«Οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. Λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ; (Ρωμ. Β΄ 2, 3). (: Γνωρίζομεν δὲ ὅλοι, ὅτι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ πράττουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, δὲν εἶναι φανταστική, ἀλλὰ ἀληθὴς καὶ πραγματική. Φαντάζεσαι δὲ αὐτό, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ κατακρίνεις μὲν ἐκείνους, ποὺ κάνουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, καὶ ὅμως πράττεις καὶ σὺ αὐτά, φαντάζεσαι λοιπόν, ὅτι σὺ προνομιακῶς θὰ ἀποφύγῃς τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ;).
Εἶναι προτιμότερο νὰ κρίνουμε τὰ δικά μας ἁμαρτήματα παρὰ τοῦ ἄλλου.
- Ὁ θεῖος Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει:
«Ἄς μὴ κρίνουμε τὰ ξένα, ἀλλ’ ὁ καθένας τὰ δικά του. Ἐξέτασε τὴ ζωή σου».
«Ἀλλ’ αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, τὸ ὅτι παρατηροῦμε μὲ μεγάλη λεπτομέρεια τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τὰ δικά μας δὲ τὰ παρατρέχουμε μὲ πολλὴ ραθυμία. Ἔπρεπε ὅμως νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο. Τὰ μὲν ἁμαρτήματά μας νὰ μὴ λησμονοῦμε, τῶν δὲ ἄλλων οὔτε νὰ τὰ βάζουμε στὸ νοῦ μας. Ἄν κάνουμε αὐτὸ καὶ τὸν Θεὸ θὰ ἔχουμε βοηθὸ καὶ θὰ πάψουμε νὰ ὀργιζόμαστε συνεχῶς κατὰ τῶν ἄλλων, καὶ κανένα ἐχθρὸ ποτὲ δὲν θὰ ἔχουμε. Ἄν ὅμως κάποτε, ἀποκτήσουμε καὶ ἐχθρὸ πολὺ γρήγορα καὶ τὴν ἔχθρα θὰ ἐξαφανίσουμε καὶ τῶν ἁμαρτημάτων μας ταχεῖα συγχώρηση θὰ ἔχουμε».
«Οἱ πιὸ πολλοὶ γίνονται συνήγοροι τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ κατήγοροι τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων».
- Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα μᾶς συμβουλεύει:
«Ρώτησε κάποτε τὸν ἱερομόναχο Ἱλαρίωνα τῆς Ὄπτινα ἕνα πνευματικό του παιδί:
– Πάτερ, ἄν ζητήσουν τὴ γνώμη μου γιὰ κάποιον, τί ν’ ἀπαντήσω; Νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια;
Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε:
– Ἄν πῆς τὴν ἀλήθεια, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ὅτι εἶναι τεμπέλης ἤ φλύαρος, εἶναι σὰν νὰ τὸν κρίνης. Ἄς ἐπιδιώκουμε νὰ τοὺς θεωροῦμε ὅλους καλούς. Ὁ Θεὸς μόνο γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κρίνουμε ἀλάθητα τὸν συνάνθρωπό μας.
- Ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸ βιβλίο του «Ἁγιορεῖται Πατέρες» γράφει:
Κάποτε εἶχε πάει ἕνας κοσμικὸς στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, γιὰ νὰ γίνη Μοναχός. Οἱ Πατέρες ὅμως τῆς Σκήτης δὲν τὸν δέχονταν, γιατί, ἐκτὸς ποὺ ἦταν ράθυμος καὶ ἀμελής, ἦταν καὶ πολὺ σκανδαλοποιὸς καὶ δημιουργοῦσε συνέχεια θέματα.
Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀναπαυόνταν στὴν Σκήτη, παρακάλεσε τοὺς Πατέρες νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ μένη ὡς λαϊκὸς καὶ νὰ ἐργάζεται καμιὰ φορά.
Ἔτσι λοιπὸν πέρασε τὴν ζωή του μὲ ρᾳθυμία καὶ ἀμέλεια μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ποὺ ἔπεσε πιὰ στὸ κρεβάτι καὶ ψυχορραγοῦσε. Οἱ Πατέρες ὅμως τοῦ συμπαραστέκονταν καὶ βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.
Μία μέρα ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε ἔλθει σὲ ἔκσταση καὶ ἔκανε νοήματα. Οἱ Πατέρες ἀποροῦσαν τί νὰ συμβαίνη! Ὅταν συνῆλθε τοὺς διηγήθηκε τὸ ἑξῆς φοβερό:
Εἶδα τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ μ’ ἕνα χαρτὶ στὰ χέρια του, ποὺ εἶχε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου, καὶ μοῦ εἶπε:
«Βλέπεις, αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἔκανες ὅλα, γι’ αὐτὸ ἑτοιμάσου νὰ πᾶς στὴν κόλαση».
Τότε ἐγὼ τοῦ λέω:
«Γιὰ κοίταξε, ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα, ὑπάρχει τὸ ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως»
Ψάχνει ὁ Ἀρχάγγελος καὶ μοῦ λέει:
«Ὄχι, δὲν ὑπάρχει».
«Ὁπότε, τοῦ λέω, δὲν πρέπει νὰ πάω στὴν κόλαση, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. «Μὴ κρίνετε καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ΄, 37).
Τότε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἔσχισε τὸ χαρτὶ μὲ τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔτσι, Πατέρες μου, θὰ πάω στὸν Παράδεισο.
Ὅταν μοῦ εἴχατε πεῖ ὅτι δὲν κάνω γιὰ Μοναχὸς στὴν Σκήτη καὶ ἐργαζόμουν ὡς λαϊκὸς καὶ ἐκκλησιαζόμουν στὸν Κυριακὸ τὶς ἑορτές, εἶχα ἀκούσει τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. ζ΄, 1) καὶ εἶπα: «Ταλαίπωρε, τοὐλάχιστον αὐτὸ νὰ ἐφαρμόσης», καὶ αὐτὸ μὲ ἔσωσε δίχως ἄλλον κόπο».
Μόλις τελείωσε αὐτὰ τὰ λόγια, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.