«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΗΓΕΜΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ
ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΤΙΤΟΡΟΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Τό ἔτος 1500 ἡ ἱερά Μονή μας ἐκάη ὁλοσχερῶς γιά πρώτη φορά. Καθηγούμενος τῆς Μονῆς ἦτο τότε ὁ μοναχός Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε γιά τήν ἐκ νέου ἀνοικοδόμησί της. Εἶχε ἀκούσει γιά τόν εὐσεβῆ ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Στέφανο τόν Μέγα, ὁ ὁποῖος μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁσίου Δανιήλ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἐκίνησε συνεχεῖς πολέμους ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε: "Ἐάν θέλης νά νικᾶς, μετά ἀπό κάθε νίκη θά κτίζης καί μία ἐκκλησία ἤ ἕνα μοναστήριο". Καί πράγματι διεξήγαγε 48 νικηφόρους πολέμους καί ἵδρυσε ἰσάριθμες ἐκκλησίες καί μοναστήρια τά ὁποῖα διασώζονται μέχρι σήμερα.
Σ᾿ αὐτόν τόν προστάτη καί εὐεργέτη τῆς Ὀρθοδοξίας μετέβη ὁ ὁσιώτατος Μοναχός Σπυρίδων καί ζήτησε τήν συμπαράστασί του. Τοῦ ἐπρότεινε νά γίνη κτίτωρ τῆς Μονῆς του. Πράγματι ὁ ἡγεμών Στέφανος ἔδωσε χρήματα στόν μοναχό Σπυρίδωνα, μέ τά ὁποῖα ἱδρύθηκε ἡ λεγομένη σήμερα μεσαία πτέρυγα τῆς Μονῆς, ὅπου ὑπάρχει ἐνδιάμεσα καί τό μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο. Στό ἄκρον της πού φθάνει μέχρι τήν θάλασσα λειτουργεῖ σήμερα τό Ἀρχονταρίκιον τῆς Μονῆς. Ἡ πτέρυγα αὐτή κατευθύνεται πρός ἀνατολάς, παράλληλα μέ τήν θάλασσα καί σχηματίζει ἕνα γάμα.
Στόν 4ον ὄροφο τῆς πτέρυγος αὐτῆς, ἔξω ἀπό τό Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων ὑπάρχει ἐντειχισμένη μαρμάρινη πλάκα στήν ὁποία ἐπιγράφεται μέ σλαβωνικούς χαρακτῆρες ἡ ἑξῆς φράσις, πού στά ἑλληνικά σημαίνει: Ἰωάννης ἐλεήμων Στέφανος Βοεβόδας.
Ἄλλη μεγάλη εὐεργεσία τοῦ ἡγεμόνος Μεγάλου Στεφάνου εἶναι ἡ ἀγορά τοῦ ἐν Καρυαῖς νῦν Ἀντιπροσωπείου μας. Πάλι μέ προτροπή τοῦ μοναχοῦ Σπυρίδωνος ἀγόρασε ὁ Ἡγεμών ἀπό τόν "Πρῶτον" τοῦ Ἁγίου Ὄρους τό Μονύδριον αὐτό τοῦ ἁγίου Τρύφωνος καί τό ἐδώρισε στήν Μονή Γρηγορίου.
Αἰσθανόμεθα μεγάλη εὐγνωμοσύνη πρός τό ἄξιο αὐτό Τέκνο τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας καί ἀναζητήσαμε νά γνωρίσουμε καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τήν ζωή του, τούς ἀγῶνες του καί τά κατά Θεόν κατορθώματά του. Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Κράγιοβας κυρός Νέστωρ μᾶς ἔδωσε παλαιότερα ἕνα βιβλιαράκι. Μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος π. Γεωργίου τό μεταφράσαμε στά ἑλληνικά καί τό καταχωροῦμε στήν συνέχεια.
Ὁ πανένδοξος ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Στέφανος γεννήθηκε τὀ 1434 ἀπό εὐσεβεῖς χριστιανούς, τόν Μπογδάνο Βόντα, γυιό τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Καλοῦ ἀπό τό γένος τῶν Μουσάτ καί ἀπό τήν κυρία Ὄλτεα Μαρία πού καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν Μπασαράμπ. Ἡ μητέρα του Μαρία, μετά τόν ἀπάνθρωπο θάνατο τοῦ ἀνδρός της στό Ρεουσένι, ἐφόρεσε μαῦρα ροῦχα καί παρακαλοῦσε ἀδιάκοπα τόν Θεό γιά τήν μακαρία ἀνάπαυσι τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος καί ἀνδρός της καί γιά τήν προστασία τοῦ γυιοῦ της Στεφάνου.
Ὁ νεαρός Στέφανος, ὡς ἄξιο βλαστάρι ἡγεμονικῆς οἰκογενείας, ἔλαβε ἀπό τήν νεότητά του μία θεμελιώδη παιδεία στό κατάλληλο πνεῦμα τῆς πατροπαραδότου πίστεως, τοῦ σεβασμοῦ στίς μνῆμες τῶν ἡρώων καί τά ἔθιμα τοῦ ἔθνους καί ἐκπαιδεύθηκε στόν χειρισμό τῶν ὅπλων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Σάν βλαστός "μακαρίων βλαστῶν" πού προήρχοντο ἀπό τά γένη τῶν Μουσάτ καί τῶν Μπασαράμπ, εἶχε, λοιπόν, ἅγιες ρίζες καί ἀξιώθηκε νά ἔχη καί καλούς παιδαγωγούς, ὅπου διδάχθηκε τόν "Νόμο" τῆς θρησκείας καί τοῦ ἔθνους. Στηρίχθηκε ἐπάνω σ' αὐτόν τόν "Νόμο" μέ ἐμπιστοσύνη καί τόν ἐκράτησε σ᾿ὅλη τήν ζωή του.
Ἡ παράδοσις λέγει ὅτι ὁ μέλλων νά γίνη ἡγεμών τῆς Μολδαβίας έπήγαινε ἀκόμη ἀπό τήν νεότητά του στόν ὅσιο Δανιήλ τόν Ἡσυχαστή-μερικές πηγές λέγουν ὅτι ἦτο καί μακρινός συγγενής του-γεγονός τό ὁποῖον θά μᾶς ἐξηγήση σαφῶς γιά τήν ἐμπιστοσύνη πού εἶχε ὁ Στέφανος στόν ὅσιο Δανιήλ, ἀπό τόν ὁποῖον εἶχε πάρει ἐκλεκτή διδασκαλία καί σοφές πνευματικές συμβουλές. Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως διδάχθηκε ἀπό τό παράδειγμα τοῦ Ὁσίου, πού εἶναι ἡ ἀρετή τῶν ἀρετῶν, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού ταξίδευσε ἀπό τό βάθος τῶν αἰώνων καί ἔφθασε μέχρι τήν παροῦσα στιγμή.
Μετά τήν φοβερή ἐκείνη νύκτα στήν πόλι Ρεουσένι, ὅπου ἐσκότωσαν ἄνανδρα τόν πατέρα του, τόν Ἀλέξανδρο, παρέμεινε ὁ Στέφανος ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ὅπως ἦτο ταραγμένος καί ἀβοήθητος, ἐπῆγε μόνος του στόν ἡσυχαστή Δανιήλ γιά νά τόν ἐμψυχώση καί νά τόν διδάξη τήν δυνατή πίστι στόν Θεό καί τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔλθουν στήν ζωή του καλλίτερες ἡμέρες. Μετά ἀπό μία δύσκολη περιπλάνησι πρός τά σύνορα τῆς Μολδαβίας, σέ κατάλληλο καιρό, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπανῆλθε στήν πατροπαράδοτη περιοχή του καί, μετά ἀπό δύο πολεμικές ἐπιθέσεις, κατέλαβε τόν ἡγεμονικό θρόνο τῆς Σουτσεάβας, τό ἔτος 1457. Στόν δρόμο πρός τήν πόλι-ἕδρα του, ἐπέρασε ἀπό τό χωριό Μπορζέστι, ὅπου ἔζησε στήν παιδική του ἡλικία, καί δέχθηκε τήν ἐπίδρασι τῶν νεανικῶν του ὁραματισμῶν γιά νά ὑπηρετήση τό ἔθνος καί τήν πατροπαράδοτη πίστι. Τότε μητροπολίτης Σουτσεάβας ἦτο ὁ σοφός Θεόκτιστος, ὁ ὁποῖος τόν ἔστεψε ἡγεμόνα καί τόν ἐμύρωσε στό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καί τῶν μελῶν τῆς ἡγεμονίας του. Ὅλοι, ὅσοι ἦσαν τότε κοντά του, μεγάλοι σύμβουλοι, κληρικοί, ἔμποροι καί ὅλος ὁ λαός ἐφώναξαν μέ μία φωνή. "Εἰς πολλά ἔτη ἀπό τόν Θεό νά ἡγεμονεύσης ἡ μεγαλειότης σου". Καί πράγματι πολλά καί εὐλογημένα ἦσαν τά χρόνια πού ἡγεμόνευσε, περίπου μισός αἰῶνας, μέ σοφία καί θυσίες ὑπέρ τῆς πίστεως καί τοῦ λαοῦ του.
Στήν μακροχρόνια καί καρποφόρα περίοδο τῆς ἡγεμονίας του, ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἀπέδειξε μέ ἀκρίβεια τό μέτρο τοῦ προορισμοῦ του νά γίνη ἀπό τό Θεό δικό Του σκεῦος ἐκλεκτό. Ἀπό τό ἕνα μέρος σεβάσθηκε μέ εὐλάβεια τό παρελθόν, παρά τούς κόπους καί τίς ταραχές πού εἶχε. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἄφησε ἀνοικτή στόν κόσμο τήν καρδιά του καί τούς ἐχάρισε τόν χρόνο του. Υἱοθέτησε καί ἄλλους πρίγκηπες γιά τήν ἡγεμονία του, γνωρίζοντας ὅτι δέν θά ἔφθανε ἡ συμβουλή του στούς κυβερνῆτες του. Τοῦτο τό ἔκανε σάν στήριγμα καί θεμέλιο γιά νά ἱκανοποιῆ τίς ἀνάγκες τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι στίς δύσκολες στιγμές ἀποδεικνύοντο σπουδαῖοι στρατιῶτες ὑπερασπίζοντας τήν πατρίδα. Ἐγγύησις σ᾿ὅλα τά πράγματα δέν μποροῦσε νά εἶναι ἄλλο τίποτε, παρά ἡ ἀκλόνητη πίστις του στόν Θεό καί τό καθῆκον του νά ὑπηρετῆ τό ἔθνος.
Ὁ εὐλαβής ἡγεμών Στέφανος ἦτο ἕνας συνετός φύλακας τῶν ἱστορικῶν χρονολογιῶν καί γεγονότων τοῦ ἔθνους. Ἀκόμη ἀναδείχθηκε ἕνας μεγάλος κτίτορας καί ἀνακαινιστής ἱδρυμάτων τῆς χώρας. Ἐξ ἴσου θυσιάσθηκε γιά τήν πατρώα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί γιά τήν διαφύλαξι τῶν πατρογονικῶν συνόρων τοῦ ἔθνους. Γιά ὅλα αὐτά, ὄντας ἀκόμη ὁ ἴδιος στήν ζωή, ἡ χριστιανική κοινότης τῆς Μολδαβίας, οἱ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς του τοῦ ἐτοποθέτησαν μέ ταπείνωσι καί εὐγνωμοσύνη στήν κεφαλή του τόν φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητος, προσφέροντάς του τήν πρέπουσα δόξα, μετά τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὄχι μόνο γιά τήν χώρα τῆς Μολδαβίας, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν νοτιοανατολική Εὐρώπη τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος, ὅταν κυβερνοῦσε μέ ἀνεξάντλητες ἱκανότητες αὐτό τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ, ἦτο μία ἱστορική περίοδος ταραγμένη μέ ἀπειλητικές ἐπαναστάσεις. Τέσσερα χρόνια, πρίν τήν ἄνοδό του στόν θρόνο τῆς Μολδαβίας τοῦ Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, δηλ. τό 1453, ἡ κατάκτησις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς μουσουλμάνους δημιουργοῦσε ἕνα ἱστορικό σταυροδρόμι, μία κατά πρόσωπο πληγή στήν καρδιά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἕνα κίνδυνο, ὁ ὁποῖος δέν ἠμποροῦσε νά ἀφήση ἀναπαυμένο τόν λογισμό αὐτοῦ πού ἤθελε νά ἀγρυπνῆ μέ τόν τίμιο σταυρό στό χέρι καί μέ τήν σπάθη στό ἄλλο, εὑρισκόμενος στήν "Πόρτα τοῦ Χριστιανισμοῦ".
Στήν ἀρχή τῆς ἡγεμονίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος Στεφάνου, οἱ ρουμανικές χῶρες καί ἰδιαίτερα ἡ Μολδαβία ἀποτελοῦσαν ἕνα βασικό στήριγμα γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ μολδαβός ἡγεμών προσέφερε οὐσιαστικές βοήθειες καί πολλαπλάσιες δωρεές στό Ἅγιον Ὄρος καί σ' ὁλόκληρο τόν Χριστιανισμό τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἱστορία μνημονεύει μέ λεπτομέρεια τίς εὐεργετικές σχέσεις πού εἶχε μέ τήν Ὀχρίδα, τήν Σερβία, τό Κίεβο, τήν Μόσχα καί τήν Ποκουτσία.
Ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν μητροπολίτη τῆς Μολδαβίας Θεόκτιστο καί Γεώργιο τόν "Γέροντα", ἀπό τούς ἐντοπίους Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί ὁλόκληρο τόν λαό, ὁ Μέγας Στέφανος κατέβαλε μεγάλες κοπιαστικές προσπάθειες γιά νά διατηρήση καί νά μεταλαμπαδεύση τήν πατρογονική κληρονομία, σχετιζόμενη μέ τήν θρησκεία, τήν πνευματικότητα, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη, ἀλλά καί τήν πολιτική ἀναδιοργάνωσι. Εἶναι ἡ αὐτόχθονη κληρονομιά, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἀνώτερη πνευματική κληρονομιά τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία μποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας, ἁγίου Στεφάνου μεταπλάσθηκε καί μεταμορφώθηκε μέ τά ἀναμφίβολα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, τά ὁποῖα προεκάλεσαν αὐτό τό μεγαλειῶδες "Βυζάντιο, μετά τό Βυζάντιο".
Ἀπό τά πρῶτα ἀκόμη χρόνια τῆς ἡγεμονίας του ὁ Μέγας Στέφανος, ἔβλεπε ὅτι οἱ κίνδυνοι στά σύνορα τῆς χώρας του ἦσαν ἀπειλητικοί. Μετά τήν πτῶσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ τουρκικός στρατός ἐπλησίασε τίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως ζητῶντας νά ἀνοίξη δρόμο γιά τήν ἡμισέληνο πρός τό βάθος τῆς Εὐρώπης. Τόν ἴδιο ζῆλο ἐπέδειξαν καί γιά τίς πόλεις τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλλίας, τίς πεδιάδες τοῦ Ρήνου καί γιά τά τείχη τῆς Βιέννης. Ἀπό πλευρᾶς γεωγραφικῆς ἡ Μολδαβία φαίνεται νά κινδυνεύη περισσότερο ἀπό τόν ὀθωμανικό κίνδυνο, ἀπό ὅσο οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες. Ὁπότε ἦτο φυσικό ὅτι, ὄχι μόνο τό ἔδαφος τῆς χώρας μας ἐκινδύνευε, ἀλλά καί ἡ χριστιανική μας πίστις, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους μας. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώθηκε στήν μορφή αὐτοῦ τοῦ Ἡγεμόνος, χάρις στήν χριστιανική του πίστι καί ἀρετή, στήν ἀνδρεία του καί στήν δύναμι τοῦ γενναίου μολδαβικοῦ στρατοῦ του. Αὐτός ἀναδείχθηκε τέλειος χριστιανός, μέγας ἡγεμών καί λαμπρός διοικητής τοῦ στρατοῦ, ἀκούραστος προστάτης τοῦ Θείου Καθιδρύματος, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους μας. Προστατεύοντας τήν χώρα ἀπό τούς Τούρκους καί μαχόμενος γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Μολδαβίας, προστάτευσε καί τήν πατροπαράδοτη Ἐκκλησία μας καί τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.
Τό γεγονός ὅτι ὁ Μέγας Στέφανος ἔφερε εἰς πέρας μία σειρά νικηφόρων πολέμων, χωρίς αὐτό νά ἀποτελῆ κατηγορία γιά τήν προσωπικότητά του, παρουσίασε τήν ἀνεκτίμητη ἀξία του καί τίς ἀρετές του, διότι ὅλες οἱ μάχες ἀπέδειξαν ὅτι αὐτός ἦτο ὑποχρεωμένος νά προστατεύση τήν χώρα του καί ἦτο ἀναγκαῖο νά ἀντιμετωπίση τίς ἐπιθέσεις, τίς ἄτακτες ἐφορμήσεις καί τά κατακτητικά σχέδια τῶν Τούρκων γιά ἐρήμωσι τῆς χώρας καί ἀφανισμό τοῦ λαοῦ μας. Ἀκόμη καί οἱ συγκρούσεις τους μέ τούς μικρούς ὀρεσίβιους ἡγεμόνες ἐγένοντο μέ σκοπό τήν παρουσία καί δρᾶσι τῶν Τούρκων εἰσβολέων ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας. Οἱ μικροί αὐτοί ὀρεσίβιοι κυβερνῆτες ἐπιθυμοῦσαν νά συνάψουν συμμαχία μεταξύ τους, ἐπειδή ἐγνώριζαν ὅτι μία συμμαχία δύο ρουμανικῶν ἐθνῶν, θά ἐσήμαινε μία δυναμική ἀντίστασι ἀπέναντι στίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας, στίς φλέβες τοῦ ὁποίου ἔτρεχε αἷμα ἀπό τό γένος τῶν Μουσάτ καί Μπασαράμπ, ἀπέδειξε σέ κάθε κίνησί του καί σέ κάθε δραστηριότητά του τήν ἀγάπη του γιά τό ἔθνος καί τήν τιμή τῶν προγόνων του. Ἡ ὑπηρεσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά εἶναι δίπλα στούς χριστιανούς, δίπλα στόν στρατό καί ὁλόκληρο τόν λαό, αὐτό ἦτο μία θεμελιώδης ἐπιδίωξις τοῦ Ἡγεμόνος. Ἦτο ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀναρίθμητα ἔγγραφα προερχόμενα ἀπό τήν περίοδο τῆς γραμματείας τῆς ἡγεμονίας του, μαρτυροῦν γιά ὅλους τούς αἰῶνες. "Στέφανος ὁ ἡγεμών μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡγεμών τῆς Χώρας τῆς Μολδαβίας, ὁ ὁποῖος φλεγόμενος ἀπό τήν ἁγία πίστι καί ὄντας ἐραστής τῶν λόγων τοῦ Κυρίου…" εἶναι μία ὑπόμνησις, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τά κτητορικά ἔγγραφα ἑνός τόμου τοῦ ἔτους 1475, ἔγγραφα τά ὁποῖα περιέχονται στούς λόγους τοῦ ἐρημίτου Ἀββᾶ Δωροθέου. Τό ἔτος 1479, κατασκευάζοντας δυνατά τείχη γιά τήν προστασία τοῦ φρουρίου Ἄλμπα, ἡ σκέψις τοῦ Κτίτορος εἶναι νά ἀφιερωθῆ τό ἔργο αὐτό στόν Θεό. "Στίς ἡμέρες τοῦ ἀξιοτίμητου καί ἐραστοῦ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ, τοῦ προσφέροντος κάθε δόξα στόν ἄξιο ἡγεμόνα Στέφανο…,ἄρχισε καί ἐτελείωσε τό κτίσιμο αὐτοῦ τοῦ φρουρίου". Στήν ἐπιγραφή τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς Μονῆς Νεάμτς, πού εἶναι ἀπό τό 1497 διαβάζουμε. "Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, δέχου αὐτή τήν ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔκτισα μέ τήν βοήθειά Σου πρός δόξαν καί τιμήν τῆς ἁγίας καί ἐνδόξου Ἀναλήψεώς Σου ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Καί Σύ, Δέσποτα, σκέπασόν μας μέ τό ἔλεός Σου ἀπό τώρα καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Στέφανος ἡγεμών…" Ἡ σημείωσις ἀπό τό διάσημο Τετραυάγγελο τοῦ 1502, κράζει διαπρύσια. "Στέφανος ὁ ἡγεμών…καί ἐραστής τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου γράφθηκε αὐτό τό Τετραυάγγελο καί ἐπικαλύφθηκε μέ μέταλλο καί προσφέρθηκε γιά αἰώνια προσευχή…στό Ἅγιον Ὄρος…".
Σέ μιά σελίδα ἀνθολογίας πανηγυρικῶν λόγων, ἑνός ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ βιβλίου διαβάζουμε. " Ἀλλά γι' αὐτό τόν ζῆλο τόν ὁποῖον εἶχε ὁ ἡγεμών Στέφανος γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς Πίστεως, τί ἔχουμε νά εἰποῦμε; Διότι δέν ἔδωσε ὕπνο στούς ὀφθαλμούς του. Αὐτός σκεπτόταν, αὐτός ἐδίκαζε, πρός αὐτόν ἤρχοντο γιά κάθε βοήθεια, διότι ἤθελε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά μεγαλυνθῆ καί νά ἐξαπλωθῆ παντοῦ...Τί μᾶς χρειάζονται ὅμως αὐτά τά λόγια, ὅταν δέν ὑπάρχη καμμία ἀμφιβολία γιά τήν πίστι του, μέ τήν ὁποία ποτίσθηκε ἀπό τίς καθαρές καί ἀνόθευτές πηγές τῆς ἐνδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν παιδική του ἡλικία; Καί οὔτε οἱ ἀπατηλές αἱρέσεις, οὔτε ἡ φλόγα τῆς νεανικῆς ἡλικίας, δέν ἠμπόρεσαν νά τόν κλονίσουν, ἀλλά στερεωμένος ἐπάνω στήν Πέτρα, πού εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ Ὁποίου τόν Σταυρό πάντοτε ἀγκάλιαζε στά νεανικά του στήθη, ἀσπαζόμενος τήν ζωή Του καί ἔχοντας ἀκατάπαυστη τήν ἐλπίδα του στόν αἰώνιο Πατέρα, διά τοῦ Ὁποίου κατέβαλε, ἐνίκησε καί κατέστρεψε ὅλους τούς ἐχθρούς του.
Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἐγνώριζε καί ζοῦσε εἰς βάθος τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἀπέδειξε ὅτι κατανοοῦσε τό βαθύ περιεχόμενό της μέ τήν δημιουργία τόσων χριστιανικῶν ἔργων, μοναστηριῶν καί ἐκκλησιῶν. Ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα εἶναι, ὅπως τό σῶμα δίχως τήν ψυχή, ἐνῶ αὐτός, γνωρίζοντας τήν σημασία τῶν ἔργων, ἐπεδόθηκε μέ πόθο στά χριστιανικά ἔργα καί μέ σκληρούς κόπους γιά νά τά ἀποτελειώση. Καί, ὅσος ἦτο ὁ πόθος γιά τήν σωτηρία του, τόση ἦτο καί ἡ φλογερή προσπάθειά του νά ἀναζητῆ πάντοτε κατάλληλους τόπους, χωρίς νά ἀφήνη νά περάση μάταια ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του, γιά νά ἐγκαταστήση παντοῦ τά ἱερά καθιδρύματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἐγνώριζε μέ σύνεσι ὅτι τά χριστιανικά ἔργα, εἶναι μεγαλύτερα ἀπό τά κοσμικά. Ἀλλά, ἐάν ὁ ἡγεμών Στέφανος ἤθελε κριθῆ καί ἐκτιμηθῆ ἀπό τήν ἱστορία μόνο γιά τά κοσμικά ἔργα του, λίγη θά εἶναι ἡ δόξα του, ἡ ὁποία περνῶντας ταχέως μέσα στό σκοτάδι τῆς λησμονιᾶς, χάνεται γιά πάντα. Ἀλλά ἡ δόξα του πού εἶναι αἰώνια καί ὁλόφωτη, ἄγνωστη μέσα στήν ζωή τοῦ κόσμου, γίνεται μεγαλύτερη μέ τήν ἐκπλήρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, ὅλα τά ἔργα τοῦ Στεφάνου τοῦ Μεγάλου εἶναι θαυμαστά καί καταπληκτικές οἱ δωρεές του πρός τίς ἐκκλησίες καί τά μοναστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν πύλη τοῦ παλατίου του ἡ δικαιοσύνη καθόταν σάν βασίλισσα στόν θρόνο καί δέν ἦτο χάρισμα δικό του, ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κυβερνοῦσε τό παλάτι του καί ὅλοι οἱ ἄλλοι μέ πρῶτο τόν Ἡγεμόνα ὑποτάσσοντο σ᾿αὐτήν. Τόν ἴδιο ζῆλο ἐπεδείκνυε ὁ Ἡγεμών νά κυβερνᾶται καί ὁλόκληρη ἡ χώρα του. Ἐγνώριζε πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας κυβερνήτης νά εἶναι δίκαιος, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι τόσο δύσκολο, εἶναι καί τόσο ἔνδοξο, ὅταν ὁ ἡγεμών ἤ ὁ κυβερνήτης προσπαθεῖ νά ζῆ καί νά ἀπονέμη παντοῦ τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἀπέδειξε ὅτι ἐγνώριζε νά νικᾶ τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά ἔχοντας καί τό φυσικό σθένος, συνέτριβε τούς ἐχθρούς του. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἐγνώριζε ὅτι ὄχι μέ τό σπαθί, ἀλλά μέ τήν προσευχή, ὄχι μέ τά στρατόπεδα, ἀλλά μέ τήν Ἐκκλησία πρέπει νά νικᾶται ὁ κακός λογισμός. Ποιός θά ἠμποροῦσε νά πιστεύση, ἐάν δέν συνέβαινε ἔτσι, ὅτι μία μικρή χώρα, ὅπως ἡ Μολδαβία, θά ἠμποροῦσε νά νικήση ἐκείνη τήν αὐτοκρατορία (τῶν τούρκων), ἡ ὁποία πολλούς θρόνους κατέβαλε; Δέν φαίνεται καθαρά, σάν τό φῶς τῆς ἡμέρας, ὅτι αὐτή ἡ νίκη προέρχεται ἀπό τήν καλωσύνη τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως Χριστοῦ;
Γεμάτη ἀπό πνευματικά νοήματα εἶναι ἡ παράκλησις τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος στήν σημαία μέ τήν ὁποία νικοῦσε τούς Τούρκους, εἶχε ζωγραφίσει τήν μορφή τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου νά σκοτώνη μέ τό δόρυ του ἕνα πολυκέφαλο δράκοντα. Ἰδού τί ἔχει γραφτῆ κάτω ἀπό τήν μορφή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. "Ὤ, τροπαιοφόρε καί γενναιόψυχε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, ὁ ὁποῖος στίς ἀνάγκες καί δυστυχίες εἶσαι ταχύς προστάτης καί βοηθός καί χαρά ἀνεκλάλητη στούς ἐν θλίψεσι εὑρισκομένους, δέξου καί ἀπό μένα αὐτή τήν προσευχή τοῦ ταπεινοῦ δούλου Σου, κυρίου Στεφάνου Ἡγεμόνος, πού εἶναι μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡγεμών τῆς χώρας τῆς Μολδαβίας...".
Ἐκτός ἀπό τά γενναῖα μπράτσα του καί τήν σοφία τῶν σκέψεών του, πάντοτε ἐστολίζετο μέ τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης, τῆς καλωσύνης καί τῆς ταπεινώσεως. Οὐδέποτε λυπήθηκε ἤ φοβήθηκε τήν ζωή του. Μέ τό σπαθί στό χέρι στεκόταν ἀτρόμητος μπροστά στόν θάνατο γιά νά ὑπερασπίση τή πατρίδα καί τήν θρησκεία τῶν προγόνων του. Καί μέ τά πόδια του στεκόταν ἐπάνω στήν Πέτρα, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Μετά ἀπό κάθε μάχη, ἔτρεχε μέ τά χέρια ὑψωμένα σέ κάποιο Ἱερό Βῆμα τοῦ Θεοῦ, γονάτιζε καί ἔκραζε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. "Σύ ἐνίκησες, Κύριε. Σέ Σένα ἀνήκει ἡ νίκη...Ὁ γενναῖος Στέφανος γινόταν γενναιότερος ἔχοντας καί τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στά χείλη του. Ἀκόμη καί σέ περίπτωσι ἧττας, στόν Θεό ἔτρεχε, στόν ἀπάτητο τόπο ἀπό τά ἀνθρώπινα ἴχνη...στόν Γέροντά του, τόν ἡσυχαστή Δανιήλ λαχταροῦσε νά φθάση. Καί ξεκινῶντας μέ τόν γενναῖο στρατό του μέσα ἀπό βουνά καί ρουμάνια, μέ δάκρυα στά μάτια, ἐρχόταν στόν Γέροντά του, πού κατοικοῦσε τότε στήν πέτρινη σπηλιά του, ἔξω ἀπό τό χωριό Πούτνα. "Πάτερ, προσευχήσου νά νικήσουμε". Καί φεύγοντας εἶχε τήν πληροφορία μέσα του ὅτι ἡ νίκη δέν θά εἶναι τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά δική του, τοῦ Γέροντά του, τοῦ Χριστοῦ...
Ὁ Ὅσιος, κάθε φορά πού ἐπήγαινε ὁ ἡγεμών ἀνήσυχος γιά τό μέλλον τῆς χώρας του, λόγῳ τοῦ τουρκικοῦ ἐπεκτατισμοῦ, τόν ἐνεθάρρυνε καί τόν συμβούλευε νά προστατεύη τήν χώρα καί τόν Χριστιανισμό ἀπό τά χέρια τῶν ἀπίστων. Μάλιστα, μετά ἀπό προσευχή, τόν ἐπεβεβαίωσε ὅτι, ἐάν θά κτίζη, μετά ἀπό κάθε μάχη καί μία ἐκκλησία ἤ μοναστήρι, πάντοτε σ'ὅλους τούς πολέμους θά νικᾶ. Ἔκανε ὑπακοή ὁ Μέγας Στέφανος στόν Γέροντά του. Ἔτσι, στήν μακροχρόνια περίοδο τῆς ἡγεμονίας του διεξήγαγε 47 νικηφόρους πολέμους καί ἔκτισε 48 ἐκκλησίες καί μοναστήρια στήν Μολδαβία, τά ὁποῖα διατηροῦνται μέχρι σήμερα σάν ἰσχυρά προπύργια καί ἀδιάψευστοι μάρτυρες, ἀνέπαφα ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου. Μερικοί ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ὑπεγράμμισαν τό γεγονός ὅτι οἱ ἀνυψούμενες πρός οὐρανό προσευχές τῶν λειτουργῶν τόσων ἱερῶν Θυσιαστηρίων διά μέσου τόσων αἰώνων, ἀσφαλῶς θά ἐχάρισαν καί τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀξιομακαρίστου κτήτορός των, τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας καί ἅγιος μέ τήν πίστι καί τήν προσευχή του στόν Χριστό καί τήν γενναιότητά του προστάτευσε τήν χώρα του ἀπό τούς Τούρκους, πού δέν ἔπαυσαν σ᾿ ὅλη τήν μακρά περίοδο τῆς ἡγεμονίας του νά κάνουν πολέμους καί ἀκάθεκτες ἐφορμήσεις γιά νά καταλάβουν τήν πλούσια χώρα του. Κυβέρνησε τό κρατίδιό του μέ σοφία καί σύνεσι καί, ὅσο ζοῦσε, ἡ εὐτυχία τοῦ λαοῦ του ἦτο ἐμφανής καί ὅλα τά ἔργα του τά ἐπεσφράγιζε μέ τήν πίστι του στόν Χριστό.
Στό μοναστήρι Πούτνα διατηροῦνται μέ περισσή εὐλάβεια μερικά ἱερά ἀντικείμενα τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου. Ἕνας σταυρός μέ χειρολαβή, τό τρίπτυχο Δέησις, τρεῖς ἅγιες Εἰκόνες, ἱερά λειτουργικά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα μετέφερε ὁπωσδήποτε στά ταξίδια του ὁ ἅγιος Ἡγεμών, ἐντός καί ἐκτός τῆς χώρας του, στίς πεδιάδες τῶν μαχῶν, χωρίς ποτέ ν᾿ ἀποχωρίζεται ἀπ᾿αὐτά.
Τά χρονικά καί οἱ τοπικές παραδόσεις δείχνουν ὅτι ὁ ἡγεμών Στέφανος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν μετέβαινε ἀπό τήν πρωτεύουσα τῆς χώρας του, Σουτσεάβα, στήν μονή Πούτνα, πού ἦτο δικό του κτητορικό ἔργο, συνοδευόμενος ἀπό μερικούς αὐλικούς του. Ἐκεῖ ἔμενε λίγο καιρό ἤ περνοῦσε σάν προσκυνητής. Προσευχόταν μυστικά ἤ συμμετεῖχε στήν θεία Λειτουργία μέ τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ἐνήστευε στόν καιρό τῶν ἐκστρατειῶν καί μαχῶν του, ζητῶντας ἀπό τούς αὐλικούς, τούς συμβούλους καί στρατιῶτες του νά κάνουν τό ἴδιο...Μέ βαθειά εὐλάβεια καί θεῖο φόβο ἐλάμβανε τά Πανάχραντα καί Ζωοποιά ἅγια Μυστήρια. Ἦτο ἐλεήμων καί ἀκούραστος σύμβουλος τῶν ὑπηκόων του, βοηθώντας τους στίς δυστυχίες τους καί ἀνορθώνοντάς τους στίς ἀδυναμίες τους.
Τά ἔργα του τόν ἀνέδειξαν μέγα, διότι ἐγνώριζε πλήρως τόν ρόλο του "ὡς προστάτου τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Μολδαβία καί ἀκόμη ἔξω ἀπό τά σύνορά της. Αὐτά διαβάζουμε μέ μεγάλη σαφήνεια στήν ἐπιστολή πού ἀπηύθυνε στίς 25 Ἰανουαρίου 1475 σέ μερικούς χριστιανούς πρίγκηπες τῆς Εὐρώπης, μετά ἀπό κάποια νίκη του ἐναντίον τῶν Τούρκων, δίπλα στήν πόλι Βάσλουϊ. Στήν μάχη αὐτή ἡ Μούρα, μητέρα τοῦ σουλτάνου ἔλεγε. "Οἱ τοῦρκοι στρατιῶτες, δέν ἔπαθαν πουθενά ἀλλοῦ μιά τέτοια καταστροφή, ὅπως στήν μάχη αὐτή. Ὁ τοῦρκος χρονικογράφος Σέδ-Ἐντίν ἔγραφε. "Ἦτο μία φοβερή πολεμική σύρραξι καί λίγο ἔλειψε νά κοποῦν οἱ στρατιῶτες μας κομμάτια-κομμάτια. Μόνο ὁ Σουλεϊμάν πασᾶς κατώρθωσε μέ μεγάλη δυσκολία καί γλύτωσε διά τῆς φυγῆς". Σ᾿αὐτή τήν ἐπιστολή ὁμολογεῖ τήν πίστι καί τά ἔργα, τήν βαθειά του ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί ζητεῖ τήν βοήθειά τους γιά μελλοντικές ἀντιστάσεις κατά τῶν Τούρκων πρός διάσωσι καί διαφύλαξι γενικά τοῦ Χριστιανισμοῦ. "Ἐμεῖς, ὁ ἡγεμών Στέφανος, σᾶς λέγομεν ὅτι ὁ ἀνάξιος βασιλεύς τῶν Τούρκων ἦτο πολύ καιρό καί εἶναι ἀκόμη ὁ καταστροφεύς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ καί κάθε ἡμέρα σκέπτεται πῶς θά ἠμπορέση νά μᾶς ὑποτάξη καί νά ἐκμηδενίση τελείως τόν Χριστιανισμό...Ὁ πασᾶς ἔστειλε στήν χώρα μας καί ἐναντίον μας μία μεγάλη στρατιά...Ἀκούοντας καί βλέποντας ἐμεῖς ὅλα αὐτά, ἐπήραμε τό σπαθί στό χέρι καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Παντοκράτορος, ἐβαδίσαμε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τούς νικήσαμε καί τούς καταπατήσαμε μέ τά πόδια μας. Γι᾿αὐτή τήν νίκη, ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χώρα μας εἶναι ἡ πόρτα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν ὁποία ὁ Θεός ἐφύλαξε μέχρι τώρα. Ἀλλά, ἐάν αὐτή ἡ πόρτα, πού εἶναι ἡ πατρίδα μας, θά καταστραφῆ-ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξη ἀπό κάτι τέτοιο-τότε ὅλος ὁ Χριστιανισμός τῆς Εὐρώπης θά εἶναι σέ μεγάλο κίνδυνο...Ἐμεῖς, ἀπό τήν πλευρά μας, ὑποσχόμεθα μπροστά στήν χριστιανική μας πίστι καί στόν ὅρκο τῆς ἡγεμονίας μας ὅτι θά σταθοῦμε ἀνδρεῖοι καί θά πολεμήσουμε μέχρι θανάτου γιά τήν Χριστιανική μας Πίστι, δίδοντες καί τήν ζωή μας..."
Παντοτεινή προστασία ἦτο ἡ ἀόρατος Δεξιά τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ἡ Ὁποία εὐλόγησε πάντοτε τήν ζωή καί τά ἔργα τοῦ εὐσεβεστάτου ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας. Οἱ παλαιές ἱστορικές παραδόσεις τῆς Μολδαβίας μᾶς μαρτυροῦν ὅτι στήν μάχη μέ τήν Πολωνία, στά δάση Κοσμίνου, στίς 26 Ὀκτωβρίου 1497, ἡ εὐλογία τῶν ὅπλων ἦτο μέ τόν στρατό τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Στεφάνου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα,-ἦτο Πέμπτη- πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τῆς μάχης, οἱ ἱερεῖς πού συνώδευαν τόν στρατό, ἐλειτούργησαν πρῶτα δίπλα στήν ἡγεμονική σημαία, καί τούς ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἡ νίκη θά εἶναι τοῦ Μεγάλου Στεφάνου. Τούς φανερώθηκε σέ ὅραμα, ὁ Μέγας Μυροβλύτης Δημήτριος, καβάλλα ἐπάνω στό ἄλογό του καί ἁρματωμένος σάν ἕνας γενναῖος ὁπλίτης, διά τήν περιφρούρησι τοῦ μολδοβεάνικου στρατοῦ. Ἄλλη φορά στήν πόλι Ρίμνικου-Βίλτσεα, ὁ Μέγας Στέφανος δέχθηκε παρόμοια οὐράνια βοήθεια, μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Ἡ ἐπιγραφή τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Μιλισαούτσι τῆς Σουτσεάβας, λέγει τά ἑξῆς. "Τό ἔτος 1481, στίς 8 Ἰουλίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, Στέφανος ὁ ἡγεμών...ἔκαμε πόλεμο στό Ρίμνικου μέ τόν Μπασαράμπ, τόν νέον ἡγεμόνα...καί ὁ Θεός ἐβοήθησε τόν ἡγεμόνα Στέφανο καί ἐνίκησε...". Γι᾿αὐτό ὁ Μέγας Στέφανος ἔκτισε ἀπό εὐγνωμοσύνη αὐτή τήν ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου...". Ἡ παράδοσις, σημειώνει ὁ χρονικογράφος Γρηγόριος Οὐρέκε, ἀναφέρει ὅτι στόν καιρό ἐκείνου τοῦ πολέμου, ὁ Μέγας Στέφανος εἶδε σέ θαυμαστή ἐμφάνισι τόν μεγαλομάρτυρα Προκόπιο νά πετᾶ στόν ἀέρα μέ τό ἄλογό του καί ἁρματωμένος σάν ἕνας γενναῖος ὁπλίτης καί βοηθός τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου, δίνοντας τήν νίκη στούς στρατιῶτες του".
Ὁ Τίμιος Σταυρός ἦτο πάντοτε τό ἀνίκητο ὅπλο τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου καί ὄχι τό σπαθί, τό ὁποῖο, χωρίς τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, δέν ἠμπορεῖ νά προσταστεύση τόν στρατό. Αὐτό τό γεγονός ἐνέπνευσε τόν Ἡγεμόνα νά κτίση ἐκκλησία στό Πάτραουτς Σουτσεάβας πρός τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό ἔτος 1500-1502.
Μέ σκοπό τήν προστασία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς πατρίδος, ὁ ἅγιος ἡγεμών Στέφανος ἔστειλε μία ἐπιστολή στόν μεγάλο αὐτοκράτορα τῆς Ρωσίας Ἰβάν τόν 3ον, στήν Μόσχα, στήν ὁποία διαφαίνονται οἱ πόθοι καί οἱ ἀνησυχίες τοῦ μεγάλου Ἡγεμόνος. Θέτει ὑπ᾿ ὄψιν στόν βασιλέα Ἰβάν τήν ἀνάγκη μιᾶς σταθερᾶς ἑνότητος τῶν χριστιανικῶν κρατῶν γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἑνωμένοι τόν μουσουλμανικό κίνδυνο, πού προέρχεται ἀπό τήν Τουρκία καί τούς Τατάρους. Ὁ Ἡγεμών γράφει μέ εὔλογη ἀνησυχία ὅτι ἡ Μολδαβία εἶναι σέ μεγάλο κίνδυνο ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς. Κλαίει γιά τήν πτῶσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί κλείνει τήν ἐπιστολή του μέ μία θλιβερή διαπίστωσι. "Σ᾿αὐτά τά μέρη ἐγώ παρέμεινα μόνος", ἐνώπιον ἑνός τόσο μεγάλου κινδύνου. Ἀλλά ὁ Παντοκράτωρ Θεός δέν μέ ἐγκατέλειψε ποτέ".
Τό βάρος τῶν ἐτῶν, οἱ ἀφάνταστες δυσκολίες τόσων πολέμων, ἡ ἀθεράπευτη πληγή πού τοῦ δημιουργήθηκε ἀκόμη ἀπό τήν νεότητά του, σέ μιά μάχη στό φρούριο Ἄλμπα, πού ὀνομάζεται ποδάγρα, τόν ἐβασάνιζαν, μά πολύ περισσότερο, δύο χρόνια πρίν περάση στήν αἰωνιότητα, τό ἔτος 1504. Ἐτελείωσε τήν ζωή του στήν ἡλικία τῶν 70 ἐτῶν, περιτριγυρισμένος ἀπό τούς ἀγαπητούς συγγενεῖς του, τούς συμβούλους του, τούς στρατιῶτες καί ὁλόκληρο τόν λαό, ὁ ὁποῖος τόν τιμοῦσε σάν Μεσσία. Σέ μία ἀνάγλυφη εἰκόνα πού εὑρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους,-διότι καί ἐκεῖ ὁ Μέγας Στέφανος ἀριθμεῖται μεταξύ τῶν κτιτόρων-παρουσιάζεται σάν ἕνας πρίγκηπας σέ νεαρά ἡλικία, πού ἀπό τήν μορφή του διαφαίνονται οἱ περιπέτειες μιᾶς ταραγμένης ζωῆς. Ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή καί ἡ πολυχρόνια ἡγεμονία του, τήν ὁποία τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός, ἦτο μία συνεχής προσφορά καί ἐκπλήρωσις τῶν καθηκόντων του κατά τόν καλλίτερο τρόπο.
Κατόπιν συμβουλῆς τοῦ Γέροντός του, Δανιήλ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, μετά ἀπό κάθε νίκη κατά τῶν τούρκων, νά κτίζει καί ἀπό μία ἐκκλησία ἤ μοναστήριο, ὁ Μέγας Στέφανος ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή.
Ὅταν αἰσθάνθηκε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, στίς 2 Φεβρουαρίου 1503, ὁ εὐσεβέστατος ἡγεμών Στέφανος ἔγραψε ἕνα χρυσόβουλλο μέ τήν διαθήκη του. "Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Τριάδος Ὁμοουσίου καί ἀχωρίστου. Ἰδού ἐγώ, ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Στέφανος ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, κάνω γνωστό, ὅτι αὐτό τό βιβλίο μου, σ' ὅλους ἐκείνους πού θά τό διαβάσουν ἤ θά τό ἀκούσουν διαβάζοντάς το ἀπό ἄλλους, εὐδόκησε ἡ ἡγεμονία μου μέ ἰδική μου καλωσύνη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἔκανα γιά μνημόσυνο τῶν ἁγίων προγόνων μου, πατέρων καί προπάππων καί γιά τήν ὑγεία καί σωτηρία τῶν παιδιῶν μου καί ἐνίσχυσα μέ αὐτό τό προνόμιο τό μοναστήρι Πούτνα, ὅπου τιμᾶται στήν Κοίμησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου...".
Πλησιάζοντας τό τέλος του, δέν ἠμποροῦσε νά βλέπη κλειστό τό Τετρααύγγελο, τό ὁποῖον εἶχε ἀρχίσει νά τό ἀφιερώνη στούς πρώτους μῆνες τοῦ 1504, γράφοντας τά ἑξῆς. "Στέφανος ὁ Ἡγεμών...κυριευμένος ἀπό θεῖο ζῆλο καί ἀγάπη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, μέ ζῆλο ἔδωσε καί γράφθηκε αὐτό τό βιβλίο". Καί κατόπιν ἀπέθανε. Ἐπέρασε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, "ὁ ἥλιος τῆς Μολδαβίας" ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Μέγας στίς 2 Ἰουλίου 1504. Ἐνῶ ὁ γυιός του ἡγεμών Μπογδάνος, τό Τετρααύγγελο αὐτό τό ἐπεκάλυψε μέ περίτεχνο μέταλλο, καί τό ἔδωσε στήν ἐκκλησία τοῦ Χιρλάου, τόν Νοέμβριο τοῦ 1504.
Ἀφοῦ τοποθετήθηκε ἡ πλάκα στόν τάφο του, πού εὑρίσκεται μέσα στήν κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς Πούτνα καί ἀνάφθηκε ἀκοίμητη κανδήλα, ἡ ὁποία φωτίζει ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, δηλαδή 500 χρόνια, ὁ σεβασμός πρός τόν μέγα Στέφανο ἐκδηλώνεται κυρίως ἀπό τόν καιρό πού ζοῦσε, μέ τήν ὀνομασία "Τροπαιοφόρος τῆς πίστεως"καί "Ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ". Αὐτή ἡ ὀνομασία παραμένει καί ἐξαπλώνεται σ᾿ὁλόκληρο τόν ρουμανικό λαό.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Ρουμανικοῦ Πατριαρχείου, τό 1992, μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, προέβη στήν ἐπίσημη ἀναγνώρισι Ἁγίων της, τούς ὁποίους καί συναρίθμησε στό Συναξάριον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἅγιοι, πού δέν εἶχαν ἐπισήμως ἀναγνωριστῆ, ἦσαν 19. Ὁ ὅσιος Γερμανός τῆς Δακίας, ὁ ἅγιος ἱεράρχης Γελάσιος ἀπό τό Ριμέτς, ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ ἅγιος ἱεράρχης Λεόντιος ἀπό τό Ράνταουτς, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἀπό τό Πρισλόπ, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, ὁ ἡγεμών Κωνσταντῖνος Μπρινκοβεάνου μέ τούς τέσσαρας μάρτυρας γυιούς του, τόν Κωνσταντῖνο, τόν Στέφανο, τόν Ράδο καί τόν ὀκταετῆ Ματθαῖο καί τόν σύμβουλό του Γιαννάκη. Συνεχίζουμε μέ τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Ἄνθιμο τόν Ἰβηρίτη, τόν ἅγιο ἱεράρχη καί ὁμολογητή Ἰωσήφ ἀπό τό Μαραμοῦρες, τούς ἁγίους ἱερεῖς καί ὁμολογητές Ἰωάννη ἀπό τό Γκάλες καί Μωϋσῆ ἀπό τό Σιμπιέλ. Τόν ὅσιο Ἀντώνιο ἀπό τήν Ἰέζερ-Βίλτσεα, τόν ἅγιο ἱεράρχη Ἰωσήφ τόν ἐλεήμονα, μητροπολίτη Μολδαβίας καί τόν Ὅσιο Ἰωάννη Ἰακώβου ἀπό τήν Μονή Νεάμτς, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε πολλά χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καί ἐκοιμήθηκε στήν σπηλιά του, τό ἔτος 1960. Τό ἄφθαρτο Λείψανό του εὑρίσκεται στήν Μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέχθηκε καί ὁ εὐσεβέστατος ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀθλοφόρε Στέφανε, πρόμαχε καί Προστάτα ττῆς Ὀρθοδοξίας, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΙΟΥ ΗΓΕΜΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
...............................................................................................................
Μία ἄλλη πτυχή δραστηριοτήτων τοῦ Στεφάνου ἦταν ἡ ἵδρυσις πολλῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων. Τά σπουδαιότερα μοναστήρια, πού ἀνήκουν μέχρι σήμερα στήν Μολδαβία εἶναι οἱ Μονές Προμπότα, Μολδοβίτσα, Μπίστριτσα, Χουμόρ, Μποχοτίνε. Κιπριένι καί ἄλλα, τά ὁποῖα δέχθηκαν δωρεές καί πλούσια ἀναγκαῖα ἀντικείμενα γιά τόν στολισμό τους. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή τῆς θεολογικῆς σχολῆς Μίρτσεα Πακουρατίου, τά ἱετά αὐτά καθιδρύματα φθάνουν τά 80 σέ ἀριθμό. Γιά παράδειγμα ἡ Μονή Νεάμτς ἱδρύθηκε ἐκ θεμελίων καί ἐτελείωσε τά ἐγκαίνιά της τήν 14ην Νοεμβρίου 1497, καί τιμᾶται στήν Ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ μας. Στήν μονή Μπίστριτσα κτίσθηκε τό κωδωνοστάσιο καί ἕνα παρεκκλήσιο, τό ὁποῖον ὑπάρχει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ἐπίσης τά τελευταῖα ἔτη τῆς ἡγεμονίας του κτίσθηκε ἡ κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς Ντομπροβάτσι. Αὐτές οἱ τρεῖς μονές προικίσθηκαν καί ἀπό μία σειρά δωρεῶν, δηλ.τούς δόθηκαν μετόχια γιά καλλιέργειες τῶν μοναχῶν, μύλοι καί λίμνες γιά ψάρια.
Μία ἄλλη ὁμάδα ἱερῶν καθιδρυμάτων κτίσθηκαν ἀπό τόν ἴδιον ἐκ θεμελίων. Τήν πρώτη θέσι κατέχει ἡ ἱερά Μονή Πούτνα, πού ἑορτάζεται στήν Κοίμησι τῆς Θεοτόκου. Οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες ἄρχισαν τόν Ἰούλιο τοῦ 1466 καί ἐτελείωσαν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1470. Τότε ἔγιναν καί τά ἐγκαίνια μέ τήν παρουσία 64 ἀρχιερέων, ἱερέων καί διακόνων μέ ἐπικεφαλῆς τόν μητροπολίτη Θεόκτιστο καί τόν ἐπίσκοπο τοῦ Ρόμαν Ταράσιο, διότι ἡ μονή Πούτνα τότε ὑπαγόταν στήν δική του ἐπισκοπική δικαιοδοσία. Προικίσθηκε κι αὐτή ἡ μονή ἀπό τόν ἡγεμόνα κτίτορα μέ πολλά ὑλικά ἀγαθά, ἱερατικά ἄμφια, Ἱερά Σκεύη καί λειτουργικά βιβλία. Ἕνα ἄλλο κτιτορικό ἔργο τοῦ ἁγίου ἡγεμόνος ἦταν ἡ Μονή Βορονέτσι, πού κτίσθηκε στήν θέσι μιᾶς ξύλινης σκήτης, στήν ὁποία, σύμφωνα πάντα μέ τήν παράδοσι, ἀσκήθηκε ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ Ἡσυχαστής. Ἀπ᾿ τόν ὁποῖον ἐπῆρε τήν εὐλογία ὁ ἡγεμών, μέ τήν συμβουλή του καί τόν παρήγορο λόγο του, μετά ἀπό κάθε νικηφόρα νίκη κατά τῶν τούρκων νά κτίζει καί ἕνα ἱερό Καθίδρυμα. Ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς αὐτῆς, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἐτελείωσε σέ 4 μῆνες (26 Μαΐου ἕως 14 Σεπτεμβρίου 1488). Ἡ μονή αὐτή ἀπέκτησε μία ἰδιαίτερη τιμή, χάρις στίς τοιχογραφίες πού ἔγιναν τό 1547 ὑπό τήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ μητροπολίτου Θεοφάνους καί τοῦ ἁγιογράφου Γρηγορίου Ρόσκα. Ἐπίσης δικά του ἔργα εἶναι καί τό μοναστήρι Ταζλέου, πλησίον τῆς πόλεως Μπουχούσι καί τό τοῦ Προφήτου Ἠλία, πλησίον τῆς πόλεως Σουτσεάβα, τά ὁποῖα σήμερα λειτουργοῦν σάν ἐνοριακές ἐκκλησίες. Ὁ ἀριθμός τῶν ἱδρυθεισῶν ἐνοριακῶν ἐκκλησιῶν ἀπό τόν Στέφανο εἶναι πολύ μεγαλύτερος ἀπό ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν μοναστηριῶν. Μερικές ἀπ᾿ αὐτές κτίσθηκαν εἰς ἀνάμνησιν τῶν νικῶν πού ἐπετύγχανε ὁ Στέφανος ἐναντίον τῶν τούρκων σάν ἔκφρασι εὐχαριστίας στόν Θεό καί στούς Ἁγίους. Ὅλες αὐτές οἱ ἐκκλησίες κτίσθηκαν τήν τελευταία εἰκοσαετία τῆς ἡγεμονίας του. Μεταξύ αὐτῶν ἠμποροῦμε νά μνημονεύσουμε τήν ἐκκλησία τῆς πόλεως Μπατέουτσι, τήν ὁποία κατέστρεψαν ὁ στρατός τῆς Αὐστρο-ουγγαρίας τό 1917. Ἄλλη ἐκκλησία εἶναι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν πόλι Πατράουτσι, δίπλα στήν Σουτσεάβα μέ ἕνα ψηφιδωτό δάπεδο. Ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς πόλεως Βάσλουϊ, κτίσθηκε μετά τήν νικηφόρα μάχη τῶν μολδαβῶν στρατιωτῶν, ἐναντίον τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ στήν περιοχή τῆς Ὑψηλῆς γέφυρας. Ὁ σουλτᾶνος ἔστειλε μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σουλεϊμάν παςᾶ μέ 120.000, ἐνῶ ὁ ἡγεμών Στέφανος τούς ἀπέκρουσε μόνον μέ 40.000 στρατό. Ἐδῶ ὁ Μέγας Στέφανος ἐπέτυχε τήν 10ην Ἰανουαρίου τοῦ 1475 μία λαμπρά νίκη, πλησίον τῆς πόλεως Βάσλουϊ, 100 χλμ. Νοτιώτερα τοῦ Ἰασίου. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες οἱ μολδαβοί στρατιῶτες ἐμψυχωμένοι ἀπό τόν ἀρχηγό τους καί τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στόν τουρκικό στρατό.
Ἄλλη ἡγεμονική ἐκκλησία εἶναι ἡ τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἰασίου, ὁ ὁποία ἐπεσκευάσθηκε ἐκ θεμελίων στό τέλος τοῦ περασμένου αἰῶνος. Ἐπίσης ἵδρυσε τήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χιρλάου, καί μία ἄλλη πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν πόλι Μπορζέστι, ὅπου στό χωριό αὐτό ἐπέρασε τήν παιδική του ἡλικία ὁ ἡγεμών Στέφανος. Ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου στήν πόλι Ντοροχόϊ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στήν πόλι Χούς, ἡ ὁποία ἀναστηλώθηκε τό 17ον αἰῶνα. Ἡ ἐκκλησία στήν πόλι Ραζμποϊένι κτίσθηκε 20 χρόνια μετά τόν πόλεμο ἐναντνίν τῶν τοῦρκων σέ ἐκείνη τήν περιοχή πρός ἀνάπαυσιν τῶν πεσόντων μολδαβῶν στρατιωτῶν, ὅπως ἀναγράφεται σέ διασωζομένη ἐπιγραφή ἐκεῖ στήν ἐκκλησία. Ἄλλη ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Νικολάου ἵδρυσε στήν πόλι Ποπάουτς Μποτοσάνι, ἡ ὁποία ἐξ ὁλοκλήρου ἀνακατασκευάσθηκε. Ἄλλος ναός εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στήν πόλι Πιάτρα Νεάμτσ καί ὁ ναός πρός τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν πόλι Βολονάτσι. Ὁ ναός πρός τιμήν τῆς Ἀποτομῆς τοῦ Προδρόμου τῆς πόλεως Ρεουσένι, τοῦ νομοῦ Σουτσεάβας κτίσθηκε στόν τόπο πού ἐσκότωσαν τόν πατέρα του Μπογδάνο καί τόν ἀποτελείωσε ὁ γυιός του Μπογδάνος ὁ 3ος.
Ὁ ἱστορικός Γρηγόριος Οὐρέκε ἔγραψε ὅτι καί ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Δημητρίου τῆς Σουτσεάβας ἱδρύθηκε ἀπό τόν μεγάλο ἡγεμόνα, μετά τήν ἀπόκρουσι τοῦ στρατοῦ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου Ὀλμπράκτ. Ἐπίσης ἡ λαϊκή παράδοσις λέγει ὅτι καί ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου τῆς πόλεως Μπάγια κτίσθηκε τό 1467, μετά τήν νικηφόρα ἀντιμετώπισι τοῦ Ματθαίου Κορβίνου. Τοπικές παραδόσεις ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἐκκλησίες ἀπό τήν πόλι Σκιντέγια (νομός Ἰασίου), ἀπό τήν Σκέϊα νομός Ρομάν, ἀπό τήν πόλι Φλωρέστι κοντά στήν πόλι Βάσλουϊ, ἀπό τό χωριό Κοτνάρι τοῦ Ἰασίου, ἀπό τό Στεφανέστι νομοῦ Ἰασίου, ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κυπριάνα, ἡ ἐκκλησία πού γιορτάζει στόν Ἅγιο Νικόλαο στήν πόλι Κιλία, ἕνα παρεκκλήσιο στό φρούριο Νεάμτς, μία ἄλλη στό φρουριο Χοτίνι καί μία ἄλλη ἐκκλησία στό φρούριο τῆς Ἄλμπα, εἶναι οἰκοδομήματα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος.
Ἡ παράδοσις καί μερικοί ἱστορικοί θεωροῦν ὅτι καί δύο ἐκκλησίες στήν Τρανσυλβανία, στό Βάντ ντε Σομές καί στό Φελεάκ δίπλα στήν πόλι Κλούζ ἦταν δικές του. Ἐκτός τῶν συνόρων τῆς ἡγεμονίας του κτίσθηκαν ἐκκλησίες μία τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς στό Ρίμνικου Σαράτ, ἡ ὁποία ἐπισκευάσθηκε ἀργότερα ἀπό τόν ἅγιο ἡγεμόνα Κωνσταντῖνο Μβρινκοβεάνο, καί περέμενε ἀνέπαφη μέχρι τόν περασμένο αἰῶνα. Οἱ ἐκκλησίες αὐτές τῆς Τρανσυλβανίας καί τῆς Ρουμανικῆς Χώρας ἀποτελοῦσαν ἕνα σύμβολο τῆς ρουμανικῆς ἑνότητος. Σ᾿ αὐτές πρέπει νά προσθέσουμε καί ἄλλες ἐκκλησίες πού κτίσθηκαν ἀπό μέλη ἡγεμονικά ἤ ἀπό ἄρχοντες τοῦ ἡγεμόνος. Ἡ ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν πόλι Μπακέου κτίσθηκε ἀπό τόν γυιό του Ἀλέξανδρο, ὁ ἅγιος Νικόλαος τοῦ Μπαλινέστι ἀπό τόν συμβουλό του Ταούτου. Ὁμοίως ἀπ᾿ αὐτόν κτίσθηκαν ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Ἀρμπόρε, τό παρεκκλήσιο στήν Σουτσεάβα τοῦ χωριοῦ Λουκά Ἀρμπόρε καί ἄλλες. Μερικές ἀπό τίς ἐκκλησίες τοῦ Ηγεμόνος Στεφάνου ἁγιογραφήθηκαν. Ὅπως ἡ ἐκκλησία στό Πάτραουτς, ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς στό Βορονέτς, τοῦ Προφ. Ἠλία στήν Σουτσεάβα, τοῦ ἁγίου Νικολάου στό Ποπαούτς καί ὁ ἅγιος Νικόλαος στό Μπαλινέστ. Εἶναι γνωστό καί τό ὄνομα τοῦ ἁγιογράφου Γαβριήλ, ἱερομονάχου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἁγιογράφους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Ὁ χρονικογράφος Ἰωάννης Νεκούλτσε ἔγραψε ὅτι καί ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Πούτνα ἀπό τότε εἶχε ἁγιογραφηθῆ ἐντός καί έκτός, ἀλλά δέν διατηρήθηκε μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ ἡγεμών Στέφανος ἐπεσκεύασε καί ἄλλες ἐκκλησίες τίς ὁποῖες εἶχαν καταστρέψει στίς ἐπιδρομές τους οἱ τοῦρκοι. Μέ τήν οἰκονομική του βοήθεια ἐπεσκευάσθηκε ἡ Μονή Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ κτίσθηκε καί ἕνα γηροκομεῖο καί ἀργότερα ὁ πύργος πού εἶναι δίπλα στήν παραλία. Ἐκεῖ ὑπάρχει καί μαρμάρινη πλάκα πού ἀναφέρει καί τό ὄνομά του. Ἐπίσης στήν Μονή ἔκτισε τήν τράπεζα καί στά τελευταῖα ἔτη τῆς ἡγεμονίας του ἁγιογράφησε τήν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Μονῆς καί ἀνεκαίνισε ὅλο τό μοναστήρι. Στό ἴδιο μοναστήρι ἐχάρισε τό βιβλίο Ἀπόστολος καί ἕνα Τετραυάγγελο, καί τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πού ἔπαιρνε μαζί του στίς μάχες. Οἱ δωρεές καί τά ἀφιερώματα ἦσαν τόσα πολλά στό μοναστήρι αὐτό, ὥστε οἱ μοναχοί θεωροῦσαν τόν Στέφανο μεγάλο κτίτορά τους.
Ἄλλες βοήθειες προσέφερε καί στά μοναστήρια Βατοπαιδίου, Ἁγίου Παύλου, Κωνσταμονίτου καί Γρηγορίου. Τήν τελευτααία μονή τήν ἔκτισε σχεδόν ὁλόκληρη ἐκ θεμελίων, δεδομένου ὅτι εἶχε καταστραφῆ καί λεηλατηθῆ ἀπό τούς πειρατές. Γιά ὅλα αὐτά τά ἔργα του ὑπάρχουν χρυσόβουλλα καί πολλά πολιτιστικά ἀντικείμενα καί στοιχεῖα τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τόν ἀξιοτίμητον αὐτόν ἐραστή τοῦ Θεοῦ, τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας.
Μία ἄλλη πτυχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ζωῆς στόν καιρό τῆς ἡγεμονίας του ἦταν καί ἡ πολιτιστική δραστηριότης του, ἡ ὁποία διευθυνόταν ἀπό τούς μητροπολίτες τῆς Ρουμανικῆς μας Χώρας, τόν Θεόκτιτο Α΄(1452-1478) καί τόν Γεώργιο (1478-1508). Στά κτιτορικά του μοναστήρια ἤ καί ἀπό τούς προγόνους του εἶχε ἀναπτυχθῆ μία ἐξέχουσα διαστηριότητα γραφῆς χειρογράφων, στήν σλαβωνική γλῶσσα. Ἐπίσης εἶχαν γραφῆ λειτουργικά βιβλία, καί μεταφράσεις ἀπό τήν ἑλληνική πατερική γραμματολογία. Τά πρῶτα χειρόγραφα ἐγράφησαν ἀπό τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος, δηλ, κατά τήν ἡγεμονία τοῦ μεγάλου Στεφάνου, στήν ὁποία ἀνεδείχθησαν σπουδαῖοι χειρογράφοι. Μέ τήν ὑποστήριξι τῶν ἡγουμένων τῆς Μονῆς Πούτνα, Ἰωάσαφ, Παϊσίου καί Σπυρίδωνος ἔκαναν τήν μονή τους τό μεγαλύτερο πολιτιστικό καί καλλιτεχνικό κέντρο τῆς Χώρας. Ἐγράφοντο σέ περγαμηνή μέ διακοσμήσεις καί τούς 4 Εὐαγγελιστές. Αὐτό πού ἐντυπωσιάζει περισσότερο ἀπό ὅλα εἶναι τό πολύχρωμο πορτραίτο τοῦ ἰδίου τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος γονατιστός προσφέρει τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο στήν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία κάθεται μέ τό Θεῖο Βρέφος της σέ θρόνο. Ὁ ἡγεμών εἶναι μέ μακριά μαλλιά καί γαλανά μάτια, ἐνδεδυμένος μέ ἕνα χιτῶνα ἀνοικτό κόκκινο μέ διάφορα σχέδια.
....................................................................
Ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα, ἡμέρα Τρίτη τῆς 2ας Ἰουλίου τοῦ 1504. Τόν ἔθαψαν ὁ λαός του μέ πολλά δάκρυα καί στεναγμούς στήν Μονή Πούτνα, ἡ ὁποία κτίσθηκε ἀπό τόν ἴδιον ἐξ ὁλοκλήρου.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας, πιστεύοντας ἀκράδαντα ὅτι εὐαρέστησε τόν Θεόν καί τόν ρουμανικό λαό, τόν ἁγιοκατέταξε στό Ἡμερολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὥρισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του τήν 2αν Ἰουλίου. Στήν εἰκόνα του ἐγράφη κατ᾿ ἐντολήν τήν Συνόδου: Ὁ εὐλαβέστατος ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας καί Ἅγιος». Τόν τιμοῦμε καί ἐμεῖς ὄχι μόνον σάν ἕνα ἥρωα τοῦ Ρουμανικοῦ μας ἔθνους ἀλλά καί σάν ἕνα ἅγιο ὁμολογητή καί Προστάτη τῆς Ὀρθοδοξίας».
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά ἀπό μον. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη. 10-5-2021
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου