{Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο}
Ἐπειδή εἶναι πολλοί –ὄχι μόνο πολλοί ἀπό σᾶς, ἀλλά καί ἄλλοι– ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦνται, ἀλλά πιθανόν νά μήν ἐξομολογοῦνται σωστά καί νά μήν ἔρχεται στήν ψυχή τους τό ἀποτέλεσμα πού πρέπει νά ἔλθει, μολονότι εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐξομολογεῖται κανείς συχνά, θά προσπαθήσουμε νά τό δοῦμε τό θέμα αὐτό, ὅσο γίνεται, ἀπό πιό κοντά καί πιό καλά.
Ἔχουμε πεῖ πολλές φορές ὅτι ἡ ὅλη φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἀποβλέπει στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά γίνουν τά πράγματα ἔτσι ὅπως ἔγιναν, καί ἑπομένως ἀπό κεῖ καί πέρα νά ἔχει αὐτή τή φροντίδα ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καλόν λίαν (Γεν. 1, 31), τέλειο, ἀναμάρτητο, καί ὁ ἄνθρωπος καθόλου δέν εἶχε κλίση πρός τήν ἁμαρτία. Ἡ ὅλη κλίση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν πρός τόν Θεό, πρός τό νά ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἔτσι ἦταν φτιαγμένος.
Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο –τόν ἄνθρωπο ὡς ἀνθρώπινο γένος ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους-πρόσωπα– γιά νά εἶναι κοντά του, καί ὅ,τι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι. (Αὐτό δηλαδή πού ἔγινε πιό μπροστά μέ τούς ἀγγέλους νά γίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο.) Αὐτός ἦταν ὁ σκοπός πού ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο. Μόνο ἀπό ἀγάπη κινούμενος ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἀπό κάποια ἀνάγκη. Καί τόν ἔπλασε –γιά νά μή λέμε τοῦτο κι ἐκεῖνο– ἀκριβῶς γιά νά εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός. Δηλαδή, ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς γιά νά τοῦ δίνει ὅ,τι μπορεῖ νά τοῦ δώσει, ἀλλά γιά νά δίνει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, καί νά γίνεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὅμοιος μέ τόν Θεό. Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή: Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν (Γεν. 1, 26).
{Ὁ ἄνθρωπος πρόδωσε τό «κατ᾿ εἰκόνα» }
Οἱ πατέρες ἑρμηνεύουν: Κατ᾿ εἰκόνα σημαίνει ὅτι ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος τέλειος καί ὅτι εἶχε ὅλη τή δυνατότητα νά προχωρήσει πνευματικά καί νά φθάσει νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό. Χρειαζόταν νά κάνει ἕνα δρόμο ὁ ἄνθρωπος, μιά πορεία, καί γιά νά ἀνδρωθεῖ, ἀλλά καί γιά νά δοκιμαστεῖ. Δηλαδή, δέν τόν ἔπλασε ὁ Θεός ἔτσι, πού ὁ ἄνθρωπος, θέλει δέν θέλει, νά μείνει στόν Θεό· δέν θά εἶχε ἀξία αὐτό. Τόν ἔκανε ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο, μέ ἐλευθέρα βούληση καί τόν ἔβαλε σέ κατάσταση δοκιμασίας, ἄς ποῦμε ἔτσι, γιά νά δοκιμαστεῖ στήν πορεία αὐτή: Θέλει τόν Θεό ἤ δέν θέλει τόν Θεό; Ἀγαπᾶ τόν Θεό ἤ δέν τόν ἀγαπᾶ; Θέλει νά εἶναι μέ τόν Θεό καί νά εἶναι καί αὐτός ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός καί νά χαίρει ἤ δέν θέλει; Καί δυστυχῶς, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, στήν πράξη ἔδειξε ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν θέλει.
Σᾶς θυμίζω αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι, ὅταν ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο, καθώς ὁ ἄνθρωπος εἶχε ὅλη τή δυνατότητα, προκειμένου νά κάνει τόν δρόμο αὐτό πού χρειαζόταν, γιά νά ἀνδρωθεῖ, τοῦ ἔδωσε μία ἐντολή. Ἦταν τέλειος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἕνα νήπιο. Ἕνα νήπιο ὅλα τά ἔχει, ἀλλά εἶναι νήπιο· πρέπει νά ζήσει, γιά νά ἀνδρωθεῖ. Μέ αὐτή τήν ἔννοια λοιπόν ἔβαλε τόν ἄνθρωπο σέ πορεία· δηλαδή γιά νά ἀνδρωθεῖ, ἀλλά καί γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἐλευθέρα βούλησή του: Θέλει ἤ δέν θέλει τόν Θεό;
Ἔδωσε λοιπόν ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μόνο μία ἐντολή· τίποτε ἄλλο. Τηρώντας τή μία αὐτή ἐντολή, καί τόν δρόμο θά ἔκανε, καί ἐπίσης, καθώς θά δοκιμαζόταν, θά ἔδειχνε στήν πράξη ὅτι θέλει τόν Θεό καί ὄχι κάτι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, τό εἴπαμε καί τό ξέρουμε ὅλοι, δέν θέλησε τόν Θεό. Τί θέλησε τελικά; Θέλησε τόν ἑαυτό του, στράφηκε πρός τόν ἑαυτό του. Ξεγελάστηκε μέν ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά ὅμως τό ὅλο κακό ἦταν ὅτι παγιδεύτηκε στόν ἑαυτό του. Καί ἀπό μιά πλευρά αὐτό εἶναι τό χειρότερο. Ὅπως ἔχουμε πεῖ ἄλλες φορές, κάποτε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν θεούς ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό τους. Τώρα, στήν ἐποχή μας εἶναι χειρότερα τά πράγματα, διότι ὁ ἄνθρωπος θεοποίησε τόν ἑαυτό του, ἐγκλωβίστηκε γιά τά καλά μέσα στόν ἑαυτό του καί παγιδεύτηκε ἐκεῖ γιά τά καλά. Δέν θέλησε τόν Θεό· θέλησε τόν ἑαυτό του. Ἐδῶ εἶναι ὅλο τό δράμα. Παρέβη τή μία ἐντολή πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, καί βρέθηκε ἐκεῖ πού βρέθηκε.
{Ὁ Θεός δέν ἀπορρίπτει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά… }
Ἀπό κεῖ καί πέρα, πάλι ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· δέν ἀπορρίπτει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Ἔκανε ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄνθρωπος, ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός δέν τόν ἀπορρίπτει. Τρέχει πίσω του, δείχνει τήν ἀγάπη του, γιά νά σωθεῖ τελικά ὁ ἄνθρωπος. Καί γι᾿ αὐτό γίνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄνθρωπος καί ἐνεργεῖ ὅπως ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος στή γῆ καί τελικά σταυρώνεται καί προσφέρει σωτηρία στόν κόσμο, στόν ἄνθρωπο.
Καί λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τότε μία ἐντολή ἔδωσε ὁ Θεός· τήν παρέβη ὁ ἄνθρωπος καί τά ἔχασε ὅλα καί βρέθηκε ἐκεῖ πού βρέθηκε. Μετά τήν πτώση ὁ Θεός πάλι μία ἐντολή δίνει· δέν δίνει πολλές ἐντολές. Μέσα στή μία αὐτή ἐντολή εἶναι ὅλες οἱ ἐντολές. Καί ἡ μία αὐτή ἐντολή εἶναι ἡ μετάνοια.
Τότε εἶπε ὁ Θεός: Δέν θά κάνετε αὐτό. Καί ἔπρεπε νά τό τηρήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἔγινε ὅμως τό κακό. Τώρα πάλι ἕνα μένει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος: νά μετανοήσει. Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἐντολή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, πού δίνει ὁ Θεός στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο· ἡ μετάνοια.
Καί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι οἱ προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη λένε ὅ,τι λένε, ὅμως τελικά καλοῦν –ἤ μᾶλλον ὁ Θεός πού ὁμιλεῖ διά τῶν προφητῶν καλεῖ– τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια. Ξέρουμε πολύ καλά ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Πρόδρομος, ὁ μεγαλύτερος τῶν προφητῶν, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νά προετοιμάσει τόν δρόμο γιά τόν Κύριο –νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους, γιά νά ὑποδεχθοῦν τόν Σωτήρα Χριστό– μετάνοια κηρύττει, σέ μετάνοια καλεῖ τούς ἀνθρώπους, καί τό βάπτισμά του ἐπίσης εἶναι βάπτισμα μετανοίας.
Ἀλλά καί τά πρῶτα λόγια πού βγῆκαν ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό ξέρουμε καλά, ἡ πρώτη-πρώτη λέξη πού βγῆκε ἀπό τό στόμα του, ὅταν ἄρχισε νά καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκούσουν καί νά κάνουν ὅ,τι πρέπει νά κάνουν, ἦταν μετανοεῖτε. Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 4, 17). Καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο τό κήρυγμά του καί ὅλο τό ἔργο του αὐτό ἦταν· κάλεσμα τῶν ἀνθρώπων σέ μετάνοια. Τό βλέπουμε αὐτό καθαρά ἀργότερα. Ὅταν μίλησε προσωπικά ὁ Χριστός μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἔστειλε στήν Παλαιστίνη πρῶτα ἀλλά καί σέ ὅλον τόν κόσμο, γιά νά κηρύξει μετάνοια εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (Πράξ. 26, 17-18).
Ὅσο κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουμε, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται παράδοξο, ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ ὅλο τό θέμα εἶναι νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό ζητάει ὁ Θεός ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά μετανοήσουν. Ἀλλά καί ἀπό τή δική μας πλευρά ὅλο τό θέμα εἶναι αὐτό: νά μετανοήσουμε, νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια.
Ὁ Κύριος ἦλθε, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, καί ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του καί ἄφησε τήν Ἐκκλησία γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί προκειμένου νά γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει νά βαπτισθεῖ· δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς χριστιανός.
Ὅταν κήρυξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἦλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί μαζεύτηκαν πλήθη, καί εἶπε ὅσα εἶπε, κατενύγησαν ὅσοι κατενύγησαν, εἶδαν ὅτι εἶναι χαμένοι καί ρώτησαν: «Τί νά κάνουμε;» Καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος τούς εἶπε: Μετανοήσατε, καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν (Πράξ. 2, 38).
Προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος ἡ μετάνοια, πού εἶναι ἕνα ἔργο πού γίνεται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πού γίνεται μέ τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἁπλῶς τό ὅτι πρακτικά-πρακτικά καί ἐνστικτωδῶς ὁ ἄνθρωπος διορθώνει κάποια πράγματα στή ζωή του. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς λογικό ὄν, σκέπτεται, βλέπει καί καταλαβαίνει ὅτι δέν ἔκανε καθόλου καλά πού σκεπτόταν ὅπως σκεπτόταν μέχρι τώρα, πού ζοῦσε ὅπως ζοῦσε, πού πορευόταν ὅπως πορευόταν, καί μετανοεῖ. Πρέπει νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος· δηλαδή νά ἀλλάξει νοῦ, νά ἀλλάξει γενικῶς νοοτροπία, τρόπο σκέψεως καί στάση. Χρειάζεται νά γίνει αὐτή ἡ ἐργασία, καί νά ἀκολουθήσει τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Στό βάπτισμα δέν γίνεται τίποτε ἄλλο παρά συναποθνήσκει κανείς μέ τόν Χριστό –πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος– καί συνανίσταται μέ τόν Χριστό καί βγαίνει νέος ἄνθρωπος ἀπό κεῖ.
{Ἡ ἔνταξη τῶν νεοπροσερχομένων στήν Ἐκκλησία}
Στό ξεκίνημα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τόσο θαυμαστά τά πάντα καί τόσο δραστική ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦσαν, βαπτίζονταν καί γίνονταν χριστιανοί (Βλ. Πράξ. 2, 41· 4, 4). Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς –πρώτη μέρα τῆς Ἐκκλησίας– ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, βαπτίσθηκαν τρεῖς χιλιάδες καί ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ἄλλες δύο χιλιάδες.
Ὅμως, ὅπως τό ἔχουμε πεῖ καί τό ξέρετε, ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ –κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστός καί καρδιά της τό Ἅγιο Πνεῦμα– ἡ Ἐκκλησία λοιπόν τά καθόρισε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε, προκειμένου νά κάνει κάποιον χριστιανό, τόν προετοίμαζε· δέν τόν ἔκανε ἁπλῶς καί μόνο ἐπειδή ἔλεγε «Θέλω νά γίνω χριστιανός». Ὅσο κι ἄν φαινόταν ὅτι κατάλαβε καλά τί πήγαινε νά κάνει, ὅσο κι ἄν φαινόταν ὅτι εἶχε κατανυγεῖ καί ὅτι ἦταν ἕτοιμος νά ἀλλάξει, θά ἔπρεπε νά προετοιμαστεῖ.
Ἡ Ἐκκλησία κατά κανόνα, ὅπως ξέρουμε, ὅλους αὐτούς πού ἤθελαν νά βαπτισθοῦν τούς κρατοῦσε τρία ὁλόκληρα χρόνια κατηχουμένους. Ὑπῆρχαν πάντα κάποιες ἐξαιρέσεις, πού γιά κάποιους λόγους κατ᾿ οἰκονομίαν τούς βάπτιζε νωρίτερα. Σύμφωνα μέ αὐτά πού λέει καί ὁ ἅγιος Ἰουστίνος, τούς βάπτιζε ἡ Ἐκκλησία, τούς ἔκανε χριστιανούς, ἀφοῦ ἐπείθετο ὅτι αὐτοί θά ζήσουν χριστιανική ζωή. Γι᾿ αὐτό δέν φθάνει μόνο νά γίνει τό μυστήριο, ἀλλά χρειάζεται προεργασία. Νά συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος, νά πεισθεῖ ὅτι ἦταν σέ λάθος δρόμο, ὅτι ἁμάρτησε, ὅτι δέν εἶναι ἐντάξει μέ τόν Θεό. Νά καταλάβει ὅτι πρέπει νά ἀλλάξει νοῦ καί σκέψη, νά ἀλλάξει πορεία, νά ἀλλάξει τρόπο ζωῆς.
Καί ἡ Ἐκκλησία δέν ἠρκεῖτο ἁπλῶς στό νά διαπιστώσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἄλλαξε νοῦ, ἄλλαξε σκέψη, ἀλλά ἤθελε νά βεβαιωθεῖ πάνω στήν πράξη ὅτι, αὐτός ὁ ὁποῖος θέλει νά βαπτιστεῖ καί νά γίνει χριστιανός, εἶναι ἀποφασισμένος νά ζήσει ὡς χριστιανός, εἶναι ἀποφασισμένος νά ζήσει κατά τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀφοῦ βεβαιωνόταν ἡ Ἐκκλησία γι᾿ αὐτό, τελοῦσε τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί ἔκανε χριστιανό καθένα πού ἦταν ἕτοιμος.
{Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι «ὁδός», εἶναι πορεία}
Ἀπό κεῖ καί πέρα, τά πρῶτα χρόνια στό ξεκίνημά της ἡ Ἐκκλησία ἦταν πολύ αὐστηρή. Μή μᾶς παραξενεύει ἡ λέξη αὐτή. Τί θά πεῖ ἦταν αὐστηρή;
Ἦταν ἡ Ἐκκλησία αὐστηρή μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐφόσον μετανοήσαμε, ἐφόσον ἀποπτύσαμε τήν ἁμαρτία, ἐφόσον ἔγινε τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο μᾶς ξαναγέννησε –δηλαδή μέ τό βάπτισμα σάν νά βγαίνει κανείς τώρα γιά πρώτη φορά ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ· αὐτό περίπου γίνεται– ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἄνθρωπος μπαίνει σέ μιά πορεία, ὅπως περίπου ἔγινε καί στόν παράδεισο.
Πόσο καιρό θά διαρκέσει αὐτή ἡ πορεία τό κανονίζει ὁ Θεός γιά τόν καθένα· ἐκεῖνος ξέρει. Πάντως, χρειάζεται κάποια πορεία νά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Διότι, ὅσο μεγάλο θαῦμα κι ἄν γίνει, ὅση ἀλλαγή καί μεταμόρφωση κι ἄν γίνει μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί γενικότερα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τελειοποιεῖται εὐθύς ἐξαρχῆς ὁ ἄνθρωπος πλήρως, σάν νά εἶναι τό ἔργο αὐτό μιά μαγική πράξη. Ξαναγεννιέται ὁ ἄνθρωπος καί, ὡς ἐλεύθερο ὄν πού εἶναι, ἀφήνεται νά περπατήσει στόν δρόμο αὐτόν, ὥστε ἐνσυνείδητα ἕνα-ἕνα νά κάνει τά βήματα, ἐνσυνείδητα ἕνα-ἕνα νά ἀνέβει τά σκαλοπάτια, ἐνσυνείδητα νά προχωρήσει λίγο-λίγο, γιά νά φθάσει στό καθ᾿ ὁμοίωσιν.
Μετά λοιπόν τό βάπτισμα χρειάζεται αὐτή ἡ πορεία, χρειάζεται ἡ δοκιμασία, προπαντός γιά μᾶς ὅλους οἱ ὁποῖοι βαπτισθήκαμε νήπια καί δέν καταλάβαμε τί ἔγινε, δέν ξέραμε, ἀλλά ἀκόμη καί γιά ἐκείνους πού ἐνσυνείδητα καί σέ μεγάλη ἡλικία βαπτίζονται. Καί αὐτοί κατά τήν πορεία θά φανεῖ ἄν πιστεύουν ὅτι ἔκαναν καλά πού βαπτίστηκαν καί ἄν θέλουν νά παραμείνουν σ᾿ αὐτή τή ζωή, σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, καί νά προχωροῦν πρός τόν Θεό.
Ἡ Ἐκκλησία τό πῆρε τό θέμα ἔτσι: Ὅσοι ἔγιναν χριστιανοί, ἔγιναν χριστιανοί. Δέν σηκώνει τώρα νά κάνουν πάλι ἁμαρτίες. Καί γι᾿ αὐτό, μόλις ἄρχισαν πάλι οἱ βαπτισμένοι, οἱ χριστιανοί, νά ἁμαρτάνουν –βέβαια ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος– ἡ Ἐκκλησία προβληματίστηκε. Καί ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά κάνουν τή θεία Λειτουργία, ὅπως λένε τά ἐκκλησιαστικά βιβλία, γινόταν ἐξομολόγηση. Ὄχι ὅτι εἶχαν διαπράξει βαριές ἁμαρτίες, θανάσιμες ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ θανάσιμη ἁμαρτία σέ ἀποκόπτει ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί παύεις νά εἶσαι ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, ὅταν κόβεις ἕνα δάχτυλο καί τό πετᾶς, αὐτό εἶναι καταδικασμένο σέ θάνατο –ἄν προλάβουμε νά τό ξανακολλήσουμε, καλῶς· ἀλλιῶς εἶναι καταδικασμένο σέ θάνατο, ἐφόσον τό κόβεις ἀπό τή ζωή πού εἶναι τό ὅλο σῶμα– ἔτσι, ὅταν ἁμαρτήσει κανείς θανάσιμα, ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί πεθαίνει. Αὐτό κάνει ἡ θανάσιμη ἁμαρτία.
Ἦταν ἀδιανόητο νά κάνουν θανάσιμες ἁμαρτίες οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Καί ὅταν λένε τά βιβλία ὅτι πρίν τή θεία Λειτουργία ἐξομολογοῦνταν τίς ἁμαρτίες τους, ἐννοοῦν τίς συγγνωστές ἁμαρτίες, πού ἔκαναν ὡς ἄνθρωποι. Οἱ ὁποῖες ἦταν, ἄς ποῦμε, ἀπροσεξίες, καί ὄχι ἁμαρτίες πού δείχνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος βαθύτερα δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν πιστεύει στόν Θεό, δέν πηγαίνει πρός τόν Θεό, δέν θέλει τόν Θεό, καί ὅτι ἔχει ἄλλες καταστάσεις μέσα του καί ἄγεται καί φέρεται καί ἐπηρεάζεται ἀπό αὐτές.
{Ὁ προβληματισμός τῆς Ἐκκλησίας γιά ὅσους ἔπεσαν σέ θανάσιμο ἁμάρτημα}
Ὅταν λοιπόν πρωτοπαρουσιάστηκαν περιπτώσεις χριστιανῶν βαπτισμένων πού ἁμάρτησαν θανάσιμα, ἡ Ἐκκλησία προβληματίστηκε. Τί θά τούς κάνει; Θά τούς δεχθεῖ; Θά δεχθεῖ τή μετάνοιά τους ἤ θά τούς ἀποκόψει ὁριστικά; Ἐπειδή ὅμως ὁ Χριστός δέν ἦλθε νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά νά σώσει τόν κόσμο (Βλ. Ἰω. 12, 47), καί ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει γιά νά καταδικάσει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σώσει τόν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε τή μετάνοια.
Δέχθηκε λοιπόν ἡ Ἐκκλησία βαπτισμένους πού ἁμάρτησαν –παρ᾿ ὅλο πού εἶναι ἀδιανόητο βαπτισμένος νά ἁμαρτήσει θανάσιμα– δέχθηκε τή μετάνοιά τους, ἀλλά ὑπό ὅρους. Καί ἐδῶ φαίνεται τό αὐστηρό τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶναι παιχνίδι ἡ ὅλη ὑπόθεση.
Νά τό προσέξουμε αὐτό.
Μία ἁμαρτία ἔκαναν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί ὁ Θεός πῆρε μιά τέτοια θέση ἀπέναντι σ᾿ αὐτή τήν ἁμαρτία, πού ἀπό κεῖ καί πέρα, καθώς τούς ἔδιωξε ἀπό τόν παράδεισο, ξεκίνησε τό ὅλο δράμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐδῶ μέσα βέβαια κρύβεται καί ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Καί πάλι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, ὅμως ὁ Θεός δέν παίζει μέ αὐτά τά πράγματα.
Καί ἡ Ἐκκλησία δέν μποροῦσε νά παίξει. Καί γι᾿ αὐτό: Ἁμάρτησες; Ἁμάρτησες σοβαρά; Θά καθίσεις ἔξω ἀπό τόν ναό. Καί εἶχε χωρίσει τούς ἁμαρτάνοντας σέ τάξεις, ἀνάλογα μέ τό παράπτωμά τους καί ἀνάλογα μέ τόν καιρό πού πέρασε ἀπό τήν ἡμέρα πού μετενόησαν, καί στόν ναό τούς ἄφηνε νά μένουν στόν νάρθηκα. Καί μάλιστα, καθώς ἔμπαιναν οἱ πιστοί μέσα στόν ναό, ἐκεῖνοι τούς παρακαλοῦσαν: «Προσευχηθεῖτε καί γιά μᾶς, νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός».
Καί κάθονταν ἐκεῖ καί δύο χρόνια καί τρία χρόνια καί τέσσερα χρόνια, ἕως ὅτου νά πεισθεῖ ἡ Ἐκκλησία, νά βεβαιωθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἀπέπτυσαν τήν ἁμαρτία· ὅτι ὄχι ἁπλῶς μετενόησαν γιά τήν πράξη, ἀλλά μετενόησαν γιά τήν ὅλη κατάσταση πού δημιουργήθηκε μέσα τους, γιά τήν ὅλη διεργασία πού ἔγινε μέσα τους, γιά νά φθάσουν στό σημεῖο νά κάνουν θανάσιμη ἁμαρτία. Ἀφοῦ βεβαιωνόταν λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἦταν πλήρης ἡ μετάνοια, τούς δεχόταν στούς κόλπους της, καί ἔτσι ἔμπαιναν μέσα στόν ναό καί αὐτοί μαζί μέ ὅλους τούς πιστούς.
{Μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ τακτοποίηση τῆς ψυχῆς μας; }
Τί γίνεται τώρα; Τώρα ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι, καίτοι εἶναι βαπτισμένοι, ἐπειδή δέν παίρνουν στά σοβαρά τήν ὅλη ὑπόθεση, ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους ἐλεύθερο, καί ἔτσι κάνει καί κάνει ἁμαρτίες. Εἶναι πολλοί χριστιανοί πού, ἐνῶ πέφτουν σέ βαρύτατες ἁμαρτίες, καί ὅλη ἡ ζωή τους εἶναι μιά ἁμαρτία, δέν πολυνοιάζονται νά τακτοποιήσουν τήν ψυχή τους. Ὄχι ὅτι ξεκόβουν ἐντελῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία. Θά πᾶνε στόν ναό τό Πάσχα, θά πᾶνε στή γιορτή τους ἤ κάποια ἄλλη φορά. Καμιά φορά πηγαίνουν καί κοινωνοῦν, καθώς δέν στοιχίζει τίποτε, ἤ θά κάνουν ὅ,τι ἄλλο, γενικῶς ὅμως εἶναι ἀδιάφοροι. Δέν τούς ἀπασχολεῖ: Εἶναι ἐντάξει μέ τόν Θεό ἤ δέν εἶναι ἐντάξει; Εἶναι καθαρή ἡ ψυχή τους ἤ δέν εἶναι καθαρή; Τακτοποιήθηκαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Συγχωρήθηκαν γιά τά παραπτώματα στά ὁποῖα ὑπέπεσαν, γιά τίς πτώσεις τους, γιά τίς ἁμαρτίες τους; Δέν τούς ἀπασχολεῖ αὐτό.
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτούς πού εἶναι πάρα πολλοί, καί οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους χριστιανό καί θά μάλωναν μαζί μας, ἄν τυχόν ἀμφισβητούσαμε ὅτι εἶναι χριστιανοί, εἶναι καί ἄλλοι –πολλοί καί αὐτοί– χριστιανοί ὀρθόδοξοι, πού ἐξομολογοῦνται καί ξαναεξομολογοῦνται, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἴσως νά μήν ἔχουν καταλάβει καλά-καλά τί εἶναι αὐτό πού κάνουν, καί ἔτσι δέν τακτοποιεῖται ἡ ψυχή τους. Καί μολονότι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους μέλος τῆς Ἐκκλησίας –ἀλλά δέν ξέρουμε· ὁ Θεός τούς ἀναγνωρίζει ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, τοῦ σώματός του;– μολονότι πηγαίνουν καί ξαναπηγαίνουν στόν ναό, μολονότι εἶναι συνέχεια μέσα στόν ναό καί πηγαίνουν μάλιστα καί κοινωνοῦν, δέν εἶναι σέ καλή πνευματική κατάσταση.
Συμβαίνει μέ αὐτούς κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού γίνεται σέ κάποια μέλη τοῦ σώματός μας, πού δέν ἔχουν κανονική σχέση μέ τό ὅλο σῶμα, ὁπότε δέν παίρνουν κανονικά ζωή ἀπό τό ὅλο σῶμα καί παραμένουν ἀτροφικά. Μπορεῖ νά εἶναι ἕνα δάχτυλο, μπορεῖ νά εἶναι ὁλόκληρο χέρι, μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ἄλλο μέλος τοῦ σώματος. Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔχουν τή σχέση πού πρέπει νά ἔχουν μέ τό ὅλο σῶμα, παραμένουν ἀτροφικά.
{Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας}
Τά πρῶτα χρόνια, γιά νά γίνει κάποιος χριστιανός, ἔπρεπε ὄχι ἁπλῶς νά βαπτιστεῖ, ἀλλά νά μετανοήσει καί νά βαπτιστεῖ. Τά νήπια ἡ Ἐκκλησία τά βάπτιζε καί τά βαπτίζει, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἀντίδραση. Τόν μεγάλο ὅμως δέν δεχόταν ἡ Ἐκκλησία νά τόν βαπτίσει, ἐάν δέν εἶχε μετανοήσει. Αὐτό ἐφάρμοζε ἡ Ἐκκλησία τότε, πού γίνονταν σωστά τά πράγματα.
Θά πρέπει νά τονίσω ὅτι ὅπως δέν μπορεῖ νά γίνει κανείς χριστιανός, ἄν δέν μετανοήσει καί δέν βαπτιστεῖ, καί δέν ὑπάρχει ἀλλιῶς σωτηρία, διότι ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται (Μάρκ. 16, 16), ἔτσι, γιά ὅσους ἁμαρτήσουν καί προπαντός γιά ὅσους κάνουν θανάσιμα ἁμαρτήματα μετά τό βάπτισμα, δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας ἀπό τό δεύτερο βάπτισμα. Πρέπει νά τό ποῦμε καθαρά· ἔχουμε ὑποχρέωση νά τό ποῦμε. Ὅποιος τό δέχεται, καλῶς· ὅποιος ὅμως δέν τό δέχεται, ἔχει αὐτός τήν εὐθύνη. Τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως εἶναι ἀκριβῶς τό δεύτερο βάπτισμα.
Ὅπως ἕνας πού γεννιέται δέν μπορεῖ νά ξαναμπεῖ στήν κοιλιά τῆς μητέρας του καί νά ξαναγεννηθεῖ, ἔτσι δέν μπορεῖ νά ξαναβαπτιστεῖ κανείς. Αὐτός πού γεννήθηκε καί σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς του ἔπαθε κάτι –π.χ., ἔχει ὑποστεῖ κατάγματα ἤ ἔπαθαν κάτι κάποια μέλη, κάποια ὄργανα τοῦ σώματός του– ὅσο ὑγιής κι ἄν γεννήθηκε, ἐφόσον δέν φύλαξε τόν ἑαυτό του, ἐφόσον δέν πρόσεξε καί ἀρρώστησε, μπορεῖ καί νά πεθάνει, ἐάν ἀμελήσει. Ἀφοῦ λοιπόν δέν μπορεῖ νά ξαναμπεῖ στήν κοιλιά τῆς μάνας του, γιά νά ξαναγεννηθεῖ καί νά ἀρχίσει τή ζωή ἀπό τήν ἀρχή, χρειάζεται ἐπισκευή. Ἔτσι, καί σ᾿ ἐκεῖνον πού ἁμάρτησε μετά τό βάπτισμα, χρειάζεται ἐπισκευή. Καί τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως αὐτό κάνει. Εἶναι δεύτερο βάπτισμα, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι εἶναι βάπτισμα μέ τήν ἔννοια πού εἶναι τό πρῶτο βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο ὄντως ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, ὅπως ἕνα παιδάκι γεννιέται καί εἶναι καθ᾿ ὅλα ὑγιές.
{Σέ τί διαφέρει τό «δεύτερο βάπτισμα» ἀπό τό πρῶτο}
Ἐκεῖνος πού βαπτίζεται, ἄσχετα μέ τό τί ἦταν ὥς τήν ὥρα πού βαπτίζεται, γίνεται νέος ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος πού θά ἁμαρτήσει μετά τό βάπτισμα, ἐάν μετανοήσει, συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί σώζεται, ἐφόσον περάσει ἀπό τό μυστήριο τῆς μετανοίας. Ὅπως ὁ πρῶτος, γιά νά γίνει χριστιανός, πρέπει νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα, ἔτσι ὁ δεύτερος, γιά νά σωθεῖ, πρέπει νά περάσει ἀπό τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Τό ὁποῖο μυστήριο ἐπιδιορθώνει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός δέχεται τή μετάνοια καί συγχωρεῖ τόν ἄνθρωπο· καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία καί προχωρεῖ στήν πνευματική ζωή, προχωρεῖ στή σωτηρία. Ἀλλά ὅμως τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως δέν εἶναι ὅπως τό βάπτισμα. Γιά νά τό καταλάβετε, νά πῶ τό ἑξῆς. Ἐάν κάποιος πρίν βαπτιστεῖ διέπραξε τά χειρότερα ἁμαρτήματα, αὐτός ἅμα βαπτιστεῖ, εἶναι σάν νά μήν ἔκανε τίποτε. Ἕναν ὁ ὁποῖος εἶναι βαπτισμένος, ἐάν κάνει θανάσιμες ἁμαρτίες καί μετανοήσει, τόν δέχεται ἡ Ἐκκλησία –καί ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, καί ἅγιος μπορεῖ νά γίνει– ὅμως αὐτός δέν θεωρεῖται ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἁμάρτησε μετά τό βάπτισμα. Καί γι᾿ αὐτό, ἐάν κάνει κάποιος θανάσιμες ἁμαρτίες μετά τό βάπτισμα, δέν μπορεῖ νά γίνει κληρικός. Γιατί αὐτό; Θά ἐξηγήσουμε πιό κάτω.
Ἡ Ἐκκλησία ξέρει τί κάνει. Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι πού τά μπερδεύουμε καί μέ μιά μονοκονδυλιά τά ἰσοπεδώνουμε ὅλα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅλα τά κάνει μέ σοφία. Εἴπαμε, προβληματίστηκε ἡ Ἐκκλησία καί τελικά δέχθηκε τή μετάνοια αὐτῶν πού ἁμάρτησαν μετά τό βάπτισμα. Δέχεται τή μετάνοιά τους, τούς συγχωρεῖ, τούς καθαρίζει. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, προκειμένου νά πείσει τούς ἀκροατές του νά μετανοήσουν ὁπωσδήποτε καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους, λέει μέσα στόν ἐνθουσιασμό του ὅτι τόσο πολύ καθαρίζει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ὥστε οὔτε οὐλή μένει. Ἀλλοῦ ὅμως λέει –πού εἶναι τό πιό σωστό, τό πιό ἀκριβές– ὅτι γιατρεύεται πλήρως ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά μένει ἡ οὐλή, μένει δηλαδή ἕνα σημάδι. Ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν γεννηθεῖ κανείς ἀπό τή μάνα του, δέν ἔχει σημάδια, ἀλλά ἅμα σπάσει τό πόδι του ἤ τό χέρι του, ἅμα γδαρθεῖ, ναί μέν θά γιατρευτεῖ, ἀλλά θά μείνουν οὐλές, θά μείνουν κάποια σημάδια. Ἀπό αὐτό φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέχεται, συγχωρεῖ καί βοηθάει τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό νά γίνει καί ἅγιος ἀκόμη, καί μπορεῖ νά γίνει, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, μπορεῖ νά φθάσει κανείς στό σημεῖο νά ἀνασταίνει καί νεκρούς, ὅμως ἱερεύς –λέει ὁ ἅγιος– δέν μπορεῖ νά γίνει.
Παρακαλῶ πάρα πολύ, καθώς τά λέμε ἔτσι, καθόλου νά μήν περνάει ἀπό τό μυαλό μας ἡ σκέψη ὅτι μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε· ἀφοῦ ὑπάρχει μετάνοια, ἄρα μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε. Ὄχι· δέν εἶναι ἔτσι. Ἅπαξ καί εἶσαι βαπτισμένος, δέν ἐπιτρέπεται νά ἁμαρτάνεις. Ἄν ἁμάρτησες, ἁμάρτησες. Ἡ Ἐκκλησία θά σέ δεχθεῖ, θά σέ συγχωρήσει, θά σέ καθαρίσει, θά σέ ἁγιάσει. Ἀλλά ἀλίμονο, ἀλίμονο, ἐάν ἔχει κανείς ἔστω καί λίγο αὐτή τήν πονηριά μέσα του: Ὑπάρχει μετάνοια· ἄς ἁμαρτήσουμε. Δέν τό λέει ἀκριβῶς ἔτσι κανείς, ἀλλά βαθιά μέσα του μπορεῖ νά τό ζεῖ κάπως ἔτσι. Ὅσο γίνεται λοιπόν, μετά τό βάπτισμα νά μήν ἁμαρτάνουμε, καί μάλιστα νά μήν κάνουμε θανάσιμες ἁμαρτίες.
{Τό σημερινό ὄργιο μέ τά ρεύματα πού κυκλοφοροῦν}
Γίνεται τέτοιο ὄργιο σήμερα, καθώς κυκλοφοροῦν τόσα ρεύματα καί πνεύματα μέσα στή ζωή, μέσα στήν καθημερινή πραγματικότητα, μέσα στήν κοινωνία, πού, ἅμα δέν προσέξει κανείς, κι ἐγώ δέν ξέρω μέχρι ποῦ μπορεῖ νά πέσει καί τί μεγάλη ζημιά μπορεῖ νά κάνει στήν ψυχή του.
Αὐτές τίς μέρες ἀκόμη πιό πολύ σκεπτόμουν πάνω στό θέμα αὐτό, καί μήπως πρέπει ὡς χριστιανοί νά ἀντιδράσουμε πιό δυναμικά. Ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀρχίσουμε νά φωνάζουμε ἤ νά κυνηγοῦμε κάποιους ἤ νά κατηγοροῦμε κάποιους, ἀλλά νά ἀντιδράσουμε πιό δυναμικά ὡς πρός ἐμᾶς τούς ἴδιους. Δηλαδή, νά συνειδητοποιήσουμε ἀκόμη πιό πολύ τόν κίνδυνο πού διατρέχουμε καί νά φοβηθοῦμε καί νά τρέξουμε στήν Ἐκκλησία, νά τρέξουμε στόν Χριστό, γιά νά μᾶς σώσει.
Βλέπετε ὅτι μεταξύ τῶν ἄλλων τώρα ἀναφανδόν γίνεται λόγος γιά τόν σατανισμό, γιά τή λατρεία τοῦ σατανᾶ καί γιά ὅλα τά σχετικά· ἀναφανδόν. Καί μάλιστα ὄχι μόνο δέν τά ἐμποδίζει κανένας, ἀλλά ὑπάρχει μιά μανία –δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς θά τό ὀνόμαζα– μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων νά θέλουν νά ἀκούσουν γι᾿ αὐτά, νά μάθουν γι᾿ αὐτά, νά θέλουν νά τά δοῦν αὐτά. Ἄλλο εἶναι νά πληροφορηθεῖ κανείς, ἁπλῶς γιά νά λάβει τά μέτρα του, καί ἄλλο σάν νά θέλει κανείς νά μυηθεῖ σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα.
Βλέπετε τί γίνεται! Ὁ τρόπος πού συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ὁ τρόπος πού ντύνονται, πού χτενίζονται –πού δέν εἶναι σουλουπωμένοι, δέν εἶναι συμμαζεμένοι, πού δέν ἔχουν σωφροσύνη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου– σέ τελευταία ἀνάλυση σάν νά ἔχει κάτι τό σατανικό. Δέν τό καταλαβαίνουν οὔτε τό δέχονται ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά αὐτό δείχνουν τά πράγματα. Σάν νά ἔχει κάτι τό σατανικό ὁ τρόπος πού περπατοῦν, ὁ τρόπος πού κάθονται, πού μιλοῦν, πού ἐκδηλώνονται. Ὑπάρχει μιά τάση οἱ ἄνθρωποι νά ξεφεύγουν ἀπό ἐκεῖνο πού εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί νά θέλουν νά εἶναι χρωματισμένοι καί ἐμποτισμένοι ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα.
Εἶναι πολύ σοβαρά τά πράγματα· πάρα πολύ σοβαρά. Ἁμαρτάνουν ἀσυλλόγιστα οἱ ἄνθρωποι· ἁμαρτάνουν χωρίς κανέναν φραγμό. Καί ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται καλοί χριστιανοί ἁμαρτάνουν, καθώς δέν γίνεται ἁπλῶς προσπάθεια νά διαδοθοῦν κάποιες ἰδέες, ἀλλά τό πνεῦμα πού διέπει τήν ὅλη κατάσταση εἶναι: «Τί θά πεῖ ἁμαρτία; Ποῦ ὑπάρχει ἁμαρτία; Δέν ὑπάρχει καμιά ἁμαρτία. Κάνε ὅ,τι θέλεις, κάνε ὅ,τι σοῦ ἀρέσει. Γιατί, ἄν δέν κάνεις ὅ,τι σοῦ ἀρέσει, θά καταπιέσεις τόν ἑαυτό σου καί θά πάθεις ἔτσι καί θά πάθεις ἀλλιῶς». Καί βρίσκεται σέ μιά διάλυση ὁ ἄνθρωπος.
Ὀφείλουμε ὡς χριστιανοί νά ἀντιδράσουμε. Ὄχι, ἐπαναλαμβάνω, μέ τό νά κυνηγοῦμε κάποιους, ἀλλά μέ τό νά συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τί σημαίνει νά εἶσαι χριστιανός, τί σημαίνει χριστιανική ζωή, τί σημαίνει νόμος τοῦ Θεοῦ, ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί μέ τό νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐντολές του.
Τί εἶναι ἁμαρτία; Ἡ ἁμαρτία ἐστίν ἡ ἀνομία (Α΄ Ἰω. 3, 4). Καμιά φορά μπερδεύεται κανείς: «Δέν ξέρω κάτι ἄν εἶναι ἁμαρτία, ἄν δέν εἶναι ἁμαρτία…» Μήν μπερδεύεσαι. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀνομία, δηλαδή καθετί ἀντίθετο μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ πρῶτος νόμος τοῦ Θεοῦ, καθώς αὐτός εἶναι Θεός κι ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι, εἶναι ὅτι ὀφείλουμε νά ὑπακοῦμε σ᾿ αὐτόν, ὀφείλουμε νά πηγαίνουμε σ᾿ αὐτόν, νά τόν ἀγαποῦμε, νά ἐξαρτόμαστε ἀπό αὐτόν. Αὐτό δέν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι θέλει νά μᾶς ἔχει δούλους. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή ἡ ἀληθινή· ἔτσι ὑπάρχουμε ἀληθινά.
Τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος; Ἔκανε νόμο τόν ἑαυτό του. Καί μόνο πού κάνει νόμο τόν ἑαυτό του, ἤδη εἶναι παράνομος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καί ἤδη αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ἀλλά ὑπάρχουν καί οἱ συγκεκριμένες ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τό λέω ἀκόμη μιά φορά: ὅταν γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο γιά ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦνται μόνο οἱ δέκα ἐντολές –εἶναι κι ἐκεῖνες– ἀλλά ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Χριστός καί ὑπάρχουν μέσα στό Εὐαγγέλιο. Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητάς του: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν (Ματθ. 28, 19-20). Νά τούς διδάξετε νά τηροῦν ὅλα αὐτά πού σᾶς εἶπα ὡς ἐντολές.
15-9-1991