«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ποτέ δέν ἀρνεῖται ὁ φιλόστοργος Πατήρ μας Ἰησοῦς νά μᾶς ἐπιδαψιλεύσει τήν πλούσια καί χαροποιό Χάρι του. Εἶναι ὁ Πατήρ τῶν πτωχῶν, τῶν δυστυχισμένων, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀγαπᾶ ἀδιακρίτως τούς πάντας. Γι᾿ αὐτό καί τό Ὄνομά του εἶναι ΑΓΑΠΗ.
Βλέπω καθημερινά μέ πόση ἀγάπη καί πνευματική σοφία χειραγωγεῖ καί τίς ψυχές ἡμῶν τῶν μοναχῶν, πού ἀφήσαμε γονεῖς καί συγγενεῖς, κόσμον καί κοσμοκράτορα καί ἤλθαμε καλεσμένοι ἀπό τόν Κύριόν μας σ᾿ αὐτό τό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του. Μένομεν ἐσσαεί εὐγνώμονες γι᾿ αὐτή τήν πανυπερθαύμαστον ἀγάπην Του, διά τήν ὁποίαν δέν ἔχομεν τίποτε νά ἀντισταθμίσωμεν καί νά ἀντιπροσφέρωμεν.
Δέν ἠμπορῶ νά ξεχάσω τήν ἱστορική μαρτυρία ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἱερωνύμου, ὅστις μετέβη νά προσκυνήση τόν τάφον τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Καί ἐκεῖ γονατιστός ἐν μέσω πολλῶν δακρύων τόν ἐρώτησε:
-Τί νά σοῦ προσφέρω Πάτερ Ἰησοῦ, δι᾿ αὐτήν τήν θυσίαν σου πρός ἐμένα;
-Νά μοῦ δώσεις τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε, νά τίς συγχωρήσω!!
Αὐτή τήν προτροπή καί ἱκεσία ἀπευθύνει ὁ Χριστός πρός ὅλους μας, εὐγνώμονες καί ἀγνώμονες ἀπέναντί του, διότι τό ἔργον τοῦ Ἰησοῦ καί Θεοῦ μας εἶναι μόνον νά ἀγαπᾶ καί νά συγχωρεῖ, νά μᾶς παιδεύει γιά νά μᾶς ἐκπαιδεύει στόν δρόμο τῆς σωτηρίας μας.
Σήμερα εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα λειτουργίας τῶν διακονημάτων τῆς Μονῆς μας μέ νέους ὡς ἐπί τό πλεῖστον διακονητάς. Εἶναι τυπικόν ὁλοκλήρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοί προσκαλοῦνται ἐνώπιον τοῦ Γέροντος τῆς Μονῆς καί τῶν Προϊσταμένων τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως καί ἕκαστος τήν 2αν τοῦ μηνός Ἰανουαρίου παίρνει ἕνα διακόνημα. Ἐνίοτε μένουν στό ἴδιο διακόνημα, διότι προφανῶς ἀρίστευσαν ἤ διά ἄλλους λόγους τούς ὁποίους γνωρίζει καί κρίνει ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς.
Τό διακόνημα εἶναι μέσον σωτηρίας τῶν ψυχῶν μας. Ἀκόμη εἶναι ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά ἐργαζώμεθα γιά νά ἔχουμε τό δικαίωμα καί νά σιτιζώμεθα καί νά εἴμεθα στήν ζωή, ὅσα χρόνια θελήσει ὁ Χριστός μας.
Καλόν θά εἶναι νά μή γνωρίζει ὁ μοναχός ποιό διακόνημα θά πάρη. Ἔτσι μπαίνει στό στάδιο τοῦ συγκεκριμένου διακονήματος, μέ πνεῦμα θυσίας. Δέν ἐδιάλεξε ὁ ἴδιος τό ἀγώνισμα, ἀλλά τοῦ τό ἔδωσε ὁ Χριστός, μέσῳ τοῦ Γέροντός του. Ὁπότε, θά εἶναι μεγαλύτερος καί ὁ μισθός του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τήν ἡμέρα. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔκανε τό θέλημά του. Καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ βασικώτερος τρόπος νά κόψουμε τίς ρίζες τοῦ ἐπαράτου ἐγωϊσμοῦ ἀπό μέσα μας εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας.
Ἡ ἐπιβολή τοῦ θελήματός μας, εἶναι προβολή ἔμμεσα τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας. Ἀρνούμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό θέλημά μας, σημαίνει ὅτι ἀπαλλασόμεθα ὁλονέν καί περισσότερο ἀπό τόν ἐγωϊσμό μας. Ἔτσι ζοῦμε ἐμπειρικά τό μέγα θαῦμα τῆς καθάρσεως τῶν παθῶν μας, διά τῆς ὁποίας ἐν συνεχείᾳ θά φθάσουμε στήν ὑψηλή κατάστασι τῆς καρδιακῆς προσευχῆς.
Ὁ ἐγωϊσμός μας παραμένει καί ἐπαυξάνεται μέσα μας, ὅταν θεοποιοῦμε μέ διαφόρους τρόπους τόν ἑαυτό μας. Δέν ἐρωτοῦμε κανέναν γιά τά προσωπικά μας, πνευματικά ἤ ὑπηρεσιακά καθήκοντα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας, δηλαδή στίς γνώσεις μας, στήν ἐμπειρία μας, στίς ἱκανότητές μας, στήν ἔξυπνη λογική μας.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἐμπιστοσύνη εἶναι ὀλέθρια, διότι σάν τό καρκίνωμα ἔχει κολλήσει στούς βρόγχους τῶν πνευμόνων μας καί δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀναπνεύσωμεν τόν καθαρό ἀέρα τῆς ἁγίας ταπεινώσεως. Ἔτσιν περνοῦν τά χρόνια μας ἄκαρπα. Παραπονούμεθα πρός τόν Θεόν ὅτι δέν μᾶς βοηθεῖ ἤ ὅτι δέν ἀκούει τίς προσευχές μας, διότι δέν μᾶς ἀποβάλει θαυματουργικῶς τά πάθη μας. Ἐνῶ τό λάθος εἶναι ἀπόλυτα ἰδικό μας, διότι δέν ἐμάθαμε ἤ δέν διαβάσαμε, δέν ἀκούσαμε ὅτι ἡ ἀποβολή τῶν παθῶν μας εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Εἶναι ἐπιστήμη, πού δέν διδάσκεται σέ σχολεῖα, κρατικά ἤ ἰδιωτικά, οὔτε καί χρειάζονται δίδακτρα γιά τίς σπουδές μας. Πληρώνουμε ὅμως μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μας, ὁσάκις κόβουμε τό θέλημά μας, καί κατά τρόπον ἀνεξήγητον λαμβάνουμε τόν βαθμόν μέ τό «ἄριστα».
Ὅταν κάποιος προσκυνητής μέ ἐρώτησε ποιό εἶναι κατά τήν γνώμη μου τό δυσκολώτερο ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Τοῦ ἀπήντησα ἀπό τήν ἐμπειρία μου, ὅτι εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας. Νομίζω ὅτι δέν ἔπεσα ἔξω. Εἶναι μέν μαρτύριο νά ἀρνῆσαι κάθε φορά τό θέλημά σου καί μάλιστα μπροστά στόν διακονητή σου, ὁ ὁποῖος ἴσως νά εἶναι καί μικρότερός σου στήν ἡλικία, ἀλλά εἶναι καί ἀνάστασις τῆς ψυχῆς σου.
Κάθε φορά λοιπόν πού λέγομεν στόν Γέροντά μας ἤ στόν διακονητή μας: «Νἆναι εὐλογημένον», συντρίβονται μέσα μας σάν χάρτινοι πύργοι τά κάστρα τοῦ διαβόλου, πού εἶναι θεμελιωμένα ἐπάνω στά ἐγωϊστικά μας θελήματα. Πραγματικά νοιώθουμε ὅτι γκρεμίζονται μέσα μας ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον αὐτά τά ἀγέρωχα ντουβάρια τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, πού ἔχουν ἐμφωλεύσει μέσα μας πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Καί δέν χρειάζεται νά ἔλθει συνεργεῖο μέ σκαπτικά ἐργαλεῖα νά μᾶς ἰσοπεδώσει τά ντουβάρια αὐτά, οὔτε νά πληρώσουμε λεπτά, ὅπως πληρώνουν οἱ κοσμικοί σπάζοντας πιάτα καί γυαλικά γιά νά ἐκδηλώσουν τήν κοσμική τους χαρά. Ἔχοντας στά χέρια μας τό τσεκούρι τῆς ἐκκοπῆς θελήματος καί τόν κασμᾶ τῆς ὑπομονῆς καθημερινά γκρεμίζουμε καί πετᾶμε ἔξω τά σκουπίδια καί τίς ἀκαθαρσίες μας.
Γι᾿ αὐτό τονίζουν ὅλοι οἱ Νηπτικοί μας Πατέρες ὅτι ἡ καλλίτερη μέθοδος ἀπαλλαγῆς τῶν παθῶν μας καί προόδου μας στόν δρόμο τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ἐκκοπή θελήματος. Ἔτσι δέν ἐνοχλοῦμε λέγοντας τά ἴδια καί τά ἴδια στόν Πνευματικό μας, ὁ ὁποῖος μέ κάθε εἴδους «κομπρέσσες», ἐπιδιώκει νά μᾶς κλείσει τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Ἡ λύσις τοῦ προβλήματος δέν εἶναι ἡ συχνή διηγηματική ἀφήγησις στόν Πνευματικό μας γιά τά ἐσώτερα τῆς ψυχῆς μας, ἀλλά πῶς θά ἀπαρνηθοῦμε μέ γενναῖο λογισμό τά θελήματά μας, ἀκόμη καί τά μικρά καί ἀσήμαντα. Ἀπό τήν στιγμή πού κόβουμε τά θελήματά μας, ζοῦμε μέσα μας τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σταδιακῶς ἐπαυξάνεται καί πληροῖ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξί μας.
Ὄχι μόνον οἱ μοναχοί ὀφείλουν νά κόπτουν τό θέλημά τους, ἀλλά καί οἱ ἐν τῶ κόσμῶ χριστιανοί μας, οἱ ὁποῖοι πολύ περισσότερον βομβαρδίζονται ἀπό τόν πειρασμό νά συμπεριφέρωνται ἐγωϊστικά. Ἔτσι πιστεύουν ὅτι ζοῦν ἀξιοπρεπῶς, ὅτι τούς τιμοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι ὡς αὐθεντίες, ὅτι πάντοτε ἔχουν γιά κάθε πρᾶγμα νά λέγουν τόν τελευταῖο καί ἐπιτυχημένο λόγο τους.
Γιατί σέ μία οἰκογένεια θά πρέπει μόνον ἡ γυναῖκα νά εἶναι τῶν ἄλλων καλή καί πρόθυμη ὑποτακτική σέ ὅλα; Τήν μαλλώνει ὁ ἄνδρας της, τήν διατάζουν τά παιδιά της, τήν ὑποβλέπουν καί τήν κατηγοροῦν τά πεθερικά της. Καλά, ὅλοι αὐτοί ἀπεφάσισαν νά στείλουν στόν παράδεισο μόνο ἕνα μέλος τῆς οἰκογενείας τους; Καί οἱ ἄλλοι ἀπό ἄλλον πλανήτη ἦλθαν καί σέ ἄλλο πλανήτη θά ὑπάγουν; Δέν σκέπτονται πῶς θά ἀποκτήσουν κι αὐτοί τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ; Ἤ μήπως νομίζουν ὅτι τό Εὐαγγέλιο καί ἡ σωτηρία εἶναι μόνον γιά τούς «ἐλαφρόμυαλους, τούς χαζούς, τούς ἀσυγχρόνιστους καί τούς πλανεμένους», ὅπως τούς ὀνομάζουν;
Θά ὑπάρχει στό σπίτι ἀγγελική ζωή καί ἁρμονική κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας, ἀρκεῖ νά ἀγωνίζεται ὁ καθένας νά ἐφαρμόζει τοῦ ἄλλου τό θέλημα καί ὄχι τό δικό του. Ὅταν ἐρωτᾶμε: «Τί γνώμη ἔχεις πατέρα γι᾿ αὐτό τό ἔργο. Πῶς νά τό κάνω; Ἀμέσως ταπεινούμεθα. Ταυτόχρονα ὁ Θεός φωτίζει τόν πατέρα νά εἴπη τά πρέποντα, τά ὁποῖα καί θά ἀναπαύσουν τόν γυιό του. «Τί γνώμη ἔχεις μητέρα. Εἶμαι καλεσμένη γιά κάποια συνάντησι. Νά πάω;» Θά περιμένει ἡ κόρη νά ἀκούση τήν ἀπάντησι τῆς μητέρας της. Ἄν τήν ἐφαρμόσει, γλύτωσε ἀπό τό ἐγωϊστικό της θέλημα. Ἀκόμη μπῆκε κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ ἅρματος τῆς ἁγίας ταπεινώσεως. Ἔκτοτε δέν εἶναι πλέον εὔκολο νά πέσει καί νά ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος, διότι τόν σκεπάζει σαν ὀμπρέλλα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά, ἄς εἰποῦμε καί τήν ἀλήθεια: Τί ὠφελούμεθα ὁσάκις κατά τρόπο ἐπίμονο καί δυναστικό κάνουμε τό θέλημά μας; Αὐξάνεται μέσα μας τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας. Ἱκανοποιούμεθα ὅτι χωρίς τήν δική μας παρέμβασι, θά ἐγένοντο μόνο λάθη στούς ἄλλους. Πιστεύουμε ὅτι εἴμεθα ἀνώτεροι τῶν ἄλλων. Ζητοῦμε ἔμμεσα νά μᾶς τιμοῦν καί νά μᾶς ἀναγνωρίζουν γιά «σωτῆρες τους». Δέν παραδεχόμεθα κανενός ἄλλου γνῶμες καί προτάσεις. Τούς ὁμιλοῦμε ταπεινωτικά καί ἐνίοτε ἐξευτελιστικά ἐνώπιον τῶν ἄλλων. Τούς περιφρονοῦμε εὐκαίρως ἀκαίρως καί κρατοῦμε τό δίκαιο γιά κάθε θέμα μέ τό μέρος μας. Μᾶς ἀρέσει νά εἰρωνευώμεθα τούς ἄλλους καί μάλιστα ἐνώπιον τρίτων. Τούς ἐλέγχουμε ἐνίοτε καί τούς ὑβρίζουμε μέ ἀπρεπεῖς ἐκφράσεις πού δείχνουν τήν στάθμη τοῦ πνευματικοῦ μας ἐπιπέδου, ὅπου εὑρισκόμεθα. Καί τότε ἐνθυμούμεθα μετά λύπης μας τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι θά εἴμεθα ἔνοχοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐάν ὑβρίσωμεν τόν ἀδελφόν μας ὅτι εἶναι μωρός καί βλάκας!
Ὅλα σχεδόν τά θελήματά μας εἶναι ἐγωϊστικά. Μέσα στό σπίτι ἐνίοτε θά πρέπει νά γίνη τοῦ ἀνδρός τό θέλημα ἤ κάποιου ἄλλου μέλους. Ὅταν ὅλοι εἰρηνεύουν μέ τήν πρότασι κάποιου γιά ἕνα συγκεκριμένο θέμα, τότε αὐτό εἶναι καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὑπάρχει διαφωνία, θά πρέπει ἔστω διά τηλεφώνου νά εἰδοποιηθῆ ὁ Πνευματικός μας. Αὐτός θά μᾶς εἴπει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά τό ἀποδεχθοῦμε ἀνεπιφύλακτα. Καί φυσικά ὀφείλουμε νά τό ἐφαρμόσουμε.
Ὅταν ὑπακούωμεν στό θέλημα τοῦ ἄλλου ἔχουμε βαθειά εἰρήνη στήν καρδιά μας. Διδάσκουμε μέ τό παράδειγμά μας κι αὐτόν πού μᾶς διατάζει. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἡ Χάρις πού περιλούει ὅλη τήν ὕπαρξί μας, ἐξαπλώνεται καί διοχετεύεται καί στούς γύρω μας, ἄσχετα ἄν αὐτοί ἔχουν ἐπίγνωσι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί πνευματικό ὑπόβαθρο.
Ὅλη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ θά πρέπει νά οἰκοδομῆται καθημερινά ἐπάνω στόν ἀκλόνητο βράχο τῆς ὑπακοῆς. Ἐάν δέν ἀγαποῦμε τήν ὑπακοή, τότε γιατί δέν μένουμε στόν κόσμο νά συνεχίσουμε νά κάνουμε τά θελήματά μας; Καί ἄν μοναχός σημαίνει μεταμορφωμένος ἄνθρωπος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πῶς κάποιος ξεκκινᾶ νά μονάσει, ἀφοῦ δέν προσφέρεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στήν ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Πῶς θά ἀγαπήσει τόν Θεό; Ἐφαρμόζοντας τό θέλημά του; Καί ἄν Τόν ἀγάπησε στόν κόσμο μέ τά θελήματά του, τότε γιατί ἦλθε στό μοναστήρι; Μήπως γιά μία ἄνετη, ἀνέμελη καί ἀνεύθυνη ζωή; Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι μοναχισμός. Εἶναι…οἰκοτροφεῖο καί κατασκηνώσεις!
Ὅταν τήν προηγούμενη χρονιά ἀνεκοίνωσε ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς μας σέ κάποιον μοναχόν, ὅτι θά τόν βγάλη ἀπό τό διακόνημά του, ἐκεῖνος ἐστύλωσε σάν τόν ἵππο τά πόδια του καί τόν ἐρώτησε ταραγμένος.
-Τί παράπονο ἔχεις, Γέροντα, ἀπό μένα; Δέν ἐπιτελῶ τό διακόνημά μου μέ προθυμία καί εὐσυνειδησία; Ἐάν θά μέ βγάλης θά μέ ἀναγκάσεις νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι.
Καί γνωρίζουμε λόγω τῶν καιρῶν μας, σήμερα οἱ καλλίτεροι ὑποτακτικοί εἶναι οἱ Γεροντάδες μας. Ὄχι μόνον ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς, ἀλλά καί οἱ πρῶτοι διακονητές, πού κι αὐτοί λέγονται Γεροντάδες.
Ἔτσι, στήν ἀντίδρασι τοῦ ἀνωτέρω μοναχοῦ, ὑποτακτικός γίνεται ὁ Ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος δέν παρουσιάζει οὔτε κἄν σημάδια δυσαρεσκείας, γιά νά μή λυπήσει τόν μοναχόν του. Καί ἐμεῖς οἱ Ἁγιορεῖτες λέγομεν ὅτι «τόν οἰκονόμησε ὁ Γέροντας», δηλαδή τοῦ ἔκαμε τό θέλημά του. Μέχρι πότε θά τόν οἰκονομεῖ; Μέχρις ὅτου ὡριμάσει καί ταπεινωθῆ ὁ μοναχός του. Ἀλλά εἶναι δυνατόν νά ταπεινωθῆ ὁ μοναχός, ὅταν ἀγαπᾶ νά ἐπιβάλει τά θελήματά του, ἀκόμη καί στόν Ἡγούμενο;
Ἔτσι ὁ μοναχός πού ἀγαπᾶ τό θέλημά του δέν ἔχει τήν εἰρήνη στήν καρδιά του, διότι δέν τόν ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις. Ὁ ἴδιος εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, διότι ἀγάπησε τό θέλημα του, πάνω ἀπό τόν Θεό καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Κρατεῖ τό κομποσχοίνι καί μάλιστα στήν ἐκκλησία, κἄπως ἐπιδεικτικά, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά συγκεντρώσει τόν νοῦ του καί νά προσευχηθῆ.
Ἀγαπῶ τό θέλημά μου, γιά τόν μοναχό καί τόν ἁπλό χριστιανό σημαίνει, ὅτι ἀγαπῶ τά πάθη μου. Ἀγαπῶ νά μέ κυβερνᾶ ὁ διάβολος, πού εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν εἰσηγητής καί διαλαλητής τῆς ὑπερηφανείας. Θέλω ἐγώ μόνος μου νά κυβερνήσω τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ νά κατευθύνω τήν ψυχή μου στήν σωτηρία της, ὅπως ἐγώ γνωρίζω! Δέν δέχομαι ἄλλους δασκάλους καί ἀφεντικά στό κεφάλι μου. Ξέρω νά ζήσω τήν ζωή μου. Ἄλλωστε δέν εἶμαι καί μικρός, περίπου 50 χρονῶν ἄνδρας.
Ταπεινώνεται ἡ Ἡγούμενος καί ὑπερηφανεύεται ὁ ὑποτακτικός του. Ἁγιάζεται ὁ Γέροντας καί «παγιάζει» ὁ μαθητής του. Φρονεῖ τά τοῦ Θεοῦ ὁ Γέροντας καί ἀλλοφρονεῖ ὁ μαθητής! Καί περιμένει ὁ Γέροντας ἐκείνη τήν ἡμέρα, κατά τήν ὁποία θά ματαμορφωθῆ ὁ μοναχός, γιά νά ἀρχίσει νά οἰκοδομῆται πνευματικῶς.
Δέν ἐνδιαφέρει ἄμεσα τόν Θεό, πόση ἡ παραγωγή ἑνός διακονήματος, πού ἄς ὑποθέσουμε ὁ μοναχός παρασκευάζει θυμίαμα ἤ καλλιεργεῖ κηπουρικά ἤ μαζεύει φροῦτα στούς κήπους. Τό διακόνημα ἔχει καθαρῶς σωτηριολογικό σκοπό. Παρόμοιο εἶναι καί τό ἔργο τῆς προσευχῆς. Δέν ἐνδιαφέρει τόν Θεό, ἐάν ἔκανες τρία ἤ τριάντα κομπσχοίνια τήν ἡμέρα. Ὅπως συνέβη κάποτε σέ ἕνα κοινόβιο. Ζοῦσε ἕνας μοναχός, πού ἔδειχνε ἐξωτερικά ὅτι εἶναι ἐνάρετος. Περπατοῦσε σκυφτός, σιωπηλός, νηστευτής καί μέ ἕνα κομβοσχοίνιο στό χέρι ψιθύριζε πάντοτε τήν εὐχή. Τόν ἀγαποῦσε ὁ Θεός καί ἤθελε νά τόν σώσει.
Παρουσιάζεται μία νύκτα ἐν ὁράματι, ἕνας Ἄγγελος Κυρίου. Κρατοῦσε στά χέρια του ἕνα κόσκινο καί κοσκίνιζε. Μετά τό κοσκίνισμα ἔπεσαν κάτω περί τά 70 κομποσχοίνια, ἐνῶ μέσα ἔμειναν μόνο τρία. Καί τότε εἶπε στόν μοναχό, πού ἔκθαμβος παρακολουθοῦσε τήν σκηνή:
-Βλέπεις, ὦ μοναχέ; Μόνο τρία κομβοσχοίνια, τά τρία πρῶτα πού κάνεις, δέχεται ἀπό σένα ὁ Θεός. Τά ὑπόλοιπα 70, πού κάνεις εἶναι τοῦ ἐγωϊσμοῦ σου καί σοῦ τά ἐπιστρέφει πίσω!
Λοιπόν, ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό τόν μοναχό, μέσῳ τῆς προσευχῆς καί τῆς ὑπακοῆς του σ᾿ ἕνα διακόνημα, νά τόν βοηθήσει νά ταπεινωθῆ. Μόνον ἔχοντας σάν βάσι τήν ἁγία ταπείνωσι, εἶναι δυνατόν κατόπιν νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί νά τόν εὐαρεστήσει.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 4-1-2019
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου