«Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;» (Λουκ. ιζ΄, 18). (: Ἐχάθησαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δώσουν δόξαν εἰς τὸν Θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ξένον αὐτόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸ γνήσιον ἰουδαϊκὸν γένος;).
Μεγάλο πρᾶγμα νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν εὐεργέτη μας. Ἀκόμη μεγαλύτερο εἶναι νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Μεγάλο Εὐεργέτη μας, ποὺ τοῦ χρωστᾶμε τὰ πάντα.
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει:
«Ὑπάρχει καὶ ἡ δοξολογία ἐκείνη ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἴδια τὴν κτίση, ὅπως ὁ Ψαλμωδὸς λέγει: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ στρερέωμα ἐξαγγέλλει τὴ δημιουργία του ἀπὸ τὰ χέρια αὐτοῦ» (Ματθ. 18, 1). Ἔτσι κι ἐδῶ δοξολογεῖ Αὐτὸν ἡ κτίση μὲ τὸ κάλλος της, τὴ θέση της, τὸ μέγεθός της, τὴ φύση της, τὴ χρησιμότητά της, τὴν ὑπηρεσία της, τὴ διατήρησή της, τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτήν. Ὅταν λοιπὸν λέγει, δοξολογεῖτε τὸν Κύριο, ἄγγελοι, δυνάμεις, οὐρανοί, σελήνη, ἥλιος, ἀστέρια, τὸ ὕδωρ ποὺ βρίσκεται ἐπάνω ἀπ’ τοὺς οὐρανούς, αὐτὸ ἐννοεῖ, ὅτι καθένα ἀπ’ τὰ δημιουργήματα αὐτὰ εἶναι ἀντάξιο τῆς σοφίας τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ γεμᾶτο ἀπὸ πολὺ θαυμασμό, πρᾶγμα ποὺ ἔλεγε μὲ συντομία ὁ Μωϋσὴς στὴν ἀρχὴ τῆς ἐξιστορήσεως τῆς δημιουργίας. «Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς ὅσα δημιούργησε, καὶ νά, ἦταν πάρα πολὺ καλά» (Γέν. 1, 31) τόσο καλά, ὥστε νὰ γίνωνται αἰτία δοξολογίας τοῦ Δημιουργοῦ τους, καὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸ θεατὴ σὲ δοξολογία τοῦ Ἀρχιτέκτονά τους. Δοξολογία λοιπὸν αὐτὸ ἐννοεῖ, τὸ κάλλος δηλαδὴ τῶν δημιουργημάτων ποὺ γεννᾶ ὑμνολογία στὸ Δημιουργό».
- Ρώτησαν τὸν Ἅγιο Παΐσιο:
«– Γέροντα, τί σημαίνει τό «δόξα σοι ὁ Θεός»;
– «Δόξα σοι ὁ Θεός» θὰ πῆ «νὰ γίνη γνωστὸς ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους». Βλέπεις καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς… καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ», μερικοὶ τὸ παρεξηγοῦν καὶ λένε: «Καὶ ὁ Χριστὸς ζητάει δόξα!». Ἐνῶ αὐτὸ σημαίνει: «Ἐγώ, Πατέρα, Σὲ ἔκανα γνωστὸ ἐπὶ τῆς γῆς, κάνε με γνωστὸ κι Ἐσύ, γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι».
– Γέροντα, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ λέω περισσότερο τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» παρὰ τὸ «Κύριε ἐλέησον». Μήπως δὲν εἶναι σωστό;
– Καλὸ εἶναι αὐτό, εὐλογημένη. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ περάσω ὁλόκληρη μέρα κάνοντας ἐργόχειρο καὶ λέγοντας «Δόξα σοι ὁ Θεός. Δόξα σοι ὁ Θεός, γιατί ζῶ. Δόξα σοι ὁ Θεός, γιατί θὰ πεθάνω καὶ θὰ πάω κοντὰ στὸν Θεό. Δόξα σοι ὁ Θεός, ἀκόμη καὶ ἂν μὲ βάλει στὴν κόλαση καὶ πάρει ἕνα κολασμένο στὸν Παράδεισο. Καὶ ἐὰν θέλει νὰ μὴ μὲ θυμᾶται στὴν κόλαση καὶ λυπᾶται, ἂς πάρει πολλοὺς κολασμένους στὸν Παράδεισο, ὥστε ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς νὰ εἶναι περισσότερη καὶ νὰ λιγοστέψει ἡ στενοχώρια Του γιὰ μένα».
Τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» νὰ μὴ λείπη ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη σας. Ἐγώ, ὅταν πονάω, τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» ἔχω γιὰ χάπι τοῦ πόνου· τίποτε ἄλλο δὲν μὲ πιάνει. Τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» εἶναι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔλεγε ὁ Παπα-Τύχων: «Τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἔχει ἑκατὸ δραχμές, τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» ἔχει χίλιες δραχμές· εἶναι δηλαδὴ πολὺ πιὸ ἀκριβό».
Ἤθελε νὰ πῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἀνάγκη, ἐνῷ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ ἀπὸ φιλότιμο, καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Συνιστοῦσε μάλιστα νὰ λέμε τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός», ὄχι μόνον ὅταν εἴμαστε καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καὶ τὶς δοκιμασίες τὶς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς.
– Γέροντα, μερικὲς φορές, ὅταν λέω «δόξα τῷ Θεῷ», νιώθω μέσα μου ἕνα φτερούγισμα. Τί εἶναι αὐτό;
– Ἀγαλλίαση πνευματικὴ εἶναι. Τώρα, ἐπειδὴ μοῦ ἔδωσες χαρά, ποὺ λὲς «δόξα τῷ Θεῷ», ἀπὸ τὴν χαρά μου θὰ ἀρχίσω νὰ γράφω «δόξα τῷ Θεῷ, δόξα τῷ Θεῷ», καὶ θὰ γεμίσω μία κόλλα χαρτὶ μὲ τὸ «δόξα τῷ Θεῷ». Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀξιώσει στὴν ἄλλη ζωὴ νὰ εἶσαι μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ποὺ δοξολογοῦν συνέχεια τὸν Θεό. Ἀμήν».
- Ὁ μακαριστὸς Δημήτριος Παναγόπουλος τόνιζε:
«Ὅταν κάνουμε κάποιο καλό, δὲν τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Τὸ κάνει ὁ Θεὸς δι’ ἡμῶν. Ποτὲ νὰ μὴν οἰκειοποιούμαστε, τὴν δόξα ποὺ πρέπει νὰ δοθῆ στὸν Κύριο. Ποτὲ νὰ μὴ λέμε: Ξέρεις τί κάνω ἐγώ! Ξέρεις πόσους βοήθησα ἐγώ! Προηγουμένως στὶς σκάλες, μὲ συνάντησε μία ψυχὴ καὶ μὲ εἶπε: «Ἄν δὲν ἤσουνα ἐσύ…». Μὲ κόπηκε ἡ φωνή μου! Διότι αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ κυρία, ἦταν βλασφημία. Ἄν δὲν ἤμουνα ἐγώ, ἤ ἄν δὲν ἤτανε ὁ Θεός; Τὴ βρύση πρέπει νὰ δοξάζουμε ἤ τὸν Μαραθώνα ποὺ τροφοδοτεῖ τὴν βρύση; Τί θὰ ἔφτιαχνε ἡ βρύση χωρὶς τὸν Μαραθώνα. Εἶναι βλασφημία καὶ κλέβουμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.