ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΩΤΟΥ
Άπό τό βιβλίο πού ἐξέδωσε ἡ Ιερά Μονή Φιλοθέου Αγίου 'Όρους μέ τις έπιστολές τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ιωσήφ υπάρχει καί ἡ αυτοβιογραφία του περιληπτικά, άπό τήν ὁποία δανειζόμεθα μόνο μερικές άπό τίς θεωρίες του πού έχουν σχέσι μέ τήν διπλή κατάστασι τῆς ἄλλης ζωῆς. Διηγεῖται λοιπόν ὁ ΓέροΊωσήφ γιά τόν ἑαυτό του τά ἐξῆς:
«Λοιπόν μία νύκτα, καθώς προσευχόμουν, ήλθα πάλι σέ θεωρία καί ὁ νοῦς μου αρπάχθηκε σ' ένα κάμπο. Ἐκεῖ ήταν κατά σειράν μοναχοί συγκεντρωμένοι γιά μάχη. Ἕνας ψηλός στρατηγός ήλθε πλησίον μου καί μοῦ λέγει: «Θέλης νά μπής καί νά πολεμήσης στήν πρώτη γραμμή;». Καί ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ότι πολύ επιθυμώ νά μονομαχήσω μέ τούς απέναντι μου μαύρους δαίμονες πού σάν σκυλιά ώρύοντο καί μόνη ἡ θεωρία τους σοῦ προξενοῦσε φόβο. Άλλά σέ μένα δέν ύπήρχε φόβος, διότι εἶχα τόση μανία, όπου ήθελα καί μέ τά δόντια μου νά τούς ξεσκίσω. Είναι ἀλήθεια, ότι καί ώς κοσμικός ήμουν άνθρωπος μέ άνδρεία ψυχή. Τότε λοιπόν μέ ξεχωρίζει ό στρατηγός ἐκεῖνος άπό τίς γραμμές πού ήταν τό άλλο πλήθος τών πατέρων. Ἀφοῦ περάσαμε τρεις ή καί τέσσερις γραμμές, μ' έφερε στήν πρώτη γραμμή, όπου ήταν ένας ἤ δύο άκόμη κατά πρόσωπο τών αγρίων δαιμόνων. Τότε αύτοί ήταν έτοιμοι νά ορμήσουν καί έγώ έπνεα πῦρ καί μανία έναντίον τους. Ἐκεῖ μέ άφησε λέγοντας: «Όποιος ἐπιθυμεῖ νά πολεμήση ανδρείως μέ αύτούς, έγώ δέν τόν εμποδίζω, άλλά τόν βοηθώ.
......................................................................................................................................................
Τελικά τήν νύκτα έκείνη ήλθα πάλι σέ έκστασι. Καί βλέπω ένα μέρος ευρύχωρο καί θάλασσα πού τό έχώριζε. Σ' αύτή τήν εύρυχωρία ήταν παντού στρωμένες παγίδες καί κρυμμένες, ώστε νά μή φαίνονται. Έγώ ήμουν σ' ένα μέρος πολύ ψηλό καί τά έβλεπα όλα άμφιθεατρικά. Άπ' αύτό τό μέρος έπρεπε νά περάσουν όλοι οί μοναχοί. Ἀπὸ δέ τό μέρος τῆς θαλάσσης ἦταν ἕνας δράκοντας φοβερός δαίμονας ἀπὸ τά μάτια τοῦ ὁποίου ἔβγαιναν φλόγες. Ἦταν έξαγριωμένος καί έβγαζε τό κεφάλι του καί έκοίταζε, έάν οί μοναχοί πιάνονται στίς παγίδες. Διαβαίνοντας άπό ἐκεῖ οί μοναχοί ανυποψίαστοι, άλλοι έπιάνοντο άπό τόν λαιμό, άλλοι άπό τά χέρια, άλλοι άπό τά πόδια καί άλλοι άπό τήν μέση. Βλέποντας αύτά ό δαίμων ήταν πλήρης χαράς καί άγαλλιάσεως. Ἐγώ τότε έλυπούμην πολύ καί έκλαιγα. Άχ, έλεγα, πονηρέ δράκοντα, τί μάς κάνεις καί πώς μάς πλανάς! Τότε ήλθα πάλι ξαφνικά στόν εαυτό μου καί στόν τόπο πού ευρισκόμουν, δηλαδή στό ταπεινό καλυβάκι μου
Μία άλλη φορά έπήγαινα σέ καιρό νυκτός στόν Γέροντά μου νά τοῦ ειπώ τούς λογισμούς μου καί νά κοινωνήσω. Καθισμένος λίγο σ' ένα βραχάκι καί λέγοντας τήν εύχή, άκουσα μία γλυκειά φωνή, όπου κελαηδούσε ένα πουλί. Ό νοῦς μου συνηρπάγη άπ' αύτή τήν φωνή καί άκολουθοῦσα αύτή τήν φωνή νά ιδώ ποῦ είναι αύτό τό πουλί καί κελαηδεί τόσο ωραία. Παρατηρώντας έδώ καί ἐκεῖ, ένόμισα ότι μπήκα σ' ένα ωραίο λιβάδι άπό ένα δρόμο χιονόλευκο καί μέ κρυστάλλινα τείχη. Μέσα άπό τά τείχη ήταν χρυσόχρωμα καί πολυποίκιλα άνθη, τότε ό νους μου λησμόνησε τήν λαλιά τοῦ πουλιοῦ καί αιχμαλωτίσθηκε στήν θεωρία τοῦ Παραδείσου.
Προχωρώντας μέσα, είδα ένα παλάτι ψηλό καί θαυμάσιο, πού έξέπληττε τόν νοῦ καί τήν διάνοια. Στήν θύρα αύτοῦ στεκόταν ή Παναγία μας καί βαστοῦσε τόν γλυκύτατο Ίησοῦ στήν άγκαλιά της. Όλη ήταν κατάλευκη σάν τό χιόνι καί άστραφτε άπό θεία δόξα. Πλησιάζοντας έγώ τήν άσπάσθηκα καί έκείνη μέ άγκάλιασε καί κάτι μοῦ εἶπε. Δέν λησμονώ τήν άγάπη πού μοῦ έδειξε ώς γνήσια Μητέρα. Τότε έγώ, χωρίς φόβο καί συστολή, ήλθα πλησίον της, καθώς πλησιάζω στήν εικόνα της. Καί ό,τι κάνει ένα μικρό καί άθώο παιδάκι, όταν ιδή τήν μητέρα του, αύτό έκανα καί έγώ. Πώς έφυγα άπό κοντά της, δέν μπορώ νά τό γνωρίζω. Κατόπιν άπό άλλο δρόμο ευρέθηκα στό λιβάδι, όπου ήταν μία ωραία κατοικία. Αύτοί πού έμεναν έκεῖ μοῦ έδωσαν κάποια εύλογία καί μοῦ είπαν, ότι όποιος περάση άπό έδώ, όπου είναι ό κόλπος τοῦ Αβραάμ, τοΰ προσφέρουμε μία εύλογία. Ἔτσι έφυγα άπό έκεῖ καί ήλθα πάλι στόν εαυτό μου ευρισκόμενος στό βραχάκι, όπου είχα άκουμπήσει νά ξεκου ρασθώ
......................................................................................................................................................
Μία φορά ήμουν τόσο θλιμμένος, ώστε ή ζωή μου ήταν ένα συνεχές μαρτύριο. Τίς περισσότερες φορές υπέφερα άπό τούς άλλους, πού, ένώ ήθελα νά τούς βοηθήσω νά σωθούν, εκείνοι μέ έχλεύαζαν καί τούς έπιανε ό πειρασμός.
Ευρισκόμενος λοιπόν σέ μιά τέτοια οδύνη καί πόνο, ήλθα σέ θεωρία. Καί, όπως έβάδιζα, εύρέθηκα σ' ένα κάμπο, πού τό έδαφος του ήταν λευκό σά τό χιόνι. Γεμάτος άπορία καί έκστασι έλεγα: Πώς εύρέθηκα σ' αύτό τόν ωραίο τόπο; Καί ζητούσα νά φύγω μήπως μέ συναντήση κανείς καί μέ μαλώση, διότι χωρίς τήν άδεια κάποιου έμπήκα μέσα έκεῖ. Κοιτάζοντας δεξιά και άριστερά νά εύρω θύρα εξόδου, είδα μία ύπόγεια θύρα στήν όποία μπήκα μέσα. Ἐκεῖ μέσα ήταν ό ναός τής Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκάθοντο έκεῖ πολλοί νέοι στολισμένοι μέ θαυμάσιες καί ολόχρυσες στολές. Είχαν ένα κόκκινο σταυρό στό στήθος καί εμπρός στό μέτωπο. Ἕνας άπ' αύτούς σηκώθηκε άπό τόν θρόνο του, ήταν σάν στρατηγός, καί μου λέγει:
Ἔλα μέσα, διότι έσένα περιμέναμε.
Συγχώρεσέ με, τοῦ λέγω, δέν είμαι άξιος νά καθίσω αὐτοῦ, άλλά άρκεῖ μόνο νά στέκωμαι μπροστά στά πόδια σας.
Ἐκείνος, άφοῦ χαμογέλασε, μέ άφησε μπροστά στό τέμπλο, όπου ἡ εικόνα τής Παναγίας, καί είπε:
Κυρία καί Δέσποινα τοῦ παντός, Βασίλισσα τών Αγγέλων, Άχραντε, Θεοτόκε Παρθένε, δείξε τήν χάρι σου στόν δοΰλο σου αύτόν, ό όποιος πάσχει τόσο γιά τήν άγάπη σου, γιά νά μή καταβληθή άπό τήν θλῖψι του.
Ξαφνικά έξήλθε τόση λαμπρότης άπό τήν θεία εκείνη εικόνα καί τόσο έφάνη ωραία καί ολόσωμη Ἡ Παναγία, ώστε έπεσα κάτω στά πόδια της μή μπορώντας νά τήν άτενίσω καί κλαίγοντας έφώναζα:
Συγχώρεσέ με Μανούλα μου, πού έξ άγνοιας μου σέ λυπώ!
Ἔτσι, βρεγμένος άπό τά δάκρυά μου καί γεμάτος άπό χαρά, έπανήλθα στόν εαυτό μου».
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου