταν ἄρχισα νά πετῶ πάνω ἀπό τά ρουμανικά μας τοπία καί τό ἔδαφός μας.

Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐρώτησι. Ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος μᾶς τοποθετεῖ γιά τούς λόγους τούς ὁποίους Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἐκεῖ γίνεται καί ἡ σωτηρία μας. Καί ἡ σωτηρία εἶναι-ἐπανέρχομαι στόν προηγούμενο λόγο μας, τόν ὁποῖον γνωρίζεις-ἡ ἐπιστροφή μας στήν φύσι μας. Μένουμε ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα ἐδῶ στήν γῆ, ὅπως σύντομο ἦτο καί τό διάστημα στήν κοιλία τῆς μητέρας μας. Ἀποθάναμε ὡς πρός τήν ζωή μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας μας γιά νά γεννηθοῦμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πού εἶναι ὑπαρκτή, ἀλλά ἀκόμη δέν εἶναι ὕπαρξις.

Παρατηρεῖστε συγκεκριμένα τί εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ, ὅταν τοῦ ἔδωσε ἕνα ὄνομα· δέν τοῦ εἶπε: «Δέν ὑπάρχω»-μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια οἱ ἀθέοι ἴσως νά ἔχουν δίκαιο ὅτι: «Δέν ὑπάρχει Θεός». Ἀλλά εἶπε στόν Μωϋσῆ: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ὑπάρχων»(Ἔξοδ.3,14) καί αὐτό τό «ἐγώ εἶμαι ὁ ὑπάρχων», λέγει ὁ π. Σωφρόνιος σημαίνει: «'Εγώ εἶμαι ὕπαρξις» καί μέσα σ᾿ αὐτή τήν ὕπαρξι γινόμεθα καί ἐμεῖς τό ἴδιο. Ἡ ἐπί τῆς γῆς ζωή μας, ἡ ἐνταῦθα παρουσία μας, εἶναι μία δεύτερη κυοφορία· θά ἠμποροῦσα νά εἰπῶ μία κυοφορία πνευματική, στήν ὁποία μέ τήν ἐλευθερία του ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός νά τοῦ ἀποκαλυφθῆ στήν ζωή του ὁ Θεός. Καί ἐμεῖς εἴμεθα προωρισμένοι νά γίνουμε ἕνα μέ τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Πῶς; Πεθαίνοντας σιγά-σιγά ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Σκεφθῆτε ἀκόμη ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἕνας θάνατος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, διότι πεθαίνουμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο γιά νά γεννηθοῦμε κατά τόν νέο ἄνθρωπο, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Ρωμ.6,3-6).

Συνεπῶς, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς μας ἡ ἐπιστροφή μας στήν ἀληθινή ὕπαρξι εἶναι ὁ θάνατος. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος πῶς νά κόπτουμε τόν ὀμφάλιο λῶρο μέ τόν κόσμο, διά τῆς ἀποξενώσεώς μας ἀπό τόν κόσμο. Καί τότε, ὁ θάνατος δέν εἶναι διόλου τραγωδία, ἀλλά συμπλήρωσις καί δόξα καί, ὅπως λέγεται στήν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς, «μετάθεσις ἐκ τῶν λυπηρῶν πρός τά χαροποιά, πρός τήν ζωή καί συμπλήρωσι». Μία προτροπή τῆς Θείας Λειτουργίας μᾶς ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτό τό πρᾶγμα: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας. Ἔχομεν πρός τόν Κύριον». Καί πρέπει νά ὑπερβοῦμε, μᾶς λέγει ὁ Κύριος, ὄχι νά περιφρονήσουμε, ἀλλά νά ἀνέβουμε καί νά ὑψωθοῦμε ἀπό ὅλες αὐτές τίς χοϊκές σχέσεις, διότι λέγει πάλιν ὁ Κύριος: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Ματ.24,35). Δηλαδή, ἐάν ἐσύ ἄνθρωπε, θέλης αἰωνιότητα, σοῦ λέγω Ἐγώ ἀπό ποῦ πρέπει νά προσκολληθῆς: ἀπό τόν λόγο μου, πού εἶναι αἰωνιότης.

Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ τώρα ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονός. Στά τελευταῖα δύο χρόνια συμμετεῖχα σ᾿ ἕνα συνέδριο τῆς ὀρθοδόξου Νεολαίας τῆς Δύσεως. Κουρασμένος πάρα πολύ (τόσο ὥστε δέν ἔβλεπα καλά  ἀπό τή ν κούρασι), ἀναζητοῦσα στό σταθμό τῶν τραίνων τοῦ Παρισιοῦ μία ἀποβάθρα, ἀπό ὅπου θά ἔπαιρνα τό τραῖνο νά ἐπιστρέψω στήν Ἀγγλία. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, συνήντησα μία ὁμάδα 15 περίπου νεαρῶν ἀγοριῶν, πού ἐστέκοντο γύρω ἀπό μία κολόνα. Ὅταν ἐπέρασα δίπλα τους, ἄκουσα στό μέσον τῆς ὁμάδος κάποιον πού ἔλεγε: «Κύριε, ἐλέησον». Σέ μιά στιγμή σκέφθηκα: «Τί νά κάνω, νά τούς ὁμιλήσω ἤ ὄχι;  Ἔκανα ἕνα βῆμα πρός τά ἐμπρός, ἐσταμάτησα, ἐπέστρεψα καί τούς εἶπα: «Ἡ στάσις εἶναι ἀκόμη πιό πέρα».

Ἐπῆγα, ἔμαθα γιά τήν σειρά καί τήν ὥρα πού ἔρχεται τό τραῖνο καί, ὅταν ἐπέστρεψα, μέ περιεκύκλωσαν ὅλοι, ὅπως φαντάζεσθε, καί τούς εἶπα: «Σᾶς ἔπιασα. Ἐσεῖς εἶσθε μόνον ἐραστές· ἐμεῖς εἴμεθα ἐπαγγελματίες, ἀλλά ὅλοι μας τό ἐπάθαμε ὅπως τώρα ἐσεῖς. Ὅλοι ἐνομίζαμε ὅτι εἴμασταν οἱ μοναδικοί ρουμᾶνοι ἤ ρῶσοι καί ἡ Δύσις ἦτο γεμάτη ἀπ᾿ αὐτούς. Κατόπιν μ᾿ ἐρώτησαν ποιός εἶμαι, ἀπό ποῦ εἶμαι καί τότε τούς εἶπα ὅτι ὀνομάζομαι Ραφαήλ, ὅτι ἔρχομαι ἀπό τό Λονδίνο, ἐνῶ αὐτοί μοῦ εἶπαν ὅτι ἔρχονται ἀπό τήν Ρουμανία γιά νά εὕρουν μιά καλλίτερη ζωή στήν Δύσι. Ἐγώ τούς ἀπογοήτευσα λιγάκι, δηλαδή τούς ἐξήγησα συγκεκριμένα πράγματα γιά τήν Δύσι, τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ «ἐπαγγελματίες» τά ἐγνωρίζαμε, ἐνῶ αὐτοί ὄχι. Ἀνάμεσα στά ἄλλα τούς εἶπα: «Προσέχετε πολύ: εἴτε ἐδῶ, εἴτε στήν Ρουμανία ἀναζητεῖστε μία μοναδική ἐργασία, διότι λίγα χρόνια ζοῦμε ἐπί τῆς γῆς. Τό μοναδικό καί σπουδαιότερο ἔργο  εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Ματ.6,33). Καί ἀκόμη τούς εἶπα: «Ἐάν καταλάβετε τήν συμβουλή μου, θά εὑρῆτε αὐτό πού ζητεῖτε τό ἴδιο καί ἐδῶ στήν Δύσι, ὅπως καί στήν Ρουμανία».

 

Ἡ Ρουμανία ἀπό οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς καί πολιτικῆς πλευρᾶς ἔχει δώσει μία ἄσχημη εἰκόνα στό ἐξωτερικό καί ἰδιαίτερα στήν Δύσι. Τί ἠμπορεῖτε νά μᾶς εἰπῆτε, πῶς βλέπουν τήν πνευματική κατάστασι τῆς Ρουμανίας στήν Δύσι;

 

Τί θά ἠμποροῦσα νά εἰπῶ; Εἶδα στήν ἀρχή, μετά τήν Ἐπανάστασι, ὅτι ἡ Δύσις συμπάθησε πολύ τήν Ρουμανία, ἀλλά πολύ γρήγορα ἀπελπίσθηκε ἀπό μερικά ἔργα τά ὁποῖα ἐπηκολούθησαν. Θά ἤθελα ὅμως νά εἰπῶ ὅτι δέν πρέπει νά παραμείνουμε στίς ἀνθρώπινες ἐντυπώσεις. Ζητεῖτε τώρα τόν λόγο τοῦ Κυρίου, δέν ὑπάρχει πλέον καιρός γιά ἀνθρώπινες φροντίδες. Μοῦ ἔρχονται τώρα στό μυαλό δύο λόγοι τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ πρῶτος: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματ.6,33). Καί ὁ δεύτερος λόγος: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆς παρελεύσονται, οἱ
 δέ­ λό­γοι μου οὐ μή παρέλθωσι»(Ματ.24,35). Πηγαίνετε στήν οὐσία! Καί πράγματι εἶδα στήν ζωή μου ὅτι ὁ ἀληθινός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ αἴσθησις τοῦ νοῦ καί τῆς σκέψεως τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ σωτηρία καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μᾶς τά δίνει ὁ Θεός μ᾿ ἕνα ἀόρατο τρόπο. Καί ὑπάρχει ἀνάγκη προσευχῆς καί κατανοήσεως αὐτῶν τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί μέχρι ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν μας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σιλουανός. Δηλαδή νά γνωρίζης ὅτι καί ὁ ἐχθρός εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος εἶναι τό φῶς στήν προσευχή μου, ἐάν τό ἐπιθυμῶ. Μόνο Αὐτός ἠμπορεῖ νά ἀναχαιτίση καί νά κατευθύνη τόν κόσμο γιά νά γίνη ὀλιγώτερο τό κακό. Καί ὄχι μόνο τούς ἐχθρούς, ἀλλά καί τούς ἀγνώστους καί τούς ξένους ὁ Θεός ἠμπορεῖ νά τούς βάλη στήν καρδιά αὐτά τά ὁποῖα μᾶς χρειάζονται, ἀρκεῖ μόνο νά μή Τόν ἐγκαταλείψουμε καί τόν προδώ­σουμε.

 

Λέγουν πολλοί ἄνθρωποι ὅτι ἐσεῖς π. Ραφαήλ ὁμοιά­ζετε μέ τήν κόττα πού κλωσσάει τά αὐγά τῆς πάπιας. Δέν θά ἦτο καλλίτερο ἡ πάπια νά κολυμβάη στά νερά τοῦ Δουνάβεως παρά στόν Τάμεσι ποταμό;

 

Ὁ μοναχισμός μέ ἐδίδαξε αὐτή τήν ὑπακοή: Νά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μοναχός πηγαίνει στό μοναστήρι, στά ὁποιαδήποτε νερά-στήν­ πατρίδα ἤ περιπλανόμενος κἄπου-γιά νά κολυμβήση. Ἀλλά ὁ πνευματικός μου πατήρ Σωφρόνιος, γνωρίζετε ὅτι γεννήθηκε πνευματικά στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ὅταν ἔφθασε, ἐφίλησε τό χῶμα καί εἶπε: «Θά πεθάνω ἐδῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου». Ὅμως δέν τόν ἄφησε ἐκεῖ ὁ Θεός, ἀλλά τόν ἔφερε νά πεθάνη στήν Ἀγγλία τό 1993. Ἐάν θέλη ὁ Θεός, ὅπως ἐκεῖνος θέλει, θά κάνω κι ἐγώ τό θέλημά Του.

Μοῦ εἶσθε ἀγαπητά μου πρόσωπα, ἀλλά δέν ἠμπορῶ νά κάνω τίποτε γιά ἐσᾶς, ἐνῶ ὁ Θεός καί ἀπό τά ἐλάχιστα μπορεῖ νά κάνη κάθε εἴδους μεγάλα ἔργα, τά ὁποῖα πολλές φορές δέν ἠμποροῦμε νά φαντασθοῦμε.

 

Σημείωσις μεταφραστοῦ: Ὁ π. Ραφαήλ, μέ θέλημα Θεοῦ, ἐδῶ καί 10 χρόνια, ἐπέστρεψε ὁριστικά στήν πατρίδα του Ρουμανία, μετά ἀπό 38 χρόνια διαμονῆς στήν Δύσι. Ζῆ σάν ἀσκητής στά βουνά τῆς ἐπαρχίας Ἄλμπα Ἰούλια καί δέχεται στήν ἐξομολόγησι ἑκατοντάδες ἀνθρώπους ἀπό πολλές περιοχές τῆς Χώρας. Ἐπίσης εἶναι Γέροντας πολλῶν νέων ἡγουμένων καί μοναχῶν, στούς ὁποίους μεταδίδει τίς πλούσιες ἐμπειρίες του, τίς ὁποῖες ἀπέκτησε, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ζώντας ἐπί 35 χρόνια κοντά στόν θεοφόρο ἅγιο γέροντα τῶν ἡμερῶν μας π. Σωφρόνιο Ζαχάρωφ.

 


Ἡ προσευχή-λόγος ἀγαθός.

 

Ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τό χάρισμα τοῦ λόγου, διά τοῦ ὁποίου ἠμπορεῖ νά λέγη τήν ἀλήθεια. Ἡ κομμουνιστική περίοδος μᾶς ἔκανε νά ζήσουμε μιά λυπηρά ἐμπειρία. Ὁ λόγος ἦτο τόσο παραμορφωμένος ὥστε ἔγινε «ξύλινη γλῶσσα», εἴτε γιά νά μή ἐκφράζη τίποτε, εἴτε γιά νά γίνη ὁ ἐπιστάτης τοῦ ψεύδους. Ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἔννοια τοῦ λόγου στόν ἄνθρωπο;

 

Νά προσέχουμε στόν λόγο τῆς Γραφῆς, στόν λόγο τῆς προσευχῆς, διότι σ᾿ αὐτόν τόν λόγο εὑρίσκεται μυστικά ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Εἶναι μυστικός ὁ λόγος, ἀλλά ἀποκαλύπτεται στό μέτρο στό ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε καί ἐργαζόμεθα πνευματικά. Ὁ Λόγος εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ. Ὀνομάζεται Υἱός, ἀλλά εἶναι καί Λόγος τοῦ Πατρός καί γι᾿ αὐτό ὁ Λόγος, ὅπως ἔλεγε πολλές φορές ὁ π. Σωφρόνιος ἔχει μεταφυσικές ρίζες, δηλαδή δέν εἶναι, θά ἐλέγαμε, μία «αὐθαίρετη φασαρία», διά τῆς ὁποίας ἐγώ ἠμπορῶ νά εἰπῶ κάτι ἤ ἠμπορῶ νά κατανοήσω τήν σκέψι μου. Ὁ Λόγος γίνεται προσιτός ἀπό μερικές θεῖες ἐνέργειες. Διά τοῦ Λόγου Του ὁ Θεός ἔπλασε τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Ὁ Θεός εἶπε νά γίνουν καί ἐγενήθησαν.

 Ὁ λόγος εἶναι μία δημιουργική ἐνέργεια, μία ἐνέργεια ἡ ὁποία γίνεται ἐπικίνδυνη, θανατηφόρα, ὅταν μεταχειρίζεται τό κακό. Ἀλλά ὁ λόγος ἀπό θετικῆς πλευρᾶς εἶναι μία ἐνέργεια κοινωνίας καί μετοχῆς. Ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκει τήν δύναμι τοῦ λόγου ἀκριβῶς στήν προσευχή, κοινωνώντας τίς σκέψεις τοῦ Θεοῦ ἤ τούς θείους στοχασμούς, βιωματικές ἐμπειρίες ἀπό ἄλλους πρίν ἀπό ἐμᾶς, ἀπό ψυχές πού καταυγάσθηκαν μέ τό φῶς τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσευχή, λοιπόν, ὁ λόγος ἀρχίζει νά ἐπανευρίσκει τήν ἀληθινή του δύναμι, ἐπειδή στήν προσευχή ὁ λόγος εἶναι ἀμοιβαία κοινωνία μεταξύ  Θεοῦ καί ἀνθρώπου.

Ἔτσι λοιπόν, πρέπει νά πάρουμε στά σοβαρά τόν λόγο, δηλαδή πρέπει νά περάσουμε ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν πληροφοριῶν σ᾿ αὐτό τῆς κοινωνίας, τῆς βιώσεως. Γιά παράδειγμα, ἡ ἐφημερίδα γενικά μᾶς δίνει πληροφορίες. Ὅταν δύο ἀγαπιῶνται λέγουν μεταξύ τους: «σ᾿ ἀγαπῶ», αὐτό δέν εἶναι πλέον μία πληροφορία, ἀλλά μία κοινωνία, κοινωνεῖ ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον. Ζοῦν τόν λόγο στό ἐπίπεδο ἐκεῖνο στό ὁποῖο τούς ἀρέσει νά τόν ἀκούουν, ἀλλά καί νά τόν λέγουν. Αὐτό εἶναι τό πνευματικό σχέδιο τοῦ λόγου. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ8 ἐδιάβαζε πολύ συχνά τά τέσσερα Εὐαγγέλια, σχεδόν ἕνα τήν ἡμέρα.

Νά σᾶς εἰπῶ ἕνα γεγονός πού συνέβη στό Παρίσι, ἐδῶ καί τριάντα καί πλέον χρόνια. Ἦτο μετά τό Πάσχα καί εὑρισκόμασταν στό σπίτι τοῦ ἱερέως, ὅταν ἦλθε μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀναζητοῦσε τόν ἱερέα. Ἦτο πολύς κόσμος στό σπίτι τοῦ ἱερέως, ἐνῶ αὐτός εἶχε πάει κἄπου, δέ ξέρω ποῦ, γιά μερικές ὧρες.

Ἐκείνη ἐρώτησε:

-Ποῦ εἶναι ὁ πατήρ Βασίλειος;

-Ἀνεχώρησε, δέν εἶναι ἐδῶ.

-Ἄ, τί κρῖμα!

-Τί θέλεις, τήν ἐρώτησε κάποιος. Καί αὐτή ἀπήντησε:

-Ἤθελα νά τοῦ εἰπῶ τό «Χριστός ἀνέστη», καί κάποιος τῆς ἀπήντησε:

-Ἔ, τό ξέρει.

Μερικές φορές οἱ νηστεῖες ἀποκαλύπτουν βαθειές συγκεκριμένες ἔννοιες διά τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς.

Νά ἐπανέλθουμε στόν λόγο τῆς Γραφῆς. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, λοιπόν, κοινωνοῦσε καθημερινά μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖον λέγεται στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο ὅτι εἶναι λόγος ἁγιώτερος ἀπό ὅλους τούς ἁγίους. Αὐτά εἶναι τά λόγια, τά ὁποῖα, ἐάν ὁ ἄνθρωπος τά δέχεται μέ πίστι, ἀρχίζει νά τά ζῆ. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι φθάνουν εὐκολώτερα σ᾿ αὐτό τό βίωμα, ἐπειδή ἡ ἁπλότης τούς διευκολύνει στό ἔργο, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχουν πολλές διανοητικές καί πολιτιστικές περιπλοκές. Ζοῦν πιό συνετά καί σκέπτονται ὀλιγώτερο ἀναλυτικά, ἔχουν μία θεωρία συνθετική, χωρίς νά ἠμποροῦν νά τήν ἀντιληφθοῦν καί χωρίς νά ἠμποροῦν νά κοινωνήσουν μαζί της. Γιά νά κοινωνήσης πρέπει νά ἔχης πολλά ἀποθέματα ἀναλυτικά.

Ἀλλ᾿ ἄς ἐπανέλθουμε γιά νά κλείσουμε τό θέμα αὐτό. Εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο καί ἐμεῖς νά περάσουμε ἀπό τό ἐπίπεδο πληροφορίας τοῦ λόγου καί νά φθάσουμε στό ἐπίπεδο τῆς κοινωνίας, τῆς προσευχῆς, στήν ὑπακοή τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στήν κοινωνία μας ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, διότι τότε εἰσερχόμεθα ἀληθινά στήν κοινωνία, στήν Θεία Κοινωνία, ἴσως ὄχι ἀκόμη μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μέ τόν Χριστό, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι γραμμένη κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε αὐτή  νά κορυφώνεται στήν κοινωνία τοῦ λόγου (γι᾿ αὐτό καί γίνεται ἡ ἔξοδος μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο) καί κατόπιν τό δεύτερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, κορυφώνεται στήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ ἀνάμνησι καί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅταν ὁ Χριστός, πρίν νά κοινωνήση τούς ἁγίους Ἀποστόλους, τούς εἶπε ὅτι αὐτοί εἶναι καθαροί διά τοῦ λόγου, τόν ὁποῖον τούς ἀπήγγειλλε. (Πρβλ. Ἰωάν.15,3).

Ὁ Λόγος εἶναι ἐνέργεια ἡ ὁποία καθαρίζει, ἁγιάζει, ἀναπαύει (ὁμιλῶ γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιά τόν λόγο πού ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε μέ τήν ἀντίθετη ἔννοια) καί, μ᾿ αὐτές τίς ἐνέργειες εἰσερχόμεθα στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει πάρα πολλοί ἄνθρωποι νά ἀκοῦν πολλές φορές τούς λόγους τῆς προσευχῆς, τῶν ὕμνων, τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί νά μή καταλαβαίνουν, ἀλλ᾿ ὅμως κἄποτε, ἀκούοντάς τους νά φωτίζωνται καί νά κατανοοῦν τίς ἔννοιές τους. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή δέν εἶναι πλέον ξένοι, μέσα στό σκοτάδι, ὅπως προηγουμένως. Συνεφιλ­ιώθη­σαν­ μέ αὐτά, συγκοινώνησαν μαζί τους καί αὐτά τούς ἀλλοίωσαν. Ὁ π. Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ στιγμή στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ζῆ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ σάν φῶς. Εἶναι ἀκριβῶς, ὅπως στήν ἀρχή, εἶχε εἰπεῖ ὁ Θεός: Γενηθήτω φῶς καί ἀμέσως «Ἐγένετο φῶς»!

 

Ὁ Σωτήρ μᾶς λέγει στό Εὐαγγέλιο ὅτι ἀληθινοί προσκυνηταί τοῦ Θεοῦ πρέπει νά Τόν προσκυνοῦν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ. Τί σημαίνει νά ζοῦν ἐν Πνεύματι κάι ἀληθείᾳ;

 

Τί σημαίνει νά ζῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ, νομίζω σᾶς ἐξήγησα πολλές φορές. Ἐγώ θά ἤθελα νά σᾶς δείξω μία ἄλλη ἐξήγησι αὐτῆς τῆς προσκυνήσεως. Ποιό εἶναι αὐτό τό Πνεῦμα καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ Ἀλήθεια; Ἤ θά ἠμποροῦσα νά ἐρωτήσω καί ποιός εἶναι Αὐτός ὁ Ἀληθινός, διότι ἐνθυμεῖσθε ὅτι εἶπε ὁ Σωτήρ: «Ἐγώ εἰμί ἡ Ἀλήθεια»! (Ἰωάν.14,6).

Γιά τό Πνεῦμα μᾶς λέγει ὁ Σωτήρ, τό Ὁποῖον καί ὀνομάζει Παράκλητο: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός...ἐκεῖνος ἐλέγξῃ τόν κόσμον περί ἁμαρτίας καί περί δικαιοσύνης καί περί κρίσεως» (Ἰωάν. 15,26 καί 16,8).

Θά σταματήσω στόν πρῶτο λόγο καί συγκεκριμένα ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θά ἐλέγξῃ τόν κόσμον περί ἁμαρτίας.

Τό πρῶτο βῆμα στήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ ἀποδοχή τῆς φανερώσεως τοῦ Πνεύματος, μέ τό συναίσθημα ὅτι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔδωσε ἀνάμεσα στά ἄλλα, καί τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Λαμβάνοντας ἀπό τόν Θεό τό Πνεῦμα, τότε βλέπουμε τήν ἁμαρτία καί δέν τήν κρύβουμε, ἀλλά πηγαίνουμε νά τήν φανερώσουμε στόν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος καί μᾶς τήν λύνει μέ τήν δύναμι τῆς ἱερωσύνης πού τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος διά τῆς ἱερωσύνης. Ἀλλά μέ τό νά ἐξομολογηθῆς στόν Πνευματικό δέν εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος νά ζήσης ἐν πνεύματι, ἐπειδή ἐμεῖς, σέ κάθε στιγμή εἴμεθα στήν ἁμαρτία, μέχρις ὅτου ὁ Θεός μᾶς ἀναστήσει μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί προπαντός μέ τήν Θεία Κοινωνία. Μέχρις ὅτου ὁ Θεός δέν μᾶς ἀναστήσει ἀκόμη μέ τό Πνεῦμα Του, παραμένουμε στόν θάνατο, ζοῦμε στήν ἁμαρτία. Ἡ ζωή ἐν Πνεύματι εἶναι ἡ συνείδησις πού ἔχουν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἰδιαίτερα ἡ συναίσθησις ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή εἶμαι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός. Ποιός εἶναι ἅγιος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος θά εἰπῆ: «Ἐλᾶτε πρός ἐμένα καί ἐγώ θά σᾶς εἶμαι παράδειγμα ἁγιότητος;» Ἄραγε ὅλοι οἱ Ἅγιοι δέν εἶπαν καί λέγουν μέχρι σήμερα: «Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός· ἐγώ εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός;» Αὐτή εἶναι ἡ πεποίθησις τῶν Ἁγίων, ἐπειδή οἱ ἅγιοι ζοῦν ἐν Πνεύματι καί τό Πνεῦμα φανερώνει στήν καρδιά τους τήν ἁμαρτία, ἀκόμη καί ὅταν ζοῦν μία ὑψηλή πνευματική ζωή, ἀκόμη κι ὅταν κάνουν θαύματα.  Καί λαμβάνουν τήν μαρτυρία τοῦ Πνεύματος καί αὐτοκατακρίνονται ὡς ἁμαρτωλοί ἐνώπιον τοῦ ἱερέως καί ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου.

Καί ἐμεῖς πάντοτε πρέπει νά ζοῦμε δεχόμενοι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, τό Ὁποῖο θά μᾶς φανερώση τίς ἁμαρτίες μας. Αὐτός πού ξέρει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν φανερώνει τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον του, οὔτε καί τά κρίνει. Ἐάν ξέρουμε ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τί ἔννοια ἔχει νά ἐνδιαφερώμεθα τί κάνει ὁ πλησίον μας;  Πῶς νά κατηγορήσουμε τόν ἀδελφό μας, ὁ ὁποῖος ἡμάρτησε; Ὅλοι οἱ Ἅγιοι λέγουν ὅτι, ἐάν ἐμεῖς κρίνουμε καί ὀνειδίζουμε τόν πλησίον μας καί δέν μετανοοῦμε γι᾿ αὐτή τήν ἁμαρτία μας καί ἐμεῖς θά πέσουμε γρήγορα στήν ἴδια ἁμαρτία. Κι αὐτό τό εἶδα ἀναρίθμητες φορές στήν ζωή μου. Ἐάν δέν μετανοοῦμε γιά τήν ἁμαρτία τῆς κατακρίσεως τοῦ πλησίον μας καί ἐμεῖς θά πέσουμε στήν ἴδια ἁμαρτία στήν ὁποία πρό καιροῦ καταδικάζαμε τά πρόσωπα τῶν ἄλλων.

Καί ἔμαθα ἀκόμη ἕνα πρᾶγμα ὅτι ὁ Θεός, φανερώνοντας σέ μένα τήν ἁμαρτία μου, μέ διδάσκει νά εἶμαι ἐλεήμων καί συγκαταβατικός πρός τόν πλησίον μου. Δέν τόν ὀνειδίζω, ἀλλά προσεύχομαι γι᾿ αὐτόν: «Κύριε, ὅλοι εἴμεθα πλάσματα τῶν χεριῶν Σου. Συγχώρεσε τόν δοῦλον Σου, ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει καί μή μᾶς ἀφήνης νά ζοῦμε στό σκοτάδι». Ἔτσι, ἀντί νά τόν καταδικάζουμε, ἀντί νά σκυθρωπάζουν οἱ ψυχές μας, ἀρχίζουμε μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά γινώμεθα εὐσπλαγχνικοί. Αὐτή εἶναι μία ὄψις τῆς ζωῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐπειδή τότε πού ἐλεοῦμε τόν πλησίον μας, ὁμοιάζουμε τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἐλεήμων καί ἀπό τόν Ὁποῖον περιμένουμε τήν ἐλεημοσύνη. Καί τότε κατέρχεται σ᾿ ἐμᾶς τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται μαζί μας καί γιά ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ Αὐτόν, γιά τόν κόσμο πού δέν γνωρίζει τόν Θεό καί παραμένει στήν ἁμαρτία. Τό Πνεῦμα κατέρχεται στήν ψυχή αὐτοῦ πού ἐλεεῖ τόν πλησίον του καί ἀντί νά τόν ὀνειδίζη γιά τίς πράξεις του, τόν σκέπτεται μέ καλωσύνη καί προσεύχεται γι᾿ αὐτόν.

Τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὅταν ἐμεῖς ζοῦμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί λαμβάνουμε τήν μαρτυρία τοῦ Πνεύματος στήν ζωή μας, λαμβάνουμε καί τήν Ἀλήθεια καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει μέ πόνο ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὅτι εἶναι χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς τοῦ κόσμου, ἔτσι ὅπως ἔλεγαν καί ἐπίστευαν οἱ Ἅγιοι, τότε εὑρίσκεται στήν Ἀλήθεια καί ἡ Ἀλήθεια εἶναι μέσα στήν καρδιά του καί τόν εὐφραίνει μέ μία θεϊκή γλυκύτητα. Τότε ἡ προσευχή μας μπορεῖ νά τρέχη μέσα μας ἡμέρα καί νύκτα. Γιατί; Διότι δεχόμεθα τήν φανέρωσι τοῦ Πνεύματος καί ζοῦμε μέσα στήν ἀλήθεια. Ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στεγάζεται μέσα στόν πιστό ἄνθρωπο. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ζῆ μέσα μας καί αὐτό τό Πνεῦμα εἶναι αἰωνιότης. Καί, ἐπειδή ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ζῆ μέσα μας καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, τότε στόν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινός καί ὅμοιος μέ τόν Θεό.

Συνεπῶς, νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἀποκαλύψη τό μυστήριο αὐτό, διότι μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς φωτίση καί ὄχι τά λόγια μας.

 

Πάτερ, πεῖτε μας, σᾶς παρακαλῶ, πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα καί νά κλαῖμε κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε;

 

Τό ἀληθινό πένθος δέν εἶναι μία στιγμή τῆς ψυχῆς, μία ψυχολογική κατάστασις, ἀλλά εἶναι, ὅπως λέγει ὁ π. Σωφρόνιος, στιγμή στήν ὁποία ὁ νοῦς καί ἡ καρδία ζοῦν τήν ἴδια κατάστασι. Πιό σαφέστερα, ἡ βίωσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί στήν καρδιά. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, στόν ἡσυχασμό, μέ τήν πρακτική ἐξάσκησι τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἕνωσι νοῦ καί καρδίας. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου γίνονται ἕνα καί ζοῦν τήν ἴδια στιγμή τήν ἴδια ἐμπειρία. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῶν δακρύων. Αὐτή ἡ στιγμή-ὁμιλῶ κἄπως ἀποκλειστικά-εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν προέρχεται ποτέ ἀπό τήν ἰδική μας ἀγάπη, ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀκόμη καρπός τῆς φύσεώς μας· ἐμεῖς ἐξεπέσαμε ἀπ᾿ αὐτήν καί γι᾿ αὐτό τά δάκρυα ἐξέρχονται πολλές φορές μέ πόνο καί γι᾿ αὐτό δέν καλλιεργεῖται μέσα μας ὁ ἴδιος ὁ πόνος, ἀλλά διά τοῦ πόνου, λόγῳ τῆς συντριβῆς πού νοιώθουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας ἐπανερχόμεθα στήν φυσική  κατάστασι τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἦτο καί θά παραμείνη τό μεγάλο θέμα στήν ζωή μας. Ἐδῶ στήν Ρουμανία πού ἦλθα, δέν ἔφερα μία πολύ ἐκκλησιαστική ζωή ἀπό τήν Δύσι. Προερχόμουν ἀπό μιά οἰκογένεια περισσότερο πολιτιστική καί ὀλιγώτερο πνευματική καί συνεπῶς, βαπτίσθηκα καί ἔλαβα τό Χρῖσμα καί ἄλλες ἀόρατες δωρεές, ὅπως λαμβάνουμε ὅλοι ἐμεῖς δῶρα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἐκχέεται σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξί μας, στήν φύσι μας, στόν λαό μας, στήν χώρα μας καί στήν γῆ μας. (ἴσως νά μήν ἀντιλαμβάνεσθε αὐτά, μέ τήν κατάλληλη πνευματική ἔννοια, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἐγνωρίσατε τίς περιπλανήσεις μου· ὅμως ἔζησα αὐτά τά πράγματα σχεδόν ἀσυνείδητα). Αὐτό ἐγώ τό ὠνόμασα περιπλάνησι, τό ὁποῖο μοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο ἕνα εἶδος περιπλανήσεως τοῦ  λαοῦ τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. Διότι ἔτσι μπορεῖ νά κατανοηθῆ ἀληθινά ἡ Ἐκκλησία· δέν ἔχω χρόνο νά ἀναφερθῶ στό πνευματικό μου προσκύνημα, στήν πνευματική μου ἐξορία, στήν περιπλάνησί μου· θέλω νά φθάσω κατ᾿ εὐθεῖαν στήν στιγμή στήν ὁποίαν ἐπέστρεψα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.    Μέχρι τότε εἶχα κάποια θεολογική προτεσταντική θεώρησι καί ἀναζητοῦσα κριτήρια μέ τά ὁποῖα νά ἠμπορῶ νά κρίνω, ἐάν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πιό ἀληθινή, ἡ πιό δικαία, ἡ πιό πλησιέστερη στόν Θεό. Δέν τά εὑρῆκα, παρά μόνο, ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἐκκλησία, διά τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας, μοῦ ἀπεκαλύφθηκε στήν ψυχή μου ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, ὅπως καί παραπάνω σᾶς εἶπα, χωρίς καμμία ἀμφιβολία, ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὅπως τήν συνέλαβε ὁ νοῦς τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά γι᾿ αὐτή τήν φύσι, πού τραυματίσθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἦτο ἀνάγκη ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά κατέλθη ἐπί τῆς γῆς, νά ἐνσαρκωθῆ καί νά γίνη ἄνθρωπος ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς, πλήν τῆς ἁμαρτίας, νά πεθάνη ὡς ἄνθρωπος ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί ν᾿ ἀναστηθῆ. Νά πεθάνη ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά νά ἀποκαλύψη στόν ἄνθρωπο τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρωπολογία μας ἀπεικονίζετασι ἀπό ἕνα μόνο Ἄνθρωπο, πού καλεῖται Ἰησοῦς. Καί οἱ Πατέρες μας διετήρησαν τόν λόγο καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Λόγου, τόν ὁποῖον δέχθηκε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τόν Θεό.

Εἶναι ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι μπροστά ἀπό ὅλες τίς ὀνομασίες, τίς ὁποῖες ἔλαβαν οἱ διάφορες χριστιανικές αἱρέσεις, οἱ Πατέρες διετήρησαν τό ὄνομα «Ὀρθοδοξία», τό ὁποῖον σημαίνει, ὅπως γνωρίζετε, ἀληθινή δόξα, δοξασία, γνώμη, ἀλήθεια. Δηλαδή, τό σπουδαιότερο (μέ μιά παγκόσμια ἀπήχησι), πέρα ἀπό ὅλες τίς ὀνομασίες πού ἐκράτησαν οἱ ἄλλοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εὑρῆκαν ὅτι τό πρᾶγμα τό ὁποῖον πρέπει νά ὁμολογήσουμε μέχρις αἵματος, μέχρι θανάτου μας (ὅπως ἔκαναν οἱ ὁμολογητές, σάν τόν ὁμολογητή ἅγιο Μάξιμο,9 ὅπως ἔκαναν οἱ Μάρτυρές μας, ἀπό τούς ὁποίους εἶναι γεμᾶτο τό Συναξάριο), αὐτή τήν  σωστή δόξα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ μοναδική μας κληρονομιά. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς εἶπε ἀκόμη, ὅτι δέν θά εἴμεθα τό μεγαλύτερο τμῆμα πιστευόντων στόν κόσμο, οὔτε τό πιό δυνατό· δέν εἴμεθα οὔτε τό πιό ἐντυπωσιακό (ἄλλοι μᾶς πολέμησαν μέ μεγάλα κατορθώματά τους στήν ἱστορία). Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα εἶδος σταχτοπούτας, καί λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔρχονται στόν νοῦ οἱ διηγήσεις καί τά παραμύθια τῆς πατρίδος μας. Ἐνθυμοῦμαι ἀμυδρά-δέν κρατῶ ἀκριβῶς στήν μνήμη μου-μία διήγησι γιά τρεῖς ἀδελφές, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἐτελείωσαν, δέν ξέρω τί ἔγινε μέ μία γριά, ἡ ὁποία τίς παρεκάλεσε πολύ νά πᾶνε μέχρι τήν γέφυρα. Ἐκεῖ θά ἔλθουν τρεῖς νεράϊδες καί νά ἐκλέξουν ὅποια θέλουν. Τήν πρώτη καί τήν δεύτερη κόρη τίς ἐπῆραν οἱ μεγαλύτερες καί ὡραιότερες νεράϊδες, ἐνῶ τήν τρίτη, τήν μικρή καί ταπεινή τήν ἐπῆρε ἡ πιό ἄσχημη καί κοντόσωμη, ἀλλά γεμᾶτη ἀπό θησαυρούς. Καί οἱ ἄλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δέν εἶχαν κάποιο μεγάλο ἔργο νά ἐπιτελέσουν μέσα τους.

Ἐπανερχόμενος ἠμπορῶ νά εἰπῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξ αἰτίας τῆς δυστυχίας ἐκ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, παρέμεινε ἡ σταχτοπούτα τῆς ἱστορίας· ἡ μοναδική ἀνάμεσα στίς ἄλλες στήν ἱστορία, φαινομενικά ὅμως· ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι τό μοναδικό ἀξιοτίμητο πρᾶγμα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Καί ἠμπορῶ νά σᾶς εἰπῶ ὅτι δέν θά ἔλθη φόβος ἀπό καμμία ἄλλη «ἀλήθεια» ἀπό ὁπουδήποτε κι ἄν προέρχεται. Ὄντας πεταμένος ἐκεῖ, στήν βαβυλωνία τῆς Δύσεως, ὅπου ἀναμείχθηκαν καί μπερδεύθηκαν ὅλες οἱ θρησκεῖες καί φιλοσοφίες τοῦ κόσμου-ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ἡ Νέα Ἐποχή-ἀνεκάλυψα ὅτι, ναί, ὑπάρχουν παντοῦ θαυμαστές ἀλήθειες, ἄξιες θαυμασμοῦ, ἀλλά δέν εἶναι παρά ἔσοπτρα καί αἰνίγματα μπροστά στήν Ὀρθοδοξία, πού παραμένει στήριγμα δίπλα στόν κάθε ἄνθρωπο. Αὐτή ἦτο γιά μένα ἡ Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχω λόγους νά εὐχαριστήσω τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο, διότι καί μέσῳ τῶν περιπλανήσεώς μου, μοῦ ἀπεκάλυψαν τήν ἀλήθεια! Καί σέ διάστημα 31 ἐτῶν (τό 1961 ἐπέστρεψα στήν Ὀρθοδοξία) ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα, μῆνα μέ τόν μῆνα, ἐμπειρία μέ τήν ἐμπειρία, ἐπιβεβαιώθηκα ὅτι αὐτή ἦτο ἡ πίστις πού ζητοῦσε νά μέ φέρη ὁ Θεός.

Ἤθελα νά σᾶς εἰπῶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ρουμανία ἔγινε μετά ἀπό 38 χρόνια, ἀπαράλλαχτα ὅπως ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου, καί ζῶ μία μοναδική ἐμπειρία. Ἀπό τό 1955, ἀφ᾿ ὅτου ἀπεχώρησα ἀπό τήν πατρίδα μας, τήν Ρουμανία, δέν ἐπεσκέφθηκα πάλι ἄλλη ὀρθόδοξη χώρα, στήν ὁποία ἡ πίστις ἦτο ἀπηγορευμένη, διωκόμενη, κατηργημένη. Στήν Δύσι, γενικά, ἐξωτερικά εἶναι πολύ πιό εὔκολο νά ζήσης, ἀλλά ἐσωτερικά αἰσθάνεσαι πολύ ἄσχημα, ἀπό ὅ,τι στήν Ἀνατολή. Ἐκεῖ δέν εἶχες τόν φόβο τοῦ πολυβόλου ἤ τῆς φυλακῆς, ἀλλά ἤσουν ὑποταγμένος σ᾿ ἕνα ἐσωτερικό διωγμό, ἕνεκα τοῦ ὁποίου σύ ὁ ἴδιος κατα­λά­βαινες ὅτι εὑρίσκεσαι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Καί προσπαθοῦσες νά μάχεσαι μόνος σου ἐναντίον αὐτῶν τῶν καταστάσεων, πρός τίς ὁποῖες σέ ἐμποδίζουν οἱ νοοτροπίες, ἡ ἱστορία, οἱ συνθῆκες τῆς δυτικῆς ζωῆς. Καί αὐτός ὁ ἐσωτερικός διωγμός, κατά ἕνα τρόπο, πιστεύω ὅτι δέν εἶναι καθόλου εὔκολος.

Ἐπανελθών στήν Ρουμανία, σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἐπανέζησα τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία τοῦ 1978, ὅταν ἤμουν στήν Ἑλλάδα. Τότε γιά πρώτη φορά, εὑρέθηκα πολύ καιρό σέ μία ὀρθόδοξη χώρα. Τώρα ζῶ ἕνα αἴσθημα πολύ πιό βαθύ, πού ἀκόμη καί τά ὀστᾶ μου αἰσθάνονται ὅτι εὑρίσκονται στό χῶμα τῆς πατρίδος μου, μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας. Αἰσθάνομαι ἐνσωματωμένος στό σῶμα τοῦ λαοῦ μας καί ἡ γλῶσσα μας ἐπανέρχεται γρήγορα στό μυαλό μου, παρότι δέν τήν γνωρίζω πολύ καλά. Τώρα δέν ἔχω πλέον τόν φόβο γιά νά κάνω τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν περνῶ δίπλα ἀπό μία ἐκκλησία ἤ ὅταν ἀκούω τίς καμπάνες.

Ἤθελα ν᾿ ἀναφερθῶ στήν συνέχεια, στό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ ὁποῖος προετοίμαζε τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ὅταν ὡμιλοῦσε στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, στόν Ἰσραήλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί ἐμεῖς, ἡ Ὀρθοδοξία, εἴμεθα ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Καινῆς Διαθήκης, διότι καί τώρα, μετά ἀπό 2000 χρόνια, εἴμεθα πολύ περισσότερο σέ μιά πολύ παρόμοια θέσι μέ ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄρχισε τό προφητικό του ἔργο διά τῆς κλήσεως στήν μετάνοια, λέγοντας: «Καί μή δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ· λέγω γάρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ»(Ματ.3,9). Σᾶς λέγω ὅλα αὐτά, ἐπειδή ἤμουν καί ἐγώ μία «πέτρα». Καί ἐνίοτε ἐρωτῶ τόν ἑαυτό μου, δέν θά ἦτο καλλίτερα νά ἤμουν ἀκόμη μία πέτρα; Γι᾿ αὐτό καί ὁμολογῶ τήν πλάνη μου, ὅτι ἦτο πράγματι πλάνη, διότι δέν ἤθελα νά πάρω τήν εὐθεῖα ὁδό. Καί ὅμως, μερικές φορές, ἔχω τήν ἐντύπωσι ὅτι ὅλα ἦσαν στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ διότι, ὄντας τότε σάν τήν πέτρα, νά καταλάβω ἀργότερα, καλλίτερα, μέ τόν ἀντίθετο τρόπο, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή.

Εἶδα πολλές φορές ὅτι αὐτό τό ὁποῖο προσελκύει στήν Ὀρθοδοξία ἀπό ἔξω (ὅπως περίπου ἔκανα κι ἐγώ) εἶναι ὅτι ἀπό τό ἕνα μέρος ὁλοκλη­ρώνονται οἱ δυσκολίες, ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά τίς κάνουμε εὐκολώτερες, διότι ἔχουμε τήν Ὀρθοδοξία στό αἷμα μας, ἀπό τούς προγόνους μας· ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁ προσήλυτος ἔχει, σάν ἀντάμειψι, μία ζωντανή ἀντίληψι τό τί σημαίνει Ὀρθοδοξία, ἀκριβῶς μέ τό γεγονός ὅτι ἐπέρασε μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι τῆς «πέτρας» καί συνεπῶς, οὐσιαστικά, πολλές φορές καταλαβαίνει αὐτό τό βάθος, παρά ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, μή γνωρίζοντας τί σημαίνει νά μή τό ἔχης, συμπεριφερόμεθα κἄπως ἐπιπόλαια.

Ἐάν, συγχωρέστε με, σᾶς εἰπῶ ὅτι αὐτή ἦτο ἡ στενοχώρια μου, ὅταν συναντήθηκα πάλι τά τελευταῖα χρόνια μέ τόν Κρεάνγκα, μέ τόν Κοσμπούκ καί ἄλλες προσωπικότητες τῆς λογοτεχνίας μας, τούς ὁποίους ἐγνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία, ἀλλά ἐπί 20 καί πλέον χρόνια δέν εἶχα ἀκούσει τίποτε γι᾿ αὐτούς, μέχρις ὅτου ὁ πατέρας μου ἄρχισε νά μοῦ στέλλει βιβλία ἐκεῖ, τά ὁποῖα ἐδιάβαζα συχνά καί κατάλαβα μέ πόση ἐπιπολαιότητα ἐπήραμε ἐμεῖς πολλές φορές τήν ὀρθόδοξη ζωή.

Θέλω νά κλείσω τό θέμα αὐτό ὡς ἑξῆς: Ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά εἶναι ὁπωσδήποτε «πέτρα» ὁ ἄνθρωπος, διότι ἔτσι ἡ Κυρία Θεοτόκος θά εἶναι ἡ μικρότερη μεταξύ τῶν ἁγίων. Διότι αὐτή, ὅπως λέγη ὁ ποιητής Μιχαήλ Ἐμινέσκου, ἦτο σάν τήν σελήνη ἀνάμεσα στ᾿  ἀστέρια, ἀνάμεσα στούς ἁγίους, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἐγνώρισε τήν ἁμαρτία. Καί τί εἶναι ἁμαρτία;  Θά σᾶς ἀπαντήσω ἀπό τήν θλιβερά μου ἐμπειρία: Εἶναι ἕνα τίποτε, εἶναι ὁ θάνατος. Ἔχει μία φαινομενική ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς, τῆς ἡδονῆς, τῆς κοσμικῆς σοφίας, τά ὁποῖα τελικά εἶναι ἕνα ψέμμα! Μπορεῖ νά ἀποφεύγη κάποιος τήν ὁδό τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μόνο διά τῆς πολλῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι λόγος· ὁ λόγος εἶναι ἐνέργεια, διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἔκαμε τά ἔργα του, τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Ὁ λόγος εἶναι μέγα μυστήριο καί ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι «ἔχει μεταφυσικές ρίζες». Σέ βαθύτερη ἔννοια, ὁ λόγος δέν εἶναι μόνο πληροφορία, ἀλλά πρωτίστως κοινωνία. Πῶς ἠμποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια λόγια τῆς Θείας Λειτουργίας (μερικοί ἱερεῖς λειτουργοῦν καθημερινά) χωρίς νά νοιώθουμε πλῆξι, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν μερικοί πού λέγουν ὅτι βλέπουν ἕνα εἶδος θεάτρου κάθε ἡμέρα; Ἐπειδή ἡ Λειτουργία εἶναι ζωντανός λόγος, καί ὄχι θέαμα. Καί ὁ λόγος ἀναγεννᾶ καί ὁ πιστός πού συμμετέχει ἀναγεννᾶται. Εἶναι ζωντανός λόγος, ἐπειδή εἶναι θεία ἐνέργεια. Ἀκόμη καί στό ἐπίπεδο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας. Γιά παράδειγμα, σᾶς ὑπενθυμίζω αὐτό πού εἶπα παραπάνω γιά τούς δύο πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους καί λέγουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον: «Σ᾿ ἀγαπῶ». Θά ἠμποροῦσε ὁ ἕνας ν᾿ ἀπαντήση: «Τό ξέρω, μοῦ τό εἶπες πάνω ἀπό 20 φορές»! Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι πληροφορία, εἶναι κοινωνία. Τοῦ ἀρέσει νά ἀκούη τόν λόγο αὐτόν. Ἀνανεώνεται δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἀγαπητικοῦ λόγου ἡ φιλία καί ἡ ἀμοιβαία προσέγγισίς τους.

Ὁ λόγος ὅμως αὐξάνει πολύ περισσότερο στήν προσευχή, ὅταν ἀπευθυνώμεθα στόν Κύριο μέ τό «Ἐσύ». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀπαράμιλλη καλλιέργεια κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου μέσα  στήν ἱστορία, ὅπου μᾶς δόθηκε ὁ λόγος τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἴδιο τόν Ἄναρχο Χριστό, τόν ταπεινό, ὁ Ὁποῖος κατέρχεται στόν νοῦ μας γιά νά ὑψωθῆ ὁ νοῦς μας στόν ἰδικό Του ἄναρχο νοῦ.

Ἡ προσευχή εἶναι κοινωνικός λόγος στόν ὁποῖο πρέπει νά στεκώμεθα μέ πολλή προσοχή. «Πρόσχωμεν, Σοφία πρόσχωμεν», ὅπως λέγωμεν στήν θεία Λειτουργία. Εἶναι λόγος τόν ὁποῖον δέν πρέπει νά τόν χάνουμε. Ὅταν εἴμεθα στήν Ἐκκλησία, στήν Ἀκολουθία, ἤ ὅταν διαβάζουμε τίς πρωϊνές προσευχές, πρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί γιά νά μή γίνεται ἡ προσευχή ἕνας τύπος. Διότι κάθε λόγος τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν προσευχῶν εἶναι καί ἕνα ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, πού ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δέν τό ἔχουν.

Διά τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς μας νά καλοῦμε τόν Θεό καί στίς πιό συνειθισμένες στιγμές τῆς ζωῆς μας, ἐπειδή, πρῶτον, θά ἔλεγα, ἔτσι, ἁγιάζουμε τόν χρόνο, ἁγιάζουμε ἐκείνη τήν στιγμή πού προσευχόμεθα, ἁγιάζουμε τά καθημερινά μας ἔργα καί, δεύτερον, κάθε στιγμή, κάθε θέμα γίνεται μία ἀφορμή προσευχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς εὑρίσκουμε καί στά ἐκκλησιαστικά μας βιβλία (Εὐχολόγιο) προσευχές γιά εὐλογία ὅλων τῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπασχολήσεων τοῦ ἀνθρώπου: Εὐλογοῦμε, ἐπί παραδείγματι, τό χωράφι, προσευχόμεθα γιά τήν ξηρασία, γιά τήν ἐγκατάστασι σέ νέο σπίτι, γιά τό ταξίδι, γιά τίς διάφορες ἀσθένειες κλπ. Ἀλλά ἐπί πλέον σᾶς λέγω ὅτι ἡ ξηρασία καί ἡ σπορά καί ἡ ἀσθένεια καί τά ταξίδια εἶναι μία καλή εὐκαιρία νά σκεφθοῦμε καί τόν Θεό. Τελικά ὅλα αὐτά τοῦ ἀνθρώπου τά προβλήματα περνοῦν, παραμένει ὅμως ἡ χάρις τῆς προσευχῆς.

Κλείνω μέ τόν λόγο τοῦ Σωτῆρος πού λέγει καί σέ μένα: «Πορεύου καί σύ καί ποίει ὁμοίως..» (Λουκ.10,37).

 

Πῶς ἠμποροῦμε ν᾿ ἀποκτήσουμε τήν Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα σ᾿ ἕνα ταραγμένο κόσμο;

Ὁ χρόνος μας τρέχει γρήγορα, ἔχουμε ὀλίγο χρόνο γιά προσευχή καί εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί πού μᾶς κυκλώνουν ἀπό παντοῦ. Ἡ προσευχή δέν παραμένει πολύ καιρό στά χείλη μας καί  εἶναι ὀλίγες οἱ πιθανότητες νά μπῆ στήν καρδιά.

Πῶς νά ἐπαυξήσουμε τόν χρόνο τῆς προσευχῆς μας καί τί θά κάνουμε γιά ν᾿ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅπως λέγη ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ;

 

Θά ἤθελα ν᾿ ἀρχίσω μέ τά λόγια πού εὑρίσκονται στήν Ἀκολουθία τῆς κηδείας: «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Καί κάθε τί πού εἶναι στήν Ἐκκλησία, καθώς καί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ. Πολύ σκανδαλίζεται ὁ ἄνθρωπος στήν Δύσι· νομίζω, διότι δέν καταλαβαίνει. Προσπαθεῖ νά γίνη στήν Ἐκκλησία  καλλίτερος ἄνθρωπος, προσπαθεῖ νά κάνη μία δικαιότερη κοινωνία, ἀλλά ξεχνᾶ πάρα πολύ ὅτι στό κάτω-κάτω Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά αὐτό πού ἀκολουθεῖ μετά τόν θάνατο. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά πεθάνη.

Ἡ ὑποδοχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ προσευχή καί κάθε τι πού μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐμπειρία αὐτῶν πού τά ἔζησαν, τῶν Πατέρων μας, εἶναι ὁ θησαυρός τῆς σιωπῆς, τῆς πτωχείας σ᾿ αὐτόν τό κόσμο, ὁ θησαυρός τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, θά ἔλεγα ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον. Ὄχι μόνο ὅτι πεθαίνουμε σιγά-σιγά φθάνοντας στά γεράματα, ἀλλά μαθαίνουμε νά πεθαίνουμε ὡς πρός αὐτόν τόν κόσμο καί τίς συνήθειές του. Δέν ὑπάρχει λόγος περί θανάτου τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά λόγος γιά τό πνευματικό κέρδος τῆς ἄλλης ζωῆς. Μόνον ἐν ὅσῳ εἴμεθα στήν ζωή αὐτή ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε τήν ἄλλη. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν αὐτοκτονία. Ἐπίσης ἡ ζωή αὐτή, ἰδιαίτερα μετά τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, ἔχει καί ἕνα ἄλλο ρόλο διφορούμενο μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς γίνεται καί ἕνας φραγμός, μᾶς τοποθετεῖ ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος μεταξύ αὐτῆς τῆς ζωῆς μας καί τῆς αἰωνίου. Γι᾿ αὐτό, ἡ ἄσκησις τῆς Ἐκκλησίας (κι ἐδῶ θά ἤθελα ν᾿ ἀπαντήσω καί στήν ἄλλη ἐρώτησι, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν ἄσκησι, δηλαδή, ἐάν αὐτή ἠμπορεῖ νά μᾶς βοηθήση στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ), εἶναι νά ἀποφύγουμε σιγά-σιγά τίς συνήθειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, στό μέτρο πού μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά νά διδαχθοῦμε κάτι ἀπό τήν ἄλλη ζωή. Ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν κόσμο αὐτό, εἰσερχόμεθα στήν μυστική ζωή, στήν ζωή τῆς καρδιᾶς, ὅπου εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος. Αὐτά τά βιώματα δέν εἶναι ψυχολογικές καταστάσεις· τά ζοῦμε στήν καρδιά, τά ζοῦμε μέ κατάνυξι, μέ ταπείνωσι, καί μέ ἄλλα βιώματα, τά ὁποῖα δέν συγχέονται μέ τά ψυχολογικά αἰσθήματα, διότι τά ζοῦμε πνευματικά καί τά ὁποῖα μᾶς εἰσάγουν στήν ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος.

Στίς ταραγμένες ἡμέρες μας εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά ἀρνηθῆς τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζῆς, διότι ὅλη ἡ καλλιέργεια τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας, στήν ὁποία προσπαθοῦμε ν᾿ ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ μυστικά μέσα στίς καρδιές μας, εἶναι λόγος χωρίς λόγο, χωρίς φωνή· τό Πνεῦμα κράζει χωρίς φωνή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἠμποροῦμε ν᾿ ἀκούσωμε ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς ζαλισμένης ζωῆς μας, διότι τό κάθε τι πρέπει νά γίνη γρήγορα, ὅλα πρέπει νά τελειώνουν, πρίν ἀκόμη καί ν᾿ ἀρχίσουν. Ἐπίσης καί ὁ π. Σωφρόνιος λέγει ὅτι δέν ὑπάρχουν δυσκολίες­θέσεις στίς ὁποῖες ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά μήν εἶναι ἔγκυρος καί νά μήν εἶναι σέ θέσι νά σώζη. Δέν ὑπάρχει καί δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρχη ὅρος, πού νά ἐμποδίζη τήν σωτηρία, τήν βίωσι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί ἐδῶ θά ἤθελα νά εἴπω δύο πράγματα. Ἐάν ἠμποροῦμε νά ρυθμίσουμε ἔτσι τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, ὥστε νά δίνουμε, ὅπως λέγει ἡ ἐρώτησις, περισσότερο χρόνο στήν προσευχή, περισσότερη προσπάθεια, σίγουρα ναί. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς νά τό εἰπῶ, ἐπειδή ὁ καθένας σας ἔχετε διαφορετική ζωή τήν ὁποία δέν γνωρίζω. Δέν τήν γνωρίζω ἐπειδή ἐμεῖς στήν Δύσι ζοῦμε πολύ χειρότερα ἀπό ὅ,τι ζῆτε ἐσεῖς ἐδῶ. Ἡ Δύσις θά εἰσορμήση καί ἐδῶ καί πολύ φοβοῦμαι ὅτι θά βλέπετε καί ἐσεῖς ἐδῶ, ὅπως εἶναι ἡ κατάστασις ἐκεῖ.

Ἡ Δύσις δέν μέ συγκινεῖ σέ τίποτε. Ὁ χρόνος περνᾶ καί οἱ νέοι ἐρωτοῦν: «Ποῦ πηγαίνει αὐτός ὁ χρόνος; Γιατί φεύγει τόσο γρήγορα;» Καί σκέπτομαι ὅτι αὐτές εἶναι οἱ ἡμέρες πού ἔλεγε ὁ Χριστός ὅτι θά κολοβοθοῦν. Οἱ ἡμέρες ἐμίκρυναν, ἀλλά ἐάν καταβάλλουμε περισσότερες προσπάθειες, ἠμποροῦμε ν᾿ ἀρνηθοῦμε μερικά πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς μας, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ τροπρίου τῆς κηδείας πού ἐμνημόνευσα ἀνωτέρω, ὅτι τά πάντα εἶναι ματαιότης, ὅσα δέν παραμένουν μετά θάνατο. Ὁπότε, ἐάν ἐρωτήσουμε:

-Τί παραμένει μετά θάνατον;

Ἀπαντοῦμε: Ἐγώ κι αὐτό πού εἶμαι.

 Ἐάν ἐγώ ἔγινα ἀγάπη, ὅτι ἀπομένει ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη παραμένει ἐδῶ στόν κόσμο. Ἀνάλογα μέ τό μέτρο τοῦ χρόνου πού δίνουμε γιά τήν προσευχή, ὑπάρχουν καί ἄλλες δυνατότητες. Ἰδού μία ἀπ᾿ αὐτές:

Ὁ σταυρός εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα, εἶναι ἡ πιό φοβερή παίδευσις, ὁ πιό μεγάλος ἐξευτελισμός γι᾿ αὐτούς πού πράττουν τίς μεγαλύτερες παρανομίες. Ἔτσι, ὁ Θεός, ἕνεκα τοῦ ἐλέους Του, ἐπῆρε ἐπάνω Του αὐτή τήν κατάρα καί δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτησε ὁ σταυρός τήν μεγαλύτερη τιμή στόν κόσμο, διότι ὁ σταυρός εἶναι τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου· εἶναι σημεῖον εὐλογίας, ὅπλον ἀνίκητον ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Γιατί εἶναι ἀνίκητον; Διότι εἶναι ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος λέγει: «Ἐάν δέν κάνης ὅπως σοῦ λέγω, θά βασανισθῆς καί θά πεθάνης» Ὁ βάσανος καί ὁ θάνατος εἶναι σταυρός, τόν ὁποῖον ὁ Θεός μετέτρεψε σέ ὅπλο ἀνίκητο γιά τήν σωτηρία μας. Γι᾿ αὐτό εἶναι ὅπλο ἀνίκητο, διότι αὐτό ἦτο τό πρῶτο ὅπλο τοῦ κακοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός τό ἁγίασε καί τοῦ ἔδωσε τήν δύναμι νά εἶναι ὑπεράνω τοῦ κακοῦ. Γνωρίζετε ὅλοι σας, εἶμαι σίγουρος, πόση δύναμι ἔχει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν τό κάμνετε στήν κεφαλήν σας καί σέ κάθε πειρασμό σας. Μερικές φορές δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἰπῆτε τίποτε. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή μας. Ὁ σταυρός, ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη φέρουν τήν σωτηρία. Ἐνθυμοῦμαι κάποιον ἀγαπητό μου φίλο πού ἔλεγε, περίπου πρίν 25 χρόνια στόν π. Σωφρόνιο: «Σ᾿ ἐμᾶς στό μονα­στήρι ὁ πόνος εἶναι σωτήριος. Σ᾿ ἐσᾶς, στόν κόσμο, εἶναι μία παγίδα». Καί ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ ἀπήντησε: «Τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές πού λέγεις; Κάθε πόνος μπορεῖ νά εἶναι σωτήριος. Ἀλλά μέ ποιό τρόπο; Θά ἀπαντήσω τώρα ἐπανερχόμενος στήν ἄσκησι.

Τί εἶναι ἄσκησις;  Εἶναι ἡ δύναμις νά μεταβάλλης αὐτό πού εἶναι θνητό, σίγουρα μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. (ἀναφέρομαι εἰδικά στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στήν Θεία Κοινωνία, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνουμε ἀπό πνευματική πεῖνα). Μόνο μέ τά μέσα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του ἀρχίζουμε νά ζοῦμε μιά ζωή στήν ὁποία ἡ ταπείνωσις γίνεται σωτηριώδης. Βλέποντας σέ σένα τόν πόνο, τήν ἀδυναμία, τήν ἁμαρτία σου, μπορεῖς νά καταλάβης τόν ἁμαρτωλό, τόν πλησίον σου· μπορεῖς νά συμπαθήσης τόν δυστυχῆ πλησίον σου, ἐπειδή γνωρίζεις σύ ὁ ἴδιος τί σημαίνει δοκιμασία, τί σημαίνει ἁμαρτία καί ἀδυναμία. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει νά μή ἀπομονώμεθα καί νά μή κρυβώμεθα μόνο στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά εἴμεθα ἀνοικτοί καί νά ἐξομολογούμεθα. Αὐτό εἶναι μία μορφή ἀσκήσεως, δηλαδή ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου βλέπουμε τί εἶναι σ᾿ ἐμᾶς, γιά νά καταλάβουμε κατόπιν τήν δοκιμασία τοῦ πλησίον μας.

Ἀκόμη κι ἕνας ἄλλος νόμος τόν ὁποῖον μᾶς ἀπεκάλυψαν οἱ ἀσκηταί Πατέρες εἶναι αὐτός: Ἐάν κρίνουμε τόν πλησίον μας καί δέν μετανοοῦμε γιά τήν κρίσι αὐτή, μέ σιγουριά θά πέσουμε κι ἐμεῖς στό ἴδιο ἁμάρτημα, ἐνωρίτερα ἤ ἀργότερα. Γιατί; Διότι, ἐάν δέν ἠμποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας, τουλάχιστον νά τόν συμπαθήσουμε. Ἐάν ἐμεῖς νομί­ζουμε ὅτι στεκόμεθα καλά, ὅμως ὁ Θεός θ᾿ ἀποσύρη τό χάρι Του γιά νά ἰδοῦμε τί εἴμεθα. Καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου φθάνουμε στήν κατάστασι, ἐάν δέν τήν ἐκάναμε ἀπό τήν ἀρχή, νά συμπαθοῦμε καί νά προσευχώμεθα γιά τόν πλησίον μας.

Προσευχόμενοι γιά τόν πλησίον μας καί συμπαθοῦντες αὐτόν, ἐπειδή γνωρίζουμε τίς δοκιμασίες ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν του, γινόμεθα αὐτό τό ὁποῖο μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Χριστό στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του, ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας Ἀρχιερεύς ὁ ὁποῖος συγκατατέθηκε ἐπειδή ἐγνώρισε τίς ἁμαρτίες μας, διότι πειράσθηκε μέ ὅλους τούς τρόπους, ὅπως καί ἐμεῖς, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία (Ἑβρ.2,18). Διότι Αὐτός, ἐνῶ εἶναι ἅγιος ἐξ ὑπαρχῆς, ἐπειδή ἦτο καί Θεός, φανερώνει στόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὄχι στόν ἁμαρτωλό. Αὐτός ἦτο ἅγιος. Καί τί σημαίνει ἦτο ἅγιος; Σημαίνει, στήν περίπτωσι αὐτή, ὅτι μπορεῖ νά συμπαθήση ἐμένα τόν ἁμαρτωλό, παρότι Αὐτός δέν εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐάν μάθω κι ἐγώ αὐτή τήν σοφία, ὁμοιάζω μέ τόν Θεό. Ἐάν ὄχι, μέ ἀφήνει ὁ Θεός, ὅπως τόν ἄσωτο γυιό νά πέσω στήν ἁμαρτία καί νά μάθω διά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ πόνου, τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος ἁμαρτωλός γιά νά ἠμπορῶ ἔτσι νά συμπαθήσω τόν πλησίον μου. Καί τότε ἔζησα τήν θλῖψι, ἀλλά ἔκαμα καί τήν ἁμαρτία καί τό πάθος σάν  ἕνα εἶδος ἰδικής μου δόξης καί πλούτου. Ἐπειδή ἐπλούτισα μέ τήν γνῶσι τῆς ζωῆς τοῦ πλησίον μου, ὁπότε πλησίον δέν εἶσαι μόνο ἐσύ, πού τώρα σέ βλέπω, ἀλλά ὁ Ἀδάμ, τόν ὁποῖον δέν ἐγνώρισα καί τούς ἀνθρώπους ὅλων ἀπό τότε τῶν αἰώνων καί τίς ψυχές πού ἦλθαν μέχρι τώρα καί οἱ ἄλλες πού θά ἔλθουν μετά ἀπό μένα. Καί ἑνούμεθα σ᾿ αὐτή τήν συμπάθεια καί τήν προσευχή ὁ κάθε ἄνθρωπος καί γινόμεθα ἱερεῖς, ἐργαζόμεθα αὐτή τήν ἱερωσύνη, τήν ὁποία ἐλάβαμε διά τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος.

Συνεπῶς, ὅλες οἱ δοκιμασίες εἶναι δυνατόν νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν σωτηρία, ἐάν κι ἐμεῖς ζοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἐάν δηλαδή ἐπιστρέ­φουμε πρός τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί πρός τόν πλησίον μας διά τῆς κατανοήσεως τῶν συμφορῶν καί δοκιμασιῶν του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτόν σου. Ὄχι μέ αὐτή τήν σκανδαλώδη λογική: Ὅσο μ᾿ ἀγαπᾶ κάποιος τόν ἀγαπῶ καί ἐγώ. Ὁ Σωτήρ μᾶς εἶπε νά μισοῦμε τόν ἑαυτό μας. Τότε δέν ἀγαπῶ τόν πλησίον σάν τόν ἑαυτό μου, ἀλλά τόν ἀγαπῶ σάν ἕνα ἄλλο ἐγώ, ζῶ σ᾿ αὐτόν αὐτό πού ἔζησα στόν ἑαυτό μου, δηλαδή ἀνοίγω τήν ψυχή μου καί ζῶ μέσα μου μέ τόν πλησίον μου, διότι τόν αἰσθάνομαι ἔτσι. Ζῶ κι ἐγώ σ᾿ αὐτόν, ἀνοίγοντας τήν καρδιά μου πρός αὐτόν τό μυστικό μου (πολλές φορές δέν πρέπει νά τό μαρτυροῦμε) καί ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού τόν πλησίαζω καί τόν βλέπω ἀνάλογα τόν κερδίζω, διότι αὐτός ζῆ στήν καρδιά μου καί ἐγώ ζῶ στήν καρδιά του. Καί ἡ καρδιά του καταλαβαίνει, ἔστω κι ἄν ἐγώ δέν τοῦ εἶπα τίποτε.

Θά ἤθελα νά τελειώσω τήν παράγραφο αὐτή μέ μία διαπίστωσι: Παρετηρήσατε ὅτι ἀπό τούς πλουσίους δέν πλουτίζετε (ἐγώ περετήρησα αὐτό τό πρᾶγμα πολλές φορές). Τό μοναστήρι δεχόταν πάντοτε βοήθειες ἀπό τούς πτωχούς καί ὄχι ἀπό τούς πλουσίους. Πλούσιοι καί πτωχοί δέν γνωρίζουν νά ἀλληλοσυμπαθοῦνται· οἱ πτωχοί ὅμως δίδουν μέσα ἀπό τήν πτωχεία τους, ὅπως ἔδωσε καί ἡ χήρα τό δίλεπτο. Εἴδατε πῶς τό λέγει ἐκεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἐκύτταζε ὅλους αὐτούς πού ἔρριχναν χρήματα στό ταμεῖο τοῦ ἱεροῦ. Ὁ Εὐαγγελιστής λέγει ὅτι μερικοί ἔρριχναν πολλά χρήματα, ἐπειδή ἦσαν πλούσιοι, ἀλλά αὐτή ἡ πρᾶξις τους δέν τόν ἐντυπωσίασε καθόλου, ἀλλά ἡ χήρα, ἡ πτωχή, ἡ ὁποία ἔριξε δύο λεπτά, τά ὁποῖα δέν εἶχαν σχεδόν καμμία ἀξία (Λουκ.21,1-4). Καί ὁ Κύριος σταμάτησε γιά νά ὁμιλήση μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν προσφορά της, ἐπειδή τό δίλεπτο αὐτό οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν κτίζεται μέ κεραμίδες, πέτρα καί τσιμέντο, ἀλλά μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ γυναῖκα αὐτή ἦτο μία κεραμίδα· αὐτή εἶναι τό τσιμέντο τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καί σάν κι αὐτή μπορῶ νά γίνω, ἄν θέλω, κι ἐγώ. Καί ὅταν λέγω ἐγώ ἐννοῶ καί σένα καί τόν κάθε πιστό Χριστιανό.

 

Τί γλῶσσα χρησιμοποιεῖτε ὅταν προσεύχεσθε; Τήν ἀγγλική ἤ τήν ρουμανική;

 

Τήν ρουμανική σέ κάθε περίπτωσι. Χρησιμοποιούσαμε στό μοναστήρι, φυσικά, καί τήν ἀγγλική. Σάν διάκονος καί ἱερεύς λειτουργοῦσα στά ἑλληνικά, στά σλαβωνικά, στά ἀγγλικά, σπάνια καί στά γαλλικά, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἐπειδή ἔζησα πολλά χρόνια στήν ξενητειά, κατάλαβα ὅτι ἡ ρουμανική εἶναι ἡ πλησιέστερη σέ μένα γλῶσσα, πού ἔμαθα στήν παιδική μου ἡλικία. Διότι, ἐάν, ὑποθέσουμε, πέσω ἀπό τήν στέγη κάτω, αὐτόματα θά μοῦ ἔλθη ἡ φράσις στά ρουμανικά: «Κύριε ἐλέησον» καί ὄχι σέ ἄλλη γλῶσσα.

Στήν τάξι ἄλλων ἰδεῶν, ἀνεχθῆτε με νά σᾶς εἰπῶ, ὅτι, ὅταν ἄκουσα νά ὁμιλοῦν γιά μετενσάρκωσι (μετεμψύχωσι), μοῦ πέρασε σάν κεραυνός στό μυαλό ἕνας λογισμός, τόν ὁποῖον θά ἤθελα νά σᾶς τόν μεταφέρω. Καί ἐγώ περιμένω ἀνάστασι νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί προσεύχομαι μέ ἐπιμονή στόν Θεό, ἐάν μοῦ δώση καί μένα τήν ἀνάστασι, νά μή μοῦ τήν δώση στό σῶμα ἑνός ἱποποτάμου!

 

Γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσεως τά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου;

 

Μερικοί τήν γνωρίζουν καί ἠμποροῦν νά τήν εὕρουν καί στό βιβλίο πού ἐξεδόθη ἀπό τόν π. Σωφρόνιο. Ἀλλά, σίγουρα, ὄχι ὅλοι. Ἐάν διαβά­σουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Σωφρονίου, βλέπουμε ὅτι εἶναι γεμᾶτο ἀπό λόγια προσευχῶν. Αὐτός γράφει, γράφει καί σέ κάποια στιγμή βλέπουμε τόν ἅγιο Σιλουανό ν᾿ ἀρχίζη νά προσεύχεται. Διότι δέν ὑπάρχουν λόγια πού γράφονται ἀπό τήν λογική του. Αὐτός γράφει ἐκεῖνο πού αἰσθάνεται τήν ἀντίστοιχη στιγμή. Καί γράφοντας, ξαφνικά, ἐγείρεται ὁ νοῦς του σέ προσευχή καί σημειώνει ἐκείνη τήν  προσευχή πού λέγει.


 

Ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά προσευχώμεθα συνεχῶς στόν κόσμο;

 

Ναί, ἀλλά μέ τήν βαθειά συναίσθησι ὅτι εἴμεθα μεγάλοι ἁμαρτωλοί καί χειρότεροι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Χωρίς τήν ταπείνωσί μας, δέν κατέρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἐπισκιάση καί ἁγιάση. Προσεύχονται καί οἱ ἀλλόθρησκοι καί οἱ αἱρετικοί, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι σώζονται. Ἀκόμη καί οἱ ὀρθόδοξοι, ἐάν προσεύχωνται μέ ματαιοδοξία καί ὑπερηφάνεια, δέν ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα τους, ἀλλά πνεῦμα πλάνης. Κάθε ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Χριστό εἶναι ἀδύνατον νά τήν ἐκπληρώση μόνος του ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν βοήθειά Του. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι στήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «ὅ,τι εἶναι ἀδύνατον στόν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατόν στόν Θεό» (Ματ.19,26). Σᾶς τά λέγω αὐτά, διότι πολλές φορές σκανδαλιζόμεθα, ὅταν βλέπουμε πόσο δύσκολη εἶναι ἡ προσευχή. Καί συμπληρώνω: Δέν εἶναι δύσκολο, εἶναι ἀδύνατον, χωρίς τήν βαθειά ταπείνωσι καί τήν ἀναγνώρισι τοῦ Χριστοῦ μας, ὡς τοῦ μοναδικοῦ δυναμένου νά ἐπιτελέση τά πάντα στήην ζωή μας, μέ τήν δική μας συγκατάθεσι! Καί πιστεύω ὅτι, ἐάν καταλάβετε στό βάθος της αὐτή τήν ἀλήθεια, ὁ λόγος μου αὐτός θά σᾶς παρηγορήση, ἀντί νά σᾶς ἀπελπίση.

Τό καθῆκον μας εἶναι νά ζητοῦμε τόν Θεό. Καί ὁ Θεός κάνει σ᾿ ἐμᾶς αὐτό τό ὁποῖον εἶναι ἀδύνατον νά γίνη ἀπό ἐμᾶς. Κάθε στιγμή θά πρέπει νά ἀνανεώνουμε τόν δεσμό μας μέ τόν Θεό, ἐάν δέν ζῆ ἡ προσευχή ἀδιάκοπα στήν ψυχή μας σάν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Σᾶς λέγω τώρα ἕνα σπουδαῖο ἔργο. Ἐνίοτε σκεπτόμεθα, ἴσως μέ φόβο, ἐκεῖνα πού θά ἔλθουν καί ἰδιαίτερα τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος περιμένει τόν καθένα μας. Ἔτσι κάνω κι ἐγώ: «Κύριε, δέν γνωρίζω τί θά γίνη μέχρι τόν θάνατό μου, ἀλλά μέχρι τότε λύτρωσέ με ἀπό τό κακό, διότι Σύ, ἐάν μέ ἀφήσης μόνο μου, γνωρίζεις τί ἔχω νά κάνω».

 

Πῶς νά προσευχώμεθα γιά τούς ἄλλους;

 

Δέν ὑπάρχει «ἄλλοι» γιά τούς Χριστιανούς. Ἐγώ εἶπα πολλά γιά τόν ἑαυτό μου, ἀλλά τά εἶπα καί ἐξ ὀνόματός σου. Καί, ὅταν ὁμιλῶ γιά σένα, δέν σέ γνωρίζω, παρά μέσῳ ἐμοῦ σέ γνωρίζω. Σέ γνωρίζω μέσω τῶν ἐπιθυμιῶν σου, μέσῳ τῶν ἐλπίδων σου, μέσῳ τῶν ἀδυναμιῶν σου, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πιό ἀποκρύφων ἐντροπῶν σου· ἀλλά ἀκόμη σέ γνωρίζω μέσῳ τοῦ μεγαλείου τῆς καταγωγῆς σου ἀπό τόν Δημιουργό, ὁ Ὁποῖος σέ ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσίν Του.

Ὅταν βλέπης τόν πλησίον σου, ἔστω κι ἄν εἶναι πολύ μακριά γεωγραφικά ἤ ψυχικά, νά πιστεύης ὅτι εἶναι ἕνα ἄλλο «ἐγώ». Καί αὐτός, εἴτε εἶναι φίλος, εἴτε ἐχθρός ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἴδια μαρτυρία, τήν ὁποία κι ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά τήν νοιώθω. Προσεύχου, καλέ μου ἄνθρωπε, γι᾿ αὐτόν πού σοῦ κάνει κακό, γι᾿ αὐτόν πού ἁμαρτάνει καί εὐχαρίστησέ τον γιά τά καλά πού σοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά τοῦ κάνης γιά τό δικό του τό καλό. Ἡ ζηλοτυπία  νά εἶναι μακριά ἀπό ἐμᾶς, ἐπειδή τό ἔργο, τό ὁποῖον ἐπιθυμοῦμε ἀπ᾿ αὐτόν πού μᾶς συμπεριφέρεται ζηλότυπα, εἶναι ἀκριβῶς τό ἔργο τό ὁποῖον θέλει νά μᾶς δώση ὁ Θεός. Συνεπῶς, τό «ἐγώ» πού πορεύεται νά συναντήση τόν ἀδελφό μου-τό ἄλλο ἐγώ μου-δέν φθάνει ποτέ ζηλότυπα σ᾿  ἐκεῖνον, ἀλλά μέσῳ ἐκείνου (τοῦ ἄλλου «ἐγώ» μου) φθάνω, χωρίς ζηλοτυπία στόν δικό μου «ἐγώ» καί στόν Θεό. Εἶναι ὁ ἀδελφός μου, (τό ἄλλο  «ἐγώ» μου) κατά ἕνα τρόπο καί τό κέρδος μου. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι καί θάνατός μου. Ἡ ζωή τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι ἡ ζωή μου. Ὁ ἅγιος Σιλουανός λέγει: «Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, διότι ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας».

 

 

Μοναχισμός

Ἡ ὁδός τῆς οὐσιαστικῆς ἐμπειρίας.

 

Πάτερ Ραφαήλ, νά μᾶς εἰπῆτε κάτι γιά τήν ζωή τοῦ μοναχοῦ!

Ποιός μπορεῖ νά εἶναι μοναχός;

Τί συμβαίνει τήν στιγμή στήν ὁποία δέχεσαι τήν κλῆσι γιά τήν μοναχική ζωή; 

Ἡ παραμονή πλέον στόν κόσμο δέν εἶναι ἀπαραίτητη καί γι᾿ αὐτό πηγαίνεις στό μοναστήρι νά κάνης κάτι καλλίτερο γιά τούς ἄλλους;

Ἄραγε, μπορεῖς νά γίνης μοναχός καί στόν κόσμο;  Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ κόσμος δέν σοῦ δίνει αὐτή τήν δυνατότητα.

 

Θ᾿ ἀρχίσω νά σᾶς εἰπῶ ὅτι δέν εἶναι ἡ πρόσκλησις τοῦ Θεοῦ πού σέ χωρίζει ἀπό τόν κόσμο. Ἐάν ἐγώ εὑρίσκω τόν προορισμό μου, ἐάν ἀκούω τήν κλῆσι τοῦ Θεοῦ, ὅποια καί νά εἶναι αὐτή, θά εἶναι καλή καί γιά μένα καί γιά ὅλους, εἴτε εἶναι ὁρατή, εἴτε ἀόρατη. Μυστική καί ἀόρατη (μή ὁρατή στούς ἄλλους) εἶναι ἡ προσευχή, πού εἶναι μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία γεμίζει τόν κόσμο. Ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ὀρθοδοξία, οἱ ἐνέργειές της μέ ἐδίδαξαν κατ᾿ εὐθεῖαν στόν ἑαυτό μου πολλά πράγματα, τά ὁποῖα κατενόησα ἀργότερα.

Ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἔλθη μέσα σου χωρίς ἐσύ νά σκέπτεσαι μέ συνέπεια. Ἐάν γνωρίζης ὅτι σοῦ ἔρχεται ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἀρκετό. Καί ἐδῶ ἀρχίζει τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοή δέν ὑπαγορεύεται μέσα σου σάν μιά ἀναγκαστική πειθαρχία, ἀλλά σάν ἕνα ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, μέχρις ὅτου τελικά γίνει ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεό, ὅταν ὁ Θεός κάνη γιά σένα αὐτό τό ὁποῖον Ἐκεῖνος γνωρίζει. Καί Αὐτός γνωρίζει πῶς νά ταιριάση τά μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος πού λέγεται ἀνθρωπότης, τόσο καιρό, ὅσο εἴμεθα ἀνθρωπότης,-λέγω ἐδῶ γιά τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος-μέχρι τελικά νά γίνουμε ἄνθρωποι. Ἀκόμη, θέλω νά εἰπῶ, ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνθρωπότης, ἀλλά γινόμεθα ὅλοι ἕνας μόνο ἄνθρωπος, καθώς καί ὁ Θεός ὄντας σέ τρία Πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός. Ἀλλά, ὅσο καιρό εἴμεθα διεσπασμένοι, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἕνας ἐπιλέγει τήν μία ὁδό καί ὁ ἄλλος τήν ἄλλη, καί ὁ ἕνας μπορεῖ νά ἐργασθῆ καλλίτερα ἐδῶ καί ὁ ἄλλος ἐκεῖ, ὁ Θεός μᾶς μοιράζει ἔτσι ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι ὁ καθένας θά ἐκπληρώση περισσότερα καί ὅτι τό σχέδιο τῆς σωτηρίας Του θά ἐκπληρωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου.

 

Ἡ πρόσκλησις τοῦ Θεοῦ γίνεται δεκτή διά τῆς προσευχῆς. Τήν στιγμή πού αἰσθάνεσαι αὐτή τήν κλῆσι, πρέπει νά συνεχίσης τήν προσευχή, μέχρις ὅτου γίνη καθαρά, μέχρις ὅτου κατά κάποιο τρόπο τό ἐπιβεβαιωθῆς. Καί ἠμποροῦμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε αὐτή τήν ὁδή, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός, χωρίς νά σκεφτοῦμε περισσότερο.

Ὅσον ἀφορᾷ γιά τήν παραμονή στόν κόσμο, ἴσως δέν εἶναι ἀνάγκη νά σᾶς ἐξηγήσω πολλά, ἐπειδή ἡ ἀπάντησις εἶναι ἀρκετά προφανής. Παραμένεις στόν κόσμο, ὅπου ζῆς, κοινωνεῖς μέ τίς τύχες τῶν πλησίον σου καί προσπαθεῖς, ὅσο εἶναι δυνατόν, νά κάνης καί σύ τά καθήκοντά σου γιά νά πάη καλλίτερα ἡ κοινωνία. Συνεπῶς στόν κόσμο, στό ταξίδι τῆς ζωῆς σου, συναντᾶς καί ἄλλες ψυχές σάν τήν δική σου. Τό θεωρῶ, γιά παράδειγμα, κἄπως σάν «αἵρεσι» νά ἔρχεται ἕνας ἐργάτης στό σπίτι σου, νά σοῦ ἐπισκευάζη αὐτό πού θέλεις, νά τόν πληρώνης καί μετά νά τόν ξεχνᾶς. Ἐγώ πιστεύω ὅτι ὁ Θεός θά ἤθελε ἡ κάθε συνάντησίς μας μέ τόν πλησίον μας νά γίνεται καί μία συνάντησις  γιά γνωριμία μέ τήν αἰωνιότητα. Συναντᾶμε ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποιονδήποτε σκοπό πού μᾶς πλησιάζει;  Συναντᾶμε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί πέραν ἀπό τό ἔργο πού θά κάνη καί τά χρήματα πού θά πάρη ἀπό σένα, εἶναι γιά σένα τό δεύτερο «ἐγώ»σου, ὁ ἄλλος ἑαυτός σου. Βέβαια ἐξαρτᾶται καί ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐάν δέχεται τήν φιλία σου· ἐξαρτᾶται καί ἀπό σένα, ἐάν ἔχης αὐτή τήν ἔφεσι. Στόν μοναχισμό συμβαίνει αὐτό τό ἔργο. Ἰδού, γιά παράδειγμα, ἐμεῖς οἱ μοναχοί ἐξήλθαμε ἀπό τό μοναστήρι μας, ἤλθαμε στήν Ρουμανία καί κοινωνήσαμε μαζί σας τίς ἐμπειρίες μας. Τί εἶναι αὐτές οἱ ἐμπειρίες; Ἐμπειρίες οὐσιαστικές, δεδομένου ὅτι στόν μοναχισμό κάθε τι πού εἶναι οὐσιατικό παίρνει μέρος στήν ζωή τοῦ ἄλλου, τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα τοῦ βαπτισμένου χριστιανοῦ. Συνεπῶς, αὐτό εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό.

Ὁ μοναχισμός εἶναι προσευχή· ἡ προσευχή ἀρχίζει πρῶτα ἀπό μένα, ὁποιοσδήποτε καί νά εἶμαι ἐγώ. Βλέπεις τήν ἀνεπάρκειά σου καί προσεύχεσαι στόν Θεό. Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό «ἐγώ»-τήν ἰδική σου προσευχή-προσεύχεται ὅλος ὁ κόσμος, διότι τώρα στήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἠμπορῶ νά ὁμιλῶ γιά σένα ( καί σύ εἶσαι ὁ ἄλλος «ἐγώ») καί στούς πόνους μου, στίς ἀνησυχίες μου, στίς ἀναζητήσεις μου καί στίς ἀγωνίες μου ἐκφράζω καί σένα· ἰδιαίτερα, ἐάν ἔχω συνείδησι ὅτι δέν εἶμαι ἕνας ἀτομιστής, δηλαδή ἕνα προϊόν τῆς διαιρημένης ἀνθρωπότητος, τήν ὁποίαν ἐάν τήν διαιρέσης μέσα σου, πεθαίνης.

Δέν εἶμαι ἕνας ἀτομιστής· εἶμαι ἕνα πρόσωπο, δηλαδή στούς πόνους καί στίς ἀναζητήσεις μου ζῶ τόν κάθε ἄνθρωπο, ζῶ οὐσιαστικά τόν κάθε γυιό καί τήν κάθε κόρη τοῦ Ἀδάμ. Καί πρέπει ἡ προσευχή νά πάη μακρύτερα, πιό θερμότερα γιά τήν συνάντησι μέ τόν πλησίον, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἐσύ, ἕνας ἄγνωστος γιά μένα (ὅμως ἐννοοῦμε ἐμεῖς στόν κόσμο), συνεπῶς δέν εἶσαι ἄγνωστος, διότι στίς ἀναζητήσεις μου, στούς πόθους μου καί στίς ἐλπίδες μου, στίς ἁμαρτίες μου, ἀλλά καί στήν ἐπιθυμία μου γιά τήν σωτηρία μου, σέ γνωρίζω. Σύ εἶσαι ὁ ἄλλος «ἐγώ». Εἶσαι ἐκεῖνος μέ τόν ὁποῖον ἔχουμε τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύσι.

Συνεπῶς, ὁ μοναχός μπορεῖ νά ζῆ θεατός ἤ ἀθέατος αὐτά τά πράγματα. Ὁ ἅγιος Σιλουανός σ᾿ ὅλη τήν ζωή του δέν ἀπελάμβανε κάποιας τιμῆς. Ζοῦσε σ᾿ ἕνα μοναστήρι μέ 2500 μοναχούς καί κανείς σχεδόν δέν ἤξερε καί δέν ἔβλεπε τό μεγάλο μυστικό του ἔργο. Μόλις μερικοί τόν τιμοῦσαν πολύ, ὅπως ὁ μαθητής του καί Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος. Αὐτός ἀπό τήν ἀρχή εἶχε ἕνα ἰδιαίτερο σεβασμό γιά τόν χωρικό ἐκεῖνον (Δύο χειμῶνες στήν Ρωσία ἐπῆγε σχολεῖο, ὅπου ἔμαθε λίγη ἀριθμητική καί γραφή). Καί ὁ π. Σωφρόνιος, ἄνθρωπος μεγάλης μορφώσεως, εἶχε ἕνα βαθύ σεβασμό γι᾿ αὐτόν τόν Γἐροντα Σιλουανό καί ὁ Κύριος τοῦ ἐφανέρωσε ποιός ἦτο αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ἐάν δέν ἦτο ὁ π. Σωφρόνιος, ἡ ἱστορία θά «ἔθαπτε» τόν π. Σιλουανό, ἀλλά τώρα ἔγινε γνωστός σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τά συγγράμματά του, τά ὁποῖα ὁ π. Σωφρόνιος συνέλλεξε καί ἐξέδωκε, μετεφράσθηκαν σέ 14 γλῶσσες, ἴσως καί περισσότερες. Ἀκόμη κι ἄν ὁ ἅγιος Σιλουανός ζοῦσε μόνος καί ἀθέατος, ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του παρέμενε καί ἐπήγαινε παντοῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἀλλά εὐλόγησε ὁ Καλός Θεός νά παρηγορηθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπό τά λόγια αὐτοῦ τοῦ συγχρόνου μεγάλου ἀσκητοῦ τοῦ Ἄθωνος καί πολλοί εὗρον τήν σωτηρία τους. Ὁπότε, ἰδού μία ὄψις τοῦ μοναχισμοῦ!

Ὅσον ἀφορᾷ  τήν ἐρώτησι:  Ποιός μπορεῖ νά εἶναι μοναχός;  Ἐγώ σέ καμμία περίπτωσι δέν λέγω  ἀπολύτως τίποτε. Καί, ὅταν λέγω αὐτό, πάλι ὁμιλῶ καί γιά σένα, Ψυχή μου, διότι κανείς δέν ἠμπορεῖ νά  εἶναι μοναχός. Ἀλλά ἐπανέρχομαι: Ἐάν ἤθελε ἔτσι ὁ Θεός, κάνε λοιπόν, τό θέλημά Του.

Τό μεγαλύτερο παράδειγμα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, στήν ὁποία, ὅταν ἦλθε ὁ ἄγγελος καί τῆς εἶπε ὅτι, παρά τήν παρθενία της, θά γίνη Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ (ποιός τότε ἠμποροῦσε νά πιστεύση ἕνα τέτοιο ἔργο;) ἀντέδρασε. Τελικά, ἀφοῦ πείσθηκε ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό, εἶπε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ.1,38). Αὐτός πρέπει νά εἶναι καί ὁ λόγος τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πειθαρχεῖ, ἀλλά μέ ἕνα «ναί» ἤ μέ ἕνα  «Ἀμήν» ἀγάπης καί ἀφιερώσεως, καί ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ δύναται καί ἀπό τίς πέτρες νά παράγη παιδιά τοῦ Ἀβραάμ (Ματ.3,9). Δηλαδή, «Κύριε, ἰδού ἡ πέτρα εἶμαι ἐγώ· κάνε ὅ,τι Ἐσύ γνωρίζεις».

Τί σημαίνει νά εἶμαι ρουμᾶνος; Διότι πολλές φορές ἐγνώρισα καί στίς περιπλανήσεις μου καί ἐδῶ, στήν πατρίδα μας, μεγάλη χαρά στούς ἀνθρώπους πού εἶναι γεννημένοι στήν Ρουμανία. Γιά μένα ἐσήμαινε ἀπερίγραπτη εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά λάβω ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα καί νά σφραγισθῶ μέ τήν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα.

Καί τώρα θέλω νά σᾶς ὑπενθυμίσω τόν λόγο τοῦ Κυρίου πού μᾶς προστάζει νά ζητοῦμε πάνω ἀπ᾿ ὅλα τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη Του (Ματ.6,33). Μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα τά ὁποῖα μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος δέν γινόμεθα πολίτες ἑνός ἐπιγείου τόπου, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί εὐχαρίστησι ἦλθε Αὐτός καί κατώκησε μέσα μας. Μέ τά δύο αὐτά Μυστήρια καί τήν Θεία Κοινωνία γινόμεθα πολίτες τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ, τῆς αἰωνίου καί ἀληθινῆς πατρίδος μας. Ποιός, σάν τόν δίκαιο Συμεών, θέλει νά μεταφερθῆ ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἀπατεῶνα αἰῶνα στήν αἰωνιότητα; Ποιός θέλει, μέ ἀνυπομονησία, νά λυτρωθῆ ἀπό τίς δυσκολίες καί τίς πολλές ἀπάτες αὐτῆς τῆς περαστικῆς ζωῆς καί νά κατοικήση στήν πατρίδα, ὅπου μᾶς καλεῖ καθημερινά ὁ Θεός διά τῶν λόγων Του; Ἐγνώρισα μιά τέτοια Ψυχή, ἡ ὁποία δύο ἑβδομάδες πρό τοῦ θανάτου της, μέ χαρά καί μέ λαχτάρα περίμενε καί προσευχόταν στήν ἀσθένειά της: «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, πάρε τήν ψυχή μου!». Καί αὐτά ἔλεγε ὄχι ἀπό ἀπελπισία, ἀλλά ἀπό προτροπή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι αὐτή ἡ Ψυχή ἐγνώριζε ὅτι θά μεταφερθῆ ἀπό τά ἀπατηλά τοῦ βίου αὐτοῦ στά αἰώνια καί ἀληθινά. Καί ἐμεῖς θ᾿ ἀκολουθήσουμε τόν ἴδιο δρόμο καί θά ζήσουμε τήν ἴδια τραγωδία. Ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἡ ἐξέλιξις τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἦτο τραγική, διότι βασανίσθηκε, σταυρώθηκε καί ἀπέθανε σάν κακοῦργος. Ὅμως στό μυστήριο αὐτό τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει τραγωδία. Ὁ Χριστός σάν Θεός παρέμεινε ἀπαθής καί ἐδόξασε διά τῆς ἀναστάσεώς Του τήν ἀνθρώπινη φύσι. Ἐδῶ κρύβεται ἡ μεγάλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, ἀπό τά μάταια στά αἰώνια, ἀπό τά ἀπατηλά στά ἀληθινά.

Γι᾿ αὐτό νά ζητᾶμε πρῶτα τήν οὐράνια πατρίδα μας, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη Του. Καί πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά ζητᾶμε τήν χάρι τῆς προσευχῆς. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, πολλές φορές στίς συγγραφές του, λέγει ὅτι οἱ δυσκολίες, οἱ ἀπαιτήσεις καί οἱ περιπέτειες ἔρχονται στόν ἄνθρωπο, ἐπειδή δέν προσεύχεται.

Ἦλθα καί συναντηθήκαμε μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πρῶτα στίς θαυμαστές προσευχές μας, στά λόγια τά ὁποῖα ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία πρός τήν Θεοτόκο Μαρία (ὑπαινίσσεται τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας πού διαβάσθηκαν πρό ὀλίγου), διότι κάθε λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, τό ὁποῖο, ἐάν τό κατανοοῦμε, ὅπως συμβαίνει ἐνίοτε, ἀνασταίνεται ὁ λογισμός μας καί γεμίζει ἡ καρδιά μας ἀπό ἕνα βίωμα τό ὁποῖο μᾶς ἀλλοιώνει ἐξ ὁλοκλήρου καί γιά πάντα. Ὁπότε νά εἴμεθα προσηλωμένοι σέ κάθε φράσι καί λόγο, κυρίως τῆς Θείας Λειτουργίας, σέ κάθε λόγο τῆς Ἐκκλησίας, σέ κάθε λόγο τῆς προσευχῆς, τόν ὁποῖον κατόπιν θά τόν κάνουμε λόγο στήν δική μας προσευχή. Ὄχι μόνο τά λόγια πού εἶναι γραμμένα ἀπό κάποιον σ᾿ ἕνα βιβλίο, τά ὁποῖα διαβάζει κάποιος ἄλλος μέ δυνατή φωνή, ἀλλά ὁ λόγος ἐκεῖνος πού γίνεται κατόπιν καί δικός μου λόγος, μπαίνει στήν καρδιά μου καί μέ κατανύσσει.

Καί ὅσες φορές ἐμφανίζεται ἡ εὐκαιρία γιά προσευχή, εἶναι καλόν νά λέγεται καί ἕνας ἐνδιάθετος-ἐσωτερικός λόγος, ὅσο μικρός καί νά εἶναι, διότι ὁ Θεός ἀκούει  καί τόν λογισμό καί τόν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀκούει ἰδιαίτερα τίς ἐπιθυμίες τίς ὁποῖες οὔτε ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει νά τίς διατυπώση καί καλά.

Ποιές εἶναι οἱ εὐκαιρίες γιά προσευχή; Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι καί μία ἀφορμή γιά προσευχή. Καί ἐάν ἐλάβαμε τήν εὐλογία νά κρατοῦμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἀδιάκοπη στίς ψυχές καί τίς καρδιές μας, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», νά τό κάνουμε. Ἔχουμε δυσκολίες στήν προσευχή; Νά ζητᾶμε τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου. Εἴμεθα σέ κάποιον κίνδυνο; Νά ζητᾶμε βοήθεια καί προστασία ἀπό τόν Κύριο. Ἁμαρτήσαμε; Νά ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας καί νά ἐξομολογούμεθα στόν Κύριο ἐκείνη τήν στιγμή, καί πρίν ἀκόμη νά πᾶμε γιά ἐξομολόγησι στόν ἱερέα νά μᾶς χαρίση μέ τό ἐπιτραχήλιό του τό δῶρο τῆς θεραπείας. Βλέπουμε ὅτι κάποιος ἀπό τούς ἀδελφούς μας σκανδαλίσθηκε ἤ ἔσφαλλε σέ κάτι; Ὅπως καί ἐμεῖς δέν θέλουμε νά χαθοῦμε μέσα στήν ἁμαρτία μας, ἔτσι καί γιά τόν ἀδελφό μας νά προσευχώμεθα. Νά μή σκανδαλιζώμεθα σκεπτόμενοι γιατί τό ἔκανε αὐτό, διότι ὁ Κύριος θά ἐλεήση καί αὐτόν, ἀφοῦ μετανοήσει εἰλικρινά, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματ.22,39). Ὁπότε, ὅπως ἐγώ δέν θέλω νά χαθῶ, ἔτσι ἀκριβῶς δέν θέλω νά χαθῆ καί ὁ ἀδελφός μου.

Τό πιό φοβερό καί δύσκολο πρᾶγμα εἶναι τό ἑξῆς: Ἐάν μᾶς βλέπετε, ἐμᾶς τούς λειτουργούς νά εἴμεθα σκανδαλισμένοι ἤ νά σκανδαλίζουμε ἐσᾶς, κάνοντας ἔργα τά ὁποῖα δέν εἶναι φρόνιμα ἤ δίκαια ἐνώπιόν σας καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, προσευχηθῆτε γιά ἐμᾶς καί μή σκανδαλίζεσθε, ἐπειδή καί ἐμεῖς, μόνο μέ τίς προσευχές σας-τίς προσευχές τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ-ἠμποροῦμε νά ταξιδεύσουμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν δύναμι τῶν προσευχῶν σας, καθώς καί ἐσεῖς ἔχετε ἀνάγκη ἀπό τήν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει δοθῆ ἀπό τόν Χριστό διά τῆς ἱερωσύνης μας. Καί ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἕνας ἄνθρωπος, μία ψυχή, ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά πρόσωπα, καθώς καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας Θεός μέ τρία Πρόσωπα.

 

Πῶς φαίνεται ἀπό τό μοναστήρι ὁ κόσμος αὐτός; Ἠμποροῦμε νά κάνουμε μία μοναχική ζωή, χωρίς τήν ἀναχώρησι στό μοναστήρι;

 

Ἡ μοναχική ζωή, ὅπως ἐνίοτε τήν ὠνόμασα τρέλλα, οὐσιαστικά δέν διακρίνεται ἀπό τήν ζωή τοῦ συνηθισμένου χριστιανοῦ, ἰδιαίτερα τοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ τήν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν ζωή προσευχῆς, ἑνώσεως μυστικῆς μέ τόν Θεό καί αὐτή εἶναι πραγματικά καί ἡ ζωή-πρέπει νά εἶναι-τοῦ κάθε πιστοῦ χριστι­ανοῦ.­

Ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ἔλεγε: «Μία εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὁ Θεός ἔδωσε, σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους τίς ἴδιες ἐντολές καί τά ἴδια Εὐαγγέλια, καί τήν ἴδια Κυρία Θεοτόκο καί τούς ἴδιους Ἁγίους, ἀκόμη καί σέ μένα τόν ἁμαρτωλό».  Ὁπότε, ἐάν εἶναι γιά ὅλους οἱ ἴδιες ἐντολές καί τά ἴδια Εὐαγγέλια, ἴδια εἶναι καί ἡ σωτηρία, ἴδια εἶναι καί ἡ ζωή, ἀλλά, στίς λεπτομέρειες, ὑπάρχουν διάφοροι τύποι χριστιανικῆς ζωῆς.

Στό μοναστήρι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀναχώρησις ἀπό τόν κόσμο, ἡ μοναξιά καί ἡ σιωπή. Ἀλλά στόν συνωστισμό καί στήν σύγχυσι ἠμπορεῖ νά εὑρεθῆ σωτηρία; Ὁ ἅγιος Σιλουανός σκεπτόταν τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης10, ὁ ὁποῖος, παρότι ἔζησε μέσα σέ μιά ταραχώδη κοινωνική ζωή, ἐπειδή ἀγαποῦσε τούς ἀνθρώπους, προσευχόταν γι᾿ αὐτούς καί παρέμενε διά τῆς προσευχῆς του μέσα στόν ὄχλο, σάν νά ἦτο  μοναχός μέ σιωπή στό κελλί του. Συνεπῶς, τόσο ἡ σιωπή, ὅσο καί ὁ θόρυβος ἀξιολογοῦνται στό ἐπίπεδο τῆς ἀγάπης. Ἀλλά ἡ ἀγάπη πρέπει νά κερδίζεται πάνω ἀπό ὅλα.

Ἡ ἀρχή τῆς ἀγάπης μπορεῖ νά εἶναι αὐτή: Ἐάν δέν θέλης νά λέγης, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες: «Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός». Μακάρι νά ἀντιληφθῆς ὅτι κάθε ἁμαρτία ζῆ μέσα σου. Καί βλέποντας αὐτό τό βίωμα νοιώθουμε εὐγνωμοσύνη στόν Θεό. Σέ γνωρίζω περισσότερο ἀπό ὅ,τι νομίζεις ἤ ἀπό ὅ,τι νομίζω ἐγώ, μέσῳ ἐμοῦ τοῦ ἰδίου. Τότε ἀντί νά κρίνω τόν πλησίον μου, τόν εὐσπλαγχνίζομαι, διότι καί ὁ Θεός ἐλεεῖ καί μένα. Εἴθε νά κάνουμε ὅ,τι κάνει καί ὁ Θεός γιά ἐμᾶς!  Νά μή ἐκνευρίζομαι ἀπό τόν πλησίον μου, ὅποιο χαρακτῆρα καί νά ἔχη, διότι καί ἐγώ ἐκνευρίζω τούς ἄλλους, ὅταν εἶμαι ὀξύθυμος.  Ἀλλά πῶς θ᾿ ἀλλάξω ἐγώ αὐτή τήν συμπεριφορά μου; Καί πῶς ὁ ἄλλος θ᾿ ἀλλάξη τήν συμπεριφορά του, ἐάν δέν ἀλλάξω πρῶτα ἐγώ τήν συμπεριφορά μου ἀπέναντί του; Πῶς ἀλλιῶς;  Μόνο, ὅταν καταλάβω τόν πόνο του καί τόν συμπαθήσω στήν ἀδυναμία του. Μέ τήν συμπάθειά μου πρός τόν πλησίον μου ἑνώνομαι μαζί του, ἀρχίζοντας ἀκόμη ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί ἰδού ὅτι ὁ Θεός κάνει ἕνα τέτοιο θαῦμα, διότι, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εῑναι χωρισμός καί θάνατος, γίνεται παραδόξως ζωή καί προσέγγισις τοῦ ἀδελφοῦ μου, κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Νά σᾶς διηγηθῶ τώρα ἕνα συμβάν, τό ὁποῖον ἐπεξηγεῖ καλλίτερα αὐτό πού σᾶς λέγω τώρα.

Ἦσαν στόν σταθμό, στήν Ἀγγλία, δύο ἄνθρωποι, καί ἐκεῖ φυσικά ὑπῆρχε μεγάλη κυκλοφορία. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἔλεγε: «Ἄχ, ἀληθινά δέν μπορῶ νά ὑποφέρω τόν συνωστισμό αὐτόν, τό πλῆθος αὐτό πού πηγαινοέρχεται, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι». Ὁ ἄλλος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ στόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς βλέπω δυνάμει ἕνα φίλο, ἕνα ἀδελφό. Σύ ζῆς στόν συνωστισμό καί στόν ὄχλο. Ἐγώ ζῶ σέ μιά συγκέντρωσι φίλων καί ἀδελφῶν».

Πνευματικά καί ἐσωτερικά αὐτό τό πρᾶγμα εἶναι ἀληθινό. Τό λιγώτερο πού ἔμαθα ἐγώ ἀπ᾿ αὐτό εἶναι ὅτι ἐσύ, στό μέτρο πού σοῦ δόθηκε, μπορεῖς ν᾿ ἀλλάξης τήν συμπεριφορά τοῦ ὄχλου. Καί θά σᾶς εἰπῶ ἀκόμη ὅτι αὐτός πού ἔβλεπε φίλους τούς ἀνθρώπους δέν εἶχε φόβο ἀπό κανέναν. Περνοῦσε δίπλα ἀπό τίς στάσεις, μέσα στίς φοβερές νύκτες, παντοῦ ἔβλεπε συνωστισμό καί δέν ὑπέφερε ψυχικά ἀπό τίποτε. Γνωρίζω ὅτι ὁ ἄλλος ὑπέφερε πολλές φορές, ἀπό τό πλῆθος τοῦ κόσμου. Τώρα δέν σᾶς προτρέπω νά κάνετε ὅλοι τό ἴδιο πρᾶγμα, ἀλλά τουλάχιστον ἀπ᾿ἐδῶ ἐπιτυγχάνεται, προφανῶς, ἕνα ἦθος.

 

Εἰπέτε μας, πάτερ Ραφαήλ, γιατί ἐγίνατε μοναχός καί εἶσθε εὐχα­ριστημένος ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή σας;

 

Καί ἡ μοναχική ἀπόφασις ἦτο γιά μένα μία κρίσις, παράλληλη μέ ἐκείνη τῆς ἐπιστροφῆς μου στήν Ὀρθοδοξία. Διότι ἐσκεπτόμουν: «Μήπως εἶναι διαβολικό τέχνασμα νά ἔλθω στήν Ὀρθοδοξία;  Καί, πάλι, ἡ ἐπι­θυμία μου για μοναχός εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ εἶναι πλάνη τοῦ διαβόλου; Τί δυστυχία! Τί τρέλλα, τί σκάνδαλο τῆς ψυχῆς μου, ὅλα αὐτά!  Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ «ὄφις» μοῦ ἔλεγε: «Ἀλλά, ἐάν αὐτό εἶναι ἕνα ἔργο καλό, τό ὁποῖον θέλει ὁ Θεός! «Ὄχι, ἀντιδροῦσα ἐγώ. Μέχρι τέλους εἶχα φθάσει στήν ἴδια ἀπόφασι: «Κύριε, ἐάν θέλης νά γίνω μοναχός, Σύ πρέπει νά μέ πείσης, νά πείσης τήν ἄθλια ὕπαρξί μου· νά πείσης τήν σκοτισμένη καρδιά μου».

Εἶμαι ἱκανοποιημένος ἀπό τόν μοναχισμό;

Σᾶς ὁμολογῶ ὅτι τέτοια χαρά καί εὐχαρίστησι δέν ἔζησα ποτέ στήν ζωή μου. Καμμία ἀμφιβολία ἤ κλονισμό δέν ἔζησα μέσα στόν μοναχισμό σάν ἐκείνους πού ἔζησα τόσα χρόνια περιπλανόμενος στήν Δύσι. Εἶμαι ὅμως πολύ ἀνικανοποίητος γιά τό ἀποτέλεσμα, τό ὁποῖον δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀπό μένα. Ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά διέλθω μέσα ἀπό πολλές κρίσεις, ἀλλά τελικά μοῦ ὡμίλησε. Καί μέ ἔπεισε. Ἀντί νά μοῦ τραβήξη δύο γροθιές, μοῦ εἶπε: «Τώρα ἔλα καί μεῖνε στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου, σάν ἄσωτος υἱός», μοῦ ἔδωσε ἐλπίδα καί παρηγοριά νά γνωρίσω τήν Ὀρθοδοξία, ὄχι μόνο ὅτι εἶναι ἡ πιό δυνατή καί ἡ πιό ἀληθινή, ἀλλά αὐτή πού ταιριάζει στήν ἴδια τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι, ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός.

Ἐπίσης, σ᾿ αὐτούς πού θέλουν νά ἔλθουν στήν Ὀρθοδοξία, τούς λέγω: «Ἐάν πιστεύω στήν Ὀρθοδοξία, πιστεύω καί στόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος θέλει ὅλος ὁ κόσμος νά εἶναι ὁ πλησίον του, ἀκριβῶς ὅπως ἦτο αὐτός, χωρίς τίς ἁλυσίδες μέ τίς ὁποῖες δέθηκε γιά τόν Χριστό, χωρίς τίς ταλαιπωρίες, πού ὑπέφερε γιά τό Εὐαγγέλιο».

Ὅσον ἀφορᾷ πῶς ξεκίνησα ἐγώ γιά τόν μοναχισμό, θά ἤθελα νά σᾶς εἰπῶ ὅτι σάν νά ἐμέθυσα μέ μερικά λίτρα δυνατοῦ ρακιοῦ γιά μερικούς μῆνες. Στήν περίοδο ἐκείνη, ἤμουν 18-19 ἐτῶν, ἀναζητοῦσα μέσα μου-καθ᾿ ὅσον προετοιμαζόμουν νά εἰσέλθω στήν ζωή, νά νυμφευθῶ μέ μία γυναῖκα, ὅπως κάνει ὅλος ο κόσμος-ποιά ἀπό τά κορίτσια πού μέ τριγυρνοῦσαν, θά ἠμποροῦσε νά εἶναι ἡ μέλλουσα σύζυγός μου. Ἀλλά ζητοῦσα ἀπό τόν Θεό νά μοῦ δείξη αὐτό, ἐπειδή ἐγνώριζα ὅτι δέν εἶναι εὔκολο ἔργο ὁ ἔγγαμος βίος. Ὁπότε, ἐξέχασα τίς συμφοιτήτριές μου, τά κορίτσια τῆς γειτονιᾶς καί τά ἄλλα πού κάθε φορά συναντοῦσα, διότι, ἐνῶ ζητοῦσα ἕνα σχετικό σημεῖο ἀπό τόν Θεό, δέν μοῦ ἐρχόταν. Καί μοῦ φαινόταν ὅτι περνοῦσε ὁ χρόνος καί ἐγώ ἐγήρασκον, ἐνῶ ταυτόχρονα δέν θέλω νά ἰδῶ οὔτε μία κοπέλλα γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε ἕνα ἐμφανές σημεῖο ὅτι θά ἠμποροῦσε νά εἶναι ἡ μέλλουσα σύζυγός μου. Ἀλλά, μετά ἀπό μερικούς μῆνες, σάν τόν ἄνθρωπο πού ξυπνάει ἀπό κάποια μέθη, μοῦ ἦλθε ὁ λογισμός τῆς μοναχικῆς μου ἀφιερώσεως. Αὐτό τό πρᾶγμα, τό ὁποῖον εἶχα ὀνομάσει στούς στίχους τῶν ποιημάτων μου καί σκάνδαλο καί τρέλλα, ὅταν ἤμουν ἀκόμη στόν προτεσταντισμό, ἐπιθυμοῦσα νά μοῦ ἀπεικονισθῆ πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀληθινό. Εὑρισκόμουν στήν Γαλλία καί ἐσκεπτόμουν ἀκόμη νά πάω καί στούς καθολικούς γιά νά καταλάβω ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Γιά καλή μου ὥρα, ἕνα πρωϊνό, ἐπῆγα στήν ἐκκλησία, ἀλλά μετά τί γίνεται; Λοιπόν, τί εἶναι μοναχισμός καί ποιός ὁ πρακτικός τρόπος τῆς ζωῆς του;            Παρά τίς ἀλλεπάλληλες ἐκπλήξεις μου, εἶχα ἐπάνω μου ἕνα τέτοιο δῶρο τόσο ἀγαπητό καί αἰσθανόμουν τόσο δυνατός, ὥστε κατανοοῦσα ὅτι αὐτό τό δῶρο ἐπιζητοῦσα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία

Στό πέρασμα τοῦ χρόνου εἶχα συναντήσεις μέ τόν π. Σωφρόνιο, ὁ ὁποῖος μέ ἐπεβεβαίωσε ὅτι αὐτή ἡ κλῆσις δέν προήρχετο ἀπό μέθη τῆς νεότητός μου, ἀλλά ἦτο ἀπό τόν Θεό καί ὅτι πρέπει νά τελειώσω τό σχολεῖο, μέ σκοπό πλέον τό μοναστήρι, σάν μιά προετοιμασία γιά τήν μοναχική ζωή.

Μετά ἀπ᾿ αὐτό, σέ κάποια δεδομένη στιγμή, ἐπιστρέφοντας στήν Γαλλία γιά νά συμπληρώσω ἀκόμη ἕνα ἔτος σπουδῶν, ἐνθυμούμην ὅτι εἶχε περάσει πρίν ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, πού εἶχα ξεχάσει τί γινόταν γύρω μου, στήν τάξι μου, στούς δρόμους, ἀνάμεσα στούς φίλους μου, οἱ ἀναζητήσεις μου νά γνωρίσω, ἄν μποροῦσα μία κοπέλλα καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά γίνη μέλλουσα σύζυγός μου. Πῶς τά ἐξέχασα ὅλα αὐτά, χωρίς νά ζητήσω κάτι ἄλλο στήν ζωή μου; Πῶς μέ ἐμέθυσε ὁ Κύριος καί δέν εἶχα τήν διάθεσι νά βλέπω  τί γίνεται γύρω μου, στήν ἡλικία ἐκείνη τῶν 18 ἐτῶν-καί νά σᾶς εἰπῶ ὅτι δέν ἤμουν κανένας-ἄγ­γελος-πού νά μήν ἔχω πλέον ἐπιθυμία νά συνοδεύω κι ἐγώ μία κοπέλλα! Δέν γνωρίζω τί ν᾿ ἀπαντήσω. Σᾶς τά λέγω αὐτά γιά νά καταλάβετε, τί θαυμαστά ἔργα ἠμπορεῖ νά κάνη ἐνίοτε ὁ Κύριος σ᾿ ἕνα ἄπιστο, σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἴσως καί χειρότερο ἀπό τούς ἄλλους.

 

 

Αἰσθάνεσθε ἐλεύθερος ἤ σάν σκλάβος μέσα στήν μοναχική σας ζωή;

 

Αἰσθάνομαι ὄχι μόνο ἐλεύθερος, ἀλλά ἀπελευθερωμένος, πῶς νά σᾶς τό εἰπῶ. Λέγει ὁ Χριστός: «Καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν.8,32), μέσῳ τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀληθείας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, διότι καί ὁ μοναχισμός εἶναι μία κατάστασι ἀνάμεσα στίς ἄλλες. Παντρεμμένος ἤ μοναχός εἶναι οὐσιαστικά τρόποι ζωῆς γιά νά ζοῦμε μαζί μέ τόν Θεό· ἡ ζωή μας νά εὑρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τόν Θεό. Θά ἤθελα νά συστήσω σέ ὅλους αὐτή τήν πορεία, δηλαδή νά ζητοῦμε τόν Θεό, διότι Αὐτός φανερώνει στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς τόν λόγο τῆς ἀποστολῆς καί πορείας του. Ἀκόμη καί στήν μάχη μέ τήν ἁμαρτία πρέπει νά ἀναζητοῦμε τόν Θεό, λέγοντας: «Κύριε, τί εἶναι σ᾿ αὐτή τήν συγκεκριμένη περίπτωσι ἁμαρτία καί τί δέν εἶναι; Δεῖξε μου τήν ἀλήθεια!» Καί τότε ὅλο καί περισσότερο (διότι πρέπει νά κάνουμε πολλή ὑπομονή καί νά δώσουμε τόν χρόνο στόν Θεό νά ἐργάζεται στήν  καρδιά μας ἀργά καί ἀθόρυβα) ὁ Θεός μᾶς ἐλευθερώνει. Καί ἡ τελευταία φάσις τοῦ ἀνθρώπου θά εἶναι τόσο ἐλεύθερη, τήν ὁποία οὔτε οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά ἠμποροῦν νά τήν ἀπεικονίσουν. Ἐπειδή εἶναι ἐλευθερία ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ, τήν στιγμή πού ἡ ἁμαρτία εἶναι ψεῦδος καί ἀπάτη.

 

Πιστεύετε ὅτι ὁ μοναχισμός εἶναι μία μοναδική ὁδός σωτηρίας γιά τούς χριστιανούς; Ἤ νά ἐρωτήσω ἀλλιῶς: Γιατί ἐπιλέξατε αὐτή τήν μοναχική ὁδό;

 

Σιγουριά, βεβαιότητα-ἔτσι ὅπως ἔχουμε βεβαιότητα, γιά παρά­δειγμα, τό αὐτοκίνητο καί γιά ὅλα τά πράγματα, δέν ὑπάρχει. Σίγουρη ὁδός δέν ὑπάρχει. Βεβαιότητα δέν ὑπάρχει, ἀλλά σιγουριά μας εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ μοναχισμός, κατά τόν ἴδιο τρόπο, εἶναι μία μεγάλη ὁδός, στήν ὁποία προσπαθεῖς νά ξεπεράσης, ὅσο εἶναι δυνατόν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τήν ζωή τοῦ κόσμου. Ὅπως λέγεται καί στήν Θεία Λειτουργία: «Νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν...». Γιά «μισή» ὥρα εἶναι εὐκολώτερο, ἀλλά γιά τόν μοναχισμό, μία ὁδό δεκάδων ἐτῶν πόσο θά εἶναι εὔκολη ἡ ἀπόθεσις τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν;...Ἀλλά μέ κάθε προνόμιο (εὐλογία) ἡ ὁποία σοῦ προσφέρεται, εὑρισκομένη ἡ ζωή σου μπροστά ἀκόμη καί σέ μεγάλους κινδύνους καί συνέπειες κακές, ἔτσι καί στό κάθε εἶδος σωτηρίας ὑπάρχει ἡ δυνατότης τῆς πτώσεως καί τῆς σωτηρίας. Δέν ξέρω, ἐάν θά ἠμπορέσω νά διαβάσω στά ρουμανικά τόν ψαλμό πού ψάλλουμε στόν ἑσπερινό, στό  «Κύριε, ἐκέκραξα...», ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐν ὁδῷ ταύτῃ ἧ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν παγίδα μοι» (Ψαλμ.141,3). Καί ὁ π. Σωφρόνιος μᾶς ἐξήγησε ὅτι δέν ὑπάρχει ὁδός χωρίς παγίδες. Ἀλλά, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων μας, γνωρίζουμε ὅτι χωρίς πειρασμούς δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται σ᾿ αὐτή τήν ζωή, μέσῳ πειρασμῶν καί παγίδων. Πολλές φορές, ὅταν οἱ νέοι στήν Δύσι μοῦ ἐξωμολογοῦντο ἀμφιβολίες γύρω ἀπό τήν πίστι τους, τούς παρηγοροῦσα νά μή τρομάζουν ἀπ᾿ αὐτά, ἀλλά νά ἀξιοποιοῦν αὐτές τίς ἀμφιβολίες τους, λαμβάνοντας ἀφορμή γιά νά κάνουν προσευχή, γιά νά τούς φωτίση ὁ Κύριος στίς δυσπιστίες τους. Ἐνεργώντας ἔτσι, δέν θά πέσουν πάλι στίς ἴδιες ἀμφιβολίες.

 

Τί ἠμπορεῖτε νά μᾶς εἰπῆτε γιά τήν σπουδαιότητα τοῦ τυπικῶν στήν μοναχική ζωή;

 

Δέν ἔζησα πολύ καιρό σέ ἄλλα μοναστήρια, καί συνεπῶς, δέν γνωρίζω τί βαρύτητα δίνουν ἐκεῖ γιά τά μοναχικά τους τυπικά. Ὁ π. Σωφρόνιος, γιά παράδειγμα, δέν μᾶς ἔδωσε ποτέ κάποιον κανόνα προσευχῆς. Δέν μᾶς ἔδωσε κάποιο τυπικό γιά τό μοναστήρι μας. Πολλές φορές μᾶς ἔλεγε ὅτι τό τυπικό σέ βοηθεῖ σάν ἀρχάριο, ἀλλά ὅταν κάποια στιγμή, μάθης τήν πειθαρχία σάν τάξι τῆς Μονῆς καί τήν οἰκειοποιηθῆς, ζῆς πλέον κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Αὐτός ζητοῦσε ἀπό τούς μοναχούς του νά ζοῦν μέ ἐλευθερία καί ὄχι μέ ἐξαναγκασμό, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή ἅψῃ μηδέ γεύσῃ, μηδέ θίγῃ»(Κολασ.2,21). Καί σ᾿ ἄλλο μέρος γράφει: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος» (Α΄Κορ.6,12). Εἴτε ἐμεῖς στήν Λειτουργία, τίποτε νά μή μᾶς ἐξουσιάζει, ἐπειδή ὁ Θεός δέν ἐξουσιάζεται ἀπό  τίποτε καί ἐγώ εἶμαι μόνο ἡ μορφή τοῦ Θεοῦ· οὔτε ἐγώ δέν πρέπει νά ἐξουσιάζομαι, ἀλλά νά ἐξουσιάζω, μέχρι καί τήν φύσι μου.

Στήν προσευχή ζητᾶμε-καί ἡ προσευχή μας εἶναι ὅλη ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς μας-«τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». Λοιπόν, οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἀντιπροσωπεύουν τήν ἀποκάλυψι αὐτῶν τῶν καλῶν καί ὠφελίμων πραγμάτων. Καί συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο, ζῆ, λέγει, σιωπᾶ· ὅλα εἶναι ἐπιτρεπόμενα, ἀλλά δέν εἶναι ὅλα ὠφέλιμα καί προσπαθοῦμε νά φθάσουμε σέ μιά σωστή ζωή, σ᾿ ὅλες τίς περιστάσεις, μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί τήν ψυχή, ν᾿ ἀγαποῦμε ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός καί νά μισοῦμε ὅ,τι μισεῖ ὁ Θεός. Καί αὐτό εἶναι ἀληθινή ἐλευθερία. Οὐσιαστικά, ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος μᾶς ἐποίμαινε πάντοτε σ᾿ αὐτή τήν ἐλευθερία, μέ τίς πολλές δυσκολίες καί τίς πολλές κρίσεις στήν ζωή μας. Ἀλλά πιστεύω ὅτι πρέπει νά ὑπερβοῦμε καί τίς στιγμές ἐφαρμογῆς κάποιου  νόμου, καί τῶν μοναχικῶν κανόνων, ἀλλά, ἐάν τά ἐφαρμόσουμε, πάλι θά τό κάνουμε μέ διάκρισι καί γνωρίζοντας τούς περιορισμούς τοῦ νόμου, ὅταν θά ἐκπληρωθῆ ὁ καιρός στήν ζωή μας, τό ἀφήνουμε πιό πέρα.

Ὅσοι ἀπό ἐσᾶς ἔχετε μία προσέγγισι στόν μοναχισμό, κατ᾿ ἀρχήν πρέπει νά καταλάβετε τόν μοναχισμό, ὄχι τόσο ἀπό τά βιβλία καί τά τυπικά πού γράφθηκαν στά βιβλία ἤ μόνο ἀπό ὅσα μαθαίνετε ἀπό τήν ζωή τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἴτε τῶν πατέρων πού ἔχετε στά μοναστήρια σας. Ζητεῖτε νά μάθετε τόν μοναχισμό σάν κάτι τό διαφορετικό ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα, ἐν πνεύματι, τό πνεῦμα καί τήν ἀλήθειά του, τήν οὐσία τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσοι θέλετε νά πλησιάσετε καί νά σηκώσετε ἐπάνω σας τό φορτίο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ζητᾶτε πάντοτε ἀπό τόν Θεό νά σᾶς ἀνοίξη αὐτό τόν δρόμο μέ ὅλες τίς προεκτάσεις του. Καί ἐάν διά τοῦ Θεοῦ πάρετε τήν κλῆσι καί τήν διαβεβαίωσι αὐτῆς τῆς κλήσεως καί εἶσθε πεπεισμένοι ἀπό τόν Θεό ὅτι εὑρήκατε τόν τόπο, ὅπου ἠμπορεῖτε νά σωθῆτε, θά ἠμπορέση καί ὁ Θεός, μέ τήν ἰδική σας προαίρεσι καί βοήθεια νά ἐργασθῆ τήν ψυχική σας ἀναγέννησι ἀπό τήν ἁμαρτία, εἴτε μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ, εἴτε σέ ἄλλο τόπο, εἴτε σάν ἐρημίτης στό βουνό, εἴτε σάν ἐρημίτης μέσα στόν κόσμο, ὁπουδήποτε.

Σᾶς διαβεβαιώνω μία ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχα. Μέσα στήν δεκαετία τοῦ ᾿70 τό Ἅγιον Ὄρος εἶχε φθάσει σέ μιά πτῶσι πολύ μεγάλη ἀπό πλευρᾶς ἀριθμοῦ μοναχῶν. Ἐκεῖ στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ὅταν ζοῦσε ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀριθμοῦσαν τότε 2500 μοναχοί, εἶχαν ἀπομείνει μερικές ἑκατοντάδες γέροι μοναχοί. Ἡ πνευματικότης σ᾿ αὐτό τόν τόπο μοῦ φαινόταν ὅτι εἶχε χαθῆ. Ἀλλά, τά μοναστήρια τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἀνακαινίσθηκαν, ἀναγεννήθηκαν, ἀναστήθηκαν. Πῶς; Δεκάδες νέοι μέ τόν Γέροντά τους ἐπί κεφαλῆς ἐγκαταστάθηκαν σέ ἀρκετά μοναστήρια, ὅπου ζοῦσαν ἀκόμη μερικοί γέροι μοναχοί. Καί ἕνα ἔργο τό ὁποῖο θεωροῦσα ἀπραγματοποίητο, τό εἶδα πολλές φορές σέ πολλά μοναστήρια, τά ὁποῖα ἐπανδρώθηκαν μέ νέους μοναχούς. Οἱ παλαιοί γέροντες, ταλαιπωρημένοι καί ἀνήμποροι ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς τους, δέν ἠμποροῦσαν εὔκολα νά καταλάβουν τό πνεῦμα τῶν νέων πού ἤρχοντο ἀπό ἕνα σύγχρονο κόσμο. Καί ὅμως πραγμα­τοποιήθηκε μεταξύ τους μία ἀπίστευτη ἁρμονία. Καί τό Ἅγιον Ὄρος ἔχει τώρα δύο χιλιάδες μοναχούς καί ὁ ἀριθμός τους αὐξάνεται· τά μοναστήρια ἐπεσκευάσθηκαν, οἱ Ἀδελφότητες εὑρῆκαν τήν ἁρμονία στό πνεῦμα τῆς πραότητος τῆς Ὀρθοδοξίας μας, καί στό πνεῦμα τῆς συγχωρήσεως, πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία μας, πού εἶναι τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας, πού τό γνώρισα κι ἐγώ ἀπό τό ᾿78, ὅταν ἐπε­σκέφθηκα τό Ἅγιον Ὄρος.

Θά ἐρωτήσωμεν, σάν τόν Ψαλμωδό: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;» (Ψαλμ.115,3). Καί ἀπαντῶ πάλι μέ τά λόγια του: «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι».

Ὁ μισθός μας εἶναι νά παίρνουμε δωρεές ἀπό τόν Κύριο καί νά τόν προσκαλοῦμε στήν καρδιά μας. Καί μέσα στό πνεῦμα τῆς προσευχῆς, τῆς Ὀρθοδοξίας, στό πνεῦμα τῆς κοινωνίας ἀπό τό Ποτήριον τῆς Θείας Μεταλήψεως νά περνᾶ τό θαῦμα, τό ὁποῖον πολλές φορές τό θεωροῦμε ἀδύνατον, δηλαδή τήν ψυχική ἀναγέννησι τοῦ ἀνθρώπου.

 

Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς στόν μοναχισμό καί ποιά πνευματική ἔννοια ἔχει αὐτή ἡ μοναχική κλῆσις;

 

Γιά μένα ἡ ὑπακοή ἦτο ἕνα ἔργο τό ὁποῖον δέν ἠμποροῦσα νά τό καταλάβω γιά πολλά χρόνια. Δέν τό καταλάβαινα ἔτσι, ὅπως θά ἔπρεπε. Μοῦ ἦτο πολύ δύσκολο. Γι᾿ αὐτό, μέ λίγα λόγια, μέ τήν βοήθεια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, θά ἤθελα νά σᾶς ἀπαντήσω καί νά σᾶς εἰπῶ γιά τήν ἔννοια αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς.

Ἡ χριστιανική ἀγάπη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἑνούμεθα μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, χωρίς ἀκόμη καί νά τόν γνωρίζουμε, ἔρχεται διά τῆς ὑπακοῆς. Ἔτσι, ὅλες τίς χριστιανικές ἀρετές δέν ἠμποροῦμε νά τίς καταλάβουμε παρά μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως τῶν δύο ἐντολῶν τοῦ Κυρίου: Ν᾿ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί τόν πλησίον σου σάν τόν ἴδιο τόν ἑαυτόν σου  (Πρβλ.Ματ.22,39).

Ἡ ὑπακοή λέγει ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ὅτι εἶναι ἡ μοναδική οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τῆς μοναχικῆς καί τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Δέν εἶναι μόνο μία ἀναγκαία πειθαρχία, ἀλλά εἶναι μία κατάστασις τῆς καρδίας, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης βάζει στήν πρώτη γραμμή τόν Πνευματικό του ἤ τόν ἡγούμενό του, διά τῶν ὁποίων λαμβάνει τήν μοναχική κουρά. Ὁπότε, ἀγαπῶντας αὐτή τήν ἀρετή καί ἐμπιστευόμενοι στόν Γέροντά μας μέ ἀφοσίωσι, νά κάνουμε αὐτό πού μᾶς διατάζει, νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στό χέρια του καί στό θέλημά του, μέ τήν συνείδησι ὅτι ἐμεῖς σάν ὑποτακτικοί δέν γνωρίζουμε τίποτε. Ἐμεῖς ἀδειάζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί ὅ,τι βάζει σάν ἀρχή τῆς ζωῆς μας ὁ Πνευματικός μας, ὅ,τι μαθαίνουμε στό μοναστήρι, αὐτό εἶναι καί ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς μας. Κατά κάποιο τρόπο, γεννηθήκαμε, ἀφ᾿ ὅτου εἰσήλθαμε στό μοναστήρι. Γεννηθήκαμε γιά μία καινούργια ζωή. Συνεπῶς, ἡ ζωή, εἶναι περισσότερο ἀπό κάθε τι, μία κατάστασις τῆς ψυχῆς, μία ἀρχή τῆς ἀγάπης, στήν ὁποία χαρίζεσαι καί ἐμπιστεύεσαι τόν ἑαυτόν σου.

Γιατί στά μοναστήρια ἰδιαίτερα εἶναι ἡ ὑπακοή χαρακτηριστικό οὐσιαστικό γνώρισμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς; Διότι στόν κόσμο εἶναι πολύ δύσκολο νά κάνης ὑπακοή σέ ὅλους. Ἐνθυμηθῆτε ὅτι στήν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς τοῦ μοναχοῦ ζητοῦν ἀπό τόν ὑποψήφιο μοναχό νά ἔχη ὑπακοή πρός τόν ἡγούμενο, πρός τόν Πνευματικό του, ἀλλά καί πρός ὅλη τήν Ἀδελφότητα. Ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μόνο, βέβαια, μία πειθαρχία, ἔτσι ὅπως συμβαίνει καί μέ ἄλλα ἔργα. Περισσότερο σπουδαία εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς. Διότι, αὐτή τήν κατάστασι τῆς ψυχῆς δέν ἠμπορεῖς νά τήν ἔχης εὔκολα στόν κόσμο, ὅπου ἀπό παντοῦ πρέπει νά φυλάγεσαι. Ἴσως πιό εὔκολα ἠμπορεῖς νά τήν ζήσης σ᾿ ἕνα χωριό. Ἀλλά στόν κόσμο, στίς μεγάλες πόλεις, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά σέ σκοτώση γιά τό συμφέρον του, νά πατήση ἐπάνω στό πτῶμα σου. Ἐάν μόνο τόν ἐρεθίσης λίγο στά συμφέροντά του,  ξέρω τότε ἐγώ τί γίνεται. Ἐκεῖ πῶς ν᾿ ἀνοιχθῆς στόν ἄνθρωπο; Μπορεῖς νά ἀνοίγεσαι μόνο ἐσωτερικά, ἀλλά δέν ἠμπορεῖς αὐτό νά τό φανερώσης. Δέν ἠμπορεῖς νά ταπεινωθῆς μπροστά του.

Στόν μοναχισμό θά σᾶς εἰπῶ τί ἀποκαλύπτω ἐγώ. Πιστεύω ὅτι ὅλοι ἐσεῖς πού ἔρχεσθε στόν μοναχισμό, ἔρχεσθε μέ τόν λογισμό τῆς μετανοίας καί γι᾿ αὐτό ἠμπορεῖτε νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν ἀδελφό σας. Ἀκόμη κι ἄν ἁμαρτάνη ὁ ἀδελφός σου (διότι ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί), ἀκόμη καί ἄν ὁ ἀδελφός σου εὑρίσκεται στήν δύσκολη θέσι νά σέ μισήση, πρέπει νά εἶσαι ἀνεκτικός· τό μῖσος στόν μοναχισμό πρέπει νά ἔχη ἕνα περιορισμό. Ἐπειδή ὅλοι θά ἔλθουν στήν Θεία Μετάληψι, ὅλοι ἔχουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅλοι θά σταματήσουν κἄπου. Βέβαια, δέν ἔρχεται νά σέ σκοτώση σωματικά, οὔτε ψυχικά. Ὅμως θά ὑπομείνης, ὅπως λέγεται στήν εὐχή τῆς Κατηχήσεως τῆς κουρᾶς, διωγμούς, δίψα, πεῖνα, δοκιμασίες, στενοχώριες διά τῶν ὁποίων μαρτυρεῖται ἡ κατά Θεόν ζωή τοῦ μοναχοῦ. Ὅλα αὐτά τά ὑπομένουν κι αὐτοί πού ζοῦν στό μοναστήρι καί ἐκτός τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά στό μοναστήρι ἡ ὑπακοή, ὅταν τήν ἐφαρμόσης, σοῦ δίνει ἕνα ἄλλο βαθύτερο νόημα. Τότε ἠμπορεῖς νά λέγης: «Προτιμῶ νά χαθῶ ἐγώ, ἀρκεῖ νά κάνω τό δικό σου τό χατῆρι (θέλημα). Πεθαίνω ἐγώ, καί κερδίζει ὁ ἄλλος. Μέχρι τέλους, ἐάν κάποιος κερδίζη, ὅλη ἡ ἀδελ­φότης κερδίζει. Ἐάν μισοῦμε, ἡ ἀδελφότης βλάπτεται, ἐπειδή γεννᾶται μέσα τό πνεῦμα τῆς ἐχθρότητος, τό πνεῦμα τοῦ μίσους, τό κακό πνεῦμα τοῦ συναγωνισμοῦ. Ἐάν ἐγώ χάνω, ἀλλά κερδίζει ὁ ἄλλος, αὐτό εἶναι καλό, διότι στό τέλος εἶμαι κερδισμένος καί ἐγώ. Ὅλη ἡ ἀδελφότης στό τέλος κερδίζει.

Καί ἔτσι διδασκόμεθα νά ζήσουμε μέ εὐαισθησία τήν ὑπακοή. Ἡ ζωή μᾶς προκαλεῖ μία ψυχική λεπτότητα, ἡ ὁποία δείχνει τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Καί σᾶς λέγω ὅτι, χωρίς τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σχεδόν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά δοκιμάση αὐτή τήν ἀσκητική ζωή καί μέσῳ τῶν ἀσκήσεων νά φυλαχθῆ ἀπό τήν ἁμαρτία. Μή πηγαίνετε μακριά, διότι ἡ προφύλαξις ἀπό τήν ἁμαρτία δέν ἔρχεται, δέν σφραγίζεται, παρά μόνο ἀπό τήν θερμή ἀγάπη, πού ξεκινᾶ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί προστατεύει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες. Καί δέν τόν προστατεύει μέ πεῖσμα, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι δυνατώτερη ἀπό τό πεῖσμα. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπακοή πρός τήν ἀδελφότητα γενικά.

Θά ἤθελα νά σᾶς εἰπῶ τώρα ἕνα λόγο γιά τήν ὑπακοή πρός τόν Πνευματικό, τοῦ Γεροντός μου π. Σωφρονίου, ὁ ὁποῖος τά δύο-τρία τελευ­ταῖα χρόνια, πρό τῆς κοιμήσεώς του, μᾶς ὡμιλοῦσε σχεδόν μία φορά τήν ἑβδομάδα. Καί, μόλις τότε κατάλαβα τό μυστήριο τό ὁποῖο ἐπί πολλά χρόνια προσπαθοῦσα νά καταλάβω καί δέν ἠμποροῦσα. Δέν μοῦ εἶχε ποτέ δοθῆ ἡ εὐκαιρία νά καταλάβω ὅτι ἡ ὑπακοή ἦτο μέσα στό πνεῦμα τῆς πειθαρχίας, ἔτσι ὅπως τό εἶχα διδαχθῆ στό σχολεῖο, στόν κόσμο, διότι δέν ἤμουν ἕνας ἐπαναστάτης. Ὑπέμενα τό κάθε τι, στό σχολεῖο ἤμουν  καλός μαθητής, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶχα προστριβές μέ τούς ἄλλους σπουδαστές ἤ τούς καθηγητές. Ἀλλά αὐτό μέ ἐξέπληξε: Δεκάδες χρόνια ἐρωτοῦσα τόν ἑαυτό μου, γιατί ἡ ὑπακοή, ἔτσι ὅπως τήν ἀντιλαμβάνομαι ἐγώ, δέν περνᾶ καί στό μοναστήρι;

Αὐτό τό ὁποῖον ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνη μόνος του εἶναι ν᾿ ἀνοιχθῆ πρός τόν Θεό. Καί γιά τό ἔργο αὐτό ἐρωτῶ πάλι: «Σύ, Ψυχή μου, ζήτησε σωτηρία, ζήτησε τόν Θεό. Τήν προσευχή σου νά τήν κατευθύνης στόν Θεό πρός τόν Ὁποῖον καί πορεύεσαι. Ἐμεῖς δέν πᾶμε στόν Πνευματικό, ἔτσι ὅπως πηγαίνουν οἱ σπουδαστές καί οἱ σοφοί τοῦ κόσμου σ᾿ ἕνα σοφώτερο ἀπ᾿ αὐτούς ἄνθρωπο, σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο μέ μεγαλύτερη ἐμπειρία, γιά νά γίνουμε μαθητές του. Θά εἰπῶ ἀκόμη καί μία προφητεία ἀπό τόν προφήτη Ἡσαΐα πού λέγει:  «καί παιδευθήσῃ κρίματι Θεοῦ σου καί εὐφρανθήσῃ» (Ἡσ.28,26). Ἔτσι καί στήν Καινή Διαθήκη πρέπει νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά διδαχθοῦμε κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό. Πῶς ἀκούω ἐγώ τήν φωνή τοῦ Θεοῦ; Ἐγώ ἠμπορῶ νά εἰπῶ στό Θεό χιλιάδες πράγματα, ἀλλά ἔρχεται στόν νοῦ μου σύγχυσι λογισμῶν καί πῶς νά ξέρω ποιός λογισμός εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ἐάν ἔστω καί ἕνας εἶναι ἀπό τόν Θεό;

Ἡ πνευματική ζωή πρέπει νά γίνεται καταληπτή καί στήν συνέχεια νά ἐφαρμόζεται: Πηγαίνεις στόν Πνευματικό, εἴτε μέ τόν λογισμό νά ἐξομολογηθῆς, εἴτε νά τόν ἐρωτήσης κάτι τό πνευματικό. Δέν τόν  ἐρωτᾶς γιά καθημερινά πράγματα, γιά παράδειγμα, νά πλύνης τό πάτωμα τοῦ δωματίου σου ἤ νά τό σκουπίσης μέ τήν σκοῦπα, διότι δέν ἔχει καμμία σπουδαιότητα, ὅσον ἀφορᾷ τά πνευματικά. Αὐτά εἶναι μία ἄσκησι, μία ἀναγκαία πειθαρχία γιά νά μάθουμε τήν ἀληθινή ὑπακοή. Καί ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀληθινή ὑπακοή. Λέγε στόν Κύριο: «Κύριε, εἰπέ μου, τί πρέπει νά κάνω στήν ζωή  μου. Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά ἀπό ποῦ ν᾿ ἀρχίσω;  Εἰπέ στόν πνευματικό μου πατέρα λόγο γιά τήν σωτηρία μου!» Καί κάνετε αὐτό στό πνεῦμα τῶν Πατέρων τοῦ Γεροντικοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν σ᾿ ἕνα γέροντα καί τοῦ ζητοῦσαν λόγον σωτηρίας. Ζητοῦσαν νά κάνουν ὑπακοή, ζητοῦσαν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μερικές φορές δέν εἶχαν κάτι νά τόν ἐρωτήσουν. Τοῦ ζητοῦσαν μόνο ἕνα λόγο, χωρίς νά τοῦ λέγουν γιά ποιό θέμα. Ἀλλά αὐτός πού πηγαίνει στόν Ἀββᾶ, πηγαίνει μέ προσευχή στόν Θεό λέγοντας: «Ἐσύ λέγε μου, ἕνα λόγο». Καί ὁ Γέροντάς του, ὄχι σάν ἕνας φιλόσοφος, πού διδάσκει πολλά καί ἀνθρωπίνως εἶναι πολύ σοφός, ἀλλά ζητεῖ, μέ τήν σειρά του, διά προσευχῆς τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ: «Κύριε, δός μου λόγο νά εἰπῶ στόν δοῦλον σου, λόγον νά εἰπῶ στόν λαόν Σου.  Μήν ἀφήνης τό στόμα μου ἀνοικτό νά σκανδαλίζω μέ τά λόγια μου τόν ἀδελφό μου. Μή μέ ἀφήνης νά εἰπῶ λόγον πού δέν θά εἶναι ὠφέλιμος, ἤ τό χειρότερο, πού θά ζημιώση τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς, αὐτοῦ πού ἔρχεται στό Ὄνομά Σου». Καί ζήτησε, ὄχι τόσο μέ τόν νοῦ, ὅσο μέ τήν καρδιά, νά τοῦ σταλῆ ἕνας λόγος πού θά τόν οἰκοδομήση ψυχικά.

Κάνω ἐδῶ μία παρένθεσι νά εἰπῶ ἕνα λόγο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε μέ τόν πνεῦμα του ὄχι μόνο τήν ζωή σου, τί συμβαίνει στήν οἰκογένειά σου, στήν ζωή τῶν φίλων σου, ἀλλά καί τί γίνεται στούς ἄλλους. Καί ἕνας ἄνθρωπος θαυμαστός, ἐρώτησε τόν ἅγιο Σεραφείμ: «Καλέ μου πάτερ, πῶς ξέρεις ὅλα ὅσα μοῦ συμβαίνουν στήν ζωή μου καί ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους μέ τ᾿ ὄνομά τους;» Καί αὐτός τοῦ ἀπήντησε: «Ἐγώ δέν ξέρω τίποτε. Ἐγώ προσεύχομαι στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ξέρει, ἐνῶ ἐγώ προσευχόμενος σ᾿ Αὐτόν, τοῦ λέγω τόν πρῶτο λογισμό, τήν πρώτη σκέψι πού ἔρχεται στήν καρδιά μου ἡ ὁποία ξέρω ὅτι προέρχεται ἀπό τόν Θεό.

Συνεπῶς, ἐγώ δέν ξέρω τί νά κάνω· ὁ Πνευματικός δέν ξέρει τί κάνω ἐγώ, ἀλλά ἐγώ ζητῶ ἀπό τόν Θεό καί ὁ Πνευματικός μου τοῦ ζητᾶ ὁμοίως. Καί τότε συμβαίνει τό μυστήριο αὐτό-καί αὐτό εἶναι ἡ ὑπακοή-διότι ἐγώ κατευθύνομαι πρός τόν Θεό, διά τοῦ Πνευματικοῦ μου, ὅπως λέγει ὁ πατήρ Σωφρόνιος καί  γίνεται ὁ Πνευματικός προφήτης.  Μπορεῖ νά εἶναι ἕνας προφήτης, ἴσως καί ὄχι, ἀλλά ἡ ὑπακοή μου κάνει τόν Πνευματικό μου προφήτη. Δηλαδή, ἐάν ἡ κατάστασις τῆς ὑπακοῆς μου εἶναι ἀληθινή, αὐτή γεννᾶ τόν Πνευματικό μου πατέρα. Ἐγώ ὁ ἴδιος ἀναγεννῶμαι ἀπό τόν Πνευματικό μου πατέρα. Ἔτσι γίνονται τά ἔργα τοῦ Θεοῦ!

Λέγω αὐτά καί νά μή σκανδαλισθῆτε, διότι μπορεῖ νά προκληθῆ καί πειρασμός. Καί ἰδού πῶς: Ἐάν ὁ γέροντάς μου δέν τό ξέρη αὐτό; Ἐάν δέν ξέρη τί εἶναι αὐτό καί πῶς θά γίνη; Μή σκανδαλίζεσθε ἀπ᾿ αὐτά. Βοηθῆστε νά ἀναγεννηθῆ ὁ Πνευματικός σας διά τῆς προσευχῆς σας! Ζητεῖστε ἀπό τόν Θεό. Παρακαλέσετε τόν Κύριο: «Κύριε, φέρε στόν νοῦ τῆς πανοσιότητός του τόν κατάλληλο λόγο!». Καί ἐσεῖς ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Πατρός σας, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί ὁ Πατήρ σας διά τῆς προσευχῆς σας, θά σᾶς εἰπῆ τόν κατάλληλο λόγο, τόν ὁποῖον μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή δέν τόν ἤξερε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ἀλλά στήν προσευχή του πιστεύει καί ἐλπίζει ὅτι ὁ Θεός δέν θά σᾶς ἀφήση στήν ἀπάτη, δέν θά σᾶς ἐγκαταλείψη στόν δρόμο.

Καί τώρα ἀκόμη ἕνα θέμα. Εἴχαμε κατανοήσει ὅτι δέν πρέπει νά συζητῆς μέ τόν πνευματικό σου πατέρα τόν λόγο πού σοῦ ἔδωσε, διότι ὁ πρῶτος λόγος πού σοῦ λέγει, αὐτόν πρέπει νά κάνης. Προσπαθοῦμε καί θέλοντας νά κάνουμε δῆθεν τήν συμβουλή του καλλίτερη, τόν ἐρωτοῦμε: «Πάτερ, πῶς τό καταλαβαίνεις αὐτό, πῶς πρέπει νά γίνη;» Καί καταλα­βαίνουμε ὅτι συντρίβεται ψυχικά τελείως. Ἐνίοτε ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ὠργιζόταν ἐξ αἰτίας μου καί ἔλεγε: «Κύριε, τί κακό ἔκαμα; Ἐγώ ἤθελα νά κάνω τό καλλίτερο. Τί νά κάνω, ἐάν αὐτός δέν καταλαβαίνει καλίτερα τόν λόγο Σου;» Καί δέν καταλάβαινα τότε, ὅτι δέν ἐπήγαινα μόνο σ᾿ ἕνα φιλόσοφο, σ᾿ ἕνα ἐξυπνώτερο ἀπό μένα, πιό ἔμπειρο, πιό ἡλικιωμένο, ἀλλά ὅτι ἐπήγαινα στόν Θεό. Καί ὅτι ὁ Θεός μοῦ δίνει διά τοῦ στόματος τοῦ Γέροντός μου, τόν λόγο του, ἴσως μυστικά, ἴσως κατανοητό σέ μένα, ἀλλά αὐτό εἶναι ὁ λόγος-ἡ συμβολή-γιά μένα ἀπό τόν Θεό. Δέν εἶναι λόγος τοῦ Πνευματικοῦ μου!

Μή ζητῆς ἐπεξηγήσεις ἀπό τόν Πνευματικό σου· καί αὐτό δέν μπορεῖ νά σταθῆ οὔτε σάν ἐπιχείρημα ὅτι δέν θέλεις νά κάνης τό θέλημά του. Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Εἶναι τό νῆμα ἐκεῖνο, λεπτό, λεπτότερο ἀπό τό νῆμα τῆς ἀράχνης, μεταξύ σοῦ καί τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον δέν πρέπει νά τό κόψης μέ κανένα τρόπο. Βάλε μετάνοια καί λέγε στόν Γέροντά σου: «Εὐλόγησον, πάτερ». Φοβᾶσαι ὅτι δέν θά σέ καταλάβη; Ζήτησε τίς προσευχές του. Ζήτησε ὅτι θέλεις, ἀλλά μή ζητῆς ἀπό τήν ἀρχή πολλές ἐξηγήσεις. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, τόν ὁποῖον, ἀφοῦ τόν ἐκπληρώσης, θά εὕρης τήν κατανόησι καί τήν εἰρήνη. Διότι ὅλη ἡ χριστιανική μας ζωή εἶναι πρᾶξις, δέν εἶναι φιλοσοφία. Αὐτή εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς χριστι­ανικῆς μας ζωῆς. Ὁπότε, ὁ Πατήρ δέν θά σοῦ ἐξηγήση τόν λόγο, διότι δέν προέρχεται ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἴδιον πού, ἴσως καί ὁ ἴδιος νά μή τόν καταλαβαίνη. Ὁ Θεός τόν καταλαβαίνει καί σύ μέ τίς προσευχές τοῦ Γέροντός σου, θά τόν καταλάβης. Ἐάν δέν ἠμπορῆς νά τόν καταλάβης, ἀργότερα ἠμπορεῖς νά τόν ἐρωτήσης. Ἀλλά στήν ἀρχή προσπάθησε νά τόν ἐφαρμόσης, ὅπως τόν ἄκουσες.

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι δύναμις, ἡ ὁποία ἐδημιούργησε τούς οὐρανούς καί τήν γῆ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι θεϊκή ἐνέργεια, ἡ ὁποία δημιουργεῖ. Ἐδημιούργησε καί σένα. Σίγουρα δέν θά καταλάβης τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τώρα, ἀλλά θά τό καταλάβης, ὅταν, αὐτό πού ὁ Θεός σοῦ ὥρισε, τό κάνης, μέσω τοῦ Πνευματικοῦ σου.Ἡ ἐφαρμογή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μέ τόν σπόρο πού τόν κρατεῖ στά σπλάγχνα της ἡ γῆ γιά νά μή τόν φάγουν τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ λόγου-τῆς συμβουλῆς τοῦ Πνευματικοῦ σου-εἶναι ἡ εἴσοδος καί παραμονή μιᾶς θεϊκῆς­ ἐνέργειας στήν καρδιά σου, στήν ψυχή σου, ἐνέργεια ἡ ὁποία σέ φωτίζει, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής ὅτι «καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν.1,4). Ζῶντας κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού πρῶτος ἔρχεται στήν σκέψι τοῦ Γέροντός σου, δέχεσαι τόν λόγο, ὁ ὁποῖος θά σέ φωτίση καί θά σέ ἀναστήση.

Θά σᾶς δώσω ἐν κατακλείδι κι αὐτή τήν προτροπή: Νά ἔχετε ὑπομονή καί νά προσεύχεσθε στόν Θεό γιά νά ἠμπορέσετε νά καταλάβετε αὐτά ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά μή πλανηθῆτε ἐπί πολλά χρόνια, σάν καί μένα καί χάσετε ἄσκοπα τόν καιρόν σας. Νά ἐπισκέπτεσθε τόν Πνευματικό σας κατ᾿ ἀρχήν γιά νά πάρετε τήν εὐχή του, νά σᾶς εὐλογήση καί ὁ πρῶτος λόγος πού ἔρχεται ἀπ᾿ αὐτόν νά τόν λαμβάνετε ὅτι εἶναι ἀπό τόν  Θεοῦ καί νά τόν ἐφαρμόζετε! Εἴθε ὁ Κύριος νά σᾶς φωτίση! Ἀμήν.

 

Ὁ μεγάλος φιλόσοφος  τοῦ 20οῦ αἰῶνος τῆς Ρουμανίας  Κωνσταντῖνος Νόϊκα, ἔλεγε στόν γυιό του Ραφαήλ, ὅταν ἦτο μικρός: «Νά μεγαλώσης, νά ὁλοκληρωθῆς καί νά κάνης στήν ζωή σου ὅ,τι θέλεις».


 

 Πάτερ Ραφαήλ, εἰπέτε μας κάτι γιά τόν κατά σάρκα πατέρα σας, τόν φιλόσοφο Κωνσταντῖνο Νόϊκα.

 

Δέν ξέρω πολλά νά σᾶς εἰπῶ. Τόν πατέρα μου τόν ἔζησα, ὅταν ἤμουν μικρός, ἀλλά δέν θυμᾶμαι τί ἡλικία εἶχα, ὅταν χωρίσθηκαν μέ διαζύγιο ἀπό τήν μητέρα μου. Ὁ πατέρας μου καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν παλαιῶν ἀρχόντων ρουμάνων, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καταγόταν ἀπό τήν Ἀγγλία. Σκέφθηκαν νά χωρίσουν γιά νά ἀποφύγουν τούς κινδύνους πού ἐκρέμωντο ἐπάνω τους, λόγῳ τῆς μητέρας μου, πού τήν ὑποπτεύοντο γιά πράκτορα στήν περίοδο τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἔτσι ἡ μητέρα μου, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Ρουμανία θά ἔπαιρνε πάλι τήν  ἀγγλικανική της ὑπηκοότητα καί θά ἔπαιρνε και ἐμᾶς τά παιδιά της στήν Ἀγγλία, στήν ἐλευθερία γιά νά σπουδάσουμε καί  εὐκολώτερα.

Σέ ἐκείνη τήν χρονική περίοδο, ὁ πατέρας μου κατ᾿ ἐντολήν τοῦ καθεστῶτος εἶχε σάν τόπο διαμονῆς τήν πόλι Κιμπουλούνγκ τῆς περιοχῆς Μουσκέλ, ἐνῶ ἐμεῖς ἐμέναμε στό Βουκουρέστι. Τό 1955 ἀνεχώρησε ἡ μητέρα μου καί ἐπήγαμε και ἐμεῖς μαζί της μέ τήν ἀδελφή μου. Τήν ἐγνώρισα λίγο. Μετά τόν θάνατό της, ἀπό τά ἄρθρα πού ἐγράφησαν, ἔμαθα πολλά γι᾿ αὐτήν τά ὁποῖα πρίν δέν ἤξερα. Σκέπτομαι νά σᾶς εἰπῶ καί τοῦτο: Τί νά κάνη στήν Ρουμανία τοῦ Τσαουσέσκου ἕνας φιλόσοφος; Κατάλαβα ὅτι δέν ἦτο καί τόσο εὔκολο καί ἐκεῖ πού ἐπῆγε ἦτο ἔργο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Τήν φιλοσοφία του δέν τήν καταλαβαίνω, οὔτε καί τά βιβλία του ἠμπορῶ νά τά διαβάσω, ἐπειδή δέν καταλαβαίνω τήν φιλοσοφία του.

Ἀπό τότε πού ἐξῆλθε ἀπό τήν φυλακή, τό ᾿68, μᾶς ἐπισκέφθηκε στήν Ἀγγλία τρεῖς φορές. Τήν πρώτη φορά ἦλθε τό 1972. Τότε ἐγώ τόν ἐρώτησα:

-Δέν θά μείνης μαζί μας;

-Καί μοῦ εἶπε: Ὄχι, ἐγώ εἶμαι δεμένος μέ τήν τύχη τοῦ λαοῦ μου». Καί αὐτός ὁ λόγος του πολύ μέ ἐντυπωσίασε.

  Μέ τόν τρόπο μας καταλαβαίναμε, μέχρι τό ᾿85 ἤ τό ᾿86, ὅταν ἦλθε γιά τελευταία φορά, ὅτι μᾶς ἀποχαιρέτισε μέσα σέ μιά βαθειά αἴσθησι, μιά βαθειά ἀρμονία, τήν ὁποία δέν ἠμπορῶ νά ἐκφράσω μέ λόγια, διότι ἐκεῖνος ὡμιλοῦσε τήν ἰδική του γλῶσσα καί ἐγώ τήν ἰδική μου. Στό βάθος καταλάβαινα ἕνα ἄλλο ρεῦμα πού μᾶς ἕνωνε καί μ᾿ ἕνα ἄλλο τρόπο αἰσθανόμουν τήν κλῆσι μου, σάν μιά κληρονομία ἀπό τόν πατέρα μου. Μπορεῖ νά αἰσθανόταν καί αὐτός, ὅπως κάποτε ἐκφράσθηκε, μία ἐκπλήρωσι τῆς ἐπιθυμίας του, διά  τοῦ υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶχε μία ἄλλη φιλοσοφία, μία ἄλλη κουλτούρα.

 

Πάτερ Ραφαήλ νά μᾶς εἰπῆτε, ἐάν ἔχετε κάτι νά παρατηρήσετε γιά τήν στάσι τοῦ πατέρα σας ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅσον ἀφορᾷ τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή, ἤ τουλάχιστον τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως τήν ἐλάβατε ἐσεῖς.

 

 Εἶχα στήν νεότητά μου στιγμές, πού ἐπαναστατοῦσα καί κατηγοροῦσα τούς γονεῖς μου, γιατί ἐνόμιζα ὅτι ὡδηγούμην στό μηδέν, διότι οἱ γονεῖς μου δέν μέ ἐδίδαξαν τίποτε τό θετικό. Ὁ πατέρας μου ἔπρεπε νά γίνη μοναχός καί ὄχι φιλόσοφος! Θέλω νά εἰπῶ μόνο μερικά λόγια: Στήν τελευταία συζήτησι πού εἶχα μέ τόν πατέρα μου, τοῦ εἶπα αὐτή τήν σκέψι μου. Ἐκεῖνος, δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς μ᾿ ἐρώτησε:

-Ἀγαπητέ μου, ἔχεις σέ κάτι νά μέ κατηγορήσης;

Δέν ἤθελα νά τόν στενοχωρήσω, ἐπειδή εἶχαν περάσει οἱ ἐσωτερικές μου ἐπαναστάσεις. Σέ μιά στιγμή σκέφθηκα τί νά τοῦ ἀπαντήσω; Καί αἰσθάνθηκα ὅτι σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο σάν κι αὐτόν δέν ἔχω παρά νά τοῦ εἰπῶ τήν ἀλήθεια. Καί τοῦ εἶπα:

-Ναί, πατέρα, ἔχω νά σοῦ κάνω μία παρατήρησι. Τοῦ ἄρεσε ἡ προθυμία μου νά τοῦ εἰπῶ κάτι. Ἐπῆρα μερικά στοιχεῖα ἀπό τίς ἐπιστολές του, στίς ὁποῖες μοῦ εὐχόταν γιά τήν καλογερική μου κλῆσι καί ζωή, ὅπου μοῦ ἔλεγε: «Ναί, μπορεῖς νά κάνης καί σύ μιά μικρή μορφωτική καλλιέργεια, ναί, μπορεῖς νά μάθης κάτι ἀκόμη· μπορεῖς νά μπῆς στό πανεπιστήμιο...» καί τότε τοῦ εἶπα:

-Θυμήσου τήν παρατήρησί σου. Σέ μιά «Ἐπιστολή πρός Ραφαήλ» (νομίζω ὅτι δημοσιεύθηκε κάποτε στήν Ρουμανία, στήν ὁποία ὡμιλοῦσε στούς φιλοσόφους τῆς Γαλλίας) μ᾿ ἐρωτοῦσες γιατί ἀκολούθησα τόν μοναχισμό· μήπως μέ ἀπογοήτευσε ὁ κόσμος; Μοῦ ἔλεγες: «Δέν σέ κατηγορῶ, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι πλέον ἕνας πατέρας σάν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά θυσιάση τόν Υἱό τοῦ  Θεοῦ». Καί στήν Ἐπιστολή αὐτή ἐπρότεινε τήν ἐλευθερία νά ἀναζητήσω αὐτό τό ὁποῖο μέ χαροποιοῦσε καί ἐάν, ὁριστικά, εὕρω τήν χαρά στόν μοναχισμό, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος δέν κατανοοῦσε ἐπακριβῶς, ἐκεῖ θά εἶναι ἡ ἀλήθειά μου. Καί μ᾿ εὐλογοῦσε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο: «Χαῖρε καί κάνε ὅ,τι θέλεις», παραφράζοντας τόν λόγο τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου: «Ἀγάπα καί κάνε ὅ,τι θέλεις».

Γιά τόν σύγχρονο κόσμο-γιά τόν ὁποῖον ὁ φιλόσοφος Νόϊκα ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀγάπης-μοῦ ἔλεγε: «Γνώριζε καί κάνε ὅ,τι θέλεις». Ἀκόμη μοῦ ἔλεγε: «Βλέπε ποῦ μᾶς πηγαίνει αὐτή ἡ γνῶσις· στήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου». Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: «Νά εἶσαι προετοιμασμένος καί κάνε ὅ,τι θέλεις! Πατέρα, εἶπες στήν ἐπιστολή σου ὅτι δέν εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ὁποῖος θυσιάζεις στόν Θεό τόν μονάκριβο γυιό σου. Γι᾿ αὐτό, καί ἀπό τότε πού βγῆκες ἀπό τήν φυλακή τό ᾿68, μέ προέτρεψες γιά μία μόρφωσι διανοητική, λοιπόν νά γνωρίζεις ὅτι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία ἀκόμη ὑπῆρξε ἀνάμεσά μας μία ἔντασις, διότι σέ ἐρωτοῦσα: «Τί εἶναι ἕνας φιλόσοφος; Ἕνας πεταλωτής κάνει περισσότερα ἀπό σένα σάν φιλόσοφο...». Καί μέ προέτρεπες πάντοτε πρός τήν κουλτούρα, ἐνῶ ἔβλεπες ὅτι δέν εἶχα τέτοια ἕλξι, οὔτε ἐπιθυμία. Ἡ παρατήρησίς μου εἶναι αὐτή: Νά ξέρης ὅτι στό ἔργο τοῦ ὁποίου εἶσαι ἕτοιμος νά θυσιάσης τόν μονογενῆ υἱό σου, ἐκεῖνο εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ».

Καί τότε ὁ πατέρας μου ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του, μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου, μέ τά λόγια αὐτά ἠμποροῦμε νά χωρισθοῦμε».

Τοῦ ἄρεσαν τά λόγια μου αὐτά. Καί ἐγώ ἐθαύμαζα τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀρεσκόταν νά πυρπολῆται ἀπό σωρεία ἐρωτήσεων καί παγίδων, τίς ὁποῖες σοῦ ἔβαζε ὁ ἴδιος. Γενικά θά ἤθελα νά εἰπῶ, ὅτι μποροῦσα νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά αὐτή ἡ κρίσις καί μομφή δέν σέ πληροῖ σάν ἄτομο καί αὐτό πού ἔζησες στήν ζωή σου δέν συνέβη κατά τύχην, ἀλλά εἶναι ἐκδήλωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καί τότε ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο, τόν ὁποῖον καί φαντάζεσθε. Μέ πλησίασε, μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν συζήτησι (ἦτο ἡ τελευταία μας) καί μοῦ εἶπε:

-Δέν ἐπερίμενα ὅτι, ἐνῶ ἔχω τόσους μαθητές, νά ἔχω τόση ἀμοιβαία κατανόησι καί τώρα στό τέλος ἀπό τόν γυιό μου».

Ἐν κατακλείδι θέλω νά εἰπῶ ὅτι ἡ κατάστασις στήν ὁποία εἶσαι πρέπει νά τήν παίρνης τήν εὐθύνη ἐπάνω σου καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μπορεῖς νά βοηθήσης κατά τρόπο μυστικό καί τίς γενεές ἀπό τίς ὁποῖες ἐδίδαξες κάτι ἤ  ὄχι, ἀπό τίς ὁποῖες ἐκληρονόμησες κάτι ἤ ὄχι.

 

 Ἐδιαβάσατε τά συγγράμματα τοῦ φιλοσόφου πατέρα σας; Σᾶς ἐβοήθησαν καθόλου στήν πνευματικές σας ἀναζητήσεις;

 

Γνωρίζω πολύ λίγο τόν φιλόσοφο Νόϊκα, ἐπειδή δέν ἐσπούδασα φιλοσοφία, δέν ἠμπορῶ νά διαβάσω τά βιβλία του. Δέν ἠμπορῶ νά διαβάσω παρά μόνο μερικές συγκεκριμένες σελίδες, πού μποροῦν νά σταθοῦν παράλληλα μέ τήν θεολογία, ὅπως τήν ζῶ (διότι ἐγώ δέν ἐσπούδασα τήν θεολογική ἐπιστήμη).

Νομίζω ὅτι δέν πρέπει νά φοβούμεθα ἀπό τίς πολυάριθμες αἱρέσεις, οὔτε ἀπό τούς παπικούς, τούς οὐνίτες κλπ, ὅσο πρέπει νά φοβούμεθα ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ἐμεῖς νά εἴμεθα καί νά παραμένουμε δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πού μεταφράζεται σέ ἀγάπη. Μέ τήν ἀγάπη ἠμποροῦμε νά νικήσουμε ὅλες τίς δοκιμασίες μας. Πολύ περισσότερη δύναμι ἔχει αὐτός πού φαίνεται ἀδύνατος, ἀλλά ἔχει ὅμως ἀγάπη.

Πρέπει ἀκόμη νά γνωρίζουμε τό ἔργο γιά τό ὁποῖο θά εἴμεθα ἄκαμπτοι. Γιά παράδειγμα, ὁ Χριστός μας, στίς ἐρωτήσεις τοῦ Καϊάφα, δέν ἀπαντοῦσε καθόλου. Τοῦ ἔδωσε μόνο μία ἀπάντησι καί ὁμιλῶντας ἀνθρώπινα, αὐτός ἦτο ἀκριβῶς ὁ λόγος, τόν ὁποῖον δέν ἔπρεπε νά εἰπῆ, ἐάν ἤθελε νά μή σταυρωθῆ. Ἀλλά Αὐτός ἀπό ἄπειρη καλωσύνη, ἀπήγγειλλε αὐτόν τόν μοναδικό λόγο, πού τοῦ ἐσφράγισε καί τό τέλος τῆς ζωῆς Του, διότι ἤθελε τήν σταύρωσι γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα μόνο ἔργο δέν ἤθελε νά παραμείνη κρυφό καί δέν νοιαζόταν γιά τούς ψευδομάρτυρές του. Ὅταν τόν ἐρώτησαν ἐάν Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπήντησε: «Ἐγώ εἶμαι». Νομίζω ὅτι καί ἐμεῖς παράλληλα μέ αὐτή τήν στάσι τοῦ Ἰησοῦ, δέν πρέπει νά φρίττουμε ἀπό τόν γενόμενο προσηλυτισμό τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά μέ τά μέσα τῆς Ἐκκλησίας, προσευχή, ἐντολές καί προπαντός τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς καί τήν κατανόησι τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νά φανερώσουμε ἔτσι τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι, ὅπως λέγει κάποιος Γέροντας ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία δέν πείθει, ἀλλά μεταμορφώνει». Σέ προσελκύει. Σοῦ μεταμορφώνει τήν καρδιά. Αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο ὅπλο μας. Ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία μπορεῖ νά μαγνητίζη, νά μεταμορφώνη, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». (Α΄Κορ.15,8).


 

Πῶς ἀντέδρασε ὁ πατέρας σας, ὅταν ἀναχωρήσατε γιά τό μοναστήρι;

 

Ναί, ἐνδιαφέρουσα ἡ ἐρώτησις. Ἦτο μία ἔντασις ἀνάμεσά μας, πολύ συγκινητική. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος εὐαίσθητος καί μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν εὐαισθησία του ἐδιάβασα ὅλη τήν ζωή του. Ἦτο μία ἔντασις πού ξεκίνησε ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία, ὅταν ἐσκεπτόμουν: «τΤί εἶναι ἕνας φιλόσοφος; Καί τόν κτυποῦσα μ᾿ αὐτή τήν ἐρώτησι: «Τί εἶναι ἕνας φιλόσοφος; Τί κάνεις ἐσύ σάν φιλόσοφος; Περνούσαμε μπροστά ἀπό ἕνα πεταλωτή καί τοῦ ἔλεγα: «Καί ὁ πεταλωτής αὐτός κάνει κάτι περισσότερο ἀπό σένα. Μακάρι νά κάνης κάτι ὠφέλιμο καί σύ».

Τώρα δέν ἠμπορῶ νά ξέρω τί ἐπίστευε αὐτός στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς. Ἴσως νά ἐπίστευε ὅτι ριψοκινδύνευα σέ μεγαλύτερα ὕψη, ἀπό ὅπου, ἐάν πέσης, θά γίνης μικρά κομματάκια (διότι δέν εἶχε γνωρίσει ὅτι ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι τυχοδιωκτισμός καί ἀνάβασις σέ κοσμικά ὕψη, ἀλλά εἶναι προσγείωσις, ταπείνωσις, ἀπ᾿ ὅπου δέν ἠμπορεῖς

νά πέσης).

Ὅταν τό 1968 ὁ πατέρας ἐξῆλθε ἀπό τήν φυλακή, τοῦ ἔστειλα γράμμα καί τοῦ ζήτησα τήν πατρική εὐχή του. Καί μοῦ τήν ἔδωσε μέ ὅλη του τήν ψυχή. Ἀλλά μέ ἐμπόδιζε λίγο, θέλοντας νά μορφωθῶ, κάτι γιά τό ὁποῖον ἐγώ εἶχα διαφορετική  ἀντίληψι μέσα στόν μοναχισμό. Καί εἶχα μία διαφωνία γιά τό θέμα τῆς κουλτούρας μέ τόν πατέρα μου ἐπί 20 χρόνια, ἀλλά τά τελευταῖα χρόνια, νομίζω, ἦτο πολύ εἰρηνικός μέ μένα. Ἦτο μία ἔντασις, νομίζω διπλῆ. Μία ἔντασις φιλική. Δέν ξέρω σέ ποιό μέτρο ἀνεγνώρισε κι αὐτός τήν κλῆσι μου αὐτή στήν μοναχική πολιτεία.

 

Ὁ πατέρας σας ὑπεστήριζε σέ συζητήσεις μέ ἄλλους ὅτι ὁ γυιός του, σάν μοναχός δέν ἠμπορεῖ πλέον νά πάη μπροστά...Δέν ὑπάρχει προοπτική γιά τό μέλλον του. Ἐσεῖς τί ἔχετε νά πῆτε ἀναφορικά μέ τά λόγια του αὐτά;

 

Δέν ἠμπόρεσα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν φιλόσοφο πατέρα μου, ὄχι μόνο, διότι δέν ἔζησα κοντά του πολλά χρόνια, ἀλλά κυρίως, διότι δέν ἐσπούδασα φιλοσοφία. Δέν ἔβγαλα «δόντια»γιά νά «μασήσω» τά φιλοσοφικά του βιβλία. Πιστεύω ὅτι ὁ φιλόσοφος ὁμιλεῖ στά βιβλία του γιά τό αὐριανό γίγνεσθαι στήν ἱστορία, τό ὁποῖον βλέπει πάντα σάν φιλόσοφος. Σκέπτεται πολύ γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου, ὁμιλεῖ γιά τήν αὐριανή κατάστασι τοῦ ἔθνους μας, τόν ρόλο τῆς Ρουμανίας στήν ἱστορία κλπ.

Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι στήν ἱστορία, τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς δέν γίνεται κάποιος προγραμματισμός γιά τό αὔριο, διότι ἀφ᾿ ὅτου μπαίνει μέσα μου ὁ λογισμός τοῦ θανάτου, ἀμέσως ἀποχωρίζομαι ἀπό τήν ἱστορία καί σκέπτομαι συχνά, ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καταξίωσίς του, ὅπως τήν ἀντιλαμβάνομαι ἐγώ, εἶναι ἀκριβῶς ἡ γέννησίς του μέσα στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ στήν Ἐκκλησία καί εἰδικώτερα στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία.

Πεθαίνουμε κατά τήν ἱστορία, πεθαίνουμε κατά τό σῶμα, πεθαί­νουμε κατά τήν ἐπίγεια ζωή μας καί σέ κάθε τι πού μπορεῖ νά μᾶς ἐμποδίση, γιά νά γεννηθοῦμε στήν αἰωνιότητα, μέσα στήν ὕπαρξι τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ, πού ἀπεκαλύφθη στόν Μωϋσῆ μέ τό ὄνομα αὐτό: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» (Ἔξοδ.3,14), δηλαδή ἐγώ εἶμαι ὁ ὑπάρχων. Ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ζήση μέσα στήν  ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ αἰωνίως. Καί πρίν πολλά χρόνια, ὅταν ἄκουσα μία ἔκφρασι τοῦ φιλοσόφου Νόϊκα «τό γίγνεσθαι μέσα στήν ὕπαρξι», ἀπό πολλά χρόνια πρίν τήν δέχθηκα γιά νά ἐκφράσω αὐτό πού μοῦ συμβαίνει τώρα: ἡ δεύτερη κυοφορία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, κυοφορία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι μία κυοφορία, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν πρώτη, τήν βιολογική, διά τό γεγονός ὅτι τώρα δέν λέγει ὁ Θεός «ποιήσωμεν ἄνθρωπον...», ἀλλά τώρα ὁ Θεός ἀπευ­θύνεται στόν ἄνθρωπο διά τοῦ λόγου καί διά τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς του ἀπαντᾶ στόν Θεό. Ἡ δεύτερη κυοφορία εἶναι μία πρόσκλησις τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία, μέ ἐλεύθερο τρόπο, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά τοῦ ἀπαντήση μέ τό «Ἀμήν». Καί τότε στήν συνέχεια ὁ Κύριος ὁλοκληρώνει τό ἔργο τό ὁποῖο μόνος του εἶναι ἀδύνατον νά τό ἐπιτελέση ὁ ἄνθρωπος.

Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια «ἐπιστροφή στήν ὕπαρξι», εἶναι ἡ κατάστασις στήν ὁποία εἴμεθα, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὕπαρξις εἶναι ὅταν θά μεταταθοῦμε στήν αἰωνιότητα, μέσα στόν Θεό. Ἐπιστροφή στήν ὕπαρξι εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν οὐσιαστική ἔννοια καί μή πιστεύετε ὅτι περιφρονοῦμε τίς ἐξωτερικές μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ἐμεῖς ἔχουμε τήν Ὀρθοδοξία μας, ἡ Ὁποία ἔλαβε ἱστορική, γεωγραφική, πολιτιστική μορφή, ἀλλά νά μή παραμείνουμε μόνο στό ἱστορικό, γεωγραφικό καί πολιτιστικό της νόημα· νά μή μείνουμε στήν φλούδα, ἀλλά νά τρῶμε τήν ψίχα, τό ἐσωτερικό τοῦ καρυδιοῦ. Καί τότε, πιστεύω, ὅτι στόν πολιτισμό μας θά ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε, ἀπό τό ἕνα μέρος τί εἶναι ὡραῖο στόν ἄνθρωπο, τί εἶναι ὀρθόδοξο σ᾿ αὐτόν καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ποιά εἶναι ἡ πρόθεσίς μας.

 

Σᾶς παρακαλοῦμε νά μᾶς εἰπῆτε κατά πόσον εἴμεθα ὑπεύθυνοι ἀπέναντι στόν τόπο, στόν χρόνο καί στό ἔθνος στό ὁποῖο γεννηθήκαμε.

 

Πρίν νά ἀσπασθῶ τόν μοναχισμό, μοῦ ὡμίλησε ἕνας καλός φίλος τοῦ πατέρα μου ἀπό τήν Γαλλία, μερικές ὧρες ἀκριβῶς γιά τήν εὐθύνη μας ἀπέναντι στόν Θεό, ἀπέναντι στό ἔθνος, στήν κοινωνία πού ζοῦμε κλπ. Μέ ἐνδιέφερε πολύ αὐτά πού μοῦ εἶπε, ἀλλά συνδιάσθηκαν ὅλα στήν εὐθύνη ἀπέναντι στόν Θεό, ἐπειδή δέν ἠμποροῦσα, δέν εἶχα τήν ἐνέργεια νά διαλυθῶ στήν διαίρεσι αὐτή τῶν στοιχείων τῆς ζωῆς: Θεός, ἄνθρωπος, οἰκογένεια, κοινωνία, χώρα κλπ. Ἐγώ ἐσκεπτόμουν ὅτι, ἐάν κάνω τό καθῆκον μου ἀπέναντι στόν Θεό, αὐτομάτως τά ἄλλα ἐξαφανίζονται καί εὑρίσκω τώρα στά γεράματα, ὅτι εἶχα δίκαιο.

Ἀλλά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι δέν εἶναι μία ἐλάττωσις, διά τῆς ἐξαλείψεως ἄλλων στοιχείων, ἀλλά μία ἐνσωμάτωσις τους, μία συνθετική παρουσία, τήν ὁποία εἴχαμε τότε διαισθητικά καί ἡ ὁποία ἐπαληθεύθηκε. Δηλαδή ὁ Θεός ἐδημιούργησε καί τούς γονεῖς καί τό ἔθνος καί τόν τόπο καί στόν Θεό εὑρίσκονται ὅλα καί διά τοῦ Θεοῦ πρέπει νά περνοῦν ὅλες οἱ σχέσεις μέ αὐτά τά στοιχεῖα καί, τότε, πράγματι, ἡ ἀπάντησίς σου εἶναι ἐκεῖ πού πρέπει.

Νά σᾶς ὁμιλήσω τώρα καί γιά τούς αὐτόχθονες καί μετανάστες κλπ. Ἐγώ πιστεύω ἔτσι. Ἐμεῖς ἐλάβαμε τίς ἄδειες νά ἀναχωρήσουμε ἀπό τήν Χώρα (Ρουμανία), ὅταν ἀκούσαμε ὅτι στό Βουκουρέστι ὑπάρχει μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή. Ἐπήγαμε ἀμέσως στήν ἐκκλησία ἐκείνη καί προσευχηθήκαμε ἐγώ, ἡ μητέρα μου καί ἡ ἀδελφή μου (ἐγώ μπῆκα καί στό Ἱερόν Βῆμα, ὅπου εὑρισκόταν ἡ εἰκόνα). Προσευχηθήκαμε νά μᾶς βοηθήση νά λυτρωθοῦμε, ὅπως συνήθως λέγουμε σέ τέτοιες περιπτώσεις. Καί ἐκεῖνο τό ἔτος ἡ μητέρα μου, μετά  ἀπό πέντε χρόνια, ἐπῆρε τά δικαιολογητικά χαρτιά γιά μετανάστευσι καί ἐγκατέλειψε τήν Χώρα μέ τά παιδιά της. Ὁπότε ἐμένα μέ παρηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ἔλαβα ἀπό τήν Παναγία τήν εὐλογία γιά τήν ἀναχώρησί μου.

Ἐάν δέν θά εἶχα αὐτή τήν σκέψι μέσα μου, θά ἐστεκόμουν ἐνώπιόν σας μέ μία συνείδησι πολύ βαρειά σήμερα. Καί ἐγώ μέ τήν ὁποιαδήποτε ἔννοια, ὅταν ἐσεῖς ὑποφέρατε ἐξ αἰτίας τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Χώρα μας, ἐγώ κατά κάποιο τρόπο ἐπρόδωσα. Ἀλλά, ἐάν ἀνεχώρησα μέ τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, δέν αἰσθάνομαι προδότης καί ἴσως ἐπετέλεσα ἐκεῖ-ποιός ξέρει-κάτι γιά ἐσᾶς.

Σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἡ ὑποδοχή πού μοῦ ἐκάνατε, ὅταν ἐπέστρεψα στήν πατρίδα μας ἦτο ἀπεριγράπτως θερμή. Ἐστεκόμουν μπροστά σέ ἑκατοντάδες ἀνθρώπους καί δέν ἠμποροῦσα ν᾿ ἁπλώσω νά βάλω τό χέρι μου νά εὐλογήσω τόν καθένα στό κεφάλι του. Μακάρι νά ἠμποροῦσα νά ἀπευθύνω καί ἀπό ἕνα λόγο στόν καθένα.

Μία κυρία μέσα στήν ἐκκλησία μοῦ εἶπε:

-Νά μᾶς ἀγαπᾶτε, νά μή μᾶς ἐγκαταλείψετε, νά μᾶς ἔλθετε πάλι...!

Καί ἐγώ τῆς ἀπήντησα: Σᾶς ἀγαπῶ, καί ἐάν θέλη ὁ Θεός, θά ξαναέλθω.

Ἐάν δέν θέλη ὁ Θεός, δέν ὑπάρχει καμμία ἀπώλεια, οὔτε γιά ἐσᾶς, οὔτε καί γιά μένα. Καί ἐάν κρυφθῶ κἄπου, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Σιλουανός, καί δέν θά μέ ἰδῆτε ποτέ, αὐτό δέν εἶναι κάποια ἀπώλεια, ἐάν εἶναι ἀπό τόν Κύριο. Ἐάν δέν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτό γιά μένα εἶναι μία ἀνοησία τῆς ζωῆς μου.

 

Ποιά ἦσαν τά τελευταῖα λόγια τοῦ φιλοσόφου πατέρα σας;

 

Τά τελευταῖα λόγια του πρός ἐμένα;.....Δέν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς τώρα.Ἦτο, νομίζω, ἕνας λόγος ἀποχωρισμοῦ μέσα σέ μία ἁρμονική ἀτμόσφαιρα. Ἡ ἔντασις μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ πατέρα μου συνεχίσθηκε ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία καί κατέληξε σέ μιά ἀπροσδόκητη ἀλληλοκατανόησι. Ὅπως, σᾶς εἶπα καί ἄλλοτε μεταξύ μας ὑπῆρχε μία μικρή διαμάχη καί διαφωνία. Μ᾿ ἐρώτησε, στήν τελευταία μας συνάντησι, ἐάν ἤμουν στενοχωρημένος ἐξ αἰτίας του σέ κάτι, ἤ ἐάν τόν μέμφομαι σέ κάτι. Ἀλλά αὐτό μοῦ φαινόταν σάν μία μάχη. Γι᾿ αὐτό δέν ἤθελα νά τόν κατηγορήσω σέ τίποτε, διότι ἐγνώριζα ὅτι ἔρχεται ἀπό τά βάσανα τῆς πατρίδος μας  καί μετά ἀπό λίγο ἐπιστρέφει πάλι στά ἴδια βάσανα καί αὐτό, ἐπειδή δέν ἤθελε ποτέ νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν τύχη τοῦ λαοῦ του. (Ὁπότε, ἐπέστρεφε στήν Ρουμανία κάθε φορά· αὐτή μπορεῖ νά ἦτο καί ἡ τελευταία μας συνάντησις, καί πράγματι ἐκείνη ἡ τρίτη ἦτο καί ἡ τελευταία μας). Λοιπόν, σ᾿ αὐτή τήν συνάντησί μας δέν ἤθελα νά τόν πικράνω σέ κάτι. Ἐπί πλέον αὐτός εἶχε μία τέτοια στάσι, ὥστε θά ἦτο ἀδιάκριτο νά τοῦ εἰπῶ ἕνα ψέμμα. Καί τόν παρετήρησα μόνο, σ᾿ αὐτά πού σᾶς διηγήθηκα, ὅταν μοῦ ἔστειλε γράμμα τό ᾿67 στό Παρίσι.

 

Τί συμβουλές ἠμπορεῖτε νά δώσετε σ᾿ ἐμᾶς τούς παντρεμμένους;  Πρέπει νά καταφεύγουμε στό διαζύγιο;

 

Θεωρῶ μία παράλογη τόλμη νά ὁμιλήσω ἐγώ γιά τόν γάμο, ἀλλά γιά νά εἶμαι ἐντάξει καί μέ τίς περιστάσεις, σᾶς λέγω αὐτό πού ἠμπορῶ, δεδομένου, θεωρῶ  ὅτι καί ὁ μοναχισμός καί ὁ ἔγγαμος βίος ζοῦμε στήν ἴδια ἀνθρώπινη φύσι καί στήν ἴδια πλάσι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προφανές ὅτι καί στόν γάμο αὐτό πού προέχει εἶναι ἡ σωτηρία, ὄχι μόνο σάν σκέψι, ἀλλά σάν βίωμα καί μέ προσευχή. Πρέπει νά ἐπικαλούμεθα τόν Κύριο στήν προσευχή μας οἱ σύζυγοι λέγοντες: «Κύριε, ἐάν ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ὁμιλήσω στ᾿ αὐτιά της (του) γιά τά πράγματα αὐτά, μίλησε Ἐσύ στήν καρδιά της. Ἄλλαξε τίς καρδιακές της διαθέσεις ἀπέναντί μου, γιά νά μή καταπατοῦμε τίς ἐντολές Σου, διαφωνοῦντες μεταξύ μας καί χωρι­ζόμενοι...». Καί ἐνθυμοῦμαι ἐδῶ τόν λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει ὅτι: «πρός τήν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τήν ἐντολήν ταύτην (Μωϋσῆς) (Μάρκ.10,5). Ἡ μόνη λύσις δέν εἶναι πάντοτε ἡ ἀπόφασις τοῦ διαζυγίου. Θἀ προηγηθοῦν προσπάθειες γεφυρώσεως τοῦ χάσματος τῶν συζύγων καί, ἐάν ἀποδειχθῆ ὅτι ἡ συμβίωσις τους εἶναι ἀδύνατος μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες, θά ἐπιτραπῆ τό διαζύγιο γιά νά ἀποφευχθοῦν φυσικά τά μεγαλύτερα κακά.

 Φυσικά ἡ πρώτη καταφυγή σας εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ προσευχή, ἡ ἐξομολόγησις καί ἡ μετάνοια. Κατόπιν σκεφθῆτε πρῶτα τά παιδιά σας. Γιά τά παιδιά, μετά τόν χωρισμόν σας, γράφεται μία ἀπερίγραπτη πολυχρόνια τραγωδία. Καί αὐτό τό ζῶ ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν στιγμή πού ἔγινα Πνευματικός καί ἔρχονται πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐξομολόγησι. Δυστυχῶς οἱ χωρισμοί πληγώνουν τά παιδιά ἀπό γενεά σέ γενεά καί οἱ δυστυχίες ἐπαναλαμβάνονται. Συνεπῶς, ἀπό τήν μία πλευρά, ὁ χωρισμός καί τό διαζύγιο  γίνωνται σάν μία  ἐσχάτη λύσις.  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἐπιβάλλεται  νά καλλιεργηθῆ ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, διότι στήν ἀρετή τῆς ἀγάπης ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Κυρίου. Ὅλα θεραπεύονται καί καλύπτονται διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν ἠμπορεῖ νά οἰκοδομήση σοβαρά καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον του, πού εἶναι ὁ δεύτερος ἑαυτός του. Ἀκόμη ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης λέγει στήν πρώτη ἐπιστολή του: «Καί αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»(5,3). Οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς ζητεῖ καί ἐπιθυμεῖ στά βάθη της ἡ ψυχή μου.

Ἔλεγα παλαιότερα νά μή καταδικάζουμε τίς τυχόν ἀνοησίες τοῦ διπλανοῦ μας. Τώρα λέγω ὅτι δέν πρέπει νά καταδικάζουμε τήν ὅποια ἁμαρτία του, διότι εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐπαναφέρη στήν ἀρετή, ἐάν δέν τήν γνωρίζουμε. Καί, δυστυχῶς, τό ἔργο ἐκεῖνο πού σκανδαλίζει πολλές φορές τόν ἄνθρωπο, εἶναι πλησιέστερο πρός τήν ἀγάπη· εἶναι ὁ πιό εὔκολος πειρασμός γιά τόν διάβολο, εἶναι μία ἐπιθυμία, μία συνένωσις. Ἀλλά αὐτή ἡ σωματική συνάφεια δέν εἶναι πλήρης ἀγάπη, διότι αὐτή δέν εἶναι στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι μόνο μία πρᾶξις γενετικῆς, ἀλλά εἶναι πλησιέστερα στήν μεγάλη μορφή τῆς ἀγάπης τήν ὁποία μᾶς προστάζει ὁ Κύριός μας. Τόν Θεό, τόν ὠνόμαζα στήν Δύσι, πολλές φορές, καί νά μοῦ συγχωρήσετε αὐτή τήν τόλμη, «Θεό ἐπαγγελματία», δηλαδή  πού γνωρίζει γιά ποιό πράγμα γίνεται λόγος. Ὄχι ὅτι οἱ θεοί ἄλλων θρησκειῶν ἤ φιλόσοφοι, γνωρίζουν τόν ἄνθρωπο καί δέν ἠμποροῦν νά ἀνακαλύψουν τήν ἀλήθεια. Ὁ ἰδικός μας εἶναι «ἐπαγγελματίας», εἶναι Αὐτός, ὁ ὁποῖος μᾶς «κατεσκεύασε» καί ὁ ὁποῖος γνωρίζει, ὅπως λέγομε σάν τήν μάννα τά παιδιά της: «μέ γνωρίζει ἐμένα τό ἐμπόρευμα». Ὁ Θεός γνωρίζει τό ἐμπόρευμα, γνωρίζει ἀπό τί εἴμεθα φτιαγμένοι καί γι᾿ αὐτό ἠμποροῦμε νά ἐμπιστευώμεθα στόν λόγο Του καί νά ἀφιέμεθα στά χέρια Του, ὅπως τό μωρό ἀφίεται στά χέρια τῆς μητέρας του. Τί κάνει ἡ μητέρα του;  Καταλαβαίνει τί σημαίνει ὅταν κλαίη, διότι τό παιδί δέν ἔχει ἄλλο τρόπο νά ὁμιλήση παρά μέ τό κλᾶμμα, διά τοῦ ὁποίου ζητεῖ ὅ,τι χρειά­ζεται. Ἡ μητέρα του ξέρει πότε πρέπει νά τό ταΐση, πότε νά τό γυρίση στό ἄλλο πλευρό, ξέρει πότε νά τό ἀλλάξη, τότε μόνο, ὅταν λερωθῆ. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας. Ξέρει τά πάντα, ὅπως ἡ μάννα τίς ἀνάγκες  τοῦ μωροῦ της.

Ὁ Ψαλμωδός λέγει: «Αὐτός ὁ ὁποῖος ἔπλασε τά μάτια, δέν θά τόν βλέπη; Καί Αὐτός πού ἔπλασε τά αὐτιά, δέν θά Τόν ἀκούη;» Καί συνεχίζω τώρα ἐγώ: Αὐτός πού ἔκαμε τήν  μητέρα, δέν ξέρει τί εἶναι μία μητέρα; Ὁπότε, ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό μας ὅλες τίς δυστυχίες μας, ὅλες τίς ἀποτυχίες μας καί, ἔχοντας τήν στοργική ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἠμποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε τά πάντα σ᾿ Αὐτόν ἀπό τά νύχια μέχρι τό κεφάλι, χωρίς φόβο, χωρίς ἐντροπή. Γιατί κρύφθηκε ὁ Ἀδάμ μέσα στίς συστάδες τῶν δένδρων τοῦ παραδείσου, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Θεός; Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει νά μή κρυβώμεθα, νά μή σκεπαζώμεθα μέ φύλλα συκιᾶς, ἀλλά νά ἐρχώμεθα γυμνοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐξομολογούμενοι ἐνώπιόν Του τίς ἁμαρτίες μας, μέσῳ τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀνθρώπινος μάρτυς τῆς ὁμολογίας μας.  Καί νά ἀφήνουμε τά χέρια Του νά καλύπτουν τήν ἐντροπή μας μέ τήν ἀγάπη Του, καθώς ἔκαμε καί στόν Ἀδάμ, μέχρις ὅτου τελικά ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ Αὐτόν. Καί ὁ Θεός τόν ἐσκέπασε μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες, ἀντί τῶν ψεύτικων φύλλων τῆς συκιᾶς.

 

Ζώντας κἄπως πνευματικά, εἶναι δυνατόν νά ξεχάσουμε, νά ἀγνοήσουμε τήν τωρινή πραγματικότητά μας; Αὐτό τί σημαίνει ὅτι δέν ἀγαποῦμε τούς συναθρώπους μας;

 

Στήν περίπτωσι αὐτή, ἐάν τό κάνουμε μέ συνείδησι ὅτι ὁ Θεός περιέχει τά πάντα καί εἶναι πανταχοῦ παρών, τότε εἶναι δυνατόν νά ζήσουμε μόνο πνευματικά. Τό νά ζῆς μόνο πνευματικά, νομίζω, κατ᾿ἀρχήν ὅτι σημαίνει νά θεωρῆς μόνο τήν οὐσία. Ἀλλά ὁ  παρών χρόνος πού ζοῦμε τώρα, μέσα στά ἐξωτερικά φῶτα τοῦ κόσμου, χωρίς νά περιφρονοῦμε κάποια πραγματικότητα, ἐάν ζοῦμε τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, ἐάν ζοῦμε μέ ἀκρίβεια, ὅπως μᾶς καθοδηγεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, δέν ἠμποροῦμε νά περιφρονοῦμε τόν ἄνθρωπο, οὔτε νά τόν παραμελοῦμε, ἐπειδή ὁ πλησίον μας εἶναι γιά ἐμᾶς ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι σπουδαιότερος ἀπό ὅλη τήν οἰκουμένη, κατά ἕνα μέρος. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, κατανοῶντας τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος  γιά τόν ἑαυτό του, πρέπει νά ζοῦμε ὅλοι ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ.

 

Τί κάνουμε ὅταν ἕνας ἀπό τούς συζύγους σφάλλει πάρα πολύ; Φθάνουμε μέχρι τά ἄκρα καί μετά χωρίζουμε;

Μέχρι ποῦ ἠμπορεῖ νά φθάση ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς μας;

Εἶναι λογικό, ὅτι μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε ἀκόμη καί τόν διάβολο;

 

Ἀρχίζω μέ τήν ἐρώτησι γιά τήν ἀγάπη, ἐπειδή ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζουν καί ἐκεῖ τελειώνουν τά πάντα. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί λέγομε: «Ἀγάπα τόν ἐχθρόν σου!» Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ ἐχθρός μου; Εἶναι ὁ δίπλα μου μέ τόν ὁποῖον ζῶ; Ἐάν ζῶ μέ βαθειά χριστιανική αἴσθησι καί φόβο Θεοῦ δέν βλέπω κανέναν ἐχθρό μου, ἀλλά ὅλους τούς ἔχω στήν καρδιάμου γιά ἀδέλφια μου πνευματικά. Ὁπότε ἐχθρός μου εἶναι μόνο αὐτός πού πειράζει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή ὁ διάβολος. Συνεπῶς, ἀκολουθώντας τήν ἐρώτησι, κατά τρόπο λογικό, φθάνουμε στήν προτροπή: «Ἀγάπα τόν σατανᾶ!» Μπορεῖ νά γίνη κάτι τέτοιο; Πρέπει νά φθάσουμε μέχρι ἐδῶ γιά νά εἴμεθα ἀληθινοί χριστιανοί ἤ εἶναι αὐτό παράλογο;

Ἔγινε ἕνα μικρό ἐπεισόδιο στήν Ἀγγλία. Κάποιον ἱερέα τόν ἐτρόμαξε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μεθοῦσε πάντοτε, ἐνῶ ὁ ἱερεύς τόν ἐρωτοῦσε γιατί μεθᾶ. Ὁ μεθυσμένος τοῦ ἀπήντησε: Ἐπειδή στό κήρυγμα τῆς πανοσιότητός σας λέγετε κάθε φορά «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας!» καί μία ἀφίσσα, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία μᾶς λέγει ὅτι ὁ πρῶτος ἐχθρός εἶναι τό ἀλκοόλ».

Ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Ἰωάν.4,8-16) καί ὁ ἅγιος Σιλουανός,  λέγει ὅτι ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι περιτρέχουν μέχρι τόν ἄδη διά τῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός δέν ἀλλάζει τόν Ἑαυτό Του, ὅπως ἀλλάζουμε ἐμεῖς, ἀλλά μᾶς διδάσκει νά εἴμεθα καί ἐμεῖς σταθερά ἀμετάβλητοι, ὅπως εἶναι καί ὁ Θεός. Ὁπότε, πρέπει νά εἴμεθα σταθεροί στήν ἀγάπη μας καί ἡ ἀγάπη μας πρός τούς ἐχθρούς μας νά εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: Ἔγινα ἀγάπη, ὅπως καί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὑπάρχει, ὅμως ἕνα πρόβλημα: Δέν εἶναι σφάλμα καί ἡ ἀγάπη μας πρός τόν σατανᾶ, ἀλλά μόνο μία ἐπεξήγησις, τήν ὁποία ἔχουμε ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας. Ὅσο καιρό εἴμεθα στίς ἁμαρτωλές μας ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἀλλο τόσο ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει δύναμι νά κατοικῆ μέσα μας, ἔστω κι ἄν  εἶναι μικρή (ἡ ὑπερηφάνεια, σημειώνουμε ἐδῶ, εἶναι τό ἴδιο μέ τόν διάβολο) ἄλλο τόσο καιρό ἐξαπατώμεθα ἀπό τόν διάβολο, ὁπότε εἶναι ἐπικίνδυνο νά ἀγαπᾶμε αὐτόν πού ἐδήλωσε ὅτι θά εἶναι μέχρι τέλους ἐχθρός τοῦ Θεοῦ!  Ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν σατανᾶ-ἐχθρό, ὁ ὁποῖος δέν μετανοεῖ πλέον. Δέν ὑπάρχει τόπος γιά μετάνοια στήν ψυχή του. Ἐάν αὐτός ἐδήλωσε αὐτά, ἐάν ἔτσι πλέον εἶναι διεφθαρμένη ἡ φύσι του καί, ὅσο καιρό ἐμεῖς εἴμεθα σέ ἀγῶνα μέ τίς ἁμαρτίες μας, μέ τίς διακυμάνσεις στόν βίο μας, μέ τά σκάνδαλα γιά νά εὕρουμε τόν θεϊκό δρόμο τῆς σωτηρίας μας, εἶναι φυσικό καί ἀναγκαῖο νά φυλαγώμεθα ἀπό τόν ἐχθρό μας διάβολο, χωρίς νά τοῦ ἐπιδεικνύουμε κάποια μορφή ἀγάπης, ἐφ᾿ ὅσον ἐκεῖνος ἐνεργεῖ μέσα μας μέ τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας.

Ἄκουσα-πρέπει νά τό προσέξουμε αὐτό-ὅτι ἕνας ἀριθμός ἀσκητῶν πού ἔφθασαν σέ ὑψηλό μέτρο ἀγάπης, ἐξαπατήθηκαν διά ὁράσεων ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος τούς παρουσιάσθηκε  σάν ἕνας ὡραῖος ἄγγελος καί αὐτοί ἔπεσαν στήν παγίδα του καί ἀπό τήν καλωσύνη τους νά προσεύχωνται γι᾿ αὐτόν, σκανδαλίσθηκαν καί ἔπεσαν στήν δυσμένεια τοῦ Θεοῦ. Βλέπω ὅτι καί ὁ σημερινός ἄνθρωπος μερικές φορές, ἕνεκα τῆς δαιμονικῆς του ζωῆς, θέλει νά κάνη τά ἴδια. Ἀλλά, ἐάν ὁ Κύριός μας δέν βλέπει κάποιον μέχρι τέλους σάν ἐχθρό Του, οὔτε καί ἐμεῖς πρέπει νά τόν βάλουμε στήν ἴδια κατηγορία. Ἄς προσπαθοῦμε μέ προσοχή καί ζῆλο νά ζοῦμε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη μας πρέπει νά φθάνη μέχρι τόν σταυρό καί μέχρι τόν ἄδη. Ὁ ἅγιος Σιλουανός γιά νά εὕρη τήν ταπείνωσι καί νά σωθῆ, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό αὐτή τήν ἀπάντησι: «Κράτησε τόν νοῦ σου στόν ἄδη καί μή ἀπελπίζεσαι».

 

Ὅσον ἀφορᾷ τήν ἀπεριόριστη ἀγάπη, ἀκόμη καί πρός τόν διάβολο, λέγω ὅτι αὐτό παραμένει οὐσιαστικά ἕνα θεωρητικό πρόβλημα. Πρέπει νά εἴμεθα στήν ἀρετή τῆς ἀγάπης περισσότερο πρακτικοί, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι κυρίως πρακτική ἀρετή. Κατευθύνεται πρός τά πρόσωπα πού εἶναι πλησίον μας. Ἀναφέρω ἐδῶ ἕνα πολύ ἐνδιαφέροντα λόγο, τόν ὁποῖον εἶπε ἕνας πατήρ σέ μιά μοναχή, τήν Μαρία Κομτόβ, ρωσίδα ὀρθόδοξη μοναχή, ἡ ὁποία ἀνεχώρησε γιά τήν Δύσι καί ἀπέθανε ἐκεῖ σ᾿ ἕνα στρατόπεδο.

Αὐτή πρίν γίνη μοναχή, στό Παρίσι, ἐρώτησε κάποιον κληρικό, ὅταν ἀκόμη ἦτο στήν Ρωσία:

-Πάτερ, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια;

-Καί ἐκεῖνος τῆς ἀπήντησε: Ἀλήθεια εἶναι ν᾿ ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, ἐκεῖνος ζῆ στήν ἀλήθεια. Καί ὑπεγράμμισε: τόν πλησίον σου, ὄχι αὐτόν πού κατοικεῖ μακριά σου. Διότι εἶναι πολύ εὔκολο ν᾿ ἀγαπήσης αὐτούς πού μένουν μακριά. Εἶναι πολύ εὔκολο νά τούς ἀναπτύσσης θεωρητικά τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ὅτι ἀγαπᾶς αὐτούς πού κατοικοῦν στήν πόλι Μπρασώβ, στό Βουκουρέστι, ἤ στήν Μόσχα καί στήν Ἀθήνα. Ἀλλά αὐτόν μέ τόν ὁποῖον συγκατοικεῖς, τόν σύζυγό σου, τά παιδιά σου, τούς γείτονές σου, τούς συνεργάτες καί ἐργάτες σου, μέ τούς ὁποίους συναντιέσαι καθημερινά καί εἶναι οἱ ἀληθινά πλησίον σου, εἶναι πολύ πιό δύσκολο νά τούς ἀγαπήσης.

Ὁπότε, ἡ ἀλήθεια εἶναι ν᾿ ἀγαπᾶς συγκεκριμένα τόν πλησίον σου καί ὄχι τόν μακριά σου. Ὅταν ἀρχίσουμε ν᾿ ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας, θ᾿ ἀντιληφθοῦμε πῶς ἠμποροῦμε νά φθάσουμε στό μέτρο τῆς ἀγάπης, γιά τήν ὁποία μᾶς εἶπε ἀνωτέρω ἐκεῖνος ὁ πατήρ, διότι ἔτσι ἴσως μποροῦμε νά δείξουμε ἔλεος καί γιά τόν σατανᾶ. Ἀλλά αὐτό εἶναι μᾶλλον θεωρητικό. Στό ἐπίπεδο πού εἴμεθα ἐμεῖς δέν ἠμποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἀγάπη καί πρός τόν σατανᾶ καί ἐπί πλέον οὐδέποτε ἠμποροῦμε ἐξ ἀρχῆς νά προσευχώμεθα γιά τόν διάβολο. Ἀρχίζουμε ν᾿ ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας καί κατόπιν ἴσως νά φθάσουμε καί στήν ἀγάπη μας πρός τόν σατανᾶ διά τῆς προσευχῆς μας πρός τόν Θεό.

Ὁ Θεός μᾶς ἐπρόσταξε νά εἴμεθα σοφοί σάν τά φίδια καί ἀθῶοι σάν τά περιστέρια. (Ματ.10,16). Καί γιά τόν Σωτῆρα μας εἶναι γραμμένο ὅτι, μόνον οἱ ἄνθρωποι τόν ἐκτιμοῦσαν. Αὐτός δέν ἐμπιστευόταν στούς ἀνθρώπους, ἐπειδή ἐγνώριζε πόσο μεταβλητοί εἶναι. (Ἰωάν.2,24-25). Καί συμπληρώνει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «καί ὅτι οὐ χρείαν εἶχεν ἵνα τις μαρτυρήσῃ περί τοῦ ἀνθρώπου· αὐτός γάρ ἐγίνωσκε τι ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ» (Ἰωάν.2,25).

Καί πράγματι, πολλές φορές διώχθηκε ὁ Σωτήρ ἀπό τούς ἀνθρώπους, κατηγορήθηκε καί, ὅταν ἐτελείωσε τήν ἀποστολή του ἐπί τῆς γῆς, δέχθηκε τῶν ἀνθρώπων τίς συκοφαντίες καί τέλος τόν θάνατο. Ἔτσι, ἐμεῖς, πρέπει νά καλλιεργοῦμε στήν καρδιά μας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, μή θέλοντας νά ἐξαναγκάζουμε τούς ἄλλους (μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐγώ σοῦ λέγω νά κάνης αὐτό, διότι ἐσύ εἶσαι μικρός καί ἐγώ μεγάλος), ἀλλά σάν μία ἀποκάλυψι τοῦ τί εἶναι ἡ θεία ζωή, τήν ὁποία πρέπει νά οἰκειοποι­ηθοῦμε καί νά τήν ἀγαπᾶμε.

Ἐπειδή μέ ὑποδεχθήκατε καί μέ ἐπεριμένατε σάν γυιό τοῦ φιλοσόφου Νόϊκα, θά ἤθελα νά σᾶς εἰπῶ τώρα ἐν κατακλείδι ὅτι ἡ ἐτυμολογική ἔννοια τῆς λέξεως φιλοσοφία, σημαίνει ἀγάπη γιά τήν σοφία. Ἀλλά ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἔτσι ὡμίλησαν καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ἡ ἀληθινή χριστιανική ζωή εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀγάπη καί ἐπιστρέφουν στήν ἀγάπη. Ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δεδομένου ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Τήν χριστιανική μας ζωή καί ὅλες τίς ἀρετές, τίς ὁποῖες κηρύττουμε στήν Ἐκκλησία, πρέπει πάντοτε νά τίς ἐπιβεβαιώνουμε μέ τίς δύο ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες περιορίζονται στήν λέξι ἀγάπη: Ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄνθρωπο. Μόνο μέ τήν προοπτική αὐτῶν τῶν δύο ἐντολῶν λαμβάνουμε ἐπίγνωσι τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τό ὁποῖον μᾶς δίνει ὁ Χριστός σάν ἀρραβῶνα τῆς αἰωνίου μακριότητος.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Σωφρόνιος Ζαχάρωφ γεννήθηκε στήν Μόσχα τῆς Ρωσίας τό 1896. Ἀπό τήν νεότητά του ἐξεδήλωσε μία σφοδρή ἐπιθυμία γιά τήν σχολή Καλῶν Τεχνῶν. Τό 1921 ἐγκατέλειψε τήν Ρωσία καί ἐγκαταστάθηκε στό Παρίσι. Τό 1925, μετά ἀπό μία σύντομη περίοδο προσχωρήσεώς του στήν ἰνδουϊστική μέθοδο Γιόγκα, ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, γενόμενος μοναχός στήν ἱερά Μονή ἁγίου Παντελεήμονος (Ρωσικοῦ). Τό 1930 χειροτονήθηκε διάκονος, ἐνῶ τό 1941 ἱερεύς καί Πνευματικός-ἐξομολόγος πολλῶν Ἀθωνικῶν μοναστηριῶν. Ἀπό τό 1930 εἰσῆλθε σέ μία στενή ἐπικοινωνία μέ τόν μοναχό, Γέροντα Σιλουανό, τοῦ ὁποίου ἐχρημάτισε πιστός μαθητής μέχρι τοῦ θανάτου του, πού συνέβη τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1938. Ἐπειδή ἀσθένησε βαρειά, τό 1947 μετεφέρθη στήν Γαλλία, ὅπου καί  χειρουργήθηκε καί διεσώθη κατά θαυματουργικό τρόπο. Τό ἑπόμενο ἔτος  1948 ἄρχισε νά συντάσση τό βιβλίο μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντός του Σιλουανοῦ. Μέ θεία νεῦσι δέν ἐπανῆλθε στόν Ἄθωνα, ἀλλά ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀγγλία, ὅπου ἐθεμελίωσε τό 1959 ἕνα ὀρθόδοξο μοναστήρι, στό ὁποῖο ἐχρημάτισε ἡγούμενος μέχρι τόν θάνατό του, πού συνέβη τόν Ἰούλιο τοῦ 1993. Διάδοχός του σήμερα εἶναι ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος.

 

2. Γέρων Σιλουανός Ἰβανοβίτσι (1866-1938), ρῶσος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀπό τήν νεότητά του στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος (Ρωσικόν) τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Θεωρεῖται ἕνας ἀπό τίς μεγαλύτερες φυσιογνωμίες τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Γιά τίς ἐμπειρίες του ὁμιλεῖ στίς σημειώσεις του, οἱ ὁποῖες δημοσιεύθηκαν μαζί μέ σχόλια ἀπό τόν μαθητή του π. Σωφρόνιο στήν Γαλλία γιά πρώτη φορά τό 1947. Ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τό 1988.

 

3. Πεντηκοστιανοί. Εἶναι χριστιανική αἵρεσις, πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰῶνος στήν Ἀμερική, ἀλλά οἱ ἴδιοι διατείνονται ὅτι ἡ ἀρχή τους ἀνάγεται τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡμέρα καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, ὅταν θεμελιώθηκε κατά τρόπο ὁρατό ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ διδασκαλία τους ἀναφέρει ὅτι κάθε μέλος αὐτῆς τῆς κοινότητος, διά ἰδιωτικῆς προσπαθείας, ἠμπορεῖ ν᾿ ἀποκτήση τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀκριβῶς, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἐκδηλώθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν γλωσσολαλία καί τήν δύναμι τῆς θεραπείας ἀσθενῶν διά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τους.

 

4. Κονγκρεσιοναλιαστές. Εἶναι προτεστάντικη  ὁμάδα πού ἐμφανί­σθηκε στήν Ἀγγλία τόν 16ον αἰῶνα. Διαδόθηκε ἀπό ὀπαδούς τοῦ πουριτανισμοῦ (τῶν ἁγνῶν, καθαρῶν) καί ἀντιπαρατάχθηκε πρός τήν ἐπίσημη Ἀγγλικανική ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία αὐτῆς τῆς ὁμάδος, ἡ ἀνωτάτη αὐθεντία εἶναι τό τοπικό Συνέδριο, μία μορφή αὐτονόμου κοινότητος, μέ δικαίωμα αὐτοδιοικήσεως. Διαδόθηκε ἰδιαίτερα στήν Ἀγγλία καί στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς.

 

5. Στρατός Σωτηρίας. Εἶναι θρησκευτική κίνησις, πού ἱδρύθηκε στήν Ἀγγλία τό 1878 ἀπό τόν  Γουΐλλιαμ Μπόθ (1842-1912), ἡ ὁποία ἔχει ἀποκλειστικό σκοπό τήν σωτηρία αὐτῶν πού ὑποφέρουν καί εὑρίσκονται σέ δυστυχίες καί ἁμαρτίες. Αὐτή ἡ κίνησις παρέλαβε γενικές διδασκαλίες τοῦ προτεσταντισμοῦ καί τοῦ εὐσεβισμοῦ.  Οἱ ὀπαδοί του κηρύττουν σέ ὅποιονδήποτε τόπο καί κατάστασι εὑρίσκονται: στόν δρόμο, στά μαγαζιά, στούς δημόσιους χώρους καί παντοῦ. Ἔχουν ἐνταχθῆ σέ μιά ἱεραρχική ὀργάνωσι μέ βαθμούς, ἐνδυμασία, φιλαρμονική, σημαία, παρελάσεις κλπ.

 

6. Βαπτιστές. Προτεσταντική κοινότητα, πού παρουσιάσθηκε τό 1608 στήν Ὀλλανδία. Ἀρχηγοίς τους οἱ Ἰωάννης Σμίθ καί Θωμᾶς Χέλουϊς. Ἀναβαπτίζουν ὅσους προσηλυτίζουν ἀπό ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἐπειδή καλβινίζουν, ἀποτελοῦν τή ἀριστερή πτέρυγα τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἀπεχθάνονται τ᾿ ἀγαθά τοῦ πολιτισμοῦ, θεωροῦν περισσότερο ἀναγκαία τήν ἀγροτική ζωή καί περιφρονοῦν τά Σύμβολα τῆς Πίστεως. Διοικοῦνται ἀπό τούς Συνδέσμους, πού εἶναι τό σύνολο τῶν ἐνοριῶν μιᾶς περιοχῆς, μέ κορυφαῖο διοικηρτικό ὄργανο τήν Βαπτιστική Ἕνωσι, ὅπου ἀνήκουν ὅλοι οἱ Σύνδεσμοι. Ἡ λατρεία τους συνίσταται στήν νοερά προσευχή, τήν ἀπαγγελία Ψαλμῶν καί τίς δεήσεις τῶν παστόρων, τήν ἀνάγνωσι βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων καί τό κήρυγμα. Δέν ἀναγνωρίζουν τό βάπτισμα τῶν νηπίων. Πιστεύουν ὅτι ἀποτελοῦν τήν συνέχεια τῆς ἀρχέγονης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τελοῦν μόνο δύο μυστήρια, σάν σύμβολα τό Βάπτισμα καί τήν Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι τό μεγαλύτερο προτεσταντικό σῶμα σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.

 

7. Σέργιος Μπουλγκάγκωβ (1871-1944), ἱερεύς, μέγας μυστικός ὀρθόδοξος θεολό­γος, ρῶσος στήν καταγωγή, συγγραφεύς μιᾶς ὁμάδος θεολογικῶν ἔργων, πού περιέχουν καί ἰδέες διαφιλονεικούμενες. Ἀρι­θμεῖται ἀνάμεσα στούς πρωτεργάτες μιᾶς κινήσεως τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας γενικά· κίνησις ἡ ὁποία ἄρχισε στήν Ρωσία, ἀλλ᾿ ἐξ αἰτίας τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἀπέδωσε τούς καρπούς της στήν ρωσική διασπορά, ἰδιαίτερα στήν Γαλλία. Μεταξύ τῶν ἔργων του μνημονεύουμε: Ἀπό τόν Μαρξισμό στόν Ἰδεαλισμό·  Τό  ἀνέσπερο φῶς· Ἡ ἀναμμένη φλόγα· ἡ θεία σοφία καί ἡ θεανθρωπία· ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ.

 

8. Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (1759-1833), ἐπονομαζόμενος καί φωτολαμπής. Ἦτο ἱερομόναχος στήν Μονή τοῦ Σάρωφ καί ἱδρυτής μερικῶν μοναστηριῶν τῆς Ρωσίας. Ἡ θεολογική του σοφία περιέχεται στό ἔργο: Διάλογοι μέ τόν Μοτοβίλωφ. Ἀναγνωρίσθηκε ἅγιος τό 1903. Προσφάτως, τά ἱερά Λείψανά του, κατασχεθέντα ἀπό τούς κομμουνιστές, παρεδό­θησαν σέ προσκύνησι καί τιμή τῶν Πιστῶν τῆς Ρωσίας.

 

9. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), ἀναγνωρισμένος ἅγιος τόσο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί τῆς Δυτικῆς. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἀντιπροσώπους τῆς βυζαντινῆς θεολογίας καί μέγας θεωρητικός τῆς διδασκαλίας περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπέθανε ὡς Ὁμολογητής (ἐξόριστος, μέ κομμένη τήν γλῶσσα του καί τό δεξί του χέρι, γιά νά μή ἠμπορῆ νά γράφη καί νά ὁμιλῆ) διαφυλάσσοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι στόν Χριστό δέν ἐνεργεῖ παρά μία μόνο θέλησις, ἡ θεία.

Ἀπό τά συγγράμμτά του διεσώθησαν τό Ἀμφιλεγόμενα καί Ἀπαντήσεις πρός τόν Θαλάσσιον καί τό Μυσταγωγία.

Ἡ ζωή καί τά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἐχαροποίησαν καί εἵλκυσαν τό ἐνδιαφέρον τοῦ μακαριστοῦ ρουμάνου θεολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε, ὁ ὁποῖος μετέφρασε στά ρουμανικά τό μεγαλύτερο μέρος τῶν συγγραμμάτων του καί μᾶς ἄφησε ἱκανό ἀριθμό θεολογικῶν βιβλίων ἐπάνω στίς σκέψεις καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου.

 

10. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (1829-1908), ρῶσος ἔγγαμος ἱερεύς, φημισμένος γιά τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί τά χαρίσματά του στήν ἱερατική του διακονία.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου