Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 10,32-45)
Toυ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα…» (Μᾶρκ. 10,33)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν· εἶνε ἀκόμη μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ 47 ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε μὲ αὐστηρὴ ἄσκησι πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ εἶχε πνευματικὸ πατέρα τὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ, στὸν ὁποῖον ἄφησε τὴν ἐντολὴ «Θάψε, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, τὸ λείψανο τῆς ταπεινῆς Μαρίας» (Σωφρον. Ἰερ., Βίος Μαρ. Αἰγ., λη΄· P.G. 87Γ΄,3724c).
–Μά, θὰ πῇ κανείς, ἐγὼ εἶμαι φτωχός, δὲν ἔχω λεφτὰ οὔτε γιὰ εἰσιτήριο ἐντὸς τῆς πόλεως· πῶς νὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα;
Μπορεῖ κάποιος νά ᾽νε πλούσιος καὶ νὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ
ὅμως νὰ εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα· κ᾽ ἐσὺ μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχαδάκι
χωρὶς φράγκο στὴν τσέπη, καὶ ὅμως νὰ βρεθῇς πολὺ κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα·
νὰ ἔχῃς κάνει τὴν καρδιά σου Ἰεροσόλυμα.
Πῶς γίνεται αὐτό; Δῶστε λίγη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Μᾶρκ. 10,32-45).
* * *
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς
Ἰεροσόλυμα», λέει ὁ Κύριος. Στὸ εὐαγγέλιο σήμερα βλέπουμε, ἀγαπητοί μου,
δυὸ ἀντίθετα πράγματα· διαφορετικὰ σκέπτεται ὁ Χριστός, καὶ
διαφορετικὰ οἱ ἀπόστολοι μαθηταί του. Γιατί αὐτὴ ἡ διαφορά; Δὲν θά
᾽πρεπε οἱ μαθηταί, μὲ τὸ νοῦ καθαρισμένο ἀπὸ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις, νὰ
ἔχουν λογισμοὺς ὑψηλούς, αἰσθήματα μεγάλα ποὺ ἐμπνέει ἡ διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ; Καὶ ὅμως δὲν συναισθάνονται τί σημαίνει ὅτι τώρα ὁ Χριστὸς
ἀνεβαίνει στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἀνέβηκε καὶ ἄλλοτε· ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν, τότε ποὺ ἡ Παναγία
τὸν ἔφερε καὶ προσκύνησε στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος (βλ. Λουκ. 2,42 κ.ἑ.).
Πολλὲς φορὲς ἀνέβηκε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ τώρα εἶνε ἡ τελευταία φορά·
ἄρχισε ἡ πορεία τοῦ θανάτου. Γνωρίζει λεπτομερῶς τί θὰ συμβῇ μέσα στὴν
ἁγία πόλι. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουμε οὔτε τί θὰ συμβῇ σήμερα, ἂν
θὰ φτάσουμε τὸ βράδυ στὸ σπίτι μας· ἀλλὰ ὁ Κύριος ὡς Θεὸς γνωρίζει ὅλο
τὸ μέλλον. Προφητεύει λοιπὸν καὶ λέει στοὺς μαθητὰς ὅτι· Στὰ Ἰεροσόλυμα
ποὺ πᾶμε θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ σύρουν ἀπὸ κριτήριο σὲ κριτήριο, θὰ μὲ
καταδικάσουν, θὰ μὲ ἐμπαίξουν, θὰ μὲ μαστιγώσουν, θὰ μὲ φτύσουν, θὰ μὲ
σταυρώσουν, ἀλλὰ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀναστηθῶ. Αὐτὰ λέει· καὶ τ᾽ ἀκοῦνε
οἱ μαθηταί.
Ἀκούγοντας αὐτὰ τί ἔπρεπε νὰ νιώσουν; Δὲν θά ᾽πρεπε νὰ
συμπονέσουν, νὰ δείξουν συμπάθεια στὸν Διδάσκαλο ποὺ βαδίζει πρὸς τὸ
μαρτύριο; Καὶ ὅμως δὲν κατάλαβαν, δὲν αἰσθάνθηκαν τὸν πόνο τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα, ἐνῷ ὁ ἐκεῖνος τοὺς μιλοῦσε γιὰ ἀγκάθινο
στεφάνι καὶ καρφιά, οἱ δυὸ πιὸ ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ
Ἰάκωβος, πλησιάζουν καὶ τί τοῦ ζητᾶνε· Κύριε, λέει, νὰ μᾶς κάνῃς
ὑπουργοὺς καὶ νὰ μᾶς δώσῃς τὰ ἰσχυρότερα ὑπουργεῖα. Ναί, αὐτό τὸ νόημα
ἔχουν σὲ σημερινὴ γλῶσσα τὰ λόγια τους «Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου
καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μᾶρκ. 10,37). Εἶχαν
κι αὐτοὶ τὴν ἐσφαλμένη ἰδέα περὶ παγκοσμίου κυριαρχίας τῆς ἑβραϊκῆς
φυλῆς· νόμιζαν, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ
γκρεμίσῃ τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς, θὰ γίνῃ βασιλιᾶς σὰν τοὺς ἄλλους,
κι αὐτοὶ δίπλα του θὰ καταλάβουν τὰ ὕψιστα ἀξιώματα!…
Ποιός δὲν ἀπορεῖ ὅταν ἀκούῃ τέτοια λόγια, ποιός δὲν
«ἀγανακτεῖ»; (βλ. ἔ.ἀ. 10,41). Τί λύπη θὰ αἰσθάνθηκε ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα
ἐκείνη! Ἀντὶ γιὰ ἕνα δάκρυ στὰ μάτια τους, δυὸ μαθηταί του ἐκείνη τὴν
ὥρα ζητοῦσαν κοσμικὰ μεγαλεῖα. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦταν, μὰ πόση ἀπόστασι
τοὺς χώριζε! Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι μπορεῖ νὰ πάῃ κανεὶς τοπικῶς στὰ
Ἰεροσόλυμα, ψυχικὰ ὅμως νὰ βρίσκεται πολὺ μακριά.
Καμμιά λοιπὸν ἐπαφὴ δὲν ὑπῆρχε τὴ στιγμὴ αὐτὴ μεταξὺ τῶν δυὸ
μαθητῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε νά ᾽ρθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ν᾽ ἀνοίξῃ τὶς
καρδιές τους, γιὰ νὰ καταλάβουν τί εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ τί εἶνε ἡ
βασιλεία του.
* * *
Ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τοὺς μαθητάς.
Μὰ ἐγὼ ἀπορῶ γιὰ κάτι ἄλλο· ἀπορῶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι, λέμε, τρία
χρονάκια κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ γρῦ δὲν κατάλαβαν ἀπὸ τὸ μυστήριό του.
Κ᾽ ἐμεῖς; Πόσα χρόνια ἐρχόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ;
Ἄλλος ἔρχεται ὅσα χρόνια ἔχει στὴν πλάτη του, καὶ ἄλλος 3, 4, 10,
20, 30, 50 χρόνια –ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μας–, μερικοὶ ἔχουν 60 χρόνια
μαθηταί. Πῆτε μου, σᾶς παρακαλῶ ἐν ὀνόματι Κυρίου, τί πήραμε ἀπ᾽ ὅλα
αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία ὅλο τὸ χρόνο; τί
ὠφεληθήκαμε, ποιά προκοπὴ κάναμε; Ξέρεις πῶς μοιάζουμε; εἴμαστε σὰν
ἐκεῖνο τὸ μαθητὴ ποὺ πάει σχολειὸ μὰ δὲν προχωρεῖ, δὲν εἶνε εἰς θέσιν
νὰ μάθῃ. Καθυστερημένοι μαθηταὶ εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ἀπορεῖτε γιὰ τοὺς
μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ· ἀπορῶ ἐγὼ πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς σημερινοὺς
Χριστιανούς. Ὅπως μπαίνουμε, ἔτσι βγαίνουμε· μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι
βγαίνουμε. Γιατί; Εἶνε μεγάλο θέμα αὐτό. Ἐὰν κάθε Κυριακὴ κάτι
παίρναμε, θὰ ἤμασταν ὅλοι ὄχι ἄνθρωποι, ὄχι Χριστιανοί, ἀλλὰ ἄγγελοι
μὲ φτερὰ καὶ θὰ πετούσαμε στὸν οὐρανό· ὅπως ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ μιά
φορὰ μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ἕνα λόγο μόνο ἄκουσε, καὶ συγκλονίστηκε.
Ἐμεῖς μπαίνουμε μέσα, καὶ ἄλλος μιλάει, ἄλλος βγάζει τὸ ῥολόι του,
ἄλλος χασμουριέται… Κατάρα μᾶλλον παρά εὐλογία παίρνουμε ἔτσι ὅπως
ἐκκλησιαζόμαστε.
Ποιά εἶνε ἡ αἰτία; τί φταίει ἆραγε; Ἂς ζητήσουμε νά ᾽ρθῃ
Πνεῦμα ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, νὰ καταλάβουμε τὸν προορισμό μας· νὰ
νιώσουμε πόσο ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἀμέλεια, πόσο ἀφήνουμε τὸν
καιρὸ νὰ φεύγῃ ἐνῷ ὁ Χριστὸς σαλπίζει «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν…»· ἰδού,
ἐμπρός, προετοιμάστε τὸν ἑαυτό σας! Ἐνῷ ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ σὲ ἄλλη ζωή,
ἀνώτερη ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων, τὴ ζωὴ τῶν κτηνῶν, ἐνῷ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ
μιὰ οὐράνια ζωή, ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε μὲ ἀναίδεια νὰ δείχνουμε
ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια. Κουροῦνες μπαίνουμε στὴν
ἐκκλησία, καὶ κουροῦνες μένουμε. Ἂν πᾶτε στοὺς προτεστάντες ἢ στοὺς
φράγκους, ὅλοι τους ἐκεῖ εἶνε συγκεντρωμένοι· κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴν
πιὸ ὡραία λατρεία, τὴ μόνη ζωντανὴ θρησκεία, δὲν τὴν ζοῦμε. Δὲν
πιστεύουν οἱ κληρικοί, δὲν πιστεύουν οἱ ψαλτάδες, δὲν πιστεύουν οἱ
ἐπίτροποι – νὰ λέμε ὠμὴ τὴν ἀλήθεια. Καὶ θὰ μᾶς κλείσῃ ὁ Θεὸς τὶς
ἐκκλησίες, γιατὶ δὲν ἐκτιμοῦμε τὴν δωρεά του. Μπορεῖ στὰ λόγια μου νὰ
εἶμαι σκληρός, ἀλλὰ εἶμαι ἀληθινός.
* * *
Ἔρχεται πάλι τὸ Πάσχα. Πῶς θὰ τὸ
ἑορτάσουμε; Τί εἶνε Πάσχα; Χριστὸς στὴν καρδιά! Τὸν ἔχουμε μέσα μας; Ὁ
Κύριος ἀνεβαίνει τελευταία φορὰ στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἕνα
πνευματικὸ ἐγερτήριο. Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε;
Ξέρετε τί φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου; μήπως πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅ,τι
ἔπαθε στὴν ἀρχαία ἐποχή, τὸν 4ο π.Χ. αἰῶνα, ἕνας τύραννος ὀλιγαρχικὸς
στὴ Θήβα ποὺ λεγόνταν Ἀρχίας. Αὐτὸς τὸ 379 π.Χ., ὅπως γράφει ὁ
Πλούταρχος, εἶχε ἕνα καλὸ φίλο, ὁ ὁποῖος ἔμαθε, ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ
Ἀρχία μὲ τὸν Πελοπίδα ἑτοιμάζονται νὰ πᾶνε νύχτα νὰ τὸν ἀνατρέψουν. Σὰν
φίλος, ἐνδιαφέρθηκε γι᾽ αὐτόν. Γράφει ἕνα γράμμα, τὸ σφραγίζει, τὸ
δίνει σ᾽ ἕναν ὑπηρέτη καὶ τοῦ λέει· Τρέξε, παιδί μου, νὰ προλάβῃς·
πήγαινε γρήγορα στὴ Θήβα, δός το αὐτὸ στὸν Ἀρχία καὶ πές του νὰ τ᾽
ἀνοίξῃ ἀμέσως. Ὁ ὑπηρέτης φτάνει ἐγκαίρως ἐκεῖ, καὶ βίσκει τὸν Ἀρχία νὰ
διασκεδάζῃ στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του. Δίνει τὸ γράμμα καὶ τοῦ λέει·
–Αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὸν φίλο σου καὶ μὲ διέταξε νὰ σοῦ πῶ ἐπειγόντως, νὰ τ᾽
ἀνοίξῃς ἀμέσως. Ὁ Ἀρχίας, ζαλισμένος ἀπὸ τὴ διασκέδασι, παίρνει τὸ
γράμμα καὶ τ᾽ ἀφήνει σὲ μιὰν ἄκρη λέγοντας τὴ φράσι ποὺ ἔμεινε
παροιμιώδης· –«Ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα»· (=αὔριο τὰ ἐπείγοντα), αὔριο
δηλαδὴ θ᾽ ἀνοίξω τὸ γράμμα. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα καὶ νᾶτοι οἱ
συνωμότες· ἦρθαν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸν ἔσφαξαν. Ὅταν κατόπιν ἀνοίχθηκε
ἡ ἐπιστολὴ ὅλοι ἔλεγαν· Τί ἀμέλεια, τί βλακεία ἔκανε λέγοντας «Αὔριο τὰ
σπουδαῖα»! Τὸ «αὔριο» δὲν ξημέρωσε γι᾽ αὐτόν.
Μὲ καταλάβατε; Στὴ θέσι τοῦ ὑπηρέτη εἶμαι κ᾽ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα,
καθὼς καὶ ὅλοι οἱ κήρυκες τοῦ θείου λόγου. Εἴμαστε ὑπηρέτες ἑνὸς φίλου
σας, ποὺ μᾶς στέλνει ἐπειγόντως νὰ σᾶς εἰδοποιήσουμε. Ποιός εἶνε ὁ φίλος
σας; Ἕνας εἶνε, δὲν ὑπάρχει ἄλλος στὸν κόσμο. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο καὶ θ᾽ ἀκούσετε τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Τετάρτης (Καὶ
νῦν. ἀποστίχ. ὄρθρ. Μ. Πέμπτ.) καὶ τῆς Μεγάλης Πέμπτης «Ὑμεῖς φίλοι
μού ἐστε» (Ἰω. 15,14 & Α΄ εὐαγγ.). Ἕνας εἶνε ὁ ἀληθινὸς φίλος μας, ὁ
Ἰησοῦς Χριστός· καὶ στέλνει ἐμᾶς τοὺς ὑπηρέτες καὶ σᾶς δώσουμε μία
σφραγισμένη ἐπιστολὴ ποὺ λέει· «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα»· νά,
«ἐσχάτη ὥρα ἐστί» (Α΄ Ἰω. 2,18). Τελευταία ὥρα εἶνε.
Ἐγὼ εὔχομαι, νὰ γιορτάσετε πολλὰ Πάσχα, νὰ γεράσετε, νὰ γίνετε
ἑκατὸ χρονῶν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν τὸ Πάσχα αὐτὸ εἶνε τὸ τελευταῖο.
Λοιπόν, ἀδέρφια μου, σᾶς εἰδοποιῶ· «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς
Ἰεροσόλυμα». Ἐμπρός ὅλοι, γυναῖκες – ἄντρες, μικροὶ – μεγάλοι!
«Ψυχαῖς καθαραῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι» (ὄρθρ. Μ. Τετ., εἱρμ. θ΄
ᾠδ.), μὲ καρδιὰ ἁγία καὶ χέρια τίμια, μὲ μετάνοια, δάκρυα καὶ
ἐξομολόγησι, μὲ συγγνώμη καὶ ἔλεος, μὲ φωτιὰ στὴν καρδιά, Χριστιανοὶ
ἀληθινοὶ ὄχι ψεύτικοι, νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό.
Ἂν τὰ κάνουμε αὐτά, σᾶς κάνω συμβόλαιο· τὸ Πάσχα τὸ φετινὸ θά
᾽νε τὸ ὡραιότερο· θά ᾽νε Πάσχα μὲ ἀγάπη καὶ θεία κοινωνία, μὲ τὸ Χριστό·
ἡ καρδιά σας θὰ γίνῃ Ἰορδάνης καὶ Ἰεροσόλυμα· καὶ ἀπὸ τὰ μικρὰ αὐτὰ
Ἰεροσόλυμα θ᾽ ἀνεβοῦμε «εἰς τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ» (Μ. Δευτ., αἶν.), «ὅπου
ἦχος καθαρὸς» ἁγίων, ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὑμνούντων «ἀπαύστως» καὶ
λεγόντων «Κύριε, δόξα σοι» (βλ. Μ. Τρίτ., αἶν.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀσωμάτων Θησείου – Ἀθηνῶν τὴν 19-4-1959. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-3-2023.