Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Φιλ. δ, 8) μᾶς συμβουλεύει: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε·» (: Καὶ τώρα ἀπομένει, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς ἀπευθύνω καὶ μία ἄλλη προτροπή: Ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα εἶναι σεμνὰ καὶ σεβαστά, ὅσα εἶναι δίκαια, ὅσα εἶναι ἀμόλυντα καὶ ἁγνά, ὅσα εἶναι προσφιλῆ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, ὅσα ἔχουν καλὴ φήμη, καθὼς καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετὴ καὶ ὁποιοδήποτε καλὸ ἔργο πού εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτὰ νὰ συλλογίζεσθε καὶ νὰ προσέχετε, γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε καὶ στὴ ζωή σας).
- Μᾶς λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τότε καὶ ἡ θεία βοήθεια ἔρχεται σ’ ἐμᾶς ἄφθονη, ὅταν κι ἐμεῖς συμβῆ νὰ ἐπιδείξουμε πολλὴ ἀρετή». «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἐνάρετο τρόπο ζωῆς του κερδίζει τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ Κυρίου, ἔχει πάρα πολὺ μεγάλο σύμμαχο, ἀκατανίκητο βοηθὸ καὶ πολλὴ ἐνίσχυση ἀπὸ ἐκεῖ».
«Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο γιὰ τὸν Θεό, αὐτὴ εἶναι ἡ θυσία ποὺ γίνεται δεκτή, αὐτὴ εἶναι προσφορὰ παρὰ πολὺ ἀρεστή, ὄχι τὸ νὰ θυσιάζη κανεὶς πρόβατα καὶ μοσχάρια, ἀλλὰ τὸ νὰ πράττη ἔργα ἀρετῆς».
- Στὸ Συναξαριστὴ 1ης Ἰουνίου ἀναφέρεται ἕνα παράδειγμα, πῶς ὁ Θεὸς ακούει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀρετῆς:
«Ζοῦσε κάποτε στὴν Γαλάτια τῆς Παφλαγονίας, στὴν Μικρὰ Ἀσία, ἕνας γεωργὸς μὲ τὸ ὄνομα Μέτριος. Αὐτὸς λοιπὸν ζήλεψε τὸν γείτονά του, ὁ ὁποῖος εἶχε τρεῖς γιούς, ποὺ τοὺς προώριζε γιὰ εὐνούχους καὶ ἀξιωματικοὺς τῶν βασιλέων τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο, παρακαλώντας Τον νὰ χαρίση καὶ σ΄αὐτὸν ἕνα γιό, γιὰ νὰ τὸν στηρίξη στὰ γεράματά του καὶ ἔτσι νὰ δοξάζη τὸ ὄνομά Του.
Ἀφοῦ πῆγε στὴν ἐτήσια πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας καὶ πούλησε καὶ ἀντάλλαξε τὰ ἐμπορεύματά του, ἀναπαύθηκε σὲ ἕνα λιβάδι μὲ νερὸ μαζὶ μὲ τὰ ζῷα του. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα παλαιὸ πορτοφόλι πεταμένο κατὰ γῆς ποὺ εἶχε μέσα χίλια πεντακόσια φλουριά. Χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξη τὸ πῆρε μαζί του, ὅπως ἦταν σφραγισμένο, καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι του τὸ τοποθέτησε σὲ ἕνα ἀσφαλὲς μέρος καὶ δὲν εἶπε σὲ κανένα τίποτα. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ψέμα, ἐὰν κάποιος θεωροῦσε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο Ἄγγελο ἢ Ἅγιο.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ὁ γεωργὸς ὁ Μέτριος πῆγε πάλι στὴν πανήγυρη νὰ πουλήση τὰ ἐμπορεύματά του καὶ νὰ ἀγοράση τὰ ἀναγκαῖα, ἔχοντας μαζί του τὸ πορτοφόλι σφραγισμένο, ὅπως τὸ εἶχε βρῆ. Ἀφοῦ πούλησε τὰ ἐμπορεύματά του πολὺ γρήγορα, πῆγε πάλι στὸ ἴδιο λιβάδι νὰ ξεκουρασθῆ καὶ κάθισε ἐκεῖ παρατηρώντας τοὺς διαβάτες. Ἐμφανίσθηκε τότε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε χάσει τὸ πορτοφόλι του καὶ ὅταν εἶδε τὸν γεωργὸ ἄρχισε νὰ στενάζη ἀπὸ καρδιᾶς. Ὁ Μέτριος τὸν ρώτησε τί τοῦ συμβαίνει καὶ ἐκεῖνος μὲ δυσκολία τοῦ εἶπε τὸν πόνο του. Τοῦ διηγήθηκε πὼς ἦταν μεγάλος ἔμπορος καὶ εἶχε ἔλθει στὴν πανήγυρη τὴν προηγούμενη χρονιά. Ἀφοῦ πούλησε τὰ ἐμπορεύματά του, ἔβαλε σὲ πορτοφόλι χίλια πεντακόσια φλουριά, τὸ ἔδεσε μὲ ἀσφάλεια καὶ ἦλθε στὸν τόπο αὐτὸ, ὅπου τὸ ἔχασε. Ἔτσι εἶχε καταντήσει πολὺ πτωχός, ἐνῷ ἦταν πλούσιος καὶ δὲν θεωροῦσε ὅτι ὁ γεωργὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση, γιατί ἦταν καὶ αὐτὸς πολὺ πτωχός.
Τότε ὁ Μέτριος ὁ γεωργὸς κατάλαβε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε χάσει τὸ πορτοφόλι ποὺ εἶχε βρῆ καὶ τὸ ἔφερε καὶ τοῦ τὸ ἔδειξε. Ἐκεῖνος ὅταν τὸ εἶδε σφραγισμένο, ὅπως τὸ εἶχε δέσει, καὶ μάλιστα ὅτι τοῦ τὸ ἔδινε ἕνας τέτοιος πτωχὸς ἄνθρωπος, ἔπεσε χάμω σὰν νεκρός. Ὁ γεωργὸς τὸν ρώτησε, ἂν ἦταν πράγματι δικό του καὶ αὐτὸς μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι δικό του. Τότε ὁ γεωργός τοῦ ζήτησε νὰ τὸ ἀνοίξουν καὶ ἂν ἔχει μέσα τόσα φλουριὰ ὅσα ἔλεγε, θὰ ἦταν σίγουρα δικό του. Τὸ ἄνοιξαν καὶ μέτρησαν μαζὶ τὰ φλουριὰ καὶ βρῆκαν ὅτι ἦταν πράγματι χίλια πεντακόσια. Τὸν παρακίνησε λοιπὸν ὁ ἔμπορος νὰ πάρη τὰ πεντακόσια φλουριὰ αὐτός, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἐπείθετο νὰ πάρη οὔτε ἕνα ὀβολό.
Ἀκολούθησε λοιπὸν ὁ καθένας τὸν δρόμο του, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχαιρέτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἐκείνη τὴν νύχτα ὅταν κοιμήθηκε ὁ γεωργὸς στὸ πτωχό του κρεβάτι, ἦλθε σ’ αὐτὸν ἕνας Ἄγγελος λαμπρὸς καὶ τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι, ἐπειδὴ ἔτσι εἶχε πράξει, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάρισε ἕνα ἀγόρι καὶ ὅτι αὐτὸ θὰ γίνη ὅπως αὐτὸς ἐπιθυμοῦσε. Ἐπίσης τοῦ εἶπε πὼς αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ πάη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ θὰ δοξασθῆ ἐπὶ γῆς καὶ ὅτι θὰ φέρη στὸ γένος πολλὰ ἀγαθά. Ὅταν ξύπνησε ὁ γεωργὸς δόξασε τὸν Θεό. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ γεννήθηκε τὸ ἀγόρι καὶ πάλιν ἐνεφανίσθη σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ θὰ εἶναι Κωνσταντῖνος. Ἀφοῦ ὀνομάσθηκε τὸ παιδὶ ἔτσι μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἀφοῦ μεγάλωσε καὶ ἔμαθε λίγα ἱερὰ γράμματα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν παρέλαβε ἡ βασίλισσα καὶ τὸν συνέστησε στὸν βασιλέα τὸν Λέοντα τὸν Σοφό, τὸν γιὸ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα, ὁ ὁποῖος ἐδόξασε τὸν παιδὶ καὶ τὸν ἔκανε Πατρίκιο καὶ θαλαμηπόλο. Ἔτσι ἀπήλαυσαν κάθε ἀγαθὸ οἱ γονεῖς του καὶ ὅλο τὸ γένος του.
Αὐτὸν τὸν εὐλογημένο καὶ χαριτωμένο Μέτριο πρέπει νὰ μιμοῦνται καὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, ὥστε νὰ εὐτυχήσουν σὰν κι αὐτόν. Ἔτσι, ὅταν βρίσκουν κάτι ποὺ ἔχει χάσει κάποιος, ἂς μὴ τὸ κρατοῦν, διότι αὐτὸ θεωρεῖται κλοπή, καὶ μάλιστα ὅταν ξέρουν σὲ ποιὸν ἀνήκει. Ἀλλὰ ἂς τὸ κάνουν γνωστὸ καὶ ὅταν βρεθῆ ὁ κύριός του ἂς τοῦ τὸ δίνουν χωρὶς νὰ ζητοῦν δῶρα δηλαδὴ εὑρετικά. Ἔτσι πρέπει νὰ κάνουν οἱ Χριστιανοί, σύμφωνα μὲ τὸν ια΄ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας ποὺ λέει: «Ὅσοι ἄνθρωποι τηροῦν αὐτὴ τὴν ἐντολή, πρέπει νὰ τὴν ἐκτελοῦν χωρὶς καμία αἰσχροκέρδεια καὶ νὰ μὴ ἀπαιτοῦν εὕρετρα ἢ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζονται αὐτά».