«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Νομίζω, ἦτο τό ἔτος 1983, ὅταν πέρασα σάν διερχόμενος ἐπισκέπτης στήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων. Ὁ σκόπος μου ἦτο νά φθάσω τό συντομώτερο στήν Ρουμανική σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ ὁποία ἀπέχει ἀπό τά Καυσοκαλύβια περί τίς 4 ὧρες. Ἀναζητῶντας τό μονοπάτι γιά τόν προορισμό μου, μπῆκα στά τυφλά μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἐκεῖ ἀντίκρυσα δύο ἀσκητές. Ρώτησα κι ἔμαθα τά ὀνόματά τους: Ὁ Γέρο Συμεών ἦτο ὁ Γέροντας τοῦ κελλίου. Κατάγεται ἀπό τά Βουρλά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἦλθε στό Ὄρος τῆς Ἀειπαρθένου τό 1938. Εἶναι τυφλός ἐδῶ καί δέκα χρόνια καί ἡλικίας πάνω ἀπό 85 ἐτῶν. Φάνηκε ὅτι εἶναι χαριτωμένος ἄνθρωπος. Σάν ἐξωτερικά φαίνονται τά χαρίσματα τῆς ξενητείας, τῆς ἄκρας ἀκτημοσύνης, τῆς εὐχῆς καί τῆς ἀλουσίας. Γι᾿ αὐτό τά μαλλιά του εἶναι ὅλα μία σκληρή καί ἀδιαπέραστη στό νερό τούφα. Νεώτερός του εἶναι ὁ μοναχός Ἡσαΐας, ἡλικίας τότε 62 ἐτῶν. Μέ ὑποδέχθηκαν μέ πολλή ἀγάπη καί ἁπλότητα.
Ὡς συνήθως ἄρχισα ἐγώ τίς ἐρωτήσεις στίς ὁποῖες μοῦ ἀπαντοῦσε ὁ π. Ἡσαΐας.
-Πάτερ Ἡσαΐα, πέστε μας κάτι γιά τόν Γέροντά σας.
-Αὐτός πού βλέπετε τυφλόν εἶναι ὁ Γέροντάς μου, τόν ὁποῖον ὑπηρετῶ περισσότερα ἀπό 40 χρόνια. Σ᾿ ὅλη του τήν ζωή περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ἄλουστος. Δέν τόν ἐνδιέφερε καθόλου ἡ παροῦσα ζωή, διότι τόν εἶχε αἰχμαλωτίσει ἡ αἰώνια καί ἀληθινή. Εἶχε φόβο θανάτου καί αὐταπάρνησι. Τά τελευταῖα χρόνια ὑπέφερε ἀπό τήν ἀρρώστια τῶν ματιῶν, τόν καταρράκτη. Θά ἠμποροῦσε νά βγῆ στόν κόσμο καί νά ἐγχειρισθῆ. Ὅμως προτίμησε νά μή βγῆ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἄς ἔχανε τό φῶς τῶν σωματικῶν του ὀφθαλμῶν. Κάποτε, χωρίς κάποια ἰδική του ἐνοχή, ἐνυπνιάσθηκε. Ταράχθηκε καί ἔτρεξε στόν Πνευματικό του κλαίγοντας. Ἐκεῖνος τόν κανόνισε μέ 40 ἡμέρες ἀκοινωνησία. Ἤξερε ὅτι ἦτο δυνατός καί γι᾿ αὐτό τοῦ ἔδωσε βαρύ κανόνα γιά νά τόν ἀναδείξη περισσότερο στήν ζωή τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος, οὐδέποτε βγῆκε στόν κόσμο. Μόνο μία φορά ἐπῆγε στήν Λάρισα, νά ἰδῆ τήν ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἦτο ἐκεῖ παντρεμμένη. Ἔμεινε συνολικά τρεῖς ἡμέρες. Τίς ἡμέρες στεκόταν κρυμμένος κάτω ἀπό μία γέφυρα, ὅπου εἶχε περισυλλογή κι ἔλεγε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τίς νύκτες κοιμόταν καί προσευχόταν στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του.
Ὁ Γέροντας τοῦ Γεροντά μου, ὠνομαζόταν Δανιήλ καί ἤθελε νά κάμη ἱερέα τόν π. Συμεών. Ἐπῆγε καί ρώτησε τόν ἔμπειρο καί φημισμένο Πνευματικό τόν π. Σάββα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: "Μή τόν κάνης ἱερέα, διότι ὁ παπᾶς δύσκολα μετανοεῖ...". Πράγματι δέν τόν ἔκαμε. Αὐτός ὁ Γέρο Δανιήλ, μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντάς μου π. Συμεών, ὅταν ἐπήγαινε στό Κυριακό τῆς Σκήτης, πρίν τήν Θεία Κοινωνία ἔβρεχε τό δάπεδο τοῦ ναοῦ μέ τά δάκρυά του. Αὐτό τό χάρισμά του, πού εἶναι σπάνιο σήμερα, τό εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό γιά τήν πολλή του αὐτομεμψία καί ταπείνωσι.
Μία φορά ὁ ὑποτακτικός του καί Γέροντάς μου π. Συμεών, ἑτοιμάσθηκε νά πλύνη τά ροῦχα του, χωρίς νά πάρη τήν εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του. Τότε ἐκεῖνος γιά νά τόν διδάξη τήν τελεία ἐκκοπή τοῦ θελήματος τόν ὑπεχρέωσε νά πάη στήν παραλία καί νά φέρη ἕνα τσουβάλι ἄμμο στήν πλάτη τῶν 60 ὀκάδων.
Ὅταν ἦτο νεώτερος ὁ Γέρο-Συμεών, μοῦ ἔλεγε ὁ μοναχός Ἡσαΐας, εἶχε πάει σέ κάποια Ἀγιορείτικη Μονή. Γυρίζοντας τοῦ διηγήθηκε ἕνα μακάβριο καί συγκλονιστικό γεγονός.
Ἐκεῖ στήν Μονή αὐτή ζοῦσε ἕνας μοναχός, πού προσῆλθε στήν Ὀρθοδοξία ἀπό τό γένος τῶν ἑβραίων. Σέ στιγμές δαιμονικοῦ πειρασμοῦ πλησίασε τόν διάκονο τῆς Μονῆς αὐτός ὁ ἐξ ἑβραίων μοναχός κρατῶντας κι ἕνα σπαθί στό χέρι καί τοῦ εἶπε ἀπειλητικά: "Ἤ ἀρνεῖσαι τόν Χριστό ἤ θά σέ καρφώσω μ᾿ αὐτό...". Καί δυστυχῶς ἀρνήθηκε ὁ διᾶκος τόν Χριστό. Ὁ καταραμένος ἐκεῖνος μοναχός, ἔμπηξε τό σπαθί του στήν καρδιά τοῦ διάκου καί τόν ἐθανάτωσε. Πρίν φύγη ἔβαλε τό δεξί χέρι τοῦ διάκου νά κρατῆ τήν χειρολαβή τοῦ σπαθιοῦ του. Ἔτσι, θά ἐδημιουργεῖτο ἡ ἐντύπωσις ἀπό τούς ἄλλους ὅτι ὁ διάκονος αὐτοκτόνησε.
Μία ἡμέρα, κατά παραχώρησι Θεοῦ, ἐμφανίσθηκε ὁ διάκονος μπροστά σ᾿ ὅλους τούς μοναχούς τῆς Μονῆς καί εἶπε στόν μοναχό ἑβραῖο: "Ἔλα ἐδῶ. Μαχαίρι ἔδωσες μαχαίρι θά λάβης. Ἔλα νά κολαζώμεθα μαζί στήν κόλασι...". Κι ἔτσι ἄνοιξε ἡ γῆ, μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν ἄλλων μοναχῶν, καί τούς κατέπιε.
Ἄλλοτε πάλι, μοῦ διηγήθηκε ὁ π. Ἡσαΐας, ἦτο ἕνας μοναχός Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος εἶχε τεράστιες μυϊκές δυνάμεις. Ἠμποροῦσε νά μεταφέρη μεγάλες μαρμάρινες πλάκες στήν πλάτη του ἀπό τήν παραλία στήν Σκήτη μας. Ὑπερηφανεύθηκε ὅμως γιά αὐτά τά κατορθώματά του καί μία ἡμέρα εἶπε στόν διάβολο: "Ποῦ εἶσαι, διάβολε, νά πολεμήσουμε μαζί καί τότε θά ἰδῆς τί δυνάμεις ἔχω κι ἐγώ...". Ἐκείνη τήν στιγμή δέν τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ διάβολος, προφανῶς γιά νά ὑπερηφανευθῆ καί νά στερεωθῆ περισσότερο στήν πλάνη του. Ἀλλά κάποια ἡμέρα πέρασε ὁ διάβολος σάν σκιά ἀπό δίπλα του. Τόν ἐφύσηξε τόν μοναχό καί ἐκεῖνος σέ δύο ἡμέρες ἀπέθανε....
Οἱ ἁγιώτατοι ἀσκητές, Γέροντας καί ὑποτακτικός, ἐκοιμήθησαν τόν αἰώνιον ὕπνο πρίν λίγα χρόνια καί ἤδη ἀναπαύονται στούς εὐφροσύνους κολπους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Αἰωνία τους ἡ μνήμη. Νά ἔχουμε τίς ἅγιες εὐχές τους.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου