Συχνὰ παρατηροῦμε νὰ δημιουργοῦνται προβλήματα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μὴ διακριτικὲς ἐνέργειες μερικῶν μητροπολιτῶν. Ἐπιμένουν σὲ ἀποφάσεις τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὶς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ὡς «δεσπότες» ἔχουν πάντα δίκαιο! Δυστυχῶς, αὐτὸ παρατηρεῖται ἀπὸ ἀρχιερεῖς ποὺ ἔχουν γνώσεις, ἀλλὰ τοὺς λείπει ἡ ποιμαντικὴ εὐαισθησία.
Θυμᾶμαι τὴν περίπτωση ἑνὸς μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς ἱερεῖς νὰ μετακινήσουν τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν καθιερωμένη θέση, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου ἦταν ὑψωμένος καὶ ὁρατὸς ἀπὸ τὸν λειτουργό. Τόνιζε ὅτι αὐτὸ ἦταν νεωτερισμὸς τῶν τελευταίων δεκαετιῶν! Γιατί ὅμως ἦταν ἀσέβεια καὶ βεβήλωση; Δὲν δεχόταν ὅτι ἡ παράδοση ἔχει μία ἀδιάκοπη ἐξέλιξη, ποὺ ἄλλοτε ξεκινάει ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὶς πρακτικὲς δυσκολίες, ποὺ ἔπρεπε νὰ ξεπερασθοῦν μὲ μικρὲς καὶ ἐπουσιώδεις ἀλλαγές. Παράλληλα ὁ ἴδιος προχωροῦσε σὲ χειροτονίες ἱερέων χωρὶς κανένα ἔλεγχο καὶ μέσα σὲ λίγους μῆνες εἶχε «ἐμπλουτίσει» τὴ μεγάλη του μητρόπολη μὲ ἑκατὸν πενῆντα ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὅπως μπῆκαν στὴν ἱερωσύνη, χωρὶς καμιὰ γνώση καὶ εὐσέβεια, ἔτσι καὶ συναξιοδοτοῦνται! Φαντάζεται κανεὶς τὸ ἔργο τους στὶς ἐνορίες ποὺ τοποθετοῦνταν. Οἱ πιστοὶ εἶχαν συνηθίσει τὸ σκανδαλώδη βίο τους καὶ τὴν ἀναξιότητά τους καὶ θλίβονταν ποὺ οἱ ἴδιοι ἦταν ἄτυχοι. Γι’ αὐτὸ τὸ κατάντημα, πνευματικὸ ἔγκλημα θὰ τὸ χαρακτήριζα, ποτὲ κανένας ἁρμόδιος δὲν εἶχε ἀσχοληθεῖ. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἐπαινέσουμε τὸν ὑπέρμαχο τῆς ἀρχαίας παράδοσης πού μετακίνησε ἀπὸ τοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τὸν Ἐσταυρωμένο, τὴν ὥρα πού κατέστρεψε πνευματικὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μητρόπολής του μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀναξίων κληρικῶν πού εἶχε χειροτονήσει; Πράγματι διυλίζουμε τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουμε τὴν κάμηλον!
Οἱ πιστοὶ δὲν πηγαίνουν στὸ ναὸ, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὸν ἀρχιερέα καὶ νὰ συμψάλουν μὲ τοὺς ἱεροψάλτες τὰ ἀδιάκοπα «εἰς πολλὰ ἔτη, Δέσποτα», ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, νὰ παρηγορηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ βρίσκονται στὸ ναὸ καὶ οἱ ἱερεῖς μὲ τὸν ἀρχιερέα τους. Γιατί ὅμως οἱ διάκονοι τοῦ ναοῦ βλέπουν ὡς ἐμπόδιο τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὸν ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα;
Γιατί δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ καὶ γιατί δὲν αἰσθάνονται τουλάχιστον ἄβολα ὅταν λειτουργοῦν, φορώντας ἐντυπωσιακὰ καὶ βαρύτιμα ἄμφια καὶ τὰ περίτεχνα διακριτικὰ τῶν ὀφφικίων; Γιατί τοὺς ἐνοχλεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ δὲν τοὺς ἐλέγχει ἡ συνείδησή τους γιὰ τὴν ὑποκριτικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ εὐθύνη τους μετατρέπεται σὲ θεατρικὴ παράσταση;
Οἱ νέοι μητροπολίτες, καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἀσχολοῦνται μὲ λεπτομέρειες καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ βοοῦν καὶ προκαλοῦν τοὺς συνειδητοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς κοσμικούς. Δυστυχῶς, δὲν ἀξιοποιοῦν τοὺς ἔμπειρους κληρικοὺς καὶ ἀναθέτουν ὅλες τὶς ἁρμοδιότητες σὲ νεαροὺς κληρικούς, συνήθως ἄγαμους τοῦ ἰδίου φυράματαος, οἱ ὁποῖοι αὐξάνουν τὰ προβλήματα ἀντὶ νὰ τὰ ἐπιλύουν.
Μὲ αὐτὴ τὴ νοοτροπία καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλπίζει ὅτι αὔριο τὰ πράγματα θὰ εἶναι καλύτερα καὶ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θὰ φέρει τοὺς ἀναμενόμενους πνευματικοὺς καρπούς;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική.